Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απάτη. Λόγοι: απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας για λήψη υπόψη πορισματικών αναφορών υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, που λήφθηκαν στην προανάκριση ως και καταθέσεις κατηγορουμένης πριν να αποκτήσει την εν λόγω ιδιότητα. Υπέρβαση εξουσίας Συμβουλίου Εφετών, μετά την παραπομπή της υπόθεσης σ' αυτό με βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Αιτιολογία βουλεύματος και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη και των δύο σχετικών λόγων αναίρεσης και απόρριψη αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.
Αριθμός 117/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 309/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαΐου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 849/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 276/9.9.2009 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 7/28-5-2009 έκθεση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., οδός ..., κατά του υπ' αριθ. 309/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κιλκίς με το υπ' αριθ. 13/12-3-2007 βούλευμά του, παρέπεμψε και την αναιρεσείουσα ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού, σε απάτη από κοινού, κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρα 45, 46 §ια, 13στ και 386 §§1 και 3 στοιχ. α' του Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε η αναιρεσείουσα την υπ' αριθ. 4/3-4-2007 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 1032/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία την έφεση αυτή. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε η αναιρεσείουσα την υπ' αριθ. 30/7-12-2007 αίτηση αναίρεσης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 133/2009 απόφαση του Δικαστηρίου σας (ΣΤ Ποινικού Τμήματος - σε Συμβούλιο), η οποία ανήρεσε εν μέρει το υπ' αριθ. 1032/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, αναφορικά με την αναιρεσείουσα και παρέπεμψε την υπόθεση, ως προς αυτήν, στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Το Συμβούλιο της παραπομπής εξέδωσε στη συνέχεια το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αναίρεση 309/2009 βούλευμά του, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία την πιο πάνω έφεση της αναιρεσείουσας. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 28-4-2009 και στον αντίκλητο δικηγόρο της Μιχ. Κουκούνα στις 18-5-2009. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή αφού ασκήθηκε ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 28-5-2009 και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της απόλυτης ακυρότητας, υπέρβασης εξουσίας, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 484 §ια', β', δ' και στ' Κ.Π.Δ.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠοινΧρον. ΛΖ 162, ΑΠ 610/2002 ΠοινΔικ 2002.988). Ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος (ΟλΑΠ 293/67 Ποιν Χρον. ΙΖ 4857 ΑΠ 691/97 ΠοινΧρον. ΜΗ 176). Το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ, όπου προβλέπονται οι διακεκριμένες-κακουργηματικές μορφές απάτης είχε ως εξής "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το αρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και απέκτησε το εξής περιεχόμενο. "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και απέκτησε την ισχύουσα μορφή της, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 73.000 ευρώ).Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη".Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 §ια του Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού (Α.Π. 180/2008 Π.Χρ. ΝΗ/1000). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ. Νστ/627, ΑΠ 1687/2002 Ποιν. Χρ. Νγ/638, ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39). Ακόμη όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 §1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν τη διάταξη αυτή την παραβίασε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (δείτε και Α.Π. 431/07 Π.Χρ. ΝΖ/502).Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 309/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που έχει συλλεγεί κατά την προανάκριση και την κύρια ανάκριση, τα έγγραφα της δικογραφίας, εκτός από τις από 27-4-2004 και 15-12-2004 πορισματικές αναφορές του Σώματος Δ.Ο.Ε. Διεύθυνσης Αττικής που δεν λαμβάνονται υπόψη ως πάσχουσες από απόλυτη ακυρότητα, διότι για τη συγκρότησή τους χρησιμοποιήθηκαν και οι ένορκες εξετάσεις της κατηγορουμένης και ήδη εκκαλούσας, πριν αποδοθεί σε βάρος της ποινική κατηγορία (Ολομ. Α.Π. 1/2004 Π.Χρ. 2005 σελ. 113), τις καταθέσεις των μαρτύρων και την απολογία της κατηγορουμένης προέκυψε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν δημοσίως την ως άνω κατηγορία εναντίον της εκκαλούσας και την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, για τους αναφερόμενους στην Εισαγγελική πρόταση λόγους στους οποίους ως ορθούς, νόμιμους και σύμφωνους με τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και το Συμβούλιο αυτό προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, εξ ολοκλήρου αναφέρεται". Έχουν δε οι αναφερόμενοι στην εισαγγελική πρόταση λόγοι ως εξής: Ύστερα από την 30-5-2003 έγκληση του Ψ, κατοίκου ..., και αφού προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των εκ των κατηγορουμένων, που προσήλθαν και απολογήθηκαν, προέκυψαν και κατά τη δική μας κρίση (σε βαθμό επαρκών ενδείξεων) τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την προεκτεθείσα κατηγορία, για την οποία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κιλκίς παρέπεμψε την εκκαλούσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης με το εκκαλούμενο βούλευμα. Η αξιόποινη πράξη για την οποία κρίθηκε (σε πρώτο βαθμό) ότι πρέπει να παραπεμφθεί η εκκαλούσα, εναρμονίζεται με το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας (και σε σύνολη εκτίμηση και αναφορικά με τα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα). Δηλαδή, τα προκύψαντα περιστατικά, που αναφέρονται στο προεκτεθέν κατηγορητήριο και ακόμη αναλυτικότερα εκτίθενται στο εκκαλούμενο βούλευμα, ορθώς έχουν υπαχθεί στις ποινικές διατάξεις που σημειώθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας πρότασης μαζί με τις σχετικές παραδοχές της νομολογίας. Συμπληρωματικώς, επισημαίνουμε τα ακόλουθα: Ο ΑΑ από κοινού με τους ΒΒ, ΕΕ και Χ (εκκαλούσα), με πρόθεση προκάλεσαν, στα σεμινάρια που διοργάνωναν, στους συγκατηγορουμένους τους ΓΓ και ΔΔ την απόφαση να διαπράξουν την πράξη της απάτης από κοινού κατ' επάγγελμα από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από κοινού οι τέσσερις πρώτοι παρείχαν προς τους φυσικούς αυτουργούς της πράξεως αυτής οδηγίες και καθοδήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσίαζαν τα δήθεν χρηματοοικονομικά και επενδυτικά προϊόντα προς τρίτους επενδυτές, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (αφού τα εν λόγω προϊόντα, όπως το αμοιβαίο κεφάλαιο Goldsmith Investment Fund, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα), ώστε να τους πείσουν να τους παραδώσουν εν είδει επενδύσεως τα χρήματα τους, τα οποία στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι ιδιοποιήθηκαν. Από το ανωτέρω αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απάτη σε βάρος του εγκαλούντος Ψ, από την οποία προκλήθηκε σε αυτόν ζημία ύψους 22.650 ευρώ με αντίστοιχο όφελος των κατηγορουμένων. Οι δράστες προέκυψε ότι είχαν διαμορφώσει μία υποδομή, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, με σκοπό πορισμού εισοδήματος. Ανάμεσα στα ιδιαίτερα τεχνάσματα ήταν η οργάνωση ενός ολόκληρου πλέγματος ψευδών παραστάσεων με την εμφάνιση μιας άρτιας επιχειρηματικής υποδομής και με τη χρήση υπαρκτών και μη εταιρικών επωνυμιών, ημεδαπών και αλλοδαπών προκειμένου να πείθονται οι προσερχόμενοι πελάτες ότι η επιχείρηση είναι νόμιμη και φερέγγυα και να παραδίδουν σε αυτούς σημαντικά χρηματικά ποσά. Με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, με πρόθεση προκάλεσαν από κοινού στην ΓΓ και στον ΔΔ την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη που διέπραξαν της απάτης κατ' επάγγελμα. Oι ΓΓ και ΔΔ, ενεργώντας κατ' εντολή και με την προτροπή των ανωτέρω συγκατηγορουμένων τους παρέστησαν ψευδώς, εν γνώσει τους, στον Ψ ότι το GOLDSMITH είναι ένα αξιόπιστο και ασφαλές επενδυτικό προϊόν. Με τον τρόπο αυτό τον έπεισαν, εκμεταλλευόμενοι τη δική τους εμπειρία σε σχετικά χρηματοοικονομικά πακέτα και την απειρία του παθόντος, να τους καταβάλει το ποσό των 22.650 ευρώ. Η απάτη ήταν πολύ καλά οργανωμένη, καθόσον οι συμβάσεις συνοδεύονταν από πλαστογραφημένα ασφαλιστικά συμβόλαια των LLOYDS Λονδίνου, τα τηλεφωνήματα των επενδυτών στο εξωτερικό εκτρέπονταν στα τηλέφωνα της HEDLEY στη ..., και οι όποιες ερωτήσεις απαντώνταν από τους υπαλλήλους των Αφών ΑΑ-ΒΒ. Από την ανάκριση επίσης προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι, στα πλαίσια αυτής της υποδομής που οργάνωσαν, στους ανωτέρω χρόνους, κάλεσαν πολλούς συνεργάτες, μεταξύ των οποίων και την ΓΓ, στα γραφεία της εταιρίας HEDLEY, ... στη ... και τους παρουσίασε σε μορφή σεμιναρίου τον τρόπο (επιχειρήματα, τεχνικά μέσα που θα χρησιμοποιούν και τους αριθμούς των τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους θα γίνονται οι καταθέσεις χρημάτων), με τον οποίο οι τελευταίοι θα πείθουν τρίτους να επενδύουν τα χρήματα τους στο επενδυτικό πρόγραμμα αμοιβαίου κεφαλαίου Goldsmith Investment Fund, προϊόν της εταιρίας Goldsmith Investment Limited. Μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο πώλησης, το οποίο προσπαθούσε να εξεύρει συνεργάτες, που έχουν πολλές και σημαντικές γνωριμίες με οικονομικά ισχυρούς παράγοντες της αγοράς και έχοντας ως όπλο τις υποσχόμενες σταθερές και υψηλές αποδόσεις, αλλά και στηριζόμενοι στη διαφήμιση οι κατηγορούμενοι προσέλκυσαν σημαντικά κεφάλαια. Επιπλέον παρείχαν και σχετικό έντυπο υλικό, με αποτέλεσμα να πείθουν τα θύματα τους για επενδύσεις, όπως η συγκεκριμένη περίπτωση από την οποία προέκυψε όφελος για τους κατηγορουμένους 22.650 ευρώ, με βλάβη αντίστοιχα την περιουσία του Ψ. Ο ρόλος της Χ (εκκαλούσας) ήταν επίσης ουσιαστικός και καθόλα συντονιστικός. Η ανωτέρω γνώριζε για τη λειτουργία του κεφαλαίου και βοηθούσε στην ενημέρωση των ανά την Ελλάδα μεσιτών πρακτόρων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε άλλες εταιρίες των Αφών ΑΑ-ΒΒ, η Χ (εκκαλούσα) κατείχε διευθυντικές θέσεις (στην Τηρέας ΑΕ, Αντιπρόεδρος και αναπληρώτρια εκπρόσωπος σε περίπτωση κωλύματος του ΑΑ, στην Matrix εκπρόσωπος). Στην συγκεκριμένη περίπτωση καθοριστικός ήταν ο ρόλος της ΓΓ, η οποία, μαζί με τον ΔΔ, παρουσιάστηκαν ως μεσάζοντες στην κατάρτιση του επενδυτικού προγράμματος, και οι οποίοι, όπως προκύπτει, είχαν την κατάλληλη ενημέρωση και διασύνδεση με τους υπόλοιπους, προκειμένου να πείσουν τον παθόντα για την ύπαρξη και την αξιοπιστία ενός ανύπαρκτου επενδυτικού προϊόντος. Ο ΔΔ, μάλιστα (όπως καταθέτει ο ...) συνέστησε στον παθόντα, να μην αναζητήσει πρόγραμμα της Metrolife (αν και αυτός ήταν διευθυντής της), αλλά να επενδύσει στο Goldsmith. Εξάλλου, ο κάθε συνεργάτης της εταιρίας OVB HELLAS (στην προκείμενη περίπτωση η ΓΓ) παρουσίαζε στον υποψήφιο πελάτη του όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα των εταιριών που είχαν σχέση με την OVB στην Ελλάδα και άφηνε τον πελάτη να επιλέξει εκείνο το προϊόν που ταίριαζε καλύτερα στις ανάγκες. Εφόσον ο πελάτης επέλεγε το αμοιβαίο κεφάλαιο Goldsmith, ο συνεργάτης του παρέδιδε την αίτηση συμμετοχής που του είχε παραδώσει η εταιρία HEDLEY. Σε κάθε περίπτωση η προώθηση αμοιβαίων κεφαλαίων από την OVB διακόπηκε από 1-6-2001. Τέλος, η κατ' επάγγελμα (άρθρ.13στ ΠΚ) τέλεση των αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους πράξεων ενισχύεται και από το γεγονός ότι εκκρεμούν και άλλες (16) συναφείς υποθέσεις στην 2η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών, διότι υπάρχουν περιστατικά που αφορούν εκατοντάδες άλλους φερόμενους ως εξαπατηθέντες επενδυτές. Ύστερα από τις παραπάνω επισημάνσεις, θεωρούμε ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κιλκίς ορθώς έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις που επιβάλλουν τον έλεγχο της υποθέσεως με την αποδεικτική διαδικασία του ακροατηρίου και παρέπεμψε την εκκαλούσα κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, αβασίμως δε η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα (ότι δηλαδή έσφαλε στην κρίση του το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο) με την κρινόμενη έφεση της, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, να επικυρωθεί ως προς την πιο πάνω διάταξη του, κατ' άρθρο 319 παρ.3 Κ.Π.Δ., το εκκαλούμενο βούλευμα και κατ' εφαρμογή του άρθρου 583 παρ.1 Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3160/2003, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της εκκαλούσας.) Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού στην απάτη από κοινού και κατ' επάγγελμα από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 5.000.000 δραχμές (15.000 ευρώ), διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο βούλευμα, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προανάκριση που προηγήθηκε αυτής, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο να δικασθεί για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 §ια, 13 στ' και 386 §§1 και 3α του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Δεν απαιτείτο δε ειδικότερη αιτιολόγηση της απόρριψης ή μη του λόγου εφέσεως που αναφέρονταν στην απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την αποδεικτική αξιοποίηση των ενόρκων καταθέσεων της αναιρεσείουσας κατά την προδικασία και πριν της αποδοθεί οποιαδήποτε κατηγορία, διότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που κατά παραπομπή μετά την υπ' αριθ. 133/2009 απόφαση του Δικαστηρίου σας, επελήφθη και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιοποίησε τις καταθέσεις της αναιρεσείουσας που αυτή έδωσε στο ΣΔΟΕ πριν αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης και αναφέρονται στις μνημονευόμενες, στο προσβληθέν με την έφεση βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κιλκίς, πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ, όπως το βούλευμα αυτό εκ προοιμίου αναφέρει στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του. Ούτε περαιτέρω υπάρχει αναφορά στις πορισματικές αυτές αναφορές του ΣΔΟΕ στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος. Έτσι κατά τρόπο έμμεσο, αλλά σαφή, καθίσταται φανερό ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εν τοις πράγμασι με την εκτιθέμενη αναφορά του, έκανε δεκτό ως βάσιμο τον λόγον αυτόν εφέσεως της αναιρεσείουσας, μη αναφερθέν στα αναφερόμενα σ' αυτόν έγγραφα (πορισματικές εκθέσεις του ΣΔΟΕ) και δεν απαιτούνταν ειδικότερη αιτιολογία της απόρριψής του ή μη. Εστήριξε δε το προσβαλλόμενο βούλευμα την περί παραπομπής της αναιρεσείουσας κρίση του, στα λοιπά αποδεικτικά μέσα που κατά κατηγορία αναφέρει. Η παραδοχή του δε αυτή δεν συνιστά τον με στοιχείο "Α1" αναιρετικό λόγο της απόλυτης ακυρότητας που η αναιρεσείουσα προβάλλει, ούτε τον με στοιχείο "Β" λόγο της υπέρβασης εξουσίας, συνιστάμενο στο ότι αποφάνθηκε το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς να έχει την προς τούτο εξουσία, ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τις πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ. Εκ της μη δε αφαιρέσεως από τη δικογραφία των μνημονευομένων στο πρωτόδικο βούλευμα πορισματικών αναφορών του ΣΔΟΕ και της θέσεώς τους στο αρχείο της Εισαγγελίας, δεν εχώρησε η απόλυτη ακυρότητα που η αναιρεσείουσα επικαλείται με τον πρώτο με στοιχείο "Α2" λόγο της αναίρεσής της, αφού αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα (δείτε και Α.Π. (Ολομ.) 1/2004 Π.Χρ. ΝΕ/113). Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων, αβάσιμη στην ουσία της ελέγχεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθ. 7/28-5-2009 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., οδός ..., κατά του υπ' αριθ. 309/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 3-7-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη υπ' αριθμ. 7/2009 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ ζητείται η αναίρεση του υπ' αριθμ. 309/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η υπ' αριθμ. 4/3.4.2007 έφεση της κατά του υπ' αριθμ. 13/2007 παραπεμπτικού γι'αυτήν βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κιλκίς, μετά την έκδοση του υπ' αριθμ. 1032/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και των υπ' αριθμ. 1828/2008 και 133/2009 βουλευμάτων του Συμβουλίου τούτου του Αρείου Πάγου. Η ως άνω αίτηση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Το υποβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αίτημα της αναιρεσείουσας να γνωρίσει το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο αυτό 9άρθρα 308 παρ. 2 και 485 παρ. 1 του ΚΠΔ) έγινε δεκτό και αυτή (ο αντίκλητος δικηγόρος της) έλαβε γνώση της σχετικής εισαγγελικής πρότασης (βλ. την από 10.9.2009 σχετική σημείωση στην αρχή της ανωτέρω εισαγγελικής πρότασης). Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ "όποιο με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠοινΧρον. ΛΖ 162). Ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος (ΟλΑΠ 293/67 Ποιν Χρον. ΙΖ 485, ΑΠ 1656/2007 ΠοινΧρον. Η 536). Το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ, όπου προβλέπονται οι διακεκριμένες-κακουργηματικές μορφές απάτης είχε ως εξής "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το αρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και απέκτησε το εξής περιεχόμενο. "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και απέκτησε την ισχύουσα μορφή της, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 73.000 ευρώ).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη" (ΑΠ 211/2007 ΠΧ ΝΗ/39).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 §ια του Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού (Α.Π. 180/2008 Π.Χρ. ΝΗ/1000). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης" (Βλ. επί απάτης την ΑΠ 660/1999 ΠΝ 1999/199). Περαιτέρω, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/627 και ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39).
Ακόμη, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 §1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν τη διάταξη αυτή την παραβίασε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 431/07 Π.Χρ. ΝΖ/502).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 309/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό ειδική και εμπεριστατωμένη πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που έχει συλλεγεί κατά την προανάκριση και την κύρια ανάκριση, τα έγγραφα της δικογραφίας, εκτός από τις από 27-4-2004 και 15-12-2004 πορισματικές αναφορές του Σώματος Δ.Ο.Ε. Διεύθυνσης Αττικής που δεν λαμβάνονται υπόψη ως πάσχουσες από απόλυτη ακυρότητα, διότι για τη συγκρότησή τους χρησιμοποιήθηκαν και οι ένορκες εξετάσεις της κατηγορουμένης και ήδη εκκαλούσας, πριν αποδοθεί σε βάρος της ποινική κατηγορία (Ολομ. Α.Π. 1/2004 Π.Χρ. ΝΕ σελ. 113), τις καταθέσεις των μαρτύρων και την απολογία της κατηγορουμένης προέκυψε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν δημοσίως την ως άνω κατηγορία εναντίον της εκκαλούσας και την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, για τους αναφερόμενους στην Εισαγγελική πρόταση λόγους στους οποίους ως ορθούς, νόμιμους και σύμφωνους με τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και το Συμβούλιο αυτό προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, εξ ολοκλήρου αναφέρεται". Έχουν δε οι αναφερόμενοι στην εισαγγελική πρόταση λόγοι ως εξής: "Ύστερα από την 30-5-2003 έγκληση του Ψ, κατοίκου ..., και αφού προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των εκ των κατηγορουμένων, που προσήλθαν και απολογήθηκαν, προέκυψαν και κατά τη δική μας κρίση (σε βαθμό επαρκών ενδείξεων) τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την προεκτεθείσα κατηγορία, για την οποία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κιλκίς παρέπεμψε την εκκαλούσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης με το εκκαλούμενο βούλευμα. Η αξιόποινη πράξη για την οποία κρίθηκε (σε πρώτο βαθμό) ότι πρέπει να παραπεμφθεί η εκκαλούσα, εναρμονίζεται με το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας (και σε σύνολη εκτίμηση και αναφορικά με τα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα). Δηλαδή, τα προκύψαντα περιστατικά, που αναφέρονται στο προεκτεθέν κατηγορητήριο και ακόμη αναλυτικότερα εκτίθενται στο εκκαλούμενο βούλευμα, ορθώς έχουν υπαχθεί στις ποινικές διατάξεις που σημειώθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας πρότασης μαζί με τις σχετικές παραδοχές της νομολογίας. Συμπληρωματικώς, επισημαίνουμε τα ακόλουθα: Ο ΑΑ από κοινού με τους ΒΒ, ΕΕ και Χ (εκκαλούσα), με πρόθεση προκάλεσαν, στα σεμινάρια που διοργάνωναν, στους συγκατηγορουμένους τους ΓΓ και ΔΔ την απόφαση να διαπράξουν την πράξη της απάτης από κοινού κατ' επάγγελμα από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από κοινού οι τέσσερις πρώτοι παρείχαν προς τους φυσικούς αυτουργούς της πράξεως αυτής οδηγίες και καθοδήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσίαζαν τα δήθεν χρηματοοικονομικά και επενδυτικά προϊόντα προς τρίτους επενδυτές, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (αφού τα εν λόγω προϊόντα, όπως το αμοιβαίο κεφάλαιο Goldsmith Investment Fund, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα), ώστε να τους πείσουν να τους παραδώσουν εν είδει επενδύσεως τα χρήματα τους, τα οποία στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι ιδιοποιήθηκαν. Από το ανωτέρω αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απάτη σε βάρος του εγκαλούντος Ψ, από την οποία προκλήθηκε σε αυτόν ζημία ύψους 22.650 ευρώ με αντίστοιχο όφελος των κατηγορουμένων. Οι δράστες προέκυψε ότι είχαν διαμορφώσει μία υποδομή, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, με σκοπό πορισμού εισοδήματος. Ανάμεσα στα ιδιαίτερα τεχνάσματα ήταν η οργάνωση ενός ολόκληρου πλέγματος ψευδών παραστάσεων με την εμφάνιση μιας άρτιας επιχειρηματικής υποδομής και με τη χρήση υπαρκτών και μη εταιρικών επωνυμιών, ημεδαπών και αλλοδαπών προκειμένου να πείθονται οι προσερχόμενοι πελάτες ότι η επιχείρηση είναι νόμιμη και φερέγγυα και να παραδίδουν σε αυτούς σημαντικά χρηματικά ποσά. Με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, με πρόθεση προκάλεσαν από κοινού στην ΓΓ και στον ΔΔ την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη που διέπραξαν της απάτης κατ' επάγγελμα. Oι ΓΓ και ΔΔ, ενεργώντας κατ' εντολή και με την προτροπή των ανωτέρω συγκατηγορουμένων τους παρέστησαν ψευδώς, εν γνώσει τους, στον Ψ ότι το GOLDSMITH είναι ένα αξιόπιστο και ασφαλές επενδυτικό προϊόν. Με τον τρόπο αυτό τον έπεισαν, εκμεταλλευόμενοι τη δική τους εμπειρία σε σχετικά χρηματοοικονομικά πακέτα και την απειρία του παθόντος, να τους καταβάλει το ποσό των 22.650 ευρώ. Η απάτη ήταν πολύ καλά οργανωμένη, καθόσον οι συμβάσεις συνοδεύονταν από πλαστογραφημένα ασφαλιστικά συμβόλαια των LLOYDS Λονδίνου, τα τηλεφωνήματα των επενδυτών στο εξωτερικό εκτρέπονταν στα τηλέφωνα της HEDLEY στη ..., και οι όποιες ερωτήσεις απαντώνταν από τους υπαλλήλους των Αφών ΑΑ-ΒΒ. Από την ανάκριση επίσης προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι, στα πλαίσια αυτής της υποδομής που οργάνωσαν, στους ανωτέρω χρόνους, κάλεσαν πολλούς συνεργάτες, μεταξύ των οποίων και την ΓΓ, στα γραφεία της εταιρίας HEDLEY, ... στη ... και τους παρουσίασε σε μορφή σεμιναρίου τον τρόπο (επιχειρήματα, τεχνικά μέσα που θα χρησιμοποιούν και τους αριθμούς των τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους θα γίνονται οι καταθέσεις χρημάτων), με τον οποίο οι τελευταίοι θα πείθουν τρίτους να επενδύουν τα χρήματα τους στο επενδυτικό πρόγραμμα αμοιβαίου κεφαλαίου Goldsmith Investment Fund, προϊόν της εταιρίας Goldsmith Investment Limited. Μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο πώλησης, το οποίο προσπαθούσε να εξεύρει συνεργάτες, που έχουν πολλές και σημαντικές γνωριμίες με οικονομικά ισχυρούς παράγοντες της αγοράς και έχοντας ως όπλο τις υποσχόμενες σταθερές και υψηλές αποδόσεις, αλλά και στηριζόμενοι στη διαφήμιση οι κατηγορούμενοι προσέλκυσαν σημαντικά κεφάλαια. Επιπλέον παρείχαν και σχετικό έντυπο υλικό, με αποτέλεσμα να πείθουν τα θύματα τους για επενδύσεις, όπως η συγκεκριμένη περίπτωση από την οποία προέκυψε όφελος για τους κατηγορουμένους 22.650 ευρώ, με βλάβη αντίστοιχα την περιουσία του Ψ. Ο ρόλος της Χ (εκκαλούσας) ήταν επίσης ουσιαστικός και καθόλα συντονιστικός. Η ανωτέρω γνώριζε για τη λειτουργία του κεφαλαίου και βοηθούσε στην ενημέρωση των ανά την Ελλάδα μεσιτών πρακτόρων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε άλλες εταιρίες των Αφών ΑΑ-ΒΒ, η Χ (εκκαλούσα) κατείχε διευθυντικές θέσεις (στην Τηρέας ΑΕ, Αντιπρόεδρος και αναπληρώτρια εκπρόσωπος σε περίπτωση κωλύματος του ΑΑ, στην Matrix εκπρόσωπος). Στην συγκεκριμένη περίπτωση καθοριστικός ήταν ο ρόλος της ΓΓ, η οποία, μαζί με τον ΔΔ, παρουσιάστηκαν ως μεσάζοντες στην κατάρτιση του επενδυτικού προγράμματος, και οι οποίοι, όπως προκύπτει, είχαν την κατάλληλη ενημέρωση και διασύνδεση με τους υπόλοιπους, προκειμένου να πείσουν τον παθόντα για την ύπαρξη και την αξιοπιστία ενός ανύπαρκτου επενδυτικού προϊόντος. Ο ΔΔ, μάλιστα (όπως καταθέτει ο ...) συνέστησε στον παθόντα, να μην αναζητήσει πρόγραμμα της Metrolife (αν και αυτός ήταν διευθυντής της), αλλά να επενδύσει στο Goldsmith. Εξάλλου, ο κάθε συνεργάτης της εταιρίας OVB HELLAS (στην προκείμενη περίπτωση η ΓΓ) παρουσίαζε στον. υποψήφιο πελάτη του όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα των εταιριών που είχαν σχέση με την OVB στην Ελλάδα και άφηνε τον πελάτη να επιλέξει εκείνο το προϊόν που ταίριαζε καλύτερα στις ανάγκες. Εφόσον ο πελάτης επέλεγε το αμοιβαίο κεφάλαιο Goldsmith, ο συνεργάτης του παρέδιδε την αίτηση συμμετοχής που του είχε παραδώσει η εταιρία HEDLEY. Σε κάθε περίπτωση η προώθηση αμοιβαίων κεφαλαίων από την OVB διακόπηκε από 1-6-2001. Τέλος, η κατ' επάγγελμα (άρθρ.13 στ' ΠΚ) τέλεση των αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους πράξεων ενισχύεται και από το γεγονός ότι εκκρεμούν και άλλες (16) συναφείς υποθέσεις στην 2η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών, διότι υπάρχουν περιστατικά που αφορούν εκατοντάδες άλλους φερόμενους ως εξαπατηθέντες επενδυτές. Ύστερα από τις παραπάνω επισημάνσεις, θεωρούμε ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κιλκίς ορθώς έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις που επιβάλλουν τον έλεγχο της υποθέσεως με την αποδεικτική διαδικασία του ακροατηρίου και παρέπεμψε την εκκαλούσα κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, αβασίμως δε η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα (ότι δηλαδή έσφαλε στην κρίση του το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο) με την κρινόμενη έφεση της, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, να επικυρωθεί ως προς την πιο πάνω διάταξη του, κατ' άρθρο 319 παρ.3 Κ.Π.Δ., το εκκαλούμενο βούλευμα και κατ' εφαρμογή του άρθρου 583 παρ.1 Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3160/2003, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της εκκαλούσας". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού στην απάτη από κοινού και κατ' επάγγελμα από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 5.000.000 δραχμές (15.000 ευρώ), διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο βούλευμα, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προανάκριση που προηγήθηκε αυτής, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο να δικασθεί για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 §ια, 13 στ' και 386 §§1 και 3α του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Δεν απαιτείτο δε ειδικότερη αιτιολόγηση της απόρριψης ή μη του λόγου εφέσεως που αναφερόταν στην απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την αποδεικτική αξιοποίηση των ενόρκων καταθέσεων της αναιρεσείουσας κατά την προδικασία και πριν της αποδοθεί οποιαδήποτε κατηγορία, διότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης που κατά παραπομπή σ'αυτό με το υπ' αριθμ. 133/2009 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου επιλήφθηκε και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιοποίησε τις καταθέσεις της αναιρεσείουσας που αυτή έδωσε στο ΣΔΟΕ πριν αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης και αναφέρονται στις μνημονευόμενες στο προσβληθέν με την έφεση βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κιλκίς, πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ, όπως το βούλευμα αυτό εκ προοιμίου αναφέρει στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (Βλ. τέλος 18ης σελίδας και αρχή 19ης σελίδας του βουλεύματος αυτού). Ακόμα δεν υπάρχει αναφορά στις πορισματικές αναφορές των υπαλλήλων Κ.Φωτοπούλου και Μαρίας Βρή του ΣΔΟΕ στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Έτσι κατά τρόπο έμμεσο, αλλά σαφή, καθίσταται φανερό ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στην πραγματικότητα με την εκτιθέμενη αναφορά του για τα αποδεικτικά μέσα, έκανε δεκτό ως βάσιμο το λόγο αυτό εφέσεως της αναιρεσείουσας, μη συνεκτιμώντας και μη συναξιολογώντας με τα λοιπά έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία τις προμνημονευόμενες πορισματικές αναφορές χωρίς να διαλάβει ειδικότερη αιτιολογία ως προς αυτό (μη λήψη υπόψη των πορισματικών αναφορών), όπως ζήτησε η κατηγορουμένη, και χωρίς να καταλήξει σε διαφορετική κρίση όμως ως προς την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου, με την παραδοχή της ύπαρξης από την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, που κατά κατηγορία αναφέρει, επαρκών ενδείξεων σε βάρος της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 318 ΚΠΔ. Εξάλλου, με το να καταλήξει το προσβαλλόμενο βούλευμα σε απορριπτική διάταξη για την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας όσο αφορά την αναιρεσείουσα για δεύτερη φορά το υπ' αριθμ. 13/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κιλκίς, δεν υπέπεσε στον από τα άρθρα 171 παρ. 1 και 484 παρ. 1 ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης (περί απολύτου ακυρότητας με την προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων της που προβάλλει με τον υπό στοιχ. Α1 λόγο της κρινόμενης αίτησης. Ειδικότερα με τον προαναφερόμενο λόγο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το ως άνω Συμβούλιο Εφετών παραβίασε τα υπερασπιστικά της δικαιώματα με το να μη συμμορφωθεί με τις οδηγίες και τις παραδοχές του υπ' αριθμ. 133/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου τούτου. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού επισημαίνοντας το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι δεν έλαβε υπόψη του κατά το σχηματισμό της κρίσης του περί παραπομπής της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου τις από 27.4.2004 και 15.12.2004 πορισματικές αναφορές των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, αλλά έλαβε υπόψη του τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, από καμμία δε σύγκριση ή αναφορά του Συμβουλίου Εφετών προκύπτει ότι κατ' ουσίαν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των ανωτέρω πορισματικών αναφορών παρά τον τυπικό - λεκτικό αποκλεισμό τους. Προσέτι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης εκδίδοντας το προσβαλλόμενο βούλευμά του δεν υπέπεσε στον προσβαλλόμενο με τον υπό στοιχ. Β' της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης λόγο της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ' ΚΠΔ), συνιστάμενο κατά την αναιρεσείουσα στο ότι αποφάνθηκε το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς να έχει την προς τούτο εξουσία, δηλαδή στο να μη λάβει υπόψη τους τις προμνημονευόμενες πορισματικές αναφορές των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, ενώ με το υπ' αριθμ. 133/2009 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου αναιρέθηκε το προηγούμενο υπ' αριθμ. 1032/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του λόγου περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, με το να συμπεριλάβει στα αποδεικτικά μέσα τις πορισματικές αναφορές - εκθέσεις υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, καθόσον από την άνω παραπομπή δεν δεσμευόταν. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης κατά την εκ νέου εξέταση της υπόθεσης να αποκλείσει ρητώς από τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων τις ανωτέρω πορισματικές αναφορές, που αποτελούσε άλλωστε λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας κατά του υπ'αριθμ. 13/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κιλκίς και με αυτόν τον τρόπο έκανε δεκτό, χωρίς όμως να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα ως προς την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου για να δικασθεί ως υπαίτια για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απάτη. Τέλος, από τη μη αφαίρεση από τη δικογραφία των μνημονευομένων στο πρωτόδικο βούλευμα πορισματικών αναφορών του ΣΔΟΕ και της θέσεώς τους στο αρχείο της Εισαγγελίας (για να αποκλεισθεί κατά την αναιρεσείουσα το ενδεχόμενο της λήψης τους υπόψη από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια που θα εξετάσουν την υπόθεση, χωρίς τούτο να αναφέρεται κατά φανερό τρόπο στο βούλευμα ή στην απόφαση και να καθίσταται γνωστό στους λοιπούς παράγοντες της δίκης), δεν χώρησε από την τοιαύτη παράλειψη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που επικαλείται η αναιρεσείουσα με τον πρώτο και υπό στοιχ. Α2 λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, αφού αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως έχει ήδη αναφερθεί (Ολ.ΑΠ 1/2004 ΠΧ ΝΕ/113) και δεν έχει ακολουθήσει ακόμα άλλο στάδιο διαδικασίας και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος και έρευνα για λήψη ή μη λήψη υπόψη των ανωτέρω πορισματικών αναφορών. Μετά από όλα τα ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Μαΐου 2009 αίτηση της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ... (οδός ..), για αναίρεση του υπ' αριθμ. 309/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Δεκεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2010
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ