Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Βούλευμα που παραπέμπει για κακουργηματική απάτη και κακουργηματική πλαστογραφία. Λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, διότι ασκήθηκε η ποινική δίωξη, κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 1 ΚΠΔ, χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση. Όταν ο ανακριτής, κατ’ αρ. 250 του ΚΠΔ επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν στην ίδια πράξη, δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί και ως προς αυτούς προκαταρκτική εξέταση. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 860/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.865/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την ....., κάτοικο .....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.854/2008. Έπειτα η Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 35/27.01.2009 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 189/2008 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου ...., κατοίκου .... Αττικής, κατά του υπ'αριθμ. 1865/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και εκθέτω τα εξής: Το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε κατ'ουσία την υπ'αριθμ. 240/2008 έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 1152/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε αυτό, αφού προηγουμένως επαναδιατύπωσε επί το ορθότερο τις σε βάρος του κατηγορίες για α) πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, με την οποία σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ποσού που υπερβαίνει συνολικά αυτό των 73.000 ευρώ και β) απάτη κατ'εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (αρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1,3 εδ. α' και 386 παρ. 1,3 εδ. β'ΠΚ).
Κατά του ανωτέρω 1865/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την κρινομένη 189/2008 αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε στις 5-11-2008 από τον δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Μιχαλόλια για λογαριασμό του κατηγορουμένου ..... (δυνάμει της από 3-11-2008 επισυναπτόμενης εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου) νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο την 1-11-2008 (βλ. σχετικό αποδεικτικό) και περιέχει ως λόγο αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα (αρ. 484 παρ. 1α ΚΠΔ).Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως.Σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ (όπως αντικ. με αρ. 5 ν. 3160/2003) στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη μόνον εφόσον έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη έκτακτη προανάκριση κατά το άρθρο 243 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ή ένορκη διοικητική εξέταση, και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 246 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ (όπως αντικ. με άρ. 13 παρ. 2 ν. 3160/03) ο Εισαγγελέας μπορεί να δώσει την παραγγελία προς τον ανακριτή, σε οποιοδήποτε στάδιο της προανάκρισης και αμέσως μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης. Τέτοια δε παραγγελία δίνει ο Εισαγγελέας: α) σε κακούργημα και β) σε πλημμελήματα στα οποία κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στον κατηγορούμενο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 282.Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 250 παρ. 1 ΚΠΔ ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσους συμμετείχαν στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν είναι συναφής. Η διάταξη αυτή αποτελεί συνέπεια της αρχής ότι η ποινική δίωξη ασκείται in rem και όχι personam, σύμφωνα με την οποία η παραγγελία του Εισαγγελέα αφορά την πράξη και όχι τους πράξαντες. Επομένως, αν κατά την διάρκεια της ανάκρισης αποκαλυφθεί ότι στην πράξη συμμετείχαν και άλλα πρόσωπα πέραν των τυχόν αναφερομένων στην εισαγγελική παραγγελία, ο ανακριτής έχει όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να επεκτείνει και επ'αυτών τη δίωξη, χωρίς να απαιτείται γι'αυτό η άσκηση συμπληρωματικής διώξεως, ούτε φυσικά και η διενέργεια νέας προκαταρκτικής εξετάσεως κατά το άρθρο 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ, αφού η κίνηση της ποινικής δίωξης, με παραγγελία για κυρία ανάκριση, γίνεται από τον Εισαγγελέα με βάση τα στοιχεία που έχει από την προκαταρκτική εξέταση ή από την αυτεπάγγελτη προανάκριση ή από την ένορκη διοικητική εξέταση.Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με το εκκαλούμενο 1152/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και οι κατηγορούμενοι, .... και ...., οι οποίοι όμως απηλλάγησαν των κατηγοριών αυτών με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Η τελευταία, για την προκειμένη υπόθεση, μετά από προανάκριση, είχε παραπεμφθεί με απ'ευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της 11-3-2005 για να δικασθεί για πλαστογραφία με χρήση κατ'εξακολούθηση (αρ. 98, 216 παρ. 1 ΠΚ). Κατά της απ'ευθείας με κλητήριο θέσπισμα παραπομπής της στο ακροατήριο, η ανωτέρω άσκησε προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος με την 145/05 διάταξή του, αφού την έκανε τυπικά δεκτή, παρήγγειλε τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως με την άσκηση ποινικής διώξεως για τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό αυτής (διάταξης) πράξεις της πλαστογραφίας και απάτης, αμφότερες κατ'εξακολούθηση και σε βαθμό κακουργήματος. Κατά τη διενέργεια δε της κυρίας ανακρίσεως ο ανακριτής με βάση τα στοιχεία που είχε από την προανάκριση, αλλά και αυτά που συγκέντρωσε ο ίδιος, νομίμως επεξέτεινε την ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις ως άνω σε βαθμό κακουργήματος πράξεις και σε βάρος του αναιρεσείοντος, ως συμμετόχου στις ίδιες πράξεις της αρχικώς κατηγορουμένης ...... Επομένως η αιτίαση του αναιρεσείοντος για απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, διότι του ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακούργημα, χωρίς προηγουμένως να διενεργηθεί ως προς αυτόν προκαταρκτική εξέταση, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ, είναι αβάσιμη, ορθώς δε και αιτιολογημένα το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του για ακύρωση της σε βάρος του ασκηθείσης ποινικής διώξεως με την από 2-3-2005 εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια κυρίας ανακρίσεως. Συνακόλουθα, η κρινομένη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 189/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου ...., κατοίκου ...., κατά του υπ'αριθμ. 1865/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 12 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης".
Αφού άκουσε
την παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 189/2008 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου ...., κατοίκου ...., κατά του 1865/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την 240/2008 έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 1152/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε αυτό, αφού προηγουμένως επαναδιατύπωσε επί το ορθότερο τις σε βάρος του κατηγορίες για: α) πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, με την οποία σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ποσού που υπερβαίνει συνολικά αυτό των 73.000 ευρώ και β) απάτη κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (αρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1,3 εδ. α' και 386 παρ. 1,3 εδ. β'ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α 165/30-6-03) "1. Ο εισαγγελέας, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα όμως ή πλημμελήματα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημ-μελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Επίσης, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί ποινική δίωξη. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει , μεταξύ άλλων, ότι από την έναρξη της ισχύος του ν. 3160/2003, στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη μόνον εφόσον έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη έκτακτη προανάκριση, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, ή ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Με τη διάταξη αυτή, όπως αναφέρεται στη εισηγητική έκθεση του ν.3160/03, διασφαλίζεται η προστασία της προσωπικότητας των πολιτών από προπετείς μηνύσεις, αφού παρέχεται η ευχέρεια στον εισαγγελέα να εκτιμήσει αν συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, οπότε και μόνο είναι υποχρεωμένος να κινήσει την ποινική δίωξη. Αν κινηθεί ποινική δίωξη, χωρίς να προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση, παράγεται απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 περ. β του ΚΠΔ, αφού υφίσταται περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 250 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, "Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν είναι συναφής". Η διάταξη αυτή αποτελεί συνέπεια της αρχής ότι η ποινική δίωξη ασκείται in rem και όχι in personam, σύμφωνα με την οποία η παραγγελία του Εισαγγελέα αφορά την πράξη και όχι τους πράξαντες. Επομένως, αν κατά την διάρκεια της ανάκρισης αποκαλυφθεί ότι στην πράξη συμμετείχαν και άλλα πρόσωπα πέραν των τυχόν αναφερομένων στην εισαγγελική παραγγελία, ο ανακριτής έχει όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση να επεκτείνει και επ'αυτών τη δίωξη, χωρίς να απαιτείται γι' αυτό η άσκηση συμπληρωματικής διώξεως, ούτε φυσικά και η διενέργεια νέας προκαταρκτικής εξετάσεως κατά το άρθρο 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ, αφού η κίνηση της ποινικής δίωξης, με παραγγελία για κυρία ανάκριση, γίνεται από τον Εισαγγελέα με βάση τα στοιχεία που έχει από την προκαταρκτική εξέταση ή από την αυτεπάγγελτη προανάκριση ή από την ένορκη διοικητική εξέταση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με το εκκαλούμενο 1152/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, και της κακουργματικής απάτη κατ' εξακολούθηση και οι κατηγορούμενοι, .... και ...., οι οποίοι όμως απηλλάγησαν των κατηγοριών αυτών με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Η τελευταία, για την προκειμένη υπόθεση, μετά από προανάκριση, είχε παραπεμφθεί με απ' ευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της 11-3-2005 για να δικασθεί για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση (αρ. 98, 216 παρ. 1 ΠΚ). Κατά της απ' ευθείας με κλητήριο θέσπισμα παραπομπής της στο ακροατήριο, η ανωτέρω άσκησε προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος με την 145/05 διάταξη του, αφού την έκανε τυπικά δεκτή, παρήγγειλε τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως με την άσκηση ποινικής διώξεως για τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό αυτής (διάταξης) πράξεις της πλαστογραφίας και απάτης, αμφότερες κατ' εξακολούθηση και σε βαθμό κακουργήματος. Κατά τη διενέργεια δε της κυρίας ανακρίσεως ο ανακριτής με βάση τα στοιχεία που είχε από την προανάκριση, αλλά και αυτά που συγκέντρωσε ο ίδιος, νομίμως επεξέτεινε την ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις ως άνω σε βαθμό κακουργήματος πράξεις και σε βάρος του αναιρεσείοντος, ως συμμέτοχου στις ίδιες πράξεις της αρχικώς κατηγορουμένης ..... Με το προσβαλλόμενο δε βούλευμα απορρίφθηκε αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος περί ακυρότητας της εναντίον του ασκηθείσης ποινικής διώξεως, με την εξής αιτιολογία : ".....Ο ισχυρισμός (αυτοτελής) του δεύτερου κατηγορουμένου-εκκαλούντος, .... που παραδεκτά υποβάλλεται με το από 7-7-2008 υπόμνημα του προς το παρόν Συμβούλιο ..... περί ακυρώσεως της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής διώξεως για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, ήτοι της από 2.3.2005 εισαγγελικής παραγγελίας για τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως και των εν συνεχεία ανακριτικών πράξεων του 12ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού στην προκειμένη περίπτωση ο 12ος Τακτικός Ανακριτής ενήργησε στα πλαίσια του άρθρου 250 παρ.1 ΚΠΔ και νομίμως επεξέτεινε την ασκηθείσα ποινική δίωξη και σε βάρος του δεύτερου κατηγορουμένου-εκκαλούντος, φερομένου ως συμμέτοχου της ..... (αρχικής κατηγορουμένης) και δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια προηγουμένως προκαταρτικής εξετάσεως, όπως αβάσιμα διατείνεται, αφού η ήδη ασκηθείσα για την υπόθεση ποινική δίωξη (in rem) ήταν σε πολύ μεταγενέστερο δικονομικό στάδιο (προκεχωρημένο)".
ΙΙΙ. Ο κατηγορούμενος αναιρεσείων με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλει ότι "από την ίδια δικογραφία προκύπτει ότι ουδέποτε διενεργήθηκε για μένα προκαταρκτική εξέταση, ούτε εκλήθην ποτέ να καταθέσω ανωμοτί ως ύποπτος σε αυτή" και ότι τούτο, κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 περ. β ΚΠΔ, και ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα απέρριψε τον αυτοτελή του ισχυρισμό περί ακυρότητας της εναντίον του ασκηθείσης ποινικής διώξεως, "με το αιτιολογικό ότι κατ' άρθρο 250 ΚΠΔ ο τακτικός ανακριτής νομίμως επεξέτεινε την ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος μου". Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος για απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, διότι του ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακούργημα, χωρίς προηγουμένως να διενεργηθεί ως προς αυτόν προκαταρκτική εξέταση, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ, είναι, αβάσιμη, ορθώς δε και αιτιολογημένα το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του για ακύρωση της σε βάρος του ασκηθείσης ποινικής διώξεως με την από 2-3-2005 εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, αφού σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα, δεν απαιτείτο η διενέργεια ειδικώς και ως προς τον αναιρεσείοντα, προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου ο ανακριτής να επεκτείνει και ως προς αυτόν την ασκηθείσα ήδη in rem ποινική δίωξη . Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι "η εναντίον ποινική δίωξη ασκήθηκε πριν διενεργηθεί κυρία ανάκριση, από τον Εισαγγελέα Εφετών και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής το 250 ΚΠΔ", αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού, σε κάθε περίπτωση δεν ασκήθηκε εναντίον του νέα ποινική δίωξη πριν από την διενέργεια κυρίας ανάκρισης, αλλά, όπως ήδη αναφέρθηκε και έγινε δεκτό με το προσβαλλόμενο βούλευμα, επεκτάθηκε και ως προς αυτόν η ποινική δίωξη που "in rem" είχε ήδη ασκηθεί, με αρχική κατηγορουμένη την ......
ΙV. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη του μοναδικού πιο πάνω λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 189/5-11-2008 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου ...., κατοίκου ....., κατά του 1.865/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ