Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ορισμένο των λόγων αυτών. Απόρριψη αυτών ως αβασίμων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2319/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ..., περί αναιρέσεως του υπ'αριθμ.261/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Y1.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 516/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 206/10-6-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθ. 48/2009 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης ..., κατά του υπ'αριθμ. 261/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2929/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε την κατηγορούμενη ... στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της απάτης από την οποία προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και συνήθεια και το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 5.000.000 δρχ. (14.673,51 ευρώ), καθώς και το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000,00€), κατ' εξακολούθηση (άρθρα 13 στ', 98 § § 1 και 2 και 386 § § 1 εδ. β'-α και 3α', β' Π.Κ.).
Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησε η αναιρεσείουσα την υπ'αριθμ. 560/11-11-2008 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απερρίφθη κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη η αναιρεσείουσα με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι εμπρόθεσμη, νομότυπη και παραδεκτή, αφού το βούλευμα επιδόθηκε σ'αυτή στις 10-3-2009 με θυροκόλληση και στον αντίκλητο δικηγόρο της Κων. Λαμπράκη στις 18-3-2009 και ασκήθηκε η αναίρεση στις 20-3-2009 υπό του προς τούτο εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου της Κων. Λαμπράκη, δικηγόρου Πειραιώς, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών και περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτούς της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 386 § § 1 εδ. α' και β' και 3 εδ. α' και β' Π.Κ. ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠοινΧρον. ΛΖ 162, ΑΠ 610/2002 ΠοινΔικ 2002.988). Ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος (ΟλΑΠ 293/67 Ποιν Χρον. ΙΖ 4857 ΑΠ 691/97 ΠοινΧρον. ΜΗ 176). Το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ, όπου προβλέπονται οι διακεκριμένες-κακουργηματικές μορφές απάτης είχε ως εξής "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το αρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και απέκτησε το εξής περιεχόμενο. "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και απέκτησε την ισχύουσα μορφή της, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 73.000 ευρώ).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Εξάλλου κατά το άρθρο 98 § 1 Π.Κ. εάν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 Π.Κ., να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 29/2005).
Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Π. Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33). Ακόμη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν με το βούλευμά του το Συμβούλιο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο (δείτε ΑΠ 431/2007 Π. Χρ. ΝΖ/502). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 261/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση της παρ'αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία της κατηγορουμένης και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη γνώρισε τον Y1 μέσω του υπαλλήλου του M1 στον οποίο δήλωσε ότι έχει στην κατοχή της προς διάθεσιν 21.000.-μετοχές της εταιρείας με την επωνυμία "..." τις οποίες του πρότεινε να αγοράσει ως καλή επένδυση. Την ίδια δήλωση περί ήδη απόκτησης των εν λόγω μετοχών από τον M2 είχε επαναληφθεί και στον M1 πρίν την επαφή της κατηγορουμένης με τον μηνυτή. Ο M2 ήταν μέτοχος της εταιρείας "..." και καταθέτει ένορκα ότι στην κατηγορουμένη πούλησε 5.000.- μετοχές της εν λόγω εταιρείας βάσει του από 20-9-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού συνεπώς αποδεικνύεται ότι η κατηγορουμένη δεν είχε διαθέσιμες προς πώλησιν 21.000.- αλλά 5.000.- μετοχές. Ο ίδιος μάρτυρας δηλώνει ότι μετεβιβάσθησαν οι μετοχές προς 1500.-δρχ. εκάστη. Ο μηνυτής πεισθείς στις ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης της κατέβαλε τμηματικά το συνολικό χρηματικό ποσό των 38.000.000 δραχμών (113.279,53 ευρώ) και συγκεκριμένα: την 21-9-2000 ποσό 11.000.000 δρχ για την αγορά 5.000 μετοχών, στις 23-10-2000 ποσό 8.400.000 δρχ, για την αγορά 4.000 μετοχών, στις 30-10-2000 ποσό 9.500.000 δρχ για την αγορά 5.000 μετοχών, στις 7-12-2000 ποσό 4.500:000 δρχ για την αγορά 3.000 μετοχών, στις 12-12-2000 ποσό 3.000.000 δρχ για την αγορά 2.000 μετοχών και στις 18-12001 ποσό 2.200.000 δρχ για την αγορά 2.000 μετοχών, συνταχθέντων αυθημερόν των σχετικών ιδιωτικών συμφωνητικών. Το σύνολο των χρημάτων αυτών ανέρχεται σε 38.600.000 δραχμές που αντιστοιχεί σήμερα σε 113.279,53 ευρώ. Οι μετοχές ουδέποτε παρεδόθησαν στον μηνυτή αλλά ούτε τα χρήματα απεδόθησαν , διότι ως απεδείχθη η κατηγορουμένη δεν είχε ποτέ στα χέρια της τις πωληθείσες μετοχές ούτε είχε δικαίωμα να πωλεί την ποσότητα που υποσχέθηκε. Η κατηγορουμένη αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο M2 της είχε μεταβιβάσει τις μετοχές και ότι η αγοραπωλησία αυτή έγινε με έξι ιδιωτικά συμφωνητικά που είχαν γίνει μεταξύ της ιδίας και του τελευταίου αλλά η θέση της αυτή ανατρέπεται από την κατάθεση του M2. Οι θέσεις της υπεράσπισης δεν στηρίζονται σε σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία που να μπορούν να ανατρέψουν την εις βάρος της κατηγορίας δημιουργηθείσα εικόνα από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων .Εξ άλλου η κατηγορουμένη έχοντας την ιδιότητα της υπαλλήλου άλλης εταιρείας διαβιβάσεως εντολών είχε ήδη αποκτήσει σοβαρές γνώσεις περί τις χρηματιστηριακές συναλλαγές και συνεπώς ώφειλε να γνωρίζει τους κινδύνους των συμφωνιών αυτών. Ο τρόπος με τον οποίον ενήργησε η κατηγορουμένη δηλαδή το γεγονός ότι καθ' ομολογίαν της πώλησε εκτός χρηματιστηρίου μετοχές με την επιπλέον υπόσχεση ότι η εταιρεία θα εισήγετο άμεσα στο χρηματιστήριο και το γεγονός ότι προέβη σε διαδοχικές συμφωνίες σε μικρό χρονικό διάστημα, δείχνει ότι είχε εκπονήσει σχέδιο το οποίο υλοποιούσε σταδιακά ενώ εάν επρόκειτο για απλή αποτυχία μιας συμφωνίας, θα υπήρχε μόνο μία σύμβαση. Εξ άλλου η χρησιμοποίηση των γνωριμιών της για την εξεύρεση πελατείας δείχνει ότι η κατηγορουμένη είχε διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης και αποδεικνύεται, ότι η πράξη είχε σαν στόχο να αποφέρει τα οικονομικά οφέλη και να προκαλέσει την αντίστοιχη ζημία που προέκυψε από τις μερικότερες παράνομες πράξεις η οποία θα μπορούσε να έχει ακόμη περισσότερο διογκωθεί εάν συνέχιζε η παράνομη δραστηριότητα που ανεκόπη από την αποκάλυψη της. Επομένως η κατηγορία είναι απόλυτα θεμελιωμένη και πρέπει να εξετασθεί δια ζώσης στο ακροατήριο".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διά της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση της παρ'αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της απάτης από την οποία προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και συνήθεια και το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 5.000.000 δραχμές (15.000 €), καθώς και το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 €), κατ'εξακολούθηση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο βούλευμα, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προκαταρτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο να δικασθεί για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη, η οποία προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 13 στ', 98 και 386 § § ια,β και 3αβ του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθώς και οι σκέψεις του διά των οποίων αποφάνθηκε την απόρριψη της ανωτέρω εφέσεως της αναιρεσείουσας ως ουσία αβάσιμης. Να αναφερθεί δε ότι η αναιρεσείουσα διά του πρώτου των παραπάνω λόγων της αναίρεσής της βάλλει κυρίως κατά της αναιρετικά ανέλεγκτης, εσφαλμένης κατ'αυτήν εκτίμησης και αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το προσβαλλόμενο βούλευμα (δείτε και ΑΠ 414/07 Π.Χρ. ΝΗ/65).
Κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων αβάσιμη στην ουσία της ελέγχεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Να απορριφθεί δε το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας προς παροχή διευκρινίσεων, καθ'όσον με το περιεχόμενο της αναίρεσής της, πλήρως εξέθεσε τις απόψεις της και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ'ουσία η υπ'αριθ. 48/2009 αίτηση αναίρεσης της ..., κατά του υπ'αριθμ. 261/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα. Να απορριφθεί δε και το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Αθήνα 14 Μαϊου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτική την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα της αναιρεσείουσας, διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης "όπως διατάξει το συμβούλιο του Αρείου Πάγου την αυτοπρόσωπο εμφάνισή της ενώπιόν του, για να δώσει διευκρινίσεις επί των θεμάτων που αναφέρει". Το αίτημα όμως αυτό είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναίρεσης του βουλεύματος (έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου), ώστε παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Εξάλλου, ως προς το αίτημα της αναιρεσείουσας να γνωρίσει το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο αυτό (άρθρο 308 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ) αυτό έγινε ήδη δεκτό και αυτή έλαβε γνώση της σχετικής εισαγγελικής πρότασης (βλ. την από 11-6-2009 σχετική σημείωση στην αρχή της ανωτέρω εισαγγελικής πρότασης).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωσή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠοινΧρον. ΛΖ 162). Ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος (Ολ. ΑΠ 293/67, ΑΠ 1656/2007). Περαιτέρω - το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ.3 ΠΚ, όπου προβλέπονται οι διακεκριμένες-κακουργηματικές μορφές απάτης είχε ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το άρθρο 1 παρ.11 του Ν.2408/1996 και απέκτησε το εξής περιεχόμενο: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/1999 και απέκτησε την ισχύουσα μορφή της, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη κατ' άρθρ. 5 Ν.2943/2001 15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη κατ' άρθρ. 5 Ν.2943/2001 73.000 ευρώ). Ακόμη περαιτέρω κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Εξάλλου κατά το άρθρο 98 §1 ΠΚ, εάν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 §1 ΠΚ, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 §1 εδ. α' του Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Η απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για τα οποία ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και τέλος οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση όμως ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συνίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο υπ' αριθμ. 261/2009 βούλευμά του, δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην ειδική και εμπεριστατωμένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτό αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των καταθέσεων των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντα που νόμιμα εξετάσθηκαν, των εγγράφων της δικογραφίας και της απολογίας της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, αποδείχθηκαν τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη γνώρισε τον Y1 μέσω του υπαλλήλου του M1 στον οποίο δήλωσε ότι έχει στην κατοχή της προς διάθεση 21.000 μετοχές της εταιρείας με την επωνυμία "..." τις οποίες του πρότεινε να αγοράσει ως καλή επένδυση. Την ίδια δήλωση περί ήδη απόκτησης των εν λόγω μετοχών από τον M2 είχε επαναληφθεί και στον M1 πριν την επαφή της κατηγορουμένης με τον μηνυτή. Ο M2 ήταν μέτοχος της εταιρείας "..." και καταθέτει ένορκα ότι στην κατηγορουμένη πούλησε 5.000 μετοχές της εν λόγω εταιρείας βάσει του από 20-9-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού συνεπώς αποδεικνύεται ότι η κατηγορουμένη δεν είχε διαθέσιμες προς πώλησιν 21.000 αλλά 5.000 μετοχές. Ο ίδιος μάρτυρας δηλώνει ότι μεταβιβάσθηκαν οι μετοχές προς 1.500 δρχ. εκάστη. Ο μηνυτής πεισθείς στις ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης της κατέβαλε τμηματικά το συνολικό χρηματικό ποσό των 38.000.000 δραχμών (113.279,53 ευρώ) και συγκεκριμένα: την 21-9-2000 ποσό 11.000.000 δρχ για την αγορά 5.000 μετοχών, στις 23-10-2000 ποσό 8.400.000 δρχ, για την αγορά 4.000 μετοχών, στις 30-10-2000 ποσό 9.500.000 δρχ για την αγορά 5.000 μετοχών, στις 7-12-2000 ποσό 4.500.000 δρχ για την αγορά 3.000 μετοχών, στις 12-12-2000 ποσό 3.000.000 δρχ για την αγορά 2.000 μετοχών και στις 18-1-2001 ποσό 2.200.000 δρχ για την αγορά 2.000 μετοχών, συνταχθέντων αυθημερόν των σχετικών ιδιωτικών συμφωνητικών. Το σύνολο των χρημάτων αυτών ανέρχεται σε 38.600.000 δραχμές που αντιστοιχεί σήμερα σε 113.279,53 ευρώ. Οι μετοχές ουδέποτε παρεδόθησαν στον μηνυτή αλλά ούτε τα χρήματα απεδόθησαν, διότι ως απεδείχθη η κατηγορουμένη δεν είχε ποτέ στα χέρια της τις πωληθείσες μετοχές ούτε είχε δικαίωμα να πωλεί την ποσότητα που υποσχέθηκε. Η κατηγορουμένη αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο M2 της είχε μεταβιβάσει τις μετοχές και ότι η αγοραπωλησία αυτή έγινε με έξι ιδιωτικά συμφωνητικά που είχαν γίνει μεταξύ της ιδίας και του τελευταίου αλλά η θέση της αυτή ανατρέπεται από την κατάθεση του M2. Οι θέσεις της υπεράσπισης δεν στηρίζονται σε σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία που να μπορούν να ανατρέψουν την εις βάρος της κατηγορίας δημιουργηθείσα εικόνα από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων. Εξ άλλου η κατηγορουμένη έχοντας την ιδιότητα της υπαλλήλου άλλης εταιρείας διαβιβάσεως εντολών είχε ήδη αποκτήσει σοβαρές γνώσεις περί τις χρηματιστηριακές συναλλαγές και συνεπώς όφειλε να γνωρίζει τους κινδύνους των συμφωνιών αυτών. Ο τρόπος με τον οποίον ενήργησε η κατηγορουμένη, δηλαδή το γεγονός ότι καθ' ομολογίαν της πώλησε εκτός χρηματιστηρίου μετοχές με την επιπλέον υπόσχεση ότι η εταιρεία θα εισήγετο άμεσα στο χρηματιστήριο και το γεγονός ότι προέβη σε διαδοχικές συμφωνίες σε μικρό χρονικό διάστημα, δείχνει ότι είχε εκπονήσει σχέδιο το οποίο υλοποιούσε σταδιακά ενώ εάν επρόκειτο για απλή αποτυχία μιας συμφωνίας, θα υπήρχε μόνο μια σύμβαση. Εξ άλλου η χρησιμοποίηση των γνωριμιών της για την εξεύρεση πελατείας δείχνει ότι η κατηγορουμένη είχε διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης και αποδεικνύεται, ότι η πράξη είχε σαν στόχο να αποφέρει τα οικονομικά οφέλη και να προκαλέσει την αντίστοιχη ζημία που προέκυψε από τις μερικότερες παράνομες πράξεις η οποία θα μπορούσε να έχει ακόμη περισσότερο διογκωθεί εάν συνέχιζε η παράνομη δραστηριότητα που ανεκόπη από την αποκάλυψή της. Επομένως η κατηγορία είναι απόλυτα θεμελιωμένη και πρέπει να εξετασθεί δια ζώσης στο ακροατήριο".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προς στήριξη κατά της κατηγορουμένης επ' ακροατηρίου κατηγορίας για απάτη σε βαθμό κακουργήματος, απέρριψε την υπ' αριθμ. 560/11-11-2008 έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το υπ' αριθμ. 2929/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί για την ως άνω πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 του ΠΚ, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Εξάλλου υφίσταται ειδική αιτιολογία ως προς τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της κατ' επάγγλεμα και κατά συνήθεια τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, δεδομένου ότι η φερόμενη ως κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος αυτού, κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου, στοιχειοθετεί τις επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις, καθόσον παρατίθενται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδεικνύουν την εν γένει υποδομή που είχε διαμορφώσει η αναιρεσείουσα και την από την επανειλημμένη τέλεση της σταθερής ροπής της στη διάπραξη της κακουργηματικής απάτης.
Συνεπώς η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας ως προς την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της απάτης είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ο ίδιος ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης (έλλειψη αιτιολογίας) κατά το μέρος με το οποίο επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων) και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον με τον τρόπο αυτό προβάλλονται η αναιρετική ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγησή τους από το δικαστικό συμβούλιο. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Μαρτίου 2009 αίτηση της ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 261/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ