Αριθμός 2034/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Εισηγήτρια, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: εταιρίας με την επωνυμία "...." και τον διακριτικό τίτλο "....", που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νεκτάριο Πολυχρονίου, ο οποίος ανακάλεσε την από ... δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "....", που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Καραθάνου, η οποία ανακάλεσε την από ... δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με γενικό αριθμό κατάθεσης ... αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο …... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου …... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε αναιρεσείουσα με την από 28-6-2016 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 516/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ... απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ….. και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ανωτέρω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθ. ... απόφαση του Εφετείου ….., την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ... αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 α του ν. 2190/1920, το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να διαλαμβάνει διατάξεις (μεταξύ άλλων) και περί του σκοπού της εταιρείας. Ο σκοπός της εταιρείας νοείται διττός: υπό την ευρεία έννοια με τον όρο "σκοπός" εκφράζεται γενικώς η εμπορική ιδιότητα της ανώνυμης εταιρείας, η οποία κατά το άρθρο 1 του ίδιου νόμου είναι εμπορική ακόμη κι αν ο σκοπός της δεν είναι εμπορική επιχείρηση και υπό την στενή έννοια αναφέρεται στο συγκεκριμένο είδος της εταιρικής της δραστηριότητας, δηλαδή το αντικείμενο της εταιρικής επιχείρησης (άρθ.5 παρ. 1ν. 2190/1920). Με άρθρο 22 του ν. 2190/1920, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του π.δ.409/1986 με την προσθήκη δευτέρου εδαφίου στην παράγραφο 1 και αντικατάσταση της παραγράφου 2, προκειμένου να προσαρμοσθεί η ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις του άρθρου 9 της Πρώτης Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ, και ίσχυε, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της υπό έρευνα σύμβασης πριν την τροποποίησή του με την ισχύ από 8-8-2007 του ν.3604/2007, και ειδικότερα με την παρ. 1 εδ.β' του εν λόγω άρθρου (22), ορίζεται ότι: "πράξεις του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την εταιρία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει. Δε συνιστά απόδειξη μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό της εταιρίας ή τις τροποποιήσεις του", ενώ με την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν.2190/1920 ορίζεται ότι: "περιορισμοί της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν αντιτάσσονται στους καλόπιστους τρίτους, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας". Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, κατ' απόκλιση της γενικής για τα νομικά πρόσωπα ρύθμισης των άρθρων 68 και 70 του ΑΚ, αλλά και των όσων ισχύουν για τις πράξεις του αντιπροσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 211, 229 και 231 επ. του ΑΚ, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 68 παρ. 2 του ΑΚ, καθιερώνεται ως κανόνας, ότι η ανώνυμη εταιρία δεσμεύεται απέναντι στους τρίτους από πράξεις των οργανικών εκπροσώπων της και επομένως και εκείνων που ορίσθηκαν ως υποκατάστατα όργανα αυτής, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του Κωδ.Ν.2190/1920, έστω και αν οι πράξεις αυτές υπερβαίνουν τα όρια που θέτει ο εταιρικός σκοπός ή παραβιάζουν τους περιορισμούς που τίθενται από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης και κατά μείζονα λόγο του διοικητικού συμβουλίου, στην περίπτωση του υποκατάστατου οργάνου (ΑΠ 1076/2020, ΑΠ 630/2019, ΑΠ 362/2017, ΑΠ 1353/1997). Εξαιρετικά δεν δεσμεύεται η ανώνυμη εταιρία αν, στην περίπτωση της υπέρβασης των ορίων που θέτει ο εταιρικός σκοπός, αποδείξει ότι ο τρίτος εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την υπέρβαση αυτή. Επίσης και στην περίπτωση της υπέρβασης των περιορισμών που θέτουν το καταστατικό ή αποφάσεις των οργάνων της, παρότι η διάταξη αναφέρεται για δέσμευση απέναντι σε καλόπιστους τρίτους, ερμηνεία εναρμονισμένη προς το άρθρο 9 παρ.2 της Οδηγίας, που ορίζει ότι οι πράξεις αυτές μπορούν να αντιταχθούν κατά των τρίτων, χωρίς διάκριση αν αυτοί είναι οι όχι καλόπιστοι, επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι η ανώνυμη εταιρία δε δεσμεύεται από τις πράξεις αυτές μόνο αν αυτή αποδείξει ότι οι τρίτοι εγνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τους περιορισμούς αυτούς. Αν, εξάλλου, μια πράξη εμπίπτει στα όρια που θέτει ο εταιρικός σκοπός ή εάν τα υπερβαίνει, δεν κρίνεται κατά τρόπο αφηρημένο, αφού κατά τα προαναφερόμενα, μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό δεν συνιστά απόδειξη, αλλά το ζήτημα εξαρτάται εκάστοτε από τις ειδικές συνθήκες και την in concreto φύση της συναλλαγής εν σχέση και με την υπαιτιότητα του τρίτου στην κάθε ερευνώμενη περίπτωση. Τούτο σημαίνει ότι κάθε φορά εξετάζεται, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση, έστω και έμμεσα, εξυπηρετεί την οριοθετημένη επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας, εάν δηλαδή τελεί σε συνάρτηση με την όλη οικονομική της δράση, ανεξάρτητα αν υπήρξε τελικά επωφελής ή επιζήμια για την εταιρία (ΑΠ 338/1965). Τέλος, διαφορετικό είναι το ζήτημα των πράξεων που αποτελούν υπέρβαση των εξουσιών τις οποίες ο ίδιος ο νόμος παρέχει ή επιτρέπει να παρέχονται στα όργανα αυτά. Εφόσον ο νόμος θεωρεί άκυρες τέτοιες δικαιοπραξίες που συνάπτονται παρά τις νομοθετικές απαγορεύσεις, η ακυρότητά τους μπορεί να προβληθεί από την ανώνυμη εταιρία και κατά των καλόπιστων τρίτων (άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. β' Οδηγίας 68/151, ΑΠ 1510/2006, ΑΠ 1508/2006).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση αναίρεση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είπε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ 831/2022). Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ1 ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 7/2006). Εξ άλλου, στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών αυτών κανόνων των δικαιοπραξιών υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ426/2010, ΑΠ355/2007, ΑΠ 1365/2005), κατά την ανέλεγκτη, προς αυτό, κρίση του (ΑΠ 1749/2005), είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ831/2022, ΑΠ 849/2017, ΑΠ 1503/2005 ΑΠ185/2004). Επομένως, δεν παραβιάζονται οι ως άνω κανόνες, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του, ότι η ελεγχόμενη δήλωση βουλήσεως είναι σαφής, χωρίς κενά (ΑΠ 1059/2018, ΑΠ 1164/2015, ΑΠ 115/2013). Προσφυγή πάντως στις ερμηνευτικές διατάξεις υπάρχει, έστω και αν αυτές δεν κατονομάζονται ρητά στην απόφαση, εφόσον, από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προσέφυγε τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 355/2004). Η διαπίστωση, εξάλλου, από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ' αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους (ΑΠ 3/2015, ΑΠ 1588/2013, ΑΠ 1345/2012). Ιδίως αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της σύμβασης, στη λήψη στοιχείων εκτός της σύμβασης (ΑΠ 1548/2003, ΑΠ 1550/2002), ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 557/2004, 1258/2004). Έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφίβολης έννοιας υπάρχει, αν το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία, έστω και αν αναφέρει στην απόφασή του, ότι η δήλωση των συμβληθέντων στη σύμβαση είναι σαφής και απαλλαγμένη κενών (ΑΠ 10/2015). Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 832/2009, 715/2010). Μόνη, όμως, η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της συμβάσεως τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτήν. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., πρέπει να αναγράφεται στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, ότι το δικαστήριο της ουσίας, ενώ είχε διαπιστώσει ευθέως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, αλλιώς είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος (ΑΠ66/2022, ΑΠ 875/2017, ΑΠ 1543/2004).
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή (άρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα με αγωγή της ζήτησε να αναγνωρισθεί: Α) η ακυρότητα της καταρτισθείσας με την αναιρεσίβλητη τράπεζα σύμβασης εγγύησης με την επίκληση, ότι συνήφθη: α) άνευ αδείας της Γ.Σ της και παρότι στη διοίκηση αυτής και της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας μετέχουν τα ίδια φυσικά πρόσωπα, β) ότι η παροχή εγγυήσεων κείται εκτός του εταιρικού της σκοπού (άρθ. 23παρ.α, 22παρ.1β ν.2190/1920), γεγονός που γνώριζε η αντισυμβαλλόμενη της αναιρεσίβλητη, γ) διότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε υπό τις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης όχι σπουδαίως αλλά κατά φαινόμενο μόνον (ως εικονική, δηλαδή ότι δεν θα ανελάμβανε πραγματικά την εγγυητική ευθύνη), δ) ότι συνήφθη υπό το κράτος απειλών των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης για διακοπή της χρηματοδότησης της ιδίας και της πρωτοφειλέτιδας επί μη κατάρτισής της και Β) η υποχρέωση αυτής να της καταβάλει λόγω της αδικοπρακτικής της συμπεριφοράς, συνισταμένης στις περιγραφόμενες στην εν λόγω αγωγή παράνομες και δόλιες πράξεις, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά ως αποζημίωση (διαφυγόντα κέρδη) και χρηματική ικανοποίηση για την επελθούσα σε βάρος της ηθική βλάβη, καθώς και την απόδοση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, του μνημονευόμενου στην αγωγή ποσού από εγγυητική επιστολή που της χορήγησε αλλά μετά την επιστροφή της παρακράτησε η αναιρεσίβλητη χωρίς νόμιμη αιτία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την ... απόφασή του απέρριψε ως αόριστο το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών, έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά το μέρος που η αποδιδόμενη στην αναιρεσίβλητη αδικοπρακτική συμπεριφορά σχετίζεται με παραβάσεις του ν.2190/1920, διότι η επίμαχη σύμβαση κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς έλαβε χώρα πριν την τροποποίηση των επίμαχων διατάξεων με το ν.3604/2007 (άρθ.33 παρ.5). Ως μη νόμιμη κρίθηκε και ως προς την (επικουρική) βάση της περί αναγνώρισης ακυρότητας λόγω απειλής, αλλά και διότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή είχε αποσβεσθεί το συναφές δικαίωμά της. Εν συνεχεία δε, την απέρριψε κατ' ουσίαν, με την παραδοχή ότι "...δεν αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη σύμβαση κείται εκτός του εταιρικού σκοπού της ενάγουσας...και σε κάθε περίπτωση, εφόσον τούτο ισχύει, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν σε γνώση της εναγόμενης...". Η αναιρεσείουσα άσκησε κατά της ως άνω αποφάσεως έφεση, με παράπονο : α) τόσο για την κατ' ουσίαν απόρριψη της αγωγής, με την επίκληση ότι αντίθετα προς τις παραδοχές της πρωτόδικης "...η σύναψη σύμβασης παροχής εγγύησης προς την αντίδικη συνιστά υπέρβαση του σκοπού της εταιρείας, πράγμα που όχι μόνο γνώριζε, αλλά ώφειλε να γνωρίζει η αντίδικη...", όσο και β) για την απόρριψη του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών ως αόριστου, καθώς και προσθέτους λόγους. Το Εφετείο με την ... απόφασή του συνεκδίκασε την έφεση και τους προσθέτους αυτής λόγους, απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση στο σύνολο της, κρίνοντας 1) ότι δεν επλήγη η κύρια αιτιολογία της κατ' ουσίαν απόρριψης της αγωγής, σύμφωνα με την οποία η επίμαχη σύμβαση δεν αποδείχθηκε ότι ήταν εκτός του εταιρικού σκοπού, η οποία ως εκ τούτου στήριζε αυτοτελώς το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, αλλά (δέχθηκε ότι επλήγη) μόνον η επικουρική, ότι δηλαδή ακόμη κι' αν ήταν εκτός του εταιρικού σκοπού, δεν αποδείχθηκε ότι το γνώριζε η εναγόμενη. Έτσι, απέρριψε ως αλυσιτελή (απαράδεκτο) τόσο τον ανωτέρω λόγο της έφεσης, αλλά και εκείνον με τον οποίο η αναιρεσείουσα έπληττε την πρωτόδικη απόφαση για την απόρριψη ως αορίστου του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών, ενόψει της επίκλησής της "περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων". Μετά ταύτα απέρριψε και τους προσθέτους λόγους της έφεσης, χωρίς έρευνα λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, ως τελούντων σε εξάρτηση με την απορριφθείσα ως απαράδεκτη έφεση. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την 516/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι ήταν βάσιμοι ο δεύτερος εκ του αρ. 8 και ο τρίτος εκ του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι της από 28-6-2016 αιτήσεως αναιρέσεως της αναιρεσείουσας, διότι: 1) δεν έλαβε υπόψη τον σαφή ανωτέρω υπό στοιχείο α' λόγο έφεσης, με τον οποίον παρεπονείτο και κατά της κύριας αιτιολογίας της σχετικής παραδοχής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απορρίπτοντας ως απαράδεκτο (συνεπεία αυτής της πλημμέλειας) τον πλήττοντα την επικουρική αιτιολογία αυτής και 2) την παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτων των λοιπών λόγων αυτής, απορρίπτοντας ως αλυσιτελή τον υπό στοιχείο β', λυσιτελή, ως άνω λόγο της έφεσης. Το Εφετείο ….., μετά την ως άνω αναίρεση, ως το κατά παραπομπή δικαστήριο, με την ... απόφασή του, που προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτή λόγους, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος τα ακόλουθα: "...Δυνάμει της υπ' αριθμ. ... (και ήδη 1...) σύμβασης παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η εναγομένη τράπεζα παρείχε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", πίστωση μέχρι του ποσού των 600.000 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σ' αυτήν. Υπέρ της πιστούχου εγγυήθηκαν, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες, οι Δ. Φ., Α. Λ., Χ. Λ. και Α. Τ.. Ακολούθως, 10 πιστωτικό όριο αυξήθηκε, με τις από ... συμβάσεις αυξήσεως του ορίου πιστώσεως, και ανήλθε διαδοχικά σε 700.000 ευρώ, 1.000.000 ευρώ και 1.100.000 ευρώ. Την ..., υπεγράφη η υπ' αριθ. 1... σύμβαση παροχής εγγυήσεως, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα εγγυήθηκε, υπέρ της ως άνω πιστούχου, ενεχόμενη εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια, μέχρι του ποσού του 1.000.000 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν κατά τον χρόνο εκείνο, το πιστωτικό όριο. Η ενάγουσα, κατά τον χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης, εκπροσωπούνταν από τον Γενικό Διευθυντή, Α. Λ., ενώ το Διοικητικό της Συμβούλιο αποτελούνταν από τους Μ. Φ., ως Πρόεδρο και Διευθύνουσα Σύμβουλο και τους Β. Π. και Α. Τ., ως μέλη (βλ. προσκομιζόμενο ΦΕΚ 14216/30.11.2004), Η απόφαση για την παροχή εγγύησης ελήφθη παμψηφεί, διότι, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, η παροχή εγγύησης "έγκειται στους σκοπούς της εταιρείας, αλλά και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της, καθόσον αυτή συνεργάζεται στενά με τη Φ.Λ.Τ. Α.Ε. και έχει συνυφασμένα με αυτήν οικονομικά συμφέροντα, και ως προϋπόθεση από την πιστώτρια τράπεζα για την παροχή της παραπάνω πίστωσης τέθηκε η παροχή της εγγύησης της εταιρείας μας" (βλ- το από ... πρακτικό Δ. Σ. της ενάγουσας). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, την 30.04.2007 η εναγομένη εξέδωσε, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ενάγουσας και αφού προηγουμένως έλαβε το ισόποσο κάλυμμα, την υπ' αριθ. 138Π01462-7 εγγυητική επιστολή, ύψους 8.405 ευρώ, προκειμένου η ενάγουσα να την χρησιμοποιήσει για τη συμμετοχή της σε διαγωνισμό του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. Η απαίτηση της εναγομένης να λάβει κάλυμμα για την έκδοση εγγυητικής επιστολής ήταν σύννομη και συνήθης στις τραπεζικές συναλλαγές. Εξάλλου, ουδεμία υποχρέωση είχε η εναγομένη να παράσχει εγγυητικές επιστολές στην ενάγουσα, δίχως κάλυμμα, δεδομένου ότι, όπως συνομολογείται από αμφότερες τις πλευρές, ουδέποτε συνήφθη σύμβαση πιστώσεως μεταξύ των διαδίκων..., οπότε σ' αυτό το συμβατικό πλαίσιο η εναγομένη θα υποχρεούνταν να παράσχει πίστωση -μεταξύ άλλων- και υπό τη μορφή εγγυητικών επιστολών...
Συνεπώς, αρνούμενη η εναγομένη να χορηγήσει εγγυητική επιστολή άνευ καλύμματος, δεν παραβίασε κάποια συμβατική της υποχρέωση, όπως αβασίμως αιτιάται η ενάγουσα. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ουδέποτε στο παρελθόν η εναγομένη είχε παράσχει εγγυητικές επιστολές στην ενάγουσα δίχως κάλυμμα, όπως αβάσιμα διατείνεται η τελευταία..., ούτως ώστε ευλόγως να της είχε δημιουργηθεί, από την προηγούμενη συμπεριφορά της εναγομένης, η εντύπωση ότι θα το έπραττε και στην προκείμενη περίπτωση. Τουναντίον, αποδείχθηκε ότι, οσάκις η ενάγουσα έλαβε εγγυητικές επιστολές, παρασχέθηκε κάλυμμα στην εναγομένη από τρίτον. Ειδικότερα: α) για την έκδοση της υπ' αριθ. 138/7013892 εγγυητικής επιστολής, ύφους 4.800 ευρώ, προσέφερε κάλυμμα ο Δ. Φ. (βλ. προσκομιζόμενη από ... εντολή του Δ. Φ. περί έκδοσης εγγυητικής επιστολής υπέρ της ενάγουσας, καθώς και καρτέλα λογαριασμού εγγυητικής επιστολής για τη χρήση του έτους 2007), β) για την έκδοση των υπ' αριθμ. ..., ... και ... εγγυητικών επιστολών, ύψους 3.000 ευρώ, 10.000 ευρώ και 18.500 ευρώ), αντίστοιχα, προσέφερε κάλυμμα η εταιρεία Φ.Λ.Τ. Α.Ε. προσκομιζόμενες καρτέλες λογαριασμού εγγυητικής επιστολής, καθώς και εντολή έκδοσης εγγυητικής επιστολής της Φ.Λ.Τ. Α.Ε, προς την εναγομένη) και γ) για την έκδοση της υπ' αριθ. ... εγγυητικής επιστολής, ύψους 25.000 ευρώ, παρέσχε κάλυμμα η Φ.Λ.Τ. Α.Ε. και συγκεκριμένα καλύφθηκε από το χορηγηθέν ισόποσο ως χρηματοδότηση της Φ.Λ.Τ. Α.Ε., το οποίο κατατέθηκε ως "cash collateral" (βλ. σχετική απόφαση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Απαιτήσεων της εναγομένης). Από την αλληλουχία των γεγονότων (σύμβαση παροχής εγγυήσεως της ενάγουσας προς την Φ.Λ.Τ. Α.Ε., εντολές της Φ.Λ.Τ. Α.Ε. για την έκδοση εγγυητικών επιστολών προς την ενάγουσα) προκύπτει ότι αποτελούσε συνήθη πρακτική της πιστούχου Φ.Λ.Τ. Α.Ε. και της ενάγουσας εγγυήτριας να αλληλοεξυπηρετούνται, παρέχοντας εκατέρωθεν εγγυήσεις, προς επίτευξη των κοινών επιδιώξεών τους, αποκαλύπτεται δε και το αληθές κίνητρο της ενάγουσας για τη σύναψη της σύμβασης εγγυήσεως, μιας και η αδιάλειπτη και απρόσκοπτη συνέχιση της παροχής πίστωσης προς την Φ.Λ.Τ. Α.Ε. εξασφάλιζε και για την ίδια επαρκές κάλυμμα για την έκδοση εγγυητικών επιστολών. Εξ όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι η σύμβαση παροχής εγγυήσεως δεν έγινε "κατά το φαινόμενον", όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού εξυπηρετούσε τα συμφέροντα αμφοτέρων των συμβαλλομένων. Η μεν εναγομένη τράπεζα επιδίωκε να λάβει πρόσθετες εξασφαλίσεις, ενόψει του αυξανόμενου πιστωτικού ορίου, η δε εγγυήτρια επιδίωκε να ενισχύσει την πιστούχο, με την οποία συνεργαζόταν στενά και παράλληλα προσδοκούσε να αντλήσει ίδια οφέλη, αφού η πιστούχος θα την διευκόλυνε στην έκδοση εγγυητικών επιστολών, κάνοντας χρήση της δικής της πίστωσης, όπως και έγινε, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα. Εξάλλου, η ενάγουσα ομολογεί απερίφραστα, ήδη με το δικόγραφο της αγωγής της, ότι υπέγραψε την επίδικη σύμβαση, αποβλέποντας σε τραπεζική υποστήριξη και της ιδίας... και, άρα, ομολογεί ότι συνήψε τη σύμβαση εγγυήσεως και προς ίδιον όφελος, αυτοαναίρώντας τους ισχυρισμούς της ότι δήθεν η επίδικη σύμβαση είναι εικονική, όσο και του ότι δεν εντάσσεται στον εταιρικό σκοπό. Η σύναψη της επίδικης σύμβασης εμπίπτει αδιαμφισβήτητα στον εταιρικό σκοπό, αφού προς ενίσχυση του τελευταίου έλαβε χώρα, και συγκεκριμένα προκειμένου η ενάγουσα να διασφαλίσει την έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της, τις οποίες είχε απόλυτη ανάγκη, αφού ήταν προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή της σε διαγωνισμούς για την ανάληψη έργων, όπως, άλλωστε, επιβεβαίωσε και ο νόμιμος εκπρόσωπος της, εξεταζόμενος ανωμοτί... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 05.12.2007, η εναγομένη προέβη στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, ένεκα της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της πιστούχου, γεγονός που γνωστοποίησε στην πιστούχο και στους εγγυητές αυτής, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, την ...... Στη συνέχεια, αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της υπ' αρθ. ... διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ….., σε βάρος απάντων των ενεχομένων για το χρεωστικό κατάλοιπο της ανωτέρω πίστωσης, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην εναγομένη το ποσό των 554.621,67 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, σε βάρος της ενάγουσας, στηρίχθηκε σε έγκυρη σύμβαση εγγυήσεως, από την οποία απορρέει και η σχετική ευθύνη της ενάγουσας, και, άρα, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης τράπεζας, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Την 11.03.2009, ήτοι σε χρόνο που η πίστωση, για την οποία είχε εγγυηθεί η ενάγουσα, είχε ήδη καταγγελθεί, η ενάγουσα επέστρεψε το πρωτότυπο της ανωτέρω αναφερόμενης εγγυητικής επιστολής... και απαίτησε να της επιστραφεί το κάλυμμα. Η εναγομένη, από την πλευρά της, αφού αφαίρεσε τις νόμιμες χρεώσεις, έφερε το ποσό της εγγυητικής επιστολής σε πίστωση της οφειλής της υπέρ η εγγύηση εταιρείας... μειώνοντας έτσι, κατά το ποσό αυτό και την οφειλή της εγγυήτριας ενάγουσας. Τον γενόμενο συμψηφισμό η εναγομένη γνωστοποίησε στην ενάγουσα απαντώντας στην από 23.3. 2009 εξώδικη δήλωσή της Ως εκ τούτου δεν κατέστη άνευ νομίμου αιτίας πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας , όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία...". Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο, απέρριψε την έφεση και τους προσθέτους αυτής λόγους κατ' ουσίαν, επικυρώνοντας, με αντικατάσταση των αιτιολογιών της, την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 552, 553 και 556 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες καθορίζονται η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, οι υποκείμενες σε αναίρεση αποφάσεις και τα της άσκησης αναίρεσης κατά πλειόνων αποφάσεων, προκύπτει ότι δεν υπόκειται σε αναίρεση η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τα κεφάλαια εκείνα κατά τα οποία προσβλήθηκε με έφεση, η οποία κρίθηκε κατ' ουσίαν από δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού η απόφαση αυτή κατά τα κεφάλαια της αυτά, σε περίπτωση παραδοχής της έφεσης εξαφανίζεται, ενώ σε περίπτωση απόρριψής της ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 40/1996, ΟλΑΠ16/1990, ΑΠ1799/2009, ΑΠ 1253/2008, ΑΠ 1708/2007, ΑΠ 198/1985). Επομένως, εφόσον η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο αναιρετικός έλεγχος, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γίνεται με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του εφετείου και μόνον και όχι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. ΑΠ 1126/2020, ΑΠ 1210/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος, υπό την επίκληση "της ενσωμάτωσης της πρωτόδικης απόφασης στην προσβαλλόμενη με την απόρριψη της έφεσης", πλήττει για πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τις ακόλουθες παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης (2η σελίδα, 5ου φύλλου αυτής, στίχος 18-25) "...επί πλέον δεν αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη σύμβαση κείται εκτός του εταιρικού σκοπού της ενάγουσας (δοθέντος ότι ασαφώς αναφέρεται στο καταστατικό της ότι σκοπός της είναι εκτός άλλων, η πραγματοποίηση και κάθε άλλης δραστηριότητας που θα έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το διαμεταφορικό έργο για την επίτευξη του οποίου θα μπορούσε να συμμετέχει σε άλλες εταιρείες με όμοιους ή παρεμφερείς σκοπούς, όπως δηλαδή η εταιρεία "..." και σε κάθε περίπτωση, εφόσον τούτο ισχύει, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν σε γνώση της εναγόμενης...". Ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε, η έφεση της αναιρεσείουσας, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, μετά από εξέταση της ουσίας. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος, είναι απαράδεκτος. Με τον ίδιο λόγο κατά το δεύτερο μέρος, η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την ίδια πλημμέλεια (εκ του άρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), με την αιτίαση ότι, αν και βεβαιώνει ότι "η παροχή εγγύησης εμπίπτει αδιαμφισβήτητα στον εταιρικό της σκοπό", για το σχηματισμό της κρίσης του αυτής το Εφετείο, παρότι διέγνωσε εμμέσως ασάφεια στο καταστατικό της, παρέλειψε να το ερμηνεύσει με προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αλλά κατέφυγε σε άλλο έγγραφο ( το από 1.9.2005 πρακτικό του ΔΣ της). Σύμφωνα όμως με τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι: "α) ότι η απόφαση για την παροχή εγγύησης ελήφθη παμψηφεί, διότι, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, η παροχή εγγύησης "έγκειται στους σκοπούς της εταιρείας, αλλά και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της, καθόσον αυτή συνεργάζεται στενά με τη Φ.Λ.Τ. Α.Ε. και έχει συνυφασμένα με αυτήν οικονομικά συμφέροντα, β) ότι από την αλληλουχία των γεγονότων (σύμβαση παροχής εγγυήσεως της ενάγουσας προς την Φ.Λ.Τ. Α.Ε., εντολές της Φ.Λ.Τ. Α.Ε. για την έκδοση εγγυητικών επιστολών προς την ενάγουσα) προκύπτει ότι αποτελούσε συνήθη πρακτική της πιστούχου Φ.Λ.Τ. Α.Ε. και της ενάγουσας εγγυήτριας να αλληλοεξυπηρετούνται, παρέχοντας εκατέρωθεν εγγυήσεις, προς επίτευξη των κοινών επιδιώξεών τους, αποκαλύπτεται δε και το αληθές κίνητρο της ενάγουσας για τη σύναψη της σύμβασης εγγυήσεως, μιας και η αδιάλειπτη και απρόσκοπτη συνέχιση της παροχής πίστωσης προς την Φ.Λ.Τ. Α.Ε. εξασφάλιζε και για την ίδια επαρκές κάλυμμα για την έκδοση εγγυητικών επιστολών, γ) ότι η ενάγουσα ομολογεί απερίφραστα, ήδη με το δικόγραφο της αγωγής της, ότι υπέγραψε την επίδικη σύμβαση, αποβλέποντας σε τραπεζική υποστήριξη και της ιδίας και, άρα, ομολογεί ότι συνήψε τη σύμβαση εγγυήσεως και προς ίδιον όφελος, αυτοαναιρώντας τους ισχυρισμούς της ότι η επίδικη σύμβαση... δεν εντάσσεται στον εταιρικό σκοπό, και δ) ότι η σύναψη της επίδικης σύμβασης εμπίπτει αδιαμφισβήτητα στον εταιρικό σκοπό, αφού προς ενίσχυση του τελευταίου έλαβε χώρα, και συγκεκριμένα προκειμένου η ενάγουσα να διασφαλίσει την έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της, τις οποίες είχε απόλυτη ανάγκη, αφού ήταν προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή της σε διαγωνισμούς για την ανάληψη έργων", στις οποίες (παραδοχές) το δευτεροβάθμιο στήριξε το πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα, ότι δηλαδή η επίμαχη σύμβαση εμπίπτει στα όρια που θέτει ο εταιρικός της σκοπός και είναι επωφελής για την αναιρεσείουσα γιατί εξυπηρετεί την οριοθετημένη επιχειρηματική δραστηριότητα της και τελεί σε συνάρτηση με την όλη οικονομική της δράση, κατά τη ρητά εκπεφρασμένη δήλωση βούλησης των διοικούντων και εκπροσωπούντων αυτήν οργάνων της, που κατά το καταστατικό της διεξάγουν τις υποθέσεις της και ενσαρκώνουν τη βούλησή της (ΑΠ 263/2021, ΑΠ641/2011), το Εφετείο δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, κενό ή αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της πιο πάνω διάταξης του καταστατικού, ζήτημα που ανάγεται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Επομένως, ο δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος, υπό την επίφαση δε της άνω πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση περί τα "πράγματα" του Εφετείου. Τέλος, ο ίδιος λόγος είναι και αλυσιτελής, αφού σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, το ζήτημα εάν η επίμαχη σύμβαση της εγγύησης εμπίπτει στα όρια που θέτει ο εταιρικός σκοπός της αναιρεσείουσας δεν καθορίζεται αποκλειστικά (περιοριστικά) από τη μνεία και μόνον στο καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας του σκοπού, με την έννοια του αντικειμένου της εμπορικής δραστηριότητας (εν προκειμένω εκείνης των μεταφορών), δηλαδή το καταστατικό από μόνο του δεν συνιστά απόδειξη περί υπέρβασης ή μη του σκοπού, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή εξυπηρετεί, όπως διαλαμβάνεται στις συναφείς παραδοχές την οριοθετημένη επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας σε συνάρτηση με την όλη οικονομική της δράση.
Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρισίμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 42/2002), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο) κατά τις παραπάνω διακρίσεις. Για την ίδρυση πάντως του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθησαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005). Για τη πληρότητα όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρισίμου κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ221/2022, ΑΠ7/2019, ΑΠ412/2019, ΑΠ 54/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο αναιρετικό λόγο μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην εκ του αρ. 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι "το Εφετείο στην κρίση του ότι η παροχή εγγύησης εμπίπτει στους σκοπούς της, στηρίχθηκε μόνο στο από 1.9.2005 πρακτικό της εταιρείας και στην ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας Α. Λ. και δεν έλαβε υπόψη του το καταστατικό της, από το οποίο προκύπτει ότι η παροχή εγγυήσεων δεν εμπίπτει στους σκοπούς της". Επίσης, με τον τρίτο αναιρετικό λόγο, υπό την επίκληση ότι για την περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η επάλληλη αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία, "εφόσον ίσχυε ότι η σύμβαση εγγύησης κείται εκτός του εταιρικού σκοπού της, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν σε γνώση της εναγόμενης", ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια ως άνω εκ του αρ. 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι "το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την 42405/29.8.2005 γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας" της αναιρεσίβλητης, που η τελευταία προσκόμισε, με σχετική επίκληση, με τις πρωτόδικες προτάσεις και επανέφερε στο Εφετείο, (που κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο), στην οποία (γνωμοδότηση) η εν λόγω υπηρεσία αποφαινόταν ότι η εγγύηση δεν εμπίπτει στους σκοπούς της αναιρεσείουσας", παρά την αναφορά της στο πρώτο μέρος του ίδιου (τρίτου) λόγου, ότι το Εφετείο απέρριψε το συναφή λόγο της έφεσής της, με την παραδοχή ότι "...εφόσον αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η σύναψη της επίδικης σύμβασης κείται εντός του εταιρικού σκοπού, δεν χρειαζόταν να περιλάβει και κρίση για την ύπαρξη ή μη γνώσης της εναγόμενης, η οποία ερευνάται μόνο σε περίπτωση που η επίμαχη δικαιοπραξία είναι εκτός εταιρικού σκοπού, η δε σχετική παραδοχή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τέθηκε εκ περισσού" και ότι "έτσι κατέστη αναιρετικώς αδιάφορη η επίμαχη παραδοχή του πρωτόδικου δικαστηρίου". Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης, ανεξαρτήτως του απαραδέκτου του τρίτου λόγου ενόψει του ότι αναφέρεται στις παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης και όχι σ' αυτές του Εφετείου, είναι αμφότεροι αβάσιμοι, καθόσον στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γίνεται ρητή αναφορά ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος λήφθηκαν υπόψη, εκτός από την ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσίβλητης που περιέχονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης "... όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, για ορισμένα των οποίων γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω (ενν. στις παραδοχές), χωρίς ωστόσο να παραλείπεται ουδέν για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, για τις οποίες γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω...", σε συνδυασμό δε και με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα ανωτέρω φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα, των οποίων δεν απαιτείτο αντιδιαστολή από τα άλλα έγγραφα, ούτε ειδική μνεία αυτών, πέραν του ότι υπό την επίφαση της ως άνω πλημμέλειας η αναιρεσείουσα επιχειρεί να πλήξει την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ.495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ... αίτηση της ανώνυμης εταιρείας "..." για αναίρεση της με αριθμό ... αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου ……
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ