Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1637 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απιστία.




Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική κατ’ εξακολούθηση, απιστία σε βαθμό πλημμελήματος. Παραπομπή 1ου αναιρεσείοντος για τις πράξεις αυτές με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, καθώς και 2ης αναιρεσείουσας για απλή συνέργεια στην πράξη της κακουργηματικής απάτης. Αιτιολογία βουλεύματος ως προς την πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ’ εξακολούθηση. Μεταξύ των άλλων, πρέπει να αναφέρονται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο σκοπός περιποίησης στο δράστη ή σε άλλον παρανόμου περιουσίας και οφέλους. Αιτιολογία βουλεύματος ως προς την πράξη της απιστίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η εν γνώσει του δράση επέλευση ζημίας στην περιουσία άλλου του οποίου αυτός έχει τη διαχείριση, από τις ενέργειές του. Αν ελλείπει η ανωτέρω αιτιολογία ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ αναιρετικός λόγος. Αναιρείται το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών γιατί ελλείπει η ανωτέρω αιτιολογία, καθώς και ως προς τη διάταξη αυτού που αφορά τη δεύτερης αναιρεσείουσα, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της πράξης για την οποία αυτή παραπέμφθηκε (απλή συνέργεια στην πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ’ εξακολούθηση, για την οποία παραπέμφθηκε ο πρώτος αναιρεσείων), παρελκούσας της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 1637/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη και Αντώνιο Αθηναίο-Εισηγητή, (ο οποίος ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 895/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιανουαρίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 323/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, με αριθμό 208/18-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά τα άρθρα 482 και 485 παρ. 1 ΚΠΔ, τις με αριθμό 1/2008 και 2/2008 αιτήσεις των α) Χ1 και β) Χ2 και επί της οδού ......, για αναίρεση του υπ' αριθμόν 895/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, δια του οποίου απορρίφθησαν κατ' ουσίαν οι υπ' αριθμόν 22/15-3-2007 και 23/15-3-2007, αντίστοιχα, εφέσεις των κατά του υπ' αριθμόν 92/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που τους παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς, για τα κακουργήματα, Εφετείου Θεσσαλονίκης για να δικαστούν ο μεν πρώτος για απάτη με προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 Ευρώ και για απιστία, η δε δεύτερη για απλή συνέργεια σε απάτη με προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 Ευρώ και διατήρησε την ισχύ των υπ' αριθμόν 56/2006 και 57/2006 διατάξεων του Ανακριτή του Α' τμήματος Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με τις οποίες επιβλήθηκαν στους άνω κατηγορουμένους περιοριστικοί όροι. Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους κατηγορουμένους και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους και δη την εσφαλμένη εφαρμογή, άλλως ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρα 484 παρ. 1 εδ. β' και δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτές και ερευνητέες κατ' ουσίαν. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται, 1) ως αναφέρονται στην αίτηση του Χ1, στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα α) δεν αναφέρονται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις τέλεσης των άνω πράξεων της απάτης και της απιστίας β) δεν αιτιολογείται ο σκοπός του να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος και δεν αιτιολογείται ότι με γνώση ζημίωσε τη περιουσία των εγκαλουσών, γ) χωρίς αιτιολογία δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε και σε ελληνικό έδαφος και δη στη ..., αφού οι ενέργειές του έγιναν στα Σκόπια και δ) δεν αιτιολογείται η απόρριψη του αιτήματός του περί ανακλήσεως της υπ' αριθμό 56/2006 Διάταξης του άνω ανακριτού, δια του οποίου του επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι, 2) ως αναφέρονται στην αίτηση της Χ2, στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα α) δεν αναφέρονται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις της πράξεως για την οποία παραπέμπεται β) χωρίς αιτιολογία δέχεται ότι η πράξη της τελέστηκε σε ελληνικό έδαφος και δη στη Θεσσαλονίκη και γ) δεν αιτιολογείται η απόρριψη του αιτήματος της περί ανακλήσεως της υπ' αριθμ. 57/2007 ως άνω Διατάξεως, δια της οποίας της επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι. Επειδή έλλειψη της κατά το άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο από το σχηματισμό δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση ή τη προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μη έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (Ολομ. Α.Π. 1/2005 Π.Χ. ΝΕ σελ. 781). Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποίαν, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας. Εξ άλλου κατά την παραγρ. 3 του ιδίου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ...β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ". Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η επέλευση βλάβης στη περιουσία τρίτου προσώπου, της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση ή την επιμέλεια με βάση το νόμο ή τη δικαιοπραξία, υποκειμενικώς δε δόλος και δη άμεσος, δηλαδή γνώση του δράστη, ότι με την πράξη του αυτή επιφέρει ζημία στη περιουσία τρίτου προσώπου (Α.Π. 1672/2002). Τέλος κατά το άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος εκτός από τη περίπτωση της παρ .1 στοιχ. β' του άρθρου 46 παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από τη τέλεση ή κατά τη τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε ο τελευταίος, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά τη τέλεση της αξιόποινης πράξης και που δεν είναι άμεση, εν γνώσει αυτού, που τη παρέχει, για τη τέλεση από τον αυτουργό ορισμένου εγκλήματος (Α.Π. 416/2005 Π.Χ. ΝΕ/2005 σελ. 981). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης "από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων" και από τη ρητή αναφορά του στα αναφερόμενα στην εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα: "Κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2003 ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 δήλωσε ψευδώς προς τους εκπροσώπους της εδρεύουσας στην Καλλιθέα Αττικής εταιρίας με την επωνυμία "Άλφα -Κόπυ- Μετοχική Εταιρία Εμπορίας ΑΕ" Γ1, γενικό διευθυντή της εταιρίας, και Νικόλαο Κυριαζή, εσωτερικό ελεγκτή αυτής, ότι έχει επιτύχει την κατάρτιση επωφελών συμφωνιών πωλήσεως φορητών τηλεφώνων σε οικονομικά ισχυρούς και απολύτως φερέγγυους πελάτες όπως η στρατιωτική δύναμη KFOR, ο οργανισμός UNMNIK και το κυβερνών κόμμα DVI ούτως ώστε να καθίσταται αναγκαία, για την υλοποίηση της προβαλλομμένης συμφωνίας η άμεση παράδοση προς αυτόν κι αποστολής στη θυγατρική εταιρία Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ, μεγάλου αριθμού φορητών τηλεφώνων προς άμεση παράδοση στους αγοραστές με πίστωση μάλιστα του συμφωνηθέντος τιμήματος την καταβολή του οποίου παράστησε ως βεβαία κατ' απόκλισιν από την πρακτική της Άλφα Κόπυ ΑΕ να εισπράττει άμεσα το τίμημα εκάστης πωλήσεως, η οποία δικαιολογείτο και επεβάλλετο από το ύψος της συναλλαγής και την επέκταση των δραστηριοτήτων της, με συνέπεια να παραπλανήσει τους υπευθύνους αυτής δια των ανωτέρω ψευδών δηλώσεων του, διότι σε ουδεμία συμφωνία είχε έλθει με τους ανωτέρω οργανισμούς, και να προβεί η Άλφα Κόπυ ΑΕ στην αποστολή στις 29-9-2003 φορητών τηλεφώνων σε αριθμό 3.242 συνολικής αξίας 820.554 ευρώ, που περιήλθαν στην κατοχή του, τα οποία διέθεσε εν τέλει ο ίδιος σε τρίτα πρόσωπα αμέσως μετά την παραλαβή τους εισπράττοντας 1.200.640,16 ευρώ και ζημιώνοντας την περιουσία της "Άλφα Κόπυ ΑΕ" κατά το ποσό αυτό, Στην παραπάνω δε ενέργεια της αποστολής των εμπορευμάτων και την πώληση τους δίχως άμεση καταβολή του τιμήματος δεν θα προέβαινε η "Άλφα Κόπυ ΑΕ" εάν γνώριζε ότι η ανάθεση τους θα γίνονταν στην .... και όχι στους οργανισμούς ...., ... και ...., όπως αναληθώς δηλώθηκε από αυτόν. Περαιτέρω ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1, στα Σκόπια και στη..... κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Σεπτέμβριο 2003 έως Φεβρουάριο 2004, ως διευθυντής της "Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ" βάσει του από ... καταστατικού της και της από .... συμβάσεως εργασίας δικαιούμενος να καταρτίσει συμβάσεις για λογαριασμό της και να διαχειρίζεται την περιουσία της, κατάρτισε συμβάσεις πωλήσεως φορητών τηλεφώνων με νομικά και φυσικά πρόσωπα στα Σκόπια με πίστωση του τιμήματος και όχι καταβολής τοις μετρητοίς, ως όφειλε να πράξει, το τίμημα των οποίων δεν εισέπραξε, προβαίνοντας σε πίστωση αυτού, δίχως να εξασφαλίσει κατ' ουδένα τρόπο εγγυήσεις αποπληρωμής του δι' εμπραγμάτου ασφαλείας εγγυητικών επιστολών, ή άλλο τρόπο ζημιώνοντας έτσι κατά τα ανωτέρω ποσά την περιουσία της "Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ", που ο ίδιος επιμελείτο και διαχειρίζετο. Όσον αφορά την δεύτερη εκκαλούσα - κατηγορούμενη Χ2 συνέδραμε τον συγκατηγορούμενό της υλικώς δια της τηρήσεως των λογιστικών βιβλίων και των εγγραφών των πιστώσεων, που αφορούσαν άμεσα στο να εμφαίνεται ως οικονομικώς και λογιστικώς σωστή η "Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ" και ψυχικώς δια της εξασφαλίσεως εκ μέρους της σιγής ως προς τα σχέδια και τη δράση του στη μεταβίβαση προς την BOSS Gradba 3.242 τεμαχίων κινητών τηλεφώνων, που επέφερε σ' αυτόν παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 1.200.640,00 Ευρώ με αντίστοιχη ζημία της "Άλφα Κόπυ ΑΕ" ". Ακολούθως το βούλευμα ασχολείται με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, τους οποίους και απορρίπτει. Ακόμη το άνω βούλευμα αναφέρει ότι "πρέπει να σημειωθεί ότι το αδίκημα της απλής συνέργειας της δεύτερης κατηγορουμένης αναφέρεται σε συνδρομή της στην αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, που φέρεται ότι διέπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος και σε ελληνικό έδαφος και συγκεκριμένα και στη .... (άρθρο 5 παρ. 1 ΠΚ). Από τα άνω διαλαμβανόμενα προκύπτει σαφώς ότι το πληττόμενο βούλευμα αναφέρει όλα εκείνα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκομένων εγκλημάτων. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 47, 386 παρ. 3 περ. β και 390 ΠΚ και δεν παρατηρείται μεταξύ του διατακτικού και του σκεπτικού καμία αντίφαση και δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας. Επειδή από το άρθρο 482 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι κατά της διάταξης του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με την οποίαν αυτό αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να αρθούν οι περιοριστικοί όροι των άρθρων 282 επομ. ΚΠΔ, δεν συγχωρείται αίτηση με την οποίαν να ζητείται η αναίρεσή της.
Συνεπώς και ο λόγος αυτός που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες ότι σιωπηρά το πληττόμενο βούλευμα απέρριψε την αίτησή των περί ανακλήσεως των υπ' αριθμόν 56/2005 και 57/2005 διατάξεων του ανακριτή Θεσσαλονίκης, δια των οποίων τους επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι, και για το λόγο αυτό πρέπει να αναιρεθεί το άνω πληττόμενο βούλευμα για παραβίαση του άρθρου 282 Κ.Π.Δ. και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος (ΑΠ 1532/1986 Π.Χ. ΛΖ σελ. 194 εν τέλει).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:1) να απορριφθούν οι υπ' αριθμόν 1/2008 και 2/2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμόν 895/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και 2) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αυτής στους άνω αιτούντας. Αθήνα 19-3-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρουση ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παράγωγο αίτιο παραπλανήθηκε κάποιος και προέβησαν επιζήμία για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ)βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Εξ' άλλου, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.....β)αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ". Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η επέλευση βλάβης στη περιουσία τρίτου προσώπου της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση ή την επιμέλεια με βάση το νόμο ή την δικαιοπραξία, υποκειμενικώς δε δόλος και μάλιστα άμεσος δηλαδή γνώση, ότι με την πράξη του αυτή επιφέρει ζημία στην περιουσία τρίτου προσώπου. Τέλος, κατ' άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του άρθρου 46 παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιοδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά τη τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε ο τελευταίος τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλικά ή ψυχικά, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά τη τέλεση της αξιόποινης πράξης και που δεν είναι άμεση, εν γνώσει αυτού, που την παρέχει, για την τέλεση από τον αυτουργό ορισμένου εγκλήματος. Περαιτέρω, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτουμένης ειδικούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη δε ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων, ούτε απαιτείται και προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο, για το σχηματισμό δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά απ' αυτά κατ' επιλογήν. Εξάλλου, ως αιτιολογία αρκεί και αναφορά του Συμβουλίου στην συσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα, όταν αυτή έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εάν όμως αυτή (πρόταση του Εισαγγελέα) είναι αναιτιολόγητη, τότε και το αναφερόμενο σ' αυτή βούλευμα, είναι αναιρετέο. Περαιτέρω ο δόλος δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως επί απάτης τον σκοπό του δράστη να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ίδιος ή τρίτος και την "εν γνώσει" επαγωγή ζημίας στην περιουσία άλλου, επί απιστίας. Η ύπαρξη του σκοπού του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, προκειμένου περί απάτης, καθώς και η ύπαρξη τέτοιου δόλου, προκειμένου περί απιστίας πρέπει να αιτιολογούνται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν αφενός την ύπαρξη του σκοπού να αποκομίσει ο δράστης ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, επί απάτης, και αφετέρου την γνώση επαγωγής της ζημίας στην περιουσία άλλου επί απιστίας, διαφορετικά το βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά την ανωτέρω έννοια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων"και από τη ρητή αναφορά του στα αναφερόμενα στην εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα: "Κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2003 ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 δήλωσε ψευδώς προς τους εκπροσώπους της εδρεύουσας στην Καλλιθέα Αττικής εταιρίας με την επωνυμία "Άλφα -Κόπυ- Μετοχική Εταιρία Εμπορίας ΑΕ" Γ1, γενικό διευθυντή της εταιρίας, και Νικόλαο Κυριαζή, εσωτερικό ελεγκτή αυτής, ότι έχει επιτύχει την κατάρτιση επωφελών συμφωνιών πωλήσεως φορητών τηλεφώνων σε οικονομικά ισχυρούς και απολύτως φερέγγυους πελάτες, όπως η στρατιωτική δύναμη ..., ο οργανισμός ... και το κυβερνών κόμμα .... ούτως ώστε να καθίσταται αναγκαία, για την υλοποίηση της προβαλλομμένης συμφωνίας η άμεση παράδοση προς αυτόν κι αποστολής στη θυγατρική εταιρία Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ, μεγάλου αριθμού φορητών τηλεφώνων προς άμεση παράδοση, στους αγοραστές με πίστωση μάλιστα του συμφωνηθέντος τιμήματος, την καταβολή του οποίου παράστησε ως βεβαία κατ' απόκλισιν από την πρακτική της Άλφα Κόπυ ΑΕ να εισπράττει άμεσα το τίμημα εκάστης πωλήσεως, η οποία δικαιολογείτο και επεβάλλετο από το ύψος της συναλλαγής και την επέκταση των δραστηριοτήτων της, με συνέπεια να παραπλανήσει τους υπευθύνους αυτής δια των ανωτέρω ψευδών δηλώσεων του, διότι σε ουδεμία συμφωνία είχε έλθει με τους ανωτέρω οργανισμούς, και να προβεί η Άλφα Κόπυ ΑΕ στην αποστολή στις 29-9-2003 φορητών τηλεφώνων σε αριθμό 3.242, συνολικής αξίας 820.554 ευρώ, που περιήλθαν στην κατοχή του, τα οποία διέθεσε εν τέλει ο ίδιος σε τρίτα πρόσωπα αμέσως μετά την παραλαβή τους εισπράττοντας 1.200.640,16 ευρώ και ζημιώνοντας την περιουσία της "Άλφα Κόπυ ΑΕ" κατά το ποσό αυτό. Στην παραπάνω δε ενέργεια της αποστολής των εμπορευμάτων και την πώληση τους δίχως άμεση καταβολή του τιμήματος δεν θα προέβαινε η "Άλφα Κόπυ ΑΕ" εάν γνώριζε ότι η ανάθεση τους θα γίνονταν στην ..... και όχι στους οργανισμούς ....., .... και ..., όπως αναληθώς δηλώθηκε από αυτόν. Περαιτέρω ο πρώτος εκκαλών -κατηγορούμενος Χ1, στα Σκόπια και στη ..... κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Σεπτέμβριο 2003 έως Φεβρουάριο 2004, ως διευθυντής της "Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ" βάσει του από ..... καταστατικού της και της από ... συμβάσεως εργασίας δικαιούμενος να καταρτίσει συμβάσεις για λογαριασμό της και να διαχειρίζεται την περιουσία της, κατάρτισε συμβάσεις πωλήσεως φορητών τηλεφώνων με νομικά και φυσικά πρόσωπα στα Σκόπια με πίστωση του τιμήματος και όχι καταβολής τοις μετρητοίς, ως όφειλε να πράξει, το τίμημα των οποίων δεν εισέπραξε, προβαίνοντας σε πίστωση αυτού, δίχως να εξασφαλίσει κατ' ουδένα τρόπο εγγυήσεις αποπληρωμής του δι' εμπραγμάτου ασφαλείας εγγυητικών επιστολών, ή άλλο τρόπο ζημιώνοντας έτσι κατά τα ανωτέρω ποσά την περιουσία της "Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ", που ο ίδιος επιμελείτο και διαχειρίζετο. Όσον αφορά την δεύτερη εκκαλούσα - κατηγορούμενη Χ2 συνέδραμε τον συγκατηγορούμενό της υλικώς δια της τηρήσεως των λογιστικών βιβλίων και των εγγραφών των πιστώσεων, που αφορούσαν άμεσα στο να εμφαίνεται ως οικονομικώς και λογιστικώς σωστή η "Άλφα Κόπυ ΔΟΟΕΛ" και ψυχικώς δια της εξασφαλίσεως εκ μέρους της σιγής ως προς τα σχέδια και τη δράση του στη μεταβίβαση προς την .... 3242 τεμαχίων κινητών τηλεφώνων, που επέφερε σ' αυτόν παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 1.200.640,00 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της "Αλφα Κόπυ ΑΕ" που έθεσε στη διάθεσή του τα παραπάνω εμπορεύματα, προκειμένου να πωληθούν σε διεθνείς οργανισμούς και πολιτικά κόμματα, εξ αιτίας της παραπλάνησης των υπευθύνων της από τις ψευδείς δηλώσεις του πρώτου εκκαλούντος κατηγορουμένου - Χ1". Ακολούθως το προσβαλλόμενο βούλευμα ασχολείται με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων τους οποίους και απορρίπτει. Τέλος το ως άνω βούλευμα με δική του αυτοτελή σκέψη αναφέρει ότι "πρέπει να σημειωθεί ότι το αδίκημα της απλής συνέργειας της δεύτερης κατηγορουμένης αναφέρεται σε συνδρομή της στην αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, που φέρεται ότι διέπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος και σε Ελληνικό έδαφος και συγκεκριμένα και στη Θεσσαλονίκη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του (υπ' αριθμ. 895/2007) έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τέλεσης από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, Χ1 και Χ2, των αποδιδομένων σ' αυτούς πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων και για μεν τον πρώτο απ' αυτούς α)της απάτης με προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 ευρώ (κακουργηματικής απάτης) και β)της απιστίας κατ' εξακολούθηση για δε τη δεύτερη της απλής συνέργειας στην πράξη της απάτης με προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 ευρώ, του πρώτου απ' αυτούς και για το λόγο αυτό απέρριψε την ασκηθείσα από κάθε ένα από τους αναιρεσείοντες έφεση κατά του υπ' αριθμ. 92/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το ως άνω βούλευμα. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού δεν υπάρχει στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρεται το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αλλ' ούτε στο αιτιολογικό αυτού σε σχέση με την αυτοτελή παραδοχή που διαλαμβάνεται αλλ' ούτε στο διατακτικό αυτού, ειδική αιτιολογία του σκοπού αποκόμισης παράνομου περιουσιακού οφέλους του αναιρεσείοντος, Χ1, ως προς την απάτη σε βαθμό κακουργήματος, ούτε της γνώσης αυτού επαγωγής ζημίας στη περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας, με την επωνυμία "Άλφα Φωτοτυπική" και τον διακριτικό τίτλο "Άλφα Κόπυ ΑΕ" ως προς την απιστία. Συγκεκριμένα, όχι μόνο δεν εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο Εφετών συνήγαγε αφενός μεν την ύπαρξη του ως άνω σκοπού ως προς την κακουργηματική απάτη και αφετέρου την ύπαρξη της ανωτέρω γνώσης, ως προς την απιστία αναφορικά με τον προαναφερθέντα αναιρεσείοντα, αλλ' ούτε και γίνεται μνεία σ' αυτό (προσβαλλόμενο βούλευμα) ότι προέκυψε ότι αυτός είχε σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, προκειμένου περί της απάτης (κακουργηματικής), και ότι εγνώριζε ότι ζημίωσε την περιουσία της προεκτεθείσας εγκαλούσας εταιρείας προκειμένου περί της απιστίας. Κατ' ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης που προέβαλε ο ανωτέρω αναιρεσείων (Χ1) από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα, εν συνεχεία όμως πρέπει να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό, και ως προς την άλλο αναιρεσείουσα Χ2, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της πράξης για την οποία αυτή παραπέμφθηκε, σε σχέση με την πράξη της κακουργηματική απάτης, για την οποία παραπέμφθηκε ο πρώτος αναιρεσείων (απλή συνέργεια στη ανωτέρω πράξη της κακουργηματικής απάτης), παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ1 , αλλά και αυτών (λόγων αναίρεσης) της αναιρεσείουσας,Χ2. Μετά ταύτα δε πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο (Εφετών Θεσσαλονίκης), για εκ νέου συζήτηση, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, εφόσον αυτό είναι εφικτό (άρθρα 481 παρ. 1, 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ' αριθμ. 895/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί όμως από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή