ΑΡΙΘΜΟΣ 1879/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, συζύγου Ζ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιπποκράτη - Αλέξανδρο Μυλωνά, για αναίρεση της με αριθμό 3330/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2010 αίτησή της περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 823/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 465 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του 96 παρ.1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτού επισυνάπτεται στη σχετική έκθεση. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως που παρέχεται σε εκείνον που καταδικάστηκε, μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί κατά την συζήτηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως για λογαριασμό του καταδικασθέντος από τον παραστάντα κατά τη συζήτηση συνήγορο παρέχεται μόνο σε καταδικαστική απόφαση. Τέτοια απόφαση θεωρείται εκείνη που κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο τελέσεως ορισμένης αξιοποίνου πράξεως και επιβάλλει σ'αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή ως κυρία ποινή, καθώς και η απόφαση με την οποία το Δικαστήριο μετ' αναίρεση προέρχεται σε νέα επιμέτρηση της ποινής.. Δεν θεωρείται καταδικαστική η απόφαση κατά το μέρος με το οποίο διατάσσεται δήμευση, η οποία συνιστά παρεπομένη ποινή είτε μέτρο ασφαλείας και όταν επιβάλλεται κατά το άρθρο 46 παρ. 1, 2 νόμου 3691/2008 στα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά την παράγραφο δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί οπότε κατάσχονται και δημεύονται από το δικάζον δικαστήριο περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνα της προαναφερθείσης περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής αποφάσεως. Δεν είναι καταδικαστική η απόφαση και στην περίπτωση κατά την οποία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 46 του ν.3691/2008 το Δικαστήριο, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή των προϊόντων που δεν βρέθηκαν ή δεν υπάρχουν πλέον, δύναται να επιβάλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος.
Από τις άνω διατάξεις του άρθρου 46 του νόμου 3691/2008 "Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικότητα" που επαναλαμβάνουν ρυθμίσεις που ίσχυαν και υπό το καθεστώς του προηγουμένου ν.2331/1995 με ορισμένες διαφοροποιήσεις, προκύπτει ότι τόσο η δήμευση όσο και η χρηματική ποινή ως υποκατάστατο αυτής είναι ιδιόμορφα αποκαταστατικά μέτρα και φέρουν τον χαρακτήρα παρεπομένης ποινής. Εξάλλου κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη εκείνου που το άσκησε στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών επέβαλε στην ήδη αναιρεσείουσα χρηματική ποινή εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δικάζοντας ύστερα από αναίρεση, με την 2369/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, μόνον ως προς τη διάταξη για επιβολή της χρηματικής ποινής επί ποινικής υποθέσεως στην οποία η αναιρεσείουσα ήταν κατηγορουμένη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και είχε καταδικασθεί με την εν μέρει κατά τα άνω αναιρεθείσα 2563-2568/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σε φυλάκιση (2) ετών και χρηματική ποινή 216.203,15 ευρώ για τελεσθείσα στην Αθήνα στις 13.1.1998 νομιμοποίηση 83.242.771 δραχμών ως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (εμπορία κοκαΐνης κατ' επάγγελμα). Η άσκηση της κρινομένης αναιρέσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, που επέβαλε χρηματική ποινή ως παρεπομένη ποινή αντί δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ.2 του ν.3691/2008, δεν έγινε παραδεκτώς από τον δικηγόρο που υπέγραψε την έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της γραμματέα του Εφετείου και με την ιδιότητα του παραστάντος στη δίκη στο Πενταμελές Εφετείο κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη, μη καταδικαστική κατά την προαναφερθείσα έννοια, απόφαση. Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. όταν υπάρχει απαράδεκτο κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Συνακόλουθα και δοθέντος ότι η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε να παραστεί στο παρόν δικαστήριο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, όπως προκύπτει από το από 6.7.2010 αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων Εισαγγελίας Αρείου Πάγου ..., και κατά τη δικάσιμο αυτήν εκπροσωπήθηκε από τον εμφανισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο της, που άκουσε όσα πρότεινε ο Εισαγγελέας και εξέφρασε τις απόψεις του επί της κρινομένης αιτήσεως και για το τυπικό μέρος και επί της ουσίας, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι ασκήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31.5.2010 αίτηση της Χ, συζύγου Ζ, για αναίρεση της 3330/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ