Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2426 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Απόπειρα, Ηθική αυτουργία, Εκβίαση, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
1. Παραπομπή για ηθική αυτουργία σε απόπειρα κακουργηματικής εκβίασης και σε απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, οι οποίες συρρέουν αληθώς. 2. Στοιχεία για το ορισμένο της ηθικής αυτουργίας. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2426/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1957/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 278/20-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την υπ'αριθ. 25/12-11-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κατά του υπ'αριθ. 843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθ. 34/2007 βούλευμά του παράπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ, καθώς και τους μη ασκήσαντες αναίρεση Α και Β, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι: α) Οι Α και Β των πράξεων της απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατ' εξακολούθηση, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας και β) Η αναιρεσείουσα Χ, της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση, της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση. Κατά του παραπάνω βουλεύματος άσκησε έφεση η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη. Η έφεσή της αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 843/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατά του εν λόγω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ με την κρινόμενη αίτησή της η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη την 5-11-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 12-11-2007, δηλαδή μέσα στην δεκαήμερη προθεσμία του άρθρου 473 Κ.Π.Δ, αυτοπροσώπως από την ίδια ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ.25/12-11-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα, επεκτείνεται δε και στα συναφή και συρρέοντα πλημμελήματα (άρθρ. 482 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ.)
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 α' Π.Κ. όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέσθηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές, ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής, που είναι ικανές να αποκλείσουν το αυτοπροέραιρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζομένου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεώς του, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νομίμου απαιτήσεως χρησιμοποίηση του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, παρουσιαζόμενη ως άξια μομφής (ΑΠ. 999/2007, ΑΠ. 1983/2005, ΑΠ 1401/2003). Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ'ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως αν η σωματική βία ή οι απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής, που ασκήθηκαν για τον παραπάνω σκοπό, δεν επέφεραν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως του δράστη, διότι π.χ. ο τελευταίος εμποδίσθηκε να ολοκληρώσει την πράξη του επειδή προσέτρεχαν τρίτοι προς βοήθεια του θύματος, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η σωματική βία που ασκήθηκε συνιστά απόπειρα εκβιάσεως, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., εφόσον περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν : α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ή να αποπειραθεί να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, παραινέσεις κ.λ.π. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτός ως δράστης παραμένει άγνωστος και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. (ΑΠ 761/2007, ΑΠ 688/2007). Μεταξύ των μέσων, με τα οποία μπορεί να προκληθεί στον φυσικό αυτουργό η απόφαση τελέσεως της αξιόποινης πράξεως, περιλαμβάνεται η πειθώ και φορτικότητα, οι επίμονες προτροπές, η εκμετάλλευση της ροπής για εύκολο πλουτισμό, η υπόσχεση καταβολής αμοιβής ή οικονομικού ανταλλάγματος, η προσφορά χρηματικών ποσών, συμβουλές και παροτρύνσεις. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ. όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, κατά δε το άρθρο 309 του ίδιου Κώδικα αν η πράξη του άρθρου 308 τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρο 310 παρ. 2 Π.Κ.), επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 Π.Κ. σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 Π.Κ. ενώ για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1642/2006). Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ όποιος εν γνώσει καταμηνύσει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή παράβαση πειθαρχική, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση . Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. 'Ετσι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Τέλος κατά μεν το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ενώ, κατά το άρθρο 363 του ίδιου Κώδικα, εάν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί η διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός (ΑΠ 1096/2007, ΑΠ 271/2007).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004). Ειδικότερα στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ'αυτή ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστικό συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στον φυσικό αυτουργό την απόφασή του (ΑΠ 740/2004). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο κείμενο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή ή διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006) και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ'ολοκλήρου η συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1364/2006).
Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ, ηλικίας 38 ετών, με επικαλούμενη επαγγελματική της δραστηριότητα την ιδιότητα της λογίστριας, γνωρίζεται με τον παθόντα Γ τον μήνα Απρίλιο του 2005 επισκεπτόμενη τακτικά το κατάστημα ..... στην οδό ..... στη ....., όπου εργαζόταν αυτός. Συνάπτουν ερωτικές σχέσεις οι οποίες διακόπτονται στις 27-4-2005, γιατί όπως επικαλείται η εκκαλούσα-κατηγορουμένη απέκρουσε βίαιη και άκομψη ερωτική του επίθεση. Στις 12-5-2005 καταθέτει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, αγωγή για επιδίκαση αποζημίωσης από αδικοπραξία του Γ εναντίον της, αιτούμενη το ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα εννέα (10.719) ευρώ. Ορίσθηκε δε ημερομηνία συζήτησης της παραπάνω αγωγής η 7-11-2005. Πλην όμως προτού κριθεί η απαίτησή της από τα δικαστήρια στις 20-5-2005 και 2-6-2005 από πρόθεση με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις που απηύθυνε στους συγκατηγορουμένους της Α και Β, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα και καταβολή αμοιβής, προκάλεσε σ'αυτούς την απόφαση να τελέσουν τα αδικήματα της απόπειρας εκβίασης από κοινού κατ'εξακολούθηση και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού κατ'εξακολούθηση σε βάρος του εγκαλούντος Γ. Συγκεκριμένα τις πιο πάνω ημεροχρονολογίες, μετέβησαν στο κατάστημα ..... στην ....., όπου εργαζόταν ο εγκαλών, και τον έπληξαν με μαχαίρι, ειδικό ρόπαλο (κλομπ) γρόνθους και λακτίσματα κυρίως στο κεφάλι και σε όλο του το σώμα, για να του αποσπάσουν παράνομα και να της παραδώσουν το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο παράνομα απαιτούσε απ'αυτόν και με τηλεφωνικές απειλές εναντίον του, για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, επιφέροντας έτσι ισόποση περιουσιακή του ζημία, πλην όμως οι συγκατηγορούμενοί της δεν μπόρεσαν τελικά να τον εξαναγκάσουν να τους παραδώσει το παραπάνω χρηματικό ποσό, επειδή εμποδίστηκαν από άλλους υπαλλήλους του καταστήματος και πελάτες και υποχρεώθηκαν να φύγουν από το κατάστημα. Ο εγκαλών από τα χτυπήματα των συγκατηγορουμένων της υπέστη εξοίδηση των μαλακών μορίων της δεξιάς κροταφικής χώρας, δύο γραμμοειδείς εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, εκτεινόμενες κατά την μετωπιαία χώρα, δεξιά εκχύμωση των μαλακών μορίων χροιάς κυανής, κατά την έξω επιφάνεια του άνω τριτημορίου του αριστερού αντιβραχίου, εκχυμωτική εκδορά του δεξιού αγκώνα, εκδορές (δύο) της ραχιαίας επιφάνειας της δεξιάς άκρας χειρός, μήκους 1,5 εκ. και κάκωση κατά την ραχιαία επιφάνεια του μέσου δακτύλου της αριστεράς άκρας χειρός και εκδορές επί θλαστικής κυκλικής εκχυμωτικής βάσεως της αριστεράς κροταφικής χώρας και κάταγμα του 2ου μετακαρπίου, όπου του έγινε ακινητοποίηση με γύψινο νάρθηκα και θλαστική κάκωση μαλακών μορίων του αυχένος ενώ ο τρόπος με τον οποίο επιχείρησαν την πράξη αυτή οι συγκατηγορούμενοί της (δηλαδή το χρησιμοποιηθέν μέσο επιθέσεως, το μαχαίρι και το κλόμπ) μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για βαρύ τραυματισμό του παθόντα. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εκκαλούσα κατηγορουμένη Χ στις 4-5-2005 κατέθεσε ενώπιον του Α.Τ. Πλατείας Δημοκρατίας την υπό την ίδια ημεροχρονολογία μήνυσή της κατά του εγκαλούντα Γ, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος την απειλούσε τηλεφωνικά λέγοντάς της "... αφού με πήγες στην Αστυνομία θα το πληρώσεις ακριβά, κανόνισε να μη σε βρω μπροστά μου ..." συνεπεία δε τούτων προσήχθη αυθημερόν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης πλην όμως η δικογραφία ετέθη στο αρχείο κατ'άρθρο 31 Ν. 3346/2005. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας - κατηγορουμένης δεν αποδεικνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πέραν αυτών που η ίδια κατέθεσε στο αστυνομικό τμήμα, - αντίθετα προέκυψε ότι ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα, που σύμφωνα με την μήνυση της κατηγορουμένης διέπραξε την άνω πράξη, βρισκόταν στο κατάστημα ..... επί της οδού ..... όπου εργαζόταν, επιπλέον δε από τις προσκομισθείσες από τον ίδιο καταστάσεις εξερχομένων κλήσεων κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, τόσο από το κινητό του τηλέφωνο, όσο και από την τηλεφωνική συσκευή του άνω καταστήματος δεν αποδεικνύεται τηλεφωνική κλήση προς την κατηγορουμένη. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εκκαλούσα κατηγορουμένη στις 12-5-2005 κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) την υπ'αριθμ. καταθ. ..... αγωγή της, ισχυριζόμενη ότι ο εγκαλών- εναγόμενος, στις 27-4-2005 αποπειράθηκε να τη βιάσει, ότι την επομένη 28-4-2005 της επιτέθη και της προκάλεσε σωματικές κακώσεις, ότι συνεπεία της προσφυγής της - για την εις βάρος της επίθεση - στην αστυνομία, την απείλησε με τις φράσεις "το ξύλο που έφαγες δεν ήταν τίποτα, αν σε βρω μπροστά μου, θα σε αποτελειώσω" προκαλώντας της τρόμο και ανησυχία και ότι της έκλεψε το κινητό της τηλέφωνο, ζητώντας από τον εγκαλούντα- εναγόμενο το ποσό των 10.719 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη. Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί της εκκαλούσας-κατηγορουμένης, δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, τουναντίον μάλιστα οι γονείς του εγκαλούντος κατέθεσαν προανακριτικά στις 23-11-2005 ότι ο εγκαλών δεν προέβη σε καμία από τις ανωτέρω - αναφερόμενες στην αγωγή - πράξεις, αντιθέτως η κατηγορουμένη ήταν αυτή που ενοχλούσε επανειλημμένως τον εγκαλούντα, ενώ προς απόδειξη της τελεσθείσας σε βάρος της σωματικής βλάβης, αν και επικαλείται εξέταση της στο Νοσοκομείο " Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ" δεν προσκομίζει σχετική ιατρική βεβαίωση. Βάσει των ανωτέρω προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση τόσο το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως όσο και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ'εξακολούθηση, καθόσον τα ισχυρισθέντα για τον εγκαλούντα γεγονότα ενώπιον τρίτων, δηλαδή στις 4-5-2005 ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. πλατείας Δημοκρατίας, όπου κατέθεσε την προαναφερθείσα μήνυσή της για απειλή - ότι δηλαδή ο εγκαλών της τηλεφώνησε και την απείλησε λέγοντάς της "αφού με πήγες στην αστυνομία θα το πληρώσεις ακριβά και κανόνισε να μην σε βρω μπροστά μου" αλλά και τα αναφερόμενα στην από 12-5-2005 κατατεθείσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή της (γνώση της οποίας έλαβαν τόσο ο συντάξας αυτήν δικηγόρος όσο και οι υπάλληλοι της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και ο επιδόσας αυτήν δικαστικός επιμελητής) ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε ότι ήταν ψευδή, μπορούσαν δε αυτά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα. Με βάση τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης Χ, για τις αποδιδόμενες παραπάνω αξιόποινες πράξεις. Πρέπει επομένως να απορριφθεί κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 5/1-2-2007 έφεση κατά του υπ'αριθμ. 34/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και να επικυρωθεί τούτο σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 319 παρ. 3 ΚΠΔ.
Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε και τα εξής: " Πέραν των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση πρέπει να σημειωθεί, όσον αφορά τον περιεχόμενο στην έφεση μεταξύ άλλων ισχυρισμό της εκκαλούσης, ότι δεν υφίστανται σε βάρος της στοιχεία επιβαρυντικής απόδοσης της πρώτης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα εκβίασης, αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τούτο δε, καθόσον ο εγκαλών περί αυτού βεβαίωσε στην από 15-7-2005 συμπληρωματική μήνυσή του και στην από 19-5-2006 έκθεση ανωμοτί εξέτασής του στον Ανακριτή, αντίθετα προς τα όσα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αρχικά (15-7-2005) ότι του διεμήνυσε πως δεν θα υπέβαλε εναντίον του μήνυση για σωματικές βλάβες που τις προκάλεσε, αν της έδινε το ποσό των 5.000 ευρώ και κατόπιν (19-5-2006) ότι τον ειδοποίησε να της δώσει ποσό 10.000 ευρώ για να τον αφήσει ήσυχο. Από αυτά που βεβαίωσε ο εγκαλών, σε συνδυασμό, αφενός με το γεγονός που κατετέθη και από μάρτυρες, τους οποίους πρότεινε αυτός, ότι δηλαδή παρουσία τους η κατηγορουμένη σε τηλεφωνικές συνομιλίες της εκτόξευσε εναντίον του σοβαρές απειλές (" .... όχι προειδοποίηση κατ' ευθείαν φάτε τον, στο χώμα ...") και μάλιστα σε έντονο ύφος και με τρόπο που να γίνονται αυτές αντιληπτές από τους παρισταμένους, με σκοπό βεβαίως να μεταφερθούν στον πρώτο και αφετέρου με το ότι επακολούθησε η πρόκληση σε βάρος του σωματικών βλαβών, αφού δεν ενέδωσε στις ειδοποιήσεις της, από τους αγνώστους σ' εκείνον συγκατηγορουμένους της ασφαλώς και μπορεί να γίνει λόγος για την ύπαρξη στοιχείων και, βάσει αυτών, επαρκών ενδείξεων για την πράξη αυτή. Ενόψει αυτών συνεπώς υφίστανται σοβαρές ενδείξεις για να παραπεμφθεί η κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για τις ως άνω πράξεις που του αποδίδονται.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του Πρωτοδίκου υπ'αριθ. 34/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικίες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 14, 16, 17, 94, 98 229 παρ.1, 308, 309, 362, 363, 385, παρ. 1α'και 380 παρ Π.Κ. τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο έκρινε την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα αποκρούει αιτιολογημένα όλους τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ενώ εξ άλλου κάνει ειδική αναφορά του τρόπου και των μέσων (συνεχείς προτροπές καταβολές, παραινέσεις, πειθώ, φορτικότητα και καταβολή αμοιβής), με τα οποία η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη έπεισε με πρόθεση τους συγκατηγορουμένους της φυσικούς αυτουργούς να εκτελέσουν τις άδικες πράξεις της απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατ'εξακολούθηση και των επικινδύνων σωματικών κακώσεων κατ'εξακολούθηση, καθώς και των πραγματικών περιστατικών από τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό. Οι λοιπές στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
5. Φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, υπό τη λογική και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι μόνο ένας από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος, οι δε λοιποί αποκλείονται και μόνο φαινομενικά συρρέουν. 'Ετσι φαινομένη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που περισσότεροι νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό. Τότε, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού. Αλλά και όταν οι περισσότερες πράξεις που διώκονται ποινικά δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός μόνο εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεσή της, είτε, τέλος, εμφανίζεται ως συνέπεια της προηγούμενης πράξεως, οπότε διώκεται μόνο αυτή, απορροφά δε και την άλλη, εφόσον η τελευταία δεν προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό. Όταν όμως με την εγκληματική δραστηριότητα ενός προσώπου προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, τότε υπάρχει αληθινή συρροή (Ολομέλεια ΑΠ 179/1990). Ενόψει όλων αυτών μπορούν να συρρέουν αληθινά τα εγκλήματα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρ. 309 ΠΚ) και της εκβιάσεως (άρθρ. 385 ΠΚ). Πράγματι το τελευταίο έγκλημα (εκβίαση), περιλαμβανόμενο στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του ΠΚ, προστατεύει το έννομο αγαθό της περιουσίας και της ελευθερίας διαθέσεώς της (ΑΠ 155/2006), είναι δε, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, πολύπρακτο, η αντικειμενική του δηλαδή υπόσταση περιλαμβάνει δύο πράξεις, αφενός μεν εκείνη της χρήσεως σωματικής βίας ή απειλών ενωμένων με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφετέρου δε εκείνη του εξαναγκασμού κάποιου σε πράξη, παράληψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του. Η έννοια όμως της σωματικής βίας, που αποτελεί ένα από τα στοιχεία της εκβιάσεως, δεν περιλαμβάνει, κατ'αρχήν, αναγκαίως και την έννοια της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η οποία συγκροτεί αυτοτελές έγκλημα, περιλαμβανόμενο στο δέκατο έκτο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 308 και 309), στρεφόμενο κατά του εννόμου αγαθού της ακεραιότητας του σώματος και της υγείας, το οποίο και προστατεύει.
Συνεπώς η τελευταία (επικίνδυνη σωματική βλάβη) δεν είναι συστατικός όρος του εγκλήματος της εκβιάσεως και δεν υφίστανται φαινομένη συρροή ή συρροή νόμων, αλλά πραγματική συρροή, αφού δεν βρίσκεται σε τέτοια σχέση (συστατικού στοιχείου) με καμία από τις πράξεις που απαρτίζουν το έγκλημα της εκβιάσεως (ΑΠ 2242/2004, ΑΠ 1642/2006 (επί βιασμού), ΑΠ 940/2006 (επί ληστείας), ΑΠ 849/1998 Π.Χ ΜΘ'450, ΑΠ 295/1994 ΠΧ ΜΔ'479, ΑΠ 971/1992 ΠΧ ΜΒ' 707). Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι εσφαλμένα παρέπεμψε την αναιρεσείουσα και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην επικίνδυνη σωματική βλάβη, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, απορροφάται από την ηθική αυτουργία στην απόπειρα εκβιάσεως.
6. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 25/12-11-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ κατά του υπ'αριθ. 843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και
Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.-Αθήνα 7 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Γκρόζος

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικότερα στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ'αυτή ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστικό συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στον φυσικό αυτουργό την απόφασή του. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ, ηλικίας 38 ετών, με επικαλούμενη επαγγελματική της δραστηριότητα την ιδιότητα της λογίστριας, γνωρίζεται με τον παθόντα Γ τον μήνα Απρίλιο του 2005 επισκεπτόμενη τακτικά το κατάστημα ..... στην οδό ..... στη ....., όπου εργαζόταν αυτός. Συνάπτουν ερωτικές σχέσεις οι οποίες διακόπτονται στις 27-4-2005, γιατί όπως επικαλείται η εκκαλούσα-κατηγορουμένη απέκρουσε βίαιη και άκομψη ερωτική του επίθεση. Στις 12-5-2005 καταθέτει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, αγωγή για επιδίκαση αποζημίωσης από αδικοπραξία του Γ εναντίον της, αιτούμενη το ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα εννέα (10.719) ευρώ. Ορίσθηκε δε ημερομηνία συζήτησης της παραπάνω αγωγής η 7-11-2005. Πλην όμως προτού κριθεί η απαίτησή της από τα δικαστήρια στις 20-5-2005 και 2-6-2005 από πρόθεση με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις που απηύθυνε στους συγκατηγορουμένους της Α και Β, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα και καταβολή αμοιβής, προκάλεσε σ'αυτούς την απόφαση να τελέσουν τα αδικήματα της απόπειρας εκβίασης από κοινού κατ'εξακολούθηση και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού κατ'εξακολούθηση σε βάρος του εγκαλούντος Γ. Συγκεκριμένα τις πιο πάνω ημεροχρονολογίες, μετέβησαν στο κατάστημα ..... στην ....., όπου εργαζόταν ο εγκαλών, και τον έπληξαν με μαχαίρι, ειδικό ρόπαλο (κλομπ) γρόνθους και λακτίσματα κυρίως στο κεφάλι και σε όλο του το σώμα, για να του αποσπάσουν παράνομα και να της παραδώσουν το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο παράνομα απαιτούσε απ'αυτόν και με τηλεφωνικές απειλές εναντίον του, για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, επιφέροντας έτσι ισόποση περιουσιακή του ζημία, πλην όμως οι συγκατηγορούμενοί της δεν μπόρεσαν τελικά να τον εξαναγκάσουν να τους παραδώσει το παραπάνω χρηματικό ποσό, επειδή εμποδίστηκαν από άλλους υπαλλήλους του καταστήματος και πελάτες και υποχρεώθηκαν να φύγουν από το κατάστημα. Ο εγκαλών από τα χτυπήματα των συγκατηγορουμένων της υπέστη εξοίδηση των μαλακών μορίων της δεξιάς κροταφικής χώρας, δύο γραμμοειδείς εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, εκτεινόμενες κατά την μετωπιαία χώρα, δεξιά εκχύμωση των μαλακών μορίων χροιάς κυανής, κατά την έξω επιφάνεια του άνω τριτημορίου του αριστερού αντιβραχίου, εκχυμωτική εκδορά του δεξιού αγκώνα, εκδορές (δύο) της ραχιαίας επιφάνειας της δεξιάς άκρας χειρός, μήκους 1,5 εκ. και κάκωση κατά την ραχιαία επιφάνεια του μέσου δακτύλου της αριστεράς άκρας χειρός και εκδορές επί θλαστικής κυκλικής εκχυμωτικής βάσεως της αριστεράς κροταφικής χώρας και κάταγμα του 2ου μετακαρπίου, όπου του έγινε ακινητοποίηση με γύψινο νάρθηκα και θλαστική κάκωση μαλακών μορίων του αυχένος ενώ ο τρόπος με τον οποίο επιχείρησαν την πράξη αυτή οι συγκατηγορούμενοί της (δηλαδή το χρησιμοποιηθέν μέσο επιθέσεως, το μαχαίρι και το κλόμπ) μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για βαρύ τραυματισμό του παθόντα. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εκκαλούσα κατηγορουμένη Χ στις 4-5-2005 κατέθεσε ενώπιον του Α.Τ. Πλατείας Δημοκρατίας την υπό την ίδια ημεροχρονολογία μήνυσή της κατά του εγκαλούντα Β, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος την απειλούσε τηλεφωνικά λέγοντάς της "....αφού με πήγες στην Αστυνομία θα το πληρώσεις ακριβά, κανόνισε να μη σε βρω μπροστά μου...." συνεπεία δε τούτων προσήχθη αυθημερόν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης πλην όμως η δικογραφία ετέθη στο αρχείο κατ'άρθρο 31 Ν. 3346/2005. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας - κατηγορουμένης δεν αποδεικνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πέραν αυτών που η ίδια κατέθεσε στο αστυνομικό τμήμα, - αντίθετα προέκυψε ότι ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα, που σύμφωνα με την μήνυση της κατηγορουμένης διέπραξε την άνω πράξη, βρισκόταν στο κατάστημα ..... επί της οδού .... όπου εργαζόταν, επιπλέον δε από τις προσκομισθείσες από τον ίδιο καταστάσεις εξερχομένων κλήσεων κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, τόσο από το κινητό του τηλέφωνο, όσο και από την τηλεφωνική συσκευή του άνω καταστήματος δεν αποδεικνύεται τηλεφωνική κλήση προς την κατηγορουμένη. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εκκαλούσα κατηγορουμένη στις 12-5-2005 κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) την υπ'αριθμ. καταθ. ..... αγωγή της, ισχυριζόμενη ότι ο εγκαλών- εναγόμενος, στις 27-4-2005 αποπειράθηκε να τη βιάσει, ότι την επομένη 28-4-2005 της επιτέθη και της προκάλεσε σωματικές κακώσεις, ότι συνεπεία της προσφυγής της - για την εις βάρος της επίθεση - στην αστυνομία, την απείλησε με τις φράσεις "το ξύλο που έφαγες δεν ήταν τίποτα, αν σε βρω μπροστά μου, θα σε αποτελειώσω" προκαλώντας της τρόμο και ανησυχία και ότι της έκλεψε το κινητό της τηλέφωνο, ζητώντας από τον εγκαλούντα- εναγόμενο το ποσό των 10.719 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη. Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί της εκκαλούσας-κατηγορουμένης, δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, τουναντίον μάλιστα οι γονείς του εγκαλούντος κατέθεσαν προανακριτικά στις 23-11-2005 ότι ο εγκαλών δεν προέβη σε καμία από τις ανωτέρω - αναφερόμενες στην αγωγή - πράξεις, αντιθέτως η κατηγορουμένη ήταν αυτή που ενοχλούσε επανειλημμένως τον εγκαλούντα, ενώ προς απόδειξη της τελεσθείσας σε βάρος της σωματικής βλάβης, αν και επικαλείται εξέταση της στο Νοσοκομείο " Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ" δεν προσκομίζει σχετική ιατρική βεβαίωση. Βάσει των ανωτέρω προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση τόσο το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως όσο και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ'εξακολούθηση, καθόσον τα ισχυρισθέντα για τον εγκαλούντα γεγονότα ενώπιον τρίτων, δηλαδή στις 4-5-2005 ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. πλατείας Δημοκρατίας, όπου κατέθεσε την προαναφερθείσα μήνυσή της για απειλή - ότι δηλαδή ο εγκαλών της τηλεφώνησε και την απείλησε λέγοντάς της "αφού με πήγες στην αστυνομία θα το πληρώσεις ακριβά και κανόνισε να μην σε βρω μπροστά μου" αλλά και τα αναφερόμενα στην από 12-5-2005 κατατεθείσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή της (γνώση της οποίας έλαβαν τόσο ο συντάξας αυτήν δικηγόρος όσο και οι υπάλληλοι της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και ο επιδόσας αυτήν δικαστικός επιμελητής) ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε ότι ήταν ψευδή, μπορούσαν δε αυτά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε και τα εξής: "Πέραν των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση πρέπει να σημειωθεί, όσον αφορά τον περιεχόμενο στην έφεση μεταξύ άλλων ισχυρισμό της εκκαλούσης, ότι δεν υφίστανται σε βάρος της στοιχεία επιβαρυντικής απόδοσης της πρώτης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα εκβίασης, αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τούτο δε, καθόσον ο εγκαλών περί αυτού βεβαίωσε στην από 15-7-2005 συμπληρωματική μήνυσή του και στην από 19-5-2006 έκθεση ανωμοτί εξέτασής του στον Ανακριτή, αντίθετα προς τα όσα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αρχικά (15-7-2005) ότι του διεμήνυσε πως δεν θα υπέβαλε εναντίον του μήνυση για σωματικές βλάβες που τις προκάλεσε, αν της έδινε το ποσό των 5.000 ευρώ και κατόπιν (19-5-2006) ότι τον ειδοποίησε να της δώσει ποσό 10.000 ευρώ για να τον αφήσει ήσυχο. Από αυτά που βεβαίωσε ο εγκαλών, σε συνδυασμό, αφενός με το γεγονός που κατετέθη και από μάρτυρες, τους οποίους πρότεινε αυτός, ότι δηλαδή παρουσία τους η κατηγορουμένη σε τηλεφωνικές συνομιλίες της εκτόξευσε εναντίον του σοβαρές απειλές (" ... όχι προειδοποίηση κατ' ευθείαν φάτε τον, στο χώμα ...") και μάλιστα σε έντονο ύφος και με τρόπο που να γίνονται αυτές αντιληπτές από τους παρισταμένους, με σκοπό βεβαίως να μεταφερθούν στον πρώτο και αφετέρου με το ότι επακολούθησε η πρόκληση σε βάρος του σωματικών βλαβών, αφού δεν ενέδωσε στις ειδοποιήσεις της, από τους αγνώστους σ' εκείνον συγκατηγορουμένους της ασφαλώς και μπορεί να γίνει λόγος για την ύπαρξη στοιχείων και, βάσει αυτών, επαρκών ενδείξεων για την πράξη αυτή. Ενόψει αυτών συνεπώς υφίστανται σοβαρές ενδείξεις για να παραπεμφθεί η κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για τις ως άνω πράξεις που του αποδίδονται.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του Πρωτοδίκου υπ'αριθ. 34/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικίες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 14, 16, 17, 94, 98 229 παρ.1, 308, 309, 362, 363, 385, παρ. 1α'και 380 παρ Π.Κ. τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα από την στην αρχή του αιτιολογικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος αναφορά ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του τα κατά το είδος τους αναφερόμενα σ'αυτό αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα όλα τα έγγραφα, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις απολογίες των κατηγορουμένων προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνήγαγε την παραπεμπτική του κρίση αξιολογώντας όλα τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται σ'αυτό ορισμένα από αυτά, λόγω της βαρύτητας που τους αποδίδει το Συμβούλιο, δεν σημαίνει ότι το τελευταίο δεν έλαβε υπόψη του και τα υπόλοιπα. Περαιτέρω από το αιτιολογικό της ενσωματωμένης στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης προκύπτει ότι το Συμβούλιο αν και δεν είχε προς τούτο, υποχρέωση, με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες απήντησε στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς που προέβαλε με την έφεσή της η αναιρεσείουσα. Τέλος στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία η αναιρεσείουσα ως ηθικός αυτουργός προκάλεσε στην συγκεκριμένη περίπτωση στους φυσικούς αυτουργούς τις αξιόποινες πράξεις που αυτοί τέλεσαν, με την σ'αυτήν μνεία ότι η αναιρεσείουσα προτού κριθεί η απαιτησή της από τα δικαστήρια στις 20-5-2005 και 2-6-2005 από πρόθεση με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις που απηύθυνε στους συγκατηγορούμενους της Α και Β, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα και καταβολή αμοιβής προκάλεσε σ'αυτούς την απόφαση να τελέσουν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν σ'αυτό και τα στην αίτηση αναφερόμενα επιπλέον στοιχεία. Συνακόλουθα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 484 παρ.1 δ ΚΠΔ αντίθετοι πρώτος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του και δεύτερος λόγος αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ ο πρώτος λόγος κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος το μεν διότι υπό την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού για την οποία η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, το δε διότι αφορά αιτιάσεις για την μη αιτιολόγηση αρνητικών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας.
ΙΙ. Φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, υπό τη λογική και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι μόνο ένας από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος, οι δε λοιποί αποκλείονται και μόνο φαινομενικά συρρέουν. 'Ετσι φαινομένη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που περισσότεροι νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό. Τότε, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού. Αλλά και όταν οι περισσότερες πράξεις που διώκονται ποινικά δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός μόνο εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεσή της, είτε, τέλος, εμφανίζεται ως συνέπεια της προηγούμενης πράξεως, οπότε διώκεται μόνο αυτή, απορροφά δε και την άλλη, εφόσον η τελευταία δεν προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό. Όταν όμως με την εγκληματική δραστηριότητα ενός προσώπου προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, τότε υπάρχει αληθινή συρροή (Ολομέλεια ΑΠ 179/1990). Περαιτέρω κατά το άρθρο 385 "όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος, ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ.1 και 2, αν η πράξη τελέσθηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής", κατά δε το άρθρο 309 του ίδιου Κώδικα "αν η πράξη του άρθρου 308 (απλή σωματική βλάβη) τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρο 310 παρ.2) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Επομένως μεταξύ του εγκλήματος της εκβίασης και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης υφίσταται αληθή, και όχι φαινομένη συρροή αφού η επικίνδυνη σωματική βλάβη, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση της από το άρθρο 308 ΠΚ προβλεπομένης και τιμωρούμενης αξιόποινης πράξης της απλής σωματικής βλάβης, είναι ανεξάρτητη και αυτοτελώς και δεν συνιστά συστατικό στοιχείο ούτε επιβαρυντική περίπτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κακουργηματικής εκβίασης που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 385 παρ.1 περίπτωση β) του ΠΚ, της οποία συστατικό στοιχείο, ως πολυπράκτου εγκλήματος αποτελεί μόνο η απλή σωματική βλάβη, αλλ'ούτε και χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση της. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο δεν δέχθηκε ότι υφίσταται φαινομένη συρροή μεταξύ της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής εκβίασης και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης αλλά αληθής, και παρέπεμψε την κατηγορουμένη για να δικασθεί για ηθική αυτουργία στη απόπειρα κακουργηματικής εκβίασης και για ηθική αυτουργία στην απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης που τέλεσαν οι ανωτέρω αυτουργοί κατά πραγματική συρροή ορθά ερμηνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο αντίθετος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' του ΚΠΔ τρίτος λόγος της αίτησης.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτηση της Χ για αναίρεση του με αριθμ. 843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2008. Και

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή