Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Απάτη επί Δικαστηρίου και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα. Βούλευμα παραπεμπτικό. Αναίρεση αυτού για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για αμφότερες τις πράξεις.
Αριθμός 1.724/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 42/2009 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Παγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του με αριθμό 2.124/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Φ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 56/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 108/30.3.2009 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 208/22-12-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, η οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο και στρέφεται κατά του αριθμ. 2124/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αριθμ. 2129/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, καθώς και τον συγκατηγορούμενό του Ζ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν αντίστοιχα ο μεν Χ για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο, από την οποία το επιδιωχθέν περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, ο δε συγκατηγορούμενός του Ζ για ψευδορκία μάρτυρα. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του άσκησαν εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εξεδόθη το αριθμ. 2124/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη και κήρυξε απαράδεκτη την έφεση του συγκατηγορουμένου του. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως - Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 12-12-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε την 22-12-2008 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών ..., συνετάγη δε από εκείνη η αριθμ. 208/22-12-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα και για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει σε περιουσιακή, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος, αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί, ενώ δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Αποτέλεσμα δε του τελευταίου είναι, ότι η απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του δικαστηρίου, όταν υποβάλλεται σ'αυτό ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος από πλαστά ή ψευδή, κατά περιεχόμενο, αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η κατάθεση ψευδομάρτυρα, από τα οποία παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που έχει ως συνέπεια τη βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του δράστη. Αν δεν επέλθει η βλάβη, συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 του Π.Κ., όπως όταν ο υπαίτιος προέβη στην απατηλή συμπεριφορά, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος υπάρχει απόπειρα απάτης. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 εδ. β' του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και όταν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α ΠΚ, συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικά μεν πρόκληση σε κάποιον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη και διάπραξη από αυτόν της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή τελέσεως της, υποκειμενικά δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Ειδικά δε επί ηθικής αυτουργίας, πρέπει να διαλαμβάνεται στην αιτιολογία και ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση για την τέλεση της αξιόποινης πράξεως που εκείνος τέλεσε (ΑΠ 949/2007 ΠΧ, ΝΗ, 249).
Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, συντρέχει, όταν στο βούλευμα του συμβουλίου εφετών, δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση όλων των μνημονευομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν, τα ακόλουθα:Η εγκαλούσα Φ και ο Α' εκκαλών-κατηγορούμενος Χ, την 12/12/1971, τέλεσαν νόμιμο γάμο στη ..., από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα που σήμερα είναι ενήλικα. Η έγγαμη συμβίωσή τους διήρκεσε, μέχρι τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999, οπότε, με την εκδοθείσα, υπ'αριθμ. 37478/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων), εκτός των άλλων, διατάχθηκε η μετοίκηση της εγκαλούσας Φ, από την επί της οδού ..., συζυγική οικία, ιδιοκτησίας της. Στη συνέχεια, ο γάμος τους λύθηκε με την υπ'αριθμ. 950/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.Την 22/4/2004 ο Α' εκκαλών Χ άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την, από 26/3/2004, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3270/22-4-2004, αγωγή του, κατά της εγκαλούσας, τότε συζύγου του- σε διάσταση, Φ, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι, κατά την διάρκεια του γάμου του με την εγκαλούσα, η περιουσία της αυξήθηκε και ότι ο ίδιος συνέβαλε στην αύξηση αυτή, απαίτησε την απόδοση σε αυτόν της ανωτέρω αύξησης, που προερχόταν από τη δική του συμβολή, αιτούμενος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1400 Α.Κ., τη δικαστική καταδίκη της εγκαλούσας- τότε εναγόμενης, α) στην καταβολή σ'αυτόν του χρηματικού ποσού των 110.920,46 €, προερχόμενου, κατά το ποσό των 56.113,40 €, από δαπάνες ανακαίνισης της ευρισκόμενης στη ..., επί της οδού ..., οικίας, ιδιοκτησίας αυτής (εγκαλούσας), που χρησιμοποιούσαν ως συζυγική οικία, με τις οποίες είχε επιβαρυνθεί, αποκλειστικά ο ίδιος, και αφετέρου, κατά το ποσό των 44.535,60 ευρώ, από το προϊόν τραπεζικού λογαριασμού, κοινού μετά του ιδίου, το οποίο η ανωτέρω εναγόμενη, ανέλαβε εξ ολοκλήρου και εν συνεχεία κατέθεσε, σε προσωπικό τραπεζικό της λογαριασμό (κατά το υπόλοιπο ποσό των 10.271,46 € προερχόμενο από δωρεές κοσμημάτων προς αυτήν η αγωγή του ήταν νομικά αστήρικτη, ως αντικείμενη ευθέως προς τους ορισμούς του άρθρου 1400 παρ. 3 του Π.Κ. και δεν αποτέλεσε αντικείμενο απόδειξης), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και β) στην καταδίκη αυτής, σε δήλωση βουλήσεως, περί αυτούσιας μεταβίβασης σ'αυτόν, ποσοστού 50%, εξ αδιαιρέτου, επί ενός επικοίνου οικοπέδου, εμβαδού 281,85 τ.μ., ευρισκόμενου στην ... (οδός '...), άλλως, στην καταβολή, προς αυτόν, σε χρήμα, της ανερχόμενης σε 102.714,60 €, αξίας του ανωτέρω ποσοστού του εν λόγω επικοίνου οικοπέδου, νομιμοτόκως, από της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Η ανωτέρω αγωγή, προσδιορίστηκε για να δικαστεί, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) κατά την δικάσιμο της 27/9/2004, κατά την οποία ο ανωτέρω εκκαλών-κατηγορούμενος πρότεινε και εξέτασε ως μάρτυρα, για την απόδειξη των προαναφερόμενων αγωγικών ισχυρισμών του, τον Β' κατηγορούμενο και αδελφό του, Ζ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε, ενόρκως, στο δικαστήριο τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη για τη διάγνωση της ανωτέρω αστικής διαφοράς, γεγονότα: "..... Αγόρασε ο αδελφός μου, από το νονό της γυναίκας του, ένα...... οικόπεδο. 'Εδωσε 400.000 δρχ. Ένα οικόπεδο 283 μέτρα....... Το έγραψε μαζί-μαζί με την γυναίκα του...... εξ αδιαιρέτου ο καθένας..... Την ψιλή κυριότητα νομίζω κράτησε...... Του έδωσα, τμηματικά, 7.500.000 δρχ....... άτοκο δάνειο...... Το '86, το 1989 και το 1991...... όχι δεν μου τα επέστρεψε τα χρήματα...... Το ακίνητο το αγόρασε ο αδελφός μου......... με προσωπικά του λεφτά. 'Εκανε την πρόταση, λόγω οικονομικών δυσχερειών ο παππούς εκεί, ο νονός της, ο οποίος είχε το οικόπεδο και είπε ότι θ'αναγκασθώ να το πουλήσω. Και προθυμοποιήθηκε ο αδελφός μου, θα το αγοράσω εγώ. 'Εγινε μια διανομή στο χωριό, δική μας περιουσία, αποχωρίστηκε μερικά οικόπεδα, του δώσαμε 400.000 δρχ. και πήγε και τ'αγόρασε....... Τα χρήματα αυτά προέρχονταν, απ'το χωριό. Απ' την περιουσία μας στο χωριό. Δική μας....... Το περιουσιακό στοιχείο που άφησε ο αδελφός μου και κάνει 400.000 δρχ., που εγώ του έδωσα, είναι ένα περιβόλι, το οποίο το έχω εγώ......... Είναι τέσσερα (4) στρέμματα πορτοκαλιές........ Στο νομό ... ...... Το χωριό ..., στην ... .......". (βλ. τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της, από 27/9/2004, συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Όπως προέκυψε, κατά την προδικασία, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου της ανωτέρω εγκαλούσας με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο (την 12/12/1971), το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, που διέθετε η πρώτη ήταν μια παλαιά οικία τριών δωματίων, επιφανείας 115 τ.μ., κτισμένη σε οικόπεδο 154 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη ... και επί της οδού .... Το ακίνητο αυτό μεταβιβάσθηκε, από την αρχική του ιδιοκτήτρια ..., δυνάμει του υπ'αριθμ. ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών, Γεωργίου ΚΟΤΣΙΡΑ, λόγω πωλήσεως, στη μεν εγκαλούσα-εναγομένη, πριν από τον ανωτέρω γάμο της, κατά ψιλή κυριότητα, στο δε νονό της Ξ, κατ' επικαρπία, ο οποίος, ταυτόχρονα και με το ίδιο συμβόλαιο, δώρισε την επικαρπία αυτού, αιτία θανάτου, στην ανωτέρω εγκαλούσα-εναγομένη και έτσι, μετά τον θάνατο αυτό (το έτος 1983), η πλήρης κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου περιήλθε, λόγω δωρεάς, στην ανωτέρω εγκαλούσα (τότε εναγομένη), χωρίς την οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά του τότε συζύγου της Α' κατηγορουμένου (εκκαλούντα) Χ. Μετά τον γάμο τους ούτοι εγκαταστάθηκαν στην ανωτέρω παλαιά οικία. Μετά παρέλευση δέκα ετών, περίπου, από την εγκατάστασή τους, στην οικία αυτή, η εγκαλούσα και ο Α' κατηγορούμενος (εκκαλών) αποφάσισαν αφενός μεν να την ανακαινίσουν ριζικά και αφετέρου, να προβούν στην προσθήκη κτίσματος στο ισόγειο, επιφάνειας 30 τ.μ., για την οποία εκδόθηκε, επ'ονόματι της ανωτέρω εγκαλούσας (τότε εναγομένης), η με αριθμό 4517/1979 άδεια του αρμοδίου πολεοδομικού γραφείου. Για την κατασκευή της προσθήκης στο ως άνω ακίνητο της εγκαλούσας-εναγομένης και για την γενική επισκευή του, δαπανήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1980-1998, συνολικά, το ποσό των 17.072.000 δρχ. ή 50.101.24 €. Οι οικοδομικές εργασίες και η κατασκευή της προσθήκης στην προαναφερόμενη οικία έγιναν σταδιακά, από το έτος 1980, οπότε άρχισαν, έως το έτος 1998 που ολοκληρώθηκαν. Με την ολοκλήρωση των εργασιών επισκευής και την κατασκευή της προσθήκης στην επίδικη οικία της εγκαλούσας-εναγομένης, αυξήθηκε η περιουσία της, κατά το πιο πάνω ποσό, στο οποίο ανερχόταν η αύξηση, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Οι δαπάνες για την ανακαίνιση της οικίας και την κατασκευή της προσθήκης αυτής, καταβλήθηκαν από χρήματα αμφοτέρων των ως άνω συζύγων, οι οποίοι τα απέκτησαν εργαζόμενοι καθ'όλη τη διάρκεια του γάμου τους και είχαν, περίπου, τα ίδια εισοδήματα, συμβάλλοντας, κατά ποσοστό 50% έκαστος, στην κάλυψή τους. Συγκεκριμένα, ο μεν Α' κατηγορούμενος εργαζόταν, αρχικά, ως οδηγός ΤΑΧΙ και στη συνέχεια, ως συντηρητής κήπων, σε συγκροτήματα πολυκατοικιών, μονοκατοικιών και ξενοδοχείων, εντός και εκτός Αττικής, διαθέτοντας κατάλληλο προσωπικό, η δε εγκαλούσα-εναγομένη εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος. Τα εισοδήματα του Α' κατηγορουμένου (εκκαλούντα) υπερέβαιναν αυτά της εγκαλούσας (τότε εναγόμενης), πλην όμως, η τελευταία, από το έτος 1971 και καθ'όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της, με τον εκκαλούντα Α' κατηγορούμενο, κάλυπτε τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας, παραχωρώντας για το σκοπό αυτό την παραπάνω οικία της, που προερχόταν από την προαναφερόμενη δωρεά του νονού της, Ξ, ο οποίος και συγκατοικούσε μαζί τους, στην οικία αυτή από το έτος 1976, μέχρι και το θάνατό του, τον Νοέμβριο του 1983. Τον Ξ, συνταξιούχο Διευθυντή της Ε.Υ.Δ.Α.Π., που ήταν άγαμος και είχε προβλήματα υγείας, τον περιέθαλψαν ο εκκαλών Α' κατηγορούμενος και η εγκαλούσα, προσφέροντάς του μέχρι τον θάνατό του, τις υπηρεσίες τους, σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας που τους παρείχε. 'Ετσι ο εκκαλών Α' κατηγορούμενος Χ και η τότε σύζυγός του (εγκαλούσα) Φ, με τα εισοδήματα από την εργασία τους αλλά και την οικονομική βοήθεια του νονού της τελευταίας, ανταποκρίθηκαν στο κόστος των επισκευαστικών οικοδομικών εργασιών και της κατασκευής προσθήκης, στην κατοικία τους στη ... και επί της οδού ... αλλά και στα έξοδα διαβίωσης της οικογένειάς τους. Επιπροσθέτως, ο εκκαλών Α' κατηγορούμενος και η εγκαλούσα, τότε σύζυγός του, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με το υπ'αριθμ. ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Νέας Ερυθρίας Αττικής Γεωργίου Θεοδωρέλου αγόρασαν από το νονό της εγκαλούσας Ξ, αντί τιμήματος 400.000 δραχμών από κοινού και κατά ποσοστό 50%, εξ αδιαιρέτου ο καθένας, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου στην ..., επί της οδού ..., εκτάσεως 276,80 τ.μ., του οποίου την επικαρπία παρακρατούσε η Θ, συγγενής του ανωτέρω πωλητή, καταβάλοντας, εξ ημισείας, το τίμημα των 400.000 δρχ. στον πωλητή Ξ, γενόμενοι πλήρως συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου, μετά από το θάνατο της επικαρπώτριας, Θ. Το ανωτέρω τίμημα (των 400.000 δρχ.) εισέπραξε ο προαναφερόμενος πωλητής "τοις μετρητοίς", ενώπιον του Συμβολαιογράφου Νέας Ερυθραίας Γεωργίου Θεοδωρέλου, όπως βεβαιώνεται στο κείμενο του προμνησθέντος συμβολαίου (27420/1978) που συνιστά πλήρη απόδειξη του χαρακτήρα της συναφθείσας σύμβασης, ως πραγματικής σύμβασης αγοραπωλησίας, ενόψει, μάλιστα, του ότι το παραπάνω συμβόλαιο ουδέποτε προσβλήθηκε ως πλαστό, από τους ανωτέρω συμβληθέντες, όσο και από την - εκ μέρους του Α' κατηγορουμένου Χ - μη προσκόμιση οιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου, ανατρέποντος το ανωτέρω συμπέρασμα και αποδεικνύοντος τη βασιμότητα του ανωτέρω, περί δήθεν δανειοδοτήσεώς του, από τον αδελφό του Ζ (Β' κατηγορούμενο) ισχυρισμού. Περαιτέρω προέκυψε ότι το χρηματικό ποσό των 15.175.509 δρχ. ή 44.535,60 €, που υπήρχε κατατεθειμένο μέχρι την 13/7/1999, στον υπ'αριθμ. ... ατομικό λογαριασμό της εγκαλούσας του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, προερχόταν, από δικά της εισοδήματα, από εισοδήματα της μητέρας της, ... και από δωρεές του νονού της, Ξ, ο οποίος, μετά το θάνατό του, της άφησε όλες τις αποταμιεύσεις του. 'Ετσι εξηγείται, γιατί το ποσό αυτό είχε κατατεθεί, σε ατομικό λογαριασμό της εγκαλούσας και όχι σε κοινό με τον εκκαλούντα Α' κατηγορούμενο-τότε σύζυγό της- ο οποίος διατηρούσε δικό του, ατομικό λογαριασμό, στην Ε.Τ.Ε. Το ανωτέρω ποσό ανέλαβε η εγκαλούσα, όταν διατάχθηκε η μετοίκησή της, από την συζυγική κατοικία και το ανάλωσε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, για την εκμίσθωση και επίπλωση νέας οικίας, στην οποία, έκτοτε διέμεινε και με το υπόλοιπο ποσό, κάλυψε τις ανάγκες της, από το χρόνο της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και μετά. Τα προδιαγραφόμενα επιβαρυντικά για τον εκκαλούντα στοιχεία δεν εκπορεύονται αποκλειστικά και μόνο από τις εγκλητήριες αιτιάσεις της εγκαλούσας, αλλά αναδεικνύονται από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα επισυναπτόμενα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων. Επισημαίνεται ότι όλα τα προδιαληφθέντα πραγματικά περιστατικά, διαγνώσθηκαν, τόσο, με την υπ'αριθμ. 2834/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία - Τμήμα Οικογενειακό), που εκδόθηκε, επί της από 26/3/2004, με γενικό αριθμό κατάθεσης 551015/22-4-2004 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3270/22-4-2004, αγωγής του εκκαλούντα Χ, κατά της εγκαλούσας και τότε συζύγου του - σε διάσταση, Φ, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου όσο και με την εκδοθείσα, επί εφέσεων αμφοτέρων των ανωτέρω διαδίκων, κατ'αυτής, υπ'αριθμ. 4072/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τμήμα 9ο), η οποία (μη αποδεχθείσα τα υπόλοιπα αιτήματά του) έκρινε ότι η συμβολή του τότε ενάγοντος Χ, στην αύξηση της σωζόμενης μέχρι σήμερα περιουσίας της εγκαλούσας - τότε εναγομένης, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, συνίσταται μόνο, στο ήμισυ του κόστους των οικοδομικών εργασιών (γενικές επισκευές και κατασκευή προσθήκης), που πραγματοποιήθηκαν, στην επί της οδού ...-..., συζυγική κατοικία, η οποία (συμβολή), κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 8.536.000 δραχμών ή 25.050,60 €, ήτοι 17.072.000 δραχ. ή 50.101,24 € : 2. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, οι συμπεριληφθέντες στην προδιαληφθείσα αγωγή, ισχυρισμοί του εκκαλούντα Χ, περί του ότι, α) αυτός κατέβαλε, εξ ολοκλήρου και με δικά του χρήματα, στον πωλητή Ξ, χωρίς οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά της εγκαλούσας, το ανερχόμενο στο ποσό των 400.000 δραχμών, τίμημα αγοράς της ψιλής κυριότητας του ευρισκόμενου στην ... και επί της οδού ..., κοινού, μετά της τότε συζύγου του - σε διάσταση- Φ, οικοπέδου, του οποίου την επικαρπία αρχικά είχε η Θ, συγγενής του ανωτέρω πωλητή και το οποίο, στη συνέχεια, μετά το θάνατο της επικαρπώτριας, περιήλθε, εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 50% στην αποκλειστική κυριότητα ενός εκάστου, εξ αυτών, και β) ότι αυτός κάλυψε, εξ ολοκλήρου, με δικά του χρήματα, τις δαπάνες, ύψους 17.072.000 δρχ. ή 50.101, 24 €, που απαιτήθηκαν, για την ανακαίνιση της ευρισκόμενης στην επί της οδού ..., ..., συζυγικής οικίας τους και την κατασκευή προσθήκης σ'αυτήν, δανειζόμενος για τον σκοπό αυτόν, ποσό 7.500.000 δραχμών ή 22.010,27 ευρώ από τον συγκατηγορούμενο αδελφό του Ζ, αλλά και οι σχετικές, με αυτούς τους ισχυρισμούς (τους οποίους επιβεβαίωναν) περικοπές της, από 27/9/2004, ένορκης κατάθεσης του 2ου κατηγορουμένου Ζ, ενώπιον του ακροατηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της, από 26/3/2004, προδιαληφθείσας αγωγής του αδελφού του (Α' κατηγορουμένου και εκκαλούντα) Χ, κατά της εγκαλούσας, τότε συζύγου του - σε διάσταση - του τελευταίου, Φ, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Περαιτέρω, είναι προφανές ότι παρακινήθηκε να καταθέσει ενόρκως και να επιβεβαιώσει τους επίμαχους αγωγικούς ισχυρισμούς του εκκαλούντα Χ, που προαναφέρθηκαν, με επίγνωση της αναληθείας τους από τον τελευταίο (Χ), ο οποίος είχε προς τούτο συμφέρον καθόσον επεδίωκε να ευδοκιμήσει η ως άνω αγωγή του, αξιοποιώντας την ένορκη κατάθεση του αδελφού του, κατά την ενώπιον του προαναφερόμενου δικαστηρίου διαδικασία, για την προσφορότερη υποστήριξη των απόψεών του κατά την τελεσφόρηση των έκνομων επιδιώξεών του. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 2129/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Η αιτιολογία όμως αυτή του προσβαλλομένου βουλεύματος του Εφετείου Αθηνών δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη με την έννοια που αναπτύχθηκε πιο πάνω, διότι, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών υπάρχουν ελλείψεις και ασάφειες. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το έγκλημα της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, δεν αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία έχει εξολοκλήρου αναφερθεί το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά τρόπο σαφή αν το καταβληθέν, από την εγκαλούσα Φ, πρώην σύζυγο του αναιρεσείοντος Χ, ήμισυ του τιμήματος των 400.000 δρχ. για την αγορά του οικοπέδου στην ... και στην οδό ..., το οποίο αγόρασε από κοινού με τον αναιρεσείοντα πρώην σύζυγό της, με το αριθμ. 27420/14-12-1978 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ν. Ερυθραίας Γεωργίου Θεοδωρέλου, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, προήρχετο από δικά της χρήματα, καθόσον αφορά δε το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα δεν αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στο συγκατηγορούμενο αδελφό του Ζ την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε.
Συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γι'αυτό και πρέπει να αναιρεθεί, κατά το βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.). Οι υπόλοιπες αιτιάσεις της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω 1) Να γίνει δεκτή η αριθμ. 208/22-12-2008 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ, κατά του αριθμ. 2124/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό καθόσον αφορά τον αναιρεσείοντα Χ. 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 24 Μαρτίου 2009.Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Υπό την έννοια αυτή, το έγκλημα της απάτης συντελείται αντικειμενικώς και όταν ο δράστης προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς δημόσια αρχή, πείθοντας έτσι αυτήν να προβεί σε ενέργειες της δραστηριότητός της, από τις οποίες ζημιώνεται άλλος. Επομένως, απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ'αυτόν ψευδής ισχυρισμός και υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, αλλά και γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Όταν όμως, παρά ταύτα το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση υπέρ του αντιδίκου του ή δεν εκδίδει οριστική αλλά προδικαστική απόφαση πραγματώνεται το έγκλημα της απόπειρας απάτης. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του ΠΚ, συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικά μεν πρόκληση σε κάποιον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη και διάπραξη από αυτόν της πράξης αυτής ή επιχείρηση πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή τέλεσής της, υποκειμενικά δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Ειδικά δε επί ηθικής αυτουργίας πρέπει να διαλαμβάνεται στην αιτιολογία και ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση για την τέλεση της αξιόποινης πράξης που εκείνος τέλεσε. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2.124/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την υπ' αριθμ. 376/27.8.2008 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 2129/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο από την οποία το επιδιωχθέν περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα (του συγκατηγορουμένου του Ζ), πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν απ' αυτόν την 22α Απριλίου 2004 και την 27η Σεπτεμβρίου 2004, αντίστοιχα. Ειδικώτερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, μετά από εκτίμηση όλων των μνημονευομένων κατ' είδιος αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα Φ και ο Α' εκκαλών - κατηγορούμενος Χ, την 12.12.1961, τέλεσαν νόμιμο γάμο στη ...., από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, που σήμερα είναι ενήλικα. Η έγγαμη συμβίωσή τους διήρκεσε μέχρι τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999, οπότε με την εκδοθείσα, υπ' αριθ. 37478/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων), εκτός των άλλων, διατάχθηκε η μετοίκηση της εγκαλούσας Φ, από την επί της οδού ...., ...., συζυγική οικία, ιδιοκτησίας της. Στη συνέχεια, ο γάμος τους λύθηκε με την υπ'αριθμ. 950/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την 22/4/2004 ο Α' εκκαλών Χ άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την, από 26/3/2004, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3270/22-4-2004, αγωγή του, κατά της εγκαλούσας, τότε συζύγου του - σε διάσταση, Φ, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι, κατά την διάρκεια του γάμου του με την εγκαλούσα, η περιουσία της αυξήθηκε και ότι ο ίδιος συνέβαλε στην αύξηση αυτή, απαίτησε την απόδοση σε αυτόν της ανωτέρω αύξησης, που προερχόταν από τη δική του συμβολή, αιτούμενος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1400 Α.Κ., τη δικαστική καταδίκη της εγκαλούσας- τότε εναγόμενης, α) στην καταβολή σ'αυτόν του χρηματικού ποσού των 110.920,46 €, προερχόμενου, κατά το ποσό των 56.113,40 €, από δαπάνες ανακαίνισης της ευρισκόμενης στη ..., επί της οδού ...., οικίας, ιδιοκτησίας αυτής (εγκαλούσας), που χρησιμοποιούσαν ως συζυγική οικία, με τις οποίες είχε επιβαρυνθεί, αποκλειστικά ο ίδιος, και αφετέρου, κατά το ποσό των 44.535,60 ευρώ, από το προϊόν τραπεζικού λογαριασμού, κοινού μετά του ιδίου, το οποίο η ανωτέρω εναγόμενη, ανέλαβε εξ ολοκλήρου και εν συνεχεία κατέθεσε, σε προσωπικό τραπεζικό της λογαριασμό (κατά το υπόλοιπο ποσό των 10.271,46 € προερχόμενο από δωρεές κοσμημάτων προς αυτήν η αγωγή του ήταν νομικά αστήρικτη, ως αντικείμενη ευθέως προς τους ορισμούς του άρθρου 1400 παρ. 3 του Π.Κ. και δεν αποτέλεσε αντικείμενο απόδειξης), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και β) στην καταδίκη αυτής, σε δήλωση βουλήσεως, περί αυτούσιας μεταβίβασης σ'αυτόν, ποσοστού 50%, εξ αδιαιρέτου, επί ενός επικοίνου οικοπέδου, εμβαδού 281,85 τ.μ., ευρισκόμενου στην ... (οδός ...), άλλως, στην καταβολή, προς αυτόν, σε χρήμα, της ανερχόμενης σε 102.714,60 €, αξίας του ανωτέρω ποσοστού του εν λόγω επικοίνου οικοπέδου, νομιμοτόκως, από της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Η ανωτέρω αγωγή, προσδιορίστηκε για να δικαστεί, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) κατά την δικάσιμο της 27/9/2004, κατά την οποία ο ανωτέρω εκκαλών-κατηγορούμενος πρότεινε και εξέτασε ως μάρτυρα, για την απόδειξη των προαναφερόμενων αγωγικών ισχυρισμών του, τον Β' κατηγορούμενο και αδελφό του, Ζ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε, ενόρκως, στο δικαστήριο τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη για τη διάγνωση της ανωτέρω αστικής διαφοράς, γεγονότα: "..... Αγόρασε ο αδελφός μου, από το νονό της γυναίκας του, ένα...... οικόπεδο. 'Εδωσε 400.000 δρχ. Ένα οικόπεδο 283 μέτρα....... Το έγραψε μαζί-μαζί με την γυναίκα του...... εξ αδιαιρέτου ο καθένας..... Την ψιλή κυριότητα νομίζω κράτησε...... Του έδωσα, τμηματικά, 7.500.000 δρχ....... άτοκο δάνειο...... Το '86, το 1989 και το 1991...... όχι δεν μου τα επέστρεψε τα χρήματα...... Το ακίνητο το αγόρασε ο αδελφός μου......... με προσωπικά του λεφτά. 'Εκανε την πρόταση, λόγω οικονομικών δυσχερειών ο παππούς εκεί, ο νονός της, ο οποίος είχε το οικόπεδο και είπε ότι θ'αναγκασθώ να το πουλήσω. Και προθυμοποιήθηκε ο αδελφός μου, θα το αγοράσω εγώ. 'Εγινε μια διανομή στο χωριό, δική μας περιουσία, αποχωρίστηκε μερικά οικόπεδα, του δώσαμε 400.000 δρχ. και πήγε και τ'αγόρασε....... Τα χρήματα αυτά προέρχονταν, απ'το χωριό. Απ' την περιουσία μας στο χωριό. Δική μας....... Το περιουσιακό στοιχείο που άφησε ο αδελφός μου και κάνει 400.000 δρχ., που εγώ του έδωσα, είναι ένα περιβόλι, το οποίο το έχω εγώ......... Είναι τέσσερα (4) στρέμματα πορτοκαλιές........ Στο νομό ... ...... Το χωριό ..., στην ... .......". (βλ. τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της, από 27/9/2004, συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).
Όπως προέκυψε, κατά την προδικασία, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου της ανωτέρω εγκαλούσας με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο (την 12/12/1971), το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, που διέθετε η πρώτη ήταν μια παλαιά οικία τριών δωματίων, επιφανείας 115 τ.μ., κτισμένη σε οικόπεδο 154 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη ... και επί της οδού .... Το ακίνητο αυτό μεταβιβάσθηκε, από την αρχική του ιδιοκτήτρια ...., δυνάμει του υπ'αριθμ. ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών, Γεωργίου ΚΟΤΣΙΡΑ, λόγω πωλήσεως, στη μεν εγκαλούσα-εναγομένη, πριν από τον ανωτέρω γάμο της, κατά ψιλή κυριότητα, στο δε νονό της Ξ, κατ'επικαρπία, ο οποίος, ταυτόχρονα και με το ίδιο συμβόλαιο, δώρισε την επικαρπία αυτού, αιτία θανάτου, στην ανωτέρω εγκαλούσα-εναγομένη και έτσι, μετά τον θάνατο αυτό (το έτος 1983), η πλήρης κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου περιήλθε, λόγω δωρεάς, στην ανωτέρω εγκαλούσα (τότε εναγομένη), χωρίς την οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά του τότε συζύγου της Α' κατηγορουμένου (εκκαλούντα) Χ. Μετά τον γάμο τους ούτοι εγκαταστάθηκαν στην ανωτέρω παλαιά οικία. Μετά παρέλευση δέκα ετών, περίπου, από την εγκατάστασή τους, στην οικία αυτή, η εγκαλούσα και ο Α' κατηγορούμενος (εκκαλών) αποφάσισαν αφενός μεν να την ανακαινίσουν ριζικά και αφετέρου, να προβούν στην προσθήκη κτίσματος στο ισόγειο, επιφάνειας 30 τ.μ., για την οποία εκδόθηκε, επ'ονόματι της ανωτέρω εγκαλούσας (τότε εναγομένης), η με αριθμό 4517/1979 άδεια του αρμοδίου πολεοδομικού γραφείου. Για την κατασκευή της προσθήκης στο ως άνω ακίνητο της εγκαλούσας-εναγομένης και για την γενική επισκευή του, δαπανήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1980-1998, συνολικά, το ποσό των 17.072.000 δρχ. ή 50.101.24 €. Οι οικοδομικές εργασίες και η κατασκευή της προσθήκης στην προαναφερόμενη οικία έγιναν σταδιακά, από το έτος 1980, οπότε άρχισαν, έως το έτος 1998 που ολοκληρώθηκαν. Με την ολοκλήρωση των εργασιών επισκευής και την κατασκευή της προσθήκης στην επίδικη οικία της εγκαλούσας-εναγομένης, αυξήθηκε η περιουσία της, κατά το πιο πάνω ποσό, στο οποίο ανερχόταν η αύξηση, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Οι δαπάνες για την ανακαίνιση της οικίας και την κατασκευή της προσθήκης αυτής, καταβλήθηκαν από χρήματα αμφοτέρων των ως άνω συζύγων, οι οποίοι τα απέκτησαν εργαζόμενοι καθ'όλη τη διάρκεια του γάμου τους και είχαν, περίπου, τα ίδια εισοδήματα, συμβάλλοντας, κατά ποσοστό 50% έκαστος, στην κάλυψή τους. Συγκεκριμένα, ο μεν Α' κατηγορούμενος εργαζόταν, αρχικά, ως οδηγός ΤΑΧΙ και στη συνέχεια, ως συντηρητής κήπων, σε συγκροτήματα πολυκατοικιών, μονοκατοικιών και ξενοδοχείων, εντός και εκτός Αττικής, διαθέτοντας κατάλληλο προσωπικό, η δε εγκαλούσα-εναγομένη εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος. Τα εισοδήματα του Α' κατηγορουμένου (εκκαλούντα) υπερέβαιναν αυτά της εγκαλούσας (τότε εναγόμενης), πλην όμως, η τελευταία, από το έτος 1971 και καθ'όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της, με τον εκκαλούντα Α' κατηγορούμενο, κάλυπτε τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας, παραχωρώντας για το σκοπό αυτό την παραπάνω οικία της, που προερχόταν από την προαναφερόμενη δωρεά του νονού της, Ξ, ο οποίος και συγκατοικούσε μαζί τους, στην οικία αυτή από το έτος 1976, μέχρι και το θάνατό του, τον Νοέμβριο του 1983. Τον Ξ, συνταξιούχο Διευθυντή της Ε.Υ.Δ.Α.Π., που ήταν άγαμος και είχε προβλήματα υγείας, τον περιέθαλψαν ο εκκαλών Α' κατηγορούμενος και η εγκαλούσα, προσφέροντάς του μέχρι τον θάνατό του, τις υπηρεσίες τους, σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας που τους παρείχε. 'Ετσι ο εκκαλών Α' κατηγορούμενος Χ και η τότε σύζυγός του (εγκαλούσα) Φ, με τα εισοδήματα από την εργασία τους αλλά και την οικονομική βοήθεια του νονού της τελευταίας, ανταποκρίθηκαν στο κόστος των επισκευαστικών οικοδομικών εργασιών και της κατασκευής προσθήκης, στην κατοικία τους στη ... και επί της οδού .... αλλά και στα έξοδα διαβίωσης της οικογένειάς τους. Επιπροσθέτως, ο εκκαλών Α' κατηγορούμενος και η εγκαλούσα, τότε σύζυγός του, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με το υπ'αριθμ. ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Νέας Ερυθρίας Αττικής Γεωργίου Θεοδωρέλου αγόρασαν από το νονό της εγκαλούσας Ξ, αντί τιμήματος 400.000 δραχμών από κοινού και κατά ποσοστό 50%, εξ αδιαιρέτου ο καθένας, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου στην ..., επί της οδού ..., εκτάσεως 276,80 τ.μ., του οποίου την επικαρπία παρακρατούσε η Θ, συγγενής του ανωτέρω πωλητή, καταβάλοντας, εξ ημισείας, το τίμημα των 400.000 δρχ. στον πωλητή Ξ, γενόμενοι πλήρως συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου, μετά από το θάνατο της επικαρπώτριας, Θ. Το ανωτέρω τίμημα (των 400.000 δρχ.) εισέπραξε ο προαναφερόμενος πωλητής "τοις μετρητοίς", ενώπιον του Συμβολαιογράφου Νέας Ερυθραίας Γεωργίου Θεοδωρέλου, όπως βεβαιώνεται στο κείμενο του προμνησθέντος συμβολαίου (...) που συνιστά πλήρη απόδειξη του χαρακτήρα της συναφθείσας σύμβασης, ως πραγματικής σύμβασης αγοραπωλησίας, ενόψει, μάλιστα, του ότι το παραπάνω συμβόλαιο ουδέποτε προσβλήθηκε ως πλαστό, από τους ανωτέρω συμβληθέντες, όσο και από την - εκ μέρους του Α' κατηγορουμένου Χ - μη προσκόμιση οιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου, ανατρέποντος το ανωτέρω συμπέρασμα και αποδεικνύοντος τη βασιμότητα του ανωτέρω, περί δήθεν δανειοδοτήσεώς του, από τον αδελφό του Ζ (Β' κατηγορούμενο) ισχυρισμού.
Περαιτέρω προέκυψε ότι το χρηματικό ποσό των 15.175.509 δρχ. ή 44.535,60 €, που υπήρχε κατατεθειμένο μέχρι την 13/7/1999, στον υπ'αριθμ. .... ατομικό λογαριασμό της εγκαλούσας του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, προερχόταν, από δικά της εισοδήματα, από εισοδήματα της μητέρας της, ... και από δωρεές του νονού της, Ξ, ο οποίος, μετά το θάνατό του, της άφησε όλες τις αποταμιεύσεις του. 'Ετσι εξηγείται, γιατί το ποσό αυτό είχε κατατεθεί, σε ατομικό λογαριασμό της εγκαλούσας και όχι σε κοινό με τον εκκαλούντα Α' κατηγορούμενο-τότε σύζυγό της- ο οποίος διατηρούσε δικό του, ατομικό λογαριασμό, στην Ε.Τ.Ε. Το ανωτέρω ποσό ανέλαβε η εγκαλούσα, όταν διατάχθηκε η μετοίκησή της, από την συζυγική κατοικία και το ανάλωσε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, για την εκμίσθωση και επίπλωση νέας οικίας, στην οποία, έκτοτε διέμεινε και με το υπόλοιπο ποσό, κάλυψε τις ανάγκες της, από το χρόνο της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και μετά.
Τα προδιαγραφόμενα επιβαρυντικά για τον εκκαλούντα στοιχεία δεν εκπορεύονται αποκλειστικά και μόνο από τις εγκλητήριες αιτιάσεις της εγκαλούσας, αλλά αναδεικνύονται από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα επισυναπτόμενα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων. Επισημαίνεται ότι όλα τα προδιαληφθέντα πραγματικά περιστατικά, διαγνώσθηκαν, τόσο, με την υπ'αριθμ. 2834/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία - Τμήμα Οικογενειακό), που εκδόθηκε, επί της από 26/3/2004, με γενικό αριθμό κατάθεσης 551015/22-4-2004 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3270/22-4-2004, αγωγής του εκκαλούντα Χ, κατά της εγκαλούσας και τότε συζύγου του - σε διάσταση, Φ, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου όσο και με την εκδοθείσα, επί εφέσεων αμφοτέρων των ανωτέρω διαδίκων, κατ'αυτής, υπ'αριθμ. 4072/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τμήμα 9ο), η οποία (μη αποδεχθείσα τα υπόλοιπα αιτήματά του) έκρινε ότι η συμβολή του τότε ενάγοντος Χ, στην αύξηση της σωζόμενης μέχρι σήμερα περιουσίας της εγκαλούσας - τότε εναγομένης, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, συνίσταται μόνο, στο ήμισυ του κόστους των οικοδομικών εργασιών (γενικές επισκευές και κατασκευή προσθήκης), που πραγματοποιήθηκαν, στην επί της οδού ...-...., συζυγική κατοικία, η οποία (συμβολή), κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 8.536.000 δραχμών ή 25.050,60 €, ήτοι 17.072.000 δραχ. ή 50.101,24 € : 2.
Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, οι συμπεριληφθέντες στην προδιαληφθείσα αγωγή, ισχυρισμοί του εκκαλούντα Χ, περί του ότι, α) αυτός κατέβαλε, εξ ολοκλήρου και με δικά του χρήματα, στον πωλητή Ξ, χωρίς οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά της εγκαλούσας, το ανερχόμενο στο ποσό των 400.000 δραχμών, τίμημα αγοράς της ψιλής κυριότητας του ευρισκόμενου στην ... και επί της οδού '...., κοινού, μετά της τότε συζύγου του - σε διάσταση- Φ, οικοπέδου, του οποίου την επικαρπία αρχικά είχε η Θ, συγγενής του ανωτέρω πωλητή και το οποίο, στη συνέχεια, μετά το θάνατο της επικαρπώτριας, περιήλθε, εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 50% στην αποκλειστική κυριότητα ενός εκάστου, εξ αυτών, και β) ότι αυτός κάλυψε, εξ ολοκλήρου, με δικά του χρήματα, τις δαπάνες, ύψους 17.072.000 δρχ. ή 50.101, 24 €, που απαιτήθηκαν, για την ανακαίνιση της ευρισκόμενης στην επί της οδού ..., ..., συζυγικής οικίας τους και την κατασκευή προσθήκης σ'αυτήν, δανειζόμενος για τον σκοπό αυτόν, ποσό 7.500.000 δραχμών ή 22.010,27 ευρώ από τον συγκατηγορούμενο αδελφό του Ζ, αλλά και οι σχετικές, με αυτούς τους ισχυρισμούς (τους οποίους επιβεβαίωναν) περικοπές της, από 27/9/2004, ένορκης κατάθεσης του 2ου κατηγορουμένου Ζ, ενώπιον του ακροατηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της, από 26/3/2004, προδιαληφθείσας αγωγής του αδελφού του (Α' κατηγορουμένου και εκκαλούντα) Χ, κατά της εγκαλούσας, τότε συζύγου του - σε διάσταση - του τελευταίου, Φ, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Περαιτέρω, είναι προφανές ότι παρακινήθηκε να καταθέσει ενόρκως και να επιβεβαιώσει τους επίμαχους αγωγικούς ισχυρισμούς του εκκαλούντα Χ, που προαναφέρθηκαν, με επίγνωση της αναληθείας τους από τον τελευταίο (Χ), ο οποίος είχε προς τούτο συμφέρον καθόσον επεδίωκε να ευδοκιμήσει η ως άνω αγωγή του, αξιοποιώντας την ένορκη κατάθεση του αδελφού του, κατά την ενώπιον του προαναφερόμενου δικαστηρίου διαδικασία, για την προσφορότερη υποστήριξη των απόψεών του κατά την τελεσφόρηση των έκνομων επιδιώξεών του.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 2129/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Η αιτιολογία όμως αυτή του προσβαλλομένου βουλεύματος του Εφετείου Αθηνών δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη με την έννοια που αναπτύχθηκε πιο πάνω, διότι, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών υπάρχουν ελλείψεις και ασάφειες. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το έγκλημα της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, δεν αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία έχει εξολοκλήρου αναφερθεί το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά τρόπο σαφή αν το καταβληθέν, από την εγκαλούσα Φ, πρώην σύζυγο του αναιρεσείοντος Χ, ήμισυ του τιμήματος των 400.000 δρχ. για την αγορά του οικοπέδου στην .... και στην οδό ..., το οποίο αγόρασε από κοινού με τον αναιρεσείοντα πρώην σύζυγό της, με το αριθμ. .... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ν. Ερυθραίας Γεωργίου Θεοδωρέλου, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, προήρχετο από δικά της χρήματα, καθόσον αφορά δε το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα δεν αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στο συγκατηγορούμενο αδελφό του Ζ την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε".
Επομένως, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς αμφότερες τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα αξιόποινες πράξεις, εξαιτίας των ως άνω ελλείψεων και ασαφειών της. Γι' αυτό πρέπει να αναιρεθεί, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγου αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του ετέρου λόγου αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ενώ οι υπόλοιπες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες πλήττεται το βούλευμα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν αποφανθεί προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί το υπ'αριθμ. 2.124/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως προς το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα Χ, ως προς την παραπομπή του ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για τις αξιόποινες πράξεις α) της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου, από την οποία το επιδιωχθέν περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των εβδομηντατριών χιλιάδων (73.000) ευρώ και β) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 22α Απριλίου 2004 και την 27η Σεπτεμβρίου 2004, αντίστοιχα.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της, για νέα κρίση, στο αυτό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που αποφάνθηκαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ