Αριθμός 1272/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη-Δρακούλη και Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Γ. Δ. του Π., κατοίκου ... και 2. Ε. Π. του Δ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Μπαλτά, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2351/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε" η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Θεόδωρο Σιμόπουλο και Αναστάσιο Ταρπινίδη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.4.2018 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 557/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 10-4-2018 αίτηση των κατηγορουμένων Ε. Π. του Δ. και Γ. Δ. του Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ.2351/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία καταδικάσθηκαν για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας από κοινού σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών ο καθένας, ανασταλείσα, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωσή τους που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και είναι παραδεκτή (άρθρα 465 παρ.1, 473 παρ.2,3 και 474 παρ.1,2 Κ.Π.Δ.). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί κατ' ουσία.
Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 364 Π.Κ. που αναφέρονται περιοριστικώς στην ανώνυμη εταιρεία, και προστατεύουν την οικονομική και επιχειρηματική οντότητα, τη φήμη και επαγγελματική πίστη του νομικού προσώπου της, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, που είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδυνεύσεως διάφορο της συκοφαντικής δυσφημήσεως του φυσικού προσώπου, απαιτείται, εκτός των άλλων, όπως το υπό του υπαιτίου, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, δια ισχυρισμού ή διαδόσεως ανακοινούμενο γεγονός, να αφορά είτε στις επιχειρήσεις ή στην οικονομική κατάσταση ή γενικά στις εργασίες της εταιρείας είτε στα πρόσωπα που τη διευθύνουν ή την διοικούν και περαιτέρω να είναι το γεγονός αυτό πρόσφορο να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και εν γένει στις επιχειρήσεις της, χωρίς να προσαπαιτείται και η επέλευση βλάβης αυτής. Ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Ως ισχυρισμός, ο οποίος επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου, θεωρείται η ανακοίνωση που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως της ανώνυμης εταιρείας απαιτείται δόλος άμεσος, ο οποίος συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ως άνω γεγονότος και στη γνώση ότι τούτο είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και τις επιχειρήσεις της. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (''τρίτος'' και ''δυνατότητα βλάβης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρεία και τις επιχειρήσεις της'') μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στο νομικό πρόσωπο, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ενώπιον του οποίου διαδίδεται το γεγονός. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελείς, γραμματείς και υπάλληλοι δικαστηρίων) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρεία. Διότι τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικαστική τους κρίση, αποστασιοποιημένα από τις συγκεκριμένες προσωπικότητες - διαδίκους, εφαρμόζοντας τους δικονομικούς κανόνες και η διατύπωση της κρίσης τους είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως επιφορτισμένων οργάνων της πολιτείας, ενεργούντων στο όνομα του ελληνικού λαού και δεν επηρεάζονται από προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την υφιστάμενη κατάσταση του νομικού προσώπου. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης και οδηγούν στην εκπλήρωση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιους ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ανεκκλήτως κατά τα άρθρα 121 εδαφ. α' και 502 παρ.3 Κ.Ποιν.Δ., με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, από τα κατ` είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το καλοκαίρι του 2011 ο δεύτερος κατηγορούμενος, Π. Ε., ήταν πρόεδρος της ... και ο πρώτος κατηγορούμενος, Δ. Γ., αναπληρωτής γενικός γραμματέας της .... Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος εργαζόταν ως οδηγός στην εδρεύουσα στο ...ς α.ε. με την επωνυμία ''... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ'' και διακριτικό τίτλο ''... Α.Ε.'', ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος εργαζόταν ομοίως ως οδηγός στην εταιρεία .... Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι καθώς και ο μη διάδικος - ομοίως συνδικαλιστής ως μέλος του ΔΣ της ... συνάδελφός τους Ν. Σ., απολύθηκαν από τις εργασίες τους, κατά το διάστημα από 2-6-2011 έως 20-7-2011, συγκεκριμένα ο δεύτερος από αυτούς απολύθηκε από την εγκαλούσα στις 2-6-2011, ο μη διάδικος συνάδελφός τους Ν. Σ. στις 15-6-2011 και τέλος ο πρώτος κατηγορούμενος στις 20-7-2011. Οι κατηγορούμενοι θεώρησαν ότι η απόλυσή τους μέσα σε σύντομο διάστημα είχε σχέση με την ιδιότητά τους ως συνδικαλιστών και αποτελούσε οργανωμένο σχέδιο των εργοδοτών τους. Για τον λόγο αυτόν προκειμένου να ανατρέψουν την άκυρη απόλυσή τους, αλλά και να διωχθούν ποινικά οι εργοδότες τους, την 17-11-2011 υπέβαλαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την από 17-11-2011 έγγραφη ενημέρωση - διαμαρτυρία, την οποία είχαν συντάξει και υπογράψει οι ίδιοι με την ιδιότητά τους ως πρόεδρος και αναπληρωτής γενικός γραμματέας της ..., στο οποίο ανέφεραν επί λέξει, στην πρώτη παράγραφο : ''Οι μεταφορικές εταιρείες, καταπατώντας τον ν.1264/82 ''για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων'', προέβησαν σε αυθαίρετες απολύσεις συνδικαλιστών της ..., τον Πρόεδρο κ. Π. Ε., τον Αντιπρόεδρο κ. Σ. Ν. και τον Αν. Γενικό Γραμματέα κ. Δ. Γ.. Πιστεύουμε πως υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο εναντίον των παραπάνω, διότι και οι τρεις απολύθηκαν ο ένας μετά τον άλλον σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και είναι όλοι τους μέλη της διοίκησης της .... Ο πραγματικός λόγος απόλυσής τους είναι επειδή αγωνίζονται για τα κεκτημένα δικαιώματα του κλάδου των οδηγών. Συγκεκριμένα καταπολεμούν τα υπερβολικά ωράρια των οδηγών - μέχρι 18-20 ώρες στο τιμόνι ημερησίως- την ανασφάλιστη εργασία, την μη εφαρμογή της ΣΣΕ, την παράνομη μεταφορά -λαθραία εσωτερική μεταφορά με πλαστά έγγραφα, όπως διπλώματα, ADR, φορτωτικές- τη μεταφορά που είναι επικίνδυνη για την δημόσια υγεία - μεταφορά βιοντίζελ με γάλα και τρόφιμα ψυγείου με φορτηγά χωρίς ψύξη- και φρόντιζαν τους απλήρωτους οδηγούς - από 3 μέχρι 15 μήνες- και ενώ οι επιχειρήσεις λειτουργούν κανονικά.'' Συνέχισε δε το κείμενο επί λέξει, στη δεύτερη παράγραφο: ''Οι εργοδότες των παραπάνω συνδικαλιστών της ... ενώ γνώριζαν τον ν.1264/82 τους απέλυσαν χωρίς να εφαρμόσουν τα άρθρα 14, 15 του νόμου θεωρώντας πως έχουν την δύναμη να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να τους παρεμποδίζει κανείς. Την τεχνική αυτή την πραγματοποίησαν διότι ενώ παρανομούν συνέχεια, δεν τιμωρείται κανείς και αν σε κάποιον επιβληθεί πρόστιμο αυτό είναι μηδαμινό''. Στην τρίτη δε παράγραφο αναφέρεται επί λέξει : ''Οι συνδικαλιστές κατήγγειλαν τις απολύσεις τους στο ΣΕΠΕ χωρίς όμως αυτό να φέρει κανένα αποτέλεσμα, έπειτα κατέθεσαν αγωγή και ασφαλιστικά μέτρα διότι τίθεται θέμα επιβίωσης. Οι μόνοι πόροι τους είναι η εργασία και αυτό επιδιώκουν να χτυπήσουν οι εργοδότες για να τους εξαθλιώσουν''. Από την ανάγνωση του παραπάνω κειμένου προκύπτει ότι το έγγραφο αναφέρεται αποκλειστικά στους εργοδότες των συνδικαλιστών που απολύθηκαν, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα εταιρεία. Τούτο προκύπτει σαφώς από την αναφορά στην πρώτη παράγραφο ''οι μεταφορικές εταιρίες ..προέβησαν σε αυθαίρετες απολύσεις συνδικαλιστών'' και παραθέτει τα ονόματά τους ''τον πρόεδρο κ. Π. Ε....τον αν. γενικό γραμματέα κ. Δ. Γ.'', όπως και στην τρίτη παράγραφο ''..αυτό επιδιώκουν να χτυπήσουν οι εργοδότες τους για να τους εξαθλιώσουν''. Ενόψει του ότι γίνεται σαφής αναφορά των ονομάτων των απολυθέντων εργαζομένων, η καταγγελία δεν μπορεί να αφορά κανένα άλλο εργοδότη, ούτε και το σύνολο των μεταφορικών εταιρειών, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι. Εάν επρόκειτο για καταγγελία γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι, τότε δεν θα υπήρχε η αναφορά των ονομάτων τους ως απολυθέντων. Συνεχίζει δε το έγγραφο με την αναφορά των καταγγελλόμενων παρανομιών που φέρεται ότι ενήργησαν οι εργοδότες των απολυθέντων συνδικαλιστών και συγκεκριμένα ότι 1) υπερέβαιναν κατά πολύ τα ημερήσια ωράρια των οδηγών, όπως προκύπτει από το απόσπασμα σχετικά με τη δράση των κατηγορουμένων ''καταπολεμούσαν τα υπερβολικά ωράρια των οδηγών -μέχρι 18-20 ώρες στο τιμόνι ημερησίως-'' 2) απασχολούσαν προσωπικό το οποίο δεν ήταν ασφαλισμένο, όπως προκύπτει από το απόσπασμα σχετικά με τη δράση των κατηγορουμένων ''καταπολεμούσαν την ανασφάλιστη εργασία'', 3) δεν εφάρμοζαν τις ΣΣΕ που ρυθμίζουν τα ζητήματα σχετικά με τα ωράρια εργασίας και τις αμοιβές (μισθούς, υπερεργασία, υπερωρία, εργασία νυκτερινή, Σάββατα, Κυριακές), όπως προκύπτει από το απόσπασμα σχετικά με τη δράση των κατηγορουμένων ''καταπολεμούσαν την μη εφαρμογή της ΣΣΕ'', 4) ενεργούσαν παράνομες μεταφορές και λαθραίες μεταφορές στο εσωτερικό, όπως προκύπτει από το απόσπασμα σχετικά με τη δράση των κατηγορουμένων ''καταπολεμούσαν την παράνομη μεταφορά - λαθραία εσωτερική μεταφορά με πλαστά έγγραφα όπως διπλώματα, ADR, φορτωτικές'', 5) εκτελούσαν μεταφορές επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία καθώς α) μετέφεραν τρόφιμα μαζί με καύσιμα είτε β) μετέφεραν τρόφιμα ψυγείου με φορτηγά χωρίς ψύξη, όπως προκύπτει από το απόσπασμα σχετικά με τη δράση των κατηγορουμένων ''καταπολεμούσαν τη μεταφορά που είναι επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία - μεταφορά βιοντίζελ με γάλα και τρόφιμα ψυγείου με φορτηγά χωρίς ψύξη'' και τέλος 6) παρότι λειτουργούσαν κανονικά άφηναν απλήρωτους τους οδηγούς τους και μάλιστα για διάστημα που ξεπερνούσαν το 1 έτος, όπως προκύπτει από το απόσπασμα σχετικά με τη δράση των κατηγορουμένων ''φρόντιζαν τους απλήρωτους οδηγούς - από 3 μέχρι 15 μήνες- και ενώ οι επιχειρήσεις λειτουργούν κανονικά''. Οι παραπάνω παρανομίες αποδίδονται και στην εργοδότρια του δευτέρου κατηγορουμένου ως μία των τριών εργοδοτριών που απέλυσαν τους συνδικαλιστές. Αυτό προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της καταγγελίας τους που συνεχίζει ως εξής: ''οι εργοδότες των παραπάνω συνδικαλιστών ...τους απέλυσαν θεωρώντας πως έχουν τη δύναμη να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να τους παρεμποδίζει κανείς''. Εξάλλου και ο μάρτυρας υπεράσπισης Μ. Π. κατέθεσε ότι ''η εταιρεία Σ. απέλυσε συνδικαλιστή εργαζόμενο σ' αυτήν κατά καιρούς παραβίαζε τα ωράριο και τη συλλογική σύμβαση εργασίας, απασχόληση τη νύχτα 7,8 φορές και απασχόληση τις Κυριακές. Μέχρι εκείνο το σημείο τα αναφερόμενα στο έγγραφο αφορούσαν την εταιρεία Σ. Α.Ε. Το μόνο που ήταν εκτός ήταν η αναφορά για τα βυτία. Όλα τα άλλα που αναφέρονται στο έγγραφο αφορούν και την εταιρεία Σ. εκτός από την αναφορά στα βυτία'' και ''διαπιστώσαμε ότι οι επιχειρήσεις αυτές προέβαιναν σε παραβάσεις σχετικά με τα ωράρια εργασίας καθώς και την αδήλωτη εργασία τη νύχτα''. Οι λέξεις ''οι επιχειρήσεις αυτές'' σαφώς αφορούν τις τρεις εργοδότριες εταιρείες. Άλλωστε και ο πρώτος κατηγορούμενος ανέφερε στην απολογία του ''ως προς ένα κομμάτι τα αναφερόμενα ίσχυαν για την εργοδότρια εταιρεία Σ. Α.Ε. καθώς κατά διαστήματα παραβίαζε τα ωράρια...κάποιες στιγμές παλιά υπήρχε θέμα με ανασφάλιστη εργασία'', επομένως αποδέχεται ότι πράγματι το έγγραφο που κατέθεσαν στον Εισαγγελέα αναφέρονταν, μεταξύ άλλων και στην εγκαλούσα εταιρεία. Επομένως, ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ''το έγγραφο δεν αφορά ούτε αποτελεί ψόγο για το συγκεκριμένο εργοδότη Σ., αποτελεί επεξήγηση ποιος είναι ο αγώνας ο συνδικαλιστικός των εργαζομένων, το έγγραφο αφορά μόνο στην απόλυση των συγκεκριμένων εργαζομένων που ήταν συνδικαλιστές και παρά το συνδικαλιστικό νόμο'' είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα προκύπτει πως οι κατηγορούμενοι με το έγγραφό τους στρέφονταν αποκλειστικά κατά των εργοδοτών τους, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα εταιρεία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν επί χρόνια συνδικαλιστική δράση, ο δε δεύτερος από αυτούς εργαζόταν στην εγκαλούσα εταιρεία ήδη από το 2006 και εντεύθεν. Με την ιδιότητά τους αυτή γνώριζαν ότι Α) η εγκαλούσα εταιρεία δεν απασχολούσε κάποιον από τους οδηγούς που εργάζονταν σ' αυτήν επί 18- 20 ώρες ημερησίως, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες εργαζόμενοι στην εταιρεία και συγκεκριμένα ο Ι. Π. κατέθεσε ''εγώ είμαι οδηγός και συνήθως τηρούμε το ωράριο. Είναι λίγες οι περιπτώσεις που υπερβαίνουμε λίγο το ωράριο και αυτό μπορεί να είναι κατά 15 με 30 λεπτά της ώρας'', καθώς και ο Δ. Χ. που κατέθεσε ''οι εργαζόμενοι δεν δουλεύουν πέραν του ωραρίου'', Β) δεν απασχολούσε ανασφάλιστο προσωπικό (βλ. κατάθεση Κ. Μ. ''δεν αντιλήφθηκα να δουλεύει κάποιος πέραν του ωραρίου ή να είναι ανασφάλιστος ή να μεταφέρει παράνομα έγγραφα'', Γ) εφάρμοζε τις συλλογικές ρυθμίσεις που καθόριζαν τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων (βλ. κατάθεση Δ. Χ. ''εφαρμόζονται οι ΣΣΕ), Δ και Ε) δεν πραγματοποιούσε παράνομες και λαθραίες μεταφορές με πλαστά έγγραφα, όπως διπλώματα, ADR, φορτωτικές, οι δε εργαζόμενοι σ' αυτήν λάμβαναν κανονικά τις αποδοχές τους, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους, όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος Δ. Γ. ανέφερε στην απολογία του ''σήμερα δεν θα έλεγα εάν το ξαναέγραφα ότι υπάρχει ανασφάλιστη εργασία, παράνομη μεταφορά με πλαστά έγγραφα, ούτε απλήρωτοι οδηγοί, δεν ισχύει αυτό για το Σ. και τέλος ΣΤ) δεν πραγματοποιούσε μεταφορές επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία, όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος Δ. Γ. ανέφερε στην απολογία του ''ο Σ. δεν έχει καζάνια και επομένως δεν μπορούσε να μεταφέρει υγρά τρόφιμα και καύσιμα. Τα παραπάνω προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων αλλά και την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου που ανέφερε ''σήμερα δεν θα έλεγα εάν το ξαναέγραφα ότι υπάρχει ανασφάλιστη εργασία, παράνομη μεταφορά με πλαστά έγγραφα ούτε απλήρωτοι οδηγοί. Δεν ισχύει αυτό για τον Σ.''. Εξάλλου, ούτε υπερβολικές παραβάσεις ωραρίου υπήρχαν στην εγκαλούσα, αλλά υπήρχαν συνυφασμένες με τη φύση της εργασίας των οδηγών μικρές αποκλίσεις του ωραρίου από 15 μέχρι και 2 ώρες (βλ. κατάθεση Π. '' είναι λίγες οι περιπτώσεις που υπερβαίνουμε λίγο το ωράριο και αυτό μπορεί να είναι κατά 15 με 30 λεπτά της ώρας'' και του Χ. ''το ωράριο μπορεί να έφθανε τις 10 ώρες''. Εξάλλου, τα καταγγελλόμενα σχετικά με την απόλυση των κατηγορουμένων λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης, κατά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας, δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση 16853/2016 του Μον. Πλημ/κείου Θες/νίκης ότι ήταν αληθή και τους απάλλαξε από την αποδιδόμενη κατηγορία για το σκέλος αυτό, το δε παρόν δικαστήριο δεν μπορεί να ερευνήσει εκ νέου τα παραπάνω (αρ.470 ΚΠΔ). Ενώ όμως γνώριζαν, λόγω της συνδικαλιστικής τους ιδιότητας αμφότεροι αλλά και λόγω της εργασιακής του σχέσης με την εγκαλούσα εταιρεία ο δεύτερος, αφενός ότι τα παραπάνω καταγγελλόμενα (πλην της απόλυσής τους λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης, κατά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας), που ήταν σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, γενικά τις εργασίες της εγκαλούσας εταιρείας και με τα πρόσωπα που την διοικούσαν και τη διηύθυναν, ήταν ψευδή, αφετέρου ότι οι καταγγελίες αυτές μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εγκαλούσα εταιρεία και γενικά τις επιχειρήσεις της, παρόλα αυτά προχώρησαν στην κατάθεση της αναφοράς στον Εισαγγελέα και επίσης κοινοποίησαν το περιεχόμενο της αναφοράς αυτής στους λοιπούς εργαζόμενους στις μεταφορικές εταιρείες, τόσο συναδέλφους τους όσο και εργαζόμενους άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της εγκαλούσας (βλ. κατάθεση μάρτυρα της πολιτικώς ενάγουσας), σκοπός τους δε ήταν να ανατρέψουν τις απολύσεις τους με την άσκηση διώξεων εναντίον των εργοδοτών τους. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι του αποδιδόμενου σε αυτούς αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας από κοινού. Με τις σκέψεις και παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημ/κείο Θες/νίκης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας από κοινού ήτοι ότι στη Θεσσαλονίκη την 17-11-2011 οι κατηγορούμενοι ήδη αναιρεσείοντες από κοινού ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκαν εγγράφως για ανώνυμη εταιρεία ορισμένα ψευδή γεγονότα που είναι σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, γενικά τις εργασίες της και τα πρόσωπα που τη διοικούν και τη διευθύνουν, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά τις επιχειρήσεις της, ενώ τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας τους. Συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο απέστειλαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την από 17-11-2011 έγγραφη ενημέρωση - διαμαρτυρία, την οποία είχαν συντάξει και υπογράψει οι ίδιοι, ο μεν πρώτος Ε. Π. ως Πρόεδρος , ο δε δεύτερος Γ. Δ. ως Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας της ..., στο οποίο ανέφεραν για την εγκαλούσα, εδρεύουσα στο ...ς, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ''... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ'' και το διακριτικό τίτλο ''... Α.Ε.'' που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τις εθνικές οδικές μεταφορές, κατά λέξη τα εξής σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, τις εργασίες της και τα διοικούντα και διευθύνοντα την εταιρεία αυτή πρόσωπα, γεγονότα : ''Οι μεταφορικές εταιρείες καταπατώντας τον ν.1264/82 <<για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων>>, προέβησαν σε αυθαίρετες απολύσεις συνδικαλιστών της ..., τον Πρόεδρο κ. Π. Ε., τον Αντιπρόεδρο κ. Σ. Ν. και τον Αν. Γενικό Γραμματέα κ. Δ. Γ.. Πιστεύουμε πως υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο εναντίον των παραπάνω, διότι και οι τρεις απολύθηκαν ο ένας μετά τον άλλον σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και είναι όλοι τους μέλη της διοίκησης της .... Ο πραγματικός λόγος απόλυσής τους είναι επειδή αγωνίζονται για τα κεκτημένα δικαιώματα του κλάδου των οδηγών. Συγκεκριμένα καταπολεμούν τα υπερβολικά ωράρια των οδηγών- μέχρι 18-20 ώρες στο τιμόνι ημερησίως- την ανασφάλιστη εργασία, την μη εφαρμογή της ΣΣΕ, την παράνομη μεταφορά -λαθραία εσωτερική μεταφορά με πλαστά έγγραφα, όπως διπλώματα, ADR, φορτωτικές- τη μεταφορά που είναι επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία- μεταφορά βιοντίζελ με γάλα και τρόφιμα ψυγείου με φορτηγά χωρίς ψύξη- και φρόντιζαν τους απλήρωτους οδηγούς - από 3 μέχρι 15 μήνες- και ενώ οι επιχειρήσεις λειτουργούν κανονικά. Οι εργοδότες των παραπάνω συνδικαλιστών της ... ενώ γνώριζαν τον ν.1264/82 τους απέλυσαν χωρίς να εφαρμόσουν τα άρθρα 14, 15 του νόμου θεωρώντας πως έχουν τη δύναμη να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να τους παρεμποδίσει κανείς. Την τεχνική αυτή την πραγματοποίησαν διότι ενώ παρανομούν συνέχεια, δεν τιμωρείται κανείς και αν σε κάποιον επιβληθεί πρόστιμο αυτό είναι μηδαμινό''. Τα γεγονότα, όμως, αυτά τα οποία αναφέρονται στην πιο πάνω ενημέρωση - διαμαρτυρία που συνέταξαν και υπέγραψαν οι κατηγορούμενοι, των οποίων έλαβαν γνώση ο Διευθύνων, εισαγγελικοί λειτουργοί και υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ανακριτικοί υπάλληλοι και άλλοι, εκτός από αυτά που αφορούν την απόλυση των κατηγορουμένων λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης κατά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, είναι ψευδή, καθώς η αλήθεια, την οποία οι κατηγορούμενοι γνώριζαν, ήταν ότι η εγκαλούσα εταιρεία δεν απασχολούσε κάποιον από τους οδηγούς που εργάζονταν σ' αυτή επί 18-20 ώρες ημερησίως, δεν απασχολούσε ανασφάλιστο προσωπικό, ότι εφάρμοζε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που καθόριζαν τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, ότι δεν πραγματοποιούσε παράνομες και λαθραίες μεταφορές με πλαστά έγγραφα, όπως διπλώματα, ADR, φορτωτικές, ούτε πραγματοποιούσε μεταφορές επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία, οι δε εργαζόμενοι σ 'αυτή λάμβαναν κανονικά τις αποδοχές τους, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους. Οι δε κατηγορούμενοι, αν και γνώριζαν ότι τα γεγονότα αυτά που ήταν σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, γενικά τις εργασίες της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με το διακριτικό τίτλο ''... Α.Ε.'' και με τα πρόσωπα που τη διοικούσαν και τη διηύθυναν, είναι ψευδή και ότι μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εγκαλούσα εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της, τα ισχυρίστηκαν ενώπιον των προαναφερομένων προσώπων''. Με τα παραπάνω που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Όπως στη μείζονα σκέψη αναλύθηκε, για τη θεμελίωση των αντικειμενικών στοιχείων του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, θα πρέπει ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να γίνεται ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και τις επιχειρήσεις της. Εξάλλου, τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελείς, δικαστές, δικαστικοί και ανακριτικοί υπάλληλοι) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση των δυσφημιστικών ισχυρισμών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν περί αυτών των ισχυρισμών, δεν είναι εξ αυτού και μόνον του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνον μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος να βλάψει άλλον. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνον τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης ανάλογα της πολιτικής ή της ποινικής δικονομίας. Ενεργούν μόνον κατά τα καθήκοντά τους ως επιφορτισμένα όργανα της πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού. Ειδικότερα, έγινε δεκτό στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι τα καταγγελλόμενα είναι ψευδή, προχώρησαν στην κατάθεση της αναφοράς στον Εισαγγελέα και επίσης κοινοποίησαν το περιεχόμενο της αναφοράς αυτής στους λοιπούς εργαζόμενους των μεταφορικών εταιρειών, τόσον συναδέλφους τους όσο και εργαζόμενους άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της εγκαλούσας εταιρείας. Στο διατακτικό έγινε δεκτό ότι τα ψευδή γεγονότα που αναφέρονται στην ενημέρωση - διαμαρτυρία και συνέταξαν και υπέγραψαν οι κατηγορούμενοι, έλαβαν γνώση ο Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών (Διευθύνων), εισαγγελικοί λειτουργοί και υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θες/νίκης, ανακριτικοί υπάλληλοι και άλλοι. Από τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά, προκύπτει αντίφαση στην απόφαση ως προς τη συνδρομή του αντικειμενικού στοιχείου του τρίτου (προσώπου) ενώπιον του οποίου οι αναιρεσείοντες που καταδικάστηκαν από κοινού, ισχυρίστηκαν εγγράφως ορισμένα ψευδή γεγονότα, βλαπτικά για την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διότι, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι κατέθεσαν την ψευδή αναφορά τους στον Εισαγγελέα και παράλληλα διέδωσαν το περιεχόμενο της σε εργαζόμενους των μεταφορικών και άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της εγκαλούσας εταιρείας, στο διατακτικό γίνεται δεκτό ότι έλαβαν γνώση του ψευδούς περιεχομένου της αναφοράς τα εκτιθέμενα δικαστικά πρόσωπα που, άλλωστε, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ιδιότητα του τρίτου, καθώς και άλλοι (αορίστως), οι οποίοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι τα ίδια πρόσωπα που εκτίθενται στο σκεπτικό και συνιστούν τρίτους (εργαζόμενοι, πελάτες), επειδή ουδόλως προσδιορίζονται. Μετά την ασάφεια αυτή ως προς την ύπαρξη του απαραίτητου αντικειμενικού στοιχείου του αδικήματος στην απόφαση, καθίσταται, εντεύθεν, ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως εκ τούτου, πρέπει, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο λόγος της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αιτιάσεων των αναιρεσειόντων πάνω στον ίδιο λόγο, καθώς και του άλλου λόγου της αναίρεσης, στηριζομένου στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του ΚΠΔ και αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνδεση από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έχουν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2351/2018 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ