Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Απαράδεκτη αναίρεση πολιτικώς ενάγοντα κατά βουλεύματος. Δεν παρέχεται δικαίωμα άσκησης αναίρεσης, η δε παραίτηση από την ασκηθείσα αναίρεση είναι άνευ εννόμου σημασίας.
Αριθμός 665/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - πολιτικώς ενάγοντος Ψ, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 747/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5, 6) Χ6, 7) Χ7 και 8) Χ8.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.6.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1094/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 391/17.7.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω την με αριθμ. 109/3-6-2008 αίτηση - αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντα Ψ κατά του με αριθμ. 747/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απορρίφθηκε η με αριθμ. 588/22-10-2007 έφεσή του κατά του με αριθμ. 2827/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών το οποίο αποφαινόταν ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1, Χ2, Χ3, Χ4, Χ5, Χ6 και Χ7 για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ κατά της πρώτης άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή κατά της δεύτερης, τρίτης και τέταρτου, και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή κατά των και εκθέτω τα παρακάτω. Από τις διατάξεις των άρθρων 463 και 476 § 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη "'Ενδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα ...", κατά δε την δεύτερη "Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο ...". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αναίρεση μπορεί ν' ασκήσει μόνο εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει τέτοιο δικαίωμα και, αν ασκηθεί αναίρεση από μη δικαιούμενο στην άσκησή της, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο σε συμβούλιο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και επιβάλλει τα έξοδα στον ασκήσαντα το απαράδεκτο ένδικο μέσο. Τέτοια περίπτωση είναι και η από μέρους του πολιτικώς ενάγοντα άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά βουλεύματος, το οποίο απορρίπτει στην ουσία της ασκηθείσα έφεση του πολιτικώς ενάγοντα, για το οποίο στις διατάξεις των άρθρων 482 και 483 ΚΠΔ δεν προβλέπεται άσκηση αναίρεσης από τον πολιτικώς ενάγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - πολιτικώς ενάγων άσκησε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του την με αριθμό 109/3-6-2008 αναίρεση κατά του με αριθμό 747/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την με αριθμό 588/22-10-2007 έφεσή του κατά του με αριθμό 2827/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με την οποία αποφαινόταν ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1, Χ2, Χ3, Χ4, Χ5, Χ6 και Χ7, για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ κατά της πρώτης, άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή κατά της δεύτερης, τρίτης και τέταρτου, και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή κατά των λοιπών. Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 482 και 483 του ΚΠΔ, στις οποίες αναφέρονται οι δικαιούμενοι σε άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος, δεν συμπεριλαμβάνεται και ο πολιτικώς ενάγων ως δικαιούμενος της άσκησης του ένδίκου αυτού μέσου και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναίρεσης του παραπάνω πρέπει να απορριφθεί σαν απαράδεκτη εκ του λόγου αυτού και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
Δια ταύτα
Προτείνω: Α. Να κηρυχθεί απαράδεκτη η με αριθμό 109/2008 αίτηση αναίρεσης του αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντα Ψ κατά του με αριθμό 747/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σαν απαράδεκτη.
Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στην παραπάνω.
Αθήνα την 30-6-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και στην υπ' αριθ. 173/23.10.2008 έκθεση παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την ως άνω αίτηση αναιρέσεως, και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 463 και 476 § 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη "'Ενδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα ...", κατά δε την δεύτερη "Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο ...". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αναίρεση μπορεί ν' ασκήσει μόνο εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει τέτοιο δικαίωμα και, αν ασκηθεί αναίρεση από μη δικαιούμενο στην άσκησή της, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και επιβάλλει τα έξοδα στον ασκήσαντα το ένδικο αυτό μέσο. Τέτοια περίπτωση είναι και η από μέρους του πολιτικώς ενάγοντος άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά βουλεύματος, το οποίο απορρίπτει στην ουσία της ασκηθείσα έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, καθώς από τις διατάξεις των άρθρων 482 και 483 ΚΠΔ, δεν παρέχεται αυτή η δυνατότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την με αριθμό 109/3-6-2008 αίτηση αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, προσβάλλεται το υπ' αριθ. 747/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η υπ' αριθ. 588/22-10-2007 έφεσή του κατά του υπ' αριθ. 2827/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1, Χ2, Χ3, Χ4, Χ5, Χ6 και Χ7, για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, κατά της πρώτης, άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή κατά της δεύτερης, τρίτης και τέταρτου, και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή κατά των λοιπών. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δικαίωμα αναίρεσης κατά βουλεύματος δεν παρέχεται στον πολιτικώς ενάγοντα, από τις διατάξεις των άρθρων 482 και 483 ΚΠΔ και, ως εκ τούτου, η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη και, ως τοιαύτη, πρέπει να απορριφθεί, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παράγραφος 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 109/2008 αίτηση του Ψ για αναίρεση του υπ' αριθ. 747/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικατικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ