Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.
Περίληψη:
Απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση. Αίτηση αναιρέσεως κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα για την άνω πράξη κατά παραδοχή εφέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία εναντίον του για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία κλπ. Απορρίπτεται τόσο ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσο και ο λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της περί απλής συνέργειας στην άνω πράξη ως αβάσιμοι. Αιτιολογείται επαρκώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για παραπομπή του κατηγορουμένου για την άνω πράξη ως απλού συνεργού με βάση τα περιστατικά της μορφής της συμμετοχικής δράσεως του αναιρεσείοντος και ο τρόπος κατά τον οποίο παρείχε τη συνδρομή του στη φυσική αυτουργό κατά την τέλεση από την τελευταία της πράξεως της ανθρωποκτονίας, όπως και η γνώση του αναιρεσείοντος για την ανθρωποκτόνο πρόθεση και η βούλησή του να συμβάλει με τη συμπεριφορά του στην τέλεση της πράξεως από την αυτουργό γνωρίζοντας ότι η δράστης είχε μαχαίρι που έφερε επάνω της και αποδεχόμενος το ενδεχόμενο της θανατηφόρου εξελίξεως της επιθέσεώς της κατά του θύματος με όπλο εντός του αυτοκινήτου στο οποίο ήταν οδηγός ο αναιρεσείων και συνεπιβαίνουσα η αυτουργός, και στο οποίο είχε επιβιβασθεί και το θύμα, και παρέχοντας επίσης στην αυτουργό της πράξεως εχέγγυο ασφαλείας και υποστηρίξεως του τρόπου διαφυγής της μετά την μεταφορά έξω από την είσοδο του Νοσοκομείου του θανασίμως τραυματισθέντος, τον οποίο εγκατέλειψαν και έσπευσαν να απομακρυνθούν προς αποφυγή περαιτέρω εμπλοκής. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1471/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.318/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Με συγκατηγορούμενη την Κ.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Απριλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 572/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου, με αριθμό 221/8-6-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 8/2010 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 318/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κατερίνης με το υπ'αριθμ. 71/2009 βούλευμά του παρέπεμψε την Κ, ... υπήκοο, στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας και γ) της οπλοχρησίας στην ανθρωποκτονία με πρόθεση ( άρθρα 94 παρ. 1, 299 παρ. 1 Π.Κ. και άρθρα 1 παρ. 2β, 10 παρ. 1, 13β και 14 Ν. 2168/93 ), ενώ αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ για τις αξιόποινες πράξεις α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, β) της παράνομης οπλοφορίας κατά συναυτουργία, γ) παράνομης κατοχής όπλου κατά συναυτουργία και δ) της οπλοχρησίας κατά συναυτουργία. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι πολιτικώς ενάγοντες α)ΞΙ και β) Ξ2, συζ. Ξ1, την υπ'αριθμ. 3/10-12-2009 έφεσή τους και δη ως την παραπάνω απαλλακτική του διάταξη που αναφέρεται στο Χ, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, υποστηρίζοντας ότι εάν σωστά ερμήνευε και εφάρμοζε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και σωστά εκτιμούσε τις αποδείξεις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κατερίνης, έπρεπε να παραπέμψει και τον κατηγορούμενο Χ στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις που του αποδόθηκαν. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 318/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης το οποίο δέχθηκε εν μέρει τυπικά δεκτή και ως βάσιμη κατ'ουσία την ανωτέρω υπ'αριθμ. 3/10-12-2009 έφεση των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων κατά του υπ'αριθμ. 71/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κατερίνης και δη ως προς την αποδιδόμενη στον Χ, αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία, εξαφάνισε εν μέρει κατά τούτο το εκκαλούμενο βούλευμα και παρέπεμψε αυτόν να δικασθεί για την πράξη αυτή στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, ενώ κήρυξε απαράδεκτη την έφεση αυτή ως προς τις αποδιδόμενες στον Χαξιόποινες πράξεις α) παράνομης κατοχής όπλου κατά συναυτουργία, β) της παράνομης οπλοφορίας κατά συναυτουργία και γ) της οπλοχρησίας κατά συναυτουργία. Κατά του παραπάνω εφετειακού βουλεύματος άσκησε ο κατηγορούμενος Χ την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, αφού ασκήθηκε από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης την 1η Απριλίου 2010 και η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος σ' αυτόν έγινε στις 23-3-2010 και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 47 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ. Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 Π.Κ. όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης, παραγράφου του πιο πάνω άρθρου 299 του Π,Κ. προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση κατά την έννοια της διάταξης απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης, να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ.2 του άρθρου 299 Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης- Για την ύπαρξη του στοιχείου βρασμού ψυχικής ορμής στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτιών που κινούν στην πράξη ή απωθούν από αυτή [Α.Π. 205/2007 Ποινική Νομολογία Αρείου Πάγου 2007 σελ. 72, ΝΟΜΟΣ 429058] . Κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 Π.Κ., όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ. β του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη [άρθρο 83]. Από τον συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 299 Π.Κ. προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία με πρόθεση ή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την τέλεση, από τον αυτουργό, ορισμένης άδικης πράξης που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα [όπως ανθρωποκτονία με πρόθεση] και στη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική, είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός είχε πάρει για την τέλεση της πράξης και με την ενθάρρυνση αυτού κατά οποιονδήποτε τρόπο, όπως με την ενθάρρυνση που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή με την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του [Α.Π. 807/2008 σε Συμβούλιο Ποινική Νομολογία Αρείου Πάγου 2008 σελ. 157, Ποιν.Λογ. 2008 σελ. 524, ΝΟΜΟΣ 459819]. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 318/19-3-2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε τόσο κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση όσο και κατά την κύρια ανάκριση και, ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ξ1, Ξ2, συζ. Ξ1, Ε .., Α1, Α2, Β, Α3, Α4, Α5, Α5, Α7 και Α8, από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και επισυνάφθηκαν στη δικογραφία και από τις απολογίες των κατηγορουμένων, προκύπτουν τα εξής: Oι δύο κατηγορούμενοι δηλαδή 1] η Κ [γεν. το ...], υπήκοος και κάτοικος ... και προσωρινά διαμένουσα στην ... και 2] ο Χ ( γεν το 1981), κάτοικος ..., συνήψαν ερωτικό δεσμό από τον Δεκέμβριο του 2008 και κατά τη διάρκεια αυτού εκδήλωναν μεταξύ τους έντονα αισθήματα ζήλειας. Ο κατηγορούμενος Χ εργαζόταν, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Β, σε κομμωτήριο που διατηρούσε ο τελευταίος στην .... Ο Ν, ... ετών, κάτοικος όσο ζούσε ..., γνωστός και των δύο κατηγορουμένων αλλά και του Β, σε επίσκεψή του στο κομμωτήριο του τελευταίου ισχυρίσθηκε στον Β ότι συνευρίσκονταν ερωτικά με τη "...", όπως αποκαλούσαν την Κ, εκφράζοντας ταυτόχρονα και την απορία του πως είναι δυνατό ο αδελφός του Β, δηλαδή ο κατηγορούμενος Χ, να διατηρεί ερωτική σχέση με την Κ. Ο Β κατά τις αρχές Φεβρουαρίου 2009 μετέφερε τα όσα του είπε ο Ν στον αδελφό του Χ. Κατόπιν αυτού οι δύο κατηγορούμενοι έλαβαν την πρωτοβουλία και συναντήθηκαν με τον Β και τον Ν και κατά τη συνάντηση αυτή ο τελευταίος επανέλαβε ότι είχε συνευρεθεί ερωτικά με την κατηγορούμενη Κ. Η τελευταία διέψευδε τους ισχυρισμούς του Ν και τόσο κατά την πιο πάνω συνάντηση όσο και μετά από αυτήν εκστόμισε ύβρεις κατά του Ν και μάλιστα έλεγε ότι θα τον σφάξει. Την 1-5-2009 oι δύο κατηγορούμενοι διαπληκτίστηκαν και πάλι μεταξύ τους με αφορμή τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Ν και αποφάσισαν να τον συναντήσουν, προκειμένου να διευκρινισθεί αν οι ισχυρισμοί που είχε διατυπώσει ανταποκρίνονταν ή όχι στην πραγματικότητα. Επικοινώνησαν λοιπόν τηλεφωνικά με τον αδελφό του Ν, Ε, από τον οποίο και πληροφορήθηκαν τον αριθμό κινητού τηλεφώνου του Ν. Κατόπιν επανειλημμένων τηλεφωνικών κλήσεων από τους κατηγορουμένους προς τον Ν, συμφώνησαν τελικά να συναντηθούν και oι τρεις το βράδυ της ίδιας ημέρας κάτω από την οικία του Ν επί της οδού .... Σημειωτέον ότι ο Ν ενημέρωσε τον αδελφό του κατηγορουμένου Β, τηλεφωνικά, περί ώρα 15.00 με 16.00 της 1-5-2009 ότι του τηλεφώνησαν oι κατηγορούμενοι και ότι επιθυμούν εκ νέου συνάντηση μαζί του. Ο Β αμέσως μετά τηλεφώνησε στον αδελφό του, κατηγορούμενο Χ, προκειμένου να πληροφορηθεί τον λόγο για τον οποίο αυτός και η φίλη του Κ επιθυμούν συνάντηση με τον Ν. Εκείνος απάντησε ότι θέλει να ακούσει και πάλι τον Ν να λέει ότι συνευρέθηκε με τη φίλη του και με αυτόν τον τρόπο να πεισθεί για να χωρήσει από αυτήν. Πράγματι περί την 21.00 ώρα της 1-5-2009 ο Ν μετέβη στο σημείο που συμφώνησαν και συναντήθηκε με τους κατηγορουμένους. Oι τελευταίοι μετέβησαν στο σημείο συνάντησης, με το υπ' αριθμ. κυκλ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο μάρκας VOLKSWAGEN τύπου ..., ιδιοκτησίας του Β και στάθμευσαν το όχημα επί της οδού ..., δεξιά κατά την κατεύθυνση των οχημάτων στην οδό αυτή [μονόδρομος] και δίπλα στο πεζοδρόμιο. Oι δύο κατηγορούμενοι δεν βγήκαν από το αυτοκίνητο αλλά παρέμειναν σ' αυτό, ο μεν Χ στη θέση του οδηγού, η δε Κ στη θέση του συνοδηγού. Ο Ν μπήκε στο αυτοκίνητο από την πίσω δεξιά πόρτα και κάθισε στο πίσω δεξιό κάθισμα, δηλαδή πίσω από το κάθισμα της Κ. Την ώρα εκείνη ο Ν βρισκόταν κάτω από την επήρεια οινοπνεύματος και κατασταλτικών σκευασμάτων [βλ. υπ' αριθμ. ... έκθεση τοξικολογικής εξέτασης Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών] . Όταν η Κ ρώτησε τον Ν εάν πράγματι αυτός είχε συνευρεθεί ερωτικά μαζί της κατά το παρελθόν, αυτός απάντησε θετικά, γεγονός που αυτός ισχυριζόταν και ενώπιον τρίτων και το οποίο είχαν πληροφορηθεί και οι δύο κατηγορούμενοι. Μετά από αυτή την απάντηση του Ν η Κ άρχισε να εξυβρίζει τον Ν και ταυτόχρονα πήρε στο δεξί της χέρι ένα μαχαίρι σουγιά που έφερε επάνω της και στηριζόμενη στα γόνατα της στη θέση του συνοδηγού με μέτωπο προς το πίσω κάθισμα και πλάτη προς τον εμπρόσθιο υαλοπινάκα του οχήματος, κατάφερε ένα και μόνο πλήγμα, αλλά καίριο, με δύναμη και οργή με το μαχαίρι στην πρόσθια αριστερή θωρακική χώρα παραστερνικά [προκάρδια χώρα μεταξύ της 4ης και 5ης πλευράς], του Ν, προξενώντας του ανοιχτό θλαστικό τραύμα μήκους 2,2 εκατοστών και βάθους 9,3 εκατοστών, αιφνιδιάζοντας το θύμα, που είχε και μειωμένα αντανακλαστικά λόγω του ότι τελούσε υπό την επήρεια κατασταλτικών σκευασμάτων και οινοπνεύματος. Από το διαμπερές τραύμα της καρδιάς με παρουσία τραύματος στη δεξιά κοιλία [πρόσθια επιφάνεια] προκλήθηκε αιμοπερικάρδιο με συνέπεια τον θάνατο του Ν, μετά από μία ώρα περίπου στο Γενικό Νοσοκομείο ..., παρά τις επίμονες προσπάθειες των ιατρών με όλα τα επιστημονικώς ενδεδειγμένα μέσα και μεθόδους να διασώσουν τη ζωή του θύματος. Ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τη στιγμή που η κατηγορούμενη Κ κινήθηκε εναντίον του Ν καθόταν στη θέση του οδηγού, όχι μόνο δεν απέτρεψε αυτήν από την πράξη στην οποία προέβη, αλλά γνωρίζοντας την ειλημμένη ήδη απόφαση της να σκοτώσει τον ..., αφενός μεν επέτρεψε σ' αυτήν να πάρει στο χέρι. της το μαχαίρι που εν γνώσει του έφερε επάνω της και να πλήξει θανάσιμα το θύμα, αφετέρου δε παραμένοντας θεατής των όσων συνέβαιναν και σε ελάχιστη απόσταση από αυτήν, ενθάρρυνε με την παρουσία του αυτήν στην πράξη της, δεδομένου ότι γνώριζε τον χαρακτήρα της και την συναισθηματική φόρτισή της και δεν την εμπόδισε, ενώ είχε τη δυνατότητα με μία απλή κίνηση των χεριών του και κάνοντας χρήση των υπέρτερων σωματικών του δυνάμεων έναντι αυτής να της πιάσει το χέρι και να της αφαιρέσει το μαχαίρι, παρέχοντας παράλληλα σ' αυτήν αυξημένο αίσθημα ασφάλειας υποστηρίζοντας με την παρουσία του τον τρόπο διαφυγής της. Η κατηγορούμενη Κ προέβη στην πράξη της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, καθόσον ο παθών Ν επανέλαβε απλώς, για μία ακόμη φορά, τον ισχυρισμό του περί σεξουαλικών σχέσεων τους, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Επομένως δεν συντρέχει περίπτωση βρασμού ψυχικής ορμής της κατηγορουμένης Κ , αφού δεν υπήρξε αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος οργής και θυμού, αλλά ο θυμός από τον οποίο διακατεχόταν έναντι του Ν είχε προκληθεί και συνέχιζε να υφίσταται από μακρού χρόνου και δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει αυτήν σε ψυχική κατάσταση τέτοια που να αποκλείει την δυνατότητά της να σταθμίσει τα αίτια που κινούν στην πράξη της ανθρωποκτονίας, δηλαδή στην αφαίρεση της ζωής του άλλου, ή που απωθούν από αυτήν την πράξη. Η κατηγορούμενη Κ στην προανακριτική της απολογία ομολόγησε την πράξη της, ότι δηλαδή έπληξε με μαχαίρι στο στήθος τον Ν, ισχυρίσθηκε δε ότι έπραξε αυτό χωρίς. να είναι παρών ο συγκατηγορούμενός της Χ, ο οποίος δήθεν βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε στο κατάστημα ψιλικών που υπήρχε κοντά στο σημείο εκείνο για να αγοράσει τσιγάρα, ενώ αποδέχθηκε αυτή και το γεγονός ότι μετέφεραν και oι δύο το θύμα με το αυτοκίνητο έως την είσοδο του Γενικού Νοσοκομείου ..., όπου και το εγκατέλειψαν αιμόφυρτο σε άγνωστους παρευρισκόμενους, σπεύδοντας να απομακρυνθούν για να μην έχουν περαιτέρω εμπλοκή. Κατά την απολογία της ενώπιον της Ανακρίτριας ... την 6-5-2009 η ανωτέρω κατηγορούμενη ισχυρίσθηκε ότι ο Ν την εξύβρισε με τις φράσεις "καριόλα, πουτάνα, τσουλί", ότι τότε αυτή θύμωσε, σηκώθηκε, έβαλε τα γόνατα της στο κάθισμα, γύρισε προς το μέρος του και του έδωσε μία "σφαλιάρα", ότι ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ αυτής και του θύματος, στην οποία συμμετείχε και ο συγκατηγορούμενός της Χ, ο οποίος, γονατιστός και αυτός στο κάθισμα του οδηγού, χτυπούσε το θύμα, ότι τότε αυτή κατάφερε στο θύμα ένα πλήγμα χωρίς να θυμάται σε ποιο σημείο, ότι στη συνέχεια εγκατέλειψε το μαχαίρι στο κάθισμα του οδηγού, ότι πήρε το μαχαίρι ο συγκατηγορούμενός της Χ και χτύπησε το θύμα, χωρίς αυτή να θυμάται πόσες φορές και σε ποια σημεία. Κατά την συμπληρωματική απολογία της ενώπιον της ίδιας Ανακρίτριας την 14-5-2009 η ανωτέρω κατηγορούμενη ισχυρίσθηκε ότι ο συγκατηγορούμενός της Χ πετάχθηκε προς το μέρος του θύματος κρατώντας μαχαίρι με το αριστερό του χέρι και χτύπησε το θύμα πρώτα στο στήθος και μετά πολλές φορές σε όλο του το σώμα με το ίδιο μαχαίρι, ενώ εκείνη δεν έπιασε μαχαίρι, ούτε προκάλεσε στο θύμα κάποιο τραύμα. Ο κατηγορούμενος Χ τόσο στην προανακριτική όσον και στην ενώπιον της Ανακριτρίας απολογία του ισχυρίσθηκε ότι η συγκατηγορούμενη του έπληξε με μαχαίρι τον ..., όταν ο τελευταίος επανέλαβε τα περί σεξουαλικών σχέσεων με την κατηγορουμένη ενώπιον του. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, ο θανών Ν επλήγη μόνο μία φορά με μαχαίρι και προξενήθηκε σ' αυτόν ανοιχτό θλαστικό τραύμα μήκους 2,2 εκατοστών και βάθους 9,3 εκατοστών στην πρόσθια αριστερή θωρακική χώρα μεταξύ της 4ης και 5ης πλευράς. Όλα τα υπόλοιπα ευρήματα, κατά την ιατροδικαστική έκθεση, είναι ιατρογενή και αυτά είναι: ένα ιατρογενές κατά την περικαρδιοκέντιση ανοιχτό θλαστικό τραύμα μήκους 0,2 εκατοστών στην ξιφοειδή απόφαση, δύο σεσημασμένοι νυγμοί εκατέρωθεν του δευτέρου θλαστικού τραύματος ιατρογενούς τοιούτου, ιατρογενείς φλεβονυγμοί, εκχυμώσεις όπισθεν δεξιού ωτός αυχενικής χώρας και δεξιάς ωμοπλατιαίας χώρας, ενώ η φορά του θανατηφόρου τραύματος της καρδιάς είναι από επάνω προς τα κάτω σε σχέση με τον ανατομικό άξονα του κορμού. Από τα ευρήματα της ιατροδικαστικής έκθεσης, από την έκθεση αυτοψίας και αναπαράστασης του εγκλήματος που διενεργήθηκε από την Ανακρίτρια ... την 14-5-2009, καθώς και από όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα [μαρτυρικές καταθέσεις - έγγραφα] ανατρέπεται παντελώς ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης, τον οποίο αυτή προέβαλε στην τρίτη απολογία της, ότι δηλαδή αυτή δεν είχε καμμία συμμετοχή στην ανωτέρω πράξη και ότι ο συγκατηγορούμενός της έπληξε πολλές φορές το θύμα και εδραιώνεται η πεποίθηση ότι εκείνη έπληξε το θύμα θανάσιμα, έχοντας σ' αυτή την πράξη της και την ψυχική συνδρομή του παραπλεύρως αυτής ευρισκόμενου συγκατηγορουμένου της. Τόσο τα αντικειμενικά ευρήματα που προαναφέρθηκαν όσο και η ύπαρξη κινήτρου για την τέλεση της πράξης, οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, το μίσος που αισθανόταν για τον Ν λόγω της προσβολής της τιμής και υπόληψης της, την οδήγησε σ' αυτή την πράξη, για την εκτέλεση της οποίας είχε βέβαια, όπως ήδη αναφέρθηκε, και την ψυχική συνδρομή του συγκατηγορουμένου της. Ακόμη, το μοναδικό ανοιχτό θλαστικό τραύμα του θύματος, που προκλήθηκε από πλήγμα που αυτό δέχθηκε με μαχαίρι, σε συνδυασμό και με την ενώπιον της Ανακρίτριας παραδοχή της κατηγορούμενης ότι έπληξε το θύμα με μαχαίρι, ελλειπόντων άλλων τραυμάτων πλην των ιατρογενών, καταρρίπτουν τον οψιγενή ισχυρισμό της κατηγορούμενης περί πολλαπλών πληγμάτων κατά του θύματος από τον συγκατηγορούμενό της και οδηγούν ευθέως στο συμπέρασμα ότι αυτουργός του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Ν, είναι η ανωτέρω κατηγορούμενη Κ και ότι απλός συνεργός στην ίδια πράξη είναι ο κατηγορούμενος Χ. Σύμφωνα με όσα ήδη κατατέθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κατερίνης, που με το εκκαλούμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Χ για την αποδιδόμενη σ' αυτόν συμμετοχή στην κακουργηματική πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, δεδομένου ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του πιο πάνω κατηγορουμένου για την παραπομπή του στο ακροατήριο και, επομένως, αφενός μεν πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ' ουσία βάσιμη και να εξαφανισθεί κατά το μέρος τούτο το εκκαλούμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8, 109, 122 παρ.1 , 309 παρ.1 περ.ε, 313 Κ.Π.Δ., στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Θεσσαλονίκης που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης σ' αυτόν κακουργηματικής πράξης [ως προς την μορφή συμμετοχής του] για απλή συνεργεία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 47 παρ.1, 51, 52, 60, 63, 65, 79, 83, 299 παρ.1 Ποινικού Κώδικα, αφετέρου δε πρέπει, η κρινόμενη έφεση να κηρυχθεί εν μέρει ως απαράδεκτη, για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας, όσον αφορά τις αποδιδόμενες στον πιo πάνω κατηγορούμενο Χ πλημμεληματικές πράξεις της παράνομης κατοχής όπλου κατά συναυτουργία, της παράνομης οπλοφορίας κατά συναυτουργία και της οπλοχρησίας κατά συναυτουργία [άρθρα 45, 94 παρ.1 Π.Κ., 1 παρ.2β, 7 παρ.1-8α, 10 παρ.1-13β, 14 Ν. 2168/1993] και να επικυρωθεί κατά το μέρος τούτο το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που διέπραξε η συγκατηγορούμενή του Κ, διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα οποία ορθώς υπήγαγε στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Π.Κ. και οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο για να δικασθεί για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη.
Συνεπώς οι αντίθετοι, προσβαλλόμενοι ισχυρισμοί και αναιρετικοί λόγοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα και της εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 47 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως ουσία αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 8/1-4-2010 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 318/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 31-5-2010 Ο ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΥΡΟΣ"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 Π.Κ. όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ιδίου Κώδικα με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν αφαίρεση ανθρώπινης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλομένης από το νόμο ενεργείας υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχομενος. Ο μεν άμεσος δόλος συνιστάται στη γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος του άλλου, από το δράστη που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή της παραλείψεως του και το αποδέχεται.
Κατά δε την παράγραφο 2 του άρθρου 299 ΠΚ αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άνω άρθρου του ΠΚ προκύπτει, ότι για την ποινικής μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Και στη μεν πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, στη δεύτερη δε περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας. Αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 299 Π.Κ. Εξ άλλου κατά το άρθρο 47 παρ.Π.Κ. που έχει τον υπότιτλο "απλός συνεργός" όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ.β' του προηγουμένου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικου πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (αρθρ.83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική η αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση) εφ'οσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική πρέπει δε η συνδρομή να συνδέεται αιτιωδώς με την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει λάβει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ'οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Η συνδρομή του απλού συνεργού συνίσταται σε πράξεις δευτερεύουσας σημασίας και δύναται να παρασχεθεί μόνον κατά την εκτέλεση της άδικης πράξεως ή και πριν από αυτήν ουδέποτε δε μετά από αυτήν εκτός εάν αναλαμβάνει ο συνεργός να προεξασφαλίσει έναντι του αυτουργού την εξάλειψη των ιχνών του εγκλήματος ή τη ματαίωση διώξης του δράστη.
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ'του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ'επιλογή μερικά από αυτά.
Εξάλλου λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' του Κ.Ποιν.Δ. συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος και αναφέρεται στα στοιχεία του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικώς ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του και με δικές του σκέψεις από τις οποίες οι νομικές είναι όμοιες με αυτές που παρατίθενται στην αρχή της παρούσης και μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη Κ αλβανίδα υπήκοος κάτοικος ..., προσωρινώς διαμένουσα στην ..., που δεν έχει ασκήσει αναίρεση και ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ..., συνδέθηκαν ερωτικώς από μηνός Δεκεμβρίου 2008, κατά τη διάρκεια του οποίου εξεδήλωναν μεταξύ των έντονα αισθήματα ζηλοτυπίας. Στο κατάστημα κομμωτηρίου που διατηρούσε στην ... ο δίδυμος αδελφός του Β εργαζόταν μαζί του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ο γνωστός αμφοτέρων των κατηγορουμένων αλλά και του Β, Ν, ετών ..., όσο ζούσε διέμενε στην ... και είχε ισχυρισθεί στον Β σε επίσκεψη στο κομμωτήριό του ότι συνευρίσκετο ερωτικά με την "Κ" όπως αποκαλούσαν την Κ, εκφράζοντας ταυτόχρονα και την απορία του πως είναι δυνατό ο αδελφός του Β να διατηρεί ερωτική σχέση με την άνω κατηγορούμενη. Από τον Β μεταφέρθηκαν τα όσα του είπε ο Ν στον αδελφό του ήδη αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο κατά τις αρχές μηνός Φεβρουαρίου 2009 και κατόπιν αυτού οι δύο κατηγορούμενοι με πρωτοβουλία τους συναντήθηκαν με τον Β και τον Ν και κατά την συνάντηση αυτή ο τελευταίος επανέλαβε ότι είχε συνδεθεί ερωτικά με την κατηγορούμενη Κ. Από την τελευταία διεψεύσθηκαν αυτοί οι ισχυρισμοί του Ν και τόσο κατά την άνω συνάντηση όσο και μετά από αυτήν εκστομίζονταν ύβρεις κατά του Ν και μάλιστα έλεγε ότι θα τον σφάξει. Την 1-5-2009 οι δύο κατηγορούμενοι διαπληκτίσθηκαν και πάλι μεταξύ τους με αφορμή τους άνω ισχυρισμούς του Νκαι αποφάσισαν να τον συναντήσουν, προκειμένου να διευκρινισθεί, αν αυτοί οι ισχυρισμοί που είχε διατυπώσει ανταποκρίνονταν ή όχι στην πραγματικότητα. Έτσι επικοινώνησαν τηλεφωνικά με τον αδελφό του Ν, Ε και πληροφορήθηκαν από αυτόν τον αριθμό κινητού τηλεφώνου του Ν. Ακολούθως μετά από επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις από μέρους των κατηγορουμένων προς τον Ν, συμφώνησαν τελικά να συναντηθούν και οι τρείς το βράδυ της ίδιας ημέρας κάτω από την οικία του Ν επί της οδού .... Από τον Ν ενημερώθηκε ο Β τηλεφωνικά μεταμεσημβρινή ώρα της 1-5-2009 ότι του είχαν τηλεφωνήσει οι κατηγορούμενοι και ζητούσαν να συναντηθούν εκ νέου μαζί του και τηλεφώνησε ακολούθως ο Β στον κατηγορούμενο αδελφό του Χ προκειμένου να πληροφορηθεί για ποιο λόγο αυτός και η φίλη του Κ ήθελαν να συναντήσουν τον Ν. Ο Χ απάντησε ότι θέλει να ακούσει και πάλι τον Ν να λέει ότι συνευρέθηκε με τη φίλη του και έτσι να πεισθεί για να χωρίσει από αυτήν. Περί ώρα 21.00 της 1-5-2009 ο Ν μετέβη στο σημείο που συμφώνησαν και συναντήθηκε με τους κατηγορούμενους. Οι τελευταίοι μετέβησαν στο σημείο συνάντησης με το υπ'αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου VOLKSWAGEN τύπου ..., ιδιοκτησίας του Β και στάθμευσαν το όχημα επι της οδού ..., δεξιά κατά την κατεύθυνση των οχημάτων στην μονής κατευθύνσεως άνω οδό και δίπλα από το πεζοδρόμιο. Οι δύο κατηγορούμενοι δεν εξήλθαν από το αυτοκίνητο αλλά παρέμειναν σ'αυτό ο μεν Χ στη θέση του οδηγού, η δε Κ στη θέση του συνοδηγού. Ο Ν εισήλθε στο αυτοκίνητο από την πίσω δεξιά θύρα και κάθισε στο πίσω δεξιό κάθισμα, πίσω από τη θέση που καθόταν η Κ. Την ώρα εκείνη ο Ν τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος και κατασταλτικών σκευασμάτων (βλ.υπ'αριθμό ... έκθεση τοξικολογικής εξετάσεως Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών). Σε ερώτηση της Κ αν πράγματι είχε αυτός συνευρεθεί ερωτικά μαζί της κατά το παρελθόν ο Ναπάντησε θετικά, όπως ισχυριζόταν και ενώπιον τρίτων και είχαν πληροφορηθεί σχετικά περί του εν λόγω ισχυρισμού του και οι δύο κατηγορούμενοι. Μετά από αυτή την απάντηση του η Κ άρχισε να εξυβρίζει τον Ν και συγχρόνως πήρε με το δεξί της χέρι ένα μαχαίρι-σουγιά που έφερε επάνω της στηριζόμενη δε στα γόνατα της στο κάθισμα του συνοδηγού με μέτωπο προς τις πίσω θέσεις και με την πλάτη της προς τον εμπρόσθιο υαλοπίνακα του αυτοκινήτου, κατάφερε ένα και μόνο πλήγμα αλλά καίριο, με δύναμη και οργή με το μαχαίρι στην πρόσθια αριστερή θωρακική χώρα παραστερνικά (προκάρδια χώρα μεταξύ της τέταρτης και πέμπτης πλευράς), του Ν, προξενώντας σ'αυτόν ανοιχτό θλαστικό τραύμα μήκους 2,2 εκατοστών και βάθους 9,3 εκατοστών, αιφνιδιάζοντας το θύμα, που είχε και μειωμένα αντανακλαστικά λόγω του ότι τελούσε υπό την επήρεια κατασταλτικών σκευασμάτων και οινοπνεύματος. Από το διαμπερές τραύμα της καρδιάς με παρουσία τραύματος στη δεξιά κοιλία (πρόσθια επιφάνεια) προκλήθηκε αιμοπερικάρδιο με συνέπεια το θάνατο του Ν, μετά από μία ώρα περίπου στο Γενικό Νοσοκομείο ..., παρά τις επίμονες προσπάθειες των ιατρών με όλα τα επιστημονικώς ενδεδειγμένα μέσα και μεθόδους να διασώσουν τη ζωή του θύματος. Ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τη στιγμή που η κατηγορούμενη Κ κινήθηκε εναντίον του Ν καθόταν στη θέση του οδηγού, όχι μόνον δεν απέτρεψε αυτήν από την πράξη στην οποία προέβη, αλλά γνωρίζοντας την ειλημμένη ήδη απόφασή της να σκοτώσει τον Ν, αφενός μεν επέτρεψε σ'αυτήν να πάρει στο χέρι της το μαχαίρι που έφερε επάνω της και να πλήξει θανάσιμα το θύμα, αφετέρου δε παραμένοντας θεατής των όσων συνέβαιναν και σε ελάχιστη απόσταση από αυτήν, ενθάρρυνε με την παρουσία του αυτήν στην πράξη της, δεδομένου ότι γνώριζε τον χαρακτήρα της και την συναισθηματική φόρτισή της και δεν την εμπόδισε, ενώ είχε την δυνατότητα με μία απλή κίνηση των χεριών του και κάνοντας χρήση των υπέρτερων σωματικών του δυνάμεων έναντι αυτής να της πιάσει το χέρι και να της αφαιρέσει το μαχαίρι, παρέχοντας παράλληλα σ'αυτήν αυξημένο αίσθημα ασφαλείας υποστηρίζοντας με την παρουσία του τον τρόπο διαφυγής της. Η κατηγορούμενη Κ προέβη στην πράξη της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση καθόσον ο παθών Ν επανέλαβε απλώς, για μία ακόμη φορά, τον ισχυρισμό του περί σεξουαλικών σχέσεών τους, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Επομένως δεν συντρέχει περίπτωση βρασμού ψυχικής ορμής της κατηγορουμένης Κ, αφού δεν υπήρξε αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος οργής και θυμού, αλλά ο θυμός από τον οποίο διακατεχόταν έναντι του Ν είχε προκληθεί και συνέχιζε να υφίσταται από μακρού χρόνου και δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει αυτήν σε ψυχική κατάσταση τέτοια που να αποκλείει την δυνατότητά της να σταθμίσει τα αίτια που κινούν στην πράξη της ανθρωποκτονίας ή που απωθούν από την πράξη της αφαίρεσης της ζωής του άλλου. Στην προανακριτική της απολογία η κατηγορουμένη Κ ομολόγησε την πράξη της ότι εκείνη έπληξε με μαχαίρι στο στήθος τον Ν, ισχυρίσθηκε δε ότι έπραξε αυτό χωρίς να είναι παρών ο συγκατηγορούμενος της Χ, ο οποίος δήθεν βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε σε κατάστημα ψιλικών που ήταν εκεί κοντά για να αγοράσει τσιγάρα, ενώ αποδέχθηκε αυτή και το γεγονός ότι και οι δύο μαζί μετέφεραν το θύμα με το αυτοκίνητο έως την είσοδο του Γενικού Νοσοκομείου ... όπου και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο σε άγνωστους παρευρισκόμενους σπεύδοντας να απομακρυνθούν για να μην έχουν περαιτέρω εμπλοκή. Κατά την ενώπιον της Ανακρίτριας ... απολογία της την 6-5-2009 η ανωτέρω κατηγορούμενη ισχυρίσθηκε ότι ο Ν την εξύβρισε με τις λέξεις "Καριόλα, πουτάνα, τσουλί", ότι τότε αυτή θύμωσε, σηκώθηκε, έβαλε τα γόνατά της στο κάθισμα, γύρισε προς το μέρος του και του έδωσε μία "σφαλιάρα" ότι ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ αυτής και του θύματος, στην οποία συμμετείχε και ο συγκατηγορούμενος της Χ, ο οποίος, γονατιστός και αυτός στο κάθισμα του οδηγού, χτυπούσε το θύμα, ότι τότε αυτή κατέφερε στο θύμα ένα πλήγμα χωρίς να θυμάται σε ποιο σημείο, ότι στη συνέχεια εγκατέλειψε το μαχαίρι στο κάθισμα του οδηγού, ότι πήρε το μαχαίρι ο συγκατηγορούμενος της Χ και χτύπησε το θύμα, χωρίς αυτή να θυμάται πόσες φορές και σε ποια σημεία. Κατά τη συμπληρωματική απολογία της ενώπιον της ίδιας Ανακρίτριας την 14-5-2009 η ανωτέρω κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε ότι ο συγκατηγορούμενός της Χ πετάχθηκε προς το μέρος του θύματος κρατώντας μαχαίρι με το αριστερό του χέρι και χτύπησε το θύμα πρώτα στο στήθος και μετά πολλές φορές σε όλο του το σώμα με το ίδιο μαχαίρι, ενώ εκείνη δεν έπιασε μαχαίρι, ούτε προκάλεσε στο θύμα κάποιο τραύμα. Ο κατηγορούμενος Χ τόσο στην προανακριτική όσον και στην ενώπιον της Ανακρίτριας απολογία του ισχυρίσθηκε ότι η συγκατηγορούμενή του έπληξε με μαχαίρι τον Ν, όταν ο τελευταίος επανέλαβε τα περί σεξουαλικών σχέσεων με την κατηγορουμένη ενώπιόν του. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, ο θανών Ν επλήγη μόνο μία φορά με μαχαίρι και προξενήθηκε σ'αυτόν ανοιχτό θλαστικό τραύμα 2,2 εκατοστών και βάθους 9,3 εκατοστών στην πρόσθια αριστερή θωρακική χώρα μεταξύ της 4ης και 5ης πλευράς. Όλα τα υπόλοιπα ευρήματα κατά την ιατροδικαστική έκθεση είναι ιατρογενή και αυτά είναι: ένα ιατρογενές κατά την περικαρδιοκέντηση ανοικτό θλαστικό τραύμα μήκους 0,2 εκατοστών στην ξιφοειδή απόφυση, δύο σεσημασμένοι νυγμοί εκατέρωθεν του δευτέρου θλαστικού τραύματος ιατρογενούς τοιούτου, ιατρογενείς φλεβονυγμοί, εκχυμώσεις όπισθεν δεξιού ωτός αυχενικής χώρας και δεξιάς ωμοπλατιαίας χώρας, ενώ η φορά του θανατηφόρου τραύματος της καρδιάς είναι από επάνω προς τα κάτω σε σχέση με τον ανατομικό άξονα του κορμού. Από τα ευρήματα της ιατροδικαστικής έκθεσης, από την έκθεση αυτοψίας και αναπαράστασης του εγκλήματος που διενεργήθηκε από την Ανακρίτρια ... την 14-5-2009, καθώς και από όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις-έγγραφα) ανατρέπεται παντελώς ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης, τον οποίο αυτή προέβαλε στην τρίτη απολογία της, οτι δηλαδή αυτή δεν είχε καμία συμμετοχή στην ανωτέρω πράξη και οτι ο συγκατηγορούμενός της έπληξε πολλές φορές το θύμα και εδραιώνεται η πεποίθηση οτι εκείνη έπληξε το θύμα θανάσιμα, έχοντας σ'αυτή την πράξη της και την ψυχική συνδρομή του παραπλεύρως αυτής ευρισκομένου συγκατηγορουμένου της. Τόσο τα αντικειμενικά ευρήματα που προαναφέρθηκαν όσο και η ύπαρξη κινήτρου για την τέλεση της πράξης οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, το μίσος που αισθανόταν για τον Ν, λόγω της προσβολής της τιμής και υπόληψης της, την οδήγησε σ'αυτήν την πράξη, για την εκτέλεση της οποίας είχε βέβαια, όπως ήδη αναφέρθηκε, και την ψυχική συνδρομή του συγκατηγορουμένου της. Ακόμη, το μοναδικό ανοιχτό θλαστικό τραύμα του θύματος, που προκλήθηκε από πλήγμα που αυτό δέχθηκε με μαχαίρι, σε συνδυασμό και με την ενώπιον της Ανακρίτριας παραδοχή της κατηγορουμένης οτι έπληξε το θύμα με μαχαίρι, ελλειπόντων άλλων τραυμάτων πλήν των ιατρογενών, καταρρίπτουν τον οψιγενή ισχυρισμό της κατηγορουμένης περί πολλαπλών πληγμάτων κατά του θύματος από τον συγκατηγορούμενό της και οδηγούν ευθέως στο συμπέρασμα οτι αυτουργός του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Ν, είναι η ανωτέρω κατηγορουμένη Κ και ότι απλός συνεργός στην ίδια πράξη είναι ο κατηγορούμενος Χ. Με τις άνω σκέψεις και παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις σε βάρος του άνω κατηγορουμένου προς παραπομπή του σε δίκη με την προκειμένη κατηγορία και κατά παραδοχή της εφέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατ'ουσία εξαφάνισε το 71/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κατερίνης κατά το μέρος που είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ για συμμετοχή του στην κακουργηματική πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία, ακολούθως δε παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του αρμόδιου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για την πράξη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, αναφορικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντααξιόποινη πράξη που προαναφέρθηκε, την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δικ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτούς στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16,17,18, 26 παρ.9, 27 παρ.1, 47 παρ.1, 83, 299 παρ.1 Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα και σε σχέση με τις επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος παρατηρείται ότι το Συμβούλιο Εφετών περιγράφει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία η συγκατηγορούμενη του αναιρεσείοντος διέπραξε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση τραυματίζοντας θανάσιμα με μαχαίρι το θύμα Ν και ότι ο αναιρεσείων συμμετείχε ως απλός συνεργός σ'αυτήν την εγκληματική πράξη της άνω συγκατηγορουμένης, εξειδικεύοντας δε με λεπτομέρεια τα περιστατικά τα οποία συγκροτούν τη μορφή αυτή της συμμετοχικής δράσεως του και προσδιορίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο παρασχέθηκε η συνδρομή του στην φυσική αυτουργό κατά την υπό της τελευταίας τέλεση της ανθρωποκτονίας. Εκτίθενται ακόμη στο προσβαλλόμενο βούλευμα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος για την από την συγκατηγορουμένη του αυτουργό τέλεση του εγκλήματος που αυτή διέπραξε, δηλαδή η γνώση του Χ περί της ανθρωποκτόνου επιδιώξεως καθώς και η βούλησή του να συμβάλει με τη συμπεριφορά του στην τέλεση της πράξεως αυτής από την αυτουργό Κ.
Κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα η Κ μετά την προηγούμενη συνάντηση αυτής και του αναιρεσείοντος παρουσία και του αδελφού του Β με τον Ν, κατά την οποία είχε επαναλάβει ο τελευταίος ότι είχε συνευρεθεί ερωτικά μαζί της, εκτός από τις ύβρεις που εκστόμισε κατά του Ν, είχε πει γι'αυτόν ότι θα τον σφάξει. Περαιτέρω δέχεται το Συμβούλιο Εφετών ότι ο αναιρεσείων που ήταν στη θέση του οδηγού εντός του αυτοκινήτου δίπλα από την συγκατηγορούμενη του τη νύκτα της 1-5-2009 όταν αυτή από τη θέση του συνοδηγού κινήθηκε εναντίον του Ν, ενώ γνώριζε την απόφαση της άνω συγκατηγορουμένης του να φονεύσει τον Ν, επέτρεψε σ'αυτήν να πάρει στο χέρι της το μαχαίρι το οποίο γνώριζε ο αναιρεσείων ότι έφερε επάνω της και να πλήξει το θύμα θανάσιμα και δεν αντέδρασε για να παρεμποδίσει την συγκατηγορουμένη του αυτουργό που ήταν δίπλα του εντός του άνω Ι.Χ. επιβατηγού αυτοκινήτου στο να διαπράξει την ανθρωποκτονία σε βάρος του Ν.
Στις παραδοχές του Συμβουλίου Εφετών πέραν της παρουσίας του ήδη αναιρεσείοντος εντός του αυτοκινήτου και της ενθάρρυνσης με αυτή τη στάση του της αυτουργού να πλήξει θανάσιμα το θύμα με το μαχαίρι που γνώρισε ο αναιρεσείων ότι έφερε αυτή επάνω της και έτσι αποδεχόταν το ενδεχόμενο της θανατηφόρου εξελίξεως αυτής της επιθέσεως της αυτουργού με το άνω όπλο κατά του Ν, δεν γίνονται δεκτά ως αποδεικνυόμενα αλλα περιστατικά δηλωτικά του ότι η επίθεση της αυτουργού στο θύμα ήταν αιφνιδιαστική και αποτέλεσμα μη δυνάμενης να προβλεφθεί συναισθηματικής φόρτισης της αυτουργού. Αντίθετα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι με την παρουσία του στον τόπο όπου έγινε η ανθρωποκτόνος επίθεση της αυτουργού, αφού είχε εισέλθει το θύμα εντός του αυτοκινήτου οδηγός του οποίου ήταν ο άνω αναιρεσείων, παρείχε αυτός στην δράστη της ανθρωποκτονίας εχέγγυα ασφαλείας και υποστήριξε τον τρόπο διαφυγής της όπως αναφέρεται στο βούλευμα στη συνέχεια και ειδικότερα ότι και οι δύο κατηγορούμενοι μετέφεραν με το άνω αυτοκίνητο μέχρι την είσοδο του Γενικού Νοσοκομείου ... τον θανασίμως τραυματισθέντα όπου τον εγκατέλειψαν σπεύδοντας να απομακρυνθούν για να μην έχουν περαιτέρω εμπλοκλή. Κατ'ακολουθίαν αυτών των περιστατικών που εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και από τα οποία προκύπτει ότι ενίσχυσε με την παρουσία του και διευκόλυνε ο ήδη αναιρεσείων την αυτουργό της ανθρωποκτονίας κατά τη διάπραξη της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι από το άρθρο 484 παρ.1 εδαφ.δ' και β'Κ.Ποιν.Δικ. λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της περί απλής συνεργείας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 47 Π.Κ.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθρ.583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δικ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Απριλίου 2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση του 318/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Αυγούστου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ