Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πολιτική αγωγή, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Ανώνυμη εταιρία, Απαράδεκτο ποινικής δίωξης.
Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής, Ποιος ο εγκαλών και πολιτικώς ενάγων όταν η εκδότρια είναι ανώνυμη εταιρία. Νομιμοποίηση πολιτικώς ενάγοντος μέλους του ΔΣ της εταιρίας που του έχει δοθεί σχετική εξουσία για αντιπροσώπευση της ΑΕ για την υποβολή έγκλησης και παράσταση ως πολιτικώς ενάγουσας στην ποινική δίκη για την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1765/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, o οποίος ορίσθηκε με την 42/2009 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 63246/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ασημακόπουλο και με πολιτικώς ενάγουσα την "ΑΤΕ ΛΗΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ" με τον διακριτικό τίτλο "ΑΤΕ LEASING A.E.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από την Ψ και που στο ακροατήριο παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Μπάτσου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 32/16.05.2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 922/2008.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 16-5-2008 και υπ' αριθμ. έκθεσης 32/2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 63246/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, με την παρουσία όλων των διαδίκων.
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", (όπως αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 1325/1972), "ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά του οποίου δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά του χρόνου, της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α' του ν. 2408/1996 προστέθηκε στο άρθρο 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάστασή του, παράγραφος 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη ( του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠοινΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ.1 του ν.2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικόν δύναται να ορίσει ότι εν ή πλείοντα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ.1 ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ.4 του ν.2339/1995, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν.2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ.1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ.1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ.2 και 22 παρ. 3 του άνω ν.2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσωπήσεως της. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ.2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ.3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (Ολ.ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ.2 ή 22 παρ.3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ.2 ή 22 παρ,3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 5/2006, 6/2006). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι'αυτό κατά νόμο όροι.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του βασίμου των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε δε δεύτερο βαθμό, με την υπ' αριθμ. 63246/2007 απόφασή του, που εκδόθηκε κατ' έφεση κατά της υπ' αριθμ. 98801/2004 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί σε βάρος του Χ για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, λόγω μη νομότυπης υποβολής εγκλήσεως από την παθούσα εταιρεία με την επωνυμία "ΑΤΕ ΛΗΖΙΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ και τον διακριτικό τίτλο "ΑΤΕ LEASING AE". Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την προαναφερόμενη ποινική δίωξη είναι η ακόλουθη: "... Στην κρινόμενη υπόθεση, κατά του κατηγορουμένου Χ ασκήθηκε ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, πράξη που όπως προαναφέρεται διώκεται κατ' έγκληση. Την έγκληση κατά του κατηγορουμένου υπέβαλε η φερομένη ως παθούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΤΕ ΛΗΖΙΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΤΕ LEASING AE", με το από 25-9-2003 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και ενεχείρισε στις 26-9-2003 στον Εισαγγελέα αυτού του Δικαστηρίου η ΑΑ, στην οποία (έγκληση) αναφέρεται ότι εκπροσωπεί την εγκαλούσα δυνάμει του υπ'αριθμ. ... ειδικού πληρεξουσίου. Με το ως άνω ειδικό πληρεξούσιο ο ΒΒ, ως Διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. της εγκαλούσας και εκπροσωπών αυτή σύμφωνα με το καταστατικό της, σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. ... πρακτικό του Δ.Σ. διόρισε ειδική πληρεξουσία της εγκαλούσας εταιρείας την προαναφερόμενη ΑΑ με την εντολή να υποβάλει την ως άνω έγκληση κατά του κατηγορουμένου. Όμως το ως άνω υπ' αριθμ. ... πρακτικό του Δ.Σ., με το οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση της εταιρείας στον προαναφερόμενο ΒΒ, ο οποίος με την σειρά του εξουσιοδότησε για την υποβολή της μήνυσης την ανωτέρω τρίτη ΑΑ, εκτός του ότι δεν προσαρτάται στην παραπάνω έγκληση, δημοσιεύθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών στις 17-10-2003, δηλαδή μετά και την παροχή της πληρεξουσίας της στον ΒΒΒ και την υποβολή της ανωτέρω έγκλησης από την ΑΑ. Ενόψει αυτών, η υποβολή της παραπάνω έγκλησης κατά του κατηγορουμένου δεν είναι νομότυπη, γι'αυτό και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370 περιπτ. γ ΚΠΔ η ποινική δίωξη αυτού πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, κατ' αποδοχή της σχετικής ένστασής του και τη σύμφωνη εισαγγελική πρόταση". Με αυτά όμως που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του και κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα κατ' άρθρο 501 παρ. 1 περ. Η' ΚΠΔ, γιατί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, ο ως άνω αντιπρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρείας ΒΒ ενήργησε ως καταστατικό όργανο αυτής σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του από 22-5-2007 οικείου καταστατικού της εγκαλούσας εταιρίας με το οποίο είχε παρασχεθεί στον προαναφερόμενο διευθύνοντα σύμβουλο και αντιπρόεδρο της Α.Ε. η εξουσία να διορίζει πληρεξουσίους για την έγερση αγωγών και υποβολή εγκλήσεων, η ίδια δε εξουσία παρασχέθηκε σ'αυτόν και με το υπ' αριθ. ... πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου. Μνεία του ανωτέρω πρακτικού γίνεται στο υπ' αριθμ. ... ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Λάβδα-Μπόμπου που είχε προσαρτηθεί στην υπό την ίδια ημερομηνία υποβληθείσα στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών έγκληση. Το ως άνω πρακτικό του οποίου δεν αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο και ο χρόνος κατάρτισής του, καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο (Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών) της Νομαρχίας Αθηνών στις 17-10-2003 και η σχετική ανακοίνωση του Νομάρχη Αθηνών δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) στις 20.10.2003. Επομένως, ενόψει του ότι η ολοκλήρωση του ως άνω διορισμού της ΑΑ για την υποβολή της εγκλήσεως της ως άνω ανώνυμης εταιρείας κατά του Χ έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο της εγχειρίσεως της εγκλήσεως (1-4-2003 και 26-9-2003 αντίστοιχα), δεν ήταν αναγκαίο να προηγηθεί και η καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών του εν λόγω πρακτικού και περαιτέρω η δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης του οικείου Νομάρχη στο ΦΕΚ. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που έκρινε αντιθέτως και κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ως βάσιμη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που πρέπει να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 63246/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Αυγούστου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ