Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1350 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Απαράδεκτη η αναίρεση από τον πολιτικώς ενάγοντα, κατά βουλεύματος μετά την 30.6.2003 (ν. 3160 άρθρο 41 παρ. 1). Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 1350/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσό (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών - πολιτικώς εναγουσών: 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ... που δεν παραστάθηκαν, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με κατηγορουμένους τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3, 4) Ψ4, 5) Ψ5, 6) Ψ6, 7) Ψ7 και 8) Ψ8.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείουσες - πολιτικώς ενάγουσες ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Νοεμβρίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1776/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 6/13.01.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 3-11-2008 αιτήσεις αναιρέσεως, α) της Χ2 και β) της Χ1, ως "εγκαλουσών πολιτικώς εναγουσών", κατά του υπ'αριθμ. 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής:
Κατά το άρθρ. 482 παρ. 1 ΚΠΔ, ως αντικ. δι'άρθρ. 41 παρ. 1 Ν. 3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος, εκ των διαδίκων, δικαιούται να ζητήση την αναίρεση του βουλεύματος, υπό τις διακρίσεις που ορίζονται από την εν λόγω διάταξη. Εξ άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 463 εδ. α' ΚΠΔ, ένδικο μέσο δύναται να ασκήση μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίδει ρητώς αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρ. 476 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος δια τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (εν συμβουλίω), ύστερα από πρόταση του εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγουμένη ειδοποίηση, προ 24 ωρών, από τον γραμματέα της εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος το ένδικο μέσο (ΑΠ 402/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν από τις αναιρεσείουσες, υπό την ιδιότητα κάθε μίας ως "εγκαλούσης πολιτικώς εναγούσης", και στρέφονται κατά του ανωτέρω βουλεύματος, το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν τις εφέσεις των κατά του υπ'αριθμ. 392/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επομένως, οι αιτήσεις αυτές, ασκηθείσες από πρόσωπα τα οποία δεν δικαιούνται να ασκήσουν το εν λόγω ένδικο μέσο κατά του ανωτέρω βουλεύματος, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, κατ'άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Να καταδικασθούν δε οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τα άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ.

Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω
Να απορριφθούν οι από 3-11-2008 αιτήσεις αναιρέσεως, α) της Χ2 και β) της Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 17 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκαν, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ, οι ίδιες οι αναιρεσείουσες.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 482 παρ. 1 ΚΠΔ, πριν από την τροποποίηση του α' εδαφίου της παραγράφου 1 αυτού από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν 3160/30-6-2003, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 61 αυτού), μεταξύ των προσώπων που είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν αναίρεση κατά βουλευμάτων, περιλάμβανε και τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος δικαιούνταν να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο, κατά τους όρους του άρθρου 480 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά των βουλευμάτων: α) που έπαυαν προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου β) αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του ή κήρυσσαν την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Μετά την αντικατάσταση, όμως, του α' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος δικαιούται πλέον από της ενάρξεως της ισχύος του (30-6-2003), να ασκήσει αναίρεση κατά βουλευμάτων, υπό τις διακρίσεις που τάσσει η νέα διατύπωση της εν λόγω διατάξεως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 463 εδ. α' του ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγούμενη ειδοποίηση, προ 24ώρου, από το Γραμματέα της Εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος, που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθμό 392/2008 βούλευμα, που εξέδωσε, έκρινε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων: 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3, 4) Ψ4, 5) Ψ5, 6) Ψ6, 7) Ψ7, 8) Ψ8, για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία. Κατά του βουλεύματος αυτού, οι πολιτικώς ενάγουσες 1) Χ2 και 2) Χ1, άσκησαν τις, από 25-2-2008, εφέσεις τους, με αριθμούς 82 και 83/2008. Επί των εφέσεών τους αυτών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις των πολιτικώς εναγουσών και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αριθμό 1393/2008, άσκησαν οι πολιτικώς ενάγουσες, τις υπ' αριθμό 186 και 187/3-11-2008 χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες πλήττεται το βούλευμα, για τους αναφερόμενους στις αναιρέσεις τους λόγους, και ειδικότερα για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α'/65 της 30-6-2003), από τη χρονολογία ισχύος του παραπάνω νόμου δεν προβλέπεται πλέον η δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκεί αναίρεση κατά βουλευμάτων. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες ασκήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (30-6-2003), πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε, από πρόσωπο που δεν είχε το σχετικό δικαίωμα (άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ), ενώ δεν συντρέχει βάσιμος λόγος για να διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του συμβουλίου τούτου. Μετά, από αυτά, και την ειδοποίηση του αντικλήτου δικηγόρου τους, κατά την, επί του φακέλου, επισημείωση του Γραμματέα, πρέπει, να απορριφθούν ως απαράδεκτες, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για την καθεμία απ' αυτές(άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των πολιτικώς εναγουσών.
Απορρίπτει τις υπ' αριθμό 186 και 187 από 3-11-2008, αιτήσεις αναιρέσεως των πολιτικώς εναγουσών Χ1, και Χ2, κατοίκων ... για αναίρεση του υπ' αριθμό 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειουσών τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται για καθεμία σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή