Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1281 / 2019    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1281/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Αναστασία Περιστεράκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Π. του Γ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Γρηγοριάδη. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Α. του Γ., κατοίκου .... Παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Θαλασσία Χατζηγιαννάκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-7-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η απόφαση 7148/2014 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-12-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της επιλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ` άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. Β ΚΠολΔ. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής αποφάσεως, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως, κατ` άρθρο 897 επΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 897ΚΠολΔ η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση, για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν και ειδικότερα, εκτός άλλων, αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη (§ 1) (ΑΠ360/2018). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 901 παρ. 1 στοιχείο α` του ΚΠολΔ, μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης, πλην άλλων περιπτώσεων, και αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας. Με τις ανωτέρω δύο διατάξεις θεσπίζεται αφενός μεν η ακυρωσία και αφετέρου η ανυπαρξία διαιτητικής απόφασης, όταν η διαφορά για την οποία αποφάνθηκαν οι διαιτητές δεν έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους. Το πότε η διαιτητική απόφαση είναι ακυρώσιμη και πότε ανύπαρκτη, εξαρτάται από τη συνομολόγηση συμφωνίας για διαιτησία. Έτσι, αν οι διαιτητές στηρίζουν την εξουσία τους σε ανύπαρκτη συμφωνία για διαιτησία, τότε η απόφασή τους είναι και αυτή ανύπαρκτη. Αν, αντίθετα, οι διαιτητές αντλούν μεν την εξουσία τους από υπαρκτή συμφωνία, αλλά την επέκτειναν και στην επίλυση διαφορών, οι οποίες με το συνυποσχετικό δεν έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους, ή βάσει του νόμου πλέον αποκλείονται από τη δικαιοδοσία τους, τότε η απόφασή τους είναι όχι ανύπαρκτη, αλλ` ακυρώσιμη(ΑΠ536/2007) Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869ΚΠολΔ συνάγεται, ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν οι αξιώσεις που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται επίσης αξιώσεις που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200ΑΚ για να κριθεί, αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία (ΑΠ 539/2013, ΑΠ543/2017).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 870 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κύρια ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση, στην οποία αναφέρεται, έστω και να ενσωματώνεται στο ίδιο κείμενο, με συνέπεια, αν δεν συνάγεται το αντίθετο, το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από το κύρος της κύριας σύμβασης (ΑΠ 877/2000), και, επομένως η κρίση για την εγκυρότητα της κυρίας συμβάσεως ανήκει καταρχήν στην εξουσία των διαιτητών. Ανακύπτει όμως δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, όταν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ακυρώσεως της σύμβασης που πλήττουν και την ίδια τη διαιτητική ρήτρα ,αφού η δικαιοδοσία των διαιτητών προϋποθέτει την ισχύ της ρήτρας αυτής από την οποία και μόνον απορρέει. Η εκδοχή αυτή συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264, 869 εδ.α' και 897 αρ. 1 και των άρθρων 180 και 184 ΑΚ. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 181 ΑΚ στη διαιτητική συμφωνία και την κύρια σύμβαση ή την έννομη σχέση στην οποία αναφέρεται η συμφωνία, είτε αυτές καταρτίζονται χωριστά, είτε ταυτόχρονα και με το ίδιο έγγραφο. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού τότε μόνον εφαρμόζονται αν από την όλη δικαιοπραξία, την οποία θέλησαν τα μέρη, είναι άκυρο μέρος αυτής, δηλ. αν τα μέρη θέλησαν κατά τη συνομολόγηση της δικαιοπραξίας να καταρτίσουν ενιαία δικαιοπραξία.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονταν (ΑΠ 34/2015, ΑΠ 560/2013).
Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559αρ1 ΚΠοΛΔ ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 147, 148, 149, 140, 153, 154, 181, 184, 180 ΑΚ και 897 αρ. 4 και 901 παρ. 1 στοιχ.α' ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν είναι νοητή η απαγγελία της ακυρωσίας της σύμβασης, με την οποία εισήλθε η ίδια ως εταίρος στην ομόρρυθμη εταιρία μέλος της οποίας ήταν ο αναιρεσίβλητος αρχικών και η μη ακύρωση της συμφωνίας των εταίρων για την υπαγωγή των εταιρικών διαφορών σε διαιτησία, αφού αναδρομικά με την ακύρωση της αγοράς του μεριδίου του μη διαδίκου εταίρου λόγω απάτης δεν τη συνέδεε πλέον καμία σχέση με την εταιρία αυτή. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του από 30.7.1987 ιδιωτικού συμφωνητικού που δημοσιεύθηκε νόμιμα, συνεστήθη ομόρρυθμη εταιρεία μεταξύ του Ζ. Σ. και του εναγόμενου (και ήδη αναιρεσιβλήτου) Κ. Α. με την επωνυμία "... Ο.Ε." και το διακριτικό τίτλο "...", με σκοπό την άσκηση πάσης φύσεως εργασιών που έχουν σχέση με τον τουρισμό και τα ταξίδια γενικά. Η διάρκεια της εταιρείας καθορίστηκε για πέντε (5) χρόνια, η δε συμμετοχή στα κέρδη και στις ζημιές της εταιρείας κάθε εταίρου σε ποσοστό 50%. Με τον υπ' αριθμ. 13° όρο του ίδιου συμφωνητικού ορίστηκε ότι για κάθε συμφωνία ή διένεξη μεταξύ των συνεταίρων, προερχόμενη από την εταιρική σχέση, θα λύεται υποχρεωτικά με διαιτησία από δύο διαιτητές, τους οποίους θα διορίζουν ανά ένα έκαστος εταίρος και σε διαφωνία των διαιτητών θα διορίζεται ως Επιδιαιτητής ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών ή ο υπ' αυτού διοριζόμενος Δικαστής. Ακολούθως με το από 27.7.1992 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των ίδιων ως άνω προσώπων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, η διάρκεια της παραπάνω εταιρείας παρατάθηκε μέχρι την 31.12.1992. Στη συνέχεια με το από 12.1.1993 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων προσώπων και της ενάγουσας (και ήδη αναιρεσείουσας), που δημοσιεύθηκε νόμιμα, συμφωνήθηκε αφενός μεν η εκ νέου παράταση της διάρκειας της εταιρείας μέχρι την 31.12.1997 και αφετέρου ο εκ των ομορρύθμων εταίρων Ζ. Σ. αποχώρησε απ' αυτή και μεταβίβασε λόγω πωλήσεως και εκχώρησε στην ενάγουσα την εταιρική του μερίδα με όλα τα απορρέονται απ' αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με ρητό όρο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού ορίστηκε ότι οι διάδικοι αναλαμβάνουν να πληρώσουν κάθε χρέος, δαπάνη, έξοδο, απαίτηση και γενικά ποσό, που αιτία ή αφορμή είχε τη μέχρι τώρα λειτουργία της εταιρείας. Μετά ταύτα απέμειναν μόνοι εταίροι της άνω εταιρείας οι διάδικοι με ποσοστό συμμετοχής καθενός στα κέρδη και τις ζημίες 50%, ανέλαβαν δε από κοινού τη διαχείριση και εκπροσώπηση αυτής. Κατόπιν της από 20.2.1996 εξώδικης καταγγελίας του εναγόμενου, που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 5.3.1996... για υπαίτια συμπεριφορά της ενάγουσας, λύθηκε η εταιρεία και επακολούθησε δημοσίευση της λύσης στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό ….14/29.3.1996. Κατά τη διάρκεια του σταδίου της εκκαθαρίσεως, μετά από διενεργηθέντα έλεγχο στα βιβλία και παραστατικά της εταιρείας για τα οικονομικά έτη 1993 μέχρι 1997, συντάχθηκαν οι από 25.8.1997 και 29.7.1997 εκθέσεις ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και εφαρμογής των διατάξεων του ΦΠΑ αντίστοιχα, με τις οποίες επιβλήθηκαν σε βάρος της εταιρείας διαφορές εισοδήματος και ΦΠΑ για τις ως άνω χρήσεις καθώς και πρόστιμα, συνεπεία των οποίων βεβαιώθηκαν ληξιπρόθεσμα χρέη της εταιρείας συνολικού ποσού 35.441.142 δραχμών. Μετά ταύτα ο ήδη εναγόμενος, προσέφυγε ασκώντας το εξ αναγωγής δικαίωμά του βάσει του προαναφερόμενου όρου σε διαιτησία και με την από 10.11.2000 αίτησή του ζήτησε να υποχρεωθεί η ήδη ενάγουσα να του καταβάλει την αναλογία της στην ως άνω οφειλή, ανερχόμενη με βάση την εταιρική της μερίδα σε 17.772.971 δραχμές ή 52.158,39 ευρώ. Το Διαιτητικό Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 15/2003 απόφασή του, αφού δέχθηκε ως νόμιμη την αίτηση, έκρινε μεταξύ άλλων παρεμπιπτόντως ότι η μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων στην ενάγουσα από τον Ζ. Σ. ήταν έγκυρη και ισχυρή, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της ότι τα άνω χρέη δημιουργήθηκαν αποκλειστικά και μόνο από παράνομες πράξεις (φορολογικές παραβάσεις) του ήδη εναγόμενου και ότι ο τελευταίος μετά την είσοδό της στην εταιρεία δεν επέτρεψε σ' αυτήν να λάβει γνώση οποιουδήποτε σχετικού με τη διαχείριση στοιχείου, ούτε να ασκήσει οποιαδήποτε πράξη διαχειρίσεως, ακολούθως έκανε δεκτή την αίτηση κατά πλειοψηφία και υποχρέωσε την καθ' ης και ήδη ενάγουσα να καταβάλει στον αιτούντα και ήδη εναγόμενο το ποσό των 52.158,39 ευρώ νομιμοτόκως. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 22.10.2003 αγωγή της κατά του ήδη εναγόμενου και του Ζ. Σ., με την οποία ζήτησε την ακύρωση της πώλησης του εταιρικού μεριδίου του Ζ. Σ. σ' αυτήν λόγω απάτης, συνισταμένης στη δόλια απόκρυψη εκ μέρους των εναγομένων της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας καθώς και των παράνομων πράξεων που είχαν διαπράξει με την απόκρυψη φορολογητέου εισοδήματος από τις φορολογικές αρχές, συνεπεία των οποίων επιβλήθηκαν στην εταιρεία φόροι και πρόστιμα, κατάσταση την οποία αν γνώριζε δεν θα προέβαινε στην αγορά του εν λόγω εταιρικού μεριδίου. Επί της άνω αγωγής, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 831/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού απέρριψε την ένσταση δεδικασμένου που απέρρεε από τη διαιτητική απόφαση, καθώς και την αγωγή ως προς τον ήδη εναγόμενο Κ. Α., ως αβάσιμη κατ' ουσία, έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της ως προς τον Ζ. Σ. και ακύρωσε την ένδικη πώληση. Η ενάγουσα με το σχετικό λόγο της υπό κρίση αγωγής της ζητεί να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της εν λόγω διαιτητικής απόφασης ισχυριζόμενη ότι με την ακύρωση της μεταβίβασης σ' αυτήν του εταιρικού μεριδίου με την προαναφερόμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εξισώνεται κατ' άρθρο 184 Α.Κ. με εξυπαρχής άκυρη, κατέστη ανύπαρκτη και η ρήτρα περί διαιτησίας, η οποία περιεχόταν ως όρος στην ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος αφού κατά τα άνω η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κύρια ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση της πώλησης του εταιρικού μεριδίου, από δε το όλο περιεχόμενο της κυρίας συμβάσεως, δεν προκύπτει ερμηνευτικά ότι η ακυρότητα της συμβάσεως αυτής θα είχε ως συνέπεια την ανυπαρξία αυτοδικαίως της ρήτρας περί διαιτησίας. Αλλά και αν ήθελε γίνει δεκτό από το όλο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής ότι με αυτή ζητείται η ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως λόγω ακυρότητας της συμφωνίας για διαιτησία, κατ' άρθρο 897 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., και πάλι ο σχετικός λόγος είναι μη νόμιμος, αφού κατά τα προαναφερόμενα η ακυρότητα της βασικής συμβάσεως δεν συνεπάγεται αναγκαίως και την ακυρότητα της ρήτρας διαιτησίας. Σε κάθε δε περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι με τον άνω λόγο ζητείται η ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, κατ' άρθρο 897 παρ. 2 περ. στ' για συνδρομή περίπτωσης αναψηλάφησης, η αγωγή είναι επίσης μη νόμιμη και απορριπτέα. Και τούτο διότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αντιφατικών δεδικασμένων, αφού κατά τα προαναφερόμενα η παρεμπίπτουσα κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου για την εγκυρότητα της ουσιαστικής σύμβασης πώλησης του εταιρικού μεριδίου δεν δημιουργεί δεδικασμένο, ανεξάρτητα του ότι η αντίφαση μεταξύ της διαιτητικής αποφάσεως και της μεταγενέστερης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί της εγκυρότητας της ουσιαστικής συμβάσεως, δεν δύναται να οδηγήσει σε ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως, διότι το Ειρηνοδικείο Αθηνών εξέτασε το ζήτημα του ουσιαστικού δεδικασμένου και εξέφερε κρίση περί αυτού. Μετά από αυτά η αγωγή, που δεν περιέχει άλλο λόγο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη..." Από τις άνω παραδοχές προκύπτει ότι το Εφετείο δεχόμενο ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση της πώλησης του εταιρικού μεριδίου του αρχικού ομόρρυθμου εταίρου Ζ. Σ. στην ενάγουσα, που ακυρώθηκε δυνάμει της 831/2005 αμετάκλητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και ότι το κύρος της τελευταίας δεν επιδρά στη συμφωνία περί διαιτησίας, μη εφαρμοζομένου του άρθρου 181ΑΚ στην προκειμένη περίπτωση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή και την ερμηνεία των άνω διατάξεων, αφού με την αμετάκλητη ακύρωση λόγω απάτης της σύμβασης πώλησης του εταιρικού μεριδίου, που ενεργεί αναδρομικά, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη δεν συνδεόταν πλέον με κάποιο δεσμό με την εταιρία και τον έτερο εταίρο, ώστε να δεσμεύεται από τη συμφωνία περί επίλυσης των διαφορών που απορρέουν από την λειτουργία της εταιρίας με διαιτησία προκειμένου να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει τα προαναφερθέντα χρέη της εταιρείας. Επομένως, λόγω της ακύρωσης της σύμβασης πώλησης του μεριδίου του εταίρου Ζ. Σ. στην αναιρεσείουσα, αυτή έπαψε να είναι εταίρος και να δεσμεύεται από οποιαδήποτε συμφωνία του ως άνω εταίρου με τον αναιρεσίβλητο σχετικά με την εταιρία, έτσι ώστε και η περί διαιτησίας συμφωνία να μην έχει συνομολογηθεί μεταξύ αυτής και του αναιρεσίβλητου, με αποτέλεσμα να είναι αυτή ανύπαρκτη ως προς την (αναιρεσείουσα) και να μην δεσμεύεται από αυτή, και συνακόλουθα να είναι ανύπαρκτη και η διαιτητική απόφαση. Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτός ο άνω λόγος αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου που έγινε δεκτός.
Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν την ένδικη αγωγή, να αποδοθεί το παράβολο στην αναιρεσείουσα (αρθ 495 ΚΠοΛΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας του (αρθ 176,183ΚΠοΛΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 7148/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από δικαστές διαφορετικούς από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Οκτωβρίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή