Αριθμός 855/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Σοφία Πολύζου-Θεοχαρίδη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Των αναιρεσειόντων: 1) …., 7) Χ. συζ. Ι. Τ., το γένος Μ. και Ε. Λ., κατοίκου …., ατομικά και ως οριστική δικαστική συμπαραστάτρια, δυνάμει της με αριθ. 2632/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, του επομένου: 8) Ι. Τ. του Δ., κατοίκου …, 9) …, 29) Α. Τ., κατοίκου ..., ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "AL SALAM INVESTMENT S.A." που εδρεύει στην Μονρόβια Λιβερίας και διατηρεί γραφείο στον Πειραιά, επί της οδού Αφεντούλη αριθ. 11, και εκπροσωπείται νόμιμα, 30) Φ. Χ. του Χ., Δικηγόρου (AM ΔΣΑ …), κατοίκου …., 31) …., 33) Ε. Σ. του Ι., (AM ΔΣΑ …), δικηγόρου, κατοίκου …., 34) Της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΙΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ- ΠΑΝΟΡΜΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΟΕ", η οποία έχει λυθεί και είχε την έδρα της στον … (οδός ...) και ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 35) Ι. Π. του Π., κατοίκου …. Ο 30ος αναιρεσείων Φ. Χ. του Χ., δικηγόρος (AM ΔΣΑ ….), παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Οι λοιποί αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις για όλους τους αναιρεσείοντες.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλική Αναστασάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις.
Β. Του αναιρεσείοντος: Ο.Τ.Α. με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ", που εδρεύει στο Λαύριο και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχό του Δ. Λ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Τσώνο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλική Αναστασάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις.
Γ. Της αναιρεσείουσας: Σ. - Θ. Σ. του Ι., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτρη Παπαγιαννάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σταυρούλα-Σοφία Σταυροπούλου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις.
Δ. Του αναιρεσείοντος: Ε. Σ. του Ι., Δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σταυρούλα - Σοφία Σταυροπούλου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-1-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1169/2010 μη οριστική, 1473/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 759/2018 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν: οι υπό στοιχείο Α αναιρεσείοντες με την από 9-5-2018 αίτησή τους, το υπό στοιχείο Β αναιρεσείον με την από 18-2-2019 αίτησή του, η υπό στοιχείο Γ αναιρεσείουσα με την από 6-2-2019 αίτησή της και ο υπό στοιχείο Δ αναιρεσείων με την από 22-2-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 Κ.Πολ.Δ.) το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκείμενη περίπτωση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν: 1) η από 9-5-2018 αίτηση αναίρεσης των Γ. Χ. κ.λ.π., 2) η από 18-2- 2019 αίτηση αναίρεσης του Ο.Τ.Α με την επωνυμία "Δήμος ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ", 3) η από 6-2-2019 αίτηση αναίρεσης της Σ.- Θ. Σ. και 4) η από 22-2-2019 αίτηση αναίρεσης του Ε. Σ., οι οποίες στρέφονται κατά της 759/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν επειδή είναι συναφείς και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 104 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο η προς τον οποίο πληρεξουσιότητα, ειδικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, δίδεται είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά (ΚΠολΔ 96 § 3) και παρέχει το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που την έδωσε, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις, που αφορούν την διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται, πλην άλλων, και η άσκηση ενδίκων μέσων, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες, που δημιουργούνται. Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο, ελέγχει, αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη της πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (Ολ.ΑΠ 13/2008). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 495, 553 παρ. 1, 576 παρ. 2 και 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, επί ερημοδικίας του φερομένου ως ασκήσαντος την αναίρεση διαδίκου, χωρίς την απόδειξη της υπάρξεως πληρεξουσιότητας αυτού προς τον υπογράψαντα αυτή (αναίρεση) δικηγόρο, η τελευταία απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αφού η έλλειψη της πληρεξουσιότητας συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση και άνευ ετέρου, την ακυρότητα όλων των διαδικαστικών πράξεων, μεταξύ των οποίων η άσκηση ενδίκων μέσων (όπως, εν προκειμένω, της αναίρεσης), που επιχειρήθηκαν χωρίς τη συνδρομή της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 555 του ΚΠολΔ, "δεύτερη αναίρεση του ίδιου διαδίκου κατά της ίδιας απόφασης, ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι θεσπίζεται η απαγόρευση της ασκήσεως για δεύτερη φορά του ένδικου μέσου της αναιρέσεως από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας αποφάσεως ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο, ακόμη και αν οι λόγοι αναιρέσεως είναι διαφορετικοί σε κάθε αναίρεση.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκ των αναιρεσειόντων Ε. Σ.ς, άσκησε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου τις από 9-5-2018 (από κοινού με άλλους ομοδίκους του) και 22-2-2019 αιτήσεις αναίρεσης κατά της 759/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, κατά την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο, όσον αφορά την πρώτη από 9-5-2018 αίτηση, η επίσπευση της συζήτησης της οποίας γίνεται με επιμέλεια των αναιρεσειόντων (βλ. σχετική επισημείωση της επίδοσης της αίτησης στην πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσίβλητων του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Μ. Μ.) ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη, χωρίς όμως να αποδεικνύεται η χορήγηση σ' αυτόν ρητής πληρεξουσιότητας με συμβολαιογραφική πράξη. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του αναιρεσείοντος, προς τον υπογράφοντα ως άνω δικηγόρο για ν' ασκήσει την ένδικη αίτηση αναίρεσης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τον παραπάνω αναιρεσείοντα και ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 , 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, όσον αφορά την από 22-2-2019 αίτηση αναίρεσης, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας απόφασης (759/2018), αυτή είναι δεύτερη, σε σχέση με την πρώτη (από 9-5-2018) αίτηση, από την οποία δεν προκύπτει ότι ο ίδιος αναιρεσείων παραιτήθηκε με κάποιο νόμιμο τρόπο.
Επομένως και η εν λόγω αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με τις κρινόμενες (λοιπές) αιτήσεις αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 759/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που α) απέρριψε την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων 1) εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΙΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ-ΠΑΝΟΡΜΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Ο.Ε" και 2) Ι. Π. κατά της 1473//2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, κατά το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, μέρος, είχε γίνει εν μέρει δεκτή αρνητική της κυριότητας αγωγή του άρθρου 1108 ΑΚ των αναιρεσιβλήτων, στην οποία είχε σωρευθεί και αρνητική αναγνωριστική αγωγή του δικαιώματος της κυριότητας και β) δέχθηκε εν μέρει τις εφέσεις των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων: 1) Σ.-Θ. Σ., 2) Γ. Χ. κ.λ.π. (32 εκκαλούντες), 3) Π. Φ. κ.λ.π. (3 εκκαλούντες) και 4) Δήμου Λαυρεωτικής, και εξαφάνισε την ως άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μεταξύ άλλων, και κατά το μέρος που είχε απορρίψει ως ουσία αβάσιμες τις ενστάσεις των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης των εναγόντων, τις οποίες απέρριψε ως μη νόμιμες. Οι αιτήσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και, συνεπώς, είναι παραδεκτές [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1 και 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], ενώ για το παραδεκτό της συζητήσεως της αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Δήμου Λαυρεωτικής προσκομίζεται, κατ' άρθρο 72 παρ. 1 περ. ιγ' του Ν. 3852/2010, η υπ' αριθμ. 251/2018 εγκριτική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής αυτού. Επομένως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, όσον αφορά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την ένδικη υπόθεση, τα εξής: " Οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι, είναι συγκύριοι, η πρώτη και η τέταρτη κατά ποσοστό 2/16 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ο δεύτερος και ο τρίτος κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και η πέμπτη κατά ποσοστό 6/16 εξ αδιαιρέτου, ενός αγροτεμαχίου-κληροτεμαχίου με αριθμό "…", το οποίο βρίσκεται στην επικοισθείσα περιοχή του ..., στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Λαυρεωτικής. Το εν λόγω κληροτεμάχιο έχει επιφάνεια 4.647 τετρ. μέτρων, απεικονίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα "Α-Β-Γ-Γ1-Α" στο από 4-6-2008, τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού Ι. Γ., το οποίο φέρει τη δήλωση του Ν. 651/1977 ότι το ακίνητο βρίσκεται εκτός σχεδίου και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση και σύμφωνα με αυτό, συνορεύει, βόρεια με πλευρά "Α-Β", μήκους 81 μ., με ιδιοκτησία της εταιρείας "ΤΕΡΝΑ ΑΕ", ανατολικά, με πρόσωπο "Β- Γ', μήκους 57,14 μ., με οδό πλάτους 4μ., νότια, με πρόσωπο "Γ-Γ1", μήκους 25μ., με οδό και με πλευρά "Γ1-Δ", μήκους 56,65 μ., με ιδιοκτησία της εταιρείας "Μ. Β. Διεθνής Ανώνυμος Εταιρεία και Σία Ο.Ε" και δυτικά με πρόσωπο "Δ-Α", μήκους 57,14 μ., με οδό πλάτους 3,50 μ. Επίσης, το κληροτεμάχιο εμφαίνεται με τον αριθμό "…" στο με αριθμό πρωτοκόλλου …/…-5-2006 ακριβές απόσπασμα "Εκ των Κυρωμένων Κτηματολογικών Στοιχείων (με τη μέχρι σήμερα ενημέρωσή τους)", που περιλαμβάνει διάγραμμα και πίνακα για τις ιδιοκτησίες του συνολικού αγροκτήματος της περιοχής … της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής (τμήμα Τοπογραφικής και Κτηματολογίου). Ακόμα, απεικονίζεται με τον αριθμό "…" και τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα "ΑΒΓΔΑ" στο, από μηνός Ιανουαρίου 2011, τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Α. Κ., αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού, το οποίο συνοδεύει την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα δε με αυτό συνορεύει, βόρεια, με πλευρά "ΑΒ", μήκους 81 μ., με το "…" κληροτεμάχιο, ανατολικά, με πρόσωπο "ΒΓ", μήκους 57,20 μ., με αδιάνοικτη αγροτική οδό πλάτους 4 μ., προβλεπόμενη από τη διανομή του Υπουργείου Γεωργίας, δυτικά, με πρόσωπο "ΑΔ", μήκους 57,50 μ., με αδιάνοικτη αγροτική οδό πλάτους 4 μ., προβλεπόμενη από το Υπουργείο Γεωργίας και νότια, με πλευρά "ΓΔ", μήκους 81,65 μ." κατά ένα μέρος με αδιάνοικτη αγροτική οδό πλάτους 4 μ., προβλεπόμενη από το Υπουργείο Γεωργίας και κατά ένα μέρος με το "…" κληροτεμάχιο. Το ανωτέρω αγροτεμάχιο, κληροτεμάχιο με αριθμό "…", αποτελεί τμήμα του με αριθμό "…" κληροτεμαχίου Β κατηγορίας του ..., συνολικής επιφάνειας 22.499 τετρ. μέτρων, το οποίο είχε περιέλθει στην κυριότητα του κληρούχου Γ. Μ. του Κ., δυνάμει του …/….-7-1953 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας (Διεύθυνσης Εποικισμού), το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Λαυρεωτικής, στον τόμο "…" και με α.α "….". Μετά το θάνατο του ανωτέρω, στις 6-2-1959, το κληροτεμάχιο περιήλθε, με κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου, στη σύζυγο του Ε. χήρα Γ. Μ. και στα δύο τέκνα του Κ. Μ. και Α. Μ. του Γ., κατά ποσοστά 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, με τη νόμιμα μεταγεγραμμένη …/1964 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Λαυρίου Π. Τσιόκα και, ακολούθως, δυνάμει του …/…-7-1964 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Διονυσίου Λειβαθηνού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια παραπάνω βιβλία μεταγρ στον τόμο "….", με α.α "…", πώλησαν και μεταβίβασαν κατά κυριότητα το κληροτεμάχιο τούτο στον Δ. Π. του Ε., απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων. Εξάλλου, το αρχικό (μείζον) κληροτεμάχιο με αριθμό "…", εκτάσεως 22.499 τετρ. μέτρων, εμφαίνεται στο, από 16-7-1964, σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα Κ. Σ., που προσαρτάται στο ανωτέρω συμβόλαιο (…/1964) και, σύμφωνα με αυτό συνορεύει, βόρεια, με πλευρά μήκους 210 μ., με κληροτεμάχιο "…", πρώην ιδιοκτησίας Ν. Γ. του Δ. και Ε. Λ. του Γ., νότια, με πρόσωπο μήκους 210 μ., με αγροτικό δρόμο και πέρα από αυτόν με το "…" αγροτεμάχιο, πρώην ιδιοκτησίας Π. Γ. του Μ. και Α. Π. του Κ. και Α. Ρ. του Ν., ανατολικά, με πρόσωπο μήκους 107,14 μ., με αγροτικό δρόμο και πέρα από αυτόν κατά ένα μέρος με το "…." και κατά ένα μέρος με το "…" αγροτεμάχια, ιδιοκτησίας Δ. Π. του Γ. και δυτικά, με πρόσωπο μήκους 107,14 μ., με αγροτικό δρόμο και πέρα από αυτόν κατά ένα μέρος με το "….", κατά ένα μέρος με το "…" και κατά ένα μέρος με το "…" αγροτεμάχια, ιδιοκτησίας Φ. χήρας Σ. Σ.. Μεταγενέστερα, ο Δ. Π. του Ε., δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1976 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Καβαλέκα πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στην Εθνική Κτηματική Τράπεζα Ελλάδος ένα τμήμα του παραπάνω κληροτεμαχίου, επιφάνειας 17.852 τετρ. μέτρων και έτσι απέμεινε στην κυριότητά του το προπεριγραφέν κληροτεμάχιο με αριθμό "….". Μετά το θάνατο του Δ. Π. του Ε., στις 18-3-1981, το άνω κληροτεμάχιο "…." περιήλθε με κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου στη σύζυγο του Μ. χήρα Δ. Π., κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου και στα τέκνα του Σ. Π. του Δ. (δικαιοπάροχο των πρώτης, δεύτερου και τρίτου των εναγόντων) και Α. Π. του Δ. (δικαιοπάροχο των τέταρτης και πέμπτης των εναγόντων), στον καθένα κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, με τη νόμιμα μεταγεγραμμένη …/…-5-1982 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών Φρειδερίκης Στεφανάκη - Ανυφαντάκη. Στις 13-5-1982 απεβίωσε η Μ. χήρα Δ. Π. και το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της στο ανωτέρω κληροτεμάχιο (2/8 εξ αδιαιρέτου) περιήλθε εξ αδιαθέτου στα προαναφερόμενα τέκνα της, Σ. και Α. Π. του Δ., κατ' ισομοιρία, οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομιά της μητέρας τους με τη νόμιμα μεταγεγραμμένη …/…-7-1982 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της ανωτέρω συμβολαιογράφου Αθηνών Φρειδερίκης Στεφανάκη - Ανυφαντάκη και με τον τρόπο αυτό κατέστησαν συγκύριοι του κληροτεμαχίου, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, στις 7-8-1996, απεβίωσε ο Α. Π. του Δ. και, μετά την ακύρωση της …./….-10-1982 δημόσιας διαθήκης του, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών Φρειδερίκη Στεφανάκη, με την ήδη αμετάκλητη 103/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την τέταρτη και την πέμπτη των εναγόντων, σύζυγο και θυγατέρα του, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και 3/4 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, οι οποίες με την …/…-5-1999 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Χανίων Γρηγορίας Μαλεφάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχτηκαν την κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, στην οποία περιλαμβάνεται το 1/2 ή 8/16 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω κληροτεμαχίου. Επίσης, στις 10-8-2001, απεβίωσε ο Σ. Π. του Δ. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους τρεις πρώτους ενάγοντες, σύζυγο και τέκνα του, αντίστοιχα, κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου από την πρώτη και 3/8 εξ αδιαιρέτου από καθένα από τους δεύτερο και τρίτο από αυτούς. Για το κληρονομικό δικαίωμα αυτών εκδόθηκε, κατόπιν της 127/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το …/2002 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ στη συνέχεια, αυτοί με την …/….- 7-2008 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικόλαου Αναστασάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχτηκαν την κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, στην οποία περιλαμβάνεται το 1/2 εξ αδιαιρέτου ή 8/16 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω κληροτεμαχίου "…". Έτσι, με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου) οι ενάγοντες έγιναν συγκύριοι του "…" κληροτεμαχίου, κατά ποσοστά 2/16, 3/16, 3/16, 2/16 και 6/16 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο αρχικός δικαιοπάροχος των εναγόντων, Δ. Π., από το χρόνο που περιήλθε στην κυριότητά του το μείζον κληροτεμάχιο "…", επιφάνειας 22.499 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί το "…" κληροτεμάχιο, δυνάμει του προαναφερόμενου …/1964 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, επιλήφθηκε της νομής αυτού και άρχισε να ασκεί επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και με βάση τον προαναφερόμενο νόμιμο τίτλο, συνεχώς και αδιατάρακτα μέχρι το θάνατο του (18-3-1981). Συγκεκριμένα, το επισκεπτόταν, το επέβλεπε και το καθάριζε, ενώ περί το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1967 ανέθεσε την περίφραξη του όλου κληροτεμαχίου, με συρματόπλεγμα και πασσάλους, στην-επιχείρηση "Σ.", η οποία εντός του μηνός Μαρτίου του ίδιου έτους το περίφραξε αντί αμοιβής 25.000 δραχμών, όπως προκύπτει από την από 13-2-1967 προσφορά της άνω επιχείρησης, την από 14-2-1967 παραγγελία προς αυτήν του Δ. Π., καθώς και τις …/…-2-1967, …/….-3-1967, …/…-3-1967 και …/…-3- 1967 αποδείξεις εισπράξεως αμοιβής της ανωτέρω επιχείρησης. Επίσης, με την από 2-2-1973 επιστολή του απεύθυνε προσφορά πωλήσεως του μείζονος κληροτεμαχίου "…" προς την Εθνική Κτηματική Τράπεζα, στην οποία, στη συνέχεια, όπως προεκτέθηκε, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/…-9- 1976 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Καβαλέκα, μεταβίβασε κατά κυριότητα ένα τμήμα αυτού, εκτάσεως 17.852 τετρ. μέτρων και έτσι του απέμεινε το κληροτεμάχιο με τον αριθμό "…". Μετά το θάνατο το Δ. Π. (18-3-1981) η νομή του ανωτέρω κληροτεμαχίου "…" περιήλθε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, Μ. χήρα Δ. Π., Σ. Π. και Α. Π. (ΑΚ 983), οι οποίοι εξακολούθησαν να νέμονται το κληροτεμάχιο, ο καθένας κατά το προαναφερόμενο εξ αδιαιρέτου ποσοστό του, επισκεπτόμενοι και επιβλέποντες τούτο, με διάνοια συγκυρίων, καλή πίστη και νόμιμους τίτλους (τις προαναφερόμενες, νόμιμα μεταγεγραμμένες …/1982 και …/1982 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών Φρειδερίκης Στεφανάκη - Ανυφαντάκη), συνεχώς και αδιατάρακτα μέχρι το χρόνο του θανάτου τους, ήτοι μέχρι τις 13-5-1982 η Μ. χήρα Δ. Π., μέχρι τις 10-8-2001 ο Σ. Π. του Δ. και μέχρι τις 7-8-1996 ο Α. Π. του Δ.. Επίσης, μετά το θάνατο του Σ. Π. (10-8-2001) οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του (πρώτη, δεύτερος και τρίτη των εναγόντων) και του Α. Π. (7-8-1996) οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του (τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων), οι ενάγοντες στους οποίους μεταβιβάστηκε η νομή του κληροτεμαχίου (άρθρο 983 ΑΚ) εξακολούθησαν να νέμονται τούτο, ο καθένας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα το επισκέπτονταν, το επέβλεπαν και ανέθεσαν τη μέτρηση αυτού και τη σύνταξη σχετικών τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων, με διάνοια συγκυρίων, νόμιμους τίτλους (τις προαναφερόμενες, νόμιμα μεταγεγραμμένες, …/2008 και …/1999 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς των συμβολαιογράφων Αθηνών Νικολάου Αναστασάκη και Χανίων Γρηγορίας Μαλεφάκη, αντίστοιχα) και καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητά του. Έτσι, τόσο οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, ο καθένας από το χρόνο που το απέκτησε, μέχρι το χρόνο του θανάτου του, όσο και οι ενάγοντες, από το χρόνο που απέκτησε ο καθένας το εξ αδιαθέτου ποσοστό του στο κληροτεμάχιο, με την άσκηση επ' αυτού συνεχούς και αδιατάρακτης νομής, με διάνοια συγκυρίων, καλή πίστη και νόμιμους τίτλους και με προσμέτρηση στο δικό τους χρόνο νομής και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, ήτοι για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη δεκαετία, άλλως και ανεξάρτητα από καλή πίστη αυτών, νεμόμενοι τούτο για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, κατέστησαν συγκύριοι του κληροτεμαχίου και με πρωτότυπο τρόπο, τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τη διανομή που έλαβε χώρα το έτος 1949, κατά την αγροτική εποικιστική νομοθεσία, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου …/…-5-2006 ακριβές απόσπασμα εκ των κυρωμένων κτηματολογικών στοιχείων της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής (Τμήμα Τοπογραφικής και Κτηματολογίου), που περιλαμβάνει διάγραμμα και πίνακα των ιδιοκτησιών του συνολικού αγροκτήματος της εποικισθείσας περιοχής Λαυρίου (Σουνίου), προβλέφθηκε δρόμος, ο οποίος διέρχεται κατά μήκος της δυτικής πλευράς του άνω κληροτεμαχίου "…" των εναγόντων και εφάπτεται αυτής. Ο προβλεπόμενος αυτός δρόμος εξυπηρετεί ορισμένα κληροτεμάχια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το κληροτεμάχιο με αριθμό "…", επιφάνειας 9.938,38 τετρ. μέτρων, το οποίο είναι πλησιόχωρο του ανωτέρω "…" κληροτεμαχίου των εναγόντων, κείμενο νοτιοδυτικά αυτού και ανήκε κατά συγκυριότητα στους Φ. Χ. (πεντηκοστό τέταρτο εναγόμενο και ήδη τριακοστό δεύτερο εκκαλούντα στην από 12-1-2015 έφεση), Ν. - Σ. Κ. και Σ. Σ.. Περί το έτος 1991, η πεντηκοστή τρίτη εναγόμενη εταιρεία (ήδη πρώτη εκκαλούσα στην από 27-1-2015 έφεση και τους από 17-12-2015 πρόσθετους λόγους αυτής), με βάση την …/1990 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού γραφείου Μαρκοπούλου, η οποία αναθεωρήθηκε με την …/1991 άδεια του ίδιου Πολεοδομικού γραφείου, άρχισε να ανεγείρει επί του κληροτεμαχίου αυτού συγκρότημα εξοχικών κατοικιών, το οποίο διέπεται από την …/1991 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης Κλώνη - Καραλή, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, η κατασκευή του οποίου έχει αποπερατωθεί και έχει λάβει την ονομασία "...". Επί του συγκροτήματος αυτού οι παρακάτω εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, είναι ιδιοκτήτες μιας ή περισσότερων κατοικιών - οριζόντιων ιδιοκτησιών, ως εξής: Η δεύτερη εναγόμενη (ήδη πρώτη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) έχει δικαίωμα επικαρπίας στην υπό στοιχείο "18" κατοικία του παραπάνω συγκροτήματος, το οποίο απέκτησε δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/2008 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλ. Χριστοδούλου - Καλογιάννη, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο απέκτησαν δικαίωμα ψιλής κυριότητας επ' αυτής, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων (ήδη δεύτερος και τρίτη εκκαλούντες στην από 12-1-2015 έφεση). Ο όγδοος και ο ένατος των εναγόμενων (ήδη τέταρτος και πέμπτος των εκκαλούντων στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 5/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, της υπό στοιχείο "…." κατοικίας του συγκροτήματος, που περιήλθε σ' αυτούς, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, δυνάμει των νόμιμα μεταγεγραμμένων …/1993 και …/1997 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Κορνηλίας Αγγελοπούλου. Ο ενδέκατος εναγόμενος (ήδη έκτος εκκαλών στην από 12-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστικός κύριος της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1993 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης Κλώνη. Η δέκατη τρίτη εναγόμενη (ήδη έβδομη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία "…." κατοικίας του συγκροτήματος, που περιήλθε στην κυριότητά της, κατά το άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1993 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης Κλώνη Χριστοδούλου - Καλογιάννη. Η δέκατη τέταρτη εναγόμενη (ήδη όγδοη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκυρία, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος, που περιήλθε στην κυριότητά της, κατά το εν λόγω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1996 της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο δέκατος έκτος και η δέκατη έβδομη των εναγόμενων (ήδη ένατος και δέκατη των εκκαλούντων στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην συγκυριότητά τους με το νόμιμα μεταγεγραμμένο …/1993 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο δέκατος όγδοος εναγόμενος (ήδη δεύτερος εκκαλών στην από 27-1-2015 έφεση και στους από 17-12-2015 πρόσθετους λόγους αυτής) και η δέκατη ένατη εναγόμενη (ήδη ενδέκατη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, των υπό στοιχεία "…" και "…" κατοικιών του συγκροτήματος, οι οποίες περιήλθαν στην συγκυριότητα τους δυνάμει των νόμιμα μεταγεγραμμένων …/1993 και …/1997 συμβολαίων της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο εικοστός εναγόμενος (ήδη δωδέκατος εκκαλών στην από 12-1-2015 έφεση) έχει δικαίωμα επικαρπίας, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στην υπό στοιχείο "…" κατοικία του παραπάνω συγκροτήματος, το οποίο απέκτησε δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/2001 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης Κλώνη, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο, καθώς και με το νόμιμα μεταγεγραμμένο …./1993 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, απέκτησαν δικαίωμα ψιλής κυριότητας επ' αυτής, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ο εικοστός δεύτερος και η εικοστή πρώτη των εναγόμενων (ήδη δέκατος τέταρτος και δέκατη τρίτη εκκαλούντες στην από 12-1-2015 έφεση). Ο εικοστός τρίτος εναγόμενος (ήδη δέκατος πέμπτος εκκαλών στην από 12-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστικός κύριος της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος;- ή οποία περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1993 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αλεξάνδρας Λαγιανδρέου - Κόκκου. Ο εικοστός τέταρτος και η εικοστή πέμπτη των εναγόμενων (ήδη δέκατος έκτος και δέκατη έβδομη των εκκαλούντων στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στη συγκυριότητά τους δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1994 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Η εικοστή έβδομη εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα στην από 5-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστική κυρία της υπό στοιχεία ".." κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην κυριότητά της δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1994 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Η τριακοστή δεύτερη εναγόμενη (ήδη δέκατη όγδοη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) έχει δικαίωμα ψιλής κυριότητας στην υπό στοιχεία "…" κατοικία του συγκροτήματος, το οποίο' απέκτησε δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1995 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο τριακοστός τρίτος εναγόμενος (ήδη δέκατος ένατος εκκαλών στην από 12-1-2015 έφεση) έχει δικαίωμα επικαρπίας στην υπό στοιχεία "…" κατοικία του συγκροτήματος, το οποίο απέκτησε δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1995 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο έχει αποκτήσει το δικαίωμα ψιλής κυριότητας επ' αυτής η τριακοστή τέταρτη εναγόμενη (ήδη εικοστή εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση). Ο τριακοστός πέμπτος εναγόμενος (ήδη τρίτος εκκαλών στην από 16-1- 2015 έφεση) είναι αποκλειστικός κύριος της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1995 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Η τριακοστή έκτη εναγόμενη (ήδη εικοστή πρώτη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστική κυρία της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην κυριότητά της δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1996 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο τριακοστός έβδομος εναγόμενος (ήδη εικοστός δεύτερος εκκαλών στην από 12-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστικός κύριος της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1996 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο τριακοστός ένατος και η τεσσαρακοστή των εναγόμενων (ήδη εικοστός τρίτος και εικοστή τέταρτη των εκκαλούντων στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στη συγκυριότητά τους με το νόμιμα μεταγεγραμμένο …/1994 συμβόλαιο της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο τεσσαρακοστός τέταρτος και η τεσσαρακοστή πέμπτη των εναγόμενων (ήδη εικοστός πέμπτος και εικοστή έκτη των εκκαλούντων στην από Ί2-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό; 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στη συγκυριότητά τους δυνάμει τού νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1997 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο τεσσαρακοστός έκτος και η τεσσαρακοστή έβδομη των εναγόμενων (ήδη εικοστός έβδομος και εικοστή όγδοη των εκκαλούντων στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στη συγκυριότητά τους δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1993 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο τεσσαρακοστός όγδοος και η τεσσαρακοστή ένατη των εναγόμενων (ήδη πρώτος και δεύτερη των εκκαλούντων στην από 16-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στη συγκυριότητά τους δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1994 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Ο πεντηκοστός και η πεντηκοστή πρώτη των εναγόμενων (ήδη εικοστός ένατος και τριακοστή των εκκαλούντων στην από 12-1-2015 έφεση) είναι συγκύριοι, ο καθένας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, της υπό στοιχείο "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στη συγκυριότητά τους δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1995 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Η πεντηκοστή δεύτερη εναγόμενη (ήδη τριακοστή πρώτη εκκαλούσα στην από 12-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστική κυρία της υπό στοιχεία "…" κατοικίας του συγκροτήματος, η οποία περιήλθε στην κυριότητά της δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1997 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Η πεντηκοστή τρίτη εναγόμενη (ήδη πρώτη εναγόμενη στην από 27-1-2015 έφεση και στους από 17-12-2015 πρόσθετους λόγους αυτής) είναι συγκυρία κατά 4/οο των υπό στοιχεία "…", "…", "…." και "…" κατοικιών του συγκροτήματος, οι οποίες περιήλθαν στην κυριότητά της κατά το ανωτέρω ποσοστό δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1997 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη και ο πεντηκοστός τέταρτος εναγόμενος (ήδη τριακοστός δεύτερος εκκαλών στην από 12-1-2015 έφεση) είναι αποκλειστικός κύριος των υπό στοιχεία "…" και "…" κατοικιών του συγκροτήματος, που περιήλθαν στην κυριότητά του δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου …/1991 συμβολαίου της ίδιας παραπάνω συμβολαιογράφου Ανδρομάχης Κλώνη. Περί το έτος 1992, η πεντηκοστή τρίτη εναγόμενη εταιρεία, κατασκευάστρια του συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών "...", προκειμένου να διευκολυνθεί στην ανέγερση του συγκροτήματος, διαμόρφωσε αυθαίρετα και χωρίς τη θέληση των εναγόντων και στη συνέχεια έστρωσε με άσφαλτο, προϋφιστάμενο εντός του παραπάνω αγροτεμαχίου "…" των εναγόντων χωματόδρομο, ο οποίος διασχίζει το αγροτεμάχιο τους τέμνοντας αυτό σε δύο τμήματα και κατευθύνεται μέχρι την παραλιακή ζώνη που κατασκευαζόταν το συγκρότημα "...". Συγκεκριμένα, ο επίδικος δρόμος αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου δρόμου, που έχει διανοιχθεί και διέρχεται μέσω των κληροτεμαχίων "…", "…" (επίδικο) και "…", ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους και παρακάμπτοντας τον προβλεπόμενο δρόμο κατά τη διανομή του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1949. Το συνολικό μήκος της εν λόγω παράκαμψης είναι 230 μ. περίπου, ενώ το τμήμα αυτής που βρίσκεται μέσα στο κληροτεμάχιο των εναγόντων έχει μήκος 67,50 τ.μ. περίπου. Ο εν λόγω δρόμος, που στο σύνολο του είναι στρωμένος με άσφαλτο, οδηγεί (μέσω της εγκεκριμένης στη διανομή του 1949 αγροτικής οδού) προς βορρά μεν στη λεωφόρο … και προς νότο στο συγκρότημα "..." και άλλες ιδιοκτησίες. Το ασφαλτοστρωμένο τμήμα του δρόμου έχει πλάτος από 3 έως 3,50 μ., ενώ το συνολικό πλάτος αυτού, μαζί τα εκατέρωθεν πρανή, κυμαίνεται από 5 έως 5,50 μέτρα. Ειδικότερα, ο επίδικος δρόμος εμφαίνεται στο, από μηνός Ιανουαρίου 2011, τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο πραγματογνώμονας και συνοδεύει την πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε με την 1169/2010 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στο οποίο, το μεν ασφαλτοστρωμένο τμήμα του απεικονίζεται με τα στοιχεία "α, β, γ, δ, α" και έχει επιφάνεια 225,25 τ.μ., ενώ το σύνολο του (από πρανές σε πρανές) απεικονίζεται με τα στοιχεία "1-2-3-4-1" και έχει επιφάνεια 403 τ.μ. Σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία ο πραγματογνώμονας συνέταξε ύστερα από εξέταση αεροφωτογραφιών της περιοχής Σουνίου του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, με ημερομηνίες φωτοληψίας 17-8-1962, 27-6-1967 και 19-9-1988 και της περιοχής Λαυρίου της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, με έτος φωτοληψίας 1990, ο επίδικος δρόμος υπήρχε το έτος 1962 ως χωματόδρομος, αλλά με μικρότερο πλάτος από το σημερινό, το έτος 1988 εξακολουθούσε να είναι χωματόδρομος ευρύτερος από το 1962, αλλά όχι με το πλάτος που έχει σήμερα, ενώ η διαπλάτυνση του και η επίστρωση αυτού με άσφαλτο έγιναν μετά το έτος 1990, οπότε έλαβε τη σημερινή του μορφή. Συγκεκριμένα ο πραγματογνώμονας, εξετάζοντας τις ανωτέρω αεροφωτογραφίες, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις: (α) Στην αεροφωτογραφία του έτους 1962 φαίνεται ότι υπάρχει μόνο το βορεινό τμήμα της παράκαμψης του εγκεκριμένου με τη διανομή αγροτικού δρόμου, που περιλαμβάνει το σύνολο του επίδικου δρόμου που είναι τμήμα αυτής. Αυτό το τμήμα φαίνεται ότι είναι αδιέξοδο και σταματά περίπου στο νότιο όριο του κληροτεμαχίου των εναγόντων. Ο εγκεκριμένος με τη διανομή αγροτικός δρόμος έχει διανοιχθεί κατά ένα μικρό τμήμα, μήκους 100 μ. περίπου, βορείως του επιδίκου, (β) Στην αεροφωτογραφία του έτους 1967 φαίνεται ότι η παράκαμψη έχει επεκταθεί νοτιότερα, μέχρι το σημείο που συναντά τον εγκεκριμένο με τη διανομή δρόμο, δηλαδή έχει το μήκος που έχει και σήμερα, ενώ η εγκεκριμένη αγροτική οδός φαίνεται πλήρως διανοιγμένη βόρεια του επιδίκου και ένα μικρό τμήμα της, μήκους 40 μ., νοτίως αυτού, (γ) Στις αεροφωτογραφίες των ετών 1988 και 1990, η παράκαμψη, άρα και το επίδικο τμήμα της, φαίνεται ότι έχει στο σύνολό της τη μορφή που έχει και σήμερα. Και (δ) στις τέσσερις αεροφωτογραφίες ο επίδικος δρόμος ήταν χωματόδρομος, το έτος 1988 το πλάτος του ήταν μικρότερο από το πλάτος που έχει σήμερα, ενώ κατά τα έτη 1962 και 1967 (το πλάτος του) ήταν ακόμη μικρότερο από εκείνο που είχε το έτος 1988. Περί του ότι ο επίδικος δρόμος ήταν χωματόδρομος κατά τα έτη 1985, 1986 και 1987 κατέθεσαν και οι μάρτυρες των εναγόμενων Α. Ρ., στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και Σ. Σ. και Α. Δ., τις .../2009 και …/2009 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντίστοιχα. Όσον αφορά τον τεχνικό σύμβουλο Α. Κ., που διορίστηκε κατά την όρκιση του πραγματογνώμονα από τους εναγόμενους (πλην του πρώτου από αυτούς Δήμου Λαυρεωτικής, ο οποίος διόρισε τεχνικό σύμβουλο τον Κ. Μ. του Γ., αρχιτέκτονα μηχανικό, που, όμως, δεν συνέταξε σχετική έκθεση), η γνωμοδότηση του δεν κρίνεται πειστική, καθώς αυτός για το ζήτημα του πότε ανοίχτηκε ο επίδικος δρόμος δεν διατυπώνει δική του γνώμη, αφού, όπως αναφέρει στην έκθεση του, δεν έχει την εξειδίκευση και τον κατάλληλο εξοπλισμό για να αναλύσει, επεξεργαστεί και εξαγάγει συμπεράσματα από τις αεροφωτογραφίες, αλλά παραπέμπει σε τεχνική έκθεση που δεν φέρει ημερομηνία σύνταξης και έχει συνταχθεί από τρίτο πρόσωπο, την Έ. Δ., επικ. Καθηγήτρια του Ε.Μ.Π., το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει αυτούσιο στη δική του, από μηνός Φεβρουαρίου 2013 έκθεσή του και συμφωνεί με τη γνώμη της, ότι ο επίδικος δρόμος που τέμνει το ακίνητο των εναγόντων διανοίχθηκε πριν το έτος 1960, παρέμεινε με τα ίδια γεωμετρικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον μέχρι το 1971 και διαμορφώθηκε στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά που έχει μέχρι σήμερα πριν το έτος 1988. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, Σ. Π. και Α. Π., οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, το έτος 1992 ήταν συγκύριοι του κληροτεμαχίου "…", που διασχίζει ο επίδικος δρόμος, διαμαρτυρήθηκαν προφορικά προς την κατασκευάστρια εταιρεία (πεντηκοστή τρίτη εναγόμενη εταιρεία) και στον επιβλέποντα μηχανικό του έργου της κατασκευής του συγκροτήματος κατοικιών "..." (δέκατο όγδοο εναγόμενο), για τη διαπλάτυνση του επίδικου δρόμου και την ασφαλτόστρωσή της και έλαβαν από αυτούς τη διαβεβαίωση ότι επρόκειτο για προσωρινή κατασκευή, προς εξυπηρέτηση και διευκόλυνση της κατασκευής του συγκροτήματος κατοικιών, ήτοι προκειμένου να διέρχονται τα φορτηγά που μετέφεραν τα οικοδομικά υλικά, καθώς και τα εκσκαπτικά και άλλα μηχανήματα έργων και ότι μετά την αποπεράτωση των οικοδομικών εργασιών θα έπαυαν να τον χρησιμοποιούν, καθώς επρόκειτο να διανοίξουν το δρόμο που προβλεπόταν στην οριστική διανομή του έτους 1949 και απεικονιζόταν στα σχετικά κτηματολογικά διαγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας. Ωστόσο, παρότι οι εργασίες κατασκευής του συγκροτήματος κατοικιών αποπερατώθηκαν και οι οριζόντιες ιδιοκτησίες - κατοικίες μεταβιβάστηκαν στους εναγόμενους, κατά τα προεκτεθέντα, όλοι οι εναγόμενοι - ιδιοκτήτες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον επίδικο δρόμο για να μεταβαίνουν στις ιδιοκτησίες τους στο συγκρότημα "...", ενώ από αυτόν διέρχονται και τα όργανα του πρώτου εναγόμενου Δήμου Λαυρεωτικής. Ο πρώτος εναγόμενος Δήμος Λαυρεωτικής, με τις από 22-9-2009 προτάσεις της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι ο επίδικος δρόμος ανήκει στην κυριότητά του, καθώς έχει γίνει κοινόχρηστος με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, ως τμήμα αγροτικής οδού, η οποία υφίστατο για χρόνο μεγαλύτερο από 80 έτη και χρησιμοποιείτο συνεχώς και αδιαλείπτως από οποιονδήποτε. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο επίδικος δρόμος χρησιμοποιείτο συνεχώς και αδιαλείπτως από δύο συνεχόμενες γενεές δημοτών του πρώτου εναγόμενου Δήμου, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 80 ετών πριν από την-εισαγωγή του ΑΚ (23-2- 1946), με τρόπο ώστε αυτοί να μη γνώρισαν διαφορετική κατάσταση από την κοινοχρησία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ομοίως και απέρριψε τον άνω ισχυρισμό του πρώτου εναγόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών Δήμος Λαυρεωτικής με τον τρίτο λόγο της, από 19-1-2015 έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρει την ένσταση αυτή και, συνεπώς, ο παραπάνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, ναι μεν οι ενάγοντες ανέχτηκαν τη διέλευση των εναγόμενων από τον επίδικο δρόμο, πλην όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι τόσον αυτοί (ενάγοντες) όσο και πριν από αυτούς οι δικαιοπάροχοι τους παραχώρησαν τον επίδικο δρόμο για διαρκή, άμεση και γενική χρήση, με τη βούλησή τους να καταστεί αυτός κοινόχρηστος. Αντίθετα, όπως προεκτέθηκε, ο αρχικός δικαιοπάροχος των εναγόντων, Δ. Π., το έτος 1967 είχε περιφράξει το μείζον κληροτεμάχιο "…", μέσα στο οποίο περιλαμβανόταν ο επίδικος δρόμος, η περίφραξη δε αυτή προκύπτει και από την προαναφερόμενη, από 2-2-1973, επιστολή - προσφορά πωλήσεως του μείζονος κληροτεμαχίου, που αυτός (Δ. Π.) απεύθυνε προς την Εθνική Κτηματική Τράπεζα, στην οποία αναφέρει ότι το προσφερόμενο προς πώληση κληροτεμάχιο είναι περιφραγμένο. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι οι γιοί του Δ. Π., Σ. και Α. Π. (άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων), στους οποίους, μετά το θάνατο του πατέρα τους και την από αυτόν μεταβίβαση της κυριότητας τμήματος αυτού, επιφάνειας 17.852 τ.μ. προς την Εθνική Κτηματική Τράπεζα, περιήλθε το κληροτεμάχιο "…", επιφάνειας 4.647 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί ο επίδικος δρόμος, παραχώρησαν αυτόν στην κοινή χρήση, γι' αυτό και όταν, περί το έτος 1992, η κατασκευάστρια εταιρεία (πεντηκοστή τρίτη εναγόμενη) διαμόρφωσε και ασφαλτόστρωσε τον επίδικο δρόμο, διαμαρτυρήθηκαν προφορικά για την παράνομη αυτή ενέργεια τόσο προς αυτήν, όσο και προς τον επιβλέποντα μηχανικό Ι. Π. (δέκατο όγδοο εναγόμενο) και έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι επρόκειτο για προσωρινή κατάσταση μέχρι την αποπεράτωση του συγκροτήματος κατοικιών. Αλλά και οι ενάγοντες, από τους χρόνους που, όπως προαναφέρθηκε, περιήλθε σε καθένα από αυτούς το "…" κληροτεμάχιο διαμαρτυρήθηκαν προφορικά προς τα ανωτέρω πρόσωπα, καθώς και προς τον πρώτο εναγόμενο Δήμο Λαυρεωτικής για την αυθαίρετη χρήση του επίδικου δρόμου. Μάλιστα η πρώτη ενάγουσα με την απευθυνόμενη προς τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του πρώτου εναγόμενου Δήμου Λαυρεωτικής, από 3-6-2008, αίτησή της, που έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 5560 έθεσε ζήτημα κατάργησης του επίδικου δρόμου και διάνοιξης του προβλεπόμενου από τη διανομή του έτους 1949 δρόμου και έλαβε την με αριθμό πρωτ. …/…-10-2008 απάντηση του Δήμαρχου Λαυρεωτικής ότι το ζήτημα αυτό θα αντιμετωπιστεί θετικά κατά την επικείμενη αναθεώρηση του Γ.Π.Σ που θα εισαχθεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στο Δημοτικό Συμβούλιο. Κατ' ακολουθία αυτών, αφού ο επίδικος δρόμος δεν παραχωρήθηκε από τους ενάγοντες και τους δικαιοπαρόχους τους για διαρκή, άμεση και γενική χρήση, η ένσταση του γενικού δόλου, με βάση το άρθρο 281 ΑΚ, την οποία πρότεινε πρωτοδίκως μόνον η εικοστή έβδομη εναγόμενη Σ. - Θ. Σ., (ήδη εκκαλούσα στην από 5-1-2015 έφεση), για να επιτευχθεί με τον τρόπο αυτό ο χαρακτηρισμός του επίδικου δρόμου ως κοινόχρηστου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Επίσης, για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέα η ίδια ένσταση, η οποία προβάλλεται παραδεκτά, με την 12-1-2015 έφεση, μόνο ως προς τους έκτο, έβδομη και όγδοη των εκκαλούντων (Ι. Μ., Δ. χήρα Γ. Κ. και Π. - Ε. Ζ., αντίστοιχα) και με την από 16- 1-2015 έφεση, μόνο ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων (Π. Φ. και Μ. Φ., αντίστοιχα), οι οποίοι δικάστηκαν ερήμην στον πρώτο βαθμό.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό ως ουσιαστικά αβάσιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, ούτε ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, γι' αυτό ο δεύτερος λόγος της, από 5-1-2015, έφεσης της εκκαλούσας Σ. - Θ. Σ., ο δεύτερος λόγος της, από 12-1- 2015 έφεσης των εκκαλούντων Ι. Μ., Δ. χήρας Γ. Κ. και Π. - Ε. Ζ. και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της, από 16-1-2015 έφεσης των εκκαλούντων Π. Φ. και Μ. Φ., πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όσον αφορά, όμως, τους υπόλοιπους εκκαλούντες της από 12-1-2015 έφεσης και τον τρίτο εκκαλούντα της από 16-1-2015 έφεσης, Ε. Σ., οι οποίοι δικάστηκαν αντιμωλία στον πρώτο βαθμό, αυτοί απαραδέκτως προβάλλουν την ως άνω ένσταση γενικού δόλου για πρώτη φορά με τους προαναφερόμενους λόγους των παραπάνω εφέσεων και, συνεπώς, ως προς τους εκκαλούντες αυτούς οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης (ήτοι, ο δεύτερος λόγος της, από 12-1-2015 έφεσης και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της, από 16-1-2015 έφεσης) πρέπει να απορριφθούν ως, απαράδεκτοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, καθόσον δεν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις για την παραδεκτή, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προβολή τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι λόγοι αυτοί είναι και αβάσιμοι κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, η εικοστή έβδομη εναγόμενη, Σ. - Θ. Σ. (εκκαλούσα στην από 5-1-2015 έφεση), με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό πρόβαλε, επικουρικά, τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της αρνητικής της κυριότητας αγωγής, για τη θεμελίωση του οποίου επικαλέστηκε ειδικότερα (σελίδα 9 των από 28-9-2009 προτάσεων) τα εξής: Ότι ο επίδικος δρόμος υπήρχε από το 1962, πριν αποκτήσει το ακίνητο ο Δ. Π., ότι τούτο το γνώριζαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι ενάγοντες πριν το ακίνητο περιέλθει στην ιδιοκτησία τους, ότι ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν, εγγράφως ή προφορικώς, για τη χρήση του δρόμου και ότι η ανοχή τους αυτή δημιούργησε στην ίδια και στους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες του συγκροτήματος, εύλογα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις αξιώσεις τους, ώστε η κατά το 2009 άσκηση της αγωγής είναι προφανώς καταχρηστική και έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον σε βάρος της πλουτισμό τους. Με τέτοιο περιεχόμενο η παραπάνω ένσταση της εναγόμενης δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα υπό στοιχείο Β νομική σκέψη, αφού δεν περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της. Επίσης, οι εναγόμενοι - εκκαλούντες της από 12-1-2015 έφεσης (πλην των, ερήμην στον πρώτο βαθμό, έκτου, έβδομης και όγδοης των εκκαλούντων, καθώς και ο τριακοστός πέμπτος εναγόμενος Ε. Σ.ς (ήδη τρίτος εκκαλών στην από 16-1-2015 έφεση), με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, πρόβαλαν την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της (αρνητικής της κυριότητας) αγωγής, άλλως αποδυνάμωσης του δικαιώματος, για, τη θεμελίωση της οποίας επικαλέστηκαν ειδικότερα (οι πρώτοι στη σελίδα 8 των από 28-9-2009 προτάσεων και ο Ε. Σ.ς στη σελίδα 7 των από 29-9-2009 προτάσεών του), ότι. η επί 47 χρόνια (από το 1962) άλλως επί 42 χρόνια, (από το 1967), άλλως επί 21 χρόνια (από το 1985) αδράνεια των εναγόντων τους δημιούργησε την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους. Με τέτοιο περιεχόμενο η άνω ένσταση των εν λόγω εναγόμενων είναι μη νόμιμη, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται δεν αρκούν για να καταστήσουν την εκ μέρους των εναγόντων άσκηση της παραπάνω αγωγής καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό τους για αποδυνάμωση του δικαιώματος των εναγόντων, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια αυτών που επικαλούνται δεν συνιστά συμπεριφορά καταχρηστική, καθώς δεν εκθέτουν, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη σχετική νομική σκέψη, ούτε ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά αυτών και των εναγόντων που προηγήθηκε, από τις οποίες, σε συνδυασμό και με την αδράνεια των τελευταίων, να τους δημιουργήθηκε, ευλόγως, η πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους, ούτε επικαλούνται ότι η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης τους με την άσκηση της αγωγής τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, η οποία συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι' αυτούς. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή των άνω εναγόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμη. Πλην όμως, εφόσον οι παραπάνω εναγόμενοι - εκκαλούντες παραπονούνται (με τον τρίτο λόγο της από 5-1-2015 έφεσης, τέταρτο λόγο της από 12-1-2015 έφεσης και δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της από 16-1-2015 έφεσης, αντίστοιχα) για την κατ' ουσίαν απόρριψη της ένστασής τους αυτής, το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει το νόμω βάσιμο αυτής και, στη συνέχεια, δεχόμενο τους σχετικούς λόγους των εφέσεων ως βάσιμους, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό και να απορρίψει την παραπάνω ένσταση ως μη νόμιμη, απόφαση που είναι επωφελέστερη για τους εκκαλούντες από την εκκαλουμένη, καθώς οι συνέπειες από την απόρριψή της (ένστασης) ως μη νόμιμης είναι διαφορετικές και δημιουργούν διαφορετικό κατ' αποτέλεσμα δεδικασμένο, εξαιτίας του οποίου δεν επιτρέπεται η, κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογιών της εκκαλουμένης κατά το μέρος αυτό. Εξάλλου, οι εναγόμενοι που δικάστηκαν ερήμην στον πρώτο βαθμό, Ι. Μ., Δ. χήρας Γ. Κ. και Π. - Ε. Ζ., με τον τέταρτο λόγο της από 12-1-2015 έφεσής τους και Π. Φ. και Μ. Φ. με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της από 16-1- 2015 έφεσής τους, προβάλλουν παραδεκτά την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της (αρνητικής της κυριότητας) αγωγής, άλλως αποδυνάμωσης του δικαιώματος, για τη θεμελίωση της οποίας επικαλούνται ειδικότερα (σελίδα 10 της από 12-1- 2015 έφεσης και σελίδα 11 της από 16-1-2015 έφεσης), ότι η επί 47 χρόνια (από το 1962) άλλως επί 42 χρόνια (από το 1967), άλλως επί 21 χρόνια (από το 1985) αδράνεια των εναγόντων τους δημιούργησε την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους, το οποίο συνεπάγεται ολοκληρωτικό αποκλεισμό της πρόσβασης προς τις κατοικίες τους και αποτελεί γεγονός απαγορευτικό της χρήσης αυτών. Με το περιεχόμενο αυτό η άνω ένσταση είναι μη νόμιμη για τους ίδιους λόγους που προαναφέρονται και, συνεπώς, οι παραπάνω λόγοι των εφέσεων των αυτών των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ακόμα, ο πρώτος εναγόμενος Δήμος Λαυρεωτικής (εκκαλών στην από 19-1-2015 έφεση), με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό πρόβαλε, επικουρικά, τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της αρνητικής της κυριότητας αγωγής - άλλως αποδυνάμωσης του δικαιώματος του, για τη θεμελίωση του οποίου επικαλέστηκε ειδικότερα (σελίδες 5 και 6 των από 22-9-2009 προτάσεων) τα εξής: Ότι ο επίδικος κοινόχρηστος αγροτικός δρόμος χρησιμοποιείται επί δεκαετίες ανελλιπώς, ελευθέρως και απροσκόπτως από οποιονδήποτε πολίτη, δημότη, παραθεριστή ή επισκέπτη, αλλά και από διάφορες Υπηρεσίες για την εκτέλεση του έργου τους και από τα συνεργεία του εναγόμενου για τη συντήρησή του (επιστρώσεις για την κάλυψη νεροφαγωμάτων, καθαρισμό από κλαδιά, πέτρες, ασφαλτόστρωση προ 17ετίας) υπό τα όμματα, τη σιωπηρή συναίνεση και ουσιαστική αποδοχή των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους, χωρίς ποτέ οποιοσδήποτε από αυτούς να εναντιωθεί ή να διαμαρτυρηθεί με οποιονδήποτε τρόπο ή να παρεμποδίσει τη διέλευση από τον επίδικο δρόμο, μέχρι το έτος 2008 που η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε αίτηση προς το Δήμο, ότι ο δρόμος αυτός αποτελεί το μοναδικό δρόμο που συνδέει την περιοχή με τον κεντρικό δρόμο και εξυπηρετεί την πρόσβαση των οικιστών στις κατοικίες τους και προς τις παραλίες της περιοχής και ότι η συμπεριφορά τους αυτή δημιούργησε σε όλους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμα τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης, η ανατροπή της οποίας θα επιφέρει υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες στο Δήμο, τους δημότες και τους οικιστές. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο επίδικος δρόμος δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κοινόχρηστου δρόμου και ότι χρησιμοποιείται κυρίως από τους εναγόμενους - ιδιοκτήτες του συγκροτήματος κατοικιών "..." για να μεταβαίνουν στις κατοικίες τους και όργανα του εναγόμενου Δήμου Λαυρεωτικής, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιείται από ευρύτερο κύκλο ανθρώπων. Εξάλλου, η χρήση αυτή δεν γίνεται με τη συναίνεση των εναγόντων, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, τόσον αυτοί όσο και οι δικαιοπάροχοι τους διαμαρτυρήθηκαν προφορικά στην κατασκευάστρια εταιρεία του συγκροτήματος "...", στον επιβλέποντα μηχανικό του έργου και προς τον εναγόμενο Δήμο Λαυρεωτικής για την παράνομη χρήση του επίδικου δρόμου. Επίσης, ο επίδικος δρόμος δεν αποτελεί το μοναδικό δρόμο που συνδέει την περιοχή με τον κεντρικό δρόμο και μέσω του οποίου οι εναγόμενοι μπορούν να πηγαίνουν προς τις κατοικίες τους και ο εναγόμενος Δήμος να διέρχεται δια των οργάνων του για την εκπλήρωση του σκοπού του, καθώς υπάρχει ο προβλεπόμενος από τη διανομή του έτους 1949 δρόμος, ο οποίος συνδέει τον κεντρικό δρόμο τόσο με το συγκρότημα "...", όπου οι κατοικίες των εναγόμενων, όσο και με την παραλία. Ο δρόμος αυτός δεν έχει ακόμη διανοιχθεί, πλην όμως, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα, είναι εφικτή η διάνοιξή του, καθώς η μορφολογία του εδάφους (βλάστηση, μεγάλες πέτρες) και η κλίση του εδάφους μπορούν να αντιμετωπιστούν με την κατασκευή μικρού τεχνικού έργου στα χαμηλά σημεία του και εκσκαφή (καταβιβασμό) του υπάρχοντος δρόμου στο ψηλότερο σημείο του, νοτίως του επίδικου. Το εφικτό της διάνοιξης του προβλεπόμενου αυτού δρόμου δεν αμφισβητείται ούτε από τον τεχνικό σύμβουλο των εναγόμενων, ο οποίος στην τεχνική του έκθεση αναφέρει τις τεχνικές δυσκολίες που υπάρχουν για τη διάνοιξή του, ούτε από τη μάρτυρα των εναγόμενων, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Α. Τ. - Ρ., η οποία είναι αρχιτέκτων. Εξάλλου, από μόνο το γεγονός ότι οι ενάγοντες, όπως προεκτέθηκε, καθυστέρησαν να επιδιώξουν δικαστικά την προστασία του δικαιώματος τους, δεν δημιουργήθηκε καλόπιστη εύλογη πεποίθηση στους εναγόμενους ότι αυτοί (ενάγοντες) δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμα αυτό, ενόψει των προαναφερόμενων διαμαρτυριών τους, ούτε αρκεί από μόνη της για να καταστήσει την εκ μέρους των εναγόντων άσκηση του δικαιώματος τους καταχρηστική. Επίσης, η ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί και διατηρηθεί κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι εναγόμενοι διέρχονται από τον επίδικο δρόμο, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη είναι ανεκτή και δεν δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια των δικαιούχων εναγόντων επιβάρυνση των υπόχρεων εναγόμενων. Ειδικότερα, το αγροτεμάχιο των εναγόντων, το οποίο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, καθώς υπερβαίνει-τα 4 στρέμματα, με το διαχωρισμό του από τον επίδικο δρόμο σε δύο τεμάχια, που το καθένα από αυτά είναι μικρότερο από 4 στρέμματα, γίνεται μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, γεγονός που συνεπάγεται την ουσιαστική απομείωση της αξίας του, καθώς δεν θα είναι δυνατή ούτε η εκμετάλλευσή του από τους ενάγοντες με την ανοικοδόμηση επ' αυτού, ούτε η ευχερής μεταβίβασή του σε τρίτους, αφού κανένας αγοραστής δεν πρόκειται να αποφασίσει εύκολα να επενδύσει χρήματα για την αγορά ακινήτου που δεν θα μπορεί να το εκμεταλλευτεί με την ανοικοδόμηση κτηρίου επ' αυτού. Αντίθετα, οι εναγόμενοι δεν θα υποστούν επαχθείς συνέπειες, δεδομένου ότι θα μπορέσουν να εξυπηρετηθούν από τον προβλεπόμενο από τη διανομή του έτους 1949 δρόμο, προς τον οποίο έχει πρόσωπο το κληροτεμάχιο, επί του οποίου έχει ανεγερθεί το συγκρότημα κατοικιών τους, ο οποίος είναι μεν αδιάνοικτος, αλλά μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να διανοιχθεί με την επιμέλεια του πρώτου εναγόμενου Δήμου, ανεξάρτητα από την απαιτούμενη δαπάνη. Ενόψει αυτών, η περί καταχρηστικής άσκησης - αποδυνάμωσης του δικαιώματος ένσταση του εναγόμενου Δήμου Λαυρεωτικής είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την παραπάνω ένσταση του πρώτου εναγόμενου Δήμου Λαυρεωτικής ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών Δήμος Λαυρεωτικής με τον δεύτερο λόγο της από 19-1-2015 έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όσον αφορά τον δέκατο όγδοο εναγόμενο, Ι. Π. και την πεντηκοστή τρίτη εναγόμενη εταιρεία (ήδη εκκαλούντες στην από 27-1-2015 έφεση και τους από 17-12-2015 πρόσθετους λόγους αυτής), που και αυτοί είχαν προτείνει πρωτοδίκως την ένσταση του 281 ΑΚ, αυτοί δεν παραπονούνται ειδικά κατά της απόρριψης της ένστασής τους αυτής με λόγο της άνω έφεσής τους, καθώς και των πρόσθετων λόγων αυτής. Επίσης οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους πρόβαλαν τον ισχυρισμό περί παραγραφής της αρνητικής της κυριότητας αγωγής, για το λόγο ότι ο επίδικος δρόμος υπήρχε μέσα στο ακίνητο των εναγόντων και χρησιμοποιείτο από δημότες από το έτος 1962, δηλαδή πριν το κληροτεμάχιο περιέλθει στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου τους Δ. Π. και συνεπώς κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (2009) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Όπως προεκτέθηκε, ο επίδικος δρόμος διασχίζει το κληροτεμάχιο των εναγόντων με αριθμό "…" και τέμνει τούτο σε δύο τμήματα. Το εν λόγω κληροτεμάχιο είχε περιέλθει στην κυριότητα του κληρούχου Γ. Μ. του Κ., δυνάμει του …/…-7-1953 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας (Διεύθυνσης Εποικισμού), το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Λαυρεωτικής, στον τόμο "…" και με α.α "….", οι δε ενάγοντες είναι ειδικοί διάδοχοι αυτού.
Συνεπώς, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες στη νομική σκέψη με στοιχείο Γ διατάξεις του α.ν 431/1968 (που εφαρμόζονται στην κρινόμενη υπόθεση, καθόσον ο ν. 4061/2012, με τον οποίο καταργήθηκε ο ανωτέρω α.ν, δημοσιεύθηκε μετά την συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, στις 20-10-2009 και την έκδοση της 1169/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ η δικάσιμος της 12-3-2013, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση αποτελεί επανάληψη της προηγούμενης συζήτησης), δεν επιτρεπόταν η κτήση της νομής τμήματος του κληροτεμαχίου αυτού από τρίτον σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του, όπως είναι εν προκειμένω οι ενάγοντες, καθόσον και στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου, η οποία, σύμφωνα με τον α.ν. 431/1968, απαγορεύεται. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να προβληθεί κατά των προσώπων αυτών (κληρούχου, καθολικών ή ειδικών διαδόχων του) η ένσταση παραγραφής και η κατόπιν αυτής άρνηση απόδοσης του τμήματος του κλήρου σ' αυτούς (άρθρο 272 Α.Κ.), αφού και με αυτήν ουσιαστικά επέρχεται η απαγορευμένη από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου. Ενόψει αυτών, ο περί παραγραφής της ένδικης αγωγής ισχυρισμός των εναγόμενων είναι μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την παραπάνω ένσταση των εναγόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμη. Πλην όμως, εφόσον οι εναγόμενοι - εκκαλούντες παραπονούνται (με τον πρώτο λόγο της από 5-1- 2015 έφεσης, πρώτο λόγο της από 12-1-2015 έφεσης, πρώτο λόγο της από 16-1-2015 έφεσης και πρώτο λόγο της από 19-1-2015 έφεσης, αντίστοιχα) για την κατ' ουσίαν απόρριψη της ένστασης τους αυτής, το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει το νόμω βάσιμο αυτής και, στη συνέχεια, δεχόμενο τους παραπάνω λόγους των εφέσεων ως βάσιμους, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό και να απορρίψει την παραπάνω ένσταση ως μη νόμιμη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω σχετικά με την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής. Όσον αφορά τους εκκαλούντες της από 27-1-2015 έφεσης (και των από 17-12-2015 πρόσθετων λόγων αυτής), οι οποίοι, επίσης, είχαν προτείνει πρωτοδίκως την άνω ένσταση παραγραφής, αυτοί, με τον τελευταίο λόγο της έφεσής τους και το [Δ] σκέλος του πρόσθετου λόγου αυτής, απαραδέκτως προτείνουν για πρώτη φορά, ότι η αξίωση των εναγόντων έχει υποκύψει στην κτητική παραγραφή της περιορισμένης προσωπικής δουλείας δια εικοσαετούς χρησικτησίας, καθώς η ένσταση αυτή διαφέρει από την άνω ένσταση παραγραφής και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Ενόψει αυτών, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αρνητική της κυριότητας αγωγή τους ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκύριους του επίδικου δρόμου, τον καθένα κατά το αναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου, υποχρέωσε τους εναγόμενους να παύσουν κάθε μελλοντική πράξη διατάραξης της συγκυριότητάς τους.
Συνεπώς οι λόγοι των εφέσεων, με τους οποίους οι εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την παραπάνω βάση της αγωγής (ήτοι, ο τέταρτος λόγος της από 5-1-2015 έφεσης, πέμπτος, έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατος και ενδέκατος λόγο" της από 12-1-2015 έφεσης, τελευταίο σκέλος του τρίτου λόγου της από 16-1-2015 έφεσης και πρώτος έως έβδομος λόγοι της από 27-1-2015 έφεσης, καθώς και πρώτος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι αυτής)- είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι...".
Από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται, ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκαταστάσεως θεωρείται από την παραχώρησή του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου. Γι' αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Όμως από 23-5-1968 ίσχυσε ο α.ν. 431/1968, που όριζε στο μεν άρθρο 1 παρ.1 αυτού, ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου (επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ν.δ 2185/1952), επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 παρ.1 εδ. β' αυτού, ότι σε περίπτωση κατασχέσεως ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του α.ν. 431/1968, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 37 παρ,1 στοιχ. β' του ν. 4061/2012, προκύπτει, ότι η απαγόρευση της κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου όχι κληρούχου. Επομένως, από την ισχύ του α. ν. 431/1968 ο κληρούχος παύει να λογίζεται, κατά πλάσμα, νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, όχι όμως και του τμήματος του, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση, δηλαδή, της κατατμήσεως δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία, που θα επέφερε κατάτμηση.
Συνεπώς, υπό την ισχύ του ως άνω νόμου, είναι ανεπίτρεπτη, όχι μόνο η κτήση της κυριότητας από τρίτο, σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του, με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η, λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής, άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ) αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (Ολ. ΑΠ 15/2004). Εξάλλου, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου που προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2 ΑΚ, δεν έχει εφαρμογή στην κατ' έφεση δίκη νόμος που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, έστω και αν προσδόθηκε σ' αυτόν αναδρομική δύναμη, εκτός αν περιέχει ρητή και ειδική διάταξη, με την οποία καταλαμβάνει και τις σχέσεις που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευομένου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, εξαιτίας της παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και ακολουθηθεί νέο στάδιο, κατά το οποίο το εφετείο, κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτή στην ουσία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συμμορφούμενο προς τη γενική αρχή της διάταξης του άρθρου 2 του ΑΚ, που προπαρατέθηκε, να εφαρμόσει το νέο νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση (Ολ.ΑΠ 7/2011 και 8/2011).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση και αντικαθιστά το εσφαλμένο αιτιολογικό με το ορθό. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή το διατακτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου περιέχει απορριπτική της αναίρεσης διάταξη και στο σκεπτικό παράθεση του ορθού αιτιολογικού σε αντικατάσταση του εσφαλμένου (ΑΠ 366/2016)
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές της, δέχθηκε ότι η ένσταση περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης των εναγόντων, την οποία είχαν προβάλει με λόγους εφέσεως όλοι οι εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες, πλην εκείνων της από 27-1-2015 έφεσης και ήδη αναιρεσειόντων της από 9-5-2018 αναίρεσης, εταιρείας "ΤΡΙΤΩΝ Ο.Ε" και Ι. Π., ήταν νόμω αβάσιμη, διότι ".. σύμφωνα με τις... διατάξεις του α.ν 431/1968 (που εφαρμόζονται στην κρινόμενη υπόθεση, καθόσον ο ν. 4061/2012 με τον οποίο καταργήθηκε ο ανωτέρω α.ν., δημοσιεύθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, στις 20-10-2009 και την έκδοση της 1169/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ η δικάσιμος της 12-3-2013, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση αποτελεί επανάληψη της προηγούμενης συζήτησης), δεν επιτρεπόταν η κτήση της νομής τμήματος του κληροτεμαχίου αυτού από τρίτον σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, όπως, εν προκειμένω, οι ενάγοντες, καθόσον και στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου, η οποία, σύμφωνα με τον α.ν 431/1968 απαγορεύεται. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να προβληθεί κατά των προσώπων αυτών (κληρούχου, καθολικών ή ειδικών διαδόχων του) η ένσταση παραγραφής και η κατόπιν αυτής άρνηση απόδοσης του τμήματος του κλήρου σ' αυτούς (άρθρο 272 Α.Κ), αφού και με αυτήν ουσιαστικά επέρχεται η απαγορευμένη από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου". Στη συνέχεια δε, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε απορρίψει την ένσταση αυτή ως ουσία αβάσιμη, δικάζοντας κατ' ουσία την αγωγή, κατά το παραπάνω μέρος, απέρριψε την ένσταση παραγραφής ως μη νόμιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε και απέρριψε την ένσταση παραγραφής και δεν παραβίασε ευθέως την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 α.ν 431/1968 (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της από το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 4061/2012) και η οποία ήταν εφαρμοστέα. Και τούτο, διότι κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (2-4-2014) ίσχυε μεν ο νεότερος ν. 4061/2012 (χωρίς αναδρομική ισχύ, κατ' άρθρο 37 παρ. 1 αυτού), πλην όμως αυτός δεν καταλάμβανε χρονικά την επίδικη έννομη σχέση (1962-2009), ώστε να εφαρμοστεί από το Εφετείο (αρθρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ) και, ως εκ τούτου, εφαρμοστέος ήταν ο προγενέστερος α.ν 431/1968, κατά το χρόνο ισχύος του οποίου (1968-2012) ήταν ανεπίτρεπτη η προβολή κατά του κληρούχου και των διαδόχων του της ένστασης παραγραφής της αξίωσης των εναγομένων και η εξαιτίας αυτής άρνηση απόδοσης στους ενάγοντες του επίδικου τμήματος του κλήρου. Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου ο ν. 4061/2012 δεν ήταν εφαρμοστέος ούτε και μετά την εξαφάνιση από το Εφετείο της πρωτόδικης απόφασης, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου των εφέσεων των εναγομένων, που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της ένστασης παραγραφής της ένδικης αξίωσης ως μη νόμιμης. Επομένως πρέπει, μετά την αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης με την αιτιολογία της παρούσας (αρθρ. 578 ΚΠολΔ) ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως (κατά το πρώτο σκέλος του) των αναιρεσειόντων Γ. Χ. κ.λ.π (πλην των δύο προαναφερθέντων αναιρεσειόντων εταιρείας "ΤΡΙΤΩΝ Ο.Ε" και Ι. Π., οι οποίοι δεν είχαν επαναφέρει την πιο πάνω ένσταση στο Εφετείο, όπως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, απαραδέκτως προτείνουν το λόγο αυτόν της αναίρεσης), καθώς και ο ίδιος πρώτος λόγος της αναιρεσείουσας Σ.-Θ. Σ. και ο πρώτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Δήμου Λαυρεωτικής (επίσης κατά το πρώτο σκέλος τους), οι οποίοι, (τόσο ως προς το παραπάνω σκέλος τους, όσο και ως προς δεύτερο), παραδεκτά προβάλλονται με την αίτηση αναίρεσης, εφόσον αποδίδονται σε σφάλμα που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 562 παρ. 2β Κ.Πολ.Δ) και σύμφωνα με τους οποίους (λόγους αναίρεσης), προβάλλεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του α.ν 431/1968 και το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 4061/2012, αφού ο α.ν 431/1968, κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε παύσει να ισχύει, έχοντας καταργηθεί με το προαναφερόμενο άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 4061/2012. Περαιτέρω, με τους ίδιους λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το δεύτερο σκέλος τους, οι ως άνω αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απορρίπτοντας, για το λόγο που προαναφέρθηκε, ως μη νόμιμη την ένσταση παραγραφής, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του α.ν 431/1968 και το άρθρο 2 παρ. 1 του από 27-11-1970 Διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο η περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο αγροτεμάχιο (…) προορίζεται "δια κατοικίαν και τουριστικές εγκαταστάσεις, περιλαμβανούσας ξενοδοχεία εις κτίρια ενιαία ή καταμερισμένα, εστιατόρια ή κέντρα αναψυχής", λαμβανομένου υπόψη ότι το ως άνω αγροτεμάχιο, δεν αποτελεί το αρχικό κληροτεμάχιο υπ' αριθμ. … της οριστικής διανομής, αλλά τμήμα αυτού, αφού το μεγαλύτερο τμήμα του αρχικού κληροτεμαχίου είχε κατατμηθεί νομίμως και είχε πωληθεί με το υπ' αριθμ. …/1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Καβαλέκα στην Εθνική Κτηματική Τράπεζα Ελλάδος. Οι λόγοι αυτοί, αναίρεσης, κατά το παραπάνω σκέλος τους, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, διότι η απαγόρευση κατάτμησης του κληροτεμαχίου δεν ισχύει μόνο για το αρχικό κληροτεμάχιο αλλά και για τμήμα αυτού, ενώ, όσον αφορά το γεγονός ότι η περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο είναι τουριστική, η θεσπισθείσα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. Αβ του α.ν 431/1968 εξαίρεση από τον περιορισμό της μη κατάτμησης στους κλήρους, όπου πρόκειται να δημιουργηθούν τουριστικές εγκαταστάσεις, δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, αλλά μόνο την εκούσια (ΑΠ 1206/2012, ΑΠ 220/2010).
Επειδή η μακροχρόνια χρήση ακινήτου με την ανοχή ή τη συναίνεση του κυρίου έχει ως αποτέλεσμα να μπορεί να αντιταχθεί κατ' αυτού η ένσταση του γενικού δόλου (exception doli generalis) από το άρθρο 281 ΑΚ, με την έννοια ότι δεν περιέρχεται η κυριότητα του ακινήτου στον οικείο ΟΤΑ με χρησικτησία, αλλά προστατεύεται η κοινή χρήση έναντι του κυρίου, χαρακτηριζομένου εμμέσως του ακινήτου ως κοινοχρήστου με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής του κυρίου που επιδιώκει την άσκηση του απορρέοντος από την κυριότητα δικαιώματος του. Περαιτέρω, κατ' άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας ή β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς, που είχαν τεθεί από τους διαδίκους υπ' όψη του δικαστηρίου της ουσίας. Ισχυρισμοί που δεν είχαν προβληθεί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν για τη θεμελίωση λόγων αναιρέσεως, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Ο αναιρεσείων φέρει το βάρος να επικαλεσθεί τη νόμιμη προβολή των ισχυρισμών στο δικαστήριο της ουσίας και να την αποδείξει με τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την προβληθείσα με σχετικούς λόγους εφέσεως από την αναιρεσείουσα Σ.-Θ. Σ. και τους αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αίτησης αναίρεσης Ι. Μ., Δ. Κ., Π.-Ε. Ζ., Π. Φ. και Μ. Φ., την από το άρθρο 281 ΑΚ, ένσταση του γενικού δόλου, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο, μεταξύ άλλων, ότι "ναι μεν οι ενάγοντες ανέχτηκαν τη διέλευση των εναγομένων από τον επίδικο δρόμο, πλην όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι τόσον αυτοί (ενάγοντες) όσο και πριν από αυτούς οι δικαιοπάροχοι τους παραχώρησαν τον επίδικο δρόμο για διαρκή, άμεση και γενική χρήση, με τη βούλησή τους να καταστεί αυτός κοινόχρηστος" και με τις ειδικότερες παραδοχές που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι ως άνω αναιρεσείοντες, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης (οι αναιρεσείοντες Ι. Μ. κ.λπ με το πρώτο σκέλος του), προβάλλουν ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι για τη στοιχειοθέτηση της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης του γενικού δόλου, απαιτείται παραχώρηση του ακινήτου ή τμήματος αυτού στην κοινή χρήση από τον ιδιοκτήτη του και μη αρκούμενο, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην ανοχή των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους στην μακροχρόνια κοινή χρήση της επιδίκου οδού, η οποία αρκεί κατά νόμο για τη στοιχειοθέτησή της ως άνω ένστασης, αλλά και με τις λοιπές παραδοχές της, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το πιο πάνω άρθρο 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο, με την ως άνω κρίση του και με τις ειδικότερες παραδοχές που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν παραβίασε την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτό και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Ειδικότερα, όσον αφορά την κρίση του, ότι οι ενάγοντες ανέχθηκαν τη διέλευση των εναγομένων από τον επίδικο δρόμο, αυτή (ανοχή) αναφέρεται για το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1992, όταν και διαμορφώθηκε ο προϋφιστάμενος στο ακίνητο των αναιρεσιβλήτων χωματόδρομος, σε ασφαλτοστρωμένη οδό, από την εναγομένη εταιρία "Τρίτων", ήτοι αφορά σε μη κοινή μακροχρόνια χρήση. Όσον αφορά τους αναιρεσείοντες Δήμο Λαυρεωτικής και τους λοιπούς (πλην των προαναφερθέντων πιο πάνω) αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αναίρεσης, ο ίδιος (δεύτερος λόγος) αναίρεσης, είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 562 αρ. 2 ΚΠολΔ, διότι, ο μεν Δήμος, δεν είχε προτείνει κατ' έφεση την ως άνω ένσταση του γενικού δόλου, αλλά μόνον εκείνη της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος με τη γενική μορφή της, οι δε λοιποί αναιρεσείοντες, είχαν προβάλει την εν λόγω ένσταση απαραδέκτως για πρώτη φορά στο Εφετείο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, όπως κρίθηκε με επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, οι αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αναίρεσης, με τον ίδιο (δεύτερο, κατά το τέταρτο σκέλος του) λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι ότι παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση γενικού δόλου, για εκείνους των αναιρεσειόντων που είχαν δικαστεί κατ' αντιμωλία στο πρωτόδικο δικαστήριο, διότι αυτή δεν είχε προταθεί πρωτοδίκως, ενώ, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, η ένσταση αυτή είχε προταθεί νόμιμα με τις πρωτόδικες προτάσεις τους. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσκομίζουν τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις τους, ώστε να ελεγχθεί η βασιμότητα του πιο πάνω λόγου αναίρεσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση. Έτσι "πράγματα" υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ενώ ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης της αναιρεσείουσας Σ.- Θ. Σ., κατά το πρώτο σκέλος του, κατ' εκτίμηση αυτού, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο σε σχέση με την απόρριψη, ως ουσία αβάσιμης, της ένστασης γενικού δόλου, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν με την έφεσή της και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, ειδικότερα δεν εξέτασε αν η επίδικη οδός ήταν η μοναδική για να μεταβαίνουν όχι μόνο οι συνιδιοκτήτες του εν λόγω συγκροτήματος (κατοικιών) αλλά και οι λοιποί ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων στις ιδιοκτησίες τους, καθώς και οι επιθυμούντες να μεταβούν στις έμπροσθεν των ιδιοκτησιών αυτών παραλίες ή αν υπήρχαν και άλλοι οδοί που χρησιμοποιούσαν αυτοί, καθώς επίσης και αν το τμήμα του αρχικού κληροτεμαχίου, το οποίο επωλήθη στην Ε.Κ.Τ.Ε, εξυπηρετείται μόνον από την επίδικη οδό. Επίσης με τον ίδιο λόγο αναίρεσης η ως άνω αναιρεσείουσα και με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το τρίτο σκέλος του, οι αναιρεσείοντες της από 9-5-2015 αίτησης αναίρεσης Ι. Μ., Δ. Κ., Π.-Ε. Ζ., Π. Φ. και Μ. Φ., αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και, ειδικότερα, ότι η κατασκευάστρια του συγκροτήματος "…" εταιρία είχε προβεί σε ασφαλτόστρωση της επίδικης οδού το έτος 1992 και ότι είχε δοθεί διαβεβαίωση στους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων ότι μετά την περάτωση του συγκροτήματος θα έπαυε η χρησιμοποίηση της επίδικης οδού, γιατί θα γινόταν η διάνοιξη του προβλεπόμενου από την οριστική διανομή αγροτικού δρόμου. Όσον αφορά την αναίρεση της αναιρεσείουσας Σ.-Θ. Σ., ο λόγος αυτής που αφορά την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς, δεχόμενο ότι ο επίδικος δρόμος δεν αποτελεί το μοναδικό δρόμο που συνδέει την περιοχή με τον κεντρικό δρόμο και μέσω του οποίου οι εναγόμενοι μπορούν να πηγαίνουν προς τις κατοικίες τους και ο εναγόμενος Δήμος να διέρχεται δια των οργάνων του για την εκπλήρωση του σκοπού του, καθώς υπάρχει ο προβλεπόμενος από τη διανομή του έτους 1949 δρόμος, ο οποίος συνδέει τον κεντρικό δρόμο τόσο με το συγκρότημα "...", όπου οι κατοικίες των εναγομένων, όσο και με την παραλία. Όσον, δε, αφορά την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η κατασκευάστρια του συγκροτήματος "…" εταιρία είχε προβεί σε ασφαλτόστρωση της επίδικης οδού το έτος 1992 και ότι είχε δοθεί διαβεβαίωση στους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων ότι μετά την περάτωση του συγκροτήματος θα έπαυε η χρησιμοποίηση της επιδίκου οδού, γιατί θα γινόταν η διάνοιξη του προβλεπόμενου από την οριστική διανομή αγροτικού δρόμου, αυτή (παραδοχή) βασίζεται σε περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και, συνεπώς, δεν ιδρύουν το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 8α ΚΠολΔ που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες των παραπάνω αναιρέσεων. Όσον αφορά τους λοιπούς αναιρεσείοντες της από 9-5- 2018 αναίρεσης (πλην των προαναφερθέντων), ο από το άρθρο 559 αρ. 8β ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά την απόρριψη του σχετικού λόγου αναίρεσης, η ένσταση του γενικού δόλου δεν είχε προβληθεί παραδεκτά ενώπιον του Εφετείου, το οποίο, με επάλληλη αιτιολογία, είχε απορρίψει, κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, ως απαράδεκτους τους λόγους της έφεσης, με τους οποίους το πρώτον, οι αναιρεσείοντες πρόβαλαν την πιο πάνω ένσταση.
Κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη, όμως, η αδράνεια επί μακρόν χρόνο του δικαιούχου και όταν ακόμα δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των οποίων καθώς και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281 Α.Κ. (Ολ.ΑΠ.8/2001, Ολ. ΑΠ. 19/1998).
Με τον τρίτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο αναίρεσης της αναιρεσείουσας Σ.-Θ. Σ. από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και τον τρίτο λόγο αναίρεσης, των αναιρεσειόντων της από 9-5-2018 αίτησης αναίρεσης, από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του ότι το Εφετείο, που απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την προβληθείσα από αυτούς ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης και αποδυνάμωσης του δικαιώματος, δεν έλαβε υπόψη όλα τα συγκροτούντα την ιστορική βάση αυτής περιστατικά και, επιπλέον, οι αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αναίρεσης, ότι παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. 0ι ως άνω λόγοι αναίρεσης, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες της από 9-5- 2018 αίτησης αναίρεσης, Ι. Π. και εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΙΤΩΝ Ο.Ε", είναι απαράδεκτοι, διότι αυτοί, όπως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επανέφεραν την πιο πάνω ένσταση που είχαν προτείνει στον πρώτο βαθμό στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγους έφεσης, την δε κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν πλήττουν με σχετικό λόγο αναίρεσης. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, Σ.- Θ. Σ. προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, πρότεινε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των εναγόντων, την οποία επανέφερε νόμιμα στο Εφετείο και οι λοιποί εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες της από 9- 5-2018 αίτησης αναίρεσης (πλην των αναιρεσειόντων Ι. Μ., Δ. Κ., Π.-Ε. Ζ., Π. Φ. και Μ. Φ.), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (δεδομένου ότι δεν προσκομίζουν τις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις τους), πρότειναν στο ως άνω δικαστήριο (πρωτοβάθμιο), την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των εναγόντων, την οποία επανέφεραν νόμιμα στο Εφετείο, που επιλήφθηκε κατόπιν έφεσης αυτών κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώ οι αναιρεσείοντες Ι. Μ., Δ. Κ., Π.-Ε. Ζ., Π. Φ. και Μ. Φ., πρότειναν την ίδια ένσταση, το πρώτον παραδεκτά, με σχετικό λόγο έφεσης στο Εφετείο, κατ' άρθρο 528 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι είχαν δικαστεί ερήμην στον πρώτο βαθμό. Ειδικότερα, όσον αφορά την ως άνω ένσταση, η αναιρεσείουσα Σ.-Θ. Σ., με τον τρίτο λόγο της έφεσής της ισχυρίστηκε ότι ο επίδικος δρόμος "υφίσταται ήδη από το έτος 1962... και το οποίο γνώριζαν πολύ καλά τόσο οι δικαιοπάροχοι των αντιδίκων αλλά και οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι πριν ακόμη περιέλθει το εν λόγω αγροτεμάχιο στην ιδιοκτησία τους, ήτοι από το έτος 1990. Έκτοτε ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν είτε εγγράφως είτε προφορικώς για την χρήση του επίδικου δρόμου. Η ανοχή δε αυτή των αντιδίκων δημιούργησε σε εμένα αλλά και στους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες του συγκροτήματος κατοικιών "…" εύλογα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις αξιώσεις τους... Επειδή στην επίδικη περίπτωση είναι προφανής η καταχρηστική και κατά παράβαση τόσο της καλής πίστης όσο και των χρηστών ηθών άσκηση των επιδίκων εμπραγμάτων αξιώσεων από τους αντιδίκους με την υπό κρίση αγωγή, η οποία έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη από τη στιγμή που από την όλη συμπεριφορά των εναγόντων μου είχε εύλογα δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι τελευταίοι δεν είχαν καμία αξίωση σε βάρος μου σε σχέση με τη διάνοιξη του εν λόγω δρόμου, η άσκηση δε της επίδικης αγωγής έχει αποκλειστικό σκοπό τον σε βάρος μου πλουτισμό τους", ενώ, επιπλέον με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της ισχυρίστηκε ότι "οι αντίδικοι και οι δικαιοπάροχοι τους είχαν αφήσει από το έτος 1962 τουλάχιστον μέχρι και σήμερα την επίδικη εδαφική λωρίδα στην κοινή χρήση χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν για την επί 47 χρόνια χρήση της δημιουργώντας τους, λόγω της ανοχής αυτής που επέδειξαν, εύλογα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις αξιώσεις τους". Τέλος δε, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αίτησης αναίρεσης, με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο των εφέσεών τους, ισχυρίσθηκαν ότι "η επί 47 χρόνια (από το έτος 1962) άλλως η επί 42 χρόνια (από το έτος 1967) άλλως η επί 21 χρόνια (από το 1988) συμπεριφορά των εναγόντων μας δημιούργησε την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί δικαίωμα από τους αντιδίκους μας, συνεπαγόμενο τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό και την πρόσβαση στις κατοικίες μας, που αποτελεί γεγονός απαγορευτικό της χρήσης των σπιτιών μας". Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα προαναφερθέντα, απέρριψε την ένσταση αυτή ως νόμω αβάσιμη, όσον αφορά την αναιρεσείουσα Σ.-Θ. Σ., κρίνοντας ότι "με τέτοιο περιεχόμενο η παραπάνω ένσταση της εναγομένης δεν είναι νόμιμη, αφού δεν περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της" και όσον αφορά τους λοιπούς αναιρεσείοντες "καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται δεν αρκούν για να καταστήσουν την εκ μέρους των εναγόντων άσκηση της παραπάνω αγωγής ως καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ< Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό τους για αποδυνάμωση του δικαιώματος των εναγόντων, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια αυτών που επικαλούνται δεν συνιστά συμπεριφορά καταχρηστική, καθώς δεν εκθέτουν, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη σχετική νομική σκέψη, ούτε ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την συμπεριφορά αυτών και των εναγόντων που προηγήθηκε, από τις οποίες, σε συνδυασμό και με την αδράνεια των τελευταίων, να τους δημιουργήθηκε, ευλόγως, η πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους, ούτε επικαλούνται ότι η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης τους με την άσκηση της αγωγής τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, η οποία συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι' αυτούς". Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων που είχαν προβάλει οι αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αναίρεσης, ως μη νόμιμη, δεν παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή της περιστατικά και αν υποτεθεί ότι είναι αληθινά, δεν υπερβαίνουν τα όρια που διαγράφονται από το άρθρο 281 ΑΚ και, επομένως, ο σχετικός λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που προέβαλαν οι ως άνω αναιρεσείοντες είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα συγκροτούντα την ιστορική βάση αυτής περιστατικά, όπως αυτά περιέχονται στους αντίστοιχους σχετικούς με την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, λόγους εφέσεων των αναιρεσειόντων των από 9-5-2018 και 6- 2-2019 αιτήσεων αναιρέσεως, και επομένως, ο λόγος αναιρέσεως αυτών από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά περιστατικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να αναφέρονται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποιό δηλαδή στοιχείο αναγκαίο για την επάρκεια τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποιά αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει. Τέλος, ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου και δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της απόφασης, με την οποία η αγωγή ή ο ισχυρισμός κρίθηκε απορριπτέος ως μη νόμιμος ή για κάποιο τυπικό λόγο.
Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης της Σ.-Θ. Σ., τον τρίτο λόγο της αναίρεσης του Δήμου Λαυρεωτικής και τον δεύτερο λόγο αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του) των αναιρεσειόντων της από 9-5-2018 αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559- αρ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα σύμφωνα με το λόγο αυτό των ως άνω αναιρεσειόντων, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του, ενώ κρίνει ότι "... ο επίδικος δρόμος δεν αποτελεί τον μοναδικό δρόμο, καθώς υπάρχει ο προβλεπόμενος από τη διανομή του έτους 1949 δρόμος", εν τούτοις δέχεται ότι "ο δρόμος αυτός δεν έχει ακόμη διανοίγει", ούτε έχει σχηματισθεί, "ότι είναι εφικτή η διάνοιξή του", υπονοώντας ότι μπορούσαν οι αναιρεσείοντες να τον διανοίξουν παρόλο ότι, όπως είναι γνωστό, η διάνοιξη και η δημιουργία αγροτικού δρόμου δεν είναι κατά νόμο δυνατή από ιδιώτες αλλά ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον οικείο Δήμο, καθώς και ότι ο επίδικος δρόμος αποτελεί τμήμα παρακάμψεως της προβλεπόμενης από την οριστική διανομή οδού, η οποία (παράκαμψη) δημιουργήθηκε λόγω της διαμορφώσεως του εδάφους. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι υπάρχει η προβλεπόμενη από την οριστική διανομή του 1949 αγροτική οδός, η οποία δύναται να διανοίγει, υπονοώντας προδήλως ότι είναι διαφορετική από την επίδικη οδό, στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι η επίδικη οδός αποτελεί τμήμα της αγροτικής οδού, όπως έχει διαμορφωθεί και σχηματιστεί λόγω των ανωμαλιών του εδάφους τουλάχιστον από το έτος 1962 και επομένως αναγνωρίζεται ως αγροτικός δρόμος και τέλος δέχεται αντιφατικά ότι η επίδικη οδός "ήταν χωματόδρομος κατά τα έτη 1985, 1986 και 1987" και "στις αεροφωτογραφίες των ετών 1988 και 1990, η παράκαμψη, άρα και το επίδικο τμήμα της φαίνεται ότι έχει στο σύνολο της τη μορφή που έχει σήμερα", δηλαδή ασφαλτοστρωμένη, ότι ο Δήμος Λαυρεωτικής είχε συνομολογήσει ότι ο ίδιος είχε προβεί στην ασφαλτόστρωση της επιδίκου οδού όπως και του υπολοίπου τμήματος της εγκεκριμένης από την οριστική διανομή αγροτικής οδού και ότι η διαμορφωθείσα παράκαμψη, τμήμα της οποίας αποτελεί η επίδικη οδός, καταλήγει κατ' αμφότερα τα άκρα της (δηλαδή τόσον προς βορρά όσο και προς νότο) στην εγκεκριμένη από την οριστική διανομή αγροτική οδό, η οποία άρχεται από το δρόμο … και καταλήγει στο συγκρότημα … και στην παραλία, και η οποία έχει εξ ολοκλήρου διανοίγει και ασφαλτοστρωθεί. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες Σ.-Θ. Σ. και Δήμο Λαυρεωτικής, καθώς και τους αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αίτησης αναίρεσης Ι. Μ., Δ. Κ., Π.-Ε. Ζ., Π. Φ. και Μ. Φ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Όσον αφορά τους λοιπούς αναιρεσείοντες της από 9-5-2018 αίτησης αναίρεσης, ενόψει του ότι ο λόγος αυτός της αναίρεσής τους πλήττει την κρίση του Εφετείου σχετικά με την απόρριψη της ένστασης του γενικού δόλου, είναι επίσης απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται απορρίφθηκε ως απαράδεκτος (ενώ για τους αναιρεσείοντες Ι. Μ. κ.λ.π, ως ουσία αβάσιμος), οπότε δεν μπορεί να ιδρυθεί λόγος από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί η απόφαση τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως της Σ.-Θ. Σ., και με την επίκληση της πλημμέλειας του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη ότι "περί το έτος 1992 η πεντηκοστή τρίτη εναγομένη εταιρία, κατασκευάστρια του συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών "...", προκειμένου να διευκολυνθεί στην ανέγερση του συγκροτήματος, διαμόρφωσε αυθαίρετα και χωρίς τη θέληση των εναγόντων και στη συνέχεια έστρωσε με άσφαλτο, προϋφιστάμενο εντός του παραπάνω αγροτεμαχίου "…" των εναγόντων χωματόδρομο". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη, ένορκες βεβαιώσεις), από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτων και, εφόσον δεν υφίσταται προς έρευνα άλλος λόγος, οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, όσον αφορά τις από 9-5-2018 και 6-2-1019 αιτήσεις αναίρεσης (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όσον αφορά τον Δήμο Λαυρεωτικής, σύμφωνα με το άρθρο 276 παρ. 1 και 281§2 Ν. 3463/2006, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει τη συνεκδίκαση των από: 1) 9-5-2018 αίτησης αναίρεσης των Γ. Χ. κ.λ.π., 2) 18-2-2019 αίτησης αναίρεσης του Ο.Τ.Α με την επωνυμία "Δήμος ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ", 3) 6-2-2019 αίτησης αναίρεσης της Σ.- Θ. Σ. και 4) 22-2-2019 αίτησης αναίρεσης του Ε. Σ..
Απορρίπτει τις πιο πάνω αιτήσεις για αναίρεση της υπ' αριθμ. 759/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων των από 9- 5-2018, 6-2-2019 και 22-2-2019 αιτήσεων αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες, καθεμίας των αιτήσεων αναίρεσης, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Δήμο και στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τους λοιπούς αναιρεσείοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης καθώς και των αρχαιοτέρων Αρεοπαγιτών αποχωρησάντων από την Υπηρεσία, η αμέσως αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης