Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1646 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Νομιμοποίηση εσόδων, Κατάχρηση εξουσίας.




Περίληψη:
Αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος. Κατάχρηση εξουσίας. Ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα με βασικό έγκλημα την παθητική δωροδοκία δικαστή. Απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα. Απόπειρα εκβίασης. Παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση των λόγων αναιρέσεως: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) απόλυτη ακυρότητα (παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, από δηλώσεις του Εισαγγελέα του Α.Π. και από μη χορήγηση αντιγράφων της προκαταρκτικής), δ) υπέρβαση εξουσίας (χορήγηση άδειας της Βουλής μετά τρίμηνο από της υποβολής της σχετικής αίτησης). Επάρκεια αιτιολογίας ως προς όλα τα αδικήματα και ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα και δεν παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, από δηλώσεις του Εισαγγελέα του Α.Π. Απαραδέκτως προβάλλονται οι σχετικές αιτιάσεις. Παραδεκτώς χορηγήθηκε η άδεια της Βουλής για την άρση της ασυλίας μέλους του Κοινοβουλίου, μετά πάροδο τριμήνου από της υποβολής της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αδυναμία ελέγχου από τα Δικαστήρια, αφού ανήκει στα interna corporis της Βουλής), αλλά και λόγω της αναστολής των εργασιών της, μη υφισταμένης δυνατότητας του Συμβουλίου να υπεισέλθει στα εσωτερικά θέματα της Βουλής. Απορρίπτει αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους. Απορρίπτει αναιρέσεις.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1646/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1588/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους: 1.Χ4 και 2. Χ5.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Σεπτεμβρίου 2007, 11 Σεπτεμβρίου 2007 και 1η Οκτωβρίου 2007 αίτησή των, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1717/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 10/11-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθμ. 185/10-9-2007, 190/11-9-2007 και 203/1-10-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ1 , κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, 2) Χ2 και 3) Χ3, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθμ. 1588/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
1) Με το βούλευμα αυτό, που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 Κ.Π.Δ. (όπως συμπληρώθηκε με το αρ. 15 § 1 του ν.3472/2006) παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες (μαζί με τους Χ4 και Χ5) στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθούν: Ο πρώτος Χ1 για α) κατάχρηση εξουσίας και β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη παθητική δωροδοκία δικαστή κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα, ο δεύτερος Χ2 για α) ηθική αυτουργία με κατάχρηση εξουσίας, β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη παθητική δωροδοκία δικαστή, γ) απόπειρα απάτης με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 73.000 ευρώ, δ) παράβαση του άρθρου 11 του ν.5227/1931 "περί μεσαζόντων, τετελεσμένη από κοινού και εν αποπείρα, ε) απόπειρα εκβίασης και στ) απάτη από κοινού. Και ο τρίτος Χ3, για α) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη παθητική δωροδοκία δικαστή, β) απάτη από κοινού και γ) παράβαση του άρθρου 11 του ν.5227/1931 "περί μεσαζόντων" από κοινού. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρ. 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.), από δικαιούμενα σε άσκηση αναιρέσεως πρόσωπα (αρ. 463 και 482 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ.) και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως, ήτοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της απόλυτης ακυρότητας η αναίρεση του πρώτου Χ1 (άρθ. 484 § ια', β' και δ' Κ.Π.Δ.) της υπέρβασης εξουσίας και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η αναίρεση του δευτέρου Χ2 (άρ. 484 § ιδ' και στ' Κ.Π.Δ.), της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, της απόλυτης ακυρότητας και της υπέρβασης εξουσίας η αναίρεση του τρίτου Χ3.Συνεπώς είναι τυπικά παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Κατά το άρθρο 239 του ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων α)......β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη. Δράστης του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας μπορεί να είναι υπάλληλος με την έννοια των άρθρων 13 α και 263 Α του ΠΚ, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η άσκηση ποινικής δίωξης, δηλαδή οι εισαγγελείς και οι δημόσιοι κατήγοροι, ή η διενέργεια ανάκρισης (και προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης) για αξιόποινες πράξεις, δηλαδή ο ανακριτής και οι γενικοί ή ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος στην κακουργηματική του μορφή απαιτείται ο δράστης α) είτε να εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο, δηλαδή να ενέβαλε σε κίνδυνο δίωξης ή τιμωρίας κάποιον, ο οποίος δεν τέλεσε καμία αξιόποινη πράξη ή ο οποίος τέλεσε άλλη αξιόποινη πράξη και όχι τη συγκεκριμένη πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη ή εκείνος υπέρ του οποίου υπάρχει λόγος που αποκλείει το άδικο ή την ενοχή ή προσωπικός λόγος που αποκλείει την επιβολή ποινής και β) είτε να παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή να προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείται η απαλλαγή του υπαιτίου να επήλθε ως αποτέλεσμα της πράξης (ενέργειας ή παράλειψης) δράστη, ενώ με την απαλλαγή του υπαιτίου ισοδυναμεί και η παραγραφή του αξιοποίνου (ΑΠ 273/2000 ΠΧρ. Ν. σελ. 881 και ΑΠ 1117/81 ΠΧρ ΛΒ σελ. 425). Επίσης, απαιτείται ο δράστης να έχει άμεσο δόλο, δηλαδή να γνωρίζει ότι εκείνος του οποίου προκάλεσε την απαλλαγή είχε τελέσει τη σχετική αξιόποινη πράξη (ΑΠ 1193/87 ΠΧρ ΛΖ σελ. 995), ενώ δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτός που απαλλάσσεται να είναι εξατομικευμένο πρόσωπο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, "για την πρόληψη καθ καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005), "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998), ο όρος "εγκληματικές δραστηριότητες" περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) και τα εγκλήματα (καλούμενα εφεξής βασικά εγκλήματα) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα" και κατά τη διάταξη της παρ γ' του ίδιου άρθρου του νόμου, με τον όρο "περιουσία" νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/ 2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ' (εγκλήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 κα ι 237 του Π.Κ.), τέθηκε στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς (ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο "εγκληματικές δραστηριότητες") μόνον η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ.), στην έννοια όμως της οποίας περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 237 του Π.Κ. (παθητική δωροδοκία δικαστή), αποκλεισθείσης μόνον της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 236 και 237 παρ. 2 του Π.K.), προδήλως ως μη αποφέρουσας εισόδημα. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), "1. Εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος") προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με την μορφή εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση, οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικά δε δόλο, έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη. Διευκρινίζεται στο νόμο αναλυτικά, τι νοείται με τους όρους ''εγκληματική δραστηριότητα'' και ''περιουσία'', στην έννοια δε της τελευταίας, περιλαμβάνεται και το χρήμα, υπό υλική ή άυλη μορφή. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, πράγμα που δεν αποκλείεται από οιαδήποτε διάταξη του νόμου (εκτός από την περίπτωση που το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της ''παροχής συνδρομής'' σε άλλο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, οπότε αποκλείεται η ταυτοπροσωπία εννοιολογικά) ή άλλη διάταξη, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ' εξοχήν δε ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνου που απόκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα) τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξεως. Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα όπως αναφέρθηκε βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν. 2331) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε μεταξύ αυτών και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, αποτελούσα ειδικότερη περίπτωση παθητικής δωροδοκίας, η οποία ρητά προβλέπεται στο νόμο και μετά την τροποποίηση του. Τέλεση του εγκλήματος κατ' επάγγελμα, νοείται υπό την έννοια του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ., όταν δηλαδή από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού, για τον πορισμό εισοδήματος. Το έγκλημα δε της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, που ήταν (προ της ισχύος του ν. 3327/2005) πλημμέλημα, προϋποθέτει εκτός από τη δικαστική ιδιότητα του υπαίτιου, απαίτηση ή αποδοχή από αυτόν δώρου ή άλλου ωφελήματος, που δεν το δικαιούται ή έστω αποδοχή υπόσχεσης παροχής δώρου ή ωφελήματος. Kαι το έγκλημα δηλαδή της παθητικής δωροδοκίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του (απαίτηση ή αποδοχή δώρου ή ωφελήματος ή υπόσχεσης παροχής), αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορεί να εναλλαχθούν, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, τελείται ένα μόνον έγκλημα, του οποίου μάλιστα χρόνος τέλεσης, είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος (τέλεσης). Από υποκειμενική δε άποψη, εκτός από το δόλο, που αρκεί να είναι και ενδεχόμενος, απαιτείται και περαιτέρω σκοπός του υπαίτιου, για διεξαγωγή ή κρίση μιας υπόθεσης που του έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου. Kαι η παθητική δηλαδή δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, είναι έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση.
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών τιμωρούμενος με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, στη βασική του υπόσταση, απαιτούνται, α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών ή παρασιώπηση τους, εξαιτίας των οποίων, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και διαβεβαιώσεις (ΑΠ 2353/2002 Ποιν.Δικ. 2003, σελ. 448, ΑΠ 405/2004 Ποιν.Δικ. 2004 σελ. 79, Απ 59/2005 ΠΧ ΝΕ-887, ΑΠ 587/2006 ΠΧ ΝΖ-57). Η πράξη της απάτης κατά την παρ. 3 εδ. β', ιδίου άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/99, προσλαμβάνει το χαρακτήρα κακουργήματος αν το περιουσιακό όφελος ή η προκληθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Περί μιας δε πράξεως πρόκειται όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατώμενο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας της οποίας (άπαξ πλάνης) προβαίνει ο εξαπατώμενος σε μία ή και περισσότερες επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 471/2003 Ποιν.Δικ. 2003 σελ. 862, ΑΠ 2251/2002. Ποιν. Δικ. 2003 σελ. 577, ΑΠ 935/2003 Ποιν.Δικ. 2003, σελ. 1160, ΑΠ 2203/2006, ΠΧ ΝΖ-209, Μπουρόπουλος, Ερμηνεία ΠΚ, Τόμος Γ, σελ. 82, Κ. Σταμάτης, σε ΠΧ ΛΔ-98).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 "περί μεσοζόντων", "με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή (10.000 μέχρι 1.000.000 δρχ.) τιμωρείται όποιος παριστάνει ψευδώς ή αληθώς, ότι ως εκ των σχέσεων αυτού μπορεί να πετύχει υπέρ άλλου ή και υπέρ εαυτού, αλλά για λογαριασμό άλλου, τη σύναψη οιασδήποτε συμβάσεως μετά του Δημοσίου ή των λοιπών αναφερομένων στο άρθρ, 1 του παρόντος προσώπων ή και ασχέτως προς πάσα σύμβαση, προκαλέσει οιασδήποτε πράξη ή παράλειψη των προσώπων αυτών, των υπαλλήλων αντιπροσώπων ή των οργάνων αυτών, λαμβάνει αμοιβή ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεση τέτοιας αμοιβής ή ανταλλάγματος, υπέρ εαυτού ή τρίτου". Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος που προβλέπει η διάταξη αυτή απαιτείται μεταξύ άλλων, λήψη αμοιβής ή ανταλλάγματος ή απόσπαση αμοιβής ή ανταλλάγματος (ΑΠ 646/99 ΠΧ Ν-233, ΑΠ 40/2005 ΠΧ ΝΕ 829, ΑΠ 505/2005 ΠΧ ΝΕ-991). Απόπειρα στοιχειοθετείται εφόσον η αμοιβή ή το αντάλλαγμα (ή η υπόσχεση αυτών) δεν δοθεί (ΑΠ 1716/82 ΠΧ ΛΓ-617, ΑΠ 1429/83 ΠΧ ΛΔ-403). Το έγκλημα του άρθρου 11 ν. 5227/31 συρρέει αληθώς με το έγκλημα της απάτης, γιατί το πρώτο έγκλημα έχει αυτοτελή υπόσταση, η αντικειμενική υπόσταση καθενός από τα δύο εγκλήματα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίσταση του άλλου, ούτε το απορροφά και γιατί στρέφονται κατά διαφορετικών εννόμων αγαθών, αφού η απάτη στρέφεται κατά περιουσιακών δικαίων, ενώ η παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων κατά της ηθικής τάξεως και χρηστής διοικήσεως (ΑΠ 1049/89 ΠΧ Μ-327, ΑΠ 587/94, Υπέρ. 1984 σελ. 859 επ. ΑΠ 40/2005, οπ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 385& 1 περ. γ' Π.Κ. "Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 3 80, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται.....γ) σε κάθε άλλη περίπτωση με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του άνω εγκλήματος σε βαθμό πλημμελήματος απαιτείται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στη περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης αυτού που εξαναγκάζεται και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Παράνομο περιουσιακό όφελος υπάρχει όταν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δεν αποτελεί νόμιμη αξίωση του δράστη ή του άλλου που ωφελείται κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή η παράλειψη αυτού δεν αποτελεί έκφραση του περιεχομένου από τα άρθρα 5 παρ. 1,2 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 361 του Α.Κ. στο πρόσωπο δικαιώματος της αυτονομίας της βουλήσεώς του και της εντεύθεν ελευθερίας στις συναλλαγές (ΑΠ 265/96, ΠΧ ΜΣΤ-1638, ΑΠ 1553/2001, Ποιν.Δικ. 2002, 219, ΑΠ 1661/2005, ΠΧ ΝΣΤ, 434, ΑΠ 824/2006, Ποιν.Δικ. 2006, 1225). Το πρόσωπο του εξαναγκαζομένου δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακά ζημιώνεται και έτσι υπάρχει εκβίαση και όταν ο εξαναγκαζόμενος είναι πρόσωπο άλλο από το περιουσιακά βλαπτόμενο, αρκεί ο εξαναγκαζόμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη.
Ως απειλή δύναται να χρησιμεύσει και η δήλωση ασκήσεως από τον απειλούντα δικαιώματος που νομίμως μπορεί να ασκήσει, διότι εκβίαση συνιστά όχι καθ' εαυτήν η άσκηση του δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς του (Α.Π. 1313/2002 ΠΧ ΝΓ/2003 σελ. 434 Α.Π. 2269/2002 ΠΧ ΝΓ/2003 σελ. 803). Η απειλή μπορεί ακόμη να είναι και σιωπηρή (ΑΠ 2269/2002). Αν η ασκηθείσα βία ή απειλή δεν προκαλέσουν στον απειλούμενο φόβο ή δεν επιφέρουν σ' αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβιάσεως, κατά το άρθρο 42 Π.Κ., εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του (Α.Π. 2321/2003 ΠΧ ΝΔ/2004 σελ. 821 ΑΠ 1661/2005, ΠΧ ΝΣΤ', 434). Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον, μπορεί δε να συνίσταται και στη παράλειψη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης, αρκεί να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζομένου (ΑΠ 534/2004 ΠΧ ΝΕ/2005 σελ. 159).
Εξάλλου κατά το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο ν' αναφέρονται (στη δικαστική απόφαση ή το βούλευμα) και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 462/2000 ΠΧ Ν-928, ΑΠ 598/2005 ΠΧ ΝΕ-998, ΑΠ 1264/2005 ΠΧ ΝΣΤ-227, ΑΠ 810/2006 ΠΧ ΝΣΤ-222). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β ΠΚ στην οποία ορίζεται ότι με την ποινή του αυτουργού, τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, συνάγεται ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και στη διάρκεια της κυρίας πράξης κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κυρία πράξη και τη γνώση της συγκεκριμένης πράξης στην οποία παρέχει τη συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης (ΑΠ 1235/2005 ΠΧ ΝΣΤ-216, ΑΠ 1280/2005 ΠΧ ΝΣΤ 233, ΑΠ 160/2006 ΠΧ ΝΣΤ-721). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και oι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν δε πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, όπως είναι και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η παθητική δωροδοκία δικαστή, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1588/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις, αλλά και με συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (ΑΠ Συμ. 1608/01, Π. Χρ. ΝΒ 623, ΑΠ 348/96, Π. Χρ. ΜΖ 33), δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Συγκεκριμένα, από το ως άνω αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν τα εξής: Ο από τους κατηγορούμενος Χ1 , πρώην δικαστικός λειτουργός, εισήλθε στο δικαστικό σώμα στις 16-1-1985 και υπηρέτησε σ' αυτό μέχρι τις 16-6-2005, οπότε παύθηκε οριστικά από το λειτούργημα του, ενώ έφερε το βαθμό του προέδρου Πρωτοδικών, λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, με την υπ' αριθμ. 15/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κατά τη χρονική περίοδο από 16-9-1997 έως 15-9-2001 άσκησε καθήκοντα ανακριτή στο 23° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού πέτυχε με αίτηση του να ανανεωθεί η αρχική θητεία του με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών.- Με την τελευταία αυτή ιδιότητα του, ο κατηγορούμενος Χ1 ανέλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 17-11-2000 έως 31-1-2001 τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως σε βάρος των Γ1 και Χ4(ήδη συγκατηγορούμενού του) εναντίον των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, εκτός άλλων αξιοποίνων πράξεων και για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του πρώτου από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση αυτή, Γ1 και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου Χ4. Η πράξη που αποδιδόταν στους τελευταίους, είχε επισυμβεί στις 27-6-2000 στη συμβολή των οδών ..... και .... στην Αθήνα, στις 3-8-2000 στην οδό ... αριθμ. ....., στον Πειραιά και στις 10-10-2000 στην οδό ......, στον ....... Αττικής, με εκρήξεις που είχαν προκληθεί νυκτερινές ώρες, σε καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών που εκμεταλλευόταν ο Ζ1, εναντίον του οποίου είχε εκδηλώσει επαγγελματική αντιζηλία ο Χ4 που είχε αναπτύξει συναφή δραστηριότητα με επίκεντρο τον Πειραιά.
Ο ανωτέρω Ζ1 και ο συνεταίρος του Ζ2 με την από 23-10-2000 αίτηση τους και αναφορά παραπόνων προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά δήλωσαν ότι δέχονται πολλά απειλητικά για τη ζωή και την περιουσία τους και περί ενοχοποιήσεώς τους για δήθεν εγκληματικές ενέργειες τηλεφωνήματα, και ότι θεωρούν ως κυρίως ύποπτο για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ4, ασκούντα όμοια με εκείνων εμπορική δραστηριότητα (κατάστημα ηλεκτρονικών παιγνίων στον Πειραιά), ισχυριζόμενοι και ότι αυτός έχει απειλήσει "ευθέως και προσωπικώς" το δεύτερο απ' αυτούς (Ζ2), ώστε ν' αποτραπεί η μίσθωση του ανωτέρω, επί της οδού .... στον Πειραιά καταστήματος. Κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση επί της ως άνω υποθέσεως εξετάστηκαν ως μάρτυρες οι ιδιωτικοί αστυνομικοί Δ1 και Δ2, οι οποίοι κατέθεσαν ότι εργαζόμενοι ως ιδιωτικοί αστυνομικοί προς φύλαξη του επί των οδών ... και ..... πολυκαταστήματος "...." αντελήφθησαν πριν από την πρώτη των εκρήξεων, δύο άτομα επιβαίνοντα εντός αυτοκινήτου το οποίο εστάθμευσε επί της οδού ..., εκ του οποίου εξήλθε το ένα και κατευθύνθηκε στην οδό ...... και παρέλαβε μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, στην οποία επεβιβάσθη και απεμακρύνθη, αφού εκινήθη περιμετρικώς του καταστήματος. Μετά δε από την εν λόγω έκρηξη, το ίδιο άτομο, με την ίδια μοτοσυκλέτα διήλθε εκ νέου από τον τόπο της εκρήξεως. Οι ίδιοι μάρτυρες κατέθεσαν, επίσης προανακριτικώς, ότι εις επιδειχθείσα σ' αυτούς φωτογραφία και βιντεοσκόπηση ότι αναγνωρίζουν το ανωτέρω άτομο. Το άτομο δε αυτό είναι ο τότε κατηγορούμενος Γ1, αλλοδαπός (Βούλγαρος υπήκοος), ο οποίος απολογούμενος δέχεται ότι "δουλεύει" για τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του Χ4 "σε ένα μαγαζί του με ηλεκτρονικά παιγνίδια ... στον Πειραιά". Κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, επί της ως άνω υποθέσεως, δηλ. για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του πρώτου από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση αυτή Γ1 και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου Χ4, ο τότε και τώρα κατηγορούμενος Χ4 προκειμένου να αναιρέσει τα κατατεθέντα από τους ως άνω αυτόπτες μάρτυρες περί των κινήσεων του μοτοσυκλετιστή, πρότεινε προς εξέταση ως μάρτυρα υπερασπίσεως τον Ο1, συνάδελφο των ανωτέρω δύο μαρτύρων, απασχολούμενο ως προϊστάμενο-αρχιφύλακα στη φύλαξη του ως άνω καταστήματος, ο οποίος δεν είχε εξεταστεί κατά την προανάκριση, αφού δεν προέκυψε ως ουσιώδης μάρτυρας και προφανώς προσήλθε το πρώτον να καταθέσει μετά από παρώθηση του κατηγορουμένου Χ4, και ο οποίος κατέθεσε σχετικά με τις κινήσεις του ως άνω μοτοσυκλετιστή ότι ουδέν αντελήφθη, απέκλεισε να συνέβη κάτι τέτοιο, επικαλούμενος ότι οι συνάδελφοι θα του το ανέφεραν οπωσδήποτε και μάλιστα θα έπρεπε μάλιστα να γραφτεί και στο σχετικό βιβλίο αναφοράς που τηρούσε. Παρά το γεγονός, ότι ο προταθείς από τον κατηγορούμενο Χ4 μάρτυρας Ο1, αν και δεν είχε προσωπική αντίληψη, διέψευδε στην ουσία τις καταθέσεις των δύο αυτόπτων μαρτύρων, οι οποίοι είχαν κυριολεκτικά αναγνωρίσει στο πρόσωπο του τότε κατηγορουμένου Γ1 το φυσικό αυτουργό των ως άνω εκρήξεων, και ως εκ τούτου, ενόψει και της διαπιστωθείσας και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 36/15-1-2001 διάταξής του, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω, "διαμετρικά αντίθετης από εκείνες των συναδέλφων του Δ1 και Δ2 κατάθεσης του μάρτυρος Ο1", της σπουδαιότητας των καταθέσεων των ως άνω αυτόπτων μαρτύρων και των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών των κατηγορουμένων, επιβαλλόταν κατ' άρθρο 248 παρ. 3 ΚΠΔ για τη διερεύνηση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων και την αποκάλυψη των ενόχων, ο ως άνω Ανακριτής και ήδη κατηγορούμενος Χ1 να καλέσει και να εξετάσει κατά τη διενεργούμενη απ' αυτόν κυρία ανάκριση, προς διευκρίνιση και συμπλήρωση των καταθέσεων τους τόσο τους ως άνω αυτόπτες μάρτυρες Δ1 και Δ2, των οποίων η ταυτότητα προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας αφού είχαν εξετασθεί ως μάρτυρες κατά την προηγηθείσα προανάκριση, όσο και τους αστυνομικούς Δ3, Δ4 της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας και Δ5 του Αστυνομικού Τμήματος Ασφαλείας Ομονοίας, που κατ' εντολήν της υπηρεσίας τους είχαν συλλέξει στοιχεία που βεβαίωναν την τέλεση των πράξεων και τους υπαιτίους, στους οποίους, προφορικά οι δύο πρώτοι ανωτέρω μάρτυρες, είχαν αναφέρει όσα και εγγράφως κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση είχαν καταθέσει, εν τούτοις ο κατηγορούμενος Χ1προσπαθώντας να καταδείξει ότι οι καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων (της έκρηξης) Δ2 και Δ1 ήταν αναξιόπιστες, αλλά και να δώσει την ευκαιρία στον κατηγορούμενο Χ4 να τους πείσει, αργότερα, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, να τις ανακαλέσουν, παρέλειψε να πράξει τούτο. Η παράλειψη δε αυτή του κατηγορούμενου Χ1 έγινε συνειδητά στα πλαίσια μάλιστα σχεδίου για την απαλλαγή των υπαιτίων, και εν γνώσει του ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι ήταν υπαίτιοι των πράξεων που τους αποδίδονται, αν ληφθεί υπόψη, αφ' ενός μεν ότι αυτός, ως ανακριτής στο 23° Τμήμα Πλημμελειοδικών Αθηνών, είχε λάβει από τον Χ4, με τη μεσολάβηση του συγκατηγορούμενού του Χ2, όπως εκτίθεται παρακάτω, μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να χειριστεί ευνοϊκά την ως άνω υπόθεση του και να μην επιβάλει σ' αυτόν προσωρινή κράτηση, αμέσως μετά την ενώπιον του απολογία του για την κακουργηματική πράξη της ηθικής αυτουργίας στην αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, όπως και έπραξε, επιβάλλοντας σε βάρος του περιοριστικούς όρους, όπως γίνεται λόγος παρακάτω, αφ' ετέρου δε ότι τα συλλεγέντα από την προανάκριση εις βάρος τους στοιχεία της δικογραφίας ήταν συντριπτικά, ενόψει της ανεπιφύλακτης αναγνώρισης του φερόμενου ως αυτουργού της εκρήξεως Γ1 από δύο αυτόπτες μάρτυρες, της παραδοχής από τον τελευταίο, κατά τη διενεργηθείσα τότε ανάκριση ότι "δουλεύει" για τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του Χ4 "σε ένα μαγαζί του με ηλεκτρονικά παιγνίδια στον Πειραιά", ανεύρεσης κατά τις διενεργηθείσες έρευνες, στις 16-11-2000, στην επί της οδού .... στο ..... Αττικής οικία του κατηγορουμένου Χ4 και στο επί της οδού ...... στον Πειραιά γραφείο αυτού, όπλων και πυρομαχικών, κατεχόμενων από αυτόν χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, καταγγελίας από τον προαναφερόμενο Ζ1 και το συνεταίρο του Ζ2 με την από 23-10-2000 αίτηση του και αναφορά παραπόνων προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ότι δέχονται πολλά τηλεφωνήματα απειλητικά για τη ζωή και την περιουσία τους και περί ενοχοποιήσεώς τους για δήθεν εγκληματικές ενέργειες, και δήλωσης τους ότι θεωρούν ως κυρίως ύποπτο για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ4, ασκούντα όμοια με εκείνων εμπορική δραστηριότητα (κατάστημα ηλεκτρονικών παιγνίων στον Πειραιά), καθώς και ότι αυτός έχει απειλήσει "ευθέως και προσωπικώς" το δεύτερο απ' αυτούς (Ζ2), ώστε ν' αποτραπεί η μίσθωση του ανωτέρω, επί της Λεωφ. ..., αριθμ. .... στον Πειραιά καταστήματος. Την παράλειψη δε εξετάσεως τους κατά το στάδιο της ανακρίσεως, εκμεταλλεύτηκαν οι δύο πρώτοι μάρτυρες Δ1 και Δ2, οι οποίοι προφανώς παρωθούμενοι από τον Χ4, στις 6-4-2001, ο πρώτος, και 8-6-2001, ο δεύτερος, έδωσαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά τις υπ' αριθμ. 1610/6-4-2001 και 2485/8-6-2001 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντίστοιχα, με τις οποίες ισχυρίστηκαν ότι οι προανακριτικές τους καταθέσεις ήταν προϊόν υποβολής και επιβολής από τους αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους και ειδικότερα ότι ο φερόμενος ως ύποπτος της ανωτέρω εκρήξεως αλλοδαπός υπεδείχθη σ' αυτούς από αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τους έπεισαν να καταθέσουν όλα όσα κατέθεσαν και ότι ουδέποτε είχαν δει τον εν λόγω αλλοδαπό (βλ. τις υπ' αριθμ. 1610 και 2485/2001 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών), ισχυρισμούς τους οποίους, προέβαλαν το πρώτον μετά την ανάκριση και δη μετά την παραπεμπτική προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών Εισαγγελική πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσαν να πράξουν, ή και αν το έπρατταν δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί, εάν είχαν κληθεί να διευκρινίσουν και να συμπληρώσουν τις καταθέσεις τους κατά την ανάκριση, τόσο οι ίδιοι, όσο και οι μάρτυρες αστυνομικοί Δ4 και Δ3, ιδίως σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους, όπως αυτά για τα οποία κατέθεσε ο εξετασθείς το πρώτον κατά την ανάκριση μάρτυρας Ο1. Αποτέλεσμα των ως άνω παραλείψεων του κατηγορουμένου Χ1 κατά τη διενέργεια απ' αυτόν της κύριας ανάκρισης για την ως άνω υπόθεση, ήταν να προκληθεί πράγματι η απαλλαγή των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή Γ1 και Χ4, για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του πρώτου (Γ1) και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου (Χ4), για τους οποίους το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ' αριθμ. 2608/2001 βούλευμα του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος τους για τις ως άνω πράξεις για έλλειψη σοβαρών ενδείξεων, μεταρρυθμίζοντας το υπ' αριθμ. 2781/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, μετά από έφεση των ιδίων, με το οποίο αυτοί είχαν παραπεμφθεί να δικαστούν για την πράξη της εκρήξεως κατά συρροή, στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, αφού για την κρίση του αυτή το ως άνω Συμβούλιο Εφετών, στηρίχθηκε, αφ' ενός μεν στο ότι "ο μάρτυρας Ο1, συνάδελφος των ανωτέρω δύο μαρτύρων, απασχολούμενος συγχρόνως με αυτούς στη φύλαξη του ανωτέρω πολυκαταστήματος, ως προϊστάμενος αρχιφύλακας, κατέθεσε κατά την κυρία ανάκριση, σε σχέση προς τους ως άνω ισχυρισμούς εκείνων, περί των κινήσεων μοτοσυκλετιστού, ότι ουδέν αντελήφθη και συνέχισε: "Θα έλεγα μάλιστα ότι αποκλείεται να συνέβη κάτι τέτοιο, διότι εάν επρόκειται για τον ίδιο μοτοσυκλετιστή, ο οποίος θα εμφανιζόταν και μετά την έκρηξη, οι συνάδελφοι θα μου το ανέφεραν οπωσδήποτε. Αυτό θα έπρεπε μάλιστα να γραφτεί και στο σχετικό βιβλίο αναφοράς που τηρούσε. Κάτι τέτοιο, όμως δεν έγινε", αφ' ετέρου δε στο ότι "Και οι δύο προαναφερόμενοι μάρτυρες (Δ1 και Δ2), δια των από 6-4-2001 και 8-6-2001 ενόρκων βεβαιώσεων, αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ισχυρίζονται ότι ο φερόμενος ως ύποπτος της ανωτέρω εκρήξεως αλλοδαπός υπεδείχθη σ' αυτούς από αστυνομικούς, οι οποίοι τους έπεισαν να καταθέσουν όλα όσα κατέθεσαν και ότι ουδέποτε είχαν δει τον εν λόγω αλλοδαπό (βλ. υπ' αριθμ. 1610 και 2485/2001 ενόρκους βεβαιώσεις)".
Χαρακτηριστικό της σχεδιασμένης επιδιώξεως του κατηγορουμένου Χ2 να καταστήσει αναξιόπιστες τις καταθέσεις των ως άνω αυτόπτων μαρτύρων και να προκαλέσει την απαλλαγή των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή Γ1 και Χ4, ως φυσικού και ηθικού αυτουργού, αντίστοιχα, για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, είναι και το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 36/15-1-2001 διάταξης του με την οποία, αντικατέστησε, μετά από μερική παραδοχή της από 22-12-2000 αιτήσεως του φερόμενου ως φυσικού αυτουργού της ως άνω πράξεως Γ1, την επιβληθείσα σε βάρος του, αμέσως μετά την ενώπιον του απολογία του, με το εκδοθέν απ' αυτόν υπ' αριθμ. 29/24-11-2000 ένταλμα, προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, στο οποίο αναφέρει τα εξής: "Επειδή ναι μεν και καθόσον αφορά την ουσία, συμπληρωματικά με όσα αναφέρονται, στην ύπερθεν εισαγγελική πρόταση, δεν εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλαμε με το υπ' αριθμ. 29/2000 ένταλμα μας την προσωρινή του κράτηση στον κατηγορούμενο-αιτούντα, δοθέντος ότι οι εναντίον του ενδείξεις ενοχής για τα εγκλήματα της εκρήξεως και κατασκευής εκρηκτικών υλών και βομβών με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους για να προξενηθεί κίνδυνος σε ανθρώπους, διατηρούνται, εξ αιτίας κυρίως των καταθέσεων των ιδιωτικών φυλάκων της ..... Δ1 και Δ2, που αναφέρουν ότι τον είδαν να περιφέρεται στην περιοχή της έκρηξης (οδός .....) ορισμένες ώρες πριν και μετά από αυτήν. Εν τούτοις, όμως, κρίνεται ότι τον σκοπό για τον οποίο επιβάλαμε το επαχθές μέτρο της προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο, μπορούν πλέον να επιτελέσουν περιοριστικοί μόνο όροι σε βάρος της ελευθερίας και των εν γένει κινήσεων του συνεκτιμωμένων α) ... β) των ελαχίστων, πλην, όμως υπαρκτών αμφιβολιών που καταλείπονται για τη διάπραξη εκ μέρους του των πράξεων που κατηγορήθηκε, ενόψει της καταθέσεως του επίσης ιδιωτικού αρχιφύλακα της ..... Ο1, ήτις είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνες των συναδέλφων του Δ1 και Δ2 ...". Με βάση τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν προκύπτουν σε βάρος του κατηγορουμένου Χ1 σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της κατάχρησης εξουσίας. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος Χ1 αρνούμενος την αποδιδόμενη σ' αυτόν παραπάνω αξιόποινη πράξη ισχυρίζεται ότι όφειλε στα πλαίσια των ανακριτικών καθηκόντων του να εξετάσει τον προταθέντα από τον κατηγορούμενο μάρτυρα υπερασπίσεως Ο1, ότι δεν ευθύνεται αυτός αν οι ως άνω μάρτυρες Δ1 και Δ2 ανακάλεσαν κατόπιν ενώπιον άλλης αρχής τις καταθέσεις τους, ότι υπήρχαν στη δικογραφία οι καταθέσεις των αστυνομικών που επιλήφθηκαν της υποθέσεως, και ότι η υπόθεση χρεώθηκε σ' αυτόν ως συνοδεία και ως εκ τούτου όφειλε να καλέσει τάχιστα σε απολογία τους κατηγορούμενους με βάση το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, πλην, όμως οι ως άνω ισχυρισμοί του δεν είναι βάσιμοι και δεν δύνανται να αποδυναμώσουν την εις βάρος του κατηγορία, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτός δεν ελέγχεται απλώς για την ενέργεια του να εξετάσει τον προταθέντα από τον κατηγορούμενο Χ4 μάρτυρα υπερασπίσεως, αλλά για την παράλειψη του, να εξετάσει, παράλληλα με τον ως άνω μάρτυρα, προς συμπλήρωση των καταθέσεων τους και τους προαναφερόμενους μάρτυρες που εξετάστηκαν μόνο κατά την προανάκριση, ακόμη δε, αφ' ενός μεν ότι με βάση τα προκύψαντα κατά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ανάκληση των καταθέσεων που έδωσαν κατά την προανάκριση από τους αυτόπτες μάρτυρες Δ1 και Δ2 είναι καταφανώς αποτέλεσμα της ως άνω σκόπιμης παράλειψης του κατηγορουμένου, που οδήγησε στην αποδυνάμωση αυτών, και κατέστησε ευνοϊκό το έδαφος για την ανάκληση τους, αφ' ετέρου δε ότι το γεγονός ότι η υπόθεση χρεώθηκε σ' αυτόν ως συνοδεία, και ότι υπήρχαν στη δικογραφία οι καταθέσεις των αστυνομικών που επιλήφθηκαν της υποθέσεως δεν αναιρούσε την απορρέουσα από το άρθρο 248 παρ. 3 ΚΠΔ παραπάνω υποχρέωση του, αν ληφθεί υπόψη ότι η κυρία ανάκριση επιδιώκει μια λεπτομερέστερη και πληρέστερη σε σύγκριση προς την προανάκριση, που είναι συνοπτική εξακρίβωση των αποδεικτικών στοιχείων, με την οποία κατορθώνεται ο ακριβέστερος προσδιορισμός του χαρακτήρα της πράξεως, η διαφώτιση της ενοχής του κατηγορουμένου, και η πληρέστερη εξακρίβωση της προσωπικότητας του (Ηλ. Γάφος, Ποινική Δικονομία, τεύχ. Β', 13, Φ. Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Β' Έκδ. (2005), άρθρο 246, σελ. 734).
Εξάλλου από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι την απόφαση στον Χ1 να τελέσει την άδικη πράξη της κατάχρησης εξουσίας, όπως αυτή αμέσως προηγουμένως παρατίθεται, προκάλεσαν, με πρόθεση, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 17-11-2000 μέχρι 24-11-2000, οι κατηγορούμενοι 1) Χ2, του οποίου έχει αρθεί η ασυλία για την δίωξη των διωκομένων πράξεων και 2) Χ4, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι σχέση γνωριμίας που είχαν μεταξύ τους ο πρώτος απ' αυτούς και ο Χ1, με προτροπές, και προσφορά οικονομικού ανταλλάγματος προκάλεσαν σ' αυτόν την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, όπως αυτή αμέσως προηγουμένως παρατίθεται. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος Χ2 Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου από το έτος 2000 μέχρι σήμερα και Δικηγόρος Πειραιώς, διατηρών από ετών δικηγορικό γραφείο στον Πειραιά με ευρύτατο κύκλο υποθέσεων και εργασιών, το οποίο συνέχισε να λειτουργεί και μετά την ανάδειξη του ως βουλευτή, στο οποίο απασχολούνται ως συνεργάτες διάφοροι δικηγόροι, στους οποίους χρεώνεται ο χειρισμός των υποθέσεων του ως άνω γραφείου, μεταξύ των οποίων, και οι συγκατηγορούμενοί του Χ3 και Χ5, από ετών διατηρούσε γνωριμία με τον πρώην δικαστικό λειτουργό Χ1, η μητέρα του οποίου, σημειωτέρον, καταγόταν από το ίδιο χωριό, την .... Φωκίδας, με τη σύζυγο του κατηγορούμενου, γνωριμία την οποία και ο ίδιος ο κατηγορούμενος Χ2 παραδέχτηκε κατά την αρχική απολογία του στις 8-12-2005 ερωτηθείς σχετικά από τον Ειδικό Ανακριτή - Εφέτη, αναφέροντας μάλιστα ότι είχε επικοινωνήσει μαζί του και εκτιμούσε την ευστροφία του και τη νομική του κατάρτιση (βλ. σχετ. την εν λόγω απολογία του, κατά την οποία κατέθεσε "Εγώ γνώριζα τον κ. Χ1, έχω συνομιλήσει μαζί του, δεν έχουμε κάνει καμία ιδιαίτερη παρέα, έχω επικοινωνήσει μαζί του, εκτιμούσα ιδιαίτερα, από ότι ήξερα και από ότι είχα καταλάβει, την ευστροφία του και τη νομική του κατάρτιση").
Επίσης, ο κατηγορούμενος Χ2 διατηρούσε γνωριμία από πολλών ετών, με το συγκατηγορούμενό του Χ4 ο οποίος μάλιστα με την ιδιότητα του εκδότη δύο ημερησίων εφημερίδων του Πειραιώς, του "...." και του "....." κατά τη χρονική περίοδο από τον Απρίλιο 2002 και μέχρι πρόσφατα, προέβαλε το έργο του και την προσωπικότητα του, αρχικώς ως υποψηφίου βουλευτού και αργότερα ως βουλευτού της Α' Πειραιώς, έχοντας αφιερώσει στο πρόσωπο του 150 άρθρα (βλ. τις ανακριτικές απολογίες - αρχική και συμπληρωματική - του κατηγορούμενου Χ4). Το Νοέμβριο του 2000, και ενώ διενεργείτο η ως άνω ανάκριση, ο Χ4, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε κατηγορείτο τότε, εκτός άλλων, και για την κακουργηματική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε εκρήξεις με χρήση εκρηκτικών υλών, από τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, η ανάκριση της οποίας εκκρεμούσε ενώπιον του Ανακριτή του 23ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών Χ1, ενόψει της επικείμενης απολογίας του ενώπιον του ως άνω Ανακριτή, και θεωρώντας βέβαιη, λόγω της βαρύτητας της ως άνω πράξεως για την οποία κατηγορείτο την επιβολή προσωρινής κρατήσεως σ' αυτόν, απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο Χ2 αποβλέποντας αποκλειστικά στη μεσολάβηση του λόγω των σχέσεων του και των γνωριμιών του ως πολύ γνωστού δικηγόρου και βουλευτή με δικαστικούς λειτουργούς, αφού κατά το χρόνο εκείνο είχε αναθέσει την υπεράσπιση του σε δύο δικηγόρους (Αρ. Οικονομίδη και Μ. Αγαπηνό), να προκαλέσει ευνοϊκή αντιμετώπιση της υποθέσεως του, ζητώντας του τη συνδρομή του, για την μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του κατά την εμφάνιση του ενώπιον του εν λόγω Ανακριτή, προκειμένου να απολογηθεί, και γενικά για τον ευνοϊκό χειρισμό της υποθέσεως του από τον τελευταίο, προσφερθείς προς τούτο στην καταβολή χρηματικού ανταλλάγματος στον ως άνω Ανακριτή. Κατόπιν τούτου, ο κατηγορούμενος Χ2 παρενέβη σχετικώς στον ως άνω Ανακριτή, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε διατηρούσε γνωριμία, προτρέποντας αυτόν, ο ίδιος προσωπικά, αλλά και για λογαριασμό του Χ4, με την προσφορά οικονομικού ανταλλάγματος εκ μέρους του τελευταίου, το οποίο στη συνέχεια δέχτηκε να λάβει και έλαβε πράγματι, κατά τον τρόπο που εκτίθεται παρακάτω, να χειριστεί ευνοϊκώς την ως άνω υπόθεση του Χ4 που εκκρεμούσε ενώπιον του και να μην επιβάλει σ' αυτόν μετά την απολογία του προσωρινή κράτηση. Ενδίδοντας δε στις προτροπές αυτές οδηγήθηκε στην απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, όπως αυτή αμέσως προηγουμένως παρατίθεται. Επομένως, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας που διέπραξε ως αυτουργός αυτής ο Χ1.
Περαιτέρω, συνεχίζει το Συμβούλιο Εφετών, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ1 αφού αποφάσισε να ενδώσει στις πιο πάνω προτροπές των συγκατηγορουμένων του Χ2 και Χ4 και να τελέσει την άδικη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, όπως παραπάνω περιγράφεται, απαίτησε από τον Χ4, μέσω του κατηγορούμενου Χ1, προκειμένου να χειριστεί ευνοϊκά την ως άνω υπόθεση του πρώτου που εκκρεμούσε ενώπιον του, αρχικά το ποσό των 50.000.000 δραχμών, το οποίο στη συνέχεια μείωσε σε 30.000.000 δραχμές, τις οποίες ο Χ4 υποσχέθηκε μέσω του κατηγορούμενου Χ2 να του τις καταβάλει για τον ίδιο σκοπό, όπως και έπραξε, καταβαλών το ποσό αυτό, καθ' υπόδειξη προς αυτόν του κατηγορούμενου Χ1 μέσω του Χ2 όχι απευθείας στον Χ1 ή σε λογαριασμό του τελευταίου, αλλά στον κατηγορούμενο Χ2, προκειμένου να το μεταβιβάσει στη συνέχεια στον Χ1 ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο δεν φαινόταν να χειρίζεται εκκρεμή υπόθεση του πρώτου. Τον παραπάνω τρόπο μεταβιβάσεως σ' αυτόν του ποσού των 30.000.000 δραχμών από τον Χ4 υπέδειξε ο κατηγορούμενος Χ1, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του πιο πάνω ποσού ως προερχόμενου εν γνώσει του από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, αφού ο κατηγορούμενος Χ2 και το δικηγορικό του γραφείο κατά το χρόνο εκείνο δεν φαίνονταν να έχουν εκκρεμή υπόθεση ενώπιον του ως άνω Ανακριτή. Πράγματι δε, ο κατηγορούμενος Χ2, δέχτηκε να λάβει από τον Χ4, και ο τελευταίος να παραδώσει στον πρώτο για την περαιτέρω μεταβίβαση του στον Χ1, το ως άνω ποσό των 30.000.000 δραχμών, που αποτελούσε προϊόν δωροληψίας του τελευταίου, οδηγώντας με τη συμπεριφορά τους αυτή, στη δημιουργία συνθηκών συγκάλυψης της παράνομης προέλευσης αυτού από την ως άνω παράνομη συναλλαγή. Από το ποσό των 30.000.000 δραχμών που δέχτηκε να λάβει από τον Χ4 ο κατηγορούμενος Χ2, για περαιτέρω μεταβίβαση του στον Χ1, ποσό 23.000.000 δραχμών παραδόθηκε από τον ίδιο προσωπικά τον κατηγορούμενο Χ2 στο συγκατηγορούμενό του Χ1, στις 24-11-2000, ημέρα κατά την οποία ο Χ4 απολογήθηκε ενώπιον του τελευταίου (Ανακριτή), ο οποίος, σημειωτέον, ενώ κατά του κατηγορούμενου ως φυσικού αυτουργού Γ1, αρχικά, μετά την ενώπιον του απολογία του, εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, κατά του κατηγορουμένου για ηθική αυτουργία στις ίδιες πράξεις Χ4, αμέσως μετά την απολογία του στις 24-11-2000 εξέδωσε την υπ' αριθμ. 54/24-11-2000 διάταξη, με την οποία του επέβαλε μόνον περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων και εγγυοδοσία ποσού 20.000.000 δραχμών, το ποσό της οποίας, μετά από λίγες ημέρες (στις 6-12-2000) και ύστερα από δύο αιτήσεις του τελευταίου, από τις οποίες η πρώτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους (μη προσκόμιση εγγράφου χορήγησης πληρεξουσιότητας από την καταθέσασα την αίτηση δικηγόρο) με την υπ' αριθμ. 555/1-12-2000 διάταξη του με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, η δε δεύτερη έγινε εν μέρει δεκτή, με την υπ' αριθμ. 568/6-12-2000 διάταξη του, μετά από απορριπτική της αιτήσεως αυτής εισαγγελική πρόταση, μείωσε σε 5.000.000 δραχμές, με το σκεπτικό "Δοθέντος ότι το αρχικώς επιβληθέν ποσό της εγγυοδοσίας, ύψους 20.000.000 δραχμών είναι ιδιαίτερα υψηλό, και ενόψει και της από 23-11-2000 καταθέσεως του παθόντος Ζ1 ενώπιον μας, ο οποίος δεν επιβεβαίωσε την εμπλοκή του κατηγορουμένου-αιτούντος στην υπόθεση, αλλά απλώς εξέφρασε υπόνοιες εναντίον του, χωρίς να είναι σίγουρος για κάτι (αγνοώντας τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων και των ως άνω αστυνομικών), δέον το προαναφερθέν ποσό της εγγυοδοσίας να μειωθεί στο προσήκον μέτρο των 5.000.000 δραχμών, ... και β) το υπόλοιπο ποσό των 7.000.000 δραχμών κατατέθηκε, από τον κατηγορούμενο Χ3, δικηγόρο, συνεργάτη στο δικηγορικό γραφείο του Χ2 στον Πειραιά μετά από εντολή και υπόδειξη του τελευταίου (Χ2), που του παρέδωσε το ποσό, προερχόμενο, όπως αναφέρθηκε από τον Χ4, στο λογαριασμό με αριθμό .... που τηρούσε στην Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος ο Χ1, ο οποίος δέχτηκε και έλαβε κατά τον ως άνω τρόπο στην κατοχή του το ποσό που αναφέρθηκε και που αποτελούσε το υλικό αντικείμενο της παθητικής δωροδοκίας που είχε τελέσει. Με την ως άνω συμπεριφορά τους, που έχει σχέση με τη μεταβίβαση του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού των 30.000.000 δραχμών στον Χ1, το οποίο και πράγματι μεταβίβασαν στο τελευταίο κατά τον τόπο που προαναφέρθηκε, οι κατηγορούμενοι Χ4, Χ2 και Χ3, αποσκοπούσαν να παράσχουν συνδρομή στον Χ1 και να συγκαλύψουν την αληθινή προέλευση του ως άνω χρηματικού ποσού, προερχόμενου εν γνώσει τους από την τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, όπως τροπ. με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 3424/2005, που είχε τελεστεί με την, εκ μέρους του Χ1 απαίτηση από το Χ4, ως δώρου του ποσού των 30.000.000 δραχμών για να χειριστεί ευνοϊκά την ποινική του υπόθεση που προαναφέρθηκε και να προσδώσουν σ' αυτό νομιμοφανή υπόσταση. Επιχειρώντας να αντικρούσουν τις εις βάρος τους κατηγορίες, τις οποίες αρνούνται, α) ο κατηγορούμενος Χ4 ισχυρίστηκε κατά την απολογία του κατά την ανάκριση, αφού παραδέχτηκε την πολυετή γνωριμία του με τον Χ2, και το γεγονός ότι απευθύνθηκε στον τελευταίο πριν από την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή Χ1, ότι όταν ήλθε η στιγμή της απολογίας του ενώπιον του Ανακριτή Χ1 για την προαναφερόμενη υπόθεση και θεωρώντας πιθανή, ένεκα της επιδειχθείσας συμπεριφοράς του την προφυλάκιση του από εκείνον, ζήτησε πράγματι από το Χ2 να μεριμνήσει ώστε, σε περίπτωση προσωρινής του κράτησης, να τύχει κατά το δυνατόν ανθρώπινης μεταχείρισης, δοθέντος ότι η υγεία του ήταν σοβαρά κλονισμένη λόγω διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης, να έχει την πρέπουσα νοσοκομειακή συνδρομή, ότι απεναντίας ποτέ δεν παρακάλεσε το Χ2 να ζητήσει από το Ζ1 να μεσολαβήσει για να χαλαρώσει η μεταξύ τους αντιδικία, ενώ τον παρακάλεσε να ζητήσει από εκείνον (Ζ1), να διερευνήσει ο τελευταίος καλύτερα και σε μεγαλύτερο βάθος το θέμα που είχε δημιουργηθεί και να ψάξει αλλού να βρει τους πραγματικούς εχθρούς του, τέλος δε, ότι πέραν της ανωτέρω γενομένης συζητήσεως και των όσων σ' αυτή ζήτησε από τον Χ2, ο τελευταίος ουδεμία άλλη σχέση είχε με την υπόθεση του" β) ο δε κατηγορούμενος Χ2 μη μπορώντας να αποκρύψει ότι του είχε ζητηθεί η συνδρομή από τον Χ4 και τη γνωριμία του με τον Χ1, προέβαλε τον ισχυρισμό, ότι "του ζητήθηκε η πολιτική και ανθρώπινη παρέμβαση του", ότι κατά δήλωση του αδελφού του Κ1 του μεταφέρθηκε η άποψη "ότι ήταν πεπεισμένοι όλοι τους, ότι ο Χ4 θα προφυλακιζόταν...", ότι "του ζήτησαν να βοηθήσει στην όσο το δυνατό καλύτερη μεταχείριση του εντός των φυλακών......." και ότι τον παρακάλεσαν, λόγω και της πολιτικής του ιδιότητας, να ζητήσει από το Ζ1, γνωστό δικό του και κομματικό στέλεχος, να χαλαρώσει την αντιδικία με τον Χ4, ώστε να μην έχουν προβλήματα γιατί επιχειρηματικά είχαν αντιδικίες, πράγμα το οποίο και έκανε ... αρνούμενος κατά τα λοιπά την κατηγορία. Οι παραπάνω αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, καθόσον αναφέρονται στην αιτία για την οποία ζητήθηκε από τον Χ4 η παρέμβαση του Χ2, είναι ελάχιστα πειστικοί, δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει πιστευτό, ότι ο πρώτος, όντας βέβαιος για την αθωότητα του και έχοντας αναθέσει κατά το χρόνο εκείνο σε δύο ικανούς δικηγόρους (Αρ. Οικονομίδη και Μ. Αγαπητό) τη νομική υπεράσπιση του, έσπευσε, πριν καν απολογηθεί ενώπιον του Ανακριτή και πολύ περισσότερο να του έχει επιβληθεί προσωρινή κράτηση να ζητήσει τη μεσολάβηση του Χ2 για την όσο το δυνατόν καλύτερη μεταχείριση του στις φυλακές, πέραν του ότι είναι και αντιφατικοί μεταξύ τους, αφού ο μεν Χ2 ισχυρίζεται ότι τον παρακάλεσαν, λόγω και της πολιτικής του ιδιότητος, να ζητήσει από το Ζ1, γνωστό δικό του και κομματικό στέλεχος, να χαλαρώσει την αντιδικία με τον Χ4, ώστε να μην έχουν προβλήματα γιατί επιχειρηματικά είχαν αντιδικίες, πράγμα το οποίο και έκανε, ο δε Χ4 ότι απεναντίας ποτέ δεν παρακάλεσε τον Χ2 να ζητήσει από το Ζ1 να μεσολαβήσει για να χαλαρώσει η μεταξύ τους αντιδικία. Άλλωστε το γεγονός ότι ο Χ4 είχε συμβουλευθεί, μεταξύ άλλων γνωστών δικηγόρων, και το Δικηγόρο Πειραιώς Χ2, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξασφάλισε τη μη επιβολή προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του μετά την απολογία του ενώπιον του ως άνω Ανακριτή, εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Χ4, σε ανύποπτο χρόνο, στο μετέπειτα εντολέα του για την ίδια υπόθεση Λ1, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας κατά την ανάκριση. Ειδικότερα με το από 1-7-2005 υπόμνημα παροχής εξηγήσεων των δικηγόρων Αθηνών Λ1 και Λ2, ενώπιον της Πταισματοδίκου του 801 Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών, το οποίο διαβιβάστηκε στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη με το υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΠ 1201/14-12-2005 έγγραφο του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, οι προαναφερόμενοι Λ1 και Λ2 ανέφεραν ότι ο εκ των κατηγορουμένων Χ4, είχε, κατά τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονταν στο υπόμνημα, συμβουλευθεί και το Δικηγόρο Πειραιώς Χ2, ως προς την τύχη της υποθέσεως του, και επί πλέον α) "... μας ομολόγησε λεπτομερώς τον τρόπο και τα μέσα, δια των οποίων σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του εξασφάλισε τη μη προφυλάκιση του μετά από την απολογία του ενώπιον του Χ1.., ο οποίος στην υπόθεση της ηθικής αυτουργίας σε διακεκριμένες εκρήξεις κατά συρροή κ.λ.π., ενώ εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του τότε κατηγορουμένου ως φυσικού αυτουργού, στο μηνυτή, ο οποίος, όπως ήδη εκτέθηκε, κατηγορείτο ως ηθικός αυτουργός επέβαλε μόνον περιοριστικούς όρους και δη μείωσε το ποσό της επιβληθείσας εγγύησης από 20.000.000 σε 5.000.000 δρχ...", β) "... μας δήλωσε ότι τον είχε δικαίως τιμωρήσει ο Θεός εξ' αιτίας της συμπεριφοράς του προς τους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε σκουλήκια, βαίνοντας επί των πτωμάτων των οποίων αποκόμιζε χρήματα ...", γ) μας εκλιπάρησε να τον λυπηθούμε και να αναλάβουμε την υπεράσπιση του...", δ) ... και ε) "... μας ανέφερε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εν Αθήναις ποινικολογούντων δικηγόρων και δη οι πλέον γνωστοί εξ αυτών, τους οποίους είχε επισκεφθεί και κατονόμασε, τον είχαν συμβουλεύσει να μην ασκήσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου έφεση κατά του τυχόν παραπεμπτικού για κακούργημα και πλημμελήματα πρωτοδίκου βουλεύματος...". Επειδή δε, ορισμένες αναφορές του υπομνήματος σε ισχυρισμούς του κατηγορουμένου Χ4 συνέπιπταν με καταθέσεις μαρτύρων, που είχαν δοθεί ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή -Εφέτη σε ανύποπτο χρόνο, όπως π.χ. αυτή του Δικηγόρου Αθηνών Λ3, ο οποίος στην από 14/6/2005 ανακριτική του κατάθεση ανέφερε ότι είχε συμβουλεύσει τον Χ4 να μην ασκήσει έφεση κατά του επιδίκου βουλεύματος, κλήθηκε από τον ως άνω Ειδικό Ανακριτή ως μάρτυρας ο εκ των συντακτών του ως άνω υπομνήματος, Λ2, ο οποίος στην από 23/1/2006 ένορκη κατάθεση του, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο του υπομνήματος και ανέφερε ότι ο Χ4 είχε ... "συμβουλευθεί, μεταξύ των άλλων, και τον κατηγορούμενο Χ2, από τον οποίο είχε, λόγω της πολιτικής του ιδιότητας, ζητήσει να τον βοηθήσει και επί πλέον για γεγονότα, τα οποία επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 49 του Κωδικός περί Δικηγόρων, δεν υποχρεούτο να απαντήσει". Μετά από αυτά, και αφού προηγουμένως παρασχέθηκε, κατόπιν αιτήσεων του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη άδεια στους δικηγόρους Αθηνών Λ2 και Λ1 από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, οι τελευταίοι κατέθεσαν εξεταζόμενοι ενώπιον του ως άνω Ειδικού Ανακριτή, ότι ο Χ4 τους είχε εμπιστευθεί, κατ' επανάληψη, ότι πριν την απολογία του είχε ζητηθεί από τον Χ1 το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ότι τελικώς κατέβαλε 30.000.000 δραχμές για να μην εκδοθεί κατ' αυτού ένταλμα προσωρινής κράτησης. Σε σχετική δε ερώτηση που υποβλήθηκε στο Λ2, για το εάν είχε αναφερθεί σε αυτόν το πρόσωπο στο οποίο έγινε πρόταση για την καταβολή χρημάτων ή εάν αυτός ήταν δικηγόρος, ο Λ2 απάντησε ότι "...κατά τη διάρκεια της συζητήσεως ανέφερε, πιθανώς λόγω και της πολιτικής του ιδιότητος, στην οποία απέβλεπε, τον κ. Χ2. Το ίδιο ως άνω γεγονός, μας εμπιστεύθηκε και κατά την εκτέλεση της εντολής και τη διεξαγωγή των υποθέσεων του, ένα ή δύο μήνες αργότερα". Εξάλλου, καθόσον αφορά την κατάθεση του ποσού των 7.000.000 δραχμών, οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ3 και Χ1, προβάλλοντας όλως αντιφατικές αιτιολογίες προσπάθησαν να αποδώσουν την κατάθεση του εν λόγω ποσού σε νόμιμη συναλλαγή του τελευταίου. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος Χ1, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την κατάθεση του ποσού αυτού (των 7.000.000 δραχμών), το οποίο μόνο, και όχι το μεγαλύτερο ποσό των 30.000.000 δραχμών με το οποίο κατά τα ανωτέρω δωροδοκήθηκε, είχε αποκαλυφθεί μέχρι τότε, αναφέρθηκε, ενώπιον μεν της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που συγκλήθηκε στις 16-6-2005 για την οριστική του παύση λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, στην κατάρτιση συμβάσεως αγοραπωλησίας ενός αυτοκινήτου BMW με τον Χ3, ο οποίος όπως κατέθεσε δεν είναι δικηγόρος ("ο Χ3 δεν είναι δικηγόρος, είχα αγοράσει ένα αυτοκίνητο BMW από αυτόν"), ενώπιον δε του Ειδικού Ανακριτή - Εφέτη κατά την απολογία του, στις 14-10-2005, ότι "κατά τα τέλη Νοεμβρίου 2000 κατέληξε σε συμφωνία με ένα νεαρό άτομο 35 ετών περίπου, ονόματι Ν1, για την πώληση του αυτοκινήτου του, μάρκας ALFA ROMEO ....., αντί τιμήματος 8.000.000 δραχμών ... ότι ο ανωτέρω (Ν1) του τηλεφώνησε και του είπε ότι έχει καταθέσει 7.000.000 δραχμές στο λογαριασμό του ... ότι την επομένη θα ερχόταν με 1.000.000 δραχμές ακόμη σε μετρητά για να παραλάβει το αυτοκίνητο, όπως και έγινε ... ότι με την παράδοση ανταλλάξανε μεταξύ τους υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986 για να ολοκληρώσουν τυπικά τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου στη ΙΖ. Δ.Ο.Υ. Αθηνών... ότι μετά από επτά ημέρες δέχτηκε τηλεφώνημα από το Ν1, γιατί το αυτοκίνητο ρετάρει ... ότι συναντηθήκανε, μετά από αυτά, και ο Ν1 αντέδρασε ... ότι το βράδυ της ίδιας ημέρας δέχτηκε στο σπίτι του τηλεφώνημα από κάποια κυρία ....., αν θυμάται καλά, η οποία του δήλωσε ότι ήταν δικηγόρος και θεία του Ν1 και ότι αυτή είχε δώσει τα λεφτά για να πάρει το παιδί το αυτοκίνητο... και ότι... μετά από δύο τρεις ημέρες επέστρεψε στον Ν1 τα χρήματα του (8.000.000 δρχ.) .. κατέστρεψαν τις υπεύθυνες δηλώσεις... και πήρε πίσω το αυτοκίνητο..." χωρίς να λάβει απόδειξη για το ποσό των 7.000.000 δραχμών, το οποίο ισχυριζόταν ότι επέστρεψε στον Ν1, με την απολογία ότι δεν ήταν αναγκαίο να έχει απόδειξη, γιατί πήρε πίσω το αυτοκίνητο, και σχίστηκαν στη συνέχεια οι αποδείξεις, λόγω ματαιώσεως της αγοραπωλησίας. Ο κατηγορούμενος Χ3, κατά την απολογία του, που δόθηκε αρχικώς την 1-7-2005 και συμπληρωματικώς στις 30-9-2005, ανέφερε ότι δεν γνώριζε τον Χ1, ότι δεν θυμόταν αν είχε καταθέσει στην Αγροτική Τράπεζα αυτά τα χρήματα, πλην, όμως δήλωσε ότι "δεν μπορώ να το αρνηθώ, εφόσον προκύπτει". Κατέθεσε δε περαιτέρω ότι στο γραφείο, όπου παρείχε την εργασία του, διενεργούσε, εκτός από δικαστικές, και εξωδικαστικές εργασίες, γιατί "είναι σε ένα γραφείο με ευρύτατο κύκλο υποθέσεων και εργασιών", διευκρινίζοντας αμέσως μετά ότι το γραφείο στο οποίο εργάζεται είναι το γραφείο του βουλευτού και δικηγόρου κ. Χ2, ότι αν θυμάται καλά, η κατάθεση του ως άνω ποσού έγινε μετά από εντολή της συνεργάτιδας του γραφείου Μ1, που είχε αποβιώσει λίγες ημέρες πριν από την απολογία του, το κατέβαλε δε αυτός, γιατί η ίδια ήταν "υπέργηρη περί τα 65 έτη τότε, με κινητικά προβλήματα, και λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε να μεταφέρει τέτοια χρηματικά ποσά, στα πλαίσια μιας αγοραπωλησίας, δικής της ή άλλου, που δεν γνωρίζει, αλλά και ούτε πήγε το μυαλό του σε κάποια παράνομη αιτία, τούτο δε γιατί είχε ξανακαταθέσει και αυτός και άλλοι συνάδελφοι του γραφείου συναφή χρηματικά ποσά ..". Τέλος δε ο κατηγορούμενος Χ2 κατά την αρχική του απολογία, στις 8-12-2005, αναφέρθηκε στις αιτιολογίες του κατηγορουμένου Χ3, επικαλούμενος άγνοια της αιτίας της καταθέσεως, ενώ περαιτέρω μη μπορώντας να αποκρύψει ότι του είχε ζητηθεί η συνδρομή από τον Χ4 και τη γνωριμία του με τον Χ1, προέβαλε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό περί πολιτικής και ανθρώπινης παρεμβάσεως του για την καλύτερη μεταχείριση του Χ4 στις φυλακές και παρεμβάσεως του στο Ζ1 για τη χαλάρωση της αντιδικίας του με τον Χ4. Όμως η Μ1, η οποία κατά το χρόνο καταβολής του ως άνω χρηματικού ποσού των 7.000.000 δραχμών ήταν 72 ετών και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, δεν ήταν δυνατόν να έχει οποιαδήποτε συναλλαγή με τον κατηγορούμενο Χ1, δεδομένου ότι αυτή έπασχε, ήδη από του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2000, από γεροντική άνοια, όπως τούτο προκύπτει από τη με αριθμό ........ ιατρική γνωμάτευση του Νευρολόγου-Ψυχιάτρου ......, που είχε προσκομιστεί από τη συνεργάτιδα του δικηγορικού γραφείου του Χ2, Μ2 προς υποστήριξη της από 28-1-2004 αίτησης της Β1, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση η Μ1, η οποία παρουσίαζε από τότε, δηλαδή από τον Οκτώβριο του έτους 2000 έντονες διαταραχές μνήμης (πρόσφατης και άμεσης) κρίσης και αντίληψης, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να επιμεληθεί τα του εαυτού της και της περιουσίας της. Κατά την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συζήτηση της αιτήσεως, με την οποία η αιτούσα πρότεινε, καθ' υπόδειξη του δικηγορικού γραφείου, ως μέλη του συμβουλίου της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης της Μ1 τους Δικηγόρους Α1, Χ3, δηλαδή τον ως άνω κατηγορούμενο και τον Χ5, εξετάστηκε ως μάρτυρας η Ξ1, η οποία κατέθεσε ότι η Μ1 "δεν είχε στενούς συγγενείς, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει πόρους, δεν φρόντισε να κολλήσει τα ένσημα της, ζει με φιλανθρωπία, της πηγαίνουν φαγητό, τη βοηθάει η Εκκλησία και τελευταία ζητιάνευε". Προς απόδειξη μάλιστα του περί ανυπαρξίας συγγενών γεγονότος προσκομίστηκε, εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου, και η με αριθμό 988/2004 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στην οποία ανεφέρετο από το μάρτυρα Ξ2 ότι η Μ1 "δεν είχε εν ζωή εγγύτερους συγγενείς, ήτοι σύζυγο, γονείς και τέκνα, αλλά ούτε και αδέλφια". Στη συνέχεια δε εκδόθηκε η με αριθμό 1771/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διόρισε τη Β1 προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη της. Κατά την ανάκριση εξετάστηκε, ως μάρτυρας, εκτός των άλλων, και η ως άνω Ξ1, σύνοικος της Μ1 στην πολυκατοικία της οδού ......., η οποία ανέφερε ότι η τελευταία περί το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2000, όπως όλοι είχαν αντιληφθεί στην πολυκατοικία δεν "πήγαινε καλά στην πνευματική της διαύγεια", συγκεκριμένα δε "επαναλάμβανε διαρκώς το ίδιο πράγμα, που μόλις προηγουμένως είχε εκφράσει, αδυνατούσε να καταλάβει τι της έλεγαν, ξεχνούσε που είχε τοποθετήσει τα πράγματα της και παραπονιόταν ότι δεν έβρισκε τις ουρίτσες από τα ένσημα, για να τα χρησιμοποιήσει για τη σύνταξη της". Με την πάροδο του χρόνου η Μ1 ήταν παντελώς ανήμπορη και τη φροντίδα για τη διατροφή της είχε αναλάβει μέσω του εφημερίου του Ιερού Ναού του ......., η Β1, μάλιστα δε όταν επισκέφθηκε την Μ1 η Δικηγόρος Μ2, μετά από παρέμβαση των συνοίκων της πολυκατοικίας, τη βρήκε γυμνή στο διαμέρισμα της, το οποίο ήταν γεμάτο κόπρανα, και η ίδια ήταν αδύνατη. Το γεγονός ότι η Μ1 είχε αρχίσει από το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2000 να έχει προβλήματα διαταραχής μνήμης, κρίσης και αντίληψης ενισχύεται και από το ότι οι παραστάσεις της μειώθηκαν στα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, στα οποία τυπικώς παρίστατο, συνοδευόμενη από τους νεότερους συνεργάτες του γραφείου, από 68 που ήταν το έτος 1999 σε 12 κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2000, σε 4 κατά το β' εξάμηνο του ιδίου έτους, καθώς και σε 6 μέχρι του μηνός Μαΐου του έτους 2001. Από τα ανωτέρω είναι φανερό ότι ο ισχυρισμός τόσο του κατηγορουμένου Χ3 περί του ότι η Μ1, η οποία το Νοέμβριο του έτους 2000 ήταν 72 ετών, και όχι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται 65 ετών, παρέδωσε το χρηματικό ποσό των 7.000.000 δραχμών "για να το καταθέσει στο λογαριασμό του Χ1 λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε να μεταφέρει τέτοια χρηματικά ποσά, στα πλαίσια μίας αγοραπωλησίας, δικής της ή άλλου", όσο και του κατηγορουμένου Χ1 περί του ότι το ποσό αυτό των 7.000.000 δραχμών αποτελούσε μέρος του τιμήματος, το οποίο καταβλήθηκε για τη δήθεν αγορά του ως άνω αυτοκινήτου από την πάμπτωχη Μ1, για λογαριασμό ανυπάρκτου ανηψιού, ήταν αναληθής, και δεν μπορεί να γίνει πιστευτός. Ο κατηγορούμενος Χ3, διαβλέποντας τις αντιφάσεις αυτές και πιστεύοντας προφανώς ότι αδίκως είχε εμπλακεί στην υπόθεση, με το από 28-12-2006 υπόμνημα του που υπέβαλε στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη, μετά την απολογία του ενώπιον του τελευταίου, επιχειρεί να απεμπλακεί δηλώνοντας άγνοια και πάλι για την αιτία που κατέθεσε τα χρήματα, δεχόμενος, όμως, ότι προέρχονταν από το γραφείο του Χ2. Ειδικότερα, ο εν λόγω κατηγορούμενος στο από 28-12-2006 υπόμνημα του που υπέβαλε μετά την απολογία του ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, αναφέρει χαρακτηριστικά, αναιρώντας τον αρχικό του ισχυρισμό, περί του ότι δηλαδή κατέβαλε το ανωτέρω χρηματικό ποσό στο λογαριασμό του Χ1 εκ μέρους της Μ1 ... "ότι η κατάθεση των 7.000.000 δραχμών, που έγινε στο λογαριασμό του Χ1, επειδή πραγματοποιήθηκε το 2000 ... και όταν μετά από πέντε περίπου χρόνια κλήθηκα να καταθέσω σχετικά, όπως είναι λογικό, δεν ήμουν σε θέση να θυμάμαι ποιος από τους προϊσταμένους δικηγόρους μου είχε αναθέσει τη συγκεκριμένη εργασία. Έτσι, συνειρμικά και υποθετικά κατέθεσε ότι ίσως τα χρήματα να μου είχαν δοθεί από την κ. Μ1 λόγω της Αγροτικής τραπέζης. Ο συγκεκριμένος συνειρμός μου δεν αποτελεί ισχυρισμό μου, αλλά μία απλή υπόθεση που τότε έκανα, στην οποία ούτε εμμένω ούτε επιμένω, αφού δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, δεν μπορώ να την αποδείξω, ούτε, όμως και να την αποκλείσω. Εξίσου δεν μπορώ να αποκλείσω και την περίπτωση να μην μου έχουν δοθεί από την Μ1 τα χρήματα αλλά από τον κ.Χ2 ή από άλλον ιεραρχικά προϊστάμενο μου". Όλες οι παραπάνω αντιφάσεις, αποδεικνύουν το αβάσιμο των αρνητικών ισχυρισμών των κατηγορουμένων σε σχέση με τη νομιμοποίηση του ποσού των 7.000.000 δραχμών, οι οποίοι δεν δύνανται να κλονίσουν τη βασιμότητα της εις βάρος τους σχετικής κατηγορίας.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι κατηγορούμενοι Χ1 , Χ2, Χ3 και Χ4, κατέστησαν υπαίτιοι του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα αυτό της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, και μάλιστα ο πρώτος απ' αυτούς κατ' εξακολούθηση, αφού, όπως προέκυψε οι μερικότερες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που διέπραξε ο Χ1 (ποσού 23.000.000 δραχμών και 7.000.000 δραχμών, αντίστοιχα), συνδέονται με ενότητα δόλου, συνιστώντας κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Ενήργησε δε ο Χ1 κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, και ειδικότερα από την τέλεση αυτής σε περισσότερες από μιας περιπτώσεις, όπως παραπάνω παρατίθεται, αλλά και την κατά το παρελθόν τέλεση απ' αυτόν πληθώρας όμοιων πράξεων σε πολλές περιπτώσεις με κίνητρο την κερδοσκοπία και τον παράνομο πλουτισμό για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία, αλλά και από την υποδομή (προϋποθέσεις) που είχε διαμορφώσει για επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ώστε στο μέλλον να ενεργεί ως αυτουργός στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήματος (δράση όχι ευκαιριακά αλλά με οργανωμένο σχέδιο και ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης με την εκμετάλλευση της δικαστικής του ιδιότητας, την επιδίωξη γνωριμιών και επαφών κυρίως με δικηγόρους και την αξιοποίηση των γνωριμιών και επαφών του αυτών για την κατόπιν προσυμφωνημένης μεταξύ τους δράσης, επίτευξη του σκοπού του, καθώς και την χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση του τραπεζικού συστήματος - για κατ' επανάληψη τέλεση της πράξης), μαρτυρείται σκοπός πορισμού εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του, όπως προκύπτει από τη μεγάλη ευκολία, σταθερή εμμονή και τάση αυτού να διαπράττει την ως άνω εγκληματική πράξη. Επίσης, δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, ότι από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Χ2 αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, της απόπειρας εκβίασης και της παράβασης του άρθρου 11 του ν.5227/1931 "περί μεσαζόντων", σε βάρος της Ε1 (που από παραδρομή το τελευταίο φέρεται ως τετελεσμένο, αντί του ορθώς εν αποπείρα). Ειδικότερα, η Ε1, κάτοικος ...... και ο Η1, κάτοικος Ιταλίας, ασκούσαν συγγενείς επαγγελματικές δραστηριότητες, η πρώτη στην Αθήνα και ο δεύτερος στην Ιταλία, που περιελάμβαναν κυρίως την αναγνώριση τίτλων σπουδών χορηγούμενων από Πανεπιστήμια της Ιταλίας και την ισοτιμία μεταξύ πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών. Μεταξύ τους, με σύνδεσμο το μάρτυρα Θ1, για τα συναφή με την επαγγελματική τους ενασχόληση θέματα και την εγγραφή Ελλήνων φοιτητών σε Πανεπιστήμια της Ιταλίας, αναπτύχθηκε επαγγελματική συνεργασία, κατά πολύ επιλήψιμη, που κατέληξε σε μεταξύ τους έχθρα και τέλεση αξιοποίνων πράξεων και δη αρπαγής, ληστείας και εκβίασης, με παθόντα το Η1 για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της Ε1 και λοιπών προσώπων και πλαστογραφίας κατά συρροή, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Η1 με παθόντες τη Ε1 και άλλα πρόσωπα. Οι ποινικές αυτές διώξεις ασκήθηκαν από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 15-5-2003 και 9-12-2003, με παραγγελία για κύρια ανάκριση. Ο κατηγορούμενος Χ2 εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το δικηγορικό του γραφείο είχε αναλάβει τη νομική υπεράσπιση του Η1 και την εκδηλωμένη ανησυχία της Ε1 για τη δικονομική εξέλιξη και την τελική έκβαση της ποινικής της υποθέσεως που εκκρεμούσε ενώπιον του Ανακριτή του 1301 Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος διενεργούσε την κυρία ανάκριση επιχείρησε κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη Οκτωβρίου 2003 μέχρι το τέλος Μαρτίου 2004, σε αλλεπάλληλες διαδοχικές τηλεφωνικές επικοινωνίες αλλά και προσωπικές επαφές που είχε μαζί της να αποσπάσει από την τελευταία το ποσό των 100.000.000 δραχμών, το οποίο σε κάθε περίπτωση ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από τη συνολική ζημία που φέρεται ότι υπέστη ο Η1 από την αποδιδόμενη στη Ε1 αξιόποινη συμπεριφορά, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. 5000/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκε η Ε1 να δικαστεί για την πράξη της εκβιάσεως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία εις βάρος της περιουσίας του Η1 κατά το ποσό των 45.000 ευρώ, για το οποίο ο τελευταίος είχε εξαναγκαστεί να υπογράψει εννέα ισόποσες συναλλαγματικές, των 5.000 ευρώ, ως και κατά τα ποσά των 4.000.000 δραχμών και 110.000 ευρώ, δηλ. συνολική ζημία 58.520.000 δραχμών, τα οποία (ποσά) είχε εξαναγκασθεί, σύμφωνα με τα περιστατικά που εκτίθενται στο ως άνω βούλευμα, να καταβάλει στη Ε1, και να αποκομίσει έτσι (ο Χ2) περιουσιακό όφελος υπερβαίνον μάλιστα το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, παριστώντας σ' αυτήν εν γνώσει ψευδώς ότι εκ των σχέσεων του και της ιδιότητας του ως δικηγόρου και βουλευτή, της επιρροής του εν γένει και του κύρους του και ακόμη με γνωριμίες με δικαστικούς λειτουργούς, μπορούσε, εάν η ίδια του κατέβαλε ποσό εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών να παρέμβει, χωρίς μάλιστα δυσχέρειες στους δικαστικούς λειτουργούς, επιληφθέντες και επιληφθησόμενους της ποινικής της υποθέσεως και να επιτύχει ευνοϊκή γι' αυτήν εξέλιξη και τελική αθώωση, ενώ αληθές ήταν ότι δεν είχε δυνατότητα παρέμβασης για να προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των αρμοδίων δικαστικών λειτουργών και να επιτύχει τα επιθυμητά για την παθούσα αποτελέσματα, πλην, όμως, δεν πέτυχε το σκοπό του και δεν αποκόμισε το παράνομο, επιδιωκόμενο, ανώτερο των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών περιουσιακό όφελος με ζημία, αντίστοιχη της Ε1, όχι από δική του θέληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια και συγκεκριμένα γιατί η παθούσα δεν πείστηκε και δεν κατέβαλε το ποσό. Ειδικότερα, μετά το τέλος Οκτωβρίου του έτους 2003 και ενώ η Ε1 είχε απολογηθεί ενώπιον του Ανακριτή του 13ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τις κατηγορίες που αποδίδονταν σε βάρος της από το Η1, ο μάρτυρας Θ1 ανέφερε στην παραπάνω ότι την αναζητούσε ο Χ2 λέγοντας της συγκεκριμένα να επικοινωνήσει με το γραφείο του γιατί του είχε μεταφερθεί και από τo Η1 αλλά και γιατί ο ίδιος το πίστευε ότι ο Χ2 έχει μια πολύ καλή λύση για να τελειώσει η παραπάνω ιστορία. Επειδή η Ε1 δεν επιδίωξε επικοινωνία με τον Χ2, επικοινώνησε μαζί της ο κατηγορούμενος Χ3, συνεργάτης του Χ2, ο οποίος σε τηλεφωνική κλήση που πραγματοποίησε προς αυτήν στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας της της ζήτησε να επικοινωνήσει με τον Χ2, λέγοντας της "περιμέναμε πολύ καιρό να επικοινωνήσετε μαζί μας και τελικά παίρνω εγώ την πρωτοβουλία να το κάνω για να μπορέσει να υπάρξει μια επαφή με εσάς και τον κ. Χ2 προς όφελος και των δύο πλευρών". Μετά από αρκετό καιρό, και επειδή η Ε1 δεν είχε έλθει σε επικοινωνία με τον Χ2 δέχτηκε παρόμοια πρόταση από το ..... ερευνητή, προσωπικό της φίλο και γνωστό του Χ2, όπως την πληροφόρησε, με τη μεσολάβηση του οποίου, κανονίστηκε συνάντηση μεταξύ αυτής και του Χ2, η οποία συμφωνήθηκε να γίνει καφέ "...." στο ..., λίγες ημέρες μετά τις εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, κατά τις οποίες ο Χ2 εξελέγη και πάλι βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Στη συνάντηση αυτή, ο κατηγορούμενος Χ2 της είπε ότι "βρίσκεσαι σε πολύ δυσχερή θέση, όπως καταλαβαίνεις" ... "εσύ δεν είχες καλή υπεράσπιση όπως είχε ο πελάτης μου, και τελικώς εσύ κινδυνεύεις να καταλήξεις στη φυλακή"...... ότι θέλει να σκεφτεί, να ψάξει λίγο την υπόθεση και να της απαντήσει σε κάποιες ημέρες πολύ σύντομα, ..." και ακολούθως ανανέωσαν το ραντεβού τους μετά δύο ημέρες στο ίδιο σημείο. Στη συνάντηση που ακολούθησε, κατά τα λεπτομερώς στις καταθέσεις της Ε1 αναφερόμενα ο κατηγορούμενος της είπε ότι "... για να κλείσει όλη η υπόθεση και να μην ανοίξει ούτε μύτη θα χρειαστεί το ποσό των 100.000.000 δραχμών..., το οποίο μάλιστα δεν το είπε προφορικά (φοβούμενος προφανώς τυχόν μαγνητοφώνηση της συνομιλίας τους), αλλά το έγραψε πάνω σε ένα χαρτί που είχε μπροστά του, το οποίο το έσκισε", σε σχετική δε παρατήρηση της ίδιας "ότι και όλα αν πουλήσω, δεν μπορώ να συγκεντρώσω το ποσό των 100.000.000 δραχμών", ο Χ2 έδειξε να είναι γνώστης όλων των περιουσιακών της στοιχείων, και μάλιστα γνώριζε ένα project (πρότζεκτ) που είχε ετοιμαστεί για να εφαρμοστεί μέσω του αναπτυξιακού νόμου σε μια έκταση που της ανήκε στην ......, πιστεύοντας ότι ήδη είχε υλοποιηθεί", επί πλέον δεν την επέπληξε λέγοντας της ότι "... δεν είναι δυνατόν με περιουσία 4 δις να μην μπορείς να εξασφαλίσεις 100.000.000 δραχμές για να σωθείς". Ακόμη κατά τη συνάντηση αυτή της ανέφερε ότι "τα χρήματα αυτά τα χρειαζόταν για να δοθούν σε διάφορους ανθρώπους, που γνώριζε, και που θα χειρίζονταν αυτή την υπόθεση, για να σωθεί αυτή", μάλιστα δε σε σχετική ερώτηση της για το ποσό που της ζητούσε απάντησε χαρακτηριστικά "γνωρίζεις πολύ καλά ότι οι δικαστές που θα χειριστούν αυτή την υπόθεση δεν θα βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά για πενταροδεκάρες, για να σωθείς εσύ". Μη πεισθείσα από τις παραπάνω παραστάσεις του Χ2 σχετικά με τις δυνατότητες του να παρέμβει στους δικαστικούς λειτουργούς που χειρίζονταν ή επρόκειτο να χειριστούν την εκκρεμούσα σε βάρος της ποινική υπόθεση, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του με δικαστικούς λειτουργούς για να επιτύχει την ευνοϊκή εξέλιξη της υποθέσεως της και τελικά την αθώωση της, οι οποίες άλλωστε, όπως προέκυψε ήταν αναληθείς εν γνώσει του, όπως προαναφέρθηκε, η Ε1 του δήλωσε ότι θα σκεφτεί και θα του απαντήσει, στη συνέχεια δε ενημέρωσε το δικηγόρο της Η, ο οποίος τη συμβούλευσε να αγνοήσει τον Χ2 και να μην ασχοληθεί μαζί του, όπως και έπραξε. Έτσι, ο σκοπός του κατηγορουμένου Χ2 δεν επιτεύχθηκε, όχι από δική του θέληση αλλά γιατί η παθούσα δεν πείστηκε από τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του να του καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δραχμών κι έτσι οι πράξεις της απάτης από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και της παράβασης του άρθρου 11 του ν. 5227/31, περί μεσαζόντων, με παθούσα τη Ε1 παρέμειναν στο στάδιο της απόπειρας. Διαπιστώνοντας ο κατηγορούμενος Χ2 την αδυναμία του να αποσπάσει με εξαπάτηση από την παθούσα Ε1 το προαναφερόμενο ποσό των 100.000.000 δραχμών, αφού η τελευταία δεν πειθόταν από τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του να του καταβάλει τούτο, πραγματοποίησε στη συνέχεια αλλεπάλληλα διαδοχικά τηλεφωνήματα προς την παθούσα, κατά τα οποία της ζητούσε εκβιαστικά να του καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δραχμών, ακόμη και σε επιταγές, χρησιμοποιώντας την απειλή, προκειμένου να την εξαναγκάσει στην καταβολή του ως άνω ποσού, ότι εάν δεν του το κατέβαλε θα οδηγούσε αυτήν και το σύζυγο της Ε, συγκατηγορούμενο αυτής, για πράξη εκβίασης σε βάρος του Η1 στη φυλακή, το ανήλικο δε τέκνο τους σε ίδρυμα. Στο τελευταίο από τα τηλεφωνήματα αυτά που έγινε στην οικία της, ο κατηγορούμενος της είπε: "άκουσε να σου πω, δεν έχω μάθει να ζητάω χρήματα και να μη μου τα δίνουν, και μάλιστα όταν με αυτά τα χρήματα θα σώσω εσένα, δεν με ενδιαφέρει αν με μαγνητοφωνείς, δεν με ενδιαφέρει αν χρησιμοποιήσεις αυτά που λέω, πρόσεξε καλά, όπως μπορώ να σε αθωώσω, μπορώ να σε κλείσω στη φυλακή, τις δυνατότητες του γραφείου μου τις είδες ήδη από την ανάκριση, θα σε κλείσω στη φυλακή, θα κλείσω και τον άνδρα σου στη φυλακή και το παιδί σου σε ίδρυμα" και της έκλεισε το τηλέφωνο. Το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής επικοινωνίας επιβεβαιώνουν επί πλέον και η μάρτυρας Θ2, η οποία εξ ιδίας αντιλήψεως καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τη Ε1, μάλιστα δε η ίδια απάντησε στη σχετική τηλεφωνική κλήση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος, δηλώνοντας της τα στοιχεία της ταυτότητας του, ζήτησε να επικοινωνήσει με τη Ε1, στην οποία ανέφερε, παρουσία της μάρτυρος, την απαίτηση του για την καταβολή του αιτηθέντος ποσού, και ότι αμέσως μετά τη λήξη της επικοινωνίας η τελευταία (Ε1) ήταν κάτωχρη και φοβισμένη και όταν την ρώτησε, την ενημέρωσε ότι "ο Χ2 για μια ακόμη φορά της είχε ζητήσει τα 100.000.000 δραχμές, απειλώντας την ότι σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευε η ίδια και ο σύζυγος της, το δε παιδί της θα κλεινόταν σε ίδρυμα", ως και ο μάρτυρας Ε, σύζυγος της Ε1, ο οποίος παρίστατο και αυτός κατά την ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία. Αμέσως μετά την επικοινωνία αυτή η Ε1, τηλεφώνησε στο δικηγόρο της Η και τον ενημέρωσε. Ο τελευταίος, ήρθε σε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο Χ2 με τον οποίο συμφώνησε να συναντηθούν και οι τρεις στην καφετέρια "..." στο .... Κατά τη συνάντηση αυτή, προς απόδειξη της οποίας προσκομίζονται και σχετικές φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζεται η μεταξύ των ενδιαφερομένων συνάντηση, που έλαβε χώρα στην καφετέρια "....", κατά την κατάθεση της μάρτυρος Ε1, ο Η ρώτησε τον κατηγορούμενο "... Χ2, τι είναι αυτά τα 100.000.000 ή 80.000.000 δραχμές που ζητάς, εγώ δεν γνωρίζω ότι υπάρχουν δικαστές που πληρώνονται, που θα τα δώσεις για να μπορέσω και εγώ να συζητήσω με τους πελάτες μου και να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε", ο κ. Χ2 επιβεβαίωσε ότι είχε πει και απάντησε ... ότι "δεν χρειάζεται να γνωρίζετε που ακριβώς θα δοθούν αυτά τα χρήματα, πρέπει να μου δείξετε εμπιστοσύνη, και δεν πρόκειται να ανοίξει μύτη ...". Τα όσα εξ ιδίας αντιλήψεως και με σαφήνεια καταθέτει η Ε1, επιβεβαιώνονται όχι μόνο από τα καταθέσεις των μαρτύρων Θ2 και Ε, αλλά και από την κατάθεση του Η, ο οποίος επιβεβαιώνει εμμέσως μεν, πλην σαφώς, την κατάθεση της Ε1, ο οποίος κατά την ένορκη εξέταση του ως μάρτυρος κατά την ανάκριση, κατέθεσε σχετικά: "Συναντηθήκαμε πράγματι, ο Χ2, εγώ και η κ. Ε1, και αμέσως μετά την πρώτη μας επαφή, γνωτοποίησα στον Χ2 ότι η κ. Ε1 μου έχει κάνει γνωστή την απαίτηση του, για τα 100.000.000 δραχμές, τα οποία της έχει ζητήσει, και τον ρώτησα εάν αυτό αφορά απαίτηση για τη ζημιά την οποία φέρεται ότι έχει προκαλέσει εις τους αντιδίκους της η κ. Ε1, και αν σε αυτό περιλαμβάνεται και η δική του αμοιβή, αυτός απέφυγε να μου απαντήσει, αν θυμάμαι καλά, και μου είπε "θα τα βρούμε" αφού συζητήσει το θέμα από την πλευρά των εντολέων του και μετά από λίγο έφυγε...περίμενα να ενημερωθώ από την κ. Ε1 είτε από τον Χ2, για το ποιες θα είναι οι μελλοντικές μας κινήσεις, αφού αυτοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους, παρά το ότι είχε ενοχληθεί γιατί ο Χ2 επικοινωνούσε απευθείας με την κ. Ε1 και δεν επικοινωνούσε με εμένα, όπως απαιτεί και ο Κώδικας Δικηγόρων", ακόμη δε ερωτηθείς ειδικά κατά την ως άνω εξέταση του, εάν έλαβε πράγματι χώρα ο διάλογος μεταξύ αυτού και του Χ2, για τον οποίο κατέθεσε η μάρτυρας Ε1 ή άλλος παρεμφερής και συγκεκριμένα εάν υπέβαλε στον Χ2 την ερώτηση, " Χ2, τι είναι αυτά τα 100.000.000 δραχμές ή 80.000.000 δραχμές που ζητάς; Εγώ δεν γνωρίζω ότι υπάρχουν δικαστές που πληρώνονται, που θα τα δώσεις για να μπορέσω και εγώ να συζητήσω με τους πελάτες μου, για να συζητήσουμε τι θα κάνουμε;" απάντησε σχετικά: "Είναι αλήθεια ότι υπήρχε μια συγκεχυμένη αιτιολογία της καταβολής του ποσού αυτού και εγώ δεν είχα αντιληφθεί που θα πήγαιναν αυτά τα χρήματα που ζητούσε, αλλά δυστυχώς και το τονίζω στην κυριολεξία, δεν είμαι σε θέση να διαβεβαιώσω ότι η εντύπωση που είχα ήταν θα πήγαιναν σε δικαστές, χωρίς να μπορώ να το αποκλείσω και να απαξιώσω τα όσα ισχυρίζεται η κ. Ε1, επειδή είναι πολύ σοβαρό το θέμα, ορκίστηκα και θέλω να είμαι απολύτως σίγουρος για να το επιβεβαιώσω".
Τελικά, ο σκοπός του κατηγορούμενου Χ2 να αποκομίσει το πιο πάνω παράνομο περιουσιακό όφελος των 100.000.000 δραχμών δεν επιτεύχθηκε, όχι από δική του θέληση αλλά γιατί η παθούσα δεν υπέκυψε στις παραπάνω απειλές κι έτσι και η πράξη της εκβιάσεως παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια των ανωτέρω συναντήσεων έγινε προσπάθεια, προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός μεταξύ των αντιδίκων πλευρών Ε1 και Η1, και ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αυτών ζήτησε να του καταβληθεί το ποσό των 80.000.000 δραχμών, δεν δίδει, όμως, καμία επαρκή εξήγηση για ποιο λόγο το ποσό αυτό που ζητούσε, το οποίο κατά τη σαφή κατάθεση της Ε1 ανερχόταν σε 100.000.000 δραχμές και όχι σε 80.000.000 δραχμές, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αναφέρεται στο διατακτικό του με αριθμό 5000/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμπεται η Ε1 να δικαστεί για την πράξη της εκβιάσεως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία εις βάρος της περιουσίας του Η1 κατά το ποσό των 45.000 ευρώ, για το οποίο ο τελευταίος είχε εξαναγκαστεί να υπογράψει εννέα ισόποσες συναλλαγματικές των 5.000 ευρώ, ως και κατά τα ποσά των 4.000.000 δραχμών και 110.000 ευρώ, τα οποία είχε εξαναγκασθεί, σύμφωνα με τα περιστατικά που εκτίθενται στο ως άνω βούλευμα να καταβάλει στη Ε1. Το γεγονός δε ότι η τελευταία με την από ..... επιστολή της, την οποία απηύθυνε αναρμοδίως προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ανακαλεί τα όσα είχε αναφέρει σε βάρος του κατηγορουμένου Χ2, δίνοντας διαφορετική εξήγηση στα όσα είχε καταγγείλει αρχικά με την υποβληθείσα ενώπιον του Εισαγγελέως αναφορά της, δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα ως προς τη βασιμότητα των καταγγελθέντων απ' αυτή, και την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του, δοθέντος ότι σε αυτήν δεν περιέχονται ικανά στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τα όσα η ίδια αυθορμήτως κατέθεσε ενώπιον των ανακριτικών αρχών, μετ' επιμονής, και με πλήρη αναφορά στις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις του κατηγορουμένου, τις οποίες επιβεβαίωσαν πλέον της ίδιας, και οι υπόλοιποι μάρτυρες (Θ2, Ε και Η). Άλλωστε, η ως άνω Ε1, κατά τη συμπληρωματική ένορκη εξέταση της ενώπιον Ειδικού Ανακριτή - Εφέτη Ιωάννη Σίδερη, που πραγματοποιήθηκε στις 2-3-2007, μετά την ανάκληση με την πιο πάνω επιστολή των όσων είχε αναφέρει σε βάρος του κατηγορούμενουΧ2, έδωσε λεπτομερείς εξηγήσεις για ποιο λόγο απέστειλε προς την Εισαγγελία Αθηνών την από 23-11-2006 επιστολή της. Συγκεκριμένα η κατηγορουμένη κατέθεσε τα εξής:
"Κατ' αρχήν βρίσκομαι εδώ σήμερα για να πω την αλήθεια. Αλήθεια είπα και την πρώτη φορά που είχα εμφανιστεί ενώπιον σας. Δεν σας είπα ούτε ένα ψέμα. Έχοντας φτάσει σε πολύ μεγάλο οικονομικό αδιέξοδο, και περισσότερο νιώθοντας ένοχη απέναντι στην οικογένεια μου, για την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, δέχτηκα πρόταση από το γραφείο του κ. Χ2 για οικονομική βοήθεια, προκειμένου να αποσύρω την καταγγελία μου. Πήγα στο γραφείο του κ. Χ2 στον Πειραιά, για να συζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν όλη αυτή η συναλλαγή. Προσπάθησε να με πείσει ότι η συνάντηση στο .... δεν αποσκοπούσε σε εκβιασμό αλλά σε βοήθεια. Δεν πείστηκα αλλά και δεν συνέχισα την όποια συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα, γιατί δεν είχε νόημα. Η βοήθεια του κ.Χ2 συνίστατο στην καταβολή αρκετών χιλιάδων ευρώ, το συγκεκριμένο ποσό ανερχόταν σε 800.000 ευρώ, με τα οποία θα μπορούσα να καλύψω τα έξοδα ενός επιχειρησιακού πλάνου, για να λύσω έτσι μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση, και επίσης στην αγορά μιας κατοικίας. Δεν τα ζήτησα ήταν δικές του προτάσεις. Μάλιστα από το ίδιο το βράδυ προσπαθούσε να με φέρει σε επαφή με διάφορους επενδυτές, οι οποίοι θα εμφανίζοντανως συνεργάτες μου, αντ' αυτού στην υλοποίηση του επιχειρησιακού μου πλάνου. Είχα ένα πολύ μεγάλο ενδοιασμό, σχετικά με το αν θα έπρεπε να συμφωνήσω να αποσύρω τις συγκεκριμένες καταγγελίες γιατί με τον τρόπο αυτό θεωρώ ότι θα "άδειαζα" ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν και με πίστεψαν, είτε από την πλευρά της δικαιοσύνης, είτε από το δημοσιογραφικό χώρο... Μου πήρε περίπου δύο εβδομάδες για να αποφασίσω να στείλω την εν λόγω δεύτερη επιστολή της ..., την οποία και αντέγραψα από έντυπο που μου δόθηκε από το γραφείο του κ. Χ2. Συνειδησιακά το μόνο που μπορούσα να αλλάξω από την επιστολή που μου δόθηκε, ήταν να αλλάξω τη φράση "είπα ψέματα" σε "δεν είπα την αλήθεια". Επειδή ο τρόπος γραφής δεν ήταν δικός μου, ήταν απλά ο αντίλογος σε αυτά που είχε γράψει, πίστευα αν θέλετε μέσα μου, ότι οποιοσδήποτε το έπαιρνε στα χέρια του θα το καταλάβαινε. Εξάλλου, ερωτηθείσα σχετικά με το χρόνο κατά τον οποίο επισκέφθηκε το γραφείο του Χ2, η Ε1 απάντησε: "Δύο εβδομάδες πριν από την κατάθεση της εν λόγω επιστολής. Στο γραφείο του κ. Χ2 πήγα μόνη μου. Τα χρήματα τα οποία μου υποσχέθηκε δεν τα πήρα όλα, πήρα μόνο τμηματικά τα ποσά των 5.000 ευρώ, 6.000 ευρώ, 3.900 ευρώ, 3.750 ευρώ, 5.000 ευρώ και 2.500 ευρώ, εκ των οποίων πήρα 5.000 ευρώ πριν την αποστολή της επιστολής, επαναλαμβάνω χωρίς να ζητήσω εγώ τα χρήματα, και τα υπόλοιπα τα πήρα μετά την αποστολή και μέχρι πριν από ένα μήνα. Πριν έλθω σε οποιαδήποτε επαφή με τον κ. Χ2 ενημέρωσα το δημοσιογράφο κ. ....., ο οποίος δεν συμφώνησε με την κίνηση που θα έκανα αλλά τον κρατούσα ενήμερο για όλες μου τις κινήσεις και γνωρίζει τις λεπτομέρειες των συναντήσεων και συνομιλιών αυτών. Εκ των υστέρων πληροφορήθηκα ότι ο κ. Χ2, σε συναντήσεις που είχε με τρίτα πρόσωπα, ανέφερε πλέον ότι δεν θα μπορούσε να ανακαλέσω τη δεύτερη κατάθεση μου, γιατί θα ήμουν πλέον κατάπτυστη έναντι της δικαιοσύνης".
Ο κατηγορούμενος Χ2, κατά την απολογία του κατά την ανάκριση αρνήθηκε τις σχετικές κατηγορίες που τον βαρύνουν και ισχυρίστηκε ότι η κατηγορούμενη κινήθηκε μεθοδευμένα, στέλνοντας προς τον Εισαγγελέα την από 18-1-2006 επιστολή της, στην οποία όσα αναφέρει είναι ψευδή και συκοφαντικά, έχοντας προφανή στόχο να αναστρέψει το κλίμα σε δίκες που είχε με διάφορους αντιδίκους της σε σχέση με τη δραστηριότητα της, στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών που διατηρούσε, αλλά και ιδιαίτερα με το δικαστήριο του τότε εντολέως του Η1, πράξεις για τις οποίες ήταν κατηγορούμενη για βαριά κακουργήματα, υπόθεση την οποία δεν είχε χειριστεί ουσιαστικά αυτός αλλά οι συνεργάτες του. Ότι η μάρτυρας και τότε κατηγορουμένη Ε1 ήταν αυτή που επιδίωξε τη συνάντηση μαζί του μέσω του ...., ότι κατά τη συνάντηση αυτή που πραγματοποιήθηκε στο εστιατόριο "....." στο ...., η οποία δεν είχε τίποτε το επιλήψιμο, και για την οποία είχε ενημερώσει το Η1, ο οποίος ως αποζημίωση για τις βλάβες που είχε υποστεί, ήθελε να διεκδικήσουν πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά, συμφώνησε με τη Ε1 να μεταφέρει στον Η1 ότι προτίθεται να δώσει ως αποζημίωση του, για την ηθική βλάβη που υπέστη, αλλά και για τα χρήματα τα οποία όφειλε το ποσό των 80.000.000 δραχμών, και μάλιστα τον ευχαρίστησε λέγοντας του ότι θα προβεί σε κάποιες ενέργειες πωλήσεως, ίσως της διαχειρίσεως, κάποιου κτήματος της στη ...... Ότι από εκεί και πέρα δεν είχε καμιά επαφή μαζί της, περιμένοντας την απάντηση της, ώσπου μετά από καιρό του τηλεφώνησε ο συνάδελφος του Η, λέγοντας του ότι χειρίζεται πλέον την υπόθεση της Ε1 και ότι θέλουν να συναντηθούν σαν φίλοι και σαν συνάδελφοι, ότι κατά συντάντησή τους αυτή που πραγματοποιήθηκε στο εστιατόριο ... στο ....., όπως του ζήτησαν, είχαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που αφορούσε τις αστικές αξιώσεις του Η1 , κατά την οποία συμφώνησαν απλά να μεταφέρει και πάλι στον Η1, ότι η Ε1 θα του καταβάλει, όταν μπορέσει 80.000.000 δραχμές, τέλος δε αρνήθηκε ειδικά, παραλείποντας να αναφερθεί στις προηγούμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τη Ε1, την τελευταία τηλεφωνική τους επικοινωνία, για την οποία κατέθεσε η μάρτυρας Θ2, λέγοντας ότι η Ε1 μετέφερε προφανέστατα στην κ. Θ2, που δεν άκουγε την τηλεφωνική επικοινωνία, που δεν έγινε ποτέ μαζί μου, ό,τι τη συνέφερε για να δημιουργήσει αυτό το μύθευμα. Οι ως άνω αρνητικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, και ως εκ τούτου δεν δύναται να αναιρέσουν τη βασιμότητα των εις βάρος του σχετικών κατηγοριών, τις οποίες, σημειωτέον, ενισχύει και επιλήψιμος τρόπος, με τον οποίο ο κατηγορούμενος, μεθόδευσε την ανάκληση των εις βάρος του καταγγελθέντων από τη Ε1.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορούμενου Χ2 και για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000.000 ευρώ, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της αρχικής κατηγορίας (απόπειρας απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας), της απόπειρας εκβίασης, ως και της παραβάσεως του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 (περί μεσαζόντων), που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί από αυτόν εις βάρος της Ε1. Τέλος δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, ότι καθόσον αφορά της πράξεις της απάτης και παράβασης του άρθρου 11 του ν.5227/1931 "περί μεσαζόντων" σε βάρος της Ι1, από την εκτίμηση του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού προέκυψαν τα εξής: Στις 13-10-2005 συνελήφθη για παράβαση του νόμου ναρκωτικών ο Ι, η μητέρα του οποίου Ι1, ενεργώντας για λογαριασμό του, καθ' ον χρόνο αυτός κρατείτο στο Αστυνομικό Τμήμα, ανέθεσε την υπεράσπιση του στο δικηγόρο Αθηνών Σ1. Ο τελευταίος αμέσως μετά την ενημέρωση του από την αστυνομική υπηρεσία, όπου κρατείτο ο ως άνω συλληφθείς, ως προς τις συνθήκες τελέσεως εκ μέρους του τελευταίου της πράξεως, που του αποδιδόταν, ενημέρωσε τη μητέρα του κατηγορουμένου Ι1 ότι η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο γυιός της ήταν σοβαρή και ότι θα έπρεπε να αναμένει την προφυλάκιση του, γιατί κατ' αυτόν "οι πιθανότητες να αφεθεί ελεύθερος ήταν μηδενικές". Μετά την εμφάνιση του συλληφθέντος στον Εισαγγελέα, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του για αγορά, κατοχή, και πώληση ναρκωτικών κατ' εξακολούθηση και στη συνέχεια ενώπιον του Ανακριτή του 28ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, στον οποίον προσήχθη για να απολογηθεί συνοδευόμενος από τον ως άνω δικηγόρο του, επιβεβαιώθηκε η αρχική εκτίμηση του εν λόγω δικηγόρου ότι επρόκειτο για σοβαρότατες κατηγορίες, δεδομένου ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη και για εμπορία ναρκωτικών, Κατά την προσαγωγή του στον παραπάνω ανακριτή ο κατηγορούμενος Ι ζήτησε και έλαβε προθεσμία για τις 17-10-2005 για να απολογηθεί και ο συνήγορος του έλαβε αντίγραφα για να ετοιμαστεί για την υπεράσπιση του εντολέα του, Μετά τη λήψη αντιγράφων της δικογραφίας ο ως άνω δικηγόρος ενημέρωσε λεπτομερέστερα τη μητέρα του κατηγορουμένου Ι, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι ως έχει η εικόνα της δικογραφίας η προφυλάκιση είναι περίπου βέβαιη και ότι είναι πολύ πιθανή η εκδοχή αυτή να διαρκέσει μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ακολούθως δε ο ως άνω δικηγόρος συνεννοήθηκε με τη μητέρα του κατηγορουμένου να συναντηθούν τη Δευτέρα 17/10/2005 και ώρα 9η πρωινή στο ανακριτικό γραφείο, όπου επρόκειτο να απολογηθεί ο γυιός της. Την επομένη ημέρα, όμως, (14-10-2005), η Ι1 τηλεφώνησε στο δικηγόρο Σ1 και ανακάλεσε τη δοθείσα στον τελευταίο εντολή νομικής υπεράσπισης του γιου της, δηλώνοντας του αυτολεξεί: "ξέρετε κ. Σ1, δεν έχω κανένα παράπονο με εσάς, και μου φανήκατε πολύ ειλικρινής και σωστός δικηγόρος, αλλά ξέρετε ανεμείχθη και ο αδελφός μου και απευθύνθηκε στον κ. Χ2, ο οποίος του είπε ότι έχει τρόπο να βοηθήσει το παιδί να γλιτώσει τη φυλακή" (βλ. την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα). Ερωτηθείσα σχετική η Ι1 κατά την κατάθεση της ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή Εφέτη επιβεβαίωσε, αφ' ενός μεν ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος Σ1 της είπε ότι " κίνδυνος να προφυλακιστεί" ο γιος της, αφ' ετέρου δε αυτό; το οποίο ο ίδιος μάρτυρας - δικηγόρος κατέθεσε, δηλαδή ότι "ο αδελφός της απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος του είπε ότι έχει τρόπο να βοηθήσει το παιδί για να γλιτώσει τη φυλακή". Ακολούθως, κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, και αφού προηγουμένως, είχε λάβει τη διαβεβαίωση από τον Χ2, αρχικά μέσω του αδελφού της Ι2 και στη συνέχεια σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η ίδια μαζί του ότι "είχε τον τρόπο να βοηθήσει το παιδί να μην πάει φυλακή" η παραπάνω, συνοδευόμενη από το γυιό της Ια επισκέφθηκε το δικηγορικό γραφείο του Χ2, προκειμένου, να συζητήσει την υπόθεση του κρατούμενου γυιού της με το συνεργάτη του ως άνω γραφείου Χ5, ο οποίος την προηγουμένη, τις απογευματινές ώρες, κατ' εντολή του Χ2, είχε επισκεφθεί το γυιό της στη ΓΑΔΑ, όπου κρατείτο και συνομίλησε μαζί του για την υπόθεση του. Πρέπει να αναφερθεί εδώ, ότι ο προαναφερόμενος Χ5, την προηγουμένη ημέρα, κατά τις απογευματινές ώρες και ενώ βρισκόταν με το συνάδελφο του Π1 στο αυτοκίνητο του, δέχτηκε τηλέφωνο από τον Χ2, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι ένας νεαρός με το όνομα Ι, είναι κρατούμενος στη ΓΑΔΑ, για παράβαση του Νόμου περί Ναρκωτικών και του έδωσε τα τηλέφωνα της μητέρας του Ι1, και του αδελφού του Ια, σταθερό και κινητό, με τους οποίους επικοινώνησε και συναντήθηκαν έξω από τη ΓΑΔΑ για να επισκεφθεί τον κρατούμενο. Κατά την παραπάνω επίσκεψη της Ι1 στο δικηγορικό του Χ2, ο Χ5 επανέλαβε τη δοθείσα σ' αυτή διαβεβαίωση από τον Χ2, ότι το δικηγορικό του γραφείο είχε τη δυνατότητα παρεμβάσεως στον Ανακριτή της υπόθεσης, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά ο γυιός της μετά την απολογία του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι "με δύο τηλέφωνα θα λυθεί η υπόθεση", η οποία "γι' αυτούς είναι μια πολύ απλή υπόθεση, υπόθεση ρουτίνας". Τα σχετικά με την επίσκεψη αυτή κατατέθηκαν από το μάρτυρα Ι2, ο οποίος, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη κατέθεσε ότι "κατά την επίσκεψη της στο ως άνω γραφείο, όπου μετέβη με τον ανηψιό του Ια η αδελφή του ένιωσε υπερβολικά ευχαριστημένη, γιατί της είπαν ότι "με δύο τηλέφωνα θα είχε λυθεί η υπόθεση", η οποία "γι' αυτούς είναι μια πολύ απλή υπόθεση, υπόθεση ρουτίνας". Τις ως άνω διαβεβαιώσεις προς την Ι1 επανέλαβαν έκτοτε και μέχρι την απολογία του κρατούμενου γυιού της Ι στις 17-1-2005, τόσο ο Χ5, όσο και ο συγκατηγορούμενός του Χ3, ο οποίος τελικά παραστάθηκε κατά την απολογία του Ι, και έλαβε πριν από την απολογία του από την Ι1 το ποσό που είχε απαιτήσει απ' αυτήν ο συγκατηγορούμενός του Χ5 κατ' εντολήν του Χ2. Ειδικότερα, στις 15-10-2005, ημέρα Σάββατο, κατά τις απογευματινές ώρες, ο Χ5, μετέβη στη ΓΑΔΑ, για να επισκεφτεί τον κρατούμενο, όπου συνταντήθηκε με την Ι1 και το γυιό της Ια. Στη συνάντηση αυτή ο κατηγορούμενος Χ5 απαίτησε από την Ι1, μετά από συνεννόηση με τον Χ2, ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο όπως ανέφερε αργότερα ο Χ5 στον αδελφό της Ι1, Ι2, τον οποίο συμβουλεύθηκε η τελευταία, για το αν έπρεπε να καταβάλει ένα τόσο μεγάλο ποσό, προοριζόταν για να μην επιβληθεί στον κατηγορούμενο Ι προσωρινή κράτηση μετά την απολογία του, δεδομένου ότι έπρεπε να δώσουν σε δικούς τους ανθρώπους χρήματα για να μην κρατηθεί προσωρινά ο κατηγορούμενος, την απάντηστα-δε αυτή ο Χ5 την έδωσε, προκειμένου να δικαιολογήσει το ύψος της αμοιβής, για το λόγο ότι η Ι1, η οποία είναι χήρα, είχε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Σχετικά με την αιτία για την οποία ζητήθηκε το ως άνω ποσό, είναι διαφωτιστική η κατάθεση του αδελφού της Ι1, Ι2, ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή - Εφέτη, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "...Όταν ζήτησαν τα 5.000 ευρώ, η αδελφή μου με συμβουλεύτηκε και προσπαθώντας να καταλάβω που πάνε αυτά τα χρήματα, μίλησα στο τηλέφωνο με τον κ. Χ5, για να μου εξηγήσει για ποιο λόγο χρειάζονται αυτά τα χρήματα. Και η απάντηση του ήταν "αν θέλεις να τον βγάλουμε, θα πρέπει να δώσουμε σε δικούς μας ανθρώπους χρήματα, προκειμένου να βοηθήσουν να τον βγάλουν...". Στις 16-10-2005, ημέρα Κυριακή, ο Χ5, συνοδευόμενος από το Χ3, ο οποίος είχε ήδη ενημερωθεί για την υπόθεση, δεδομένου ότι επρόκειτο να αναπληρώσει στα καθήκοντα του ως υπερασπιστή κατά την απολογία του Ι το Χ5, ο οποίος την επομένη, 17-10-2005, που είχε οριστεί ως ημέρα απολογίας, επρόκειτο να παρασταθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και αδυνατούσε να παρασταθεί κατά την ανάκριση, συναντήθηκε εκ νέου με την Ι1 και το γυιό της Ια, με τους οποίους, αφού τους ενημέρωσαν για το ως άνω κώλυμα και την αναπλήρωση του Χ5 από το Χ3, συζήτησαν το θέμα της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, δίνοντας τις διαβεβαιώσεις που προαναφέρθηκαν. Ο ισχυρισμός των εν λόγω κατηγορουμένων, περί ενημερώσεως κατά την ως άνω συνάντηση των παραπάνω συγγενών του κρατούμενου, αλλά και του τελευταίου για τη σχεδόν μετά βεβαιότητος, αναμενόμενη προσωρινή κράτηση του, δεν κρίνεται πειστικός, αφού είναι προφανές ότι η Ι1, αν της είχε αναφερθεί κάτι τέτοιο, δεν θα δεχόταν να καταβάλει, όπως έπραξε την επομένη, την υπερβολικά υψηλή για τη συγκεκριμένη ανακριτική πράξη (απλή παράσταση κατά την απολογία χωρίς σύνταξη υπομνήματος) (βλ. σχετικά την απολογία του Χ3) αμοιβή που απαίτησαν απ' αυτήν οι κατηγορούμενοι, αν ληφθεί υπόψη ότι ο αποκλειστικός λόγος για τον οποίο ανακάλεσε την εντολή προς τον προηγούμενο δικηγόρο και ανέθεσε τη νομική υπεράσπιση του γυιού της στο δικηγορικό γραφείο του Χ2 αντί της ως άνω υπερβολικά υψηλής αμοιβής ήταν οι υποσχέσεις που δόθηκαν σ' αυτή, περί δυνατότητας του ως άνω δικηγορικού γραφείου να επιτύχει μη επιβολή προσωρινής κρατήσεως στο γυιό της, αμέσως μετά την απολογία του, πράγμα το οποίο, όμως, ήταν ψευδές εν γνώσει των ως άνω κατηγορουμένων, αλλά και του συγκατηγορουμένου τους Χ2, αφού αληθές ήταν ότι αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης για να προκαλέσουν, κατά την εμφανιζόμενη βούληση τους, πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών και του ανακριτή που είχε επιληφθεί της ανακρίσεως, ώστε αυτός να μην ενεργήσει κατά συνείδηση και να μην επιβάλει εφόσον συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις προσωρινή κράτηση σε βάρος του Ι, με συνέπεια, η παθούσα, να πειστεί και να καταβάλει σ' αυτούς, όπως αμέσως παρακάτω εκτίθεται, το προαναφερόμενο ποσό και να υποστεί ζημία που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αν ληφθεί υπόψη η συναλλακτική αξία του ποσού. Πράγματι, το πρωί της επομένης, 17-10-2005, ημέρα Δευτέρα, ο κατηγορούμενος Χ3, εμφανίστηκε στα Δικαστήρια της οδού Ευελπίδων, όπου συναντήθηκε με τη μητέρα του κρατούμενου Ι1 και τον αδελφό του Ια, η πρώτη των οποίων του κατέβαλε, πριν από την απολογία του γυιού της, το συμφωνηθέν ποσό των 5.000 ευρώ. Την ημέρα εκείνη, όμως, ο ανακριτής διέταξε, μετά την απολογία του Ι, στην οποία παρέστη ο ως άνω δικηγόρος ως συνήγορος υπερασπίσεως, την προσωρινή κράτηση αυτού, αυτός δε ήταν και ο λόγος που λίγες μέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 24-10-2005, ο αδελφός του Ια, ανακάλεσε την εντολή που είχε δοθεί στο ως άνω δικηγορικό γραφείο, και μαζί με το θείο του Ι2 ανέθεσαν την υπεράσπιση ^ στο δικηγόρο Δημήτριο Πανοτόπουλο. Μετά την ανάκληση της ως άνω εντολής, ο δικηγόρος Χ5, ενεργώντας για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου Χ2 παρέδωσε στο Ια όλα τα έγγραφα του φακέλου του Ι καθώς και την από ..... Βεβαίωση-Δήλωση στην οποία αναγράφεται ότι "Ο υπογραφόμενος δικηγόρος Πειραιώς Χ5, ενεργών επ' ονόματι και δια λογαριασμό του Δικηγορικού Γραφείου Χ2, δηλώνω ότι παρέδωσα σήμερα 24 Οκτωβρίου 2005, άπαντα τα έγγραφα του φακέλου του Ι στο Ια (αδελφό του Ι), κάτοικο ..... Αττικής, οδός ........ και ότι δεν διατηρείται καμία οικονομική αξίωση εκατέρωθεν". Το γεγονός ότι η ως άνω υπόθεση ανατέθηκε στον Χ2, και όχι στο Χ5, ως προσωπική του υπόθεση, όπως ισχυρίζεται ο πρώτος, πέραν της ως άνω βεβαιώσεως, στην οποία ο τελευταίος αναφέρει, ότι ενεργεί για λογαριασμό του Χ2, ο οποίος ουσιαστικά διηύθυνε το εν λόγω γραφείο, προκύπτει και από το ότι η υπόθεση του Ι ανατέθηκε στο Χ5 από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος πριν αναλάβει αυτή τον ενημέρωσε σχετικά και του έδωσε τα στοιχεία και τα τηλέφωνα της Ι1, καθώς και από το γεγονός ότι το ποσό των 5.000 ευρώ που εισέπραξε ο κατηγορούμενος Χ3 για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου που εργαζόταν λίγο πριν από την απολογία του Ι, αποδόθηκε στον Χ2, μετά από αφαίρεση μέρους αυτού για έξοδα γραμματίου προείσπραξης, λοιπά έξοδα και αμοιβές των ως άνω συνεργατών του (βλ. σχετ. την από 6-7-2006 απολογία του κατηγορουμένου Χ3). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων και για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς αμέσως παραπάνω πράξεις της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, της απόπειρας εκβίασης, ως και της παράβασης του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 (περί μεσαζόντων), που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί από αυτόν εις βάρος της Ι1.
Επιχειρώντας να αντικρούσει την εις βάρος του κατηγορία σε σχέση με την υπόθεση της Ι1 ο κατηγορούμενος Χ2 ισχυρίζεται ότι για την υπόθεση αυτή δεν έχει μιλήσει και δεν έχει συναντήσει ποτέ ούτε τη μητέρα του κατηγορουμένου, ούτε το θείο του Ι2, αλλά ούτε και τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ακόμη δε ότι η ως άνω υπόθεση αποτελεί προσωπική υπόθεση του συνεργάτη του Χ5 τον οποίο σύστησε ως δικηγόρο, δίνοντας το τηλέφωνο του, όταν του ενώ βρισκόταν στο κομμωτήριο για να κουρευτεί, από τη βοηθό της κομμώτριας που διατηρούσε το κομμωτήριο, να τη βοηθήσει συστήνοντας της κάποιο δικηγόρο, προκειμένου να αναλάβει την υπεράσπιση του φίλου της Ι1, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στον ανακριτή τις επόμενες ημέρες, χωρίς να γνωρίζει, έκτοτε, οτιδήποτε για την τύχη της ως άνω υποθέσεως, για την οποία έγινε σχετική καταγγελία, στις 14-10-2005, όταν ξέσπασε θόρυβος γύρω από το πρόσωπο του. Οι αρνητικοί της κατηγορίας παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου Χ2, δεν μπορούν να κλονίσουν την εις βάρος του κατηγορία, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, σχετικά με την αιτία ανακλήσεως της δοθείσας προς δικηγόρο Σ1 εντολής, της ανάθεσης απ' αυτόν στο συγκατηγορούμενό του Χ5 του χειρισμού της ως άνω υποθέσεως, του καθορισμού απ' αυτόν της συμφωνηθείσας αμοιβής, την απόδοση στον ίδιο της εισπραχθείσας από την Ι1 αμοιβής, μετά από αφαίρεση μέρους αυτής για έξοδα γραμματίου προείσπραξης και αμοιβές των ως άνω συνεργατών του, ενώ εξάλλου, τα σχετικά με την έλλειψη οποιασδήποτε επικοινωνίας του με την Ι1, αναιρούνται απ0 τΤ1ν ένορκη κατάθεση ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή- Εφέτη του μάρτυρος Ι2, ο οποίος κατέθεσε σχετικά, ότι η αδελφή του "δεν είδε προσωπικά τον Χ2, "αλλά στην αρχή-αρχή μίλησε τηλεφωνικά μαζί του και την καθησύχασε ότι όλα θα πάνε καλά".
..............Τέλος, ενόψει, όλων όσων προαναφέρθηκαν, σε σχέση με τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας και οι αρνητικοί των σε βάρος του κατηγοριών ισχυρισμοί του κατηγορούμενου Χ3, ο οποίος συμμετείχε ενεργά κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε στη διάπραξη των ως άνω αδικημάτων και είναι μάλιστα εκείνος, από τον οποίο εισπράχθηκε, πριν από την απολογία του Ι, η καθορισθείσα κατ' εντολή του Χ2 αμοιβή, μέρος της οποίας ύψους 1000 ευρώ περιήλθε σ' αυτόν. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών κατέληξε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι για τις αποδιδόμενες σ'αυτούς ως άνω αξιόποινες πράξεις, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 εδ. στ', 26 § 1, 27 § 1, 42, 45, 46 § ια, 51, 52, 53, 60, 61, 63, 79, 83, 94 § 1, 98 § 1, 239 περ. β', 385 § ιγ', 386 § § 1,3 β' Π.Κ. και αρ. 1 § 1α, εδ. αιζ'και 2 § 1 ν.2331/95, όπως το εδ. αιζ' προστ. με άρ. 2 παρ. 16 ν.2479/97, τα αρ. 1 και 2 του ν.2332/95 αντικ. με αρ. 2 και 3, αντίστοιχα, του ν.3424/2005, η § 3 του αρ. 386, όπως αντικ. με το άρ. 14 § 4 του ν.2721/1999 και 11 ν.5227/1931.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών αφενός διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νόμιμη σκέψη της παρούσας, αφετέρου δε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, ενώ δεν ενεφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Επομένως, ο προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο προβαλλόμενος από τους πρώτο και τρίτο αναιρεσείοντες λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτω απορριπτέοι, ενώ για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι αρκετή η παραδοχή του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι είχε αρθεί η βουλευτική ασυλία του δευτέρου αναιρεσείοντος για την δίωξη των ως άνω πράξεων και δεν απαιτείται, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εν λόγω αναιρεσείων, να διαλαμβάνει πότε ήρθη η ασυλία, ούτε αν η απόφαση της Βουλής ελήφθη εντός της τρίμηνης προθεσμίας από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Οι αιτιάσεις δε των αναιρεσειόντων, που με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες απορριπτέες. Περαιτέρω επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων Α) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1. Ι. Απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας.
Κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της προδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις, που καθορίζουν, μεταξύ των άλλων, την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου ως και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 173 παρ.2 του ΚΠΔ από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ ακυρότητα, που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, καλύπτεται. Τέλος, κατά το άρθρο 176 παρ.1 του ΚΠΔ αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το Δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, [Α.Π.1260/00 ΕΛΛ.ΔΙΚ.41/1465]. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ, παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου. Από την παρ.1 του άρθρου αυτού συνάγεται ότι σ' αυτήν καθιερώνεται αφενός μεν ένα γενικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικασθεί δικαίως, αφετέρου δε επί μέρους δικαιώματα του ιδίου. Στην παρ.3 του αυτού άρθρου απαριθμούνται και άλλα δικαιώματα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας δίκαιης διαδικασίας, όπως α) δικαίωμα γνώσεως της κατηγορίας, β) δικαίωμα υπερασπίσεως, γ) δικαίωμα κλητεύσεως και εξετάσεως μαρτύρων και δ) δικαίωμα διερμηνείας. [Η. Αναγνωστόπουλος Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης, Η ΕΣΔΑ Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων 2004 σ.143]. Τέτοιο υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου είναι και το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο αναφέρεται στη διασφάλιση της μεταχείρισης αυτού τόσον από τα κρατικά όργανα, όσο και από τρίτα πρόσωπα, ως αθώου μέχρι να αποδειχθεί νομίμως η ενοχή του. Μία από τις εκδηλώσεις του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί η απαγόρευση στους παράγοντες διαμόρφωσης της δικανικής πεποίθησης να προβαίνουν σε δηλώσεις, με τις οποίες προεξοφλείται η ενοχή του κατηγορουμένου πριν αυτή αποδειχθεί νομίμως στο πλαίσιο μιας δίκης. Με την κρινομένη αίτησή του ο εν λόγω αναιρεσείων προβάλλει ακυρότητα της προδικασίας για το λόγο ότι ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός με σχετική δήλωσή του στα ΜΜΕ, που δημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες, υποστήριξε ότι θεωρούσε βάσιμη μια ανώνυμη καταγγελία, που περιήλθε σ'αυτόν, περί του ότι διατηρούσε δήθεν (ο αναιρεσείων) δύο δισεκατομμύρια δραχμές σε μυστικούς λογαριασμούς στην Ελβετία, χρήματα, προερχόμενα από ύποπτες δραστηριότητες, παραβιάζοντας έτσι βάναυσα το τεκμήριο αθωότητάς του, αφού τον εμφάνισε ως "διεφθαρμένο" δικαστή, ενώ ταυτόχρονα του καταρράκωσε την προσωπικότητα δημιουργώντας ένα καταστροφικό αρνητικό επικοινωνιακό κλίμα σε βάρος του. Επίσης ότι παραβίασε το τεκμήριο της αθωότητάς του και στις 15-6-2005 ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, όπου παραδέχτηκε ότι προέβη, στις ως άνω δηλώσεις του. 'Όμως, τέτοιες δηλώσεις και δημοσιεύματα δεν μπορούν να ιδρύσουν λόγο αναιρέσεως, αφού δεν συνδυάζονται με άλλη πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 484 Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1611/2007, ΑΠ 951/2006). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 31 § 2 Κ.Π.Δ. όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (πριν αντικατασταθεί με το αρ. 5 του ν.3346/17-6-05) εάν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται ύστερα από μήνυση η έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή εάν κατά τη διενέργεια αυτής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από 48 ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Το άτομο αυτό έχει, εκτός των άλλων, το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή εξηγήσεων και να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της μήνυσης ή της έγκλησης, ενώ μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 2 με το άρ. 5 του ν.3346/05, που ισχύει από 17-6-05, έχει δικαίωμα να ζητήσει αντίγραφα όλης της δικογραφίας.
Με την υπό κρίση αίτηση του, ο αναιρεσείων Χ1 προβάλλει ακυρότητα της προδικασίας για το λόγο ότι αν και κλήθηκε από τον τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Σανιδά ως πρόσωπο κατά του οποίου αποδιδόταν η τέλεση αξιοποίνων πράξεων, ενώπιον του οποίου και εξετάστηκε ανωμοτί στις 12-3-05 κατά τη διενεργούμενη υπ'αυτού προκαταρκτική εξέταση, ο ανωτέρω δεν του χορήγησε 48ώρη προθεσμία προς εξέταση, αλλά μόνο 24ώρη, ενώ δεν του χορήγησε, αν και το ζήτησε ρητά, αντίγραφα των καταγγελιών, που τον αφορούσαν, και συγκεκριμένα των Η, δικηγόρου, ......, ....... και ....... 'Όμως από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ανωτέρω ανωμοτί εξέταση του αναιρεσείοντος, αφορά την προκειμένη υπόθεση, αφού τέτοια κατάθεση δεν υπάρχει στη δικογραφία, ούτε άλλωστε μνημονεύεται στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, ενώ, όπως προκύπτει από το τελευταίο (σελ. 77) ο παραπάνω δικηγόρος Η δεν υπήρξε μηνυτής ( ή εγκαλών) αλλά κατέθεσε ως απλός μάρτυρας στην προκειμένη υπόθεση, με την οποία τα λοιπά ως άνω πρόσωπα δεν έχουν καμία σχέση, γι'αυτό και δεν υπάρχουν στη δικογραφία καταγγελτήριες αναφορές ή καταθέσεις αυτών σε βάρος του εν λόγω αναιρεσείοντος.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως αυτού, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος.
Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποφάνθηκε για υπόθεση, που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή, μεταξύ άλλων, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρ. 54 Κ.Π.Δ.). Κατά το άρθρο 54 Κ.Π.Δ., ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Δεν επιτρέπεται μόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται άδεια. Η διάταξη δε του εδ. α' του ως άνω άρθρου δεν είναι αντισυνταγματική, αφού, κατά τη βασική αρχή του ποινικού δικονομικού μας δικαίου, η ποινική δίωξη κινείται inrem και όχι in persona (ΑΠ 904/80 Π.Χρ. ΛΑ'39 Μπουρόπουλος τόμ. Α'σελ. 87). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, που καθιερώνει την ονομαζόμενη συνήθως "Βουλευτική ασυλία" (βλ. Καρρά Π. Χρ. ΜΔ 577), οι Βουλευτές κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου δεν διώκονται (ούτε συλλαμβάνονται, φυλακίζονται ή περιορίζονται με οποιονδήποτε τρόπο) χωρίς άδεια του Σώματος, εκτός αν πρόκειται για "αυτόφωρο" κακούργημα. Επίσης δεν διώκεται βουλευτής της διαλυθείσης Βουλής για πολιτικά εγκλήματα από τη διάλυσή της έως την ανακήρυξη των Βουλευτών της νέας Βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε προθεσμία τριών μηνών, που αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής, από τη διαβίβαση της αιτήσεως δίωξης του Εισαγγελέα στον Πρόεδρο της Βουλής. Η εν λόγω άδεια, αφορά σε πράξεις ή παραλείψεις του Bουλευτή, που είναι άσχετες με τα καθήκοντά του (αρ. 60 και 61 του Συντάγματος) και στοιχειοθετούν οποιοδήποτε έγκλημα, ενώ σκοπός της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως είναι η εξασφάλιση της ελεύθερης άσκησης των Βουλευτικών καθηκόντων, που θα παρεμποδιζόταν σε μεγάλο βαθμό, αν με το πρόσχημα δήθεν τέλεσης αξιοποίνων πράξεων ήταν δυνατή η δίωξη των Βουλευτών (βλ. Σγουρίτσα, Συνταγματικό Δίκαιο τ. Α' 1965 σελ. 290 και 293, Καρρά ό. α). Εξάλλου, κατά το άρθρο 83 § § 1,2 και 6 του κανονισμού της Βουλής, οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής για τη χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Βουλευτή, σύμφωνα με τα άρθρα 61 § 2 και 62 § 1 του Συντάγματος, αφού ελεγχθούν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποβάλλονται στη Βουλή δια του Υπουργού Δικαιοσύνης και καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο κατά τη σειρά της υποβολής τους (παρ. 1). Οι αιτήσεις αυτές αμέσως μετά την υποβολή τους, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο της Βουλής στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας του αρ. 43 Α παρ. 1 περ. ε'(παρ. 2) και οι αιτήσεις για την άρση της Βουλευτικής ασυλίας εγγράφονται στην ημερησία διάταξη της Ολομελείας της Βουλής μετά την υποβολή της έκθεσης της Επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση οι αιτήσεις εγγράφονται υποχρεωτικά στην ημερησία διάταξη τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπονται από τα άρθρα 61 § 2 και 62 § 1 του Συντάγματος (παρ. 6). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση που το Σώμα συνεδρίασε για παροχή ή μη αδείας μετά το τρίμηνο, αφότου διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής, η σχετική αίτηση του αρμοδίου Εισαγγελέα, τότε θεωρείται ότι η απόφαση της Βουλής, με την οποία παρεσχέθη τελικά η άδεια δίωξης, έχει ληφθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 62 του Σώματος, αφού, σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής (αρ. 83 § 6) οι αιτήσεις δίωξης εγγράφονται υποχρεωτικά στην ημερησία διάταξη τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την εκπνοή της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας. Στην εν λόγω δε προθεσμία, κατά την ακολουθούμενη πρακτική της Βουλής, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες δεν μπόρεσε η Ολομέλεια του Σώματος να συνεδριάσει, όπως λόγω εορτών, λόγω Δημοτικών Εκλογών κλπ, οπότε και παρεκτείνεται, αντίστοιχα, η προθεσμία του τριμήνου (βλ. περικοπές πρακτικών συνεδριάσεως της Βουλής της 1-11-2006 που σημειώνονται στη γνωμοδότηση των καθηγητών ........, ..... και ......., που επισυνάπτεται στην αίτηση αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος).
Συνεπώς το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της σχετικής υποθέσεως δεν έχει αρμοδιότητα να ερευνήσει αν η Βουλή νομίμως ή όχι παρέκτεινε την κατά τον κανονισμό της (αρ. 83 § 6) ημερομηνία συνεδριάσεως προκειμένου να συζητήσει σχετική αίτηση του αρμοδίου Εισαγγελέα για παροχή άδειας δίωξης, αφού αυτό ανάγεται στα interna corporis της Βουλής, και ως εκ τούτου ο τρόπος λήψης της απόφασης του Σώματος, με την οποία παρεσχέθη τελικά η άδεια δίωξης σε βάρος Βουλευτή, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας και ειδικότερα από τα υπ'αριθμ. ..... και ...... έγγραφα της Προέδρου της Βουλής Ξ1, η Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συνεδρίαση της 30 Νοεμβρίου 2005 και κατά τη συνεδρίαση επίσης της 1ης Νοεμβρίου 2006 αποφάσισε τη χορηγήση της αιτηθείσας εκ μέρους του αρμοδίου Εισαγγελέα από 15-11-05 και 4-7-06, αντίστοιχα, άδειας δίωξης σε βάρος του δευτέρου αναιρεσείοντος και Βουλευτή κατά τον κρίσιμο χρόνο Χ2. Επισημαίνεται ότι η δεύτερη άδεια δίωξης χορηγήθηκε για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα τη παθητική δωροδοκία δικαστή και της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας, ενώ η πρώτη άδεια δίωξης για τις λοιπές ως άνω πράξεις.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον εν λόγω αναιρεσείοντα, με την κρινομένη αίτησή του, λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας για το λόγο ότι η από 1-11-2006 (δεύτερη) άδεια δίωξης της Βουλής, χορηγήθηκε εκπρόθεσμα, αφού η σχετική αίτηση του αρμοδίου εισαγγελέα διαβιβάσθηκε στη Βουλή στις 4-7-2006, οπότε θεωρείται ως μη δοθείσα και ως εκ τούτου έπρεπε το προσβαλλόμενο βούλευμα να κηρύξει απαράδεκτη την (δεύτερη) κατ'αυτού ποινική δίωξη και να μην προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως παραπέμπτοντάς τον στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Γ) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ3 Ι) Κατά το άρθρο 3 § 1 στοιχ. δ'εδ. δ'του ν.3424/05 "αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ'αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος". Κατά το προτελευταίο εδάφιο του στοιχείου δ' του αυτού ως άνω άρθρου 3 § 1 ρητώς ορίζεται ότι "οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β'". Κατά το στοιχείο δε β' του άρθρου 3 § 1 του ν.3424/05 (που με το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε το αρ. 2 § 1 του ν.2331/95) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α' τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ'επάγγελμα, ενώ κατά το στοιχείο α' του ως άνω άρθρου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών ο υπαίτιος των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 'Ετσι, όταν οι πράξεις αυτές τελούνται από τον υπαίτιο του βασικού εγκλήματος κατ'επάγγελμα, δεν έχει εφαρμογή το παραπάνω άρθρο 3 § 1 στοιχ. δ' εδ. δ' του ν.3424/05, ενώ παράλληλα διατηρούν και με το καθεστώς του νόμου αυτού (3424/05) τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα και οι πράξεις νομιμοποίησης εσόδων, που τελούνται από τρίτα για το βασικό έγκλημα πρόσωπα.
Αυτό δε συνάγεται, α contrario, και από το άρθρο 3 § 1 στοιχ. δ'εδ. τελευταίο του ν.3424/05, κατά το οποίο "σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β". 'Ετσι, όταν το βασικό έγκλημα επισύρει ποινή φυλάκισης ανώτερη του ενός έτους, όπως εν προκειμένω η παθητική δωροδοκία δικαστή, που ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο πλημμέλημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, η εξάλειψη του αξιοποίνου (με παραγραφή ή για άλλο λόγο) του βασικού εγκλήματος ή απαλλαγή του υπαιτίου δεν επιφέρουν τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες και υπέρ του υπαιτίου τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον εν λόγω αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας για το λόγο ότι, εφόσον ως βασικό αδίκημα φέρεται η παθητική δωροδοκία, η οποία ως πλημμέλημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, τότε και το αδίκημα της νομιμοποίησης καθίσταται, ως εκ της επαπειλούμενης, κατά το αρ. 3 § 1 στοιχ. δ' του ν.3424/05, ποινής πλημμέλημα (αρ. 18 Π.Κ.), το οποίο από διετίας έχει παραγραφεί και επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα έπρεπε να παύσει οριστικά την κατ'αυτού ποινική δίωξη ως προς την κατηγορία αυτή και να μην τον παραπέμψει στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.

ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 273 § 2 και 171 § ιδ Κ.Π.Δ., όταν αυτός που ενεργεί την εξέταση του κατηγορουμένου, ανακριτής ή ανακριτικός υπάλληλος κατά την προανάκριση, δεν εξηγεί σ'αυτόν τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος (άρ. 103 Κ.Π.Δ.), και δεν του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος, διότι κατ'αυτόν τον τρόπο θίγεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς υπεράσπισή του (ΑΠ 105/98 Π Χρ. ΜΗ 754).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά και από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ3 απηγγέλθη, μεταξύ άλλων από τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, κατηγορία για ενεργητική δωροδοκία δικαστή και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα: α) ότι στις 27-11-2000 υποσχέθηκε δώρο 7.000.000 δρχ. στην Χ1, προκειμένου ο τελευταίος ως δικαστής στο Πρωτοδικείο Αθηνών να χειριστεί ευνοϊκά υπόθεση πελάτη του και β) ότι στις 29-11-2000 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη πράξη, προερχομένων από την ενεργητική δωροδοκία που είχε τελέσει ο ίδιος και την παθητική δωροδοκία του αναφερομένου δικαστή, κατέθεσε σε λογαριασμό του τελευταίου στην Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος το ποσό των επτά εκατομμυρίων (7.000.000) δραχμών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εφαρμόζοντας ορθά το νόμο 3424/05, αφού, μετά την επελθούσα με το άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, αντικατάσταση του στοιχ. α' του άρθρου 1 ν.2331/95, η ενεργητική δωροδοκία έπαυσε πλέον να συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών εγκλημάτων που αποτελούν προϋπόθεση συγκρότησης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ'αυτού (όπως και κατά των λοιπών αναιρεσειόντων) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ως προς το μέρος που το εγκληματικό προϊόν φέρεται προερχόμενο από ενεργητική δωροδοκία και συγκεκριμένα από ενεργητική δωροδοκία δικαστή που φέρεται ότι τελέστηκε στις 29-11-2000 από τον πρώτο αναιρεσείοντα και στις 27-11-2000 από τους λοιπούς, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατ'αυτού και του δευτέρου αναιρεσείοντος Χ2 για ενεργητική δωροδοκία δικαστή, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 27-11-2000 λόγω παραγραφής. Στην ως άνω δε απαγγελθείσα κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αναφέρεται με σαφήνεια ότι το εγκληματικόν προϊόν προέρχεται τόσο από την ενεργητική δωροδοκία του ιδίου, όσο και από την παθητική δωροδοκία του δικαστή.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα Χ3 λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα για το λόγο ότι παραπέμφθηκε για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη από παθητική δωροδοκία δικαστή, χωρίς να έχει απολογηθεί για την πράξη αυτή, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.


ΙΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 Π.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 § ιβ', 370 στοιχ. β', 484 § 2 και 511 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά βουλεύματος υποχρεούται να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, αρκεί η αίτηση αναίρεσης να ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του Κ.Π.Δ. (Ολ. ΑΠ 382/92).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών, που με το προσβαλλόμενο Βούλευμά του έπαυσε οριστικώς λόγω παραγραφής την κατά των αναιρεσειόντων Χ2 και Χ3 ποινική δίωξη για ενεργητική δωροδοκία δικαστή και την κατά του αναιρεσείοντα Χ1 ποινική δίωξη για παθητική δωροδοκία δικαστή, δεν παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας των ανωτέρω, που πηγάζει από το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ, και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα Χ3 σχετικός λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 484 § 1 στοιχ. α', 171 § ιδ' Κ.Π.Δ.) είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος.
Τέλος, οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ3 ζητούν με τις κρινόμενες αιτήσεις τους την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου σας για την παροχή διευκρινίσεων κατά τα άρθρα 309 § 2 και 485 § 1 Κ.Π.Δ. Το αίτημά τους αυτό είναι παραδεκτό και νόμιμο, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού οι αναιρεσείοντες με τις αναιρέσεις τους αναπτύσσουν κατά τρόπο διεξοδικό και εκτενώς τους λόγους αναιρέσεως και συνεπώς παρέλκει η περαιτέρω παροχή από αυτούς άλλων αναλύσεων και διευκρινίσεων.
Κατ'ακολουθία αυτών πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2 και Χ3 στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι εν λόγω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 185/10-9-2007, 190/11-9-2007 και 203/1-10-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ1, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, 2) Χ2 και 3) Χ3, αντίστοιχα, κατά του υπ'αριθμ. 1588/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και Β) να απορριφθεί το αίτημα των ως άνω κατηγορουμένων Χ1 και Χ3 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου σας και Γ) να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 28 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες, με αριθμούς, 185/10-9-2007, 190/11-9-2007 και 203/1-10-2007, αιτήσεις αναιρέσεως, των κατηγορουμένων Χ1 , Χ2 και Χ3, κατά του υπ' αριθμό 1588/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 Κ.Π.Δ, (όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ.1 του ν. 3472/2006), με το οποίο παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες, με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη Χ4 και Χ5, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν: ο μεν Χ1, για τις πράξεις: α) της κατάχρησης εξουσίας και β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη παθητικής δωροδοκίας Δικαστή κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, ο δε Χ2, για τις πράξεις: α) της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας, β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη παθητικής δωροδοκίας Δικαστή, γ) απόπειρας απάτης με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 73.000 ευρώ, δ) παράβασης του άρθρου 11 του ν. 5227/1931, περί μεσαζόντων, από κοινού τετελεσμένης και σε απόπειρα, ε) απόπειρας εκβίασης και στ) απάτης από κοινού και τέλος, ο Χ3, για τις πράξεις: α) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, και δη παθητικής δωροδοκίας Δικαστή, β) απάτης από κοινού, και γ) παράβασης του άρθρου 11 του ν. 5227/1931, περί μεσαζόντων, από κοινού, τελεσμένη και σε απόπειρα, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 περ. β' του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους. Με τα δικόγραφα των εν λόγω αιτήσεων, οι, εκ των αναιρεσειόντων, Χ1 και Χ3, υποβάλλουν αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισής τους, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα του καθένα απ' αυτούς είναι μεν νόμιμο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 και 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ, πρέπει, όμως, να απορριφθεί κατ' ουσία, γιατί οι ως άνω αναιρεσείοντες, τόσο με τα αναιρετήρια, όσο και με τα από, 14-10-2005, 8-6-2006, και 25-1-2008 υπομνήματα του πρώτου και από 3.10.2006, 28-11-2006 και 28-12-2006, υπομνήματα του δευτέρου που υπέβαλαν, αναπτύσσουν επαρκώς και διεξοδικώς τους ισχυρισμούς τους, για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της δικαζόμενης υπόθεσης, έτσι, ώστε δεν ανακύπτει ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω διευκρίνισης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 2331/1995 "περί προλήψεως και καταστολής της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς, αν δε συνίσταται στην παράβαση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 237 παρ. 1 ΠΚ, πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις, επί των οποίων ο δράστης άσκησε δικαιοδοτικά καθήκοντα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. στ' του Π.Κ, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. δ' του Ν. 3424/2005, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες της παραγράφου αυτής. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν χώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή του κάθε υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β. Ο Ν. 2331/1995 αναφέρεται στην πρόληψη και στην καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή στο "ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος", όπως έχει επικρατήσει να περιγράφεται το φαινόμενο της νομιμοποιήσεως εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, συνήθως βαριάς μορφής, με τον όρο δε αυτόν περιγράφεται η διαδικασία, μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία, στη συνέχεια, μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μία άλλη εγκληματική δραστηριότητα, γεγονός που σημαίνει ότι δημιουργείται έτσι μία σχέση κύριας και επόμενης πράξεως, στην οποία κύρια πράξη (βασικό έγκλημα) υπάγονται τα εγκλήματα, τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων και το έγκλημα της δωροδοκίας, το οποίο προβλέπεται στην περίπτωση του άρθρου 1 παρ.α'εδ. αιζ', η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν, 2479/1997. Από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, σαφώς συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού αδικήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη του επόμενου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και αυτό, για το λόγο ότι, μιλώντας ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής με ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, προφανώς αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, να αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του επομένου αξιόποινου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών. Από αυτό συνάγεται ότι, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και, επιπλέον, χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του αδικήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Τούτο, καθόσον, τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 2331/1995 αδικήματα, τελούν σε πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου αδικήματα και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 αξιόποινες ενέργειες αποτελούν μη τιμωρητές ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλές βασικές αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Εκτός αυτού, δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 αδικημάτων, σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων, διακρινόμενων μεταξύ τους, αδικημάτων, το κάθε ένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Ούτε, όμως, περί απορροφήσεως αδικήματος προβλεπόμενου από το άρθρο 2 του Ν. 2331/1995 από αδίκημα προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του νόμου αυτού μπορεί να γίνει λόγος και αυτό, γιατί εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση του, με την προηγούμενη πράξη, κτηθέντος, χωρίς, όμως, να προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί μόνο σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Τα αδικήματα, όμως, του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την όλη "απαξία των αδικημάτων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, τα οποία είναι όλα κακουργήματα, ούτε έχουν ιστορική ενότητα μεταξύ τους. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 του Π.Κ., ''υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων: α) ......, β) ''αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών''. Δράστης του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, μπορεί να είναι υπάλληλος με την έννοια των άρθρων 13α και 263 Α του ΠΚ, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η άσκηση ποινικής δίωξης, δηλαδή οι εισαγγελείς και οι δημόσιοι κατήγοροι, ή η διενέργεια ανάκρισης(και προανάκρισης ή προκαταρτικής εξέτασης), για αξιόποινες πράξεις, δηλαδή ο ανακριτής και οι γενικοί ή ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι. Η διάταξη αυτή του εδ. β' προβλέπει δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, ήτοι 1) την έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου και 2) την παράλειψη διώξεως ή πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, κάποιου υπαίτιου. Το έγκλημα δε της περιπτώσεως 2, είναι σωρευτικά μικτό και τελείται με δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή i) την παράλειψη διώξεως, η οποία τελείται μόνο από πρόσωπο που δικαιούται στην άσκηση ποινικής διώξεως (εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο) και ii) την πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, η οποία μπορεί να τελεσθεί από εισαγγελέα, ανακριτή ή ανακριτικό (προανακριτικό) υπάλληλο. Οι δύο αυτοί τρόποι, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αλλά κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Η τέλεση δε της πράξεως με την μορφή της ''προκλήσεως απαλλαγής'' του υπαίτιου από την τιμωρία, δεν προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως, γιατί ο όρος ''απαλλαγή'', τίθεται εδώ με την ''γενική'' και όχι την ''ποινική'' του σημασία (η οποία άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει απόφαση δικαστηρίου ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως ποινικής διώξεως), ούτε άλλωστε γίνεται λόγος για ''απαλλαγή'' από την ''ποινή'' (η οποία προϋποθέτει την άσκηση ποινικής διώξεως), αλλά για ''απαλλαγή'' από την ''τιμωρία''. Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η ''απαλλαγή'' προϋποθέτει, προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και, επί ελλείψεως αυτής, θεμελιώνεται ενδεχομένως το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος του άρθρου 259 του Π.Κ., προσκρούει στην αντίληψη, ότι δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται η ποινική μεταχείριση του υπαλλήλου, που ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση και η μεν συμπεριφορά του μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, ως κατάχρηση εξουσίας, η προγενέστερη δε της δίωξης συμπεριφορά του, να τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, ως παράβαση καθήκοντος, όταν μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις, το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο, δηλαδή το συμφέρον της πολιτείας να τιμωρείται η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ίδια δε και η απαξία της πράξεως. Υποκείμενο του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, υπό τη μορφή της προκλήσεως ''απαλλαγής'' του υπαίτιου από την ''τιμωρία'', μπορεί να είναι, όχι μόνον ο δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής διώξεως (όπως όταν το έγκλημα τελείται υπό την μορφή της παραλείψεως διώξεως), αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός) ανακριτικός ή προανακριτικός υπάλληλος. Υποκειμενικά δε απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται, στη γνώση της τελέσεως αξιοποίνου πράξεως και του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά, προκαλεί την απαλλαγή του και τη θέληση να προκληθεί η απαλλαγή αυτή.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτού, δηλαδή προβεί σε ενέργεια η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθεία στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 "περί μεσαζόντων" με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή (10.000 έως 1.000.000) δραχμών, τιμωρείται όποιος παριστάνει ψευδώς ή αληθώς, ότι ως εκ των σχέσεών του μπορεί να επιτύχει υπέρ άλλου ή και υπέρ εαυτού, αλλά για λογαριασμό άλλου, τη σύναψη οιασδήποτε συμβάσεως μετά του Δημοσίου ή των λοιπών αναφερομένων στο άρθρο 1 του παρόντος προσώπων ή και ασχέτως προς πάσα σύμβαση, προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των προσώπων αυτών, των υπαλλήλων αντιπροσώπων ή των οργάνων αυτών, λαμβάνει αμοιβή ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεση τέτοιας αμοιβής ή ανταλλάγματος, υπέρ αυτού ή τρίτου". Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος που προβλέπει η διάταξη αυτή απαιτείται, μεταξύ άλλων, λήψη αμοιβής ή ανταλλάγματος ή απόσπαση αμοιβής ή ανταλλάγματος. Απόπειρα στοιχειοθετείται, εφόσον η αμοιβή ή το αντάλλαγμα(ή η υπόσχεση αυτών) δεν δοθεί. Το έγκλημα του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 συρρέει αληθώς με το έγκλημα της απάτης, γιατί το πρώτο έγκλημα έχει αυτοτελή υπόσταση, η αντικειμενική υπόσταση καθενός από τα δύο εγκλήματα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίσταση άλλου, ούτε το απορροφά, γιατί στρέφονται κατά δυο διαφορετικών εννόμων αγαθών, αφού η απάτη στρέφεται κατά περιουσιακών δικαίων, ενώ η παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων κατά της ηθικής τάξεως και χρηστής διοικήσεως. Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασής του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει, δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο, δικαιώματος της βούλησής του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά, όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους, προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζόμενου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδήλωσης και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή, ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει, είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος υπό το κράτος της απειλής, επενέργησε. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτού, δηλαδή προβεί σε ενέργεια η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθεία στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή αυτή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας, εξαναγκαζόμενος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ή δεν επέφερε σ' αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβίασης δεν είναι τελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβίασης, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ, εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτέλεσής του.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου, προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Εξ' άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικά, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά του, στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων, υπομνήματα), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: " Ο, από τους κατηγορούμενους, Χ1, πρώην δικαστικός λειτουργός, εισήλθε στο δικαστικό σώμα, στις 16-1-1985 και υπηρέτησε σ' αυτό μέχρι τις 16-6-2005, οπότε παύθηκε οριστικά από το λειτούργημα του, ενώ έφερε το βαθμό του προέδρου Πρωτοδικών, λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, με την υπ' αριθμ. 15/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κατά τη χρονική περίοδο, από 16-9-1997 έως 15-9-2001, άσκησε καθήκοντα ανακριτή στο 23° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού πέτυχε, με αίτηση του, να ανανεωθεί η αρχική θητεία του, με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών.- Με την τελευταία αυτή ιδιότητά του, ο κατηγορούμενος Χ1, ανέλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από 17-11-2000 έως 31-1-2001, τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως σε βάρος των Γ1 και Χ4 (ήδη συγκατηγορούμενού του), εναντίον των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, εκτός άλλων αξιοποίνων πράξεων και για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του πρώτου από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση αυτή, Γ1 και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου Χ4. Η πράξη, που αποδιδόταν στους τελευταίους, είχε επισυμβεί στις 27-6-2000 στη συμβολή των οδών .... και ..... στην Αθήνα, στις 3-8-2000 στην οδό .... αριθμ. ......., στον Πειραιά και στις 10-10-2000 στην οδό ...., στον ..... Αττικής, με εκρήξεις που είχαν προκληθεί νυκτερινές ώρες, σε καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, που εκμεταλλευόταν ο Ζ1, εναντίον του οποίου είχε εκδηλώσει επαγγελματική αντιζηλία, ο Χ4, που είχε αναπτύξει συναφή δραστηριότητα με επίκεντρο τον Πειραιά.
Ο ανωτέρω Ζ1 και ο συνεταίρος του Ζ2, με την από 23-10-2000 αίτησή τους και αναφορά παραπόνων προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, δήλωσαν ότι δέχονται πολλά απειλητικά για τη ζωή και την περιουσία τους και περί ενοχοποιήσεώς τους για δήθεν εγκληματικές ενέργειες τηλεφωνήματα, και ότι θεωρούν ως κυρίως ύποπτο για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ4, ασκούντα όμοια με εκείνων εμπορική δραστηριότητα (κατάστημα ηλεκτρονικών παιγνίων στον Πειραιά), ισχυριζόμενοι και ότι αυτός έχει απειλήσει "ευθέως και προσωπικώς" το δεύτερο απ' αυτούς (Ζ2), ώστε ν' αποτραπεί η μίσθωση του ανωτέρω, επί της οδού ..... στον Πειραιά καταστήματος. Κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση, επί της ως άνω υποθέσεως, εξετάστηκαν ως μάρτυρες οι ιδιωτικοί αστυνομικοί Δ1 και Δ2, οι οποίοι κατέθεσαν ότι, εργαζόμενοι ως ιδιωτικοί αστυνομικοί προς φύλαξη του επί των οδών .... και ...., πολυκαταστήματος "...", αντελήφθησαν, πριν από την πρώτη των εκρήξεων, δύο άτομα επιβαίνοντα εντός αυτοκινήτου, το οποίο εστάθμευσε επί της οδού ..., εκ του οποίου εξήλθε το ένα και κατευθύνθηκε στην οδό .... και παρέλαβε μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, στην οποία επεβιβάσθη και απεμακρύνθη, αφού εκινήθη περιμετρικώς του καταστήματος. Μετά δε από την εν λόγω έκρηξη, το ίδιο άτομο, με την ίδια μοτοσυκλέτα, διήλθε εκ νέου από τον τόπο της εκρήξεως. Οι ίδιοι μάρτυρες κατέθεσαν, επίσης προανακριτικώς, εις επιδειχθείσα σ' αυτούς φωτογραφία και βιντεοσκόπηση, ότι αναγνωρίζουν το ανωτέρω άτομο. Το άτομο δε αυτό είναι ο τότε κατηγορούμενος Γ1, αλλοδαπός (Βούλγαρος υπήκοος), ο οποίος, απολογούμενος, δέχεται ότι "δουλεύει" για τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του Χ4 "σε ένα μαγαζί του με ηλεκτρονικά παιγνίδια ... στον Πειραιά". Κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, επί της ως άνω υποθέσεως, δηλ. για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του πρώτου από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση αυτή Γ1 και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου Χ4, ο τότε και τώρα κατηγορούμενος Χ4, προκειμένου να αναιρέσει τα κατατεθέντα από τους ως άνω αυτόπτες μάρτυρες περί των κινήσεων του μοτοσυκλετιστή, πρότεινε προς εξέταση ως μάρτυρα υπερασπίσεως τον Ο1, συνάδελφο των ανωτέρω δύο μαρτύρων, απασχολούμενο ως προϊστάμενο-αρχιφύλακα στη φύλαξη του ως άνω καταστήματος, ο οποίος δεν είχε εξεταστεί κατά την προανάκριση, αφού δεν προέκυψε ως ουσιώδης μάρτυρας και προφανώς προσήλθε το πρώτον να καταθέσει μετά από παρώθηση του κατηγορουμένου Χ4, και ο οποίος κατέθεσε, σχετικά με τις κινήσεις του ως άνω μοτοσυκλετιστή, ότι ουδέν αντελήφθη, απέκλεισε να συνέβη κάτι τέτοιο, επικαλούμενος ότι οι συνάδελφοι θα του το ανέφεραν οπωσδήποτε και μάλιστα θα έπρεπε μάλιστα να γραφτεί και στο σχετικό βιβλίο αναφοράς που τηρούσε. Παρά το γεγονός, ότι ο προταθείς από τον κατηγορούμενο Χ4 μάρτυρας Ο1, αν και δεν είχε προσωπική αντίληψη, διέψευδε στην ουσία τις καταθέσεις των δύο αυτόπτων μαρτύρων, οι οποίοι είχαν κυριολεκτικά αναγνωρίσει στο πρόσωπο του τότε κατηγορουμένου Γ1 το φυσικό αυτουργό των ως άνω εκρήξεων, και, ως εκ τούτου, ενόψει, και της διαπιστωθείσας και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 36/15-1-2001 διάταξής του, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω, "διαμετρικά αντίθετης από εκείνες των συναδέλφων του Δ1 και Δ2 κατάθεσης του μάρτυρος Ο1", της σπουδαιότητας των καταθέσεων, των ως άνω αυτοπτών μαρτύρων και των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών των κατηγορουμένων, επιβαλλόταν, κατ' άρθρο 248 παρ. 3 ΚΠΔ, για τη διερεύνηση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων και την αποκάλυψη των ενόχων, ο ως άνω Ανακριτής και ήδη κατηγορούμενος Χ1, να καλέσει και να εξετάσει κατά τη διενεργούμενη απ' αυτόν κυρία ανάκριση, προς διευκρίνιση και συμπλήρωση των καταθέσεών τους, τόσο τους ως άνω αυτόπτες μάρτυρες Δ1 και Δ2, των οποίων η ταυτότητα προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, αφού είχαν εξετασθεί ως μάρτυρες, κατά την προηγηθείσα προανάκριση, όσο και τους αστυνομικούς Δ3, Δ4 της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας και Δ5 του Αστυνομικού Τμήματος Ασφαλείας Ομονοίας, που, κατ' εντολήν της υπηρεσίας τους, είχαν συλλέξει στοιχεία που βεβαίωναν την τέλεση των πράξεων και τους υπαιτίους, στους οποίους, προφορικά οι δύο πρώτοι ανωτέρω μάρτυρες, είχαν αναφέρει όσα και εγγράφως κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση είχαν καταθέσει, εν τούτοις ο κατηγορούμενος Χ1, προσπαθώντας να καταδείξει ότι οι καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων (της έκρηξης) Δ2 και Δ1 ήταν αναξιόπιστες, αλλά και να δώσει την ευκαιρία στον κατηγορούμενο Χ4 να τους πείσει, αργότερα, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, να τις ανακαλέσουν, παρέλειψε να πράξει τούτο. Η παράλειψη δε αυτή του κατηγορούμενου Χ1, έγινε συνειδητά, στα πλαίσια μάλιστα σχεδίου για την απαλλαγή των υπαιτίων, και εν γνώσει του ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι ήταν υπαίτιοι των πράξεων που τους αποδίδονται, αν ληφθεί υπόψη, αφ' ενός μεν, ότι αυτός, ως ανακριτής στο 23° Τμήμα Πλημμελειοδικών Αθηνών, είχε λάβει από τον Χ4, με τη μεσολάβηση του συγκατηγορούμενού του Χ2, όπως εκτίθεται παρακάτω, μεγάλο χρηματικό ποσό, προκειμένου να χειριστεί ευνοϊκά την ως άνω υπόθεσή του και να μην επιβάλει σ' αυτόν προσωρινή κράτηση, αμέσως μετά την ενώπιόν του απολογία του για την κακουργηματική πράξη της ηθικής αυτουργίας στην αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, όπως και έπραξε, επιβάλλοντας σε βάρος του περιοριστικούς όρους, όπως γίνεται λόγος παρακάτω, αφ' ετέρου δε, ότι τα συλλεγέντα από την προανάκριση εις βάρος τους στοιχεία της δικογραφίας, ήταν συντριπτικά, ενόψει της ανεπιφύλακτης αναγνώρισης του φερόμενου ως αυτουργού της εκρήξεως Γ1, από δύο αυτόπτες μάρτυρες, της παραδοχής από τον τελευταίο, κατά τη διενεργηθείσα τότε ανάκριση, ότι "δουλεύει" για τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του Χ4 "σε ένα μαγαζί του με ηλεκτρονικά παιγνίδια στον Πειραιά", ανεύρεσης κατά τις διενεργηθείσες έρευνες, στις 16-11-2000, στην επί της οδού ...., στο ..... Αττικής οικία, του κατηγορουμένου Χ4 και στο, επί της οδού ........, στον Πειραιά, γραφείο αυτού, όπλων και πυρομαχικών, κατεχόμενων από αυτόν χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, καταγγελίας από τον προαναφερόμενο Ζ1 και το συνεταίρο του Ζ2 με την από 23-10-2000 αίτησή του και αναφορά παραπόνων προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, ότι δέχονται πολλά τηλεφωνήματα απειλητικά για τη ζωή και την περιουσία τους και περί ενοχοποιήσεώς τους, για δήθεν εγκληματικές ενέργειες, και δήλωσής τους ότι θεωρούν ως κυρίως ύποπτο για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ4, ασκούντα όμοια με εκείνων εμπορική δραστηριότητα (κατάστημα ηλεκτρονικών παιγνίων στον Πειραιά), καθώς και, ότι αυτός έχει απειλήσει "ευθέως και προσωπικώς" το δεύτερο απ' αυτούς (Ζ2), ώστε ν' αποτραπεί η μίσθωση του ανωτέρω, επί της Λεωφ. ..., αριθμ. .... στον Πειραιά καταστήματος. Την παράλειψη δε εξετάσεώς τους, κατά το στάδιο της ανακρίσεως, εκμεταλλεύτηκαν οι δύο πρώτοι μάρτυρες Δ1 και Δ2, οι οποίοι, προφανώς παρωθούμενοι από τον Χ4, στις 6-4-2001, ο πρώτος, και 8-6-2001, ο δεύτερος, έδωσαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά τις υπ' αριθμ. 1610/6-4-2001 και 2485/8-6-2001 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντίστοιχα, με τις οποίες ισχυρίστηκαν ότι οι προανακριτικές τους καταθέσεις, ήταν προϊόν υποβολής και επιβολής από τους αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, και ειδικότερα ότι ο φερόμενος ως ύποπτος της ανωτέρω εκρήξεως αλλοδαπός, υπεδείχθη σ' αυτούς από αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τους έπεισαν να καταθέσουν, όλα όσα κατέθεσαν και ότι ουδέποτε είχαν δει τον εν λόγω αλλοδαπό (βλ. τις υπ' αριθμ. 1610 και 2485/2001 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών), ισχυρισμούς τους οποίους, προέβαλαν το πρώτον μετά την ανάκριση και δη μετά την παραπεμπτική, προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, Εισαγγελική πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσαν να πράξουν, ή, και αν το έπρατταν, δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί, εάν είχαν κληθεί να διευκρινίσουν και να συμπληρώσουν τις καταθέσεις τους κατά την ανάκριση, τόσο οι ίδιοι, όσο και οι μάρτυρες αστυνομικοί Δ4 και Δ3, ιδίως σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους, όπως αυτά για τα οποία κατέθεσε ο εξετασθείς το πρώτον κατά την ανάκριση μάρτυρας Ο1. Αποτέλεσμα των ως άνω παραλείψεων του κατηγορουμένου Χ1 κατά τη διενέργεια απ' αυτόν της κύριας ανάκρισης για την ως άνω υπόθεση, ήταν να προκληθεί πράγματι η απαλλαγή των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή Γ1 και Χ4, για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη. ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του πρώτου (Γ1). και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου (Χ4), για τους οποίους το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ' αριθμ. 2608/2001 βούλευμα του. αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος τους. για τις ως άνω πράξεις για έλλειψη σοβαρών ενδείξεων, μεταρρυθμίζοντας το υπ' αριθμ. 2781/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, μετά από έφεση των ιδίων, με το οποίο αυτοί είχαν παραπεμφθεί να δικαστούν για την πράξη της εκρήξεως κατά συρροή, στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, αφού για την κρίση του αυτή το ως άνω Συμβούλιο Εφετών, στηρίχθηκε, αφ' ενός μεν στο ότι "ο μάρτυρας Ο1, συνάδελφος των ανωτέρω δύο μαρτύρων, απασχολούμενος συγχρόνως με αυτούς στη φύλαξη του ανωτέρω πολυκαταστήματος, ως προϊστάμενος αρχιφύλακας, κατέθεσε κατά την κυρία ανάκριση, σε σχέση προς τους ως άνω ισχυρισμούς εκείνων, περί των κινήσεων μοτοσυκλετιστού, ότι ουδέν αντελήφθη και συνέχισε: "Θα έλεγα μάλιστα ότι αποκλείεται να συνέβη κάτι τέτοιο, διότι, εάν επρόκειται για τον ίδιο μοτοσυκλετιστή, ο οποίος θα εμφανιζόταν και μετά την έκρηξη, οι συνάδελφοι θα μου το ανέφεραν οπωσδήποτε. Αυτό, θα έπρεπε μάλιστα να γραφτεί και στο σχετικό βιβλίο αναφοράς που τηρούσε. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έγινε", αφ' ετέρου δε, στο ότι "Και οι δύο προαναφερόμενοι μάρτυρες (Δ1 και Δ2), δια των από 6-4-2001 και 8-6-2001 ενόρκων βεβαιώσεων, αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ισχυρίζονται ότι, ο φερόμενος ως ύποπτος της ανωτέρω εκρήξεως αλλοδαπός, υπεδείχθη σ' αυτούς από αστυνομικούς, οι οποίοι τους έπεισαν να καταθέσουν όλα όσα κατέθεσαν και ότι ουδέποτε είχαν δει τον εν λόγω αλλοδαπό (βλ. υπ' αριθμ. 1610 και 2485/2001 ενόρκους βεβαιώσεις)".
Χαρακτηριστικό της σχεδιασμένης επιδιώξεως του κατηγορουμένου Χ1 να καταστήσει αναξιόπιστες τις καταθέσεις των ως άνω αυτοπτών μαρτύρων και να προκαλέσει την απαλλαγή των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή Γ1 και Χ4, ως φυσικού και ηθικού αυτουργού, αντίστοιχα, για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, είναι και το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 36/15-1-2001 διάταξής του, με την οποία, αντικατέστησε, μετά από μερική παραδοχή της από 22-12-2000 αιτήσεως του φερόμενου ως φυσικού αυτουργού της ως άνω πράξεως Γ1, την επιβληθείσα σε βάρος του, αμέσως μετά την ενώπιόν του απολογία του, με το εκδοθέν απ' αυτόν υπ' αριθμ. 29/24-11-2000 ένταλμα, προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, στο οποίο αναφέρει τα εξής: "Επειδή ναι μεν και καθόσον αφορά την ουσία, συμπληρωματικά με όσα αναφέρονται, στην ύπερθεν εισαγγελική πρόταση, δεν εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους επιβάλαμε, με το υπ' αριθμ. 29/2000 ένταλμά μας, την προσωρινή του κράτηση στον κατηγορούμενο-αιτούντα, δοθέντος ότι οι εναντίον του ενδείξεις ενοχής για τα εγκλήματα της εκρήξεως και κατασκευής εκρηκτικών υλών και βομβών με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους για να προξενηθεί κίνδυνος σε ανθρώπους, διατηρούνται, εξ αιτίας κυρίως των καταθέσεων των ιδιωτικών φυλάκων της ....., Δ1 και Δ2, που αναφέρουν ότι τον είδαν να περιφέρεται στην περιοχή της έκρηξης (οδός .......), ορισμένες ώρες πριν και μετά από αυτήν. Εν τούτοις, όμως, κρίνεται ότι τον σκοπό για τον οποίο επιβάλαμε το επαχθές μέτρο της προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο, μπορούν πλέον να επιτελέσουν περιοριστικοί μόνο όροι σε βάρος της ελευθερίας και των εν γένει κινήσεων του συνεκτιμωμένων α) ... β) των ελαχίστων, πλην όμως, υπαρκτών αμφιβολιών που καταλείπονται για τη διάπραξη εκ μέρους του των πράξεων που κατηγορήθηκε, ενόψει της καταθέσεως του επίσης ιδιωτικού αρχιφύλακα της ....., Ο1, ήτις είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνες των συναδέλφων του Δ1 και Δ2 ...". Με βάση τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, προκύπτουν, σε βάρος του κατηγορουμένου Χ1, σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της κατάχρησης εξουσίας. Και ναι, μεν ο κατηγορούμενος Χ1, αρνούμενος την αποδιδόμενη σ' αυτόν παραπάνω αξιόποινη πράξη, ισχυρίζεται ότι όφειλε, στα πλαίσια των ανακριτικών καθηκόντων του, να εξετάσει τον προταθέντα από τον κατηγορούμενο μάρτυρα υπερασπίσεως Ο1, ότι δεν ευθύνεται αυτός αν οι ως άνω μάρτυρες Δ2 και Δ1 ανακάλεσαν κατόπιν ενώπιον άλλης αρχής τις καταθέσεις τους, ότι υπήρχαν στη δικογραφία οι καταθέσεις των αστυνομικών που επιλήφθηκαν της υποθέσεως, και ότι η υπόθεση χρεώθηκε σ' αυτόν ως συνοδεία και ως εκ τούτου όφειλε να καλέσει τάχιστα σε απολογία τους κατηγορούμενους, με βάση το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, πλην, όμως, οι ως άνω ισχυρισμοί του δεν είναι βάσιμοι και δεν δύνανται να αποδυναμώσουν την εις βάρος του κατηγορία, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτός δεν ελέγχεται απλώς για την ενέργειά του να εξετάσει τον προταθέντα από τον κατηγορούμενο Χ4 μάρτυρα υπερασπίσεως, αλλά για την παράλειψή του, να εξετάσει, παράλληλα με τον ως άνω μάρτυρα, προς συμπλήρωση των καταθέσεων τους, και τους προαναφερόμενους μάρτυρες, που εξετάστηκαν μόνο κατά την προανάκριση, ακόμη δε, αφ' ενός μεν, ότι, με βάση τα προκύψαντα κατά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ανάκληση των καταθέσεων που έδωσαν κατά την προανάκριση από τους αυτόπτες μάρτυρες Δ2 και Δ1, είναι καταφανώς αποτέλεσμα της ως άνω σκόπιμης παράλειψης του κατηγορουμένου, που οδήγησε στην αποδυνάμωση αυτών, και κατέστησε ευνοϊκό το έδαφος για την ανάκλησή τους, αφ' ετέρου δε, ότι το γεγονός ότι η υπόθεση χρεώθηκε σ' αυτόν ως συνοδεία, και ότι υπήρχαν στη δικογραφία οι καταθέσεις των αστυνομικών που επιλήφθηκαν της υποθέσεως, δεν αναιρούσε την απορρέουσα από το άρθρο 248 παρ. 3 ΚΠΔ παραπάνω υποχρέωσή του, αν ληφθεί υπόψη ότι η κυρία ανάκριση, επιδιώκει μια λεπτομερέστερη και πληρέστερη σε σύγκριση προς την προανάκριση, που είναι συνοπτική εξακρίβωση των αποδεικτικών στοιχείων, με την οποία κατορθώνεται ο ακριβέστερος προσδιορισμός του χαρακτήρα της πράξεως, η διαφώτιση της ενοχής του κατηγορουμένου, και η πληρέστερη εξακρίβωση της προσωπικότητάς του (Ηλ. Γάφος, Ποινική Δικονομία, τεύχ. Β', 13, Φ. Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Β' Έκδ. (2005), άρθρο 246, σελ. 734).
Εξάλλου, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι την απόφαση στον Χ1 να τελέσει την άδικη πράξη της κατάχρησης εξουσίας, όπως αυτή αμέσως προηγουμένως παρατίθεται, προκάλεσαν, με πρόθεση, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 17-11-2000 μέχρι 24-11-2000, οι κατηγορούμενοι 1) Χ2, Βουλευτής, του οποίου έχει αρθεί η ασυλία για την δίωξη των διωκομένων πράξεων και 2) Χ4, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι σχέση γνωριμίας που είχαν μεταξύ τους ο πρώτος απ' αυτούς και ο Χ1, με προτροπές, και προσφορά οικονομικού ανταλλάγματος, προκάλεσαν σ' αυτόν την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, όπως αυτή αμέσως προηγουμένως παρατίθεται. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος Χ2, Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου από το έτος 2000 μέχρι σήμερα και Δικηγόρος Πειραιώς, διατηρών από ετών δικηγορικό γραφείο στον Πειραιά με ευρύτατο κύκλο υποθέσεων και εργασιών, το οποίο συνέχισε να λειτουργεί και μετά την ανάδειξή του ως βουλευτή, στο οποίο απασχολούνται, ως συνεργάτες, διάφοροι δικηγόροι, στους οποίους χρεώνεται ο χειρισμός των υποθέσεων του ως άνω γραφείου, μεταξύ των οποίων, και οι συγκατηγορούμενοί του, Χ3 και Χ5, από ετών διατηρούσε γνωριμία με τον πρώην δικαστικό λειτουργό Χ1, η μητέρα του οποίου, σημειωτέρον, καταγόταν από το ίδιο χωριό, την ..... Φωκίδας, με τη σύζυγο του κατηγορούμενου, γνωριμία την οποία και ο ίδιος ο κατηγορούμενος Χ2, παραδέχτηκε, κατά την αρχική απολογία του, στις 8-12-2005, ερωτηθείς σχετικά από τον Ειδικό Ανακριτή - Εφέτη, αναφέροντας μάλιστα ότι είχε επικοινωνήσει μαζί του και εκτιμούσε την ευστροφία του και τη νομική του κατάρτιση (βλ. σχετ. την εν λόγω απολογία του, κατά την οποία κατέθεσε "Εγώ γνώριζα τον κ. Χ1, έχω συνομιλήσει μαζί του, δεν έχουμε κάνει καμία ιδιαίτερη παρέα, έχω επικοινωνήσει μαζί του, εκτιμούσα ιδιαίτερα, από ό,τι ήξερα και από ό,τι είχα καταλάβει, την ευστροφία του και τη νομική του κατάρτιση").
Επίσης, ο κατηγορούμενος Χ2, διατηρούσε γνωριμία από πολλών ετών, με το συγκατηγορούμενό του Χ4, ο οποίος μάλιστα με την ιδιότητα του εκδότη δύο ημερησίων εφημερίδων του Πειραιώς, του "....." και του "....", κατά τη χρονική περίοδο από τον Απρίλιο 2002 και μέχρι πρόσφατα, προέβαλε το έργο του και την προσωπικότητα του, αρχικώς ως υποψηφίου βουλευτού και αργότερα ως βουλευτού της Α' Πειραιώς, έχοντας αφιερώσει στο πρόσωπο του 150 άρθρα (βλ. τις ανακριτικές απολογίες - αρχική και συμπληρωματική - του κατηγορούμενου Χ4). Το Νοέμβριο του 2000, και ενώ διενεργείτο η ως άνω ανάκριση, ο Χ4, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατηγορείτο τότε, εκτός άλλων, και για την κακουργηματική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε εκρήξεις με χρήση εκρηκτικών υλών, από τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, η ανάκριση της οποίας εκκρεμούσε, ενώπιον του Ανακριτή του 23ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, Χ1, ενόψει της επικείμενης απολογίας του ενώπιον του ως άνω Ανακριτή, και θεωρώντας βέβαιη, λόγω της βαρύτητας της ως άνω πράξεως για την οποία κατηγορείτο την επιβολή προσωρινής κρατήσεως σ' αυτόν, απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο Χ2, αποβλέποντας αποκλειστικά στη μεσολάβησή του, λόγω των σχέσεων του και των γνωριμιών του, ως πολύ γνωστού δικηγόρου και βουλευτή με δικαστικούς λειτουργούς, αφού κατά το χρόνο εκείνο είχε αναθέσει την υπεράσπιση του σε δύο δικηγόρου (Αρ. Οικονομίδη και Μ. Αγαπηνό), να προκαλέσει ευνοϊκή αντιμετώπιση της υποθέσεώς του, ζητώντας του, τη συνδρομή του, για την μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του, κατά την εμφάνισή του ενώπιον του εν λόγω Ανακριτή, προκειμένου να απολογηθεί, και γενικά για τον ευνοϊκό χειρισμό της υποθέσεώς του από τον τελευταίο, προσφερθείς προς τούτο στην καταβολή χρηματικού ανταλλάγματος στον ως άνω Ανακριτή. Κατόπιν τούτου, ο κατηγορούμενος Χ2 παρενέβη σχετικώς στον ως άνω Ανακριτή, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, διατηρούσε γνωριμία, προτρέποντας αυτόν, ο ίδιος προσωπικά, αλλά και για λογαριασμό του Χ4, με την προσφορά οικονομικού ανταλλάγματος εκ μέρους του τελευταίου, το οποίο στη συνέχεια δέχτηκε να λάβει και έλαβε πράγματι, κατά τον τρόπο που εκτίθεται παρακάτω, να χειριστεί ευνοϊκώς την ως άνω υπόθεση του Χ4 που εκκρεμούσε ενώπιόν του και να μην επιβάλει σ' αυτόν μετά την απολογία του προσωρινή κράτηση. Ενδίδοντας δε στις προτροπές αυτές, οδηγήθηκε στην απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, όπως αυτή αμέσως προηγουμένως παρατίθεται. Επομένως, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας που διέπραξε ως αυτουργός αυτής ο Χ1.
Περαιτέρω, συνεχίζει το Συμβούλιο Εφετών, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ1, αφού αποφάσισε να ενδώσει στις πιο πάνω προτροπές των συγκατηγορουμένων του Χ2 και Χ4 και να τελέσει την άδικη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, όπως παραπάνω περιγράφεται, απαίτησε από τον Χ4, μέσω του κατηγορούμενου Χ2, προκειμένου να χειριστεί ευνοϊκά την ως άνω υπόθεση του πρώτου που εκκρεμούσε ενώπιον του, αρχικά το ποσό των 50.000.000 δραχμών, το οποίο στη συνέχεια μείωσε σε 30.000.000 δραχμές, τις οποίες ο Χ4 υποσχέθηκε, μέσω του κατηγορούμενου Χ2 , να του τις καταβάλει για τον ίδιο σκοπό, όπως και έπραξε, καταβαλών το ποσό αυτό, καθ' υπόδειξη προς αυτόν του κατηγορούμενου Χ1 μέσω του Χ2 όχι απευθείας στον Χ1 ή σε λογαριασμό του τελευταίου, αλλά στον κατηγορούμενο Χ2, προκειμένου να το μεταβιβάσει στη συνέχεια στον Χ1, ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο δεν φαινόταν να χειρίζεται εκκρεμή υπόθεση του πρώτου. Τον παραπάνω τρόπο μεταβιβάσεως σ' αυτόν του ποσού των 30.000.000 δραχμών από τον Χ4 υπέδειξε ο κατηγορούμενος Χ1, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του πιο πάνω ποσού, ως προερχόμενου, εν γνώσει του, από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, αφού ο κατηγορούμενος Χ2 και το δικηγορικό του γραφείο κατά το χρόνο εκείνο δεν φαίνονταν να έχουν εκκρεμή υπόθεση ενώπιον του ως άνω Ανακριτή. Πράγματι δε, ο κατηγορούμενος Χ2, δέχτηκε να λάβει από τον Χ4, και ο τελευταίος να παραδώσει στον πρώτο για την περαιτέρω μεταβίβασή του στον Χ1, το ως άνω ποσό των 30.000.000 δραχμών, που αποτελούσε προϊόν δωροληψίας του τελευταίου, οδηγώντας, με τη συμπεριφορά τους αυτή, στη δημιουργία συνθηκών συγκάλυψης της παράνομης προέλευσης αυτού από την ως άνω παράνομη συναλλαγή. Από το ποσό των 30.000.000 δραχμών, που δέχτηκε να λάβει από τον Χ4, ο κατηγορούμενος Χ2, για περαιτέρω μεταβίβασή του στον Χ1, ποσό 23.000.000 δραχμών παραδόθηκε από τον ίδιο προσωπικά τον κατηγορούμενο Χ2 στο συγκατηγορούμενό του Χ1, στις 24-11-2000, ημέρα κατά την οποία ο Χ4 απολογήθηκε ενώπιον του τελευταίου (Ανακριτή), ο οποίος, σημειωτέον, ενώ κατά του κατηγορούμενου ως φυσικού αυτουργού Γ1, αρχικά, μετά την ενώπιον του απολογία του, εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, κατά του κατηγορουμένου για ηθική αυτουργία στις ίδιες πράξεις Χ4, αμέσως μετά την απολογία του, στις 24-11-2000, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 54/24-11-2000 διάταξη, με την οποία του επέβαλε μόνον περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων και εγγυοδοσία ποσού 20.000.000 δραχμών, το ποσό της οποίας, μετά από λίγες ημέρες (στις 6-12-2000) και ύστερα από δύο αιτήσεις του τελευταίου, από τις οποίες η πρώτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους (μη προσκόμιση εγγράφου χορήγησης πληρεξουσιότητας από την καταθέσασα την αίτηση δικηγόρο), με την υπ' αριθμ. 555/1-12-2000 διάταξή του, με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, η δε δεύτερη έγινε εν μέρει δεκτή, με την υπ' αριθμ. 568/6-12-2000 διάταξή του, μετά από απορριπτική της αιτήσεως αυτής εισαγγελική πρόταση, μείωσε σε 5.000.000 δραχμές, με το σκεπτικό "Δοθέντος ότι το αρχικώς επιβληθέν ποσό της εγγυοδοσίας, ύψους 20.000.000 δραχμών, είναι ιδιαίτερα υψηλό, και ενόψει και της από 23-11-2000 καταθέσεως του παθόντος Ζ1 ενώπιόν μας, ο οποίος δεν επιβεβαίωσε την εμπλοκή του κατηγορουμένου-αιτούντος στην υπόθεση, αλλά απλώς εξέφρασε υπόνοιες εναντίον του, χωρίς να είναι σίγουρος για κάτι (αγνοώντας τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων και των ως άνω αστυνομικών), δέον το προαναφερθέν ποσό της εγγυοδοσίας να μειωθεί στο προσήκον μέτρο των 5.000.000 δραχμών, ... και β) το υπόλοιπο ποσό των 7.000.000 δραχμών κατατέθηκε, από τον κατηγορούμενο Ζ1, δικηγόρο, συνεργάτη στο δικηγορικό γραφείο του Χ2 στον Πειραιά, μετά από εντολή και υπόδειξη του τελευταίου (Χ2), που του παρέδωσε το ποσό, προερχόμενο, όπως αναφέρθηκε από τον Χ4, στο λογαριασμό με αριθμό .... που τηρούσε στην Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος, ο Χ1, ο οποίος δέχτηκε και έλαβε κατά τον ως άνω τρόπο στην κατοχή του, το ποσό που αναφέρθηκε και που, αποτελούσε το υλικό αντικείμενο της παθητικής δωροδοκίας, που είχε τελέσει. Με την ως άνω συμπεριφορά τους, που έχει σχέση με τη μεταβίβαση του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού των 30.000.000 δραχμών, στον Χ1, το οποίο και πράγματι μεταβίβασαν στο τελευταίο, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, οι κατηγορούμενοι Χ4, Χ2 και Χ3, αποσκοπούσαν να παράσχουν συνδρομή στον Χ1 και να συγκαλύψουν την αληθινή προέλευση του ως άνω χρηματικού ποσού, προερχόμενου, εν γνώσει τους, από την τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, όπως τροπ. με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 3424/2005, που είχε τελεστεί με την, εκ μέρους του Χ1 απαίτηση από το Χ4, ως δώρου, του ποσού των 30.000.000 δραχμών, για να χειριστεί ευνοϊκά την ποινική του υπόθεση που προαναφέρθηκε και να προσδώσουν σ' αυτό νομιμοφανή υπόσταση. Επιχειρώντας να αντικρούσουν τις εις βάρος τους κατηγορίες, τις οποίες αρνούνται, α) ο κατηγορούμενος Χ4, ισχυρίστηκε, κατά την απολογία του κατά την ανάκριση, αφού παραδέχτηκε την πολυετή γνωριμία του με τον Χ2, και το γεγονός ότι απευθύνθηκε στον τελευταίο πριν από την απολογία του, ενώπιον του Ανακριτή Χ1, ότι, όταν ήλθε η στιγμή της απολογίας του ενώπιον του Ανακριτή Χ1 για την προαναφερόμενη υπόθεση και θεωρώντας πιθανή, ένεκα της επιδειχθείσας συμπεριφοράς του, την προφυλάκισή του από εκείνον, ζήτησε πράγματι από το Χ2 να μεριμνήσει ώστε, σε περίπτωση προσωρινής του κράτησης, να τύχει κατά το δυνατόν ανθρώπινης μεταχείρισης, δοθέντος ότι η υγεία του ήταν σοβαρά κλονισμένη λόγω διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης, να έχει την πρέπουσα νοσοκομειακή συνδρομή, ότι απεναντίας ποτέ δεν παρακάλεσε το Χ2 να ζητήσει από το Ζ1 να μεσολαβήσει για να χαλαρώσει η μεταξύ τους αντιδικία, ενώ τον παρακάλεσε να ζητήσει από εκείνον (Ζ1), να διερευνήσει ο τελευταίος καλύτερα και σε μεγαλύτερο βάθος το θέμα που είχε δημιουργηθεί και να ψάξει αλλού να βρει τους πραγματικούς εχθρούς του, τέλος δε, ότι πέραν της ανωτέρω γενομένης συζητήσεως και των όσων σ' αυτή ζήτησε από τον Χ2, ο τελευταίος ουδεμία άλλη σχέση είχε με την υπόθεσή του" β) ο δε κατηγορούμενος Χ2, μη μπορώντας να αποκρύψει ότι του είχε ζητηθεί η συνδρομή από τον Χ4 και τη γνωριμία του με τον Χ1, προέβαλε τον ισχυρισμό, ότι "του ζητήθηκε η πολιτική και ανθρώπινη παρέμβασή του", ότι, κατά δήλωση του αδελφού του Κ1, του μεταφέρθηκε η άποψη "ότι ήταν πεπεισμένοι όλοι τους, ότι ο Χ4 θα προφυλακιζόταν...", ότι "του ζήτησαν να βοηθήσει στην όσο το δυνατό καλύτερη μεταχείριση του εντός των φυλακών......." και ότι τον παρακάλεσαν, λόγω και της πολιτικής του ιδιότητας, να ζητήσει από το Ζ1, γνωστό δικό του και κομματικό στέλεχος, να χαλαρώσει την αντιδικία με τον Χ4, ώστε να μην έχουν προβλήματα, γιατί επιχειρηματικά είχαν αντιδικίες, πράγμα το οποίο και έκανε ... αρνούμενος κατά τα λοιπά την κατηγορία. Οι παραπάνω αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, καθόσον αναφέρονται στην αιτία για την οποία ζητήθηκε από τον Χ4 η παρέμβαση του Χ2, είναι ελάχιστα πειστικοί, δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει πιστευτό, ότι ο πρώτος, όντας βέβαιος για την αθωότητά του και έχοντας αναθέσει κατά το χρόνο εκείνο σε δύο ικανούς δικηγόρους (Αρ. Οικονομίδη και Μ. Αγαπητό) τη νομική υπεράσπισή του, έσπευσε, πριν καν απολογηθεί ενώπιον του Ανακριτή και πολύ περισσότερο να του έχει επιβληθεί προσωρινή κράτηση, να ζητήσει τη μεσολάβηση του Χ2 για την όσο το δυνατόν καλύτερη μεταχείρισή του στις φυλακές, πέραν του ότι είναι και αντιφατικοί μεταξύ τους, αφού ο μεν Χ2 ισχυρίζεται ότι τον παρακάλεσαν, λόγω και της πολιτικής του ιδιότητος, να ζητήσει από το Ζ1, γνωστό δικό του και κομματικό στέλεχος, να χαλαρώσει την αντιδικία με τον Χ4, ώστε να μην έχουν προβλήματα, γιατί επιχειρηματικά είχαν αντιδικίες, πράγμα το οποίο και έκανε, ο δε Χ4, ότι, απεναντίας, ποτέ δεν παρακάλεσε τον Χ2 να ζητήσει από το Ζ1 να μεσολαβήσει για να χαλαρώσει η μεταξύ τους αντιδικία. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Χ4 είχε συμβουλευθεί, μεταξύ άλλων γνωστών δικηγόρων, και το Δικηγόρο Πειραιώς Χ2, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξασφάλισε τη μη επιβολή προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του μετά την απολογία του ενώπιον του ως άνω Ανακριτή, εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Χ4 σε ανύποπτο χρόνο, στο μετέπειτα εντολέα του για την ίδια υπόθεση Λ2, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας κατά την ανάκριση. Ειδικότερα, με το από 1-7-2005 υπόμνημα παροχής εξηγήσεων των δικηγόρων Αθηνών Λ1 και Λ3, ενώπιον της Πταισματοδίκου του 801 Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών, το οποίο διαβιβάστηκε στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη με το υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΠ 1201/14-12-2005 έγγραφο του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, οι προαναφερόμενοι Λ1 και Λ2 ανέφεραν, ότι ο, εκ των κατηγορουμένων, Χ4, είχε, κατά τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονταν στο υπόμνημα, συμβουλευθεί και το Δικηγόρο Πειραιώς, Χ2, ως προς την τύχη της υποθέσεώς του, και επί πλέον α) "... μας ομολόγησε λεπτομερώς τον τρόπο και τα μέσα, δια των οποίων, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του, εξασφάλισε τη μη προφυλάκισή του μετά από την απολογία του ενώπιον του Χ1.., ο οποίος στην υπόθεση της ηθικής αυτουργίας σε διακεκριμένες εκρήξεις κατά συρροή κ.λ.π., ενώ εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του τότε κατηγορουμένου ως φυσικού αυτουργού, στο μηνυτή, ο οποίος, όπως ήδη εκτέθηκε, κατηγορείτο ως ηθικός αυτουργός, επέβαλε μόνον περιοριστικούς όρους και δη μείωσε το ποσό της επιβληθείσας εγγύησης από 20.000.000 σε 5.000.000 δρχ...", β) "... μας δήλωσε ότι τον είχε δικαίως τιμωρήσει ο Θεός εξ' αιτίας της συμπεριφοράς του προς τους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε σκουλήκια, βαίνοντας επί των πτωμάτων των οποίων αποκόμιζε χρήματα ...", γ) μας εκλιπάρησε να τον λυπηθούμε και να αναλάβουμε την υπεράσπισή του...", δ) ... και ε) "... μας ανέφερε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εν Αθήναις ποινικολογούντων δικηγόρων και δη οι πλέον γνωστοί εξ αυτών, τους οποίους είχε επισκεφθεί και κατονόμασε, τον είχαν συμβουλεύσει να μην ασκήσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου έφεση κατά του τυχόν παραπεμπτικού για κακούργημα και πλημμελήματα πρωτοδίκου βουλεύματος...". Επειδή δε, ορισμένες αναφορές του υπομνήματος σε ισχυρισμούς του κατηγορουμένου Χ4, συνέπιπταν με καταθέσεις μαρτύρων, που είχαν δοθεί ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή -Εφέτη σε ανύποπτο χρόνο, όπως π.χ. αυτή του Δικηγόρου Αθηνών Λ3, ο οποίος, στην από 14/6/2005 ανακριτική του κατάθεση, ανέφερε ότι είχε συμβουλεύσει τον Χ4, να μην ασκήσει έφεση κατά του επιδίκου βουλεύματος, κλήθηκε από τον ως άνω Ειδικό Ανακριτή ως μάρτυρας ο εκ των συντακτών του ως άνω υπομνήματος, Λ2, ο οποίος, στην από 23/1/2006 ένορκη κατάθεση του, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο του υπομνήματος και ανέφερε ότι ο Χ4 είχε ... "συμβουλευθεί, μεταξύ των άλλων, και τον κατηγορούμενο Χ2, από τον οποίο είχε, λόγω της πολιτικής του ιδιότητας, ζητήσει να τον βοηθήσει και επί πλέον για γεγονότα, τα οποία, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 49 του Κώδικος περί Δικηγόρων, δεν υποχρεούτο να απαντήσει". Μετά από αυτά, και αφού προηγουμένως παρασχέθηκε, κατόπιν αιτήσεων του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, άδεια στους δικηγόρους Αθηνών Λ2 και Λ1 από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, οι τελευταίοι κατέθεσαν εξεταζόμενοι ενώπιον του ως άνω Ειδικού Ανακριτή, ότι ο Χ4 τους είχε εμπιστευθεί, κατ' επανάληψη, ότι πριν την απολογία του είχε ζητηθεί από τον Χ1 το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ότι τελικώς κατέβαλε 30.000.000 δραχμές, για να μην εκδοθεί κατ' αυτού ένταλμα προσωρινής κράτησης. Σε σχετική δε ερώτηση που υποβλήθηκε στο Λ2, για το εάν είχε αναφερθεί σε αυτόν το πρόσωπο στο οποίο έγινε πρόταση για την καταβολή χρημάτων ή εάν αυτός ήταν δικηγόρος, ο Λ2 απάντησε ότι "...κατά τη διάρκεια της συζητήσεως ανέφερε, πιθανώς λόγω και της πολιτικής του ιδιότητος, στην οποία απέβλεπε, τον κ. Χ2. Το ίδιο ως άνω γεγονός, μας εμπιστεύθηκε και κατά την εκτέλεση της εντολής και τη διεξαγωγή των υποθέσεών του, ένα ή δύο μήνες αργότερα".
Εξάλλου, καθόσον αφορά την κατάθεση του ποσού των 7.000.000 δραχμών, οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ3 και Χ1, προβάλλοντας όλως αντιφατικές αιτιολογίες, προσπάθησαν να αποδώσουν την κατάθεση του εν λόγω ποσού σε νόμιμη συναλλαγή του τελευταίου. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος Χ1, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την κατάθεση του ποσού αυτού (των 7.000.000 δραχμών), το οποίο μόνο, και όχι το μεγαλύτερο ποσό των 30.000.000 δραχμών με το οποίο κατά τα ανωτέρω δωροδοκήθηκε, είχε αποκαλυφθεί μέχρι τότε, αναφέρθηκε, ενώπιον μεν της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που συγκλήθηκε στις 16-6-2005 για την οριστική του παύση λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, στην κατάρτιση συμβάσεως αγοραπωλησίας ενός αυτοκινήτου BMW με τον Χ3, ο οποίος, όπως κατέθεσε, δεν είναι δικηγόρος ("ο Χ3 δεν είναι δικηγόρος, είχα αγοράσει ένα αυτοκίνητο BMW από αυτόν"), ενώπιον δε του Ειδικού Ανακριτή - Εφέτη κατά την απολογία του, στις 14-10-2005, ότι "κατά τα τέλη Νοεμβρίου 2000, κατέληξε σε συμφωνία με ένα νεαρό άτομο 35 ετών περίπου, ονόματι Ν1, για την πώληση του αυτοκινήτου του, μάρκας ALFA ROMEO ...., αντί τιμήματος 8.000.000 δραχμών ... ότι ο ανωτέρω (Ν1) του τηλεφώνησε και του είπε ότι έχει καταθέσει 7.000.000 δραχμές στο λογαριασμό του ... ότι την επομένη θα ερχόταν με 1.000.000 δραχμές ακόμη σε μετρητά για να παραλάβει το αυτοκίνητο, όπως και έγινε ... ότι με την παράδοση ανταλλάξανε μεταξύ τους υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986 για να ολοκληρώσουν τυπικά τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου στη ΙΖ. Δ.Ο.Υ. Αθηνών... ότι, μετά από επτά ημέρες, δέχτηκε τηλεφώνημα από το Ν1, γιατί το αυτοκίνητο ρετάρει ... ότι συναντηθήκανε, μετά από αυτά, και ο Ν1 αντέδρασε ... ότι το βράδυ της ίδιας ημέρας δέχτηκε στο σπίτι του τηλεφώνημα από κάποια κυρία ....., αν θυμάται καλά, η οποία του δήλωσε ότι ήταν δικηγόρος και θεία του Ν1 και ότι αυτή είχε δώσει τα λεφτά για να πάρει το παιδί το αυτοκίνητο... και ότι... μετά από δύο τρεις ημέρες επέστρεψε στον Ν1 τα χρήματα του (8.000.000 δρχ.) .. κατέστρεψαν τις υπεύθυνες δηλώσεις... και πήρε πίσω το αυτοκίνητο..." χωρίς να λάβει απόδειξη για το ποσό των 7.000.000 δραχμών, το οποίο ισχυριζόταν ότι επέστρεψε στον Ν1, με την αιτιολογία ότι δεν ήταν αναγκαίο να έχει απόδειξη, γιατί πήρε πίσω το αυτοκίνητο, και σχίστηκαν στη συνέχεια οι αποδείξεις, λόγω ματαιώσεως της αγοραπωλησίας. Ο κατηγορούμενος Χ3, κατά την απολογία του, που δόθηκε αρχικώς την 1-7-2005 και συμπληρωματικώς στις 30-9-2005, ανέφερε ότι δεν γνώριζε τον Χ1, ότι δεν θυμόταν αν είχε καταθέσει στην Αγροτική Τράπεζα αυτά τα χρήματα, πλην, όμως δήλωσε ότι "δεν μπορώ να το αρνηθώ, εφόσον προκύπτει". Κατέθεσε δε περαιτέρω, ότι στο γραφείο, όπου παρείχε την εργασία του, διενεργούσε, εκτός από δικαστικές, και εξωδικαστικές εργασίες, γιατί "είναι σε ένα γραφείο με ευρύτατο κύκλο υποθέσεων και εργασιών", διευκρινίζοντας αμέσως μετά ότι το γραφείο στο οποίο εργάζεται είναι το γραφείο του βουλευτού και δικηγόρου κ. Χ2, ότι, αν θυμάται καλά, η κατάθεση του ως άνω ποσού έγινε μετά από εντολή της συνεργάτιδας του γραφείου Μ1, που είχε αποβιώσει, λίγες ημέρες πριν από την απολογία του, το κατέβαλε δε αυτός, γιατί η ίδια ήταν "υπέργηρη περί τα 65 έτη τότε, με κινητικά προβλήματα, και λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε να μεταφέρει τέτοια χρηματικά ποσά, στα πλαίσια μιας αγοραπωλησίας, δικής της ή άλλου, που δεν γνωρίζει, αλλά και ούτε πήγε το μυαλό του σε κάποια παράνομη αιτία, τούτο δε γιατί είχε ξανακαταθέσει και αυτός και άλλοι συνάδελφοί του γραφείου συναφή χρηματικά ποσά ..". Τέλος δε ο κατηγορούμενος Χ2, κατά την αρχική του απολογία, στις 8-12-2005, αναφέρθηκε στις αιτιολογίες του κατηγορουμένου Χ3, επικαλούμενος άγνοια της αιτίας της καταθέσεως, ενώ περαιτέρω, μη μπορώντας να αποκρύψει ότι του είχε ζητηθεί η συνδρομή από τον Χ4 και τη γνωριμία του με τον Χ1, προέβαλε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό περί πολιτικής και ανθρώπινης παρεμβάσεώς του για την καλύτερη μεταχείριση του Χ4 στις φυλακές και παρεμβάσεώς του στο Ζ1 για τη χαλάρωση της αντιδικίας του με τον Ζ4. Όμως, η Μ1, η οποία κατά το χρόνο καταβολής του ως άνω χρηματικού ποσού των 7.000.000 δραχμών, ήταν 72 ετών και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, δεν ήταν δυνατόν να έχει οποιαδήποτε συναλλαγή με τον κατηγορούμενο Χ1, δεδομένου ότι αυτή έπασχε, ήδη από του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2000, από γεροντική άνοια, όπως τούτο προκύπτει από τη με αριθμό ........ ιατρική γνωμάτευση του Νευρολόγου-Ψυχιάτρου ......., που είχε προσκομιστεί από τη συνεργάτιδα του δικηγορικού γραφείου του Χ2, Μ2 προς υποστήριξη της από 28-1-2004 αίτησης της Β1, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση η Μ1, η οποία παρουσίαζε από τότε, δηλαδή από τον Οκτώβριο του έτους 2000, έντονες διαταραχές μνήμης (πρόσφατης και άμεσης) κρίσης και αντίληψης, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να επιμεληθεί τα του εαυτού της και της περιουσίας της. Κατά την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συζήτηση της αιτήσεως, με την οποία η αιτούσα πρότεινε, καθ' υπόδειξη του δικηγορικού γραφείου, ως μέλη του συμβουλίου της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης της Μ1 τους Δικηγόρους ......, Χ3, δηλαδή τον ως άνω κατηγορούμενο και τον Χ5, εξετάστηκε ως μάρτυρας η Ξ1, η οποία κατέθεσε ότι η Μ1 "δεν είχε στενούς συγγενείς, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει πόρους, δεν φρόντισε να κολλήσει τα ένσημα της, ζει με φιλανθρωπία, της πηγαίνουν φαγητό, τη βοηθάει η Εκκλησία και τελευταία ζητιάνευε". Προς απόδειξη μάλιστα του περί ανυπαρξίας συγγενών γεγονότος προσκομίστηκε, εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου, και η με αριθμό 988/2004 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στην οποία ανεφέρετο από το μάρτυρα Ξ2 ότι η Μ1 "δεν είχε εν ζωή εγγύτερους συγγενείς, ήτοι σύζυγο, γονείς και τέκνα, αλλά ούτε και αδέλφια". Στη συνέχεια δε εκδόθηκε η με αριθμό 1771/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διόρισε τη Β1, προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη της. Κατά την ανάκριση εξετάστηκε, ως μάρτυρας, εκτός των άλλων, και η ως άνω Ξ1, σύνοικος της Μ1 στην πολυκατοικία της οδού ........., η οποία ανέφερε ότι η τελευταία περί το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2000, όπως όλοι είχαν αντιληφθεί στην πολυκατοικία, δεν "πήγαινε καλά στην πνευματική της διαύγεια", συγκεκριμένα δε "επαναλάμβανε διαρκώς το ίδιο πράγμα, που μόλις προηγουμένως είχε εκφράσει, αδυνατούσε να καταλάβει τι της έλεγαν, ξεχνούσε που είχε τοποθετήσει τα πράγματα της και παραπονιόταν ότι δεν έβρισκε τις ουρίτσες από τα ένσημα, για να τα χρησιμοποιήσει για τη σύνταξη της". Με την πάροδο του χρόνου, η Μ1 ήταν παντελώς ανήμπορη και τη φροντίδα για τη διατροφή της είχε αναλάβει, μέσω του εφημερίου του Ιερού Ναού του ......, η Β1, μάλιστα δε όταν επισκέφθηκε την Μ1 η Δικηγόρος Μ2, μετά από παρέμβαση των συνοίκων της πολυκατοικίας, τη βρήκε γυμνή στο διαμέρισμα της, το οποίο ήταν γεμάτο κόπρανα, και η ίδια ήταν αδύνατη. Το γεγονός ότι η Μ1 είχε αρχίσει, από το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2000, να έχει προβλήματα διαταραχής μνήμης, κρίσης και αντίληψης ενισχύεται και από το ότι οι παραστάσεις της μειώθηκαν στα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, στα οποία τυπικώς παρίστατο, συνοδευόμενη από τους νεότερους συνεργάτες του γραφείου, από 68 που ήταν το έτος 1999 σε 12 κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2000, σε 4 κατά το β' εξάμηνο του ιδίου έτους, καθώς και σε 6 μέχρι του μηνός Μαΐου του έτους 2001. Από τα ανωτέρω είναι φανερό ότι ο ισχυρισμός τόσο του κατηγορουμένου Χ3 περί του ότι η Μ1, η οποία το Νοέμβριο του έτους 2000 ήταν 72 ετών, και όχι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται 65 ετών, παρέδωσε το χρηματικό ποσό των 7.000.000 δραχμών "για να το καταθέσει στο λογαριασμό του Χ1, λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε να μεταφέρει τέτοια χρηματικά ποσά, στα πλαίσια μίας αγοραπωλησίας, δικής της ή άλλου", όσο και του κατηγορουμένου Χ1 περί του ότι το ποσό αυτό των 7.000.000 δραχμών αποτελούσε μέρος του τιμήματος, το οποίο καταβλήθηκε για τη δήθεν αγορά του ως άνω αυτοκινήτου από την πάμπτωχη Μ1, για λογαριασμό ανυπάρκτου ανηψιού, ήταν αναληθής, και δεν μπορεί να γίνει πιστευτός. Ο κατηγορούμενος Χ3, διαβλέποντας τις αντιφάσεις αυτές και πιστεύοντας προφανώς ότι αδίκως είχε εμπλακεί στην υπόθεση, με το από 28-12-2006 υπόμνημά του που υπέβαλε στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη, μετά την απολογία του ενώπιον του τελευταίου, επιχειρεί να απεμπλακεί, δηλώνοντας άγνοια και πάλι για την αιτία που κατέθεσε τα χρήματα, δεχόμενος, όμως, ότι προέρχονταν από το γραφείο του Χ2. Ειδικότερα, ο εν λόγω κατηγορούμενος, στο από 28-12-2006 υπόμνημά του, που υπέβαλε μετά την απολογία του ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, αναφέρει χαρακτηριστικά, αναιρώντας τον αρχικό του ισχυρισμό, περί του ότι δηλαδή κατέβαλε το ανωτέρω χρηματικό ποσό στο λογαριασμό του Χ1 εκ μέρους της Μ1, ... "ότι η κατάθεση των 7.000.000 δραχμών, που έγινε στο λογαριασμό του Χ1, επειδή πραγματοποιήθηκε το 2000 ... και όταν μετά από πέντε περίπου χρόνια κλήθηκα να καταθέσω σχετικά, όπως είναι λογικό, δεν ήμουν σε θέση να θυμάμαι ποιος από τους προϊσταμένους δικηγόρους μου είχε αναθέσει τη συγκεκριμένη εργασία. Έτσι, συνειρμικά και υποθετικά κατέθεσε ότι ίσως τα χρήματα να μου είχαν δοθεί από την κ. Μ1, λόγω της Αγροτικής τραπέζης. Ο συγκεκριμένος συνειρμός μου δεν αποτελεί ισχυρισμό μου, αλλά μία απλή υπόθεση που τότε έκανα, στην οποία ούτε εμμένω ούτε επιμένω, αφού δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, δεν μπορώ να την αποδείξω, ούτε, όμως και να την αποκλείσω. Εξίσου δεν μπορώ να αποκλείσω και την περίπτωση να μην μου έχουν δοθεί από την κ. Μ1 τα χρήματα αλλά από τον κ. Χ2 ή από άλλον ιεραρχικά προϊστάμενό μου". Όλες οι παραπάνω αντιφάσεις, αποδεικνύουν το αβάσιμο των αρνητικών ισχυρισμών των κατηγορουμένων σε σχέση με τη νομιμοποίηση του ποσού των 7.000.000 δραχμών, οι οποίοι δεν δύνανται να κλονίσουν τη βασιμότητα της εις βάρος τους σχετικής κατηγορίας.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, κατέστησαν υπαίτιοι του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα αυτό της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, και μάλιστα ο πρώτος απ' αυτούς κατ' εξακολούθηση, αφού, όπως προέκυψε οι μερικότερες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που διέπραξε ο Χ1 (ποσού 23.000.000 δραχμών και 7.000.000 δραχμών, αντίστοιχα), συνδέονται με ενότητα δόλου, συνιστώντας κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Ενήργησε δε ο Χ1 κατ' επάγγελμα, αφού, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, και ειδικότερα από την τέλεση αυτής σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, όπως παραπάνω παρατίθεται, αλλά και την κατά το παρελθόν τέλεση απ' αυτόν πληθώρας όμοιων πράξεων σε πολλές περιπτώσεις με κίνητρο την κερδοσκοπία και τον παράνομο πλουτισμό, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία, αλλά και από την υποδομή (προϋποθέσεις) που είχε διαμορφώσει για επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ώστε στο μέλλον να ενεργεί ως αυτουργός στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήματος (δράση όχι ευκαιριακά, αλλά με οργανωμένο σχέδιο και ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης με την εκμετάλλευση της δικαστικής του ιδιότητας, την επιδίωξη γνωριμιών και επαφών κυρίως με δικηγόρους και την αξιοποίηση των γνωριμιών και επαφών του αυτών για την κατόπιν προσυμφωνημένης μεταξύ τους δράσης, επίτευξη του σκοπού του, καθώς και την χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση του τραπεζικού συστήματος - για κατ' επανάληψη τέλεση της πράξης), μαρτυρείται σκοπός πορισμού εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, όπως προκύπτει από τη μεγάλη ευκολία, σταθερή εμμονή και τάση αυτού να διαπράττει την ως άνω εγκληματική πράξη. Επίσης, δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, ότι, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτουν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Χ2 αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, της απόπειρας εκβίασης και της παράβασης του άρθρου 11 του ν.5227/1931 "περί μεσαζόντων", σε βάρος της Ε1 (που από παραδρομή το τελευταίο φέρεται ως τετελεσμένο, αντί του ορθού εν αποπείρα) Ειδικότερα, η Ε1, κάτοικος ..... Αττικής, οδός ..... και ο Η1, κάτοικος Ιταλίας, ασκούσαν συγγενείς επαγγελματικές δραστηριότητες, η πρώτη στην Αθήνα και ο δεύτερος στην Ιταλία, που περιελάμβαναν κυρίως την αναγνώριση τίτλων σπουδών χορηγούμενων από Πανεπιστήμια της Ιταλίας και την ισοτιμία μεταξύ πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών. Μεταξύ τους, με σύνδεσμο το μάρτυρα Θ1, για τα συναφή με την επαγγελματική τους ενασχόληση θέματα και την εγγραφή Ελλήνων φοιτητών σε Πανεπιστήμια της Ιταλίας, αναπτύχθηκε επαγγελματική συνεργασία, κατά πολύ επιλήψιμη, που κατέληξε σε μεταξύ τους έχθρα και τέλεση αξιοποίνων πράξεων και δη αρπαγής, ληστείας και εκβίασης, με παθόντα το Η1, για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της Ε1 και λοιπών προσώπων και πλαστογραφίας κατά συρροή, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Η1 με παθόντες τη Ε1 και άλλα πρόσωπα. Οι ποινικές αυτές διώξεις ασκήθηκαν από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 15-5-2003 και 9-12-2003, με παραγγελία για κύρια ανάκριση. Ο κατηγορούμενος Χ2, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το δικηγορικό του γραφείο είχε αναλάβει τη νομική υπεράσπιση του Η1 και την εκδηλωμένη ανησυχία της Ε1 για τη δικονομική εξέλιξη και την τελική έκβαση της ποινικής της υποθέσεως, που εκκρεμούσε ενώπιον του Ανακριτή του 13ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος διενεργούσε την κυρία ανάκριση, επιχείρησε, κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη Οκτωβρίου 2003 μέχρι το τέλος Μαρτίου 2004, σε αλλεπάλληλες διαδοχικές τηλεφωνικές επικοινωνίες, αλλά και προσωπικές επαφές που είχε μαζί της, να αποσπάσει από την τελευταία το ποσό των 100.000.000 δραχμών, το οποίο σε κάθε περίπτωση ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από τη συνολική ζημία που φέρεται ότι υπέστη ο Η1 από την αποδιδόμενη στη Ε1 αξιόποινη συμπεριφορά, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. 5000/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκε η Ε1 να δικαστεί για την πράξη της εκβιάσεως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία εις βάρος της περιουσίας του Η1 κατά το ποσό των 45.000 ευρώ, για το οποίο ο τελευταίος είχε εξαναγκαστεί να υπογράψει εννέα ισόποσες συναλλαγματικές, των 5.000 ευρώ, ως και κατά τα ποσά των 4.000.000 δραχμών και 110.000 ευρώ, δηλ. συνολική ζημία 58.520.000 δραχμών, τα οποία (ποσά) είχε εξαναγκασθεί, σύμφωνα με τα περιστατικά που εκτίθενται στο ως άνω βούλευμα, να καταβάλει στη Ε1, και να αποκομίσει έτσι (ο Χ2) περιουσιακό όφελος υπερβαίνον μάλιστα το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, παριστώντας σ' αυτήν εν γνώσει ψευδώς ότι εκ των σχέσεων του και της ιδιότητας του ως δικηγόρου και βουλευτή, της επιρροής του εν γένει και του κύρους του και ακόμη με γνωριμίες με δικαστικούς λειτουργούς, μπορούσε, εάν η ίδια του κατέβαλε ποσό εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών να παρέμβει, χωρίς μάλιστα δυσχέρειες, στους δικαστικούς λειτουργούς, επιληφθέντες και επιληφθησόμενους της ποινικής της υποθέσεως και να επιτύχει ευνοϊκή γι' αυτήν εξέλιξη και τελική αθώωση, ενώ αληθές ήταν ότι δεν είχε δυνατότητα παρέμβασης για να προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των αρμοδίων δικαστικών λειτουργών και να επιτύχει τα επιθυμητά για την παθούσα αποτελέσματα, πλην, όμως, δεν πέτυχε το σκοπό του και δεν αποκόμισε το παράνομο, επιδιωκόμενο, ανώτερο των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών περιουσιακό όφελος με ζημία, αντίστοιχη της Ε1, όχι από δική του θέληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια και συγκεκριμένα γιατί η παθούσα δεν πείστηκε και δεν κατέβαλε το ποσό. Ειδικότερα, μετά το τέλος Οκτωβρίου του έτους 2003 και ενώ η Ε1 είχε απολογηθεί ενώπιον του Ανακριτή του 13ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τις κατηγορίες που αποδίδονταν σε βάρος της από το Η1, ο μάρτυρας Θ1 ανέφερε στην παραπάνω ότι την αναζητούσε ο Χ2, λέγοντας της συγκεκριμένα να επικοινωνήσει με το γραφείο του γιατί του είχε μεταφερθεί και από τo Η1, αλλά και γιατί ο ίδιος το πίστευε ότι ο Χ2 , έχει μια πολύ καλή λύση για να τελειώσει η παραπάνω ιστορία. Επειδή, η Ε1 δεν επιδίωξε επικοινωνία με τον Χ2, επικοινώνησε μαζί της ο κατηγορούμενος Χ3, συνεργάτης του Χ2, ο οποίος, σε τηλεφωνική κλήση που πραγματοποίησε προς αυτήν στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας της, της ζήτησε να επικοινωνήσει με τον Χ2, λέγοντας της "περιμέναμε πολύ καιρό να επικοινωνήσετε μαζί μας και τελικά παίρνω εγώ την πρωτοβουλία να το κάνω για να μπορέσει να υπάρξει μια επαφή με εσάς και τον κ. Χ2 προς όφελος και των δύο πλευρών". Μετά από αρκετό καιρό, και επειδή η Ε1 δεν είχε έλθει σε επικοινωνία με τον Χ2, δέχτηκε παρόμοια πρόταση από το ..... ερευνητή, προσωπικό της φίλο και γνωστό του Χ2, όπως την πληροφόρησε, με τη μεσολάβηση του οποίου, κανονίστηκε συνάντηση μεταξύ αυτής και του Χ2, η οποία συμφωνήθηκε να γίνει καφέ "......." στο Κολωνάκι, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, κατά τις οποίες ο Χ2 εξελέγη και πάλι βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Στη συνάντηση αυτή, ο κατηγορούμενος Χ2 της είπε ότι "βρίσκεσαι σε πολύ δυσχερή θέση, όπως καταλαβαίνεις" ... "εσύ δεν είχες καλή υπεράσπιση, όπως είχε ο πελάτης μου, και τελικώς εσύ κινδυνεύεις να καταλήξεις στη φυλακή"...... ότι θέλει να σκεφτεί, να ψάξει λίγο την υπόθεση και να της απαντήσει σε κάποιες ημέρες πολύ σύντομα, ..." και ακολούθως ανανέωσαν το ραντεβού τους μετά δύο ημέρες στο ίδιο σημείο. Στη συνάντηση που ακολούθησε, κατά τα λεπτομερώς στις καταθέσεις της Ε1 αναφερόμενα, ο κατηγορούμενος της είπε ότι "... για να κλείσει όλη η υπόθεση και να μην ανοίξει ούτε μύτη θα χρειαστεί το ποσό των 100.000.000 δραχμών..., το οποίο μάλιστα δεν το είπε προφορικά (φοβούμενος προφανώς τυχόν μαγνητοφώνηση της συνομιλίας τους), αλλά το έγραψε πάνω σε ένα χαρτί που είχε μπροστά του, το οποίο το έσκισε", σε σχετική δε παρατήρηση της ίδιας "ότι και όλα αν πουλήσω, δεν μπορώ να συγκεντρώσω το ποσό των 100.000.000 δραχμών", ο Χ2 έδειξε να είναι γνώστης όλων των περιουσιακών της στοιχείων, και μάλιστα γνώριζε ένα project (πρότζεκτ) που είχε ετοιμαστεί για να εφαρμοστεί μέσω του αναπτυξιακού νόμου σε μια έκταση που της ανήκε στην ....., πιστεύοντας ότι ήδη είχε υλοποιηθεί", επί πλέον δε την επέπληξε, λέγοντάς της ότι "... δεν είναι δυνατόν με περιουσία 4 δις να μην μπορείς να εξασφαλίσεις 100.000.000 δραχμές για να σωθείς". Ακόμη, κατά τη συνάντηση αυτή, της ανέφερε ότι "τα χρήματα αυτά τα χρειαζόταν για να δοθούν σε διάφορους ανθρώπους, που γνώριζε, και που θα χειρίζονταν αυτή την υπόθεση, για να σωθεί αυτή", μάλιστα δε, σε σχετική ερώτησή της για το ποσό που της ζητούσε, απάντησε χαρακτηριστικά "γνωρίζεις πολύ καλά ότι οι δικαστές που θα χειριστούν αυτή την υπόθεση δεν θα βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά για πενταροδεκάρες, για να σωθείς εσύ". Μη πεισθείσα από τις παραπάνω παραστάσεις του Χ2, σχετικά με τις δυνατότητές του, να παρέμβει στους δικαστικούς λειτουργούς που χειρίζονταν ή επρόκειτο να χειριστούν την εκκρεμούσα σε βάρος της ποινική υπόθεση, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του με δικαστικούς λειτουργούς για να επιτύχει την ευνοϊκή εξέλιξη της υποθέσεώς της και τελικά την αθώωσή της, οι οποίες, άλλωστε, όπως προέκυψε, ήταν αναληθείς εν γνώσει του, όπως προαναφέρθηκε, η Ε1 του δήλωσε ότι θα σκεφτεί και θα του απαντήσει, στη συνέχεια δε, ενημέρωσε το δικηγόρο της Η, ο οποίος τη συμβούλευσε να αγνοήσει τον Χ2 και να μην ασχοληθεί μαζί του, όπως και έπραξε. Έτσι, ο σκοπός, του κατηγορουμένου Χ2 δεν επιτεύχθηκε, όχι από δική του θέληση, αλλά γιατί η παθούσα δεν πείστηκε από τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του να του καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δραχμών κι έτσι οι πράξεις της απάτης από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και της παράβασης του άρθρου 11 του ν. 5227/31, περί μεσαζόντων, με παθούσα τη Ε1 παρέμειναν στο στάδιο της απόπειρας. Διαπιστώνοντας ο κατηγορούμενος Χ2 την αδυναμία του να αποσπάσει με εξαπάτηση από την παθούσα Ε1, το προαναφερόμενο ποσό των 100.000.000 δραχμών, αφού η τελευταία δεν πειθόταν από τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του να του καταβάλει τούτο, πραγματοποίησε στη συνέχεια αλλεπάλληλα διαδοχικά τηλεφωνήματα προς την παθούσα, κατά τα οποία της ζητούσε εκβιαστικά να του καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δραχμών, ακόμη και σε επιταγές, χρησιμοποιώντας την απειλή, προκειμένου να την εξαναγκάσει στην καταβολή του ως άνω ποσού, ότι, εάν δεν του το κατέβαλε, θα οδηγούσε αυτήν και το σύζυγό της Ε, συγκατηγορούμενο αυτής, για πράξη εκβίασης σε βάρος του Η1 στη φυλακή, το ανήλικο δε τέκνο τους σε ίδρυμα. Στο τελευταίο από τα τηλεφωνήματα αυτά, που έγινε στην οικία της, ο κατηγορούμενος της είπε: "άκουσε να σου πω, δεν έχω μάθει να ζητάω χρήματα και να μη μου τα δίνουν, και μάλιστα όταν με αυτά τα χρήματα θα σώσω εσένα, δεν με ενδιαφέρει αν με μαγνητοφωνείς, δεν με ενδιαφέρει αν χρησιμοποιήσεις αυτά που λέω, πρόσεξε καλά, όπως μπορώ να σε αθωώσω, μπορώ να σε κλείσω στη φυλακή, τις δυνατότητες του γραφείου μου τις είδες ήδη από την ανάκριση, θα σε κλείσω στη φυλακή, θα κλείσω και τον άνδρα σου στη φυλακή και το παιδί σου σε ίδρυμα" και της έκλεισε το τηλέφωνο. Το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής επικοινωνίας, επιβεβαιώνουν επί πλέον και η μάρτυρας Θ2, η οποία εξ' ιδίας αντιλήψεως καταθέτει, ότι ο κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τη Ε1, μάλιστα δε, η ίδια απάντησε στη σχετική τηλεφωνική κλήση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος, δηλώνοντάς της τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ζήτησε να επικοινωνήσει με τη Ε1, στην οποία ανέφερε, παρουσία της μάρτυρος, την απαίτησή του για την καταβολή του αιτηθέντος ποσού, και ότι αμέσως μετά τη λήξη της επικοινωνίας, η τελευταία (Ε1) ήταν κάτωχρη και φοβισμένη και, όταν την ρώτησε, την ενημέρωσε ότι "ο Χ2 για μια ακόμη φορά της είχε ζητήσει τα 100.000.000 δραχμές, απειλώντας την ότι σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευε η ίδια και ο σύζυγός της, το δε παιδί της θα κλεινόταν σε ίδρυμα", ως και ο μάρτυρας Ε, σύζυγος της Ε1, ο οποίος παρίστατο και αυτός κατά την ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία. Αμέσως μετά την επικοινωνία αυτή, η Ε1, τηλεφώνησε στο δικηγόρο της Η και τον ενημέρωσε. Ο τελευταίος, ήρθε σε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο Χ2, με τον οποίο συμφώνησε να συναντηθούν και οι τρεις στην καφετέρια "..." στο Κολωνάκι. Κατά τη συνάντηση αυτή, προς απόδειξη της οποίας προσκομίζονται και σχετικές φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζεται η μεταξύ των ενδιαφερομένων συνάντηση, που έλαβε χώρα στην καφετέρια ".....", κατά την κατάθεση της μάρτυρος Ε1, ο Η, ρώτησε τον κατηγορούμενο "... Χ2, τι είναι αυτά τα 100.000.000 ή 80.000.000 δραχμές που ζητάς, εγώ δεν γνωρίζω ότι υπάρχουν δικαστές που πληρώνονται, που θα τα δώσεις για να μπορέσω και εγώ να συζητήσω με τους πελάτες μου και να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε", ο κ.Χ2 επιβεβαίωσε ότι είχε πει και απάντησε ... ότι "δεν χρειάζεται να γνωρίζετε που ακριβώς θα δοθούν αυτά τα χρήματα, πρέπει να μου δείξετε εμπιστοσύνη, και δεν πρόκειται να ανοίξει μύτη ...". Τα όσα εξ ιδίας αντιλήψεως και με σαφήνεια καταθέτει η Ε1, επιβεβαιώνονται όχι μόνο από τα καταθέσεις των μαρτύρων Θ2 και Ε, αλλά και από την κατάθεση του Η, ο οποίος επιβεβαιώνει, εμμέσως μεν, πλην σαφώς, την κατάθεση της Ε1, ο οποίος, κατά την ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρος κατά την ανάκριση, κατέθεσε σχετικά: "Συναντηθήκαμε πράγματι, ο Χ2, εγώ και η κ. Ε1, και, αμέσως μετά την πρώτη μας επαφή, γνωτοποίησα στον Χ2, ότι η κ. Ε1 μου έχει κάνει γνωστή την απαίτησή του, για τα 100.000.000 δραχμές, τα οποία της έχει ζητήσει, και τον ρώτησα εάν αυτό αφορά απαίτηση για τη ζημιά την οποία φέρεται ότι έχει προκαλέσει εις τους αντιδίκους της η κ. Ε1, και αν σε αυτό περιλαμβάνεται και η δική του αμοιβή, αυτός απέφυγε να μου απαντήσει, αν θυμάμαι καλά, και μου είπε "θα τα βρούμε" αφού συζητήσει το θέμα από την πλευρά των εντολέων του και μετά από λίγο έφυγε...περίμενα να ενημερωθώ από την κ. Ε1, είτε από τον Χ2, για το ποιες θα είναι οι μελλοντικές μας κινήσεις, αφού αυτοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους, παρά το ότι είχα ενοχληθεί γιατί ο Χ2 επικοινωνούσε απευθείας με την κ. Ε1 και δεν επικοινωνούσε με εμένα, όπως απαιτεί και ο Κώδικας Δικηγόρων", ακόμη δε, ερωτηθείς ειδικά κατά την ως άνω εξέτασή του, εάν έλαβε πράγματι χώρα ο διάλογος μεταξύ αυτού και του Χ2, για τον οποίο κατέθεσε η μάρτυρας Ε1 ή άλλος παρεμφερής και συγκεκριμένα εάν υπέβαλε στον Χ2 την ερώτηση, " Χ2, τι είναι αυτά τα 100.000.000 δραχμές ή 80.000.000 δραχμές που ζητάς; Εγώ δεν γνωρίζω ότι υπάρχουν δικαστές που πληρώνονται, που θα τα δώσεις για να μπορέσω και εγώ να συζητήσω με τους πελάτες μου, για να συζητήσουμε τι θα κάνουμε;" απάντησε σχετικά: "Είναι αλήθεια ότι υπήρχε μια συγκεχυμένη αιτιολογία της καταβολής του ποσού αυτού και εγώ δεν είχα αντιληφθεί που θα πήγαιναν αυτά τα χρήματα που ζητούσε, αλλά δυστυχώς και το τονίζω στην κυριολεξία, δεν είμαι σε θέση να διαβεβαιώσω ότι η εντύπωση που είχα ήταν θα πήγαιναν σε δικαστές, χωρίς να μπορώ να το αποκλείσω και να απαξιώσω τα όσα ισχυρίζεται η κ. Ε1, επειδή είναι πολύ σοβαρό το θέμα, ορκίστηκα και θέλω να είμαι απολύτως σίγουρος για να το επιβεβαιώσω".
Τελικά, ο σκοπός του κατηγορούμενου Χ2 να αποκομίσει το πιο πάνω παράνομο περιουσιακό όφελος των 100.000.000 δραχμών δεν επιτεύχθηκε, όχι από δική του θέληση αλλά γιατί η παθούσα δεν υπέκυψε στις παραπάνω απειλές κι έτσι και η πράξη της εκβιάσεως παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, κατά τη διάρκεια των ανωτέρω συναντήσεων, έγινε προσπάθεια, προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός μεταξύ των αντιδίκων πλευρών Ε1 και Η1, και ότι, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αυτών, ζήτησε να του καταβληθεί το ποσό των 80.000.000 δραχμών, δεν δίδει, όμως, καμία επαρκή εξήγηση για ποιο λόγο το ποσό αυτό που ζητούσε, το οποίο κατά τη σαφή κατάθεση της Ε1 ανερχόταν σε 100.000.000 δραχμές και όχι σε 80.000.000 δραχμές, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αναφέρεται στο διατακτικό του με αριθμό 5000/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμπεται η Ε1 να δικαστεί για την πράξη της εκβιάσεως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία εις βάρος της περιουσίας του Η1 κατά το ποσό των 45.000 ευρώ, για το οποίο ο τελευταίος είχε εξαναγκαστεί να υπογράψει εννέα ισόποσες συναλλαγματικές των 5.000 ευρώ, ως και κατά τα ποσά των 4.000.000 δραχμών και 110.000 ευρώ, τα οποία είχε εξαναγκασθεί, σύμφωνα με τα περιστατικά που εκτίθενται στο ως άνω βούλευμα να καταβάλει στη Ε1. Το γεγονός δε ότι η τελευταία, με την από 23-11-2006 επιστολή της, την οποία απηύθυνε αναρμοδίως προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ανακαλεί τα όσα είχε αναφέρει σε βάρος του κατηγορουμένου Χ2, δίνοντας διαφορετική εξήγηση στα όσα είχε καταγγείλει αρχικά με την υποβληθείσα ενώπιον του Εισαγγελέως αναφορά της, δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα ως προς τη βασιμότητα των καταγγελθέντων απ' αυτή, και την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του, δοθέντος ότι σε αυτήν δεν περιέχονται ικανά στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τα όσα η ίδια αυθορμήτως κατέθεσε ενώπιον των ανακριτικών αρχών, μετ' επιμονής, και με πλήρη αναφορά στις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις του κατηγορουμένου, τις οποίες επιβεβαίωσαν, πλέον της ίδιας, και οι υπόλοιποι μάρτυρες (Θ2, Ε και Η). Άλλωστε, η ως άνω Ε1, κατά τη συμπληρωματική ένορκη εξέτασή της ενώπιον Ειδικού Ανακριτή - Εφέτη Ιωάννη Σίδερη, που πραγματοποιήθηκε στις 2-3-2007, μετά την ανάκληση με την πιο πάνω επιστολή των όσων είχε αναφέρει σε βάρος του κατηγορούμενου Χ2, έδωσε λεπτομερείς εξηγήσεις για ποιο λόγο απέστειλε προς την Εισαγγελία Αθηνών την από 23-11-2006 επιστολή της. Συγκεκριμένα η κατηγορουμένη κατέθεσε τα εξής:
"Κατ' αρχήν βρίσκομαι εδώ σήμερα για να πω την αλήθεια. Αλήθεια είπα και την πρώτη φορά που είχα εμφανιστεί ενώπιον σας. Δεν σας είπα ούτε ένα ψέμα. Έχοντας φτάσει σε πολύ μεγάλο οικονομικό αδιέξοδο, και περισσότερο νιώθοντας ένοχη απέναντι στην οικογένειά μου, για την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, δέχτηκα πρόταση από το γραφείο του κ. Χ2 για οικονομική βοήθεια, προκειμένου να αποσύρω την καταγγελία μου. Πήγα στο γραφείο του κ. Χ2 στον Πειραιά, για να συζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν όλη αυτή η συναλλαγή. Προσπάθησε να με πείσει ότι η συνάντηση στο Κολωνάκι δεν αποσκοπούσε σε εκβιασμό αλλά σε βοήθεια. Δεν πείστηκα, αλλά και δεν συνέχισα την όποια συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα, γιατί δεν είχε νόημα. Η βοήθεια του κ. Χ2 συνίστατο στην καταβολή αρκετών χιλιάδων ευρώ, το συγκεκριμένο ποσό ανερχόταν σε 800.000 ευρώ, με τα οποία θα μπορούσα να καλύψω τα έξοδα ενός επιχειρησιακού πλάνου, για να λύσω έτσι μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση, και επίσης στην αγορά μιας κατοικίας. Δεν τα ζήτησα, ήταν δικές του προτάσεις. Μάλιστα από το ίδιο το βράδυ προσπαθούσε να με φέρει σε επαφή με διάφορους επενδυτές, οι οποίοι θα εμφανίζονταν ως συνεργάτες μου, αντ'αυτού, στην υλοποίηση του επιχειρησιακού μου πλάνου. Είχα ένα πολύ μεγάλο ενδοιασμό, σχετικά με το αν θα έπρεπε να συμφωνήσω να αποσύρω τις συγκεκριμένες καταγγελίες γιατί με τον τρόπο αυτό θεωρώ ότι θα "άδειαζα" ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν και με πίστεψαν, είτε από την πλευρά της δικαιοσύνης, είτε από το δημοσιογραφικό χώρο... Μου πήρε περίπου δύο εβδομάδες για να αποφασίσω να στείλω την εν λόγω δεύτερη επιστολή της ......, την οποία και αντέγραψα από έντυπο που μου δόθηκε από το γραφείο του κ. Χ2. Συνειδησιακά το μόνο που μπορούσα να αλλάξω από την επιστολή που μου δόθηκε, ήταν να αλλάξω τη φράση "είπα ψέματα" σε "δεν είπα την αλήθεια". Επειδή ο τρόπος γραφής δεν ήταν δικός μου, ήταν απλά ο αντίλογος σε αυτά που είχε γράψει, πίστευα αν θέλετε μέσα μου, ότι οποιοσδήποτε το έπαιρνε στα χέρια του θα το καταλάβαινε. Εξάλλου, ερωτηθείσα σχετικά με το χρόνο κατά τον οποίο επισκέφθηκε το γραφείο του Χ2, η Ε1 απάντησε: "Δύο εβδομάδες πριν από την κατάθεση της εν λόγω επιστολής. Στο γραφείο του κ. Χ2 πήγα μόνη μου. Τα χρήματα τα οποία μου υποσχέθηκε δεν τα πήρα όλα, πήρα μόνο τμηματικά τα ποσά των 5.000 ευρώ, 6.000 ευρώ, 3.900 ευρώ, 3.750 ευρώ, 5.000 ευρώ και 2.500 ευρώ, εκ των οποίων πήρα 5.000 ευρώ πριν την αποστολή της επιστολής, επαναλαμβάνω χωρίς να ζητήσω εγώ τα χρήματα, και τα υπόλοιπα τα πήρα μετά την αποστολή και μέχρι πριν από ένα μήνα. Πριν έλθω σε οποιαδήποτε επαφή με τον κ.Χ2, ενημέρωσα το δημοσιογράφο κ. ......., ο οποίος δεν συμφώνησε με την κίνηση που θα έκανα αλλά τον κρατούσα ενήμερο για όλες μου τις κινήσεις και γνωρίζει τις λεπτομέρειες των συναντήσεων και συνομιλιών αυτών. Εκ των υστέρων πληροφορήθηκα ότι ο κ. Χ2, σε συναντήσεις που είχε με τρίτα πρόσωπα, ανέφερε πλέον ότι δεν θα μπορούσε να ανακαλέσω τη δεύτερη κατάθεσή μου, γιατί θα ήμουν πλέον κατάπτυστη έναντι της δικαιοσύνης".
Ο κατηγορούμενος Χ2, κατά την απολογία του κατά την ανάκριση, αρνήθηκε τις σχετικές κατηγορίες που τον βαρύνουν και ισχυρίστηκε ότι η κατηγορούμενη κινήθηκε μεθοδευμένα, στέλνοντας προς τον Εισαγγελέα την από 18-1-2006 επιστολή της, στην οποία όσα αναφέρει είναι ψευδή και συκοφαντικά, έχοντας προφανή στόχο να αναστρέψει το κλίμα σε δίκες που είχε με διάφορους αντιδίκους της, σε σχέση με τη δραστηριότητα της, στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών που διατηρούσε, αλλά και ιδιαίτερα με το δικαστήριο του τότε εντολέως του Η1, πράξεις για τις οποίες ήταν κατηγορούμενη για βαριά κακουργήματα, υπόθεση την οποία δεν είχε χειριστεί ουσιαστικά αυτός αλλά οι συνεργάτες του. Ότι η μάρτυρας και τότε κατηγορουμένη Ε1 ήταν αυτή που επιδίωξε τη συνάντηση μαζί του μέσω του......, ότι κατά τη συνάντηση αυτή που πραγματοποιήθηκε στο εστιατόριο "......." στο Κολωνάκι, η οποία δεν είχε τίποτε το επιλήψιμο, και για την οποία είχε ενημερώσει το Η1, ο οποίος, ως αποζημίωση για τις βλάβες που είχε υποστεί, ήθελε να διεκδικήσουν πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά, συμφώνησε με τη Ε1 να μεταφέρει στον Η1 ότι προτίθεται να δώσει ως αποζημίωσή του, για την ηθική βλάβη που υπέστη, αλλά και για τα χρήματα τα οποία όφειλε το ποσό των 80.000.000 δραχμών, και μάλιστα τον ευχαρίστησε, λέγοντάς του ότι θα προβεί σε κάποιες ενέργειες πωλήσεως, ίσως της διαχειρίσεως, κάποιου κτήματος της στη ........ Ότι από εκεί και πέρα δεν είχε καμιά επαφή μαζί της, περιμένοντας την απάντησή της, ώσπου, μετά από καιρό του τηλεφώνησε ο συνάδελφος του Η, λέγοντας του ότι χειρίζεται πλέον την υπόθεση της Ε1 και ότι θέλουν να συναντηθούν σαν φίλοι και σαν συνάδελφοι, ότι κατά συνάντησή τους αυτή, που πραγματοποιήθηκε στο εστιατόριο ....... στο Κολωνάκι, όπως του ζήτησαν, είχαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, που αφορούσε τις αστικές αξιώσεις του Η1, κατά την οποία συμφώνησαν απλά να μεταφέρει και πάλι στον Η1, ότι η Ε1 θα του καταβάλει, όταν μπορέσει, 80.000.000 δραχμές, τέλος δε, αρνήθηκε ειδικά, παραλείποντας να αναφερθεί στις προηγούμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τη Ε1, την τελευταία τηλεφωνική τους επικοινωνία, για την οποία κατέθεσε η μάρτυρας Θ2, λέγοντας ότι η Ε1 μετέφερε προφανέστατα στην κ. Θ2, που δεν άκουγε την τηλεφωνική επικοινωνία, που δεν έγινε ποτέ μαζί μου, ό,τι τη συνέφερε για να δημιουργήσει αυτό το μύθευμα. Οι ως άνω αρνητικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, και ως εκ τούτου δεν δύνανται να αναιρέσουν τη βασιμότητα των εις βάρος του σχετικών κατηγοριών, τις οποίες, σημειωτέον, ενισχύει και ο επιλήψιμος τρόπος, με τον οποίο ο κατηγορούμενος, μεθόδευσε την ανάκληση των εις βάρος του καταγγελθέντων από τη Ε1.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορούμενου Χ2 και για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000.000 ευρώ, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της αρχικής κατηγορίας (απόπειρας απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας), της απόπειρας εκβίασης, ως και της παραβάσεως του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 (περί μεσαζόντων), που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί από αυτόν εις βάρος της Ε1. Τέλος, δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, ότι, καθόσον αφορά της πράξεις της απάτης και παράβασης του άρθρου 11 του ν.5227/1931 "περί μεσαζόντων" σε βάρος της Ι1, από την εκτίμηση του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού προέκυψαν τα εξής: Στις 13-10-2005, συνελήφθη για παράβαση του νόμου ναρκωτικών ο Ι, η μητέρα του οποίου Ι1, ενεργώντας για λογαριασμό του, καθ' ον χρόνο αυτός κρατείτο στο Αστυνομικό Τμήμα, ανέθεσε την υπεράσπισή του στο δικηγόρο Αθηνών Σ1. Ο τελευταίος, αμέσως μετά την ενημέρωση του από την αστυνομική υπηρεσία, όπου κρατείτο ο ως άνω συλληφθείς, ως προς τις συνθήκες τελέσεως εκ μέρους του τελευταίου της πράξεως, που του αποδιδόταν, ενημέρωσε τη μητέρα του κατηγορουμένου Ι1 ότι η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο γυιός της ήταν σοβαρή και ότι θα έπρεπε να αναμένει την προφυλάκισή του, γιατί, κατ' αυτόν, "οι πιθανότητες να αφεθεί ελεύθερος ήταν μηδενικές". Μετά την εμφάνιση του συλληφθέντος στον Εισαγγελέα, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του για αγορά, κατοχή, και πώληση ναρκωτικών κατ' εξακολούθηση και στη συνέχεια ενώπιον του Ανακριτή του 28ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, στον οποίον προσήχθη για να απολογηθεί, συνοδευόμενος από τον ως άνω δικηγόρο του, επιβεβαιώθηκε η αρχική εκτίμηση του εν λόγω δικηγόρου, ότι επρόκειτο για σοβαρότατες κατηγορίες, δεδομένου ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη και για εμπορία ναρκωτικών, Κατά την προσαγωγή του στον παραπάνω ανακριτή, ο κατηγορούμενος Ι ζήτησε και έλαβε προθεσμία για τις 17-10-2005 για να απολογηθεί και ο συνήγορός του έλαβε αντίγραφα για να ετοιμαστεί για την υπεράσπιση του εντολέα του. Μετά τη λήψη αντιγράφων της δικογραφίας, ο ως άνω δικηγόρος ενημέρωσε λεπτομερέστερα τη μητέρα του κατηγορουμένου Ι, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι, ως έχει η εικόνα της δικογραφίας, η προφυλάκιση είναι περίπου βέβαιη και ότι είναι πολύ πιθανή η εκδοχή αυτή να διαρκέσει μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ακολούθως δε ο ως άνω δικηγόρος συνεννοήθηκε με τη μητέρα του κατηγορουμένου να συναντηθούν τη Δευτέρα 17/10/2005 και ώρα 9η πρωινή στο ανακριτικό γραφείο, όπου επρόκειτο να απολογηθεί ο γυιός της. Την επομένη ημέρα, όμως, (14-10-2005), η Ι1 τηλεφώνησε στο δικηγόρο Σ1 και ανακάλεσε τη δοθείσα στον τελευταίο εντολή νομικής υπεράσπισης του γιου της, δηλώνοντας του αυτολεξεί: "ξέρετε κ. Σ1, δεν έχω κανένα παράπονο με εσάς, και μου φανήκατε πολύ ειλικρινής και σωστός δικηγόρος, αλλά ξέρετε ανεμείχθη και ο αδελφός μου και απευθύνθηκε στον κ. Χ2, ο οποίος του είπε ότι έχει τρόπο να βοηθήσει το παιδί να γλιτώσει τη φυλακή" (βλ. την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα). Ερωτηθείσα σχετικά η Ι1 κατά την κατάθεσή της ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή Εφέτη επιβεβαίωσε, αφ' ενός μεν, ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος Σ1 της είπε ότι " κίνδυνος να προφυλακιστεί" ο γιος της, αφ' ετέρου δε αυτό, το οποίο ο ίδιος μάρτυρας - δικηγόρος κατέθεσε, δηλαδή ότι "ο αδελφός της απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος του είπε ότι έχει τρόπο να βοηθήσει το παιδί για να γλιτώσει τη φυλακή". Ακολούθως, κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, και αφού προηγουμένως, είχε λάβει τη διαβεβαίωση από τον Χ2, αρχικά μέσω του αδελφού της Ι2 και στη συνέχεια, σε τηλεφωνική επικοινωνία, που είχε η ίδια μαζί του ότι "είχε τον τρόπο να βοηθήσει το παιδί να μην πάει φυλακή" η παραπάνω, συνοδευόμενη από το γυιό της Ια, επισκέφθηκε το δικηγορικό γραφείο του Χ2, προκειμένου, να συζητήσει την υπόθεση του κρατούμενου γυιού της, με το συνεργάτη του ως άνω γραφείου Χ5, ο οποίος, την προηγουμένη, τις απογευματινές ώρες, κατ' εντολή του Χ2, είχε επισκεφθεί το γυιό της στη ΓΑΔΑ, όπου κρατείτο και συνομίλησε μαζί του για την υπόθεση του. Πρέπει να αναφερθεί εδώ, ότι ο προαναφερόμενος Χ5, την προηγουμένη ημέρα, κατά τις απογευματινές ώρες και ενώ βρισκόταν με το συνάδελφό του Π1 στο αυτοκίνητό του, δέχτηκε τηλέφωνο από τον Χ2, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι ένας νεαρός με το όνομα Ι, είναι κρατούμενος στη ΓΑΔΑ, για παράβαση του Νόμου περί Ναρκωτικών και του έδωσε τα τηλέφωνα της μητέρας του Ι1, και του αδελφού του Ια, σταθερό και κινητό, με τους οποίους επικοινώνησε και συναντήθηκαν έξω από τη ΓΑΔΑ για να επισκεφθεί τον κρατούμενο. Κατά την παραπάνω επίσκεψη της Ι1 στο δικηγορικό του Χ2, ο Χ5 επανέλαβε τη δοθείσα σ' αυτή διαβεβαίωση από τον Χ2, ότι το δικηγορικό του γραφείο είχε τη δυνατότητα παρεμβάσεως στον Ανακριτή της υπόθεσης, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά ο γυιός της μετά την απολογία του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι "με δύο τηλέφωνα θα λυθεί η υπόθεση", η οποία "γι' αυτούς είναι μια πολύ απλή υπόθεση, υπόθεση ρουτίνας". Τα σχετικά με την επίσκεψη αυτή κατατέθηκαν από το μάρτυρα Ι2, ο οποίος, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη κατέθεσε ότι "κατά την επίσκεψη της στο ως άνω γραφείο, όπου μετέβη με τον ανηψιό του Ια, η αδελφή του ένιωσε υπερβολικά ευχαριστημένη, γιατί της είπαν ότι "με δύο τηλέφωνα θα είχε λυθεί η υπόθεση", η οποία "γι' αυτούς είναι μια πολύ απλή υπόθεση, υπόθεση ρουτίνας". Τις ως άνω διαβεβαιώσεις προς την Ι1 επανέλαβαν έκτοτε και μέχρι την απολογία του κρατούμενου γυιού της Ι στις 17-1-2005, τόσο ο Χ5, όσο και ο συγκατηγορούμενός του Χ3, ο οποίος τελικά παραστάθηκε κατά την απολογία του Ι, και έλαβε πριν από την απολογία του από την Ι1, το ποσό που είχε απαιτήσει απ' αυτήν ο συγκατηγορούμενός του Χ5, κατ' εντολήν του Χ2. Ειδικότερα, στις 15-10-2005, ημέρα Σάββατο, κατά τις απογευματινές ώρες, ο Χ5 μετέβη στη ΓΑΔΑ, για να επισκεφτεί τον κρατούμενο, όπου συνταντήθηκε με την Ι1 και το γυιό της Ια . Στη συνάντηση αυτή, ο κατηγορούμενος Χ5 απαίτησε από την Ι1, μετά από συνεννόηση με τον Χ2, ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο, όπως ανέφερε αργότερα ο Χ5 στον αδελφό της Ι1, Ι2, τον οποίο συμβουλεύθηκε η τελευταία, για το αν έπρεπε να καταβάλει ένα τόσο μεγάλο ποσό, προοριζόταν για να μην επιβληθεί στον κατηγορούμενο Ι προσωρινή κράτηση μετά την απολογία του, δεδομένου ότι έπρεπε να δώσουν σε δικούς τους ανθρώπους χρήματα για να μην κρατηθεί προσωρινά ο κατηγορούμενος, την απάντηση δε αυτή ο Χ5 την έδωσε, προκειμένου να δικαιολογήσει το ύψος της αμοιβής, για το λόγο ότι η Ι1, η οποία είναι χήρα, είχε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Σχετικά με την αιτία για την οποία ζητήθηκε το ως άνω ποσό, είναι διαφωτιστική η κατάθεση του αδελφού της Ι1, Ι2, ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή - Εφέτη, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "...Όταν ζήτησαν τα 5.000 ευρώ, η αδελφή μου με συμβουλεύτηκε και, προσπαθώντας να καταλάβω που πάνε αυτά τα χρήματα, μίλησα στο τηλέφωνο με τον κ. Χ5, για να μου εξηγήσει για ποιο λόγο χρειάζονται αυτά τα χρήματα. Και η απάντηση του ήταν "αν θέλεις να τον βγάλουμε, θα πρέπει να δώσουμε σε δικούς μας ανθρώπους χρήματα, προκειμένου να βοηθήσουν να τον βγάλουν...". Στις 16-10-2005, ημέρα Κυριακή, ο Χ5, συνοδευόμενος από το Χ3, ο οποίος είχε ήδη ενημερωθεί για την υπόθεση, δεδομένου ότι επρόκειτο να αναπληρώσει στα καθήκοντά του ως υπερασπιστή κατά την απολογία του Ι το Χ5, ο οποίος, την επομένη, 17-10-2005, που είχε οριστεί ως ημέρα απολογίας, επρόκειτο να παρασταθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και αδυνατούσε να παρασταθεί κατά την ανάκριση, συναντήθηκε εκ νέου με την Ι1 και το γυιό της Ια, με τους οποίους, αφού τους ενημέρωσαν για το ως άνω κώλυμα και την αναπλήρωση του Χ5 από το Χ3, συζήτησαν το θέμα της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, δίνοντας τις διαβεβαιώσεις που προαναφέρθηκαν. Ο ισχυρισμός των εν λόγω κατηγορουμένων, περί ενημερώσεως κατά την ως άνω συνάντηση των παραπάνω συγγενών του κρατούμενου, αλλά και του τελευταίου για τη σχεδόν μετά βεβαιότητος, αναμενόμενη προσωρινή κράτησή του, δεν κρίνεται πειστικός, αφού είναι προφανές ότι η Ι1, αν της είχε αναφερθεί κάτι τέτοιο, δεν θα δεχόταν να καταβάλει, όπως έπραξε την επομένη, την υπερβολικά υψηλή για τη συγκεκριμένη ανακριτική πράξη (απλή παράσταση κατά την απολογία χωρίς σύνταξη υπομνήματος) (βλ. σχετικά την απολογία του Χ3) αμοιβή, που απαίτησαν απ' αυτήν οι κατηγορούμενοι, αν ληφθεί υπόψη ότι ο αποκλειστικός λόγος για τον οποίο ανακάλεσε την εντολή προς τον προηγούμενο δικηγόρο και ανέθεσε τη νομική υπεράσπιση του γυιού της στο δικηγορικό γραφείο του Χ2 αντί της ως άνω υπερβολικά υψηλής αμοιβής ήταν οι υποσχέσεις που δόθηκαν σ' αυτή, περί δυνατότητας του ως άνω δικηγορικού γραφείου να επιτύχει μη επιβολή προσωρινής κρατήσεως στο γυιό της, αμέσως μετά την απολογία του, πράγμα το οποίο, όμως, ήταν ψευδές, εν γνώσει των ως άνω κατηγορουμένων, αλλά και του συγκατηγορουμένου τους Χ2, αφού αληθές ήταν ότι αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης για να προκαλέσουν, κατά την εμφανιζόμενη βούλησή τους, πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών και του ανακριτή που είχε επιληφθεί της ανακρίσεως, ώστε αυτός να μην ενεργήσει κατά συνείδηση και να μην επιβάλει, εφόσον συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, προσωρινή κράτηση σε βάρος του Ι, με συνέπεια, η παθούσα, να πειστεί και να καταβάλει σ' αυτούς, όπως αμέσως παρακάτω εκτίθεται, το προαναφερόμενο ποσό και να υποστεί ζημία που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αν ληφθεί υπόψη η συναλλακτική αξία του ποσού. Πράγματι, το πρωί της επομένης, 17-10-2005, ημέρα Δευτέρα, ο κατηγορούμενος Χ3, εμφανίστηκε στα Δικαστήρια της οδού Ευελπίδων, όπου συναντήθηκε με τη μητέρα του κρατούμενου Ι1 και τον αδελφό του Ια, η πρώτη των οποίων του κατέβαλε, πριν από την απολογία του γυιού της, το συμφωνηθέν ποσό των 5.000 ευρώ. Την ημέρα εκείνη, όμως, ο ανακριτής διέταξε, μετά την απολογία του Ι, στην οποία παρέστη ο ως άνω δικηγόρος ως συνήγορος υπερασπίσεως, την προσωρινή κράτηση αυτού, αυτός δε ήταν και ο λόγος που, λίγες μέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 24-10-2005, ο αδελφός του Ια, ανακάλεσε την εντολή που είχε δοθεί στο ως άνω δικηγορικό γραφείο, και μαζί με το θείο του Ι2 ανέθεσαν την υπεράσπιση ^ στο δικηγόρο Δημήτριο Πανοτόπουλο. Μετά την ανάκληση της ως άνω εντολής, ο δικηγόρος Χ5, ενεργώντας για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου Χ2, παρέδωσε στο Ια όλα τα έγγραφα του φακέλου του Ι καθώς και την από 24-10-2005 Βεβαίωση-Δήλωση, στην οποία αναγράφεται ότι "Ο υπογραφόμενος δικηγόρος Πειραιώς Χ5, ενεργών επ' ονόματι και δια λογαριασμό του Δικηγορικού Γραφείου Χ2, δηλώνω ότι παρέδωσα σήμερα 24 Οκτωβρίου 2005, άπαντα τα έγγραφα του φακέλου του Ι στο Ια (αδελφό του Ι), κάτοικο .... Αττικής, οδός ...... και ότι δεν διατηρείται καμία οικονομική αξίωση εκατέρωθεν". Το γεγονός ότι η ως άνω υπόθεση ανατέθηκε στον Χ2, και όχι στο Χ5, ως προσωπική του υπόθεση, όπως ισχυρίζεται ο πρώτος, πέραν της ως άνω βεβαιώσεως, στην οποία ο τελευταίος αναφέρει, ότι ενεργεί για λογαριασμό του Χ2, ο οποίος ουσιαστικά διηύθυνε το εν λόγω γραφείο, προκύπτει και από το ότι η υπόθεση του Ι ανατέθηκε στο Χ5 από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος πριν αναλάβει αυτή τον ενημέρωσε σχετικά και του έδωσε τα στοιχεία και τα τηλέφωνα της Ι1, καθώς και από το γεγονός ότι το ποσό των 5.000 ευρώ που εισέπραξε ο κατηγορούμενος Χ3 για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου που εργαζόταν λίγο πριν από την απολογία του Ι, αποδόθηκε στον Χ2, μετά από αφαίρεση μέρους αυτού για έξοδα γραμματίου προείσπραξης, λοιπά έξοδα και αμοιβές των ως άνω συνεργατών του (βλ. σχετ. την από 6-7-2006 απολογία του κατηγορουμένου Χ3). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων και για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς αμέσως παραπάνω πράξεις της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, της απόπειρας εκβίασης, ως και της παράβασης του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 (περί μεσαζόντων), που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί από αυτόν εις βάρος της Ι1.
Επιχειρώντας να αντικρούσει την εις βάρος του κατηγορία σε σχέση με την υπόθεση της Ι1, ο κατηγορούμενος Χ2 ισχυρίζεται ότι για την υπόθεση αυτή δεν έχει μιλήσει και δεν έχει συναντήσει ποτέ ούτε τη μητέρα του κατηγορουμένου, ούτε το θείο του Ι2, αλλά ούτε και τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ακόμη δε ότι η ως άνω υπόθεση αποτελεί προσωπική υπόθεση του συνεργάτη του Χ5, τον οποίο σύστησε ως δικηγόρο, δίνοντας το τηλέφωνό του, ενώ βρισκόταν στο κομμωτήριο για να κουρευτεί, από τη βοηθό της κομμώτριας που διατηρούσε το κομμωτήριο, να τη βοηθήσει συστήνοντάς της κάποιο δικηγόρο, προκειμένου να αναλάβει την υπεράσπιση του φίλου της Ι1, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στον ανακριτή τις επόμενες ημέρες, χωρίς να γνωρίζει, έκτοτε, οτιδήποτε για την τύχη της ως άνω υποθέσεως, για την οποία έγινε σχετική καταγγελία, στις 14-10-2005, όταν ξέσπασε θόρυβος γύρω από το πρόσωπό του. Οι αρνητικοί της κατηγορίας παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου Χ2 , δεν μπορούν να κλονίσουν την εις βάρος του κατηγορία, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, σχετικά με την αιτία ανακλήσεως της δοθείσας προς δικηγόρο Σ1 εντολής, της ανάθεσης απ' αυτόν στο συγκατηγορούμενό του Χ5 του χειρισμού της ως άνω υποθέσεως, του καθορισμού απ' αυτόν της συμφωνηθείσας αμοιβής, την απόδοση στον ίδιο της εισπραχθείσας από την Ι1 αμοιβής, μετά από αφαίρεση μέρους αυτής για έξοδα γραμματίου προείσπραξης και αμοιβές των ως άνω συνεργατών του, ενώ, εξάλλου, τα σχετικά με την έλλειψη οποιασδήποτε επικοινωνίας του με την Ι1, αναιρούνται από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή- Εφέτη, του μάρτυρος Ι2, ο οποίος κατέθεσε σχετικά, ότι η αδελφή του "δεν είδε προσωπικά τον Χ2, "αλλά στην αρχή-αρχή μίλησε τηλεφωνικά μαζί του και την καθησύχασε ότι όλα θα πάνε καλά".
..............Τέλος, ενόψει, όλων όσων προαναφέρθηκαν, σε σχέση με τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας και οι αρνητικοί των σε βάρος του κατηγοριών ισχυρισμοί του κατηγορούμενου Χ3, ο οποίος συμμετείχε ενεργά, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, στη διάπραξη των ως άνω αδικημάτων και είναι μάλιστα εκείνος, από τον οποίο εισπράχθηκε, πριν από την απολογία του Ι, η καθορισθείσα, κατ' εντολή του Χ2, αμοιβή, μέρος της οποίας ύψους 1000 ευρώ περιήλθε σ' αυτόν. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, κατέληξε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, για τις αποδιδόμενες σ'αυτούς ως άνω αξιόποινες πράξεις, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 εδ. στ', 26 § 1, 27 § 1, 42, 45, 46 § ια, 51, 52, 53, 60, 61, 63, 79, 83, 94 § 1, 98 § 1, 239 περ. β', 385 § ιγ', 386 § § 1,3 β' Π.Κ. και αρ. 1 § 1α, εδ. αιζ'και 2 § 1 ν.2331/95, όπως το εδ. αιζ' προστ. με άρ. 2 παρ. 16 ν.2479/97, τα αρ. 1 και 2 του ν.2332/95 αντικ. με αρ. 2 και 3, αντίστοιχα, του ν.3424/2005, η § 3 του αρ. 386, όπως αντικ. με το άρ. 14 § 4 του ν.2721/1999 και 11 ν.5227/1931. Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία παραπέμπει τους αναιρεσείοντες-κατηγορούμενους, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 1, 13 εδ. στ, 26 παρ.1, 27 παρ1, 42, 45, 46 ια, 51, 52, 53, 60, 61, 63, 79, 83, 94 παρ.1, 98 παρ.1, 239 περ. β', 385 παρ.1γ, 386 παρ.1, 3β του Π.Κ, και αρθ.1 παρ.1α, εδ. αιζ' και 2 παρ.1 του ν.2331/1995 όπως το εδ. αιζ' προστ. με άρθρο 2 παρ.16 ν.2479/1997, άρθ. 1 και 2 του ν. 2332/1995 αντικ. με αρ. 2 και 3 αντίστοιχα του ν. 3424/2005, η παρ.3 του άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/1999 και άρθρο 11 του ν.5227/1931, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, αναφέρονται για το καθένα από τα ανωτέρω εγκλήματα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση της υπόστασής τους στοιχεία, [αντικειμενικά και υποκειμενικά], ως εξής:
Α) Για την κατάχρηση εξουσίας, τελεσμένη. Περιέχονται τα περιστατικά εκείνα, σύμφωνα με τα οποία ο κατηγορούμενος Χ1, με την ιδιότητα του 23ου τακτικού ανακριτή, προκάλεσε ή επιχείρησε να προκαλέσει την απαλλαγή από την τιμωρία συγκεκριμένων κατηγορουμένων, παραλείποντας τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, που του είχε ανατεθεί, τόσο με την παράλειψή του, να εξετάσει ουσιώδεις μάρτυρες, και συγκεκριμένα τους ιδιωτικούς αστυνομικούς, Δ1 και Δ2, που είχαν εξεταστεί προανακριτικά, όσο και με την παράλειψή του να εξετάσει τους μάρτυρες αστυνομικούς της υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά της Ζωής, Δ3, Δ4 και Δ5 του Τμήματος Ασφαλείας Ομονοίας, οι οποίοι είχαν άμεση και ίδια αντίληψη για ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, που συνέχονταν με την εμπλοκή και την υπαιτιότητα των Χ4 και Γ1, κατηγορουμένων για κακουργηματικές πράξεις, όσο και για τη γνώση του και τη θέλησή του, για πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων αυτός, αν και γνώριζε ότι οι προαναφερθέντες κατηγορούμενοι,
Γ1 και Χ4, τελούσαν υπό κακουργηματική κατηγορία (έκρηξη κατά συρροή, από την οποία ήταν δυνατό να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου, άρθρο 270 εδ. β του Π.Κ), και η συγκεκριμένη υπόθεση είχε ανατεθεί στον αναιρεσείοντα, για τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης, προκάλεσε, εν γνώσει του, με συγκεκριμένες παραλείψεις του, στα πλαίσια των ανακριτικών του καθηκόντων, την απαλλαγή αυτών, για τους οποίους το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ' αριθμό 2608/2001 βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, ελλείψει σοβαρών ενδείξεων, μεταρρυθμίζοντας το υπ' αριθμό 2781/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο αυτοί είχαν παραπεμφθεί να δικαστούν για την πράξη της εκρήξεως κατά συρροή, στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. 'Οσον αφορά δε τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι ενήργησε συννόμως και δεν βαρύνει αυτόν οποιαδήποτε παράλειψη, στην άσκηση των ανακριτικών του καθηκόντων και συγκεκριμένα: α) ότι η απαλλαγή των ως άνω κατηγορουμένων, που εχώρησε σύμφωνα με τις παραδοχές του υπ' αριθμό 2608/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, δεν οφείλεται σε ηθελημένες παραλείψεις του, και μάλιστα στη μη εξέταση των ως άνω μαρτύρων, αλλά και στο γεγονός ότι ο φερόμενος ως παθών Ζ1, διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς τη συμμετοχική δράση του Χ4, β) ότι δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια συμπληρωματικών ανακριτικών πράξεων, ενόψει του ότι ήδη είχε προηγηθεί η διενέργεια προανάκρισης, και γ) ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων, μετά την απολογία αυτών, οδηγήθηκε, το μεν, στην έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του Γ1, το δε, στην επιβολή περιοριστικών όρων σε βάρος του πρώτου, Χ4, και δη της εγγυοδοσίας, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που συνέχονται με τη δόλια προαίρεσή του, να προκαλέσει την απαλλαγή των ως άνω κατηγορουμένων. Τούτο, γιατί, και ανεξάρτητα από τη διαφορετική κρίση στην οποία είχε καταλήξει το πρωτοβάθμιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο είχε παραπέμψει τους κατηγορούμενους, στο ακροατήριο του Μ.Ο. Δικαστηρίου, βέβαιον είναι ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στήριξε την απαλλακτική κρίση του, κυρίως στις καταθέσεις των μαρτύρων Δ1 και Δ2, καθώς και σε εκείνη του μάρτυρα υπερασπίσεως Ο1, που προτάθηκε από τον κατηγορούμενο Χ4, οι δυο πρώτοι των οποίων, για ευνόητους λόγους, αφού τελούσαν σε σχέση υπηρεσιακής εξαρτήσεως με τον Χ4, αναίρεσαν με τις μεταγενέστερες ένορκες βεβαιώσεις τους, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με χρονολογία 6-4-2001 και 8-6-2001, αντίστοιχα, εκείνα τα περιστατικά, που είχαν καταθέσει ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων, από τα οποία είναι πλέον ή βέβαιον, ότι δεν θα ήταν ευχερές γι' αυτούς να αποστούν, από εκείνα που είχαν καταθέσει, κατά τη διενέργεια της προανακρίσεως, εάν εκαλούντο από τον αναιρεσείοντα, στα πλαίσια της κυρίας ανάκρισης, που διενεργούσε ο ίδιος και ετίθεντο υπό τη βάσανο αυτής. Πέραν τούτων, υπήρξε σκόπιμη η παράλειψη του πρώτου των αναιρεσειόντων, να μην προβεί στην εξέταση των αστυνομικών Δ3, Δ4, της Υποδιεύθυνσης Εγκλημάτων κατά της Ζωής και του Δ5, προς τους οποίους οι Δ1 και Δ2, είχαν αποκαλύψει επιβαρυντικά στοιχεία, κυρίως με τη συμμετοχική δράση του Γ1, τον οποίον οι τελευταίοι, είχαν αναγνωρίσει ως το δράστη της εκρήξεως, που είχε επισυμβεί στις 26-7-2000, στη συμβολή των οδών .... και ....., σε κατάστημα ηλεκτρονικών παιγνιδιών που εκμεταλλευόταν ο Ζ1, με τον οποίο, ο Χ4, βρισκόταν σε επαγγελματική αντιζηλία, οπότε, λόγω της σοβαρότητας της κατηγορίας, θα έπρεπε ο αναιρεσείων, όχι μόνο να προβεί στην εξέτασή τους, αλλά και να προβεί και στην κατ' αντιπαράσταση εξέτασή τους, με τους πρόσθετους αστυνομικούς, Δ1 και Δ2, οπότε θα ήταν πλέον ή βέβαιο ότι η κρίση του Συμβουλίου Εφετών, θα ήταν διαφορετική, από εκείνη που κατέληξε, ενόψει μάλιστα του, όχι τυχαίου γεγονότος, αυτού δηλαδή του χρόνου που επέλεξαν οι παραπάνω μάρτυρες Δ1 και Δ2, να αναιρέσουν ενόρκως στις οικείες εκθέσεις τους, όσα αυτοί προανακριτικά είχαν καταθέσει και μάλιστα μετά την υποβολή της παραπεμπτικής πρότασης του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού. 'Αλλωστε, ανάλογη δικονομική δυνατότητα, να προσκαλέσει, και εξετάσει στη συνέχεια την ομάδα των ως άνω αστυνομικών, πρόσθετων και μη, παρεχόταν στον ως άνω κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 248 παρ.3 του Κ.Π.Δ, σύμφωνα με την οποία, όφειλε να ενεργήσει εκ νέου τις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις, που ήδη είχαν γίνει στα πλαίσια της προανακρίσεως, με τη συμπληρωματική εξέταση των ως άνω μαρτύρων, ακριβώς λόγω της σοβαρότητας της κατηγορίας και να μην περιοριστεί στις προανακριτικές ενέργειες, οι οποίες λόγω της φύσεώς τους, δεν μπορεί να εμφανίζουν την πληρότητα εκείνων της κυρίας ανάκρισης. Δεν αναιρούνται δε οι παραδοχές αυτές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, περί των συγκεκριμένων παραλείψεών του, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, από το γεγονός ότι αυτός, προέβη στην έκδοση του οικείου εντάλματος προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του Γ1 και στην επιβολή του περιοριστικού όρου της χρηματικής εγγυοδοσίας σε βάρος του Χ4, ύψους 20.000.000 δρχ, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το γεγονός, που προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ότι ο ως άνω κατηγορούμενος, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα, προέβη το μεν, σε αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως του πρώτου, μετά πάροδο 1 μηνός και 20 ημερών από της επιβολής της, παρά τη βαρύτητα της πράξεως, το δε στη μείωση της εγγυοδοσίας των 20.000.000 δραχμών, κατά το μέρος που αφορούσε τον Χ4, σε 5.000.000 δραχμές, μετά πάροδο μόνο 10 ημερών από της επιβολής της.
Β) για την ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας. Περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια τα περιστατικά εκείνα, σύμφωνα με τα οποία ο κατηγορούμενος Χ2, προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του, Χ1, την απόφαση, να τελέσει την άδικη πράξη της κατάχρησης εξουσίας, σε σχέση με τον εντολέα του-κατηγορούμενο, Χ4, με συνεχείς παραινέσεις και προτροπές του, που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι αναγκαία στην προκείμενη περίπτωση, η συνδρομή και άλλων στοιχείων για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας, όσο και εκείνα (περιστατικά), που συνδέονται με τη γνώση του και με τη θέληση του ίδιου (Χ2), να πραγματώσει το έγκλημα αυτό. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, σύμφωνα με την οποία με λεπτομερή παράθεση και αναφορά, εκτίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία ο αναιρεσείων, Χ2, προκειμένου να επιτύχει την ευνοϊκή αντιμετώπιση του εντολέα του, Χ4, από μέρος του ως άνω δικαστικού λειτουργού, Χ1, εκμεταλλεύθηκε τόσο την βουλευτική του ιδιότητα, όσο και την πολύχρονη γνωριμία του, με το συγκατηγορούμενό του και προκάλεσε με τον τρόπο αυτό στον τελευταίο, την απόφαση να τελέσει αυτός, το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας. Προς τούτο, και προκειμένου να επιτύχει του σκοπού του αυτού, με προσωπική του παρέμβαση κατέβαλε στον ως άνω δικαστικό λειτουργό, το συνολικό ποσό των 30.000.000 δραχμών, από χρήματα του εντολέα του Χ4, και συγκεκριμένα ο ίδιος μεν, Χ2, το ποσό των 23.000.000 δραχμών, στις 24-11-2000, με την παρέμβαση δε του συνεργάτη του γραφείου του, δικηγόρου Χ3, ο οποίος κατέθεσε, μετά από εντολή και υπόδειξη του Χ2, σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του Χ1, με αριθμό ....., που τηρούσε στην Α.Τ.Ε, το ποσό των 7.000.000 δραχμών, το οποίο σε καμία περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, δεν αντιπροσώπευε τίμημα αγοραπωλησίας του αυτοκινήτου του. Γ) για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Περιέχονται τα περιστατικά εκείνα, σύμφωνα και με όσα παραπάνω εκτέθηκαν υπό στοιχείο Β, και κατά οποία, τόσον ο κατηγορούμενος Χ1, δέχθηκε τη μεταβίβαση προς αυτόν χρηματικών καταβολών, από 23.000.000 και 7.000.000 δραχμές αντίστοιχα, από τους συγκατηγορούμενούς του Χ2 και Χ3, σε μετρητά από τον πρώτο και με κατάθεση σε τραπεζικό του λογαριασμό από τον δεύτερο, με σκοπό να συγκαλύψει την προέλευση των ποσών αυτών από την εγκληματική δραστηριότητα, αυτού της παθητικής δωροδοκίας, από την οποία προέρχονταν, όσο και τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών τούτων.
Δ) για την απόπειρα απάτης με περιουσιακό όφελος και ζημία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, σε βάρος της Ε1 και της τελεσμένης απάτης από κοινού, σε βάρος της Ε1. Περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει, το μεν ότι ο κατηγορούμενος Χ2, σκόπευε να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ, με την παράσταση ψευδών γεγονότων, σε βάρος της Ε1, εναντίον της οποίας εκκρεμούσε ποινική δίωξη για κακουργηματικές πράξεις, από την οποία απαίτησε το χρηματικό ποσό των 100.000.000 δραχμών, παριστάνοντας της ψευδώς, ότι έχει εξασφαλίσει την ευνοϊκή αντιμετώπισή της, λόγω των γνωριμιών του με δικαστικούς κύκλους, η οποία, όμως, πράξη του δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, δεδομένου ότι η παθούσα δεν ενέδωσε στις αξιώσεις του, το δε ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, Χ2 και Χ3, παρέστησαν ψευδώς στην Ι1, ότι μπορούσαν να επηρεάσουν τους δικαστικούς λειτουργούς, προκειμένου ο γιος της Ι, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, να αντιμετωπισθεί ευνοϊκά, από απόψεως ποινικής μεταχειρίσεως, με αποτέλεσμα να πεισθεί η παθούσα στις ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, και να τους καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, με αντίστοιχη ωφέλεια αυτών. Ε) για την απόπειρα εκβιάσεως σε βάρος της Ε1. Περιέχονται τα περιστατικά εκείνα, σύμφωνα με τα οποία, τόσον ότι ο αναιρεσείων, Χ2, ο οποίος, χωρίς να έχει οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση, εναντίον της Ε1, επιχείρησε να εξαναγκάσει αυτή, απειλώντας την ίδια και τον σύζυγό της, ότι θα οδηγηθούν στο ακροατήριο, ως κατηγορούμενοι, με τον εντολέα του, Η1, με τον οποίο αυτή βρίσκονταν σε έντονη δικαστική διαμάχη, εάν δεν του καταβάλει προηγουμένως η Ε1, το ποσό των 100.000.000 δραχμών, κατά το ισόποσο του οποίου θα ζημιωνόταν η περιουσία της, όσο και τη γνώση του και τη θέλησή του (Χ2), να πραγματώσει το έγκλημα αυτό, το οποίο όμως δεν ολοκλήρωσε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, γιατί η παθούσα Ε1, δεν ενέδωσε στην απειλή του. Ζ) για την παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων, σε απόπειρα και τετελεσμένη. Περιέχονται τα περιστατικά εκείνα, σύμφωνα με τα οποία ο αναιρεσείων Χ2, παρέστησε ψευδώς στην Ε1, ότι λόγω της ιδιότητάς του, ως βουλευτή και ως Δικηγόρου, και των γνωριμιών του με δικαστές, εάν του κατέβαλλε αυτή, το ποσό των 100.000.000 δραχμών, με προσωπικές του παρεμβάσεις, μπορούσε να επιτύχει την αθώωσή της, καθώς και τη γνώση και τη θέλησή του να το πραγματώσει, το οποίο όμως δεν ολοκλήρωσε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, όσο και τα περιστατικά εκείνα, που αφορούσαν την Ι1, όπως προαναφέρθηκαν.
Κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ δ'του ΚΠΔ, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της προδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις, που καθορίζουν, μεταξύ των άλλων, την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ως και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 173 παρ.2 του ΚΠΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται, ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ, ακυρότητα, που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, καλύπτεται. Τέλος, κατά το άρθρο 176 παρ.1 του ΚΠΔ αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κυρίας και προπαρασκευαστικής, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της κατηγορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ, παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου. Από την παρ.1 του άρθρου αυτού συνάγεται ότι σ' αυτήν καθιερώνεται αφενός μεν ένα γενικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικασθεί δικαίως, αφετέρου δε επί μέρους δικαιώματα του ίδιου. Στην παρ.3 του αυτού άρθρου απαριθμούνται και άλλα δικαιώματα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας δίκαιης διαδικασίας, όπως α) δικαίωμα γνώσεως της κατηγορίας, β) δικαίωμα υπερασπίσεως, γ) δικαίωμα κλητεύσεως και εξετάσεως μαρτύρων και δ)δικαίωμα διερμηνείας. Τέτοια υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου είναι και το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα κλητεύσεως και εξετάσεως μαρτύρων.
α- Προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας. Το τεκμήριο αθωότητας αναφέρεται στη διασφάλιση της μεταχείρισης του κατηγορουμένου τόσον από τα κρατικά όργανα, όσο και από τρίτα πρόσωπα, ως αθώου, μέχρι να αποδειχθεί νομίμως η ενοχή του. Μία από τις εκδηλώσεις του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί η απαγόρευση στους παράγοντες διαμόρφωσης της δικανικής πεποίθησης να προβαίνουν σε δηλώσεις, με τις οποίες προεξοφλείται η ενοχή του κατηγορουμένου πριν αυτή αποδειχθεί νομίμως στο πλαίσιο μιας δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει ακυρότητα της προδικασίας, λόγω του ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δ. Λινός, στις 28-2-05, προέβη δημόσια σε δηλώσεις, τις οποίες επανέλαβε με την ως άνω ιδιότητά του, ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατά τη συνεδρίαση της 15-6-2005, που του πρόσβαλαν το δικαίωμα της αθωότητάς του. Συγκεκριμένα αναφέρει, ότι ο ως άνω Εισαγγελικός Λειτουργός, δήλωσε ότι περιήλθε στα χέρια του μια ανώνυμη επιστολή, που ανέγραφε ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί σε μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία δύο δισεκατομμύρια δρχ., που προέρχονται από ύποπτες δραστηριότητες. Έτσι, υποστηρίζει, ότι ο Τύπος τον εμφάνισε κατά το μάλλον ή ήττον, ως διεφθαρμένο δικαστή και του καταρράκωσε την προσωπικότητά του, δημιουργώντας ένα καταστροφικό καταλυτικό κλίμα σε βάρος του. Τέτοιες, όμως, δηλώσεις και δημοσιεύματα, δεν μπορούν να ιδρύσουν λόγο αναιρέσεως, εάν δεν συνδυάζονται με άλλη πλημμέλεια, που προβλέπεται από τα άρθρα 484 ΚΠΔ, αφού, μόνη η ιδιότητα του ως άνω Εισαγγελικού Λειτουργού, χωρίς να επηρεάζει η συγκεκριμένη ενέργειά του, την κρίση του Συμβουλίου, δεν παράγει λόγο απόλυτης ακυρότητας, από εκείνους που προβλέπει η παραπάνω διάταξη.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.α' του ίδιου Κώδικα, προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, για απόλυτη ακυρότητα, είναι απαράδεκτος, και, ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 31 παρ. 2, όπως τούτο ίσχυε με την προσθήκη της παρ.2 που έγινε με το άρθρο 2 παρ.1 Ν.3160/03 και πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 5 Ν.3346/17-6-05, του ΚΠΔ, στις 9-3-2005 κατά την οποία προσήλθε ο αναιρεσείων στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,Γεώργιο Σανιδά για να εξετασθεί ως ύποπτος κατά τη διενεργούμενη υπ' αυτού ποινική προκαταρκτική εξέταση στα πλαίσια του άρθρου 29 ΚΠΔ, εάν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή εάν κατά τη διάρκεια αυτής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από 48 ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται χωρίς όρκο. Το άτομο αυτό έχει, εκτός των άλλων, το δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της μήνυσης ή της εγκλήσεως. [τώρα μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 5 Ν.3346/05, αντίγραφα όλης της δικογραφίας]. Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, για το λόγο ότι ο αναιρεσείων, στερήθηκε του δικαιώματος να του χορηγηθούν αντίγραφα των καταγγελτηρίων εγγράφων, κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση, είναι απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, γιατί δεν διευκρινίζει ο αναιρεσείων ποιο αντίγραφο του καταγγελτηρίου εγγράφου, δεν του δόθηκε από τον ανωτέρω εισαγγελικό λειτουργό, ώστε να κριθεί εάν παραβιάσθηκε το σχετικό του δικαίωμα, της πληροφόρησής του, δηλαδή, για την κατηγορία, για την οποία παρέσχε τις ζητούμενες εξηγήσεις του.
Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποφάνθηκε για υπόθεση, που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή και στην περίπτωση ακόμη που παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 54 Κ.Π.Δ). Κατά το ως άνω δε άρθρο, ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη, μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Η διάταξη δε του εδ. α' του ως άνω άρθρου δεν είναι αντισυνταγματική, αφού, κατά τη βασική αρχή του ποινικού δικονομικού μας δικαίου, η ποινική δίωξη κινείται in rem και όχι in persona. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, που καθιερώνει την ονομαζόμενη συνήθως "βουλευτική ασυλία", όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται, χωρίς άδεια του Σώματος, εκτός αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών, που κατοχυρώνουν οι διατάξεις περί βουλευτικής ασυλίας του άρθρου 62 Σ, καθιερώθηκε για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του νομοθετικού σώματος και όχι προς το ιδιωτικό συμφέρον των βουλευτών. Επίσης, δεν διώκεται βουλευτής της διαλυθείσας Βουλής, για πολιτικά εγκλήματα, από τη διάλυσή της, έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε προθεσμία τριών μηνών, που αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής, από τη διαβίβαση της αιτήσεως δίωξης του Εισαγγελέα στον Πρόεδρο της Βουλής. Η εν λόγω άδεια, αφορά σε πράξεις ή παραλείψεις του βουλευτή, που είναι άσχετες με τα καθήκοντά του, ως βουλευτή (άρθρα 60 και 61 του Συντάγματος) και στοιχειοθετούν οποιοδήποτε έγκλημα, ενώ σκοπός της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, είναι η εξασφάλιση της ελεύθερης άσκησης των βουλευτικών του καθηκόντων, που θα παρεμποδιζόταν σε μεγάλο βαθμό, αν, με το πρόσχημα δήθεν τέλεσης αξιόποινων πράξεων, ήταν δυνατή η δίωξη των βουλευτών.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 83 § § 1,2 και 6 του κανονισμού της Βουλής, οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής για τη χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Βουλευτή, σύμφωνα με τα άρθρα 61 § 2 και 62 § 1 του Συντάγματος, αφού ελεγχθούν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποβάλλονται στη Βουλή, διά του Υπουργού Δικαιοσύνης και καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο κατά τη σειρά της υποβολής τους (παρ. 1). Οι αιτήσεις αυτές, αμέσως μετά την υποβολή τους, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο της Βουλής στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας του αρ. 43 Α παρ. 1 περ. ε' (παρ. 2) και οι αιτήσεις για την άρση της Βουλευτικής ασυλίας εγγράφονται στην ημερησία διάταξη της Ολομελείας της Βουλής μετά την υποβολή της έκθεσης της Επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση, οι αιτήσεις εγγράφονται υποχρεωτικά στην ημερησία διάταξη, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την εκπνοή των προθεσμιών, που προβλέπονται από τα άρθρα 61 § 2 και 62 § 1 του Συντάγματος (παρ. 6). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, προκύπτει ότι, στην περίπτωση που το Σώμα συνεδρίασε για παροχή ή μη αδείας μετά το τρίμηνο, αφότου διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής, η σχετική αίτηση του αρμοδίου Εισαγγελέα, τότε θεωρείται ότι η απόφαση της Βουλής, με την οποία παρασχέθηκε τελικά η άδεια δίωξης, έχει ληφθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 62 του Σώματος, αφού, σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής (αρ. 83 § 6), οι αιτήσεις δίωξης εγγράφονται υποχρεωτικά στην ημερησία διάταξη τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την εκπνοή της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας. Στην εν λόγω δε προθεσμία, κατά την ακολουθούμενη πρακτική της Βουλής, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες δεν μπόρεσε η Ολομέλεια του Σώματος να συνεδριάσει, όπως λόγω εορτών, λόγω Δημοτικών Εκλογών κλπ, οπότε και παρεκτείνεται, αντίστοιχα, η προθεσμία του τριμήνου (βλ. περικοπές πρακτικών συνεδριάσεως της Βουλής της 1-11-2006). Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της σχετικής υποθέσεως, δεν έχει αρμοδιότητα να ερευνήσει, αν η Βουλή νομίμως ή όχι παρεξέτεινε την κατά τον κανονισμό της (αρ. 83 § 6) ημερομηνία συνεδριάσεως, προκειμένου να συζητήσει σχετική αίτηση του αρμοδίου Εισαγγελέα για παροχή άδειας δίωξης, αφού αυτό ανάγεται στα interna corporis της Βουλής, και ως εκ τούτου ο τρόπος λήψης της απόφασης του Σώματος, με την οποία παρασχέθηκε τελικά η άδεια σε βάρος βουλευτή, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Πράγματι οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους των δικαστικών αρχών, να ελέγξουν την ορθότητα ή μη των όποιων αποφάσεων της Βουλής, αναμφισβήτητα θα προσέκρουε στην αρχή της διακρίσεως των εξουσιών και θα αποτελούσε ευθεία και άμεση παρέμβαση της Δικαστικής εξουσίας, στο έργο της Νομοθετικής εξουσίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συντρέξει. Πέραν αυτών, δεν θα πρέπει, να παροραθεί το γεγονός, που συνέχεται με τη μη βασιμότητα του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ2, ως προς το παραδεκτό ή μη της χορήγησης της σχετικής άδειας της Βουλής. Ότι δηλαδή, σύμφωνα και με ανάλογη δήλωση της ίδιας της Προέδρου της Βουλής, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της Βουλής, κατά την ίδια συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου 2006, και με αφορμή το αυτό γεγονός της άρσης ή μη της ασυλίας του μέλους του Ελληνικού Κοινοβουλίου και ήδη αναιρεσείοντος, Χ2, η προθεσμία του τριμήνου παρεκτεινομένου, λήγει στις 16.11.2006. Η δήλωση αυτή, δεν στερείται έννομης συνέπειας, αν ληφθεί υπόψη, ότι η Ολομέλεια του Σώματος, που χορήγησε την άδεια άρσης της βουλευτικής ασυλίας του παραπάνω αναιρεσείοντος, κατέληξε στην απόφασή της, με την παραδοχή της σχετικής αιτήσεως του Εισαγγελέα, και δέχθηκε, ότι χορηγήθηκε αυτή εμπροθέσμως, αφού εκτίμησε προφανώς, ότι είχαν μεσολαβήσει οι διακοπές των εργασιών της Βουλής, λόγω της θερινής περιόδου και, συνεπώς είχαν ανασταλεί, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ.1 περ.γ του Κανονισμού της, οι εργασίες της, οι οποίες επαναλήφθηκαν, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 22 του Κανονισμού της Βουλής, την πρώτη Δευτέρα του μηνός Οκτωβρίου του 2006 και στην υπόψη περίπτωση, την 2 Οκτωβρίου του αυτού έτους, οπότε η άδεια της Βουλής για την άρση της ασυλίας του ήδη αναιρεσείοντος, που χορηγήθηκε την 1 Νοεμβρίου 2006, να θεωρείται ότι αναμφισβήτητα χορηγήθηκε, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 3 μηνών από της καταθέσεως της σχετικής αιτήσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τα υπ'αριθμ. ...... και ........ έγγραφα της Προέδρου της Βουλής Ξ1, η Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συνεδρίαση της 30 Νοεμβρίου 2005 και κατά τη συνεδρίαση επίσης της 1ης Νοεμβρίου 2006, αποφάσισε τη χορήγηση της αιτηθείσας εκ μέρους του αρμοδίου Εισαγγελέα από 15-11-05 και 4-7-06, αντίστοιχα, άδειας δίωξης σε βάρος του δευτέρου αναιρεσείοντος και Βουλευτή κατά τον κρίσιμο χρόνο Χ2. Επισημαίνεται ότι η δεύτερη άδεια δίωξης, χορηγήθηκε για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα τη παθητική δωροδοκία δικαστή και της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας, ενώ η πρώτη άδεια δίωξης για τις λοιπές ως άνω πράξεις.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον εν λόγω αναιρεσείοντα, με την κρινομένη αίτησή του, λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, για το λόγο ότι η από 1-11-2006 (δεύτερη) άδεια δίωξης της Βουλής, χορηγήθηκε εκπρόθεσμα, αφού η σχετική αίτηση του αρμοδίου εισαγγελέα διαβιβάσθηκε στη Βουλή στις 4-7-2006, οπότε θεωρείται ως μη δοθείσα και ως εκ τούτου έπρεπε το προσβαλλόμενο βούλευμα να κηρύξει απαράδεκτη την (δεύτερη) κατ'αυτού ποινική δίωξη και να μην προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως παραπέμποντάς τον στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Γ) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ3 Ι) Κατά το άρθρο 3 § 1 στοιχ. δ'εδ. δ'του ν.3424/05, "αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ'αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος". Κατά το προτελευταίο εδάφιο του στοιχείου δ' του αυτού ως άνω άρθρου 3 § 1 ρητώς ορίζεται ότι "οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β'". Κατά το στοιχείο δε β' του άρθρου 3 § 1 του ν.3424/05 (που με το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε το αρ. 2 § 1 του ν.2331/95) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α' τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ'επάγγελμα, ενώ, κατά το στοιχείο α' του ως άνω άρθρου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών ο υπαίτιος των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 'Ετσι, όταν οι πράξεις αυτές τελούνται από τον υπαίτιο του βασικού εγκλήματος κατ'επάγγελμα, δεν έχει εφαρμογή το παραπάνω άρθρο 3 § 1 στοιχ. δ' εδ. δ' του ν.3424/05, ενώ παράλληλα διατηρούν και με το καθεστώς του νόμου αυτού (3424/05) τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα και οι πράξεις νομιμοποίησης εσόδων, που τελούνται από τρίτα για το βασικό έγκλημα πρόσωπα.
Αυτό δε συνάγεται, α contrario, και από το άρθρο 3 § 1 στοιχ. δ'εδ. τελευταίο του ν.3424/05, κατά το οποίο "σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β". 'Ετσι, όταν το βασικό έγκλημα επισύρει ποινή φυλάκισης ανώτερη του ενός έτους, όπως εν προκειμένω η παθητική δωροδοκία δικαστή, που ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο πλημμέλημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, η εξάλειψη του αξιοποίνου (με παραγραφή ή για άλλο λόγο) του βασικού εγκλήματος ή απαλλαγή του υπαιτίου δεν επιφέρουν τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες και υπέρ του υπαιτίου τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον εν λόγω αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας για το λόγο ότι, εφόσον ως βασικό αδίκημα φέρεται η παθητική δωροδοκία, η οποία, ως πλημμέλημα, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, τότε και το αδίκημα της νομιμοποίησης καθίσταται, ως εκ της επαπειλούμενης, κατά το αρ. 3 § 1 στοιχ. δ' του ν.3424/05, ποινής πλημμέλημα (αρ. 18 Π.Κ.), το οποίο από διετίας έχει παραγραφεί και επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα έπρεπε να παύσει οριστικά την κατ'αυτού ποινική δίωξη ως προς την κατηγορία αυτή και να μην τον παραπέμψει στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.

ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 273 § 2 και 171 § ιδ Κ.Π.Δ., όταν αυτός που ενεργεί την εξέταση του κατηγορουμένου, ανακριτής ή ανακριτικός υπάλληλος κατά την προανάκριση, δεν εξηγεί σ'αυτόν τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος (άρ. 103 Κ.Π.Δ.), και δεν του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος, διότι κατ'αυτόν τον τρόπο θίγεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς υπεράσπισή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά και από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ3 απαγγέλθηκε, μεταξύ άλλων από τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, κατηγορία για ενεργητική δωροδοκία δικαστή και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα: α) ότι στις 27-11-2000 υποσχέθηκε δώρο 7.000.000 δρχ. στην Χ1, προκειμένου ο τελευταίος ως δικαστής στο Πρωτοδικείο Αθηνών να χειριστεί ευνοϊκά υπόθεση πελάτη του και β) ότι στις 29-11-2000, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη πράξη, προερχομένων από την ενεργητική δωροδοκία που είχε τελέσει ο ίδιος και την παθητική δωροδοκία του αναφερομένου δικαστή, κατέθεσε σε λογαριασμό του τελευταίου στην Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος το ποσό των επτά εκατομμυρίων (7.000.000) δραχμών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εφαρμόζοντας ορθά το νόμο 3424/05, αφού, μετά την επελθούσα με το άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, αντικατάσταση του στοιχ. α' του άρθρου 1 ν.2331/95, η ενεργητική δωροδοκία έπαυσε πλέον να συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών εγκλημάτων που αποτελούν προϋπόθεση συγκρότησης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ'αυτού (όπως και κατά των λοιπών αναιρεσειόντων) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ως προς το μέρος που το εγκληματικό προϊόν φέρεται προερχόμενο από ενεργητική δωροδοκία και συγκεκριμένα από ενεργητική δωροδοκία δικαστή που φέρεται ότι τελέστηκε στις 29-11-2000 από τον πρώτο αναιρεσείοντα και στις 27-11-2000 από τους λοιπούς, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατ'αυτού και του δευτέρου αναιρεσείοντος Χ2 για ενεργητική δωροδοκία δικαστή, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 27-11-2000 λόγω παραγραφής. Στην ως άνω δε απαγγελθείσα κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αναφέρεται με σαφήνεια ότι το εγκληματικό προϊόν προέρχεται τόσο από την ενεργητική δωροδοκία του ίδιου, όσο και από την παθητική δωροδοκία του δικαστή.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα Χ3 λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, για το λόγο ότι παραπέμφθηκε για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και δη από παθητική δωροδοκία δικαστή, χωρίς να έχει απολογηθεί για την πράξη αυτή, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.


ΙΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 Π.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 § ιβ', 370 στοιχ. β', 484 § 2 και 511 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά βουλεύματος υποχρεούται να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, αρκεί η αίτηση αναίρεσης να ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του Κ.Π.Δ. (Ολ. ΑΠ 382/92).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών, που με το προσβαλλόμενο Βούλευμά του, έπαυσε οριστικώς λόγω παραγραφής την κατά των αναιρεσειόντων Χ2 και Χ3 ποινική δίωξη για ενεργητική δωροδοκία δικαστή και την κατά του αναιρεσείοντα Χ1 ποινική δίωξη για παθητική δωροδοκία δικαστή, δεν παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας των ανωτέρω, που πηγάζει από το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ, και, ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα Χ3 σχετικός λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 484 § 1 στοιχ. α', 171 § ιδ' Κ.Π.Δ.) είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος.
Ενόψει αυτών, όλοι οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως α) περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, β) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) περί υπερβάσεως εξουσίας, και δ) περί απόλυτης ακυρότητας, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα από αυτούς (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα των αναιρεσειόντων, Χ1 και Χ3, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, ενώπιον του Συμβουλίου αυτού.

Απορρίπτει τις με αριθμό 185/10-9-2007, 190/11-9-2007 και 203/1-10-2003 αιτήσεις αναιρέσεως των, Χ1 και ήδη κρατούμενου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, Χ2 και Χ3, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1588/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται για τον καθένα απ' αυτούς, σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008.

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή