Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Απιστία, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Βούλευμα που παραπέμπει για από κοινού ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απιστία (άρθρο 390 εδ. β΄ ΠΚ. Στοιχεία του αδικήματος. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής νόμου, ως προς την συνδρομή των στοιχείων της ηθικής αυτουργίας και της από κοινού τελέσεως του αδικήματος. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 967/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 224/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με συγκατηγορούμενους τους 1) Χ4, 2) Χ5, 3) Χ6, 4) Χ7, 5) Χ8, 6) Χ9, 7) Χ10, 8) Χ11 και 9) Χ12, και πολιτικώς ενάγουσα την αγροτική συνεταιριστική οργάνωση με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ" (ΕΑΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ), που εδρεύει στην Καρδίτσα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Οκτωβρίου 2008 τρεις αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1744/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 60/5-2-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., τις υπ'αριθμ. 1,2 και 3/27-10-2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων, α) Χ1, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., β) Χ2, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ... και γ) Χ3, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., κατά του υπ'αριθμ. 224/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Καρδίτσας με το υπ'αριθμ. 72/2-8-2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας, να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απιστία από κοινού κατά συροή (άρθρα 46 § ια, 45, 94 § 1 και 390 εδ. β' Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι αναιρεσείοντες τις υπ'αριθμ. 10/5-9-2007, 8/5-9-2007 και 9/5-9-2007 αντίστοιχες εφέσεις τους επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι εφέσεις αυτές και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησαν οι αναιρεσείοντες νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, αφού ασκήθηκαν από τους ίδιους τους αναιρεσείοντες ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας τους και περιέχουν συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης και δη αυτόν της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 15 Ν.3242/24.5.2004 "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Προστατευόμενο αγαθό της εν λόγω διάταξης είναι η περιουσία ως σύνολο, κατά μία άποψη μάλιστα και η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και παθόντος. Η διάταξη του άρθρου 390 Π Κ καλύπτει τις περιπτώσεις που δεν συνιστούν υπεξαίρεση, φθορά ή κλοπή, αλλά ούτε και απάτη ή εκβίαση γιατί η βλάβη προκαλείται χωρίς άσκηση βίας ή παραπλάνησης. Έτσι από την θεωρία και την νομολογία διαμορφώθηκαν ως εξής τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απιστίας : 1) Ο δράστης να έχει την διαχείριση ή επιμέλεια ξένης περιουσίας (ολική ή μερική ή για ορισμένη μόνο πράξη) βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας. 2) Η ζημιογόνα πράξη του να αποτελεί πράξη ή παράλειψη έναντι τρίτων σε σχέση με τον παθόντα με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα. 3) Να έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της επιμελούς διαχείρισης. 4) Να επέλθει οριστική περιουσιακή ζημία και 5) Να υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πλημμελούς διαχείρισης και της οριστικής ζημίας. Εξάλλου διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί όχι απλώς "υλικές" πράξεις, αλλά "νομικές" διαχειριστικές πράξεις επί της ξένης περιουσίας έχοντας δυνατότητα πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη του ιδίου. Η εξουσία του διαχειριστή μπορεί να θεμελιώνεται στο νόμο ή στην σύμβαση. Επίσης διαχειριστής μπορεί να είναι και κάθε υπάλληλος από αυτούς που περιλαμβάνονται στο άρθρο 263° ΠΚ, και που η ζημιογόνα του συμπεριφορά δεν υπάγεται στο άρθρο 256 Π Κ. Σύμφωνα με την επικρατούσα στην θεωρία και την νομολογία θεωρία της καταχρήσεως, η εγκληματική συμπεριφορά πραγματώνεται, όταν ο διαχειριστής καταχράται της προς τους τρίτους αντιπροσωπευτικής εξουσίας του, ήτοι όταν εν γνώσει του υπερβαίνει τα όρια της επιτρεπτής έννομης δράσης του, τα οποία οφείλει να τηρεί στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, παραβαίνοντας του κανόνες επιμελούς διαχείρισης. Τους τελευταίους (κανόνες) προσδιορίζει ο νόμος, η σύμβαση μεταξύ του κυρίου της περιουσίας και του διαχειριστή (π.χ. σύμβαση εντολής, σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας κλπ), τα καταστατικά και οι εσωτερικοί κανονισμοί επιχειρήσεων, το είδος και οι στόχοι της διαχείρισης και οι διαμορφωμένοι στις συναλλαγές κανόνες επιμέλειας. Περιουσιακή ζημία νοείται κατ' αρχήν ως μείωση της συνολικής οικονομικής αξίας της μετά την διενέργεια της άπιστης πράξης ή την παράλειψη αποτροπής της μείωσης αυτής. Μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακής ζημίας απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια του ισοδυνάμου των όρων. Περαιτέρω, μεταξύ της παράβασης των κανόνων επιμελούς διαχείρισης και της ζημίας απαιτείται και συνάφεια κινδύνου. Η ζημία δηλ. θα πρέπει να είναι πραγμάτωση εκείνου ακριβώς του κινδύνου που έθεσε ο δράστης, όταν εν γνώσει του παρέβη τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης. Αν αντιθέτως είναι πραγμάτωση άλλου κινδύνου, δεν στοιχειοθετείται απιστία, έστω και αν συντρέχουν όλα τα στοιχεία της. Πρέπει δηλ. η περιουσιακή ζημία να οφείλεται όχι απλώς στην συμπεριφορά του δράστη, αλλά στην παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης. Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται γνώση του δράστη (άμεσος δόλος β' βαθμού του άρθρου 27 παρ. 2 ΠK), που συνίσταται στο ότι ο δράστης αφενός μεν γνωρίζει ότι έχει την επιμέλεια ή την διαχείριση ξένης περιουσίας, αφετέρου δε προβλέπει τουλάχιστον ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του την πρόκληση της ζημίας στην ξένη περιουσία και να αποδέχεται την ζημία αυτής. Επομένως, δεν αρκεί πλέον ενδεχόμενος δόλος, όπως ήταν αρκετό πριν από την τροποποίηση του άρθρου με το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 2172/1993. Περαιτέρω για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής της κακουργηματικής απιστίας, θα πρέπει η περιουσιακή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθ. 46 παρ. ια'του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας απαιτούνται : α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.λ.π., β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης (ΑΠ 9/2008 Δημ. ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 945/2006 Π.Χρ. ΝΖ/607). Εξάλλου από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν.2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Στην περίπτωση δε ειδικότερα της ηθικής αυτουργίας, για την ύπαρξη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναφέρονται σ'αυτή ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο ή το συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του (δείτε και ΑΠ 9/2008 και ΑΠ 867/2006 Π.Χρ. ΝΖ/240). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 224/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις και συμπληρωματική αναφορά στην πρόταση του παρ'αυτώ εισαγγελέως Εφετών δέχθηκε ότι "από το σύνολο του συλλεγέντος κατά την προκαταρκτική και την κυρία ανάκριση αποδεικτικού υλικού και συγκεκριμένα τις καταθέσεις των ενόρκων εξετασθέντων μαρτύρων, τα προσκομισθέντα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά υπομνήματα που κατέθεσαν προέκυψαν τα ακόλουθα : Με την με αριθμό ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καρδίτσας ... κατασχέθηκε αναγκαστικά με επισπεύδοντα τον ΑΑ, δυνάμει της με αριθμ. 483/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας (Ειδική Διαδικασία) για απαίτηση του τελευταίου κατά της "Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας" (ΕΑΣΚ), ύψους 28.523,04 €, ένα οικόπεδο, ιδιοκτησίας της τελευταίας, εμβαδού 16.341,35 τ.μ., με το επ' αυτού ισόγειο κτίσμα με σκελετό από τσιμεντοκολώνες, εμβαδού 2.000 τμ και την επ' αυτού αποθήκη, που βρίσκονται εντός του σχεδίου της πόλεως της ... με πρόσοψη επί της οδού ... αρ. ... . Ημέρα του πλειστηριασμού ορίστηκε αρχικά η 17.12.2003 και, μετά από διαδοχικές αναβολές, η 21.7.2004. Κατά την ημέρα αυτή ο ως άνω επισπεύδων δανειστής της ΕΑΣΚ ανακάλεσε την εντολή περί συνέχισης του πλειστηριασμού με την με αριθμ. ... σχετική δήλωση του ενώπιον της αρμόδιας συμβολαιογράφου, ενώ με την με αριθμ. ... δήλωση ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου ο ΒΒ, που επίσης είχε αναγγελθεί στην εν λόγω διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την από 6.7.2004 αναγγελία του ως δανειστής της ΕΑΣΚ για το ποσό των 29.888,38 €, που επιδικάστηκε σ' αυτόν δυνάμει της με αριθμ. 21/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, δήλωσε ότι συνεχίζει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος του ως άνω ακινήτου προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του. Κατόπιν της δήλωσης αυτής ημέρα πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου ορίστηκε η 13.10.2004 με την με αριθμ. ... Δ' Επαναληπτική Περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καρδίτσας ..., οπότε και αυτό εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς με την με αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και κατακύρωσης αυτού της Συμβολαιογράφου Καρδίτσας Ελένης Ψάρρα και κατακυρώθηκε στο όνομα της εδρεύουσας στην ... ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία ήταν η μοναδική και τελευταία υπερθεματίστρια, αντί του ποσού του ενός εκατομμυρίου εκατόν πενήντα χιλιάδων και ενός (1.150.001,00) ευρώ. Η τιμή όμως αυτή ήταν πολύ μικρή σε σχέση με την πραγματική αξία του ακινήτου, που ανερχόταν, σύμφωνα με τα κριτήρια του αντικειμενικού προσδιορισμού στο ποσό των 3.278.764 €, όπως προκύπτει από τις ένορκες καταθέσεις του ΑΑ, αλλά και του ΓΓ, υπαλλήλου της ΔΟΥ ... και Ελεγκτή του Τμήματος Κεφαλαίου, ο οποίος κατέθεσε ότι η υπηρεσία του προσδιόρισε την αντικειμενική αξία του εκπλειστηριασθένος ακινήτου στο ποσό των 3.278.764 €, ενώ η εμπορική αξία ενός ακινήτου είναι συνήθως κατά πολύ μεγαλύτερη της αντικειμενικής (βλ. από 3.4.2006 και 5.6.2006 ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας, καθώς και τα υπάρχοντα στην δικογραφία έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η με αριθμ. 159/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας η από 13.10.2004 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Καρδίτσας Ελένης Ψάρρα, τα φύλλα προσδιορισμού αξίας ακινήτου (οικόπεδο- αποθήκες- επαγγελματική στέγη) και η από 19.10.2004 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου). Έτσι για την ως άνω απαίτηση του ΒΒ, ύψους 29.888 € εκπλειστηριάστηκε το προπεριγραφόμενο ακίνητο, αξίας 3.278.764 €, αντί του ποσού των 1.150.001 €, η οποία υπολείπεται τόσο της πραγματικής όσο και της αντικειμενικής του αξίας με αποτέλεσμα να (ζημιωθεί η περιουσία της ΕΑΣΚ ποσό μεγαλύτερο των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, αφού αυτή απώλεσε περιουσιακό στοιχείο αξίας 3.278.764 € αντί του καταβληθέντος εκπλειστηριάσματος 1.150.001 €. Υπαίτιοι της οριστικής αυτής ζημίας που επήλθε στην ΕΑΣΚ είναι οι πρώτος έως και ένατος των κατηγορουμένων- εκκαλούντων και ειδικότερα ο πρώτος Χ4, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, ο δεύτερος Χ5 αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, τρίτος Χ6 γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, τέταρτος Χ7, ταμίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, πέμπτος Χ8, έκτος Χ9, έβδομος Χ10, όγδοος Χ11 και ένατος Χ12, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, οι οποίοι ενώ, μαζί με τους μη εκκαλούντες ΔΔ και ΕΕ, μέλη και αυτοί του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, είχαν με τις ιδιότητες τους αυτές την επιμέλεια και διαχείριση από το νόμο και το καταστατικό της περιουσίας της ΕΑΣΚ και όφειλαν να εκπληρώσουν τις απορρέουσες από τα καθήκοντα τους υποχρεώσεις, επιδιώκοντας την διαφύλαξη και την προστασία του νομικού προσώπου της τελευταίας, δεν διαφύλαξαν τα συμφέροντα της. Ειδικότερα προκειμένου να αποτρέψουν τον διενεργηθέντα ως άνω πλειστηριασμό και την επελθούσα ζημία στην περιουσία της ΕΑΣΚ εν γνώσει τους από κοινού ενεργούντες δεν προσκάλεσαν, ως όφειλαν, τον επισπεύδοντα ΒΒ, πριν την διενέργεια του πλειστηριασμού, ώστε να εξεύρουν συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και να ματαιωθεί αυτός, παρότι την τακτική αυτή ακολούθησαν ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ σε άλλες παλαιότερες υποθέσεις και με άλλους εργαζόμενους δανειστές της, που επέσπευδαν αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της περιουσίας της, κάτι το οποίο εν γνώσει τους παρέλειψαν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τούτο σαφώς συνάγεται και από την από 23.6.2006 ένορκη κατάθεση του ΣΤ ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας, υπαλλήλου της ΕΑΣΚ, ο οποίος κατέθεσε ότι στο 90%, περίπου, παρομοίων περιπτώσεων ο ίδιος με εντολή του εκάστοτε προέδρου έκανε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης και του εκάστοτε επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό, ώστε να επιτευχθεί αναβολή του πλειστηριασμού κάτι, που επιτυγχανόταν στις περισσότερες περιπτώσεις με επίτευξη συμβιβαστικού διακανονισμού, καθώς και από την από 23.6.2006 ένορκη κατάθεση του ΖΖ ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας, γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ από τον Φεβρουάριο του 2006 στην οποίαν μεταξύ άλλων αναφέρει ότι "... στις πλείστες όμως των περιπτώσεων οι πλειστηριασμοί αναβάλλονταν ή ματαιώνονταν την ώρα του πλειστηριασμού, επειδή οι εκάστοτε διοικούντες φρόντιζαν έστω και την τελευταία στιγμή να έρθουν σε διακανονισμό με τους εκάστοτε επισπεύδοντες, ικανοποιώντας ένα λογικό μέρος των απαιτήσεων τους. Έτσι είχε γίνει ευρέως γνωστό ότι οι πλειστηριασμοί θα αναβάλλονταν την τελευταία στιγμή και οι ενδιαφερόμενοι δεν φρόντιζαν να παραστούν στους πλειστηριασμούς και να εκδηλώσουν τον ενδιαφέρον του Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως του πλειστηριασμού του σούπερ μάρκετ στις 13.10.2004 η "... ΕΠΕ", η οποία είχε μισθωμένο το ακίνητο του σούπερ μάρκετ από την Ένωση, βρέθηκε πανέτοιμη ως να είναι αυτή ο μοναδικός υπερθεματιστής και να πάρει το σούπερ μάρκετ στην τιμή εκκίνησης των 1.150.000 ευρώ, που υπολείπεται κατάφορα της πραγματικής αξίας του σούπερ μάρκετ ...". Εξάλλου, ο ως άνω δανειστής- επισπεύδων ΒΒ είχε ήδη δηλώσει, μέσω του πληρεξουσίου του δικηγόρου την πρόθεση του να συμβιβαστεί και αυτή η πρόθεση του, με δική του πρωτοβουλία και μέσω του δικηγόρου του είχε γίνει γνωστή στους κατηγορουμένους (βλ. από 8.3.2007 κατάθεση του ΒΒ ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας). Επίσης, σύμφωνα με την κατάθεση του ΑΑ από συζητήσεις που είχε με τον ΒΒ γνώριζε ότι ο τελευταίος θα δεχόταν να αναβληθεί ο πλειστηριασμός στις 13.10.2004, αν του καταβαλλόταν το ποσό των 5.000 €. Το ποσό όμως αυτό δεν το κατέβαλαν οι κατηγορούμενοι- εκκαλούντες, παρότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την ικανοποίηση της απαίτησης του ΒΒ, καθώς στις 13.10.2004 στο ταμείο της ΕΑΣΚ υπήρχε το χρηματικό ποσό των 21.735,19 € (βλ. αναλυτική κατάσταση του ταμείου της ΕΑΣΚ) σε τραπεζικό λογαριασμό στην "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.". Το γεγονός της ύπαρξης διαθεσίμων κεφαλαίων στην ΕΑΣΚ με τα οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ο ως άνω επισπεύδων επιβεβαιώνουν επίσης με τις ένορκες καταθέσεις τους ο ΗΗ, Προϊστάμενος του Λογιστηρίου της ΕΑΣΚ (βλ. την από 27.6.2006 κατάθεση του ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας) και ο ΘΘ, ταμίας της ΕΑΣΚ (βλ. την από 23.6.2006 κατάθεση του ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας) οι οποίοι αναφέρουν ότι υπήρχαν και επιταγές, αξίας περίπου 20.000 €. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δευτέρου έως και ενάτου ότι δεν είχαν δυνατότητα παρεμβάσεως στην υπόθεση της διενεργείας του επιδίκου πλειστηριασμού, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος δεν συγκάλεσε ως όφειλε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΑΣΚ πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι ναι μεν δεν προέκυψε ότι συνεκλήθη με πρωτοβουλία του ως άνω Προέδρου- πρώτου κατηγορουμένου το Διοικητικό Συμβούλιο, πλην όμως και οι ίδιοι, οι οποίοι, κατά τα πρεκτεθέντα, γνώριζαν για την απαίτηση του ΒΒ, καθώς και την οικονομική κατάσταση της ΕΑΣΚ, όφειλαν, εφόσον εκπροσωπούσαν το 1/3 τουλάχιστον των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 6 του Καταστατικού αυτής ('Ενωσης) να συγκαλέσουν το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εν λόγω όρθρο και να ενεργήσουν ώστε να αποτραπεί ο πλειστηριασμός του ακινήτου. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι οι πρώτος έως και ένατος των κατηγορουμένων δεν απέτρεψαν την διενέργεια του πλειστηριασμού αλλά επέτρεψαν την συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως του ακινήτου με το επιζήμιο εν γνώσει τους για την ΕΑΣΚ ως άνω αποτέλεσμα, ύστερα από προτροπή και παραίνεση των λοιπών κατηγορουμένων- εκκαλούντων δεκάτου έως και δωδεκάτου, Χ3, Χ2 και Χ1, αντίστοιχα, στους οποίους ανήκει η υπερθεματίστρια ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", οι οποίοι είχαν άμεσο συμφέρον να γίνει ο πλειστηριασμός και να ωφεληθούν οικονομικά, αφού η εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία απέκτησε ένα ακίνητο, καταβάλλοντος τίμημα ουσιωδώς μικρότερο από την αντικειμενική και εμπορική αξία αυτού. Με βάση τα περιστατικά αυτά και για τους λόγους που αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση στους οποίους ως ορθούς και νομίμους και το Συμβούλιο εξ ολοκλήρου αναφέρεται προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος των κατηγορουμένων- εκκαλούντων για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται και πρέπει αυτοί να παραπεμφθούν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας για να δικαστούν για αυτές.
Συνεπώς το εκκαλούμενο βούλευμα το οποίο δέχτηκε τα ίδια δεν έσφαλλε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, γι' αυτό οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιδικαστούν τα δικαστικά έξοδα από 220 € εις βάρος των εκκαλούντων. Με τις εκτεθείσες παραδοχές του σε σχέση με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απιστία κατά συναυτουργία και κατά συρροή, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στην αρχή του σκεπτικού του βουλεύματος αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που το Συμβούλιο έλαβε υπόψη για να στηρίξει την παραπεμπτική του κρίση και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει. Περαιτέρω με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση ότι οι εν λόγω αναιρεσείοντες προκάλεσαν στους πρώτον έως και ένατον συγκατηγορούμενούς τους την απόφαση να τελέσουν την αξιόποινη πράξη της απιστίας, συνιστάμενη στο ότι δεν απέτρεψαν τη διενέργεια του πλειστηριασμού αλλά επέτρεψαν την συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως του ακινήτου με το επιζήμιο εν γνώσει τους για την ΕΑΣΚ ως άνω αποτέλεσμα, ύστερα από προτροπή και παραίνεση. Την περί προτροπής και παραίνεσης εκ μέρους των αναιρεσειόντων παραπάνω κρίση του, αιτιολογεί το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και με την αναφορά του γεγονότος ότι η υπερθεματίστρια ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "... ΟΕ" ανήκει στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι είχαν άμεσο συμφέρον να γίνει ο πλειστηριασμός και να ωφεληθούν οικονομικά, αφού η εν λόγω ομόρρυθμη εταιρεία απέκτησε ένα ακίνητο, καταβάλλοντας τίμημα ουσιωδώς μικρότερο από την αντικειμενική και εμπορική αξία αυτού, χωρίς να είναι αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή και άλλων στοιχείων για την θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο εκ του άρθρου 484 § ιδ' Κ.Π.Δ. προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως ως ουσία αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν κατ' ουσία οι υπ'αριθ. 1, 2 και 3/27-10-2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3, κατά του υπ'αριθ. 224/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 12 Ιανουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Oι κρινόμενες, 1/27-10-2008, 2/27-10-2008 και 3/27-10-2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων: α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3, κατοίκων ..., κατά του 224/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισα, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις αυτών κατά του 72/2-8-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, που παρέπεμψε αυτούς να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απιστία από κοινού, η περιουσιακή ζημία από την οποία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρα 46 § ια, 45, 94 § 1 και 390 εδ. β' Π.Κ.), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 15 Ν.3242/24.5.2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιώδη στοιχεία του αδικήματος της απιστίας είναι η παρά του υπαιτίου χωρίς σκοπό ιδιοποιήσεως κατά την επιμέλεια ή διαχείριση ξένης περιουσίας, που του έχει ανατεθεί από το νόμο ή εκ δικαιοπραξίας, εν γνώσει επαγωγή ζημίας στην περιουσία αυτή, κατά κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσία του με ενέργεια εξωτερική. Περαιτέρω, για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής της κακουργηματικής απιστίας, θα πρέπει η περιουσιακή αυτή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 Π.Κ., συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 στοιχ. δ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν στο βούλευμα του συμβουλίου εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το προσβαλλόμενο 224/2008 βούλευμα, με δικές του σκέψεις και συμπληρωματική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: " Με την με αριθμό ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καρδίτσας ... κατασχέθηκε αναγκαστικά με επισπεύδοντα τον ΑΑ, δυνάμει της με αριθμ. 483/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας (Ειδική Διαδικασία) για απαίτηση του τελευταίου κατά της "Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας" (ΕΑΣΚ), ύψους 28.523,04 €, ένα οικόπεδο, ιδιοκτησίας της τελευταίας, εμβαδού 16.341,35 τ.μ., με το επ' αυτού ισόγειο κτίσμα με σκελετό από τσιμεντοκολώνες, εμβαδού 2.000 τμ και την επ' αυτού αποθήκη, που βρίσκονται εντός του σχεδίου της πόλεως της ... με πρόσοψη επί της οδού ... αρ. ... . Ημέρα του πλειστηριασμού ορίστηκε αρχικά η 17.12.2003 και, μετά από διαδοχικές αναβολές, η 21.7.2004. Κατά την ημέρα αυτή ο ως άνω επισπεύδων δανειστής της ΕΑΣΚ ανακάλεσε την εντολή περί συνέχισης του πλειστηριασμού με την με αριθμ. ... σχετική δήλωση του ενώπιον της αρμόδιας συμβολαιογράφου, ενώ με την με αριθμ. ... δήλωση ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου ο ΒΒ, που επίσης είχε αναγγελθεί στην εν λόγω διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την από 6.7.2004 αναγγελία του ως δανειστής της ΕΑΣΚ για το ποσό των 29.888,38 €, που επιδικάστηκε σ' αυτόν δυνάμει της με αριθμ. 21/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, δήλωσε ότι συνεχίζει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος του ως άνω ακινήτου προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του. Κατόπιν της δήλωσης αυτής ημέρα πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου ορίστηκε η 13.10.2004 με την με αριθμ. ... Δ' Επαναληπτική Περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καρδίτσας ..., οπότε και αυτό εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς με την με αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και κατακύρωσης αυτού της Συμβολαιογράφου Καρδίτσας Ελένης Ψάρρα και κατακυρώθηκε στο όνομα της εδρεύουσας στην ... ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία ήταν η μοναδική και τελευταία υπερθεματίστρια, αντί του ποσού του ενός εκατομμυρίου εκατόν πενήντα χιλιάδων και ενός (1.150.001,00) ευρώ. Η τιμή όμως αυτή ήταν πολύ μικρή σε σχέση με την πραγματική αξία του ακινήτου, που ανερχόταν, σύμφωνα με τα κριτήρια του αντικειμενικού προσδιορισμού στο ποσό των 3.278.764 €, όπως προκύπτει από τις ένορκες καταθέσεις του ΑΑ, αλλά και του ΓΓ, υπαλλήλου της ΔΟΥ ... και Ελεγκτή του Τμήματος Κεφαλαίου, ο οποίος κατέθεσε ότι η υπηρεσία του προσδιόρισε την αντικειμενική αξία του εκπλειστηριασθένος ακινήτου στο ποσό των 3.278.764 €, ενώ η εμπορική αξία ενός ακινήτου είναι συνήθως κατά πολύ μεγαλύτερη της αντικειμενικής (βλ. από 3.4.2006 και 5.6.2006 ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας, καθώς και τα υπάρχοντα στην δικογραφία έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η με αριθμ. 159/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, η από 13.10.2004 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Καρδίτσας Ελένης Ψάρρα, τα φύλλα προσδιορισμού αξίας ακινήτου (οικόπεδο- αποθήκες- επαγγελματική στέγη) και η από 19.10.2004 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου). Έτσι για την ως άνω απαίτηση του ΒΒ, ύψους 29.888 € εκπλειστηριάστηκε το προπεριγραφόμενο ακίνητο, αξίας 3.278.764 €, αντί του ποσού των 1.150.001 €, η οποία υπολείπεται τόσο της πραγματικής όσο και της αντικειμενικής του αξίας με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η περιουσία της ΕΑΣΚ ποσό μεγαλύτερο των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, αφού αυτή απώλεσε περιουσιακό στοιχείο αξίας 3.278.764 € αντί του καταβληθέντος εκπλειστηριάσματος 1.150.001 €. Υπαίτιοι της οριστικής αυτής ζημίας που επήλθε στην ΕΑΣΚ είναι οι πρώτος έως και ένατος των κατηγορουμένων- εκκαλούντων και ειδικότερα ο πρώτος Χ4, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, ο δεύτερος Χ5 αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, τρίτος Χ6 γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, τέταρτος Χ7, ταμίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, πέμπτος Χ8, έκτος Χ9, έβδομος Χ10, όγδοος Χ11 και ένατος Χ12, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, οι οποίοι ενώ, μαζί με τους μη εκκαλούντες ΔΔ και ΕΕ, μέλη και αυτοί του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ, είχαν με τις ιδιότητες τους αυτές την επιμέλεια και διαχείριση από το νόμο και το καταστατικό της περιουσίας της ΕΑΣΚ και όφειλαν να εκπληρώσουν τις απορρέουσες από τα καθήκοντα τους υποχρεώσεις, επιδιώκοντας την διαφύλαξη και την προστασία του νομικού προσώπου της τελευταίας, δεν διαφύλαξαν τα συμφέροντα της. Ειδικότερα προκειμένου να αποτρέψουν τον διενεργηθέντα ως άνω πλειστηριασμό και την επελθούσα ζημία στην περιουσία της ΕΑΣΚ εν γνώσει τους από κοινού ενεργούντες δεν προσκάλεσαν, ως όφειλαν, τον επισπεύδοντα ΒΒ, πριν την διενέργεια του πλειστηριασμού, ώστε να εξεύρουν συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και να ματαιωθεί αυτός, παρότι την τακτική αυτή ακολούθησαν ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ σε άλλες παλαιότερες υποθέσεις και με άλλους εργαζόμενους δανειστές της, που επέσπευδαν αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της περιουσίας της, κάτι το οποίο εν γνώσει τους παρέλειψαν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τούτο σαφώς συνάγεται και από την από 23.6.2006 ένορκη κατάθεση του ΣΤ ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας, υπαλλήλου της ΕΑΣΚ, ο οποίος κατέθεσε ότι στο 90%, περίπου, παρομοίων περιπτώσεων ο ίδιος με εντολή του εκάστοτε προέδρου έκανε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης και του εκάστοτε επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό, ώστε να επιτευχθεί αναβολή του πλειστηριασμού κάτι, που επιτυγχανόταν στις περισσότερες περιπτώσεις με επίτευξη συμβιβαστικού διακανονισμού, καθώς και από την από 23.6.2006 ένορκη κατάθεση του ΖΖ ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας, γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΣΚ από τον Φεβρουάριο του 2006 στην οποίαν μεταξύ άλλων αναφέρει ότι "... στις πλείστες όμως των περιπτώσεων οι πλειστηριασμοί αναβάλλονταν ή ματαιώνονταν την ώρα του πλειστηριασμού, επειδή οι εκάστοτε διοικούντες φρόντιζαν έστω και την τελευταία στιγμή να έρθουν σε διακανονισμό με τους εκάστοτε επισπεύδοντες, ικανοποιώντας ένα λογικό μέρος των απαιτήσεων τους. Έτσι είχε γίνει ευρέως γνωστό ότι οι πλειστηριασμοί θα αναβάλλονταν την τελευταία στιγμή και οι ενδιαφερόμενοι δεν φρόντιζαν να παραστούν στους πλειστηριασμούς και να εκδηλώσουν τον ενδιαφέρον του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως του πλειστηριασμού του σούπερ μάρκετ στις 13.10.2004 η "... ΕΠΕ", η οποία είχε μισθωμένο το ακίνητο του σούπερ μάρκετ από την Ένωση, βρέθηκε πανέτοιμη ως να είναι αυτή ο μοναδικός υπερθεματιστής και να πάρει το σούπερ μάρκετ στην τιμή εκκίνησης των 1.150.000 ευρώ, που υπολείπεται κατάφορα της πραγματικής αξίας του σούπερ μάρκετ ...". Εξάλλου, ο ως άνω δανειστής- επισπεύδων ΒΒ είχε ήδη δηλώσει, μέσω του πληρεξουσίου του δικηγόρου την πρόθεσή του να συμβιβαστεί και αυτή η πρόθεση του, με δική του πρωτοβουλία και μέσω του δικηγόρου του είχε γίνει γνωστή στους κατηγορουμένους (βλ. από 8.3.2007 κατάθεση του ΒΒ ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας). Επίσης, σύμφωνα με την κατάθεση του ΑΑ από συζητήσεις που είχε με τον ΒΒ γνώριζε ότι ο τελευταίος θα δεχόταν να αναβληθεί ο πλειστηριασμός στις 13.10.2004, αν του καταβαλλόταν το ποσό των 5.000 €. Το ποσό όμως αυτό δεν το κατέβαλαν οι κατηγορούμενοι- εκκαλούντες, παρότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την ικανοποίηση της απαίτησης τουΒΒ, καθώς στις 13.10.2004 στο ταμείο της ΕΑΣΚ υπήρχε το χρηματικό ποσό των 21.735,19 € (βλ. αναλυτική κατάσταση του ταμείου της ΕΑΣΚ) σε τραπεζικό λογαριασμό στην "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.". Το γεγονός της ύπαρξης διαθεσίμων κεφαλαίων στην ΕΑΣΚ με τα οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ο ως άνω επισπεύδων επιβεβαιώνουν επίσης με τις ένορκες καταθέσεις τους ο ΗΗ, Προϊστάμενος του Λογιστηρίου της ΕΑΣΚ (βλ. την από 27.6.2006 κατάθεση του ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας) και ο ΘΘ, ταμίας της ΕΑΣΚ (βλ. την από 23.6.2006 κατάθεση του ενώπιον του Πταισματοδίκη Καρδίτσας) οι οποίοι αναφέρουν ότι υπήρχαν και επιταγές, αξίας περίπου 20.000 €. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δευτέρου έως και ενάτου ότι δεν είχαν δυνατότητα παρεμβάσεως στην υπόθεση της διενεργείας του επιδίκου πλειστηριασμού, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος δεν συγκάλεσε ως όφειλε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΑΣΚ πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι ναι μεν δεν προέκυψε ότι συνεκλήθη με πρωτοβουλία του ως άνω Προέδρου- πρώτου κατηγορουμένου το Διοικητικό Συμβούλιο, πλην όμως και οι ίδιοι, οι οποίοι, κατά τα πρεκτεθέντα, γνώριζαν για την απαίτηση του ΒΒ, καθώς και την οικονομική κατάσταση της ΕΑΣΚ, όφειλαν, εφόσον εκπροσωπούσαν το 1/3 τουλάχιστον των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 6 του Καταστατικού αυτής ('Ενωσης) να συγκαλέσουν το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εν λόγω όρθρο και να ενεργήσουν ώστε να αποτραπεί ο πλειστηριασμός του ακινήτου. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι οι πρώτος έως και ένατος των κατηγορουμένων δεν απέτρεψαν την διενέργεια του πλειστηριασμού αλλά επέτρεψαν την συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως του ακινήτου με το επιζήμιο εν γνώσει τους για την ΕΑΣΚ ως άνω αποτέλεσμα, ύστερα από προτροπή και παραίνεση των λοιπών κατηγορουμένων- εκκαλούντων δεκάτου έως και δωδεκάτου, Χ3, Χ2 και Χ1, αντίστοιχα, στους οποίους ανήκει η υπερθεματίστρια ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", οι οποίοι είχαν άμεσο συμφέρον να γίνει ο πλειστηριασμός και να ωφεληθούν οικονομικά, αφού η εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία απέκτησε ένα ακίνητο, καταβάλλοντας τίμημα ουσιωδώς μικρότερο από την αντικειμενική και εμπορική αξία αυτού ...". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, (και για τους λόγους που αναφέρονται, κατά τα λοιπά, στην εισαγγελική πρόταση) το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, προκειμένου να δικαστούν για το κακούργημα της από κοινού ηθικής αυτουργίας σε απιστία (26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ.1, και 390 εδ.β ΠΚ). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου 72/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας.
ΙΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους- αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα με τις παραδοχές του το Συμβούλιο Εφετών, ότι οι αναφερόμενοι στο βούλευμα αυτουργοί της πράξεως της απιστίας συγκατηγορούμενοι των αναιρεσειόντων τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της από κοινού κακουργηματικής απιστίας, συνιστάμενη στο ότι δεν απέτρεψαν τη διενέργεια του πλειστηριασμού αλλά επέτρεψαν την συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως του ακινήτου με το εν γνώσει τους επιζήμιο για την ΕΑΣΚ ως άνω αποτέλεσμα της περιουσιακής ζημίας της ΕΑΣΚ, καθόσον "αυτή απώλεσε περιουσιακό στοιχείο αξίας 3.278.764 € αντί του καταβληθέντος εκπλειστηριάσματος 1.150.001 €", έπραξαν δε αυτό, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, ύστερα από προτροπή και παραίνεση των τριών αναιρεσειόντων και έκρινε, μετά από αυτά, ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή αυτών στο ακροατήριο να δικασθούν για την πιο πάνω πράξη, και ειδικότερα του ότι "από κοινού και ύστερα από συναπόφαση ενεργώντας με πειθώ φορτικότητα και παραινέσεις προκάλεσαν στους ανωτέρω αναφερομένους συγκατηγορουμένους τους, ... την απόφαση να ζημιώσουν με γνώση από κοινού και με κοινή πρόθεση την 13-10-2004 την περιουσία της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας, της οποίας βάσει του νόμου είχαν την ολική επιμέλεια και διαχείριση, η δε περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ ..." , όπως , κατά λέξη διαλαμβάνεται στο διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτοδίκου 72/2007 βουλεύματος, πλήρως αιτιολογείται, ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία οι κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες προκάλεσαν στην συγκεκριμένη περίπτωση στους φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη της κακουργηματικής απιστίας. Την περί προτροπής και παραίνεσης εκ μέρους των αναιρεσειόντων παραπάνω κρίση του, αιτιολογεί περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και με την αναφορά του γεγονότος ότι αναιρεσείοντες, στους οποίους ανήκει η υπερθεματίστρια ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", "είχαν άμεσο συμφέρον να γίνει ο πλειστηριασμός και να ωφεληθούν οικονομικά, αφού η εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία απέκτησε ένα ακίνητο, καταβάλλοντος τίμημα ουσιωδώς μικρότερο από την αντικειμενική και εμπορική αξία αυτού", χωρίς να είναι αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή και άλλων στοιχείων για την θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας. Επίσης, ως προς την από κοινού από τους αναιρεσείοντες τέλεση της πράξεως αυτής, είναι σαφείς οι παραδοχές του Συμβουλίου για τη σύμπραξη αυτών καθώς και για τον κοινό δόλο τους , για τον οποίο δεν απαιτείται ιδιαίτερη περαιτέρω αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών αυτών. Ουδεμία δε αντίφαση εμφιλοχωρεί μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού, όπως αυτό διατυπώνεται στο πρωτόδικο βούλευμα και επικυρώνεται με το προσβαλλόμενο, από το γεγονός ότι στο σκεπτικό δεν γίνεται αναφορά του όρου "από κοινού", όπως αυτό αναφέρεται στο διατακτικό, αφού το δεύτερο παραδεκτώς συμπληρώνει το πρώτο, από τις παραδοχές του οποίου και τα γενόμενα σε αυτό δεκτά πραγματικά περιστατικά (ότι, δηλαδή, η οφελούμενη ομόρρυθμη εταιρεία ανήκε στους τρεις αναιρεσείοντες, με τις παραινέσεις των οποίων οι συγκατηγορούμενοί τους τέλεσαν την πιο πάνω πράξη, ότι αυτοί βρέθηκαν πανέτοιμοι να υπερθεματίσουν στον πλειστηριασμό κλπ), αιτιολογείται η αναφερόμενη στο διατακτικό κρίση ,ότι αυτοί ενήργησαν "από κοινού και ύστερα από συναπόφαση". Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ. ΚΠΔ μοναδικός, ταυτόσημος κατά το περιεχόμενο και στις τρείς συνεκδικαζόμενες αιτήσεις, λόγος αναίρεσης, για " έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς ... την κατά συναυτουργία και κατά συρροή ηθική αυτουργία", είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
IV. Μετά από αυτά, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις, αντιστοίχως, 1/ 27-10-2008, 2/27-10-2008 και 3/27-10-2008 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων, α) Χ1, β) Χ2, και γ) Χ3, κατοίκων ..., κατά του 224/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ