Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 9 / 2001    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Ενδείξεις. Έννοια αυτών. Υπέρβαση ή μη εξουσίας Δικαστικού Συμβουλίου σχετικά με την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στο απαλλακτικό βούλευμα. Πότε υπάρχει εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και πότε έλλειψη νομίμου βάσεως. Έννοια "ενδείξεων" κατ' αρ. 310 παρ. 1α και 313 ΚΠΔ και διάκρισή τους από τις "ενδείξεις" του αρ. 179 ΚΠΔ που συνιστούν αποδεικτικό μέσο. Πότε οι "ενδείξεις" θεωρούνται σοβαρές και πότε όχι. Δεν στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας όταν το Συμβούλιο αποφανθεί ότι "απεδείχθη" ή "δεν απεδείχθη" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, όταν δηλαδή χρησιμοποιείται μια πλεοναστική διατύπωση κρίσεως που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από την εκ του νόμου απαιτούμενη διαπίστωση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας επαρκών ενδείξεων ενοχής. Δεν στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας όταν το Συμβούλιο προβαίνει σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για την διαπίστωση της αλήθειας, μη περιοριζόμενο στην αναζήτηση των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου. Υπερβαίνει, αντιθέτως, την εξουσία του το Συμβούλιο, όταν δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο κρίνοντας ότι "δεν απεδείχθη" η ενοχή του και εξαρτώντας έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, μη αρκούμενο στην εκ του νόμου απαιτούμενη ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Δεν υπερέβη την εξουσία του το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτοντας την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, με το οποίο εκρίθη ότι δεν προέκυπταν επαρκείς ενδείξεις ενοχής που να δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν. Η αιτιολογία του Συμβουλίου ότι από κανένα στοιχείο "δεν απεδείχθη" ότι ο κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος έπεισε τον τελευταίο να καταθέσει ενόρκως όσα κατέθεσε είναι επικουρική, ακόμη δε και αν διατυπώθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο εκ παραδρομής, δεν αρκεί για να θεμελιώσει υπέρβαση εξουσίας, αφού η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου στηρίζεται πλήρως στην πρώτη και κύρια αιτιολογία του(Ολομ. Σε Συμβούλιο ΑΠ 9/2001 Ποιν.Χρον.ΝΑ . 788). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)




Αριθμός 9/2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Κρασσά, Γεώργιο Κάπο, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Δημήτριο Λινό, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη και Θεόδωρο Αποστολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών).
Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 15 Μαρτίου 2001 για να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1, για αναίρεση του 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους : 1) ....., 2) Ψ1 και 3) Ψ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2386/1999 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό.
Η αναιρεσείουσα-πολιτικώς ενάγουσα ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Νοεμβρίου 1999 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1707/1999.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 1769/2000 βούλευμα του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Δημόπουλος, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την πρόταση που φέρει τον αριθμό 136/13.3.2001 και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : «Εισάγω, μετά την υπ' αριθ. 1769/2000 απόφαση του ΣΤ' ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) που ελήφθη με διαφορά μίας ψήφου, την από 4-11-1999 αίτηση αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1 κατά του υπ' αριθ. 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα κατωτέρω:
Το αναιρεσιβαλλόμενο υπ' αριθ: 2386/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσία έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 και επικύρωσε το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 5695/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Ψ1 και 2) Ψ2 για τα αξιόποινα αδικήματα α)της ψευδορκίας μάρτυρα και β) της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή αντιστοίχως.
Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1Β περ. β' και 484 παρ. 1 περ. β' και ε' του ΚΠΔ, και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, κατ' άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατ' ουσία.
Οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με την κρινομένη αίτηση είναι 1) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2) η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων, που προβλέπονται από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και ε' του ΚΠΔ.
Οι λόγοι αυτοί, όπως και ο αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 484 παρ. 3 του ΚΠΔ, εξεταζόμενος και από το μειοψηφήσαν μέλος του συμβουλίου προβληθείς λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, που προβλέπεται από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ζ' του ΚΠΔ, κρίθηκαν κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου αβάσιμοι. Δεδομένου δε ότι η απόφαση ελήφθη με διαφορά μίας ψήφου παραπέμφθηκε η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του ν. 1758/1988 και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, που έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις, ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο), προκειμένου να αποφανθεί γι' αυτή και όλους τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως, για τη βασιμότητα ή μη των οποίων εκθέτω τα ακόλουθα:
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ συνάγεται ότι η ψευδορκία μάρτυρα θεμελιούται αντικειμενικώς μεν με την ενώπιον της αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ψευδή κατάθεση του ορκισθέντος μάρτυρα ή με την άρνηση ή την απόκρυψη της αλήθειας απ' αυτόν υποκειμενικώς δε με πρόθεση που ενέχει την θέληση πραγματώσεως των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού και τη γνώση του υπαιτίου ότι η εξέτασή του γίνεται ενώπιον αρμοδίας προς ένορκη εξέταση αρχής και ότι η ένορκη κατάθεση είναι ψευδής ή ότι αρνήθηκε ή απέκρυψε την αλήθεια. Η ψευδής κατάθεση, ή άρνηση ή η απόκρυψη της αλήθειας θα πρέπει να αναφέρονται προκειμένου μεν για αστική διαφορά στο αποδεικτέο θέμα προκειμένου δε για ποινική δίκη στα στοιχεία του εγκλήματος που αποτελεί το αντικείμενο αυτής ή σε άλλα περιστατικά που συνδέονται αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά. Είναι δε αδιάφορο αν τα ψευδή περιστατικά που κατατίθενται είναι ουσιώδη ή επουσιώδη (ΑΠ 421/98 : 1736/94 Π. Χρ. ΜΗ, 1065 και ΜΕ, 60 κ.α). Από δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 α του ΠΚ προκύπτει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός, ήτοι εκείνος ο οποίος με πρόθεση και με οποιοδήποτε τρόπο προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και στην προκειμένη περίπτωση την ψευδορκία μάρτυρα, τελώντας εν γνώσει ότι τα κατατεθέντα από το φυσικό αυτουργό ήσαν ψευδή. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 α, 310 παρ 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠΔ, το Δικαστικό Συμβούλιο (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο) α) αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και β) παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, όταν διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του για ορισμένη αξιόποινη πράξη.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, που προέκυψαν από την προδικασία, προκειμένου από το σύνολο των στοιχείων αυτών να κρίνει το είδος των ενδείξεων που προέκυψαν και να αποφανθεί είτε να μη γίνει κατηγορία, αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για να δικαιολογήσουν την παραπομπή του κατηγορούμενου, είτε την παραπομπή αυτού, αν οι ενδείξεις είναι επαρκείς (σοβαρές) για να στηρίξουν την κατηγορία σε βάρος του.
Ενόψει αυτών είναι φανερό ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, όταν πρόκειται να αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, οπότε κρίνει τελειωτικά για την κατηγορία, έχει την εξουσία λαμβάνοντας υπόψη και αξιολογώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα να αναζητήσει την αλήθεια σε σχέση με την κρινόμενη υπόθεση και να την αναγνωρίσει ακόμη και με την διαπίστωση ότι δεν τελέσθηκε η πράξη από τον κατηγορούμενο ή ότι η έγκληση ή η μήνυση είναι ψευδής κατά το περιεχόμενό της. Ενισχυτική της απόψεως αυτής είναι τόσο η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την οποία το αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα δημιουργεί δεδικασμένο, όσο και εκείνη του άρθρου 585 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την οποία τα δικαστικά Συμβούλια, όταν πεισθούν ότι η έγκληση ή η μήνυση είναι εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος εκείνου που την υπέβαλε. Η άποψη ότι η εξουσία του Δικαστικού Συμβουλίου περιορίζεται στην αναζήτηση επαρκών ενδείξεων, οπότε αν υπάρξουν, παραπέμπει τον κατηγορούμενο και δεν αξιολογεί τα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, που μπορούν να τις εκμηδενίσουν ή να τις αποδυναμώσουν σε βαθμό που να μη στηρίζουν την κατηγορία, όχι μόνο δεν είναι σύμφωνη προς τις ανωτέρω διατάξεις αλλά αντιστρατεύεται και τη λογική, αφού δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για επαρκείς ενδείξεις σε βάρος κατηγορουμένου, αν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας οι ενδείξεις αυτές αποδυναμώνονται σε βαθμό που να μην στηρίζουν την κατηγορία οπότε θα πρόκειται για ανεπαρκείς και όχι επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις.
Εξάλλου έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του απαλλακτικού βουλεύματος, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ε' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα σαφήνεια, συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε μη παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και που πρέπει να προσδιορίζονται κατ' είδος (μάρτυρες – έγγραφα – απολογίες) καθώς και οι σκέψεις με βάση τις οποίες έκρινε το Συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις δεν συνιστούν καθόλου ενδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για την πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να την παρερμηνεύει, δεν υπήγαγε σωστά σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, οπότε εμποδίζεται ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε και έτσι το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Τέλος υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ζ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν παρέχεται σ' αυτό από το νόμο (θετική υπέρβαση) ή όταν αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχεται από το νόμο (αρνητική υπέρβαση).
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του σκέψεις και επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, στο εκκαλούμενο βούλευμα και την εις αυτό ενσωματωμένη Εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 348/96 222/95 Π.Χρ. ΜΖ, 33 και ΜΣΤ, 1624 κ.α) δέχθηκε ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής:
Μετά από σχετικές αιτήσεις του κατηγορουμένου Ψ2 εκδόθηκαν σε βάρος του Χ1 οι υπ' αριθμ. 8434/1990 και 8437/90 διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ποσά 1.144.000 και 13.950.000 δρχ. αντιστοίχως. Ο Χ1 απέθανε στις 7-9-1991 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Άφησε κληρονόμους του τη μηνύτρια σύζυγό του και τα τρία τέκνα τους, οι οποίοι αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομία. Κατόπιν αυτού ο Ψ2 εστράφη εναντίον τους για την είσπραξη των ως άνω χρηματικών ποσών. Τότε η μηνύτρια και τα τέκνα της άσκησαν ανακοπή και ήγειραν την από 29-4-1991 αναγνωριστική αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί η σιωπηρή, δια της απράκτου παρόδου της νομίμου προς αποποίηση προθεσμίας, αποδοχή της κληρονομίας. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2944/1991 Πράξη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία διατάχθηκαν αποδείξεις. Κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων εξετάστηκε ενώπιον του Εισηγητού δικαστού στις 9-10-1996 και 4-12-1996 ενόρκως ως μάρτυρας του εναγομένου Ψ2 μεταξύ άλλων, και ο άνω κατηγορούμενος Ψ1, του οποίου το ενδιαφέρον για την υπόθεση τμήμα της καταθέσεως, για το οποίο υπεβλήθηκε η άνω έγκληση, έχει ως εξής: <<…Γνώρισα τον Χ1 το 1985-86… Είχα επισκεφθεί το Χ1 στο μαγαζί του πάνω από δέκα φορές. Τις περισσότερες φορές είχα συναντήσει εκεί και τη σύζυγο του Χ1, στην οποία απευθυνόταν και ζητούσε τη συμβουλή της. Η Χ2 συνήθως καθόταν στο γραφείο του συζύγου της ή άλλες φορές έκανε βόλτες στο μαγαζί. Ο ρόλος της Χ2 ήταν καθοριστικός στην επιχείρηση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδινε, ο σύζυγός της της απηύθυνε το λόγο, την συμβουλευόταν για θέματα του μαγαζιού και για χρηματικά θέματα. Το ντύσιμό της ήταν κανονικό (όχι φτωχικό) και ο τρόπος του ντυσίματός της έδειχνε ότι ήταν η σύζυγός του αφεντικού… Τα έτη 1985-88, όσες φορές είχα πάει στο μαγαζί του Χ1 η σύζυγός του κάθε άλλο παρά παραδουλεύτρα έδειχνε ότι είναι, δεν έδειχνε για αμόρφωτη. Ο Χ1 μου έλεγε: να ρωτήσω το μεγάλο αφεντικό, δείχνοντας τη γυναίκα του. Όταν πέθανε ο Χ1 κυκλοφόρησε στην αγορά ότι είχε περιουσία κυρίως σε γραμμάτια, συναλλαγματικές, επιταγές, εμπορεύματα πάρα πολλά και τα μοιράσανε η γυναίκα του, τα παιδιά του και ο συνεταίρος του. Συγκεκριμένα μου είπαν ότι είμαι άτυχος που δεν όφειλα την εποχή εκείνη στον Χ1 γιατί τα εισπράττανε ο συνεταίρος του, η γυναίκα του και τα παιδιά του τότε κοψοχρονιά. Είχε εμπορεύματα δεκάδες εκατομμύρια, πιο πολύ το εμπόρευμα στις αποθήκες ήταν τεράστιο. Για τα τιμαλφή ξέρω τα έπαιρνε ενέχυρο από αυτούς που δάνειζε. Είχα ακούσει ότι είχε το γαμπρό του συνεταίρο, υπάλληλο, δεν ξέρω, δούλευε πάντως στο μαγαζί. Τη μοιρασιά των γραμματίων, εμπορευμάτων, επιταγών και τιμαλφών, από ότι είχα ακούσει, την είχαν κάνει πριν καλά – καλά πεθάνει ο Χ1…>>. Όλα αυτά, κατά τις απόψεις της αναιρεσείουσας (εγκαλούσας) είναι ψευδή διότι, ως ισχυρίζεται, από τον Ιούνιο του έτους 1984 είχε διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή της με τον Χ1, ο οποίος κακομεταχειριζόταν αυτή και τα παιδιά τους, δεν τους παρείχε καμμιά οικονομική ενίσχυση και αυτή εργαζόταν ως παραδουλεύτρα για να αναθρέψει τα παιδιά τους. Ότι έκτοτε ο σύζυγός της ζούσε μόνος του και μέχρι το θάνατό του, που επήλθε την 7-9-1991, δεν είχαν καμμιά επαφή, εγκαταστάθηκε δε στο σπίτι της κόρης της ...., επί της οδού ....., όπου κατοικούσε μέχρι το θάνατο του συζύγου της. Ότι ουδέποτε η αναιρεσείουσα συναντήθηκε με τους κατηγορουμένους, ούτε απαντούσε σε τηλεφωνικές κλήσεις από την επί της οδού ..... συζυγική κατοικία, αφού από τον Ιούνιο του 1984 δεν διέμενε εκεί. Ότι ουδέποτε ο Χ1 τη συμβουλευόταν για οτιδήποτε, ούτε την αποκαλούσε <<μεγάλο αφεντικό>>, κατά το χρόνο δε του θανάτου του δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο και η μηνύτρια δεν μοίρασε με τα τέκνα τους και τον συνεταίρο του αξιόγραφα και τιμαλφή, ούτε ο γαμβρός τους ..... εργάστηκε κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στο κατάστημα του Χ1. Οι εξετασθέντες μάρτυρες επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας ότι από τον Ιούνιο του 1984 διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανωτέρω σύζυγό της και έφυγε από το συζυγικό σπίτι. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί της αναιρεσείουσας και ιδίως το περί χωριστής διαβιώσεως ουσιώδες για την αστική δίκη επιχείρημά της, δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα διότι, ως εκτίθεται, την 27-6-1988 η μηνύτρια Χ2 με την ..... και τους Χ1 (σύζυγό της) και ....., συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με διαχειριστές τους Χ1 και .... σκοπό την εισαγωγή και εμπορία οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Στο καταστατικό της εταιρίας αυτής η μηνύτρια δήλωσε ως κατοικία της την επί της οδού .... συζυγική της οικία, χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία ότι η υπογραφή της σ' αυτό (καταστατικό) ήταν πλαστή, όπως ισχυρίζεται χωρίς όμως να την προσβάλλει για πλαστότητα. Αντίθετα από τη σύγκρισή αυτής με άλλες υπογραφές, που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους και υπάρχουν σε άλλα έγγραφα της δικογραφίας και ιδίως στην υπό κρίση έφεση, προκύπτει η γνησιότητά της. Η εταιρεία αυτή λύθηκε την 31-8-1991, δηλαδή μετά το θάνατο του Χ1. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμ. .... και ..... συμβόλαια της συμβολαιογράφου Κρωπίας Ανδρομάχης Γκίκα, η μηνύτρια κατά το χρόνο αυτό διέμενε στην ως άνω συζυγική της οικία και επομένως δεν είχε διασπασθεί η έγγαμη συμβίωσή της το δε έτος 1985 είχε αγοράσει σημαντικής έκτασης ακίνητα στο ....., το τίμημα των οποίων είναι προφανές ότι δεν μπορούσε να καλυφθεί από τις αποδοχές παραδουλεύτρας που είχε να συντηρήσει τρία παιδιά, αν δεν ελάμβανε χρήματα από τα κέρδη της επιχείρησης που είχε συστήσει με το σύζυγό της και άλλους. Περαιτέρω από το από 14-2-1991 φύλλο νοσηλείας του Χ1 προκύπτει ότι η μηνύτρια σύζυγος του υπέδειξε στους θεράποντες ιατρούς να ερευνήσουν αν ο ασθενής σύζυγός της έπασχε από τη νόσο από την οποία προήλθε ο θάνατός του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αναφερομένη στη συμβίωση της εγκαλούσας και του συζύγου της ανωτέρω κατάθεση του Ψ1 δεν είναι ψευδής. Εξάλλου, ενώ προσκομίζει ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του υπ' αριθ. ..... δελτίου ταυτότητας της που εκδόθηκε στις 11-9-1989, όπου αναγράφεται τόπος κατοικίας της ....., στην από 29.4.1991 αναγνωριστική αγωγή της η Χ2 και των τέκνων της κατά του Ψ2 περί ακυρώσεως της αποδοχής της κληρονομίας του συζύγου και πατρός των Χ1, αναφέρεται ως κατοικία της ή επί της οδού .... το ίδιο συμβαίνει και στης επί της αγωγή αυτής από 7-6-1991 προτάσεως.
Συνεπώς ο Ψ1 δεν καταθέτει εν γνώσει του ψέματα αφού, αν μη τι άλλο, η Χ2 τα άνω έτη ζούσε με τον αποβιώσαντα ήδη σύζυγό της Χ1 και ήτο φυσικό να πηγαίνει αυτή στο κατάστημά του, το οποίο, πρέπει να σημειωθεί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι το ίδιο, όπου στεγάζεται και η άνω ομόρρυθμη εταιρία, αφού έδρα της κατά το καταστατικό της είναι η .... ο δε μάρτυρας (Ψ1) καταθέτει ότι συναντούσε τον Χ1 <<στο μαγαζί του που ήταν στην ....., όπως κατεβαίνουμε δεξιά, νομίζω ότι το νούμερο ήταν ... ή ..., μάλλον .....>>. Περαιτέρω, δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, ότι, όταν ο μάρτυρας αυτός καταθέτει (ενδεικτικά) ότι <<ο ρόλος της Χ2 ήταν καθοριστικός στην επιχείρηση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδινε>>, δεν καταθέτει (ενόρκως) ψέματα στον εισηγητή, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 9.10.1996 αλλά καταθέτει την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και την αποτύπωσε στην σκέψη του, ως άποψη και πεποίθησή του ώστε να την βεβαιώσει. Τέλος ο ίδιος μάρτυρας, καταθέτοντας στον Εισηγητή τα ανωτέρω σχετικά με την διανομή των αξιογράφων, τιμαλφών και εμπορευμάτων μετά τον θάνατο του Χ1 και την απασχόληση του γαμβρού του στο κατάστημά του, δεν μεταφέρει ό,τι εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζει αλλά ό,τι έμαθε από κυκλοφορούσες στην αγορά πληροφορίες, φήμες και διηγήσεις, οι οποίες ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή όχι αυτών είναι αόριστες και ουδόλως προέκυψε ότι δεν υπήρξαν, με αποτέλεσμα να μη συνάγεται ότι αυτός κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τα ανωτέρω. Έτσι, αφού προέκυψε ότι δεν υφίσταται η ψευδορκία μάρτυρα για τον Ψ1, δεν νοείται ηθική αυτουργία εις αυτήν εκ μέρους του Ψ2 πέραν του ότι από κανένα στοιχείο δεν απεδείχθη ότι ο τελευταίος αυτός έπεισε τον πρώτο με πειθώ και φορτικότητα να καταθέσει τα όσα ενόρκως ανωτέρω κατέθεσε στον Εισηγητή δικαστή. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι δεν τελέσθηκαν οι αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή και δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο στη συνέχεια δε απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή της πολιτικώς ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας Χ2 και επικύρωσε το εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, που εξέδωσε, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου το ίδιο Συμβούλιο σωστά υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α και 224 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν εμφιλοχώρησαν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να εμποδίζουν τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, οπότε το βούλευμα θα στερείτο νομίμου βάσεως.
Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του, έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και έγγραφα της πολιτικής δίκης, ή ορθή ή μη αξιολόγηση των οποίων όμως απ' αυτό δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Δεν υπάρχουν αντιφάσεις στο προσβαλλόμενο βούλευμα από το γεγονός ότι γίνεται δεκτό σ' αυτό άλλοτε ότι τα κατατεθέντα είναι αληθή και άλλοτε ότι ο καταθέσας κατηγορούμενος δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, αφού οι παραδοχές αυτές αναφέρονται σε διαφορετικές περικοπές της επίμαχης καταθέσεως. Το αναφερόμενο στο βούλευμα ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το κατάστημα του Χ1 να είναι το ίδιο με το κατάστημα που στεγαζόταν η ως άνω εταιρεία ουδόλως καθιστά ενδοιαστική την παραδοχή του Συμβουλίου Εφετών ότι υπήρχε συμβίωση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας και του συζύγου της Χ1. Εξάλλου η τυχόν παράλειψη του Συμβουλίου να διατάξει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για τη γνησιότητα ή μη της υπογραφής της πολιτικής ενάγουσας στο ως άνω καταστατικό της εταιρείας δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ, και ως εκ τούτου τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα είναι απαράδεκτα. (ΑΠ 992/95 Π.Χρ. ΜΣΤ, 39 κ.α).
Τέλος το Συμβούλιο Εφετών, αξιολογώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα και κρίνοντας ότι δεν τελέσθησαν οι ως άνω αξιόποινες πράξεις από τους κατηγορουμένους, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και επομένως δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ζ' ΚΠΔ προβλεπόμενος και αυτεπαγγέλτως, κατά την παρ. 3 αυτού, εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας.
Κατ' ακολουθία οι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β', ε' και ζ' του ΚΠΔ προβλεπόμενοι λόγοι αναιρέσεως για α)έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και γ) υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου ούτε άλλος λόγος αναιρέσεως, που να προβλέπεται από το άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ και μπορεί να εξετασθεί, κατά την παρ. 3 αυτού, αυτεπαγγέλτως, υφίσταται ώστε να δικαιολογείται η αναίρεση του βουλεύματος.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1 Να απορριφθεί η από 4-11-1999 αίτηση αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1 κατά του υπ' αριθ. 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και 2. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ανδρεουλάκος »
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλο, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με την 1769/2000 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν.1756/1988) και 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957, η από 4.11.1999 αίτηση αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1 κατά του 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επικυρώθηκε το 5695/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Ψ1 και Ψ2 για τις αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή αντιστοίχως, λόγω λήψεως της απορριπτικής της αναιρέσεως αποφάσεως με διαφορά μιας ψήφου.
Επειδή έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 130 Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων έκρινε το συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν συνιστούν ενδείξεις ή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Τέλος υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. 3 Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1α', 310 παρ. 1α, 313 και 318 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο (πλημμελειοδικών ή εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίσθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις . Αντιθέτως οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθεαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Σημειώνεται ότι οι ενδείξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1α και 313 Κ.Ποιν.Δ. ανάγονται στην κρίση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου για ορισμένο έγκλημα και διαφέρουν από τις «ενδείξεις» που αναφέρονται στο άρθρο 179 Κ.Ποιν.Δ., ως ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα, οι οποίες αποτελούν κατηγορία των αποδεικτικών μέσων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, με βάση τους κανόνες της λογικής, η ύπαρξη ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος. Επομένως η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ή επαρκών ενδείξεων (υπονοιών) ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να στηρίζεται και στις «ενδείξεις» (αποδεικτικό μέσο) τις οποίες λαμβάνει υπόψη και αξιολογεί το συμβούλιο μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Το συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίσθηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 Κ.Ποιν.Δ., αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά, «αποδείχθηκε» η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή «δεν αποδείχθηκε» η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσεώς του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπερβάσεως εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση της αποδείξεως της ενοχής ή αθωότητας. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσεως που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στην δεύτερη περίπτωση, όμως, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι «δεν αποδείχθηκε» η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεσθεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό από τα άρθρα 309 και 313 Κ.Ποιν.Δ. δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, καθώς και στο εκκαλούμενο βούλευμα και στην σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής : Η μηνύτρια και τα τρία τέκνα της ζήτησαν με την από 29.4.1991 αγωγή τους κατά του Ψ2 να ακυρωθεί η σιωπηρή, δια της άπρακτης παρόδου της νόμιμης προθεσμίας αποποιήσεως, αποδοχή της κληρονομίας του συζύγου και πατέρα αυτών Χ1 που πέθανε στις 7.9.1990, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2944/1991 πράξη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που διέταξε αποδείξεις. Κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων εξετάσθηκε ως μάρτυρας του εναγομένου ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή, στις 9.10.1996 και στις 4.12.1996, ο κατηγορούμενος Ψ1, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, μεταξύ άλλων, ότι από το έτος 1985-1986 που γνώρισε τον Χ1 και τον επισκεπτόταν στο μαγαζί του, συναντούσε εκεί τις περισσότερες φορές τη σύζυγό του (μηνύτρια), η οποία του έδινε την εντύπωση ότι είχε καθοριστικό ρόλο στην επιχείρηση και ο Χ1 τη συμβουλευόταν και ότι του έλεγε να ρωτήσω το μεγάλο αφεντικό, δείχνοντάς την. 'Όταν πέθανε ο Χ1 κυκλοφόρησε στην αγορά ότι είχε περιουσία κυρίως σε γραμμάτια, συναλλαγματικές, επιταγές και πάρα πολλά εμπορεύματα, αξίας δεκάδων εκατομμυρίων, καθώς και σε τιμαλφή, που ξέρει ότι τα έπαιρνε ενέχυρο από αυτούς που δάνειζε και ότι τα πιο πάνω περιουσιακά του στοιχεία μοιράσανε η γυναίκα του, τα παιδιά του και ο συνεταίρος του. Είχε ακούσει επίσης ότι ο ΚΧ1 είχε συνεταίρο ή υπάλληλο τον γαμπρό του, ο οποίος δούλευε στο μαγαζί του και ότι η μοιρασιά των γραμματίων, εμπορευμάτων, επιταγών και τιμαλφών έγινε πριν καλά-καλά πεθάνει ο Χ1. 'Όλα αυτά, κατά τις απόψεις της μηνύτριας είναι ψευδή, διότι, όπως ισχυρίζεται, από τον Ιούνιο του έτους 1984 είχε διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή της με τον Χ1, ο οποίος την κακομεταχειριζόταν καθώς και τα παιδιά τους, δεν τους παρείχε καμιά οικονομική ενίσχυση και αυτή εργαζόταν ως παραδουλεύτρα για να αναθρέψει τα παιδιά τους. Από τότε που διέσπασε την έγγαμη συμβίωση εγκαταστάθηκε στο σπίτι της κόρης της ....., στην οδό ....., όπου κατοικούσε μέχρι του θανάτου του συζύγου της, χωρίς να έχουν μέχρι τότε καμιά επαφή. Δεν συναντήθηκε ποτέ με τους κατηγορουμένους και ο Χ1 δεν την συμβουλευόταν για ο,τιδήποτε, ούτε την αποκαλούσε «μεγάλο αφεντικό», κατά τον χρόνο δε του θανάτου του δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο και η μηνύτρια με τα τέκνα τους και τον συνεταίρο του δεν μοίρασαν αξιόγραφα και τιμαλφή, ούτε ο γαμπρός τους .... εργάσθηκε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στο κατάστημα του Χ1. Οι ως άνω ισχυρισμοί, όμως, της εκκαλούσας-πολιτικώς ενάγουσας για διακοπή κάθε επικοινωνίας με τον σύζυγό της και χωριστή διαβίωση αυτών από τον Ιούνιο του έτους 1984, παρόλο ότι κατατέθηκαν από τους μάρτυρες που πρότεινε δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα, διότι από τα υπ' αριθ. ..... και ..... συμβόλαια της συμβολαιογράφου Κρωπίας Ανδρομάχης Γκίκα προκύπτει ότι κατά τον Ιούνιο του 1988 η εκκαλούσα δήλωσε ως κατοικία της την επί της οδού ..... συζυγική οικία και συνεπώς κατά τον χρόνο αυτό δεν είχε διασπασθεί η έγγαμη συμβίωσή της. Επίσης στις 27.6.1988 η μηνύτρια με την .... και τους Χ1 (σύζυγό της) και ..... συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρεία, με σκοπό την εισαγωγή και εμπορία οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Στο καταστατικό της εταιρείας αυτής, που λύθηκε μετά τον θάνατο του Χ1, η μηνύτρια δήλωσε ότι είχε την ίδια με τον σύζυγό της ανωτέρω κατοικία (....), χωρίς να προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι η υπογραφή της στο καταστατικό αυτό ήταν πλαστή, όπως ισχυρίζεται, χωρίς όμως και να την προσβάλει για πλαστότητα. Αντιθέτως από τη σύγκριση αυτής με άλλες υπογραφές, που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους και υπάρχουν σε άλλα έγγραφα της δικογραφίας και ιδίως στην κρινόμενη έφεση, προκύπτει η γνησιότητά της κατά τρόπο κατάδηλο. Σημειωτέον ότι από το φύλλο νοσηλείας του συζύγου της με ημερομηνία 14.2.1991 του 1ου Νοσοκομείου Ι.Κ.Α., προκύπτει ότι η μηνύτρια υπέδειξε στους θεράποντες ιατρούς να ερευνήσουν αν ο ασθενής σύζυγός της έπασχε από την νόσο από την οποία προήλθε ο θάνατός του. Εξάλλου, ενώ προσκομίζει φωτοτυπικό αντίγραφο του δελτίου ταυτότητάς της που εκδόθηκε στις 11.9.1989 και αναγράφει ως τόπο κατοικίας της την οδό ......, στην από 29.4.1991 αγωγή αυτής και των τέκνων της κατά του Ψ2 για ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας του συζύγου και πατέρα τους Χ1, αναφέρεται ως κατοικία της η επί της οδού ....., το ίδιο δε συμβαίνει και στις επί της αγωγής αυτής από 7.6.1991 προτάσεις . Από τα παραπάνω συνάγεται, όπως δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, ότι ο Ψ1 δεν καταθέτει εν γνώσει του ψέματα, αφού, αν μη τι άλλο, η Χ2 ζούσε τα άνω έτη με τον αποβιώσαντα ήδη σύζυγό της Χ1 και ήταν φυσικό να πηγαίνει αυτή στο κατάστημά του, το οποίο, πρέπει να σημειωθεί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι το ίδιο, όπου στεγάζεται και η άνω ομόρρυθμη εταιρεία, αφού έδρα της κατά το καταστατικό της είναι η .... , ο δε μάρτυρας (Ψ1) καταθέτει ότι συναντούσε τον Χ1 «στο μαγαζί του που ήταν στην ...., όπως κατεβαίνουμε δεξιά, νομίζω ότι το νούμερο ήταν ... ή ..., μάλλον ....». Περαιτέρω, δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, ότι όταν ο μάρτυρας αυτός καταθέτει (ενδεικτικά) ότι «ο ρόλος της Χ2 ήταν καθοριστικός στην επιχείρηση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδινε, δεν καταθέτει ψέματα στον εισηγητή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά καταθέτει την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και την αποτύπωσε στη σκέψη του, ως άποψη και πεποίθησή του. Τέλος ο ίδιος μάρτυρας, καταθέτοντας στον Εισηγητή τα ανωτέρω, σχετικά με τη διανομή των αξιογράφων, τιμαλφών και εμπορευμάτων μετά τον θάνατο του Χ1 και την απασχόληση του γαμβρού του στο κατάστημά του, δεν μεταφέρει ό,τι εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζει, αλλά ό,τι έμαθε από κυκλοφορούσες στην αγορά πληροφορίες, φήμες και διηγήσεις , οι οποίες, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή όχι αυτών, είναι αόριστες και ουδόλως προέκυψε ότι δεν υπήρξαν, με αποτέλεσμα να μη συνάγεται ότι αυτός κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τα ανωτέρω. 'Ετσι, αφού προέκυψε ότι δεν υφίσταται η ψευδορκία μάρτυρα για τον Ψ1, δεν νοείται ηθική αυτουργία σ' αυτήν εκ μέρους του Ψ2 πέραν του ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος αυτός έπεισε τον πρώτο, με πειθώ και φορτικότητα, να καταθέσει όσα κατέθεσε ενόρκως στον Εισηγητή δικαστή.
Στις πιο πάνω παραδοχές κατέληξε το Συμβούλιο Εφετών , αφού έλαβε υπόψη την έγκληση, τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων και έκρινε μετά ταύτα ότι, με βάση τις παραδοχές αυτές δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή, ακολούθως δε απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία στις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 περιπτ. Α' και 224 παρ. 2 Π.Κ., τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν υπάρχουν στο βούλευμα αυτό ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των άνω διατάξεων. Ειδικότερα, όπως διαλαμβάνεται και στην ενσωματωμένη στην παρούσα απόφαση πρόταση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη και αξιολόγησε και τα έγγραφα της πολιτικής δίκης και ότι δεν υπάρχει αντίφαση στις παραδοχές του Συμβουλίου ότι ο κατηγορούμενος μάρτυρας κατέθεσε την αλήθεια και ότι δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, αφού οι παραδοχές αυτές αναφέρονται σε διαφορετικές περικοπές της επίμαχης καταθέσεως, ενώ η παραδοχή του Συμβουλίου ότι υπήρχε συμβίωση της αναιρεσείουσας και του συζύγου της δεν καθίσταται ενδοιαστική από τις λοιπές παραδοχές του και η παράλειψη τούτου να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας ότι είχε προσβάλλει ως πλαστή την υπογραφή της στο προαναφερόμενο καταστατικό της εταιρείας και να διατάξει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. αφού το δικαστικό συμβούλιο κρίνει κυριαρχικά για την ανάγκη ή μη της ενέργειας ανακριτικών πράξεων όπως είναι και η πραγματογνωμοσύνη. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών που δέχθηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, ότι η γνησιότητα της υπογραφής της αναιρεσείουσας είναι κατάδηλη, ότι η κατάθεση του κατηγορούμενου μάρτυρα δεν είναι ψευδής ή ότι τα κατατεθέντα δεν απέχουν από την αλήθεια, ότι η ύπαρξη φημών και απόψεων για τη διανομή αξιογράφων, τιμαλφών και εμπορευμάτων μετά το θάνατο του Χ1 από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν αποκλείστηκε, ότι ο μάρτυρας δεν κατέθεσε εν γνώσει ψέματα, αλλά την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως την αντιλήφθηκε και ότι προέκυψε ότι δεν υφίσταται ψευδορκία μάρτυρα, δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 484 παρ. 13 Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικά για τις αιτιολογίες του Συμβουλίου ότι αφού προέκυψε ότι δεν υφίσταται ψευδορκία μάρτυρα δεν νοείται ηθική αυτουργία σ' αυτή εκ μέρους του Ψ2 πέραν του ότι από κανένα στοιχείο «δεν αποδείχθηκε» ότι ο τελευταίος έπεισε τον μάρτυρα να καταθέσει ενόρκως τα όσα κατέθεσε, είναι αναμφίβολο ότι η δεύτερη (επικουρική) αιτιολογία, και αν ακόμη δεν διατυπώθηκε έτσι από παραδρομή, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από την ανωτέρω διάταξη λόγου αναιρέσεως, αφού η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου στηρίζεται πλήρως στην πρώτη και κύρια αιτιολογία του.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1β' και ε' Κ.Ποιν.Δ., καθώς και ο αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος, κατά την παρ. 3 του άνω άρθρου, λόγος αναιρέσεως από την παρ. 1ζ'. Επομένως , αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Νοεμβρίου 1999 αίτηση της Χ2 χήρας Χ1 για αναίρεση του 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Μαϊου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 31 Μαϊου 2001.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή