Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 866 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ποινή συνολική, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Ληστεία, Οπλοφορία, Πρόσθετοι λόγοι.




Περίληψη:
Ληστεία και παράνομη οπλοφορία (αεροβόλου). Στοιχεία αδικημάτων. Πότε υπάρχει απόπειρα ληστείας. Ελαφρυντικά 84 παρ. 2ε΄ ΠΚ. Αοριστία ισχυρισμού ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή συμπεριφορά μετά την πράξη. Επιμέτρηση ποινής κατά το άρθρο 79 του ΠΚ. Αιτιολογία της περί ποινής αποφάσεως. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 42 παρ. 1 και 380 παρ. 1 του ΠΚ καθώς και του άρθρου 10 παρ. 11 του ν. 2168/03 (οπλοφορία αεροβόλου). Συγχώνευση ποινών. Στην περίπτωση νέας επιμετρήσεως, δεν μπορεί, προς σχηματισμό της νέας συνολικής ποινής, να ληφθεί από τις ποινές που προσμετρούνται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ληφθεί κατά την προηγούμενη προσμέτρηση. Μετατροπή ποινής (που συγχωνεύτηκε) σε χρηματική. Εφόσον κρίθηκε η ποινή βάσης αμετάτρεπτη, δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρηματικές ούτε οι συντρέχουσες ποινές. Λόγοι αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί μετατροπής διατάξεων και έλλειψη αιτιολογίας λόγω μη μετατροπής της ποινής. Απορρίπτει αίτηση και προσθέτους λόγους.




ΑΡΙΘΜΟΣ 866/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .... και ήδη κρατούμενου στην Κ.Α.Υ.Φ. ...., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Βλάχου-Ζουνέλη, περί αναιρέσεως της 2182/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ATEbank", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Πήτας.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 4 Φεβρουαρίου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1915/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει, να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του" (περ.ε). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει ότι, παρότι ισχυρίστηκε κατά την απολογία του ότι, όπως κατά λέξη αναφέρει, "έκανα 1,5 χρόνο ψυχοθεραπεία, το μυαλό μου πάντα το απασχολώ, είμαι πολύ προσεκτικός", και ότι ο ισχυρισμός του αυτός συνιστά τον από τη διάταξη του άρ. 84 παρ.2ε του ΠΚ αυτοτελή ισχυρισμό, περί καλής αυτού συμπεριφοράς μετά την πράξη του για σχετικά μεγάλο διάστημα και ότι ο ισχυρισμός του αυτός αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα από αυτόν και αναγνωσθέντα έγγραφα, "η προσβαλλομένη δεν αναγνώρισε την ανωτέρω ελαφρυντική περίσταση χωρίς να περιλάβει ουδεμία αιτιολογία". Με αυτό το περιεχόμενο όμως αυτός ο "ισχυρισμός" του κατηγορουμένου δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό για τη αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρ. 84 παρ.2 περ.ε του ΠΚ. Τα κατά την απολογία αυτού αφηγητικώς αναφερόμενα περιστατικά, ότι, δηλαδή, έκανε ψυχοθεραπεία, και απασχολεί πάντα το μυαλό του και ότι είναι πολύ προσεκτικός, χωρίς αυτά να συνδέονται με σαφές και ορισμένο αίτημα, δεν θεμελιώνουν τον αναφερόμενο στην αίτηση αυτοτελή ισχυρισμό, στον οποίο, το Δικαστήριο θα είχε την υποχρέωση να απαντήσει και να παραθέσει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση του. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ , πρώτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του εν λόγω περί ελαφρυντικών ισχυρισμού του αναιρεσείοντα πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
ΙΙ. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της συνολικής ποινής του αναιρεσείοντος, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν αν το Δικαστήριο στάθμισε ειδικώς τα περιστατικά που αυτός αναφέρει στην αίτησή του (ότι το όπλο ήταν αεροβόλο, ότι δεν ήταν βίαιος, τα αίτια που τον ώθησαν κλπ), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 380 παρ.1 του ΠΚ, "όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον αναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ληστείας, με το οποίο προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία, συγχρόνως δε και η ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών ενωμένων με άμεσο κίνδυνο κατά του σώματος ή της ζωής και ταυτόχρονη αφαίρεση κινητού πράγματος ολικώς ή μερικώς ξένου ή, εναλλακτικώς, ο εξαναγκασμός προς παράδοση του πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση. Είναι έγκλημα σύνθετο, αποτελούμενο από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής και της παράνομης βίας, η οποία, ως μέσον, άγει στην ικανοποίηση του σκοπού. Περαιτέρω, κατά το άρ. 42 παρ. l του ΠΚ, " όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη". Ως αρχή εκτελέσεως θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελεί τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που έχει αποφασίσει να τελέσει και που οδηγεί κατ`ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε άμεση και αναγκαία σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται τμήμα αυτής, προς την οποία θα κατέληγε αμέσως, αν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, δηλαδή την αφαίρεση του κινητού ή την παράδοσή του στον δράστη, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη, ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου, θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία, έστω και για ελάχιστο χρόνο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και τα αεροβόλα όπλα (παρ. 1γ). Κατά τα άρθρα 10 παρ. 1 και 11, και 13β του Ν. 2168/93, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του. Ειδικά η οπλοφορία αεροβόλων όπλων, επιτρέπεται μόνο κατά τη μεταφορά τους από τον τόπο κατοικίας στο χώρο άσκησης στη σκοποβολή και αντίστροφα από άτομα που συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους, απαγορεύεται δε η χρήση των όπλων αυτών, έξω από τους ειδικούς χώρους που προορίζονται για την άσκηση σκοποβολής, άλλως οι παραβάτες της πράξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: "Την ... και περί ώρα 14.30', δηλαδή κατά το πέρας του ωραρίου των συναλλαγών των Τραπεζών με τους πελάτες τους, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν από 10ετίας περίπου Δικηγόρος Πειραιώς και διατηρούσε οργανωμένο Γραφείο στο Πειραιά, φορώντας κράνος μοτοσικλετιστή για να μη είναι δυνατή η αναγνώρισή του από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης που κατέγραφε τις κινήσεις των υπαλλήλων και των εισερχομένων στο κατωτέρω τραπεζικό κατάστημα, εισήλθε στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που βρίσκεται στο .... και επί της ... κρατώντας αεροβόλο πιστόλι τύπου WALTHER. Αμέσως απευθύνθηκε στους υπαλλήλους της Τραπέζης με προτεταμένο το όπλο, το οποίο έφερε μαζί του χωρίς την σχετική προς τούτο άδεια και πρόφερε την λέξη "Ληστεία", απευθυνόμενος δε προς την Διευθύντρια αφού την απείλησε με το όπλο που κρατούσε, ζήτησε να κλειδώσει την πόρτα για να αποτρέψει την είσοδο πελατών και την έξοδο υπαλλήλων, ο ίδιος δε προχώρησε προς τα Ταμεία, χωρίς να βεβαιωθεί ότι η Διευθύντρια είχε κλειδώσει την πόρτα του καταστήματος. Από αυτή την παράλειψη του επωφελήθηκε η Διευθύντρια και βγήκε έξω από το κατάστημα και έσπευσε να καλέσει σε βοήθεια, χωρίς να αντιληφθεί κάτι ο κατηγορούμενος, ο οποίος ζήτησε από τον φρουρό που εξετάσθηκε ως μάρτυρας, όπως και η διευθύντρια και οι λοιποί υπάλληλοι να του παραδώσει το όπλο, πράγμα το οποίο εκείνος έκανε και ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το όπλο στη ζώνη του. Στη συνέχεια απευθυνόμενος στους υπαλλήλους των ταμείων κρατώντας πάντα το όπλο του τους ζήτησε να τοποθετήσουν τα χρήματα που υπήρχαν στο Ταμείο του καθενός στον σάκο που για τον σκοπό αυτό τους έδωσε, πράγμα που αυτοί έκαναν και τοποθέτησαν στο σάκο το ποσό των 27.465 €, τον οποίο του παρέδωσε ο φρουρός και ο κατηγορούμενος τον κρέμασε στον ώμο του. Ζήτησε δε να ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο πλην όμως οι υπάλληλοι, τους οποίους είχε συγκεντρώσει πίσω από τα Ταμεία για να μη είναι ορατοί από τις κάμερες, του δήλωσαν ότι δεν είχαν τα κλειδιά του και έτσι σταμάτησε να απαιτεί τούτο. Επακολούθησαν συζητήσεις σε σχέση με το όπλο του φρουρού, ο οποίος του ζητούσε να του το δώσει, διότι άλλως θα υπήρχαν προβλήματα στη δουλειά του και ο κατηγορούμενος, αφού του ζήτησε, χωρίς αποτέλεσμα, τα κλειδιά της μοτοσικλέτας του που ήταν σταθμευμένη έξω από το κατάστημα, του είπε το θα το απέρριπτε σε κάδο απορριμάτων που υπήρχε έξω. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων ο φρουρός κατόρθωσε να πλησιάσει τον κατηγορούμενο και συνεπλάκησαν, ενώ ο σάκος με τα χρήματα ήταν κρεμασμένος στον ώμο του κατηγορουμένου (βλ. κατάθεση ..., υπαλλήλου που βρισκόταν εντός του καταστήματος), ο φρουρός του πήρε το όπλο του και το έριξε στο δάπεδο, ταυτόχρονα δε έπιασε το χέρι του κατηγορουμένου που κρατούσε το όπλο που αυτός έφερε μαζί του και κατάφερε να τον ρίξει στο έδαφος, με αποτέλεσμα, κατά την πάλη που ακολούθησε, να σχισθεί ο σάκος και να πέσει στο δάπεδο, όπου και τον άφησε ο κατηγορούμενος, που εκείνη τη στιγμή είχε ως πρωταρχικό μέλημα την διαφυγή του και αφού έβγαλε το κράνος το πέταξε προς την κατεύθυνση του φρουρού και έσπευσε να εξέλθει τρέχοντας από το κατάστημα, ακολουθούμενος από τον φρουρό, ο οποίος τον ακολούθησε έξω από το κατάστημα, τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι, οι δε αστυνομικοί, που ήδη είχαν φθάσει και βρισκόντουσαν έξω από το κατάστημα, τον συνέλαβαν την στιγμή που επιχειρούσε να επιβιβασθεί στο σταθμευμένο σε κοντινή απόσταση αυτοκίνητο του. Βέβαια ο κατηγορούμενος απολογούμενος ισχυρίσθηκε και τον ισχυρισμό αυτό επιβεβαιώνουν οι μάρτυρες υπερασπίσεως του, αλλά και η ψυχιατρική έκθεση που αναγνώσθηκε, ότι η πράξη αυτή, όπως και η προηγηθείσα ληστεία της 1-12-2005, για την οποία γίνεται λόγος στην 2181/2008 προηγουμένη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, υπήρξε απότοκος του πάθους του για τα τυχηρά παίγνια και ιδίως το παίγνιο "στοίχημα" στο οποίο μετά πάθους επιδόθηκε, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μεγάλα χρέη, ανερχόμενα όπως δήλωσε στο ποσό των 230.000 €, προς αντιμετώπιση των οποίων διέπραξε την εν λόγω ληστεία. Κατ αυτόν όμως τον τρόπο δεν μπορεί να αιτιολογηθεί η διάπραξη της παρούσης και της άλλης ως άνω ληστείας, ούτε περαιτέρω μπορεί να επικαλείται την κατάσταση αυτή, στην οποία ο ίδιος οδήγησε τον εαυτό του, για να μειώσει την μεγάλη απαξία της πράξεως που κατά τα άνω τέλεσε, διότι ευχερώς μπορεί να αντιληφθεί κανείς σε ποια άτοπα αποτελέσματα με απρόβλεπτες δυσμενείς συνέπειες, για την περιουσία του θύματος, το δράστη και την κοινωνία γενικότερα, θα οδηγούμεθα, αν ο ευρισκόμενος σε άσχημη οικονομική κατάσταση, έστω και συνεπεία του πάθους για τυχερά παίγνια, προς αντιμετώπιση των οικονομικών αδιεξόδων ενώπιον των οποίων συνεπεία του πάθους του θα βρισκόταν, ανέπτυσσε παράνομη δραστηριότητα και τελούσε ένοπλες ληστείες, δραστηριότητα η οποία, ενόψει και της ως άνω επαγγελματικής ιδιότητας του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και απαξία. Βέβαια ο κατηγορούμενος, στις 6-2-2007, μεταμεληθείς για την πράξη του επιδίωξε να άρει τις συνέπειες της πρώτης ως άνω ληστείας και επέστρεψε το ποσό εκείνης των 67.860 €. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις συνθήκες τελέσεως της ληστείας και την εξέλιξη της η πράξη που τέλεσε, όπως άλλωστε την ομολογεί, ο κατηγορούμενος είναι εκείνη της τετελεσμένης ληστείας και όχι της σε απόπειρα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Ειδικότερα το έγκλημα της ληστείας (βλ. για τα στοιχεία του εγκλήματος αυτού ΑΠ 757/2006 ΝΟΜΟΣ), είναι τετελεσμένο με την αφαίρεση του κινητού ή την παράδοση του κατόπιν της ασκήσεως ή απειλής βίας και όχι απλώς με την περάτωση της ασκήσεως βίας. Έτσι είναι νοητή απόπειρα ληστείας, με χρόνο έναρξης τη χρήση βίας ή απειλής και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αφαίρεση του κινητού (ΑιτΕκθ 1933, 574), όπως, όταν, παρά την απειλή με πιστόλι, ο καταστηματάρχης κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον δράστη ή όταν, παρά την εξουδετέρωση του φύλακα, ο δράστης δεν βρήκε χρήματα (ΑΠ 299/1995 Υπέρ. 1995, 946, ΑΠ 427/1978 ΠοινΧρον. ΚΗ, 586). Το έγκλημα της κλοπής (372 ΠΚ), το οποίο είναι ένα εκ των δύο εγκλημάτων που συνιστούν το σύνθετο έγκλημα της ληστείας, το άλλο είναι της παράνομης βίας του άρθρου 330 ΠΚ (ΑΠ 1331/2006 ΝΟΜΟΣ), είναι τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα θέτει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία, έστω και για ελάχιστο χρόνο (ΑΠ 963/2002 ΠοινΔικ2002, 1211, ΑΠ 650/2001 ΠοινΧρον ΝΒ, 213). Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ο κατηγορούμενος με την απειλή χρήσεως του όπλου του εξανάγκασε τους υπαλλήλους της τραπέζης να του παραδώσουν το ανωτέρω χρηματικό ποσό, τοποθετώντας αυτό στον σάκο που για τον σκοπό αυτό τους έδωσε, στη συνέχεια δε ο σάκος αυτός του παραδόθηκε και τον κρέμασε στον ώμο του, προκειμένου να τον συναποκομίσει αποχωρώντας από την Τράπεζα.
Συνεπώς, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω το έγκλημα της ληστείας είναι τετελεσμένο, αφού και άσκηση και απειλή βίας ενωμένη με επικείμενο σώματος ή ζωής συνέτρεξε και παράδοση των χρημάτων ως αποτέλεσμα αυτής έλαβε χώρα, τα οποία περιήλθαν στην φυσική εξουσία του κατηγορουμένου έστω και για μικρό χρονικό διάστημα. Το τετελεσμένο δε της ληστείας δεν αίρεται εκ του γεγονότος ότι τελικά, κατόπιν συμπλοκής με τον φύλακα της τραπέζης, ο κατηγορούμενος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το σάκο με τα χρήματα μέσα στην Τράπεζα και να τραπεί σε φυγή, προκειμένου να διαφύγει κάτι όμως το οποίο τελικά δεν επιτεύχθηκε, όπως λέχθηκε. Κατ' ακολουθία τούτων στοιχειοθετούνται πλήρως οι πράξεις που αποδίδονται στο κατηγορούμενο, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία αυτών εκτίθενται στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών και να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ που του αναγνωρίσθηκαν και πρωτοδίκως. Ο ισχυρισμός του να του αναγνωρισθεί και η ελαφρυντική περίσταση και του άρθρου 84 παρ. 2 α του ίδιου κώδικα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, μέχρι την τέλεση της πράξεως δεν έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, αφού προηγουμένως και δη στις 1-12- 2005 τέλεσε και άλλη ληστεία σε βάρος της ως άνω τραπέζης". Με τις σκέψεις αυτές το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για την πράξη της ληστείας και της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ του Π.Κ (άρθρα 26 27 παρ.1,94 παρ.1, 380 παρ.1 και 10 παρ.1, 13β του ν.2168/93), και το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι ετών για την πρώτη πράξη και φυλάκισης δώδεκα μηνών για την δεύτερη, και καθόρισε συνολική ποινή έξι ετών και έξι μηνών .
ΙV.Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολόγησε την κρίση της ότι η πράξη της ληστείας ήταν τετελεσμένη και όχι απόπειρα αυτής, στην κρίση του δε αυτή κατέληξε το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που ειδικώς μνημονεύει στο σκεπτικό της αποφάσεως, μεταξύ αυτών και τις καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας η ειδική μνεία των καταθέσεων αυτών καθώς και η συγκριτική στάθμιση και αξιολόγησή τους, ενώ αβάσιμες είναι και οι αποδιδόμενες στην απόφαση πλημμέλειες ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων δέχθηκε ότι, η έστω και για λίγο χρόνο κατοχή των χρημάτων, αρκεί για να θεωρηθεί τετελεσμένο το αδίκημα της ληστείας. Οι περαιτέρω δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, δεν προέκυψε ότι περιήλθαν στην κατοχή του, έστω και για λίγο χρόνο, τα χρήματα, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 42 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει, κατά τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί. V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 551 ΚΠΔ και 94 παρ.1 ΠΚ, προκύπτει ότι : 1) κατά το σύστημα της νομικής σωρεύσεως των ποινών που καθιερώνει ο Ποινικός Κώδικας, επί πραγματικής συρροής επιβάλλεται μία συνολική ποινή για όλα τα εγκλήματα που συρρέουν, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές (ή από τη μία από αυτές, αν είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας), επαυξημένη, κατά το μέτρο του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ, από καθεμία από τις λοιπές, 2) οι προσμετρούμενες ποινές διατηρούν την αυτοτέλειά τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν απορροφούνται από αυτήν, χωρίς όμως να είναι δεκτικές αυτοτελούς, η καθεμία, εκτελέσεως, εκτελούμενες με την εκτέλεση της συνολικής ποινής και γι' αυτό χωρεί νέα προσμέτρηση στην περίπτωση που για κάποιο από τα εγκλήματα που συρρέουν, για τα οποία προσμετρήθηκαν οι ποινές σε μια συνολική ποινή, επήλθε άφεση, οπωσδήποτε, της ποινής και 3) στην περίπτωση αυτή της νέας επιμετρήσεως, του καθορισμού, δηλαδή νέας συνολικής ποινής, δεν μπορεί, προς σχηματισμό της νέας συνολικής ποινής, να ληφθεί από τις ποινές που προσμετρούνται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ληφθεί κατά την προηγούμενη προσμέτρηση, διότι διαφορετικά, αν δηλαδή υπήρχε δυνατότητα να ληφθεί από τις προσμετρηθείσες ποινές χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ληφθεί προηγουμένως, θα έπαυε υπάρχουσα η αυτοτέλεια των προσμετρουμένων ποινών, την οποίαν διατηρούν αυτές και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής. Αν παραβιασθούν οι προμνημονευθείσες διατάξεις, συγχωρείται αναίρεση στον καταδικασμένο και στον Εισαγγελέα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, καθόσον και οι διατάξεις του άρθρου 551 του ίδιου Κώδικα, κατά το μέρος που αφορούν τον καθορισμό της συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις δικαστικές αποφάσεις και τα λοιπά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, προκειμένου να κρίνει περί της βασιμότητας των λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Το Πενταμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 2182/08 απόφασή του, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου κατά της με αρ. 1177/16-3-2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τον κήρυξε ένοχο για τα εγκλήματα της ληστείας και της οπλοφορίας και του επέβαλε ποινή καθείρξεως 6 ετών για την πρώτη πράξη της ληστείας και ποινή φυλακίσεως 12 μηνών για την δεύτερη πράξη της οπλοφορίας αεροβόλου πιστολιού, επέβαλε δε συνολική ποινή καθείρξεως, για αμφότερες τις πράξεις, 6 ετών και 6 μηνών. Κατόπιν, με την ίδια ως άνω απόφαση ύστερα από την απαγγελία της ως άνω συνολικής ποινής, επιμέτρησε συνολική ποινή για την ποινή αυτή καθώς και για την ποινή που του είχε επιβάλει στην ίδια συνεδρίαση με την 2181/19.9.2008 απόφασή του, με την οποία του είχε επιβάλει ποινή καθείρξεως 5 ετών και 6 μηνών για το έγκλημα της ληστείας και φυλακίσεως 8 μηνών για το αδίκημα της οπλοφορίας πιστολιού, ύστερα από έφεσή του κατά της 1178/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Καθόρισε δε συνολική ποινή για όλες τις ως άνω ποινές, λαμβάνοντας ως ποινή βάση την ποινή των 6 ετών και 6 μηνών καθείρξεως, κάθειρξη οκτώ (8) ετών και δέκα (10) μηνών. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την 696/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, είχε καθορισθεί ήδη συνολική ποινή για τις ποινές που είχε επιβάλει το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τα ως άνω εγκλήματα. Ειδικότερα με την 1178/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κατ' έφεση της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ήδη αναιρεσείων είχε επίσης καταδικασθεί σε ποινή καθείρξεως 6 ετών για το έγκλημα της ληστείας και φυλακίσεως 12 μηνών για το αδίκημα της οπλοφορίας και συνολικά σε ποινή καθείρξεως 6 ετών και 6 μηνών. Με την 1177/2007 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατ' έφεση της οποίας εξεδόθη η 2181/08 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί σε ποινή 6 ετών καθείρξεως για την ληστεία και 12 μήνες φυλακίσεως για την οπλοφορία και σε συνολική ποινή κάθειρξης 6 ετών και 6 μηνών (ενώ με την 2181/2008 επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή καθείρξεως 51/2 ετών και φυλάκισης 8 μηνών, αντίστοιχα, συνολική δε 5 ετών και 10 μηνών). Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την 696/2008 "συγχωνευτική" του απόφαση επέβαλε συνολική ποινή για τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις με 1177 και 1178/2007 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών οκτώ (8) ετών και δέκα (10) μηνών καθείρξεως, αφού έλαβε ως ποινή βάσης την μία ποινή καθείρξεως έξι ετών και έξι μηνών που του επιβλήθηκε με την 1177/2007 απόφαση και από τις συντρέχουσες ποινές των 6 ετών και των 12 μηνών που του επιβλήθηκαν με την με 1178/2007 απόφαση συνεπιμέτρησε δύο έτη και τέσσερις μήνες, αντίστοιχα.
Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδει στην πιο πάνω συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου την πλημμέλεια ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 94 του ΠΚ, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε από τις συντρέχουσες ποινές τμήμα ίσο με το 1/3 αυτών με το οποίο επαύξησε την ποινή των έξι ετών και έξι μηνών καθείρξεως, το Πενταμελές Εφετείο από την συντρέχουσα ποινή καθείρξεως έλαβε τμήμα ίσο με τα 3/8 αυτής (24 μήνες / 66 μήνες), και από την συντρέχουσα ποινή φυλακίσεως τμήμα ίσο με το 1/2 αυτής (4 μήνες / 8 μήνες). Οι αιτιάσεις αυτές, όμως του αναιρεσείοντος δεν στηρίζονται στο νόμο. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει (εντός των πλαισίων που ορίζει η διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 του ΠΚ), από τις ποινές που προσμετρώνται, χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ληφθεί προηγουμένως και όχι μεγαλύτερο "κλάσμα" των ποινών αυτών. Στην προκειμένη δε περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο δεν προσαύξησε στην ποινή βάσης μεγαλύτερο διάστημα από εκείνο που προσαύξησε το Τριμελές Εφετείο, αφού την ποινή των 51/2 ετών προσαύξησε κατά 2 έτη και 4 μήνες, όσο δηλαδή και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
VI. Περαιτέρω το Πενταμελές Eφετείο με τις διαλαμβανόμενες παραδοχές του στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι " ...Την ... και περί ώρα 14.30', ο κατηγορούμενος... εισήλθε στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που βρίσκεται στο ... και επί της ... κρατώντας αεροβόλο πιστόλι τύπου WALTHER. Αμέσως απευθύνθηκε στους υπαλλήλους της Τραπέζης με προτεταμένο το όπλο, το οποίο έφερε μαζί του χωρίς την σχετική προς τούτο άδεια και πρόφερε την λέξη "ληστεία", απευθυνόμενος δε προς την Διευθύντρια αφού την απείλησε με το όπλο που κρατούσε κτλ", με πληρότητα εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου και από τα οποία σαφώς συνάγεται ότι αυτός δεν έφερε το πιο πάνω όπλο επιτρεπτώς κατά τα οριζόμενα στη προαναφερθείσα (παρ.ΙΙΙ) διάταξη του άρθρου 10 παρ.11 του ν. 2168/93 και, συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με την αιτίαση ότι η καταδικαστική απόφαση, ως προς την πράξη της οπλοφορίας, στερείται αιτιολογίας, και ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκε η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 10 παρ.11 του ν. 2168/93, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 94-97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ προκύπτει ότι επί συρροής περισσοτέρων αδικημάτων εκδικασθέντων δια της αυτής αποφάσεως επιβάλλεται να καθορίζεται μία συνολική ποινή μετά την επιβολή της προσήκουσας ποινής σε κάθε ένα από τα αδικήματα για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Ο θεσμός της συγχωνεύσεως των μη εκτελεσθεισών ποινών ευνοεί τον καταδικασθέντα, αφού δεν αναγνωρίζεται η συνέκτιση ποινών, αποσκοπεί δε να μειώσει τα δυσμενή αποτελέσματα της διαδοχικής εκτελέσεως των καταγνωσθεισών ποινών για συρρέοντα εγκλήματα.
Συνεπώς, επί εκδικασθέντων περισσοτέρων αδικημάτων και επιβολής χωριστής ποινής για το καθένα από αυτά, είναι υποχρεωτική η προσμέτρηση των επί μέρους ποινών από το δικαστήριο, το οποίο δίκασε τα συρρέοντα αδικήματα και εξέδωσε μία απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982, "σε περίπτωση επιμετρήσεως ή συνεπιμετρήσεως ποινών της ελευθερίας επιβληθεισών ή επιβαλλομένων δια μιάς ή περισσοτέρων αποφάσεων που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, η τυχόν καθοριζόμενη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος, ακόμη και αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική, εφόσον η ποινή-βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής-βάσης". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Αν η ποινή αυτή είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός και αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Τέλος, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 και 13 παρ. 1 του Ν. 2721/99 μόνον ως προς το ύψος της ποινής, η οποία μετατρέπεται (υποχρεωτικώς ή δυνητικώς) σε χρηματική. Κατά τα λοιπά η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 ισχύει και μετά τους ανωτέρω νόμους, δεδομένου ότι κάθε μία από τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζει διάφορο θέμα χωρίς να υπάρχει αντίθεση μεταξύ τους και η μία να αποκλείει την άλλη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 2182/08 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τα εγκλήματα της ληστείας και της οπλοφορίας (άρθρο 380 παρ. 1 Π.Κ.) και του επέβαλε ποινή καθείρξεως 6 ετών για την πρώτη πράξη της ληστείας και ποινή φυλακίσεως 12 μηνών για την δεύτερη πράξη της οπλοφορίας αεροβόλου όπλου. Ακολούθως προχώρησε σε συγχώνευση των επί μέρους ποινών και επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως 6 ετών και 6 μηνών, επαυξάνοντας τη βασική ποινή των έξι ετών, κατά έξι μήνες από την συντρέχουσα ποινή των δώδεκα μηνών, που του είχε επιβάλλει για την πράξη της οπλοφορίας. Ο αναιρεσείων με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Πενταμελές Εφετείο, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών (και όχι 8 μηνών, όπως από παραδρομή αναφέρεται στην αίτηση) για παράβαση του Ν. 2168/1993, παραλείποντας όμως να αποφανθεί επί της μετατροπής ή μη της ποινής, παρότι αυτή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ. Επίσης με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλει ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 82 παρ.1, 94 επ ΠΚ και 2 παρ.4 του ν.1240/82 το Πενταμελές Εφετείο δεν προέβη στην μετατροπή της ποινής φυλακίσεως των 12 μηνών πριν προβεί σε συγχώνευση αυτής με την βαρύτερη ποινή της καθείρξεως των έξι ετών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες καθόσον, αφ' ενός η συγχώνευση είναι, όπως προαναφέρθηκε, υποχρεωτική για το δικαστήριο και, αφ' ετέρου, αφού η ποινή βάσης κρίθηκε ως αμετάτρεπτη ούτε και η συντρέχουσα ποινή των δώδεκα μηνών μπορούσε να μετατραπεί σε χρηματική, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η μετατροπή μέρους μόνον. Οι ρυθμίσεις δε αυτές του νόμου δεν είναι αντίθετες με τον Σύνταγμα (άρ.4 παρ.1) και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (άρ.4 και 5), όπως αβασίμως ο αναιρεσείων αιτιάται. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε και Η του ΚΠΔ προαναφερόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, διότι δεν μετέτρεψε προ της συγχωνεύσεως την ποινή του ενός έτους, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να μετατρέπεται σε χρηματική, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι αιτιάσεις δε του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο "έπρεπε υποχρεωτικώς να μετατρέψει σε χρηματική ποινή την ποινή φυλακίσεως, προ της επιμέτρησης συνολικής ποινής", έστω και αν "κατ' αποτέλεσμα η συνολική ποινή θα είναι αμετάτρεπτη", ανεξαρτήτως του αβασίμου αυτών, κατά τα προεκτεθέντα, είναι απορριπτέοι και ως απαράδεκτοι, αφού προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον. Εξάλλου το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις περί συγχωνεύσεως των ποινών διατάξεις κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς τους λόγους για τους οποίους δεν προέβη στην μη επιτρεπτή από το νόμο μετατροπή της πιο πάνω συντρέχουσας ποινή φυλακίσεως, δεδομένου, άλλωστε, ότι ουδέν σχετικό περί μετατροπής της ποινής αυτής αίτημα υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ τελευταίος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την μη γενόμενη μετατροπή της εν λόγω ποινής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VIII. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας, (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ 186,176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13/11/2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως και τους από 4/2/2009 πρόσθετους λόγους του ...., και ήδη κρατουμένου στην Κ.Α.Υ.Φ...., για αναίρεση της 2182/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. καθώς και στην δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή