Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Δωροδοκία, Μαστροπεία, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση, Δήμαρχος, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Πράξεις: Α) Μαστροπεία κατά συρροή (11 περιπτώσεις) και κατ' επάγγελμα. και ενεργητική δωροδοκία κατά συρροή (2ου κατηγορουμένου). Μαστροπείας έννοια (ΑΠ 561/ 2008). Β) Ενεργητική δωροδοκία κατ' εξακολούθηση και συρροή. Έννοια. Γ) Παθητική δωροδοκία κατ' εξακολούθηση - Έννοια (ΑΠ 2/2008). Δ) Ψευδής βεβαίωση κατ' εξακολούθηση. Ε) Παράβαση καθήκοντος Δημάρχου, κατ' εξακολούθηση. - Έννοια. 1) Αβάσιμοι ουσία οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (αιτήσεις όλων των κατηγορουμένων). 2) Αβάσιμος ουσία ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της απορρίψεως του υποβληθέντος μη αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, για μεταβολή της κατηγορίας της μαστροπείας σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, για μη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης κατ' επάγγελμα και για μη αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84 παρ.2 α, β, δ, ε του ΠΚ. Υπάρχει επαρκής αιτιολογία για όλα. 3) Κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 120 παρ. 2 και 121 εδ. Α ' και 487 του ΚΠΔ, ορθά το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου της κλήσεως, αφού όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, περί παραπομπής των κατηγορουμένων, λόγω της ιδιότητας ως Δημάρχου του ενός από αυτούς στο αρμόδιο καθ' ύλη Τριμελές Εφετείο Θράκης, ήταν παρόντες και δεν χρειαζόταν επίδοση της παραπεμπτικής αυτής αποφάσεως, επέχουσας θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, ενώ δεν άσκησαν έφεση κατ' αυτής και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, οι δε σχετικοί λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων των άνω δύο κατηγορουμένων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. 4) Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, με τον οποίο υποστηρίζεται απόλυτη ακυρότητα, λόγω αοριστίας ορισμένων από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, "οι από 9-3-05, 13-12-05, 16-12-05, 16-12-05, 17-12-05 και από 17-12-05 εκθέσεις αναγνώρισης, η από 17-12-05 έκθεση παράδοσης παραλαβής και κατάσχεσης, τέσσερις εκθέσεις απομαγνητοφωνήσεως από 8-9-05", είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος (ΑΠ 31, 600, 909/2008). 5) Ουδεμία ακυρότητα, που να δημιούργησε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ απορρέοντα λόγο αναιρέσεως, επήλθε και επομένως ο επί του ανωτέρω άρθρου στηριζόμενος έβδομος λόγος της αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα και δη ότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του πριν από την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, είναι αβάσιμος, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι η πρόεδρος του Δικαστηρίου ρώτησε τους διαδίκους αν έχουν να προτείνουν συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και αυτοί απάντησαν αρνητικά, και μετά την επί της κατηγορίας πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, έδωσε και πάλι τον λόγο στους εκπροσωπούντες, με βάση τα παρατεθέντα αρθρ. 501 παρ. 1 και 340 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Κ.Χ., δύο συνηγόρους του, τελευταία το λόγο και αυτοί, μη δικαιούμενοι σε απολογία για λογαριασμό του απολιπόμενου κατηγορουμένου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους ως προς την ενοχή του εκκαλούντος κατηγορουμένου και την ποινή και ζήτησαν την αθώωση του, και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί (ΑΠ 24, 928/2007). 6) Είναι απορριπτέος ο λόγος απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, του τρίτου αναιρεσείοντος, εκ του ότι δε δόθηκε ο λόγος και πάλι στον Εισαγγελέα, μετά την επί της κατηγορίας αγόρευση των συνηγόρων του ιδίου κατηγορουμένου, διότι από καμία διάταξη νόμου προκύπτει τέτοια υποχρέωση του Προέδρου. 7) Δεν προκύπτει καμία ασάφεια ή αμφιβολία για τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, σαφώς προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο όλα τα αναφερόμενα παραπάνω κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, όταν δε στο αιτιολογικό αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη "η χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας κλπ", έπεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι δύο ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγουσών Α.Α. και Κ.Ο. προφανώς από παραδρομή αναφερομένου στην αρχή του αιτιολογικού του ενικού αριθμού, αφού στο περιεχόμενο του αιτιολογικού γίνεται ρητή αναφορά στις καταθέσεις και των δύο ως άνω αλλοδαπών πολιτικώς εναγουσών. 8) Από τα πρακτικά προκύπτει (φύλλο 38), ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Κ.Χ., κατά την επί της ενοχής αγόρευση του, ζήτησε παντελώς αόριστα, "να αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε του ΠΚ", χωρίς παράθεση ουδενός περιστατικού θετικής καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο μετά τις πράξεις χρονικό διάστημα, γ/αυτό και το Δικαστήριο, που του αναγνώρισε μόνο το ελαφρυντικό του εδαφίου α΄, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και δη να αιτιολογήσει την απόφαση του για μη χορήγηση του ελαφρυντικού του εδαφίου ε΄ και η σχετική αιτίαση του άνω αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη (ΑΠ 921/2008). Απορρίπτει αιτήσεις ως αβάσιμες.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1627/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. X1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, 2. X2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο και 3. X3, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αρετή Αλατά, περί αναιρέσεως της 199/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1. Ψ1, κάτοικο ... και 2. Ψ2, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Ιανουαρίου 2009, 2 Φεβρουαρίου 2009 και 23 Ιανουαρίου 2009 τρεις χωριστές αιτήσεις των ανωτέρων αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 161/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠοινΔ, το Δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σ' αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. α-γ. του ίδιου Κώδικα, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Τέλος, κατά το άρθρο 487 ΚΠοινΔ στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται έφεση κατά της αποφάσεως με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (άρθρ. 120). Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο κηρύσσει αυτό αναρμόδιο και παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, η απόφασή του αυτή επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, για την άσκηση ενδίκων μέσων, μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι απών. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 320 και 321 με εκείνες των άρθρων 120 παρ. 2 και 121 εδ. α' του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι για να αρχίσει η κύρια διαδικασία, δεν είναι αναγκαίο να είναι πράγματι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση το δικαστήριο που αναγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση διότι η τυχόν αναγραφή άλλου αναρμόδιου δικαστηρίου, δεν καθιστά άκυρο και ανενεργές, ως προς τις έννομες συνέπειές του, το εισαγωγικό αυτό έγγραφο, το οποίο είναι δηλωτικό του τέλους της προπαρασκευαστικής διαδικασίας και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία τόσο του αναρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο καθύλην δικαστήριο, όσο και του κατ' έφεση δικάζοντος δικαστηρίου.
Στην προκείμενη περίπτωση ο πρώτος αναιρεσείων Χ1 και ο τρίτος αναιρεσείων Χ3, με τον τρίτο και πρώτο λόγο αντίστοιχα των κρινόμενων αιτήσεών τους, ισχυρίζονται ότι επήλθεν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι απορρίφθηκε εσφαλμένα η προβληθείσα από τον αναιρεσείοντα Χ2 ένσταση ακυρότητας της προδικασίας - κλητηρίου θεσπίσματος, για το λόγο ότι, ναι μεν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, στο οποίο κλήθηκαν αρχικά, και παρέστησαν κηρύχθηκε αναρμόδιο υλικά, ως εκ της ιδιότητας του από αυτούς τρίτου κατηγορουμένου, ως Δημάρχου ..., και η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, υποκείμενου σε έφεση, πλην όμως, έπρεπε να τους κοινοποιηθεί η εν λόγω παραπεμπτική απόφαση πριν τους επιδοθεί η σχετική κλήση να παραστούν στο Τριμελές Εφετείο Θράκης, για να ασκήσουν τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με τη συμπροσβαλλόμενη με αριθ. 199/2008 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε την άνω υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο Χ2 ένσταση, με την παρακάτω αιτιολογία (φύλλο 4):
"Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 120 παρ. 2, 313, 315, 320 παρ. 1, 321 παρ.1, 2 και 4 και 473 παρ.1 του ΚΠΔ, σαφώς συνάγεται ότι όταν το Δικαστήριο (πλην του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Πταισματοδικείου, άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ) κρίνει εαυτό αναρμόδιο, παραπέμπει δια της αποφάσεως του την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο. Σε αυτή την περίπτωση η απόφαση του Δικαστηρίου, επέχουσα θέση παραπεμπτικού βουλεύματος (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ), κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, μόνον όταν αυτός είναι απών για την έναρξη της προθεσμίας προς άσκηση κατ' αυτής των ενδίκων μέσων και αφού καταστεί αυτή αμετάκλητη, περαιτέρω, η εισαγωγή της υποθέσεως στο αρμόδιο Δικαστήριο γίνεται, δια κλήσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως, εκδιδομένης σύμφωνα με το άρθρο 320 ΚΠΔ, δεν απαιτείται δε, κατά την άνω διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ ή άλλη (διάταξη), επίδοση της ως άνω αποφάσεως και στον παρόντα κατά την απαγγελία αυτής (αποφάσεως) κατηγορούμενο και γενικώς στους παρόντες διαδίκους (ΑD ΗΟC ΑΠ 1033/1978 ΝοΒ 27.117).
Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι Χ2, κάτοικος ..., ΑΑ, κάτοικος ..., Χ3, κάτοικος ... και Χ1, κάτοικος ..., ήταν παρόντες κατά την απαγγελία της υπ' αριθμ. 1101/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης (ο τρίτος των κατηγορουμένων εκπροσωπηθείς από συνήγορο, άρθρο 340 παρ. 2 εδαφ. β' ΚΠΔ), δια της οποίας τούτο, λόγω μεταγενεστέρας, δια του άρθρου 145 παρ. 1 του ν. 3463/2006, μεταβολής της αρμοδιότητας, όσον αφορά τον τρίτο των κατηγορουμένων Χ3, ο οποίος κατά το χρόνο τελέσεως των αποδιδόμενων σ' αυτόν κατηγοριών της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, ετύγχανε Δήμαρχος ... του Ν. ..., και λόγω συνάφειας (άρθρα 128 και 129 ΚΠΔ) για τους λοιπούς κατηγορουμένους, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο, να δικάσει τις αποδιδόμενες στους άνω κατηγορουμένους κατηγορίες, για τις πράξεις: α) της μαστροπείας κατ' επάγγελμα και κατά συρροή (τον 1° κατηγορούμενο), β) της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση (τους 2° και 3° των κατηγορουμένων), γ) της ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού κατ' εξακολούθηση (τους 2° και 4° των κατηγορουμένων), δ) της ενεργητικής δωροδοκίας κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση (τον 1° κατηγορούμενο) και ε) της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση (τους 3° και 4° των κατηγορουμένων), για τις οποίες παραπέμφθηκαν αυτοί σε δίκη δια του υπ' αριθμ. ΕΓ1-06/4/28-2-2006 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ροδόπης ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης) και παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του αρμοδίου καθύλην Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Όπως προκύπτει: α. για τον πρώτο κατηγορούμενο από το αποδεικτικό του Αστυνομικού ... του Α.Τ. ..., με ημερομηνία 1.2.2007, β. για τον δεύτερο κατηγορούμενο από το αποδεικτικό του Αστυνομικού ... με ημερομηνία 1.2.2007, γ. για τον τρίτο κατηγορούμενο από το αποδεικτικό του Αρχιφύλακα ... του Α.Τ. ... με ημερομηνία 27.1.2007 και δ. για τον τέταρτο κατηγορούμενο από το αποδεικτικό του Αρχιφύλακα ... του Α.Τ. ... με ημερομηνία 27.1.2007, που υπάρχουν στη δικογραφία, η με αριθμό 2/2007 κλήση του Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, ή οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, στοιχεία, μνημονεύεται δε σε αυτήν η επέχουσα θέση παραπεμπτικού βουλεύματος υπ' αριθμ. 1101/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, για εμφάνιση των κατηγορουμένων Χ2, κατοίκου ..., ΑΑ, κατοίκου ..., Χ3, κατοίκου ..., Χ1, κατοίκου ... στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης για τη δικάσιμο της 20-3-2007, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19-9-2007, στη συνέχεια για τη δικάσιμο της 5-11-2007 και στη συνέχεια για την 7-1-2008, οπότε και εκδικάσθηκε η υπόθεση, επιδόθηκε σ' αυτούς κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες. Η υπ' αριθμ. 1101/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, στην οποία αναφέρονται και οι πράξεις για τις οποίες παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι, εκδοθείσα στις 14-12-2006 είχε ήδη καταστεί αμετάκλητη κατά την επίδοση της άνω κλήσεως του Εισαγγελέως Εφετών Θράκης προς τους κατηγορουμένους (βλ. από 11-1-2007 βεβαίωση της γραμματέως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης). Συνακόλουθα, στους παρόντες κατά την απαγγελία της υπ' αριθμ.1101/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης κατηγορουμένους δεν ήταν αναγκαία η επίδοση της αποφάσεως. Περαιτέρω, η γενομένη εισαγωγή της υποθέσεως στο Δικαστήριο Τριμελούς Εφετείου Θράκης, αφού κατέστη αμετάκλητη η άνω απόφαση, δια κλήσεως του Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, έγινε εγκύρως, ουδεμία δε ακυρότητα λόγω μη επιδόσεως της αποφάσεως προς τους κατηγορουμένους επήλθε, η δε προβαλλόμενη αντίθετη ένσταση, πρέπει να απορριφθεί".
Επομένως, σύμφωνα και με αυτά που προεκτέθηκαν και τις άνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε κατ' έφεση, με πλήρη και ειδική αιτιολογία και κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, ορθά απέρριψε την άνω ένσταση απαραδέκτου, αφού όταν δημοσιεύτηκε η περί παραπομπής των κατηγορουμένων στο αρμόδιο καθύλην Τριμελές Εφετείο Θράκης απόφαση ήταν παρόντες, ενώ δεν άσκησαν έφεση κατ'αυτής και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, ο δε σχετικοί λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων των άνω δύο κατηγορουμένων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, έγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το αρ. 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το αρ. 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποίο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθ. 358 ΚΠοινΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα έγινε η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, κατά τον οποίο αναφέρεται στα πρακτικά το αναγνωσθέν έγγραφο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναγνώσθηκαν, και λήφθηκαν συνακόλουθα υπόψη για την κρίση περί της ενοχής των κατηγορουμένων, μεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα έγγραφα: "οι από 9-3-05, 13-12-05, 16-12-05, 16-12-05, 17-12-05 και από 17-12-05 εκθέσεις αναγνώρισης, η από 17-12-05 έκθεση παράδοσης παραλαβής και κατάσχεσης, τέσσερις εκθέσεις απομαγνητοφωνήσεως από 8-9-05". Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, με την ανάγνωσή τους, έγιναν γνωστά στους παράγοντες της δίκης καθόλο το περιεχόμενό τους και ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ2, δια του παρισταμένου συνηγόρου του, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε, πάντως, από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητάς τους στα πρακτικά της δίκης και ως εκ τούτου ορθώς έλαβε υπόψη της η προσβαλλομένη απόφαση και τα έγγραφα αυτά. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του άνω κατηγορουμένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 501 παρ. 1 και 340 παρ 2 του ΚΠοινΔ, όπως η πρώτη τροποποιήθηκε με το άρθρ. 48 παρ. 1 εδαφ. α του ν. 3.160/2003 και η δεύτερη αντικαταστάθηκε διαδοχικά από τα άρθρ. 24 παρ. 1 του ν. 3160/2003 και 13 του ν. 3.346/2005, προκύπτει ότι σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται στον εκκαλούντα κατηγορούμενο κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του κατά της καταδικαστικής γι' αυτόν αποφάσεως να εκπροσωπείται από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του κατά τις διατυπώσεις του άρθρ. 42 παρ. 2 εδαφ. γ του ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Η εκπροσώπηση, όμως, αυτή δεν περιλαμβάνει και την κατά το άρθρο 366 του ΚΠοινΔ απολογία του κατηγορουμένου, η οποία είναι πάντοτε προφορική και άμεση, πρέπει δε να δίδεται από τον ίδιο και όχι από τον εκπροσωπούντα αυτόν, ο οποίος δεν αποκτά από την ιδιότητά του αυτή και την ιδιότητα του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να απολογηθεί γι' αυτόν και να απαντά σε ερωτήσεις αντί γι' αυτόν.
Συνεπώς, εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά τη διεξαγωγή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η διευθύνουσα τη συζήτηση πρόεδρος του Δικαστηρίου, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας (βλ. φύλλο 38), ρώτησε τους διαδίκους αν έχουν να προτείνουν συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και αυτοί απάντησαν αρνητικά, και μετά την επί της κατηγορίας πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, έδωσε και πάλι, με βάση τα προπαρατεθέντα άρθρα 501 παρ. 1 και 340 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, στους εκπροσωπούντες τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ3 δύο συνηγόρους του, τελευταία το λόγο και αυτοί ανέπτυξαν τις απόψεις τους ως προς την ενοχή του εκκαλούντος κατηγορουμένου και την ποινή και ζήτησαν την αθώωσή του, ουδεμία ακυρότητα, που να δημιούργησε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ απορρέοντα λόγο αναιρέσεως επήλθε και επομένως ο επί του ανωτέρω άρθρου στηριζόμενος έβδομος λόγος της αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα και δη ότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του πριν από την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Συναφώς είναι απορριπτέος και ο λόγος ακυρότητας, εκ του ότι δε δόθηκε ο λόγος και πάλι στον Εισαγγελέα, μετά την επί της κατηγορίας αγόρευση των συνηγόρων του ιδίου κατηγορουμένου, διότι από καμία διάταξη νόμου προκύπτει τέτοια υποχρέωση του Προέδρου.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 349 παρ.3 εδ. α του ΠΚ, "όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία, προάγει στην πορνεία γυναίκες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή". Η αναφερόμενη διάταξη δεν έχει θιγεί με το αρ. 7 του Ν. 3064/2002 και απλώς προστέθηκε εδ. 2, που προβλέπει την τέλεση της πράξεως από υπάλληλο, ως επιβαρυντική περίσταση. Προαγωγεία στην πορνεία νοείται η καθοιονδήποτε τρόπο (με παροτρύνσεις, πιέσεις, συστάσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (με παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων, άσκηση ψυχολογικής βίας κλπ), παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσας ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας, ενήλικη δηλαδή ή και ανήλικη. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν περισσότερες γυναίκες θύματα (ούτε από τη χρήση του όρου "γυναίκες" προκύπτει το αντίθετο), ούτε επίσης η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών ή ανήλικη. Είναι όμως αναγκαίο, να μην είναι αυτή ήδη πόρνη, υπό την έννοια που αναφέρεται παρακάτω. Η άποψη ότι αρκεί και η παρακίνηση της ήδη εταιριζόμενης γυναίκας, να συνεχίσει τη δραστηριότητά της αυτή, δεν έχει επικρατήσει. Στοιχείο επομένως του εγκλήματος της μαστροπείας είναι, η προαγωγή στην πορνεία να αφορά γυναίκα που δεν είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε περισσότερα πρόσωπα άνευ εκλογής, για σαρκική επαφή, έναντι χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγή στην πορνεία, πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία ή και από τα δύο αυτά. Κατ' επάγγελμα άσκηση της μαστροπείας υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για τον πορισμό εισοδήματος, αρκεί δε το όφελος του δράστη και από μία μόνο γυναίκα, ενώ από κερδοσκοπία άσκηση υπάρχει όταν ο δράστης ενεργεί με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού ωφελήματος ή ενός αθέμιτου κέρδους, θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξάρτητα από την επίτευξή του. Δεν απαιτείται η απόδειξη και αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο παρέχεται έναντι αμοιβής η σαρκική ηδονή, ούτε δημιουργείται ασάφεια από την παραδοχή τελέσεως της παραπάνω πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία σωρευτικά. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος.
Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος , που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο όφελος, ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με την αναφερόμενη ποινή φυλακίσεως, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου και β) δόλος του δράστη, που περιέχει την θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και σκοπός του να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομη υλική ή και ηθική ωφέλεια, ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του όπως αναπτύσσεται να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού, ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, λογικά σημαίνει ότι η πράξη όπως επιχειρείται από το δράστη δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παρανόμου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι είτε ο αποκλειστικός τρόπος είτε πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της βλάβης.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 235 και 236 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο του ν. 2802/2000, ορίζεται ότι "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Και "με την ποινή του άρθρου 235 τιμωρείται όποιος υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος: 1) της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται, όπως, εκτός από τα άλλα, και δη την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α' ΠΚ, α) τα δώρα ή ανταλλάγματα, που δεν αρμόζουν σε αυτόν, να δίνονται ή και να υπάρχει υπόσχεση αυτών, για μελλοντική ή τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια, ωφελήματα δε μπορεί να είναι και κάθε χαριστική παροχή υλικής ή μη φύσεως, ακόμα και παροχή δωρεάν ερωτικών απολαύσεων, σε όφελος του δράστη υπαλλήλου, επί της οποίας παροχής δεν έχει αυτός καμία νόμιμη αξίωση και β) η ενέργεια ή η παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, τα διαγραφόμενα ή προκύπτοντα από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του (Ολ.ΑΠ 6/1998) και 2) της ενεργητικής δωροδοκίας, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τη δεύτερη από αυτές του 236 ΠΚ, απαιτείται υπόσχεση ή παροχή από οποιουδήποτε πολίτη, σε υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' του ΠΚ, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελημάτων, για τον εαυτό του ή τρίτο και η υπόσχεση ή η παροχή τους να γίνεται για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο, ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διατάξεις και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του (βλ. ομοίως Ολ.ΑΠ 6/1998).
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005). Ιδιαίτερα πρέπει να αιτιολογείται όπως πιο πάνω και η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που προβάλλει ο κατηγορούμενος. Τέτοιοι ισχυρισμοί, είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή στη μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και το αίτημα για την αναγνώριση κάποιας από τις ενδεικτικά στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ αναφερόμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, όταν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα σε αυτό κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα παρακάτω:
"Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 διατηρούσε και εκμεταλλευόταν στο ..., κέντρο διασκεδάσεως με συγκρότηση μπαρ, και διακριτικό τίτλο "...", το οποίο λειτουργούσε με άδεια στο όνομα της συζύγου του ΒΒ. Στο εν λόγω κέντρο σύχναζαν κυρίως άνδρες που πήγαιναν εκεί, κυρίως για την ανεύρεση γυναικείας συντροφιάς και ειδικότερα για να συνευρεθούν ερωτικά με τις εργαζόμενες, ως σερβιτόρες. Για τις ανάγκες της "επιχειρήσεως" αυτής, που διατηρούσε ο κατηγορούμενος, αναζητούσε νεαρές αλλοδαπές λαθρομετανάστριες, οι οποίες λόγω των έντονων βιοποριστικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν στις χώρες τους, είχαν απόλυτη ανάγκη εργασίας και πραγματοποιήσεως εισοδήματος με το οποίο θα κάλυπταν τις ανάγκες τους, αλλά και θα βοηθούσαν τους οικείους τους. Για το σκοπό της ανευρέσεως γυναικών, της οργανώσεως της διαμονής τους και της εξασφαλίσεως της παροχής των "υπηρεσιών" τους και αποκλεισμού της φυγής τους, όταν θα ανακάλυπταν ποίου είδους υπηρεσίες έπρεπε να προσφέρουν στο κατάστημα του, απευθύνονταν στον ΓΓ, αδελφό της ΔΔ, η οποία απασχολούνταν στο ταμείο του καταστήματος του, ενεργούσε σύμφωνα με τις εντολές που της είχε δώσει ο πρώτος κατηγορούμενος, παράλληλα δε διατηρούσε ερωτικές σχέσεις μαζί του. Ο ΓΓ, δήλωνε στις ενδιαφερόμενες ότι θα εργάζονταν, όπως αυτές θα επιθυμούσαν, είτε ως χορεύτριες, είτε ως σερβιτόρες, στο πάνω κέντρο, μάλιστα δε τους δήλωνε ότι τα έξοδα του ταξιδιού τους και τα πρώτα έξοδα εγκαταστάσεως και διαμονής στην Ελλάδα θα πλήρωνε ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος και θα τα συμψήφιζε τμηματικά με τις αποδοχές τους. Ακόμη, ο ΓΓ, δήλωνε στις ενδιαφερόμενες ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του θα αναλάμβαναν την έκδοση των σχετικών εγγράφων (διαβατηρίων κλπ) και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Έτσι οργανώνονταν η άφιξη των αλλοδαπών λαθρομεταναστριών στην Ελλάδα, όπου τις υποδέχονταν είτε ο πρώτος κατηγορούμενος είτε συνεργάτες αυτού και τις μετέφεραν στο κατάστημα "...". Παραπλεύρως του καταστήματος αυτού υπήρχαν καταλύματα (δωμάτια), στα οποία διέμεναν οι αλλοδαπές, καθώς επίσης και χωριστό ειδικό ευρύχωρο δωμάτιο με σαλόνι, καναπέ και τζάκι για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. Όλες τις αλλοδαπές ο άνω πρώτος κατηγορούμενος, με τη συνδρομή και των συνεργατών του τις κατακρατούσε περιορισμένες μέσα σε δωμάτια, όπου τις φύλαγε, μη επιτρέποντας σε αυτές να εξέλθουν μόνες, αλλά τις πήγαιναν συνοδεία οπουδήποτε αυτές ήθελαν να μεταβούν, ενώ διατηρούσαν πάντοτε κλειστές τις δύο πόρτες του αύλειου χώρου του καταστήματος, που ασφάλιζαν η μία με κλειδαριά και η άλλη ειδικό μηχανισμό, που άνοιγε με τη χρήση τηλεχειριστηρίου, το οποίο κατείχαν αποκλειστικά είτε ο ... είτε η ΔΔ. Επιπροσθέτως, στον αύλειο χώρο του καταστήματος, που περικλειόταν από περίφραξη με υψηλό τοιχίο και πάνω από αυτό σύρμα, ώστε να αποκλείεται η διαφυγή τους από εκεί, υπήρχαν ελεύθερα άγρια σκυλιά, ενώ στην είσοδο υπήρχε ειδική κάμερα, η οποία κατέγραφε όλες τις κινήσεις εισερχομένων και εξερχόμενων. Κατά το χρονικό διάστημα από 10-4-2001 έως 10-11-2001 ο πρώτος κατηγορούμενος προσέλαβε στο κατάστημα του για τη διευκόλυνση καταναλώσεως ποτών από τους πελάτες αυτού και εγκατέστησε στα παρακείμενα δωμάτια τις αλλοδαπές, ο πρώτος κατηγορούμενος κρατούσε και δεν απέδιδε σ'αυτές διάφορα ποσά, τα οποία καθόριζε κατ' αυθαίρετη βούληση, για τα έξοδα διαμονής τους, την έκδοση διαφόρων εγγράφων παραμονής τους και τα έξοδα μεταφοράς τους στην Ελλάδα, ανερχόμενα σε 1.100 έως 1.200 δολάρια περίπου, όπως ο ίδιος τους έλεγε και η ΔΔ, η οποία ενεργούσε σύμφωνα με τις εντολές που ο ανωτέρω της είχε δώσει. Ακόμη, από τα χρηματικά ποσά, που αναλογούσαν στις αλλοδαπές, παρακρατούνταν 100 δολάρια ως "πρόστιμο", εάν αυτές υπερέβαιναν το χρόνο διάρκειας κάθε ερωτικής συνεύρεσης, που ο πρώτος κατηγορούμενος είχε καθορίσει σε είκοσι (20) λεπτά της ώρας ή όταν οι αλλοδαπές δυσανασχετούσαν και αρνούνταν να συνευρεθούν ερωτικά με πελάτες και γενικά δημιουργούσαν προβλήματα, όπως έγινε και με τις μάρτυρες Ψ2 και Ψ1, από τις οποίες παρακρατήθηκαν, αντίστοιχα, ποσά τουλάχιστον δύο φορές από την καθεμία (βλ. σχετικές καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων). Τις πιο πάνω αλλοδαπές, εκτός από την Ψ2, εκμεταλλεύτηκε γενετησίως ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το πιο πάνω αναφερόμενο διάστημα, ειδικώς όμως, τις αλλοδαπές α) ΕΕ, β) ΣΤ μέχρι και τον Ιούλιο του 2001. Οι ως άνω αλλοδαπές εκτός από την Ψ2 η οποία είχε την ιδιότητα της πόρνης - στην οποία πρέπει να ειπωθεί ότι ο κατηγορούμενος με τον ως άνω τρόπο, δηλ. παρέχοντας σ' αυτές κατά σύστημα τον κατάλληλο χώρο για να συνευρίσκέται ερωτικά με διάφορους άνδρες, προσπορίζοντας στον εαυτό του εισόδημα με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, - παρά τη θέληση τους εξωθήθηκαν στην πορνεία από το πρώτο κατηγορούμενο, που συμμετείχε σε κύκλωμα εκμεταλλεύσεως της γενετήσιας ελευθερίας αλλοδαπών γυναικών, μάλιστα δε εξ αυτών η άνω πολιτικώς ενάγουσα Ψ2, αλλά και η μάρτυρας Ψ1, ενώ συνελήφθησαν από τις αρμόδιες αρχές και απελάθηκαν από τη χώρα τον Αύγουστο του 2000 τα μέλη του κυκλώματος και συγκεκριμένα ο άνω ΓΓ, όταν έφθασαν στη χώρα τους, εξανάγκασαν αυτές, με απειλές κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των ιδίων και των οικείων τους να έρθουν με νέα έγγραφα στην Ελλάδα. Μάλιστα, όταν οι ανωτέρω επανήλθαν στην Ελλάδα προκειμένου να διαμένουν και να εργάζονται νόμιμα τις οδήγησαν να τελέσουν (λευκό) πολιτικό γάμο, η μεν αλλοδαπές: 1) ΖΖ, υπήκοο Ρωσίας, 2) ΗΗ, υπήκοο Ρωσίας, 3) ΘΘ, υπήκοο Ουκρανίας, 4) ΚΚ, υπήκοο Ρωσίας, 5) ΛΛ, υπήκοο Καζακστάν, 6) ΕΕ, υπήκοο Ουκρανίας, 7) ΜΜ, υπήκοο Ρωσίας, 8) ΝΝ, υπήκοο Ρωσίας, 9) ΞΞ, υπήκοο Ουκρανίας, 10) ΠΠ, υπήκοο Ουκρανίας, 11) ΣΤ, υπήκοο Ρωσίας, και 12) Ψ2, υπήκοο Ρωσίας. Τις εν λόγω αλλοδαπές, οι οποίες προηγουμένως δεν είχαν χαρακτηριστεί ως εκδιδόμενες με την κατά νόμο προβλεπόμενη άδεια που εκδίδει η οικεία Νομαρχία, ούτε είχαν εκπορνευθεί, πλην της τελευταίας (Ψ2), η οποία είχε επιδοθεί στο παρελθόν σε πορνεία, παρότρυνε, εκμεταλλευόμενος τη δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν και με έμμεσες απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά και για την ελευθερία τους, υπενθυμίζοντας τους την παράνομη διαμονή τους στη Ελλάδα, - με τη βοήθεια της ΔΔ, την οποία χρησιμοποιούσε για να συνεννοείται με τις αλλοδαπές, οι οποίες αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα, - να εκδίδονται σε πελάτες του καταστήματος, αντί χρηματικής αμοιβής, είτε στα παρακείμενα του καταστήματος δωμάτια, όπου αυτές διέμεναν, είτε στο ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο, με σαλόνι, καναπέ και τζάκι, όπως προειπώθηκε, είτε εκτός αυτού σε διάφορα ξενοδοχεία της περιοχής, όπου οι αλλοδαπές μετέβαιναν με τα αυτοκίνητα των πελατών, οι οποίοι στη συνέχεια επέστρεφαν αυτές στο κατάστημα. Για κάθε ερωτική συνεύρεση οι πελάτες του καταστήματος κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 15.000 δραχμών εάν η ερωτική συνεύρεση γινόταν σε δωμάτιο του καταστήματος από νυκτερινό πελάτη και των 20.000 δραχμών εάν γινόταν σε μη εργάσιμη ώρα (μεσημέρι ή απόγευμα) εκτός του χώρου του καταστήματος, από το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος έπαιρνε το ποσό των 12.000 δραχμών ή των 15.000 δραχμών αντιστοίχως, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 3.000 δραχμών, ή 5.000 δραχμών αντιστοίχως το έπαιρναν οι ίδιες. Από τα παραπάνω χρηματικά ποσά, που αναλογούσαν στις Ψ2, στις 2-3-2001, με τον ΣΣ, η δε Ψ1, στις 19-4-2001, με τον ΤΤ, εργαζομένους του καταστήματος, όπως προαναφέρθηκε, - και συνέχιζαν να εργάζονται στο ως άνω κατάστημα "...", έχοντας πλέον άδεια παραμονής, ως σύζυγοι Ελλήνων, η μεν Ψ2, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ... άδεια παραμονής του Α.Τ. ... και υπ' αριθμ. ... άδεια εργασίας διάρκειας έως την 10-3-2006, μέχρι τον ανωτέρω χρόνο (Ιούλιο 2001), οπότε ο πρώτος κατηγορούμενος διευκολύνοντας την έτι περαιτέρω, την παρέδωσε σε παρόμοια επιχείρηση (μπαρ με γυναίκες που κρατούσαν συντροφιά σε άνδρες πελάτες) της περιοχής ... που εκμεταλλευόταν ο ΥΥ, όπου διέμενε μέχρι τον Νοέμβριο του 2001 περίπου, οπότε και διέφυγε, η δε Ψ1, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ... άδεια παραμονής του Α.Τ. ... και άδεια εργασίας διάρκειας έως την 8-4-2006, μέχρι την 10-11-2001, οπότε επέτυχε να αποδράσει και διέφυγε στην ... . Έτσι, ο πρώτος κατηγορούμενος, έχοντας δημιουργήσει την ανάλογη υποδομή (καταλύματα μόνιμης διαμονής των "απασχολουμένων" στο κατάστημα διασκεδάσεως αλλοδαπών γυναικών, κατάλληλη διαμόρφωση χωριστού ευρύχωρου δωματίου με σαλόνι, καναπέ και τζάκι, πρόσληψη αλλοδαπών γυναικών), για την τέλεση της πράξης της μαστροπείας όσον αφορά στις ένδεκα πιο πάνω αλλοδαπές και της πράξης της διευκόλυνσης της ακολασίας άλλων, όσον αφορά στην άνω πολιτικώς ενάγουσα Ψ2, κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, εξασφάλιζε στον εαυτό του συστηματικά και κατ' επάγγελμα, συνεχές και σημαντικό εισόδημα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάϊο 2001 έως και 10-11-2001 ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος των κατηγορουμένων ΑΑ, Χ3 και Χ1 αντίστοιχα, ήταν υπάλληλοι, στους οποίους είχε ανατεθεί η άσκηση δημοτικής υπηρεσίας, ειδικότερα δε ο ΑΑ, ήταν Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., ο Χ3, Δήμαρχος του άνω Δήμου και ο Χ1, διοικητικός υπάλληλος του ιδίου Δήμου, επιφορτισμένος, κατόπιν εντολής του Δημάρχου, με τη διεκπεραίωση θεμάτων που αφορούσαν τους αλλοδαπούς της περιφέρειας του εν λόγω Δήμου. Ο τρίτος των κατηγορουμένων, ως Δήμαρχος, ήταν προϊστάμενος των διοικητικών υπηρεσιών του Δήμου και διηύθυνε αυτές (άρθρο 114§1 γ Π.Δ. 410/95 περί Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), κατά πρόταση του περιλαμβανόταν στην ημερήσια διάταξη του Δημοτικού Συμβουλίου κάθε θέμα που αυτός επιθυμούσε άρθρο 108§5 Π.Δ. 410/95), καλούνταν υποχρεωτικά - επί ποινή ακυρότητας - στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και μετείχε χωρίς ψήφο στις συζητήσεις του, έχοντας το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του πάντοτε κατά προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου (άρθρο 108§4 Π.Δ. 410/95). Τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου είχαν δικαίωμα να ζητούν από αυτόν την παροχή πληροφοριών και στοιχείων για ζητήματα που αφορούσαν τα προς ψηφοφορία θέματα και ήταν χρήσιμα για την άσκηση των καθηκόντων τους, εντεύθεν συναγομένου, σε συνδυασμό με την αρχή της νομιμότητας που διέπει τις πράξεις κάθε δημοτικού οργάνου, ότι είχε καθήκον διαφωτίσεως των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου επί των γνωστών σ' αυτόν νομικών και πραγματικών ζητημάτων των προς ψηφοφορία θεμάτων. Το ίδιο βέβαια καθήκον διαφωτίσεως των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου είχε και ο δεύτερος των κατηγορουμένων, ως Πρόεδρος και διευθύνων τις συζητήσεις αυτού (άρθρο 109§1 Π.Δ. 410/95), ειδικώς μάλιστα όταν ο ίδιος φερόταν εισηγητής των προς ψηφοφορία θεμάτων. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, ο άνω ΑΑ, υπάλληλος του Δασαρχείου και εκλεγμένος στην πιο πάνω θέση τον Ιανουάριο του 2001, δηλ. πέντε (5) μήνες, πριν από τον Ιούνιο 2001, που πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση και κατά την οποία όλως εκτάκτως και χωρίς καμία ενημέρωση συζητήθηκε το θέμα των αλλοδαπών, αγνοούσε παντελώς το συγκεκριμένο θέμα. Έτσι, κατά τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., στις 26-6-2001, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και κατά τις, 31-7-2001 και 28-8-2001, ένα εκ των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως ήταν αυτό της "παραμονής αλλοδαπών στην χώρα, άνω του ενός έτους", το οποίο είχε περιληφθεί, στην ημερήσια διάταξη, κατά πρόταση του τρίτου των κατηγορουμένων, εισηγητής αυτού όμως, εντελώς τυπικά, ήταν ο δεύτερος των κατηγορουμένων δεδομένου ότι, ουσιαστικά εισηγητής του εν λόγω θέματος - το οποίο εισηγήθηκε όλως απροόπτως στο τέλος των συνεδριάσεων - ήταν ο τρίτος κατηγορούμενος. Είχε δε εισαχθεί προς συζήτηση το εν λόγω θέμα, ώστε στο Δημοτικό Συμβούλιο να λάβει ή μη απόφαση να βεβαιώσει το χρόνο παραμονής στην περιφέρεια του Δήμου ... των αναφερομένων στο διατακτικό εκατόν εβδομήντα τριών (173) αλλοδαπών λαθρομεταναστών, η πλειοψηφία των οποίων ήταν νεαρές γυναίκες από τις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., την Βουλγαρία και την Ρουμανία, προκειμένου να νομιμοποιηθούν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του ν.2910/2001 (ισχύοντος κατ' αρθρ. 81 από 2-6-2001), δηλαδή με την έκδοση προσωρινής άδειας παραμονής διαρκείας έξι (6) μηνών από την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης. Ο ανωτέρω τρίτος κατηγορούμενος, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του, ενώ είχε την άνω υποχρέωση, εφόσον ήταν και ο ουσιαστικός εισηγητής όπως προαναφέρθηκε δεν ενημέρωσε τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου για τις προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούν οι ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί (αρθρ. 66 §§ 1, 2, 5 του ν. 2910/2001), ούτε για τα στοιχεία αυτών (φύλλο, ηλικία, χώρα καταγωγής, διεύθυνση και διάστημα διαμονής στο Δήμο ... , αντικείμενο απασχολήσεως). Αντιθέτως, όλως αορίστως ανέφερε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών των συνεδριάσεων, το οποίο στο διατακτικό παρατίθεται, ότι το θέμα αφορούσε αιτήσεις λίγων μεταναστών (δέκα έως δεκαπέντε), βοσκών και εργατών γης. Τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου εμπιστεύθηκαν τις διαβεβαιώσεις του τρίτου των κατηγορουμένων, έχοντας δε την πεποίθηση ότι αποφασίζουν για λίγους λαθρομετανάστες, βοσκούς και εργάτες γης, και αγνοώντας στην πραγματικότητα οτιδήποτε αφορούσε τους αλλοδαπούς αιτούντες (στοιχεία, φύλλο, ηλικία, χώρα καταγωγής, διεύθυνση και διάστημα διαμονής στο Δήμο ..., αντικείμενο απασχολήσεως κ.λ.π.), ακόμη και τον συνολικό αριθμό τους, που ανήλθε στους εκατόν εβδομήντα τρεις (173), έλαβαν ομόφωνα απόφαση να βεβαιώσουν ότι όλοι οι αιτούντες λαθρομετανάστες, διέμεναν επί ένα έτος τουλάχιστον συνεχώς στην περιφέρεια του άνω Δήμου. Η σχετική απόφαση ελήφθη από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου χωρίς να υπάρχουν σχετικοί φάκελοι με την αίτηση και τα προβλεπόμενα εκ του νόμου δικαιολογητικά (μισθωτήριο συμβόλαιο οικίας ή υπεύθυνη δήλωση ιδιοκτήτη οικίας ή εργοδότη, λογαριασμοί κατανάλωσης νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφώνου ή έστω υπεύθυνη δήλωση του ίδιου του αλλοδαπού), που θα αποδείκνυαν την επί ένα έτος τουλάχιστον συνεχή διαμονή στο Δήμο ... πριν την 2-6-2001. Ο εν λόγω κατηγορούμενος γνώριζε ότι λίγοι ήταν βοσκοί και εργάτες της γης και ότι η πλειοψηφία ήταν νεαρές γυναίκες από τις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., την Βουλγαρία και την Ρουμανία, καθώς επίσης και ότι κανένας από τους αιτούντες δεν διέμενε μέχρι τότε συνεχώς στην περιφέρεια ... επί ένα έτος τουλάχιστον, αφού στις δηλώσεις αναφέρονταν ψευδώς διευθύνσεις διαμονής, ειδικότερα δε πολλές λαθρομετανάστριες φέρονταν να δηλώνουν διαμονή στο χωρίο ... που είναι μικρό και έχει πληθυσμό 100-150 ατόμων, ή οικίες επί της οδού ..., ιδιοκτησίας και εκμεταλλεύσεως του τετάρτου κατηγορουμένου. Παρά ταύτα δεν διαφώτισε, ως ουσιαστικός εισηγητής, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά αντίθετα τα παραπλάνησε, όσον αφορά τον αριθμό των αιτούντων λαθρομεταναστών και την απασχόληση τους, κατά τα προεκτεθέντα. Στο σημείο αυτό σαφής είναι η κατάθεση της μάρτυρος ΦΦ, δικηγόρου, δημοτικής συμβούλου για 4 έτη, η οποία δηλώνει κατηγορηματικά και κατά λέξη "Ήμουν στη συνεδρίαση της 28-8-2001. Το θέμα τέθηκε εκτάκτως στο τέλος της συνεδρίασης. Εισηγητής τυπικά ήταν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου (ΑΑ). Την ευθύνη την είχε ο Χ3 (τρίτος κατηγορούμενος - Δήμαρχος). Ο Δήμαρχος είπε ότι αφορούσε τσομπάνηδες και όταν ρωτήθηκε πόσα άτομα αφορούσε ο Δήμαρχος ρώτησε τον Χ1 (τέταρτο κατηγορούμενο) και αυτός είπε ότι πρόκειται για 10-15 άτομα και τα περάσαμε. Έπρεπε να μας ενημερώσει ο Δήμαρχος ότι υπήρχαν και γυναίκες, μας είπε για τσομπάνηδες. Δεν ξέρω γιατί μας το έκανε αυτό ο Δήμαρχος, μας παραπλάνησε, δεν ξέρω αν είχε κάποιο όφελος. Αντιθέτως, ο δεύτερος κατηγορούμενος - (πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου) ασχολήθηκε πρώτη φορά με τα κοινά και ήταν άπειρος στα θέματα αυτά". Με τις πιο πάνω ενέργειες αυτές ο κατηγορούμενος Χ3 είχε σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στους αιτούντες λαθρομετανάστες, αφού οι τελευταίοι μόνο με την αίτηση τους και την εκδήλωση της σχετικής επιθυμίας τους, χωρίς κανένα απολύτως έλεγχο από πλευράς του Δήμου ..., απέκτησαν το βασικό δικαιολογητικό (βεβαίωση του δημοτικού συμβουλίου για συνεχή διαμονή τουλάχιστον ενός έτους πριν την 2-6-2001), ώστε να νομιμοποιηθούν με την χορήγηση από την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης άδειας παραμονής τους στην Ελλάδα. Στη συνέχεια βέβαια και μετά τη λήψη των άνω αποφάσεων από το Δημοτικό Συμβούλιο (στις συνεδριάσεις αυτού κατά τις ημερομηνίες 27-6-2001, 1-8-2001 και 29-8-2001), υπέγραψε και εξέδωσε ακριβή αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου ..., που περιείχαν τις εκατόν εβδομήντα τρεις (173) αποφάσεις, που μνημονεύονται στο διατακτικό δίπλα στο όνομα εκάστου αιτούντος αλλοδαπού λαθρομετανάστη, με τις οποίες βεβαιωνόταν η διαμονή εκάστου αλλοδαπού στον Δήμο ...και υπέγραφε ως εισηγητής ο δεύτερος κατηγορούμενος (ΑΑ). Όταν όμως αντιλήφθηκε ότι εφέρετο ως εισηγητής πράγμα που δεν είχε συμβεί, διαμαρτυρήθηκε στον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος είχε συντάξει και καθαρογράψει τα εν λόγω αποσπάσματα και ο τελευταίος τον καθησύχασε λέγοντας του ότι έγινε λάθος και ότι το θέμα είναι εντελώς τυπικό. Στα αποσπάσματα αυτά (που περιείχαν τις άνω αποφάσεις) και είχαν συνταχθεί και καθαρογραφεί όπως προαναφέρθηκε από τον τέταρτο των κατηγορουμένων, βεβαιωνόταν τα εξής: α) ότι ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ... ενημέρωσε αρχικώς ως εισηγητής το Συμβούλιο για το νομικό πλαίσιο του συζητούμενου θέματος, ότι δηλαδή σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 2910/2001 "απαραίτητη προϋπόθεση των αλλοδαπών είναι να μπορούν να αποδείξουν ότι διαμένουν στην χώρα τουλάχιστον ένα έτος πριν την 2-6-2001", β) ότι στη συνέχεια παρουσίασε ειδικώς το αίτημα ενός εκάστου των 173 αλλοδαπών και γ) ότι το Συμβούλιο κατόπιν διαλογικής συζητήσεως για κάθε μία από τις 173 αιτήσεις των αλλοδαπών λαθρομεταναστών, βεβαίωσε ότι έκαστος εξ αυτών διέμενε στο Δήμο ..., όπου εργαζόταν από το 1998 ή κατά περίπτωση το 1999 σε δημότες ..., "για τα οποία το Δημοτικό Συμβούλιο έχει ιδίαν αντίληψη". Τα ανωτέρω αναφερόμενα ήταν ψευδή διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο δεύτερος των κατηγορουμένων, φερόμενος ως εισηγητής, δεν προέβη -όπως ο ίδιος το ομολογεί και δεν αμφισβητείται εξάλλου από κανένα κατηγορούμενο - σε ενημέρωση του Δημοτικού Συμβουλίου για το νομικό πλαίσιο του θέματος, ούτε σε παρουσίαση ειδικά και χωριστά του αιτήματος ενός εκάστου εκ των 173 αλλοδαπών, ούτε είχε συζητηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο κάθε μία από τις 173 αιτήσεις των αλλοδαπών, ώστε να σχηματίσουν τα μέλη του ιδίαν αντίληψη για το ότι καθένας των 173 λαθρομεταναστών διέμενε και εργαζόταν στον Δήμο ... από το 1998 ή κατά περίπτωση το 1999, οι δε δημοτικοί σύμβουλοι είχαν ψηφίσει και αποφασίσει παραπλανηθέντες όσον αφορά τον αριθμό (173) των αιτούντων λαθρομεταναστών και το αντικείμενο απασχόλησης τους, νομίζοντας δηλαδή ότι βεβαιώνουν την διαμονή λίγων βοσκών και εργατών γης, αγνοώντας όμως στην πραγματικότητα οτιδήποτε αφορούσε τους αιτούντες - αλλοδαπούς (στοιχεία, φύλλο, ηλικία, υπηκοότητα, διεύθυνση και διάστημα διαμονής στον Δήμο ..., αντικείμενο απασχολήσεως κ.λ.π.). Τα άνω ψευδή περιστατικά, τα οποία εκ προθέσεως ο τέταρτος κατηγορούμενος βεβαίωσε, για τον οποίο αποδείχθηκε ότι γνώριζε το συγκεκριμένο θέμα, σε συνεργασία με τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος του είχε αναθέσει τη διεκπεραίωση όλων των σχετικών με τους αλλοδαπούς θεμάτων, μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, αφού εμφάνιζαν ότι δήθεν το Δημοτικό Συμβούλιο ..., ύστερα από νόμιμη διαδικασία, απεφάσισε ηθελημένα και συνειδητά, με γνώση των κρισίμων περιστάσεων, να βεβαιώσει ότι έκαστος των 173 αιτούντων αλλοδαπών λαθρομεταναστών διέμενε επί διετία ή κατά περίπτωση τριετία στην περιφέρεια του Δήμου, χορηγώντας έτσι στον καθένα εξ αυτών έγκυρο και ισχυρό δικαιολογητικό, που ήταν βασικό κατ' άρθρο 66 του ν. 2910/2001, για να επιτύχει την έκδοση προσωρινής άδειας παραμονής στην Ελλάδα, διάρκειας έξι (6) μηνών από την Περιφέρεια Μακεδονίας - Θράκης. Τέλος, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ2 προκειμένου να αποκτήσουν άδεια παραμονής και άδεια εργασίας, ώστε να μπορούν νόμιμα να διαμένουν στην Ελλάδα και να απασχολούνται στο κατάστημα του, οι κατωτέρω αναφερόμενες αλλοδαπές γυναίκες, τις οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, είχε προσλάβει για την διευκόλυνση κατανάλωσης ποτών από τους πελάτες του καταστήματος του, ενώ παράλληλα προέβαινε στη γενετήσια εκμετάλλευση τους και συγχρόνως παρείχε κατά σύστημα κατάλυμα και διευκολύνσεις στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ2, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του μηνός Μαΐου 2001 έως 10-11-2001, αφενός υποσχέθηκε και αφετέρου παρείχε ωφελήματα, στους τρίτο και τέταρτο των κατηγορουμένων, οι οποίοι μπορούσαν να βοηθήσουν στη νομιμοποίηση της παραμονής των αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα, ειδικότερα δε, ο μεν τρίτος των κατηγορουμένων, λόγω της προαναφερθείσης αρμοδιότητας του, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων από το Δημοτικό Συμβούλιο, κατά το άρθρο 66 του ν. 2910/2001, για βεβαίωση ετήσιας τουλάχιστον συνεχούς διαμονής λαθρομεταναστών στο Δήμο ..., πριν την 2-6-2001, ο δε τέταρτος των κατηγορουμένων, ως εκ των καθηκόντων του, ήτοι της συλλογής των δικαιολογητικών, που κατατείθεντο στο Δήμο, του προελέγχου αυτών, της σύνταξης και καθαρογραφής των κατ' άρθρο 66 ν.2910/2001 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου ..., της παράστασης στο Δημοτικό Συμβούλιο για τυχόν διευκρινήσεις και της αποστολής των δικαιολογητικών των λαθρομεταναστών στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης για χορήγηση των αδειών παραμονής, ειδικότερα δε (υποσχόταν και παρείχε) στο μεν τρίτο των κατηγορουμένων δωρεάν ερωτική συνεύρεση σε άνετο ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο του καταστήματος ή εκτός καταστήματος, όπου επιθυμούσε, με οποιαδήποτε από τις εκεί "απασχολούμενες" αλλοδαπές λαθρομετανάστριες γυναίκες, στο δε τέταρτο των κατηγορουμένων δωρεάν ψυχαγωγία οποτεδήποτε επιθυμούσε στο άνω κατάστημα του, με παροχή δωρεάν όσων ποτών κατανάλωνε ο ίδιος και όσων κερνούσε την κάθε αλλοδαπή κονσοματρίς που του κρατούσε συντροφιά, καθώς επίσης δωρεάν ερωτική συνεύρεση σε δωμάτιο του καταστήματος με οποιαδήποτε από τις εκεί "απασχολούμενες" αλλοδαπές λαθρομετανάστριες γυναίκες. Οι άνω δύο κατηγορούμενοι (τρίτος και τέταρτος), κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα (μέσα Μαΐου 2001 έως 10-11-2001), δέχθηκαν την υπόσχεση των άνω ωφελημάτων προκειμένου να βοηθήσουν στη νομιμοποίηση της παραμονής στην Ελλάδα των ανωτέρω αναφερομένων με στοιχεία 1 έως 11 λαθρομεταναστριών. Έτσι, ο τρίτος των κατηγορουμένων, κατά την συνεδρίαση της 26-6-2001 του Δημοτικού Συμβουλίου ... ενήργησε με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, με συνέπεια να βεβαιωθεί η ετήσια τουλάχιστον διαμονή πριν την 2-6-2001, στο Δήμο ..., των απασχολουμένων στο κατάστημα "..." λαθρομεταναστριών, ειδικότερα δε βεβαιώθηκε ότι εκάστη εκ των κατωτέρω: 1) ΖΖ, 2) ΗΗ, 3) ΘΘ, 4) ΚΚ, 5) ΛΛ, 6) ΜΜ, 7) ΝΝ, 8) ΠΠ και 9) ΣΤ "διαμένει στο ... όπου εργάζεται από το 1998", επίσης ότι 10) η ΕΕ "διαμένει στην ..., όπου εργάζεται από το 1998" και επίσης ότι 11) η ΞΞ "διαμένει στις ... όπου εργάζεται από το 1998". Τις αιτήσεις των άνω αλλοδαπών γυναικών συμπλήρωσε και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά συγκέντρωσε ο τέταρτος των ατηγορουμένων, μεταβαίνοντας μάλιστα ο ίδιος στο άνω κατάστημα "...", προκειμένου οι ανωτέρω αλλοδαπές να υπογράψουν τις σχετικές αιτήσεις, μετά δε τη λήψη των αποφάσεων από το Δημοτικό Συμβούλιο, προέβη στη σύνταξη και καθαρογραφή των άνω αποφάσεων, οι οποίες βεβαίωναν τα αμέσως προαναφερθέντα, στη συνέχεια δε, μετά την υπογραφή αυτών από τον δεύτερο κατηγορούμενο, κατά τα ήδη ανωτέρω αναφερθέντα, προέβη στην υποβολή αυτών (αποφάσεων) μαζί με τα λοιπά δικαιολογητικά στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, η οποία χορήγησε σε κάθε μια από τις ανωτέρω αλλοδαπές εξάμηνη άδεια παραμονής, ενώ καμία εκ των αλλοδαπών δεν διέμενε στον Δήμο ... επί ένα τουλάχιστον συνεχές έτος, πριν την 2-6-2001, αλλά όλες κατέφθασαν σταδιακά κατά το έτος 2001. Σε αντάλλαγμα των ανωτέρω ενεργειών, στις οποίες προέβησαν, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι (τρίτος και τέταρτος), κατά παράβαση των καθηκόντων τους ως υπαλλήλων ο τρίτος των κατηγορουμένων επέλεγε όποτε επιθυμούσε κάποια ή κάποιες από τις ανωτέρω "απασχολούμενες" στο κατάστημα "..." αλλοδαπές (την ΞΞ δεν την επέλεγε διότι δεν την επιθυμούσε), ή κάποια από τις άλλες δύο "απασχολούμενες" του καταστήματος, που είχαν νομιμοποιηθεί με πολιτικό γάμο, κατά τα ήδη αναφερθέντα, δηλαδή την Ψ2 ή την Ψ1 και συνευρισκόταν δωρεάν, είτε εντός του ειδικά διαμορφωμένου ευρύχωρου δωματίου του καταστήματος που διέθετε σαλόνι, με καναπέ και τζάκι, είτε αλλού εκτός του καταστήματος, μάλιστα δε μια φορά αφού επέλεξε την Ψ1, την ΝΝ και μια ακόμη αλλοδαπή, τα στοιχεία της οποίας δεν διακριβώθηκαν, με άλλους δύο άνδρες, τα στοιχεία των οποίων επίσης δεν διακριβώθηκαν, τις οδήγησε στα ... του νομού ..., σε οικίσκο της περιοχής, όπου και συνευρέθη ερωτικά, με την Ψ1 και την ΝΝ, στη συνέχεια τις οδήγησε εκτός του οικίσκου και απαίτησε από αυτές να του κάνουν στοματικό έρωτα, αφού κάθισε σε πλαστική καρέκλα και τις σκέπασε με ένα σεντόνι. Και ο τέταρτος των κατηγορουμένων ψυχαγωγούνταν δωρεάν, όποτε επιθυμούσε, στο άνω κατάστημα, έχοντας στη διάθεση του δωρεάν, αφενός μεν όσα ποτά ανάλωνε, αφετέρου δε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω υπό στοιχεία 1 έως 11 αναφερόμενες αλλοδαπές κονσοματρίς καθώς και την Ψ1, επιθυμούσε για συντροφιά και περαιτέρω για ερωτική συνεύρεση σε δωμάτιο του καταστήματος.
Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και όλα τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν, χωρίς να αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ΡΡ και ΞΞ, από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων. Άλλωστε, η μη ενημέρωση των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου, όσον αφορά το θέμα της βεβαιώσεως του χρόνου παραμονής των αιτούντων αλλοδαπών λαθρομεταναστών και της παραπλάνησης αυτών, όσον αφορά τον αριθμό των ενδιαφερομένων και την απασχόληση τους, καθώς επίσης η σύνταξη, υπογραφή και έκδοση των άνω αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου, με τις προεκτεθείσες διακρίσεις και αρμοδιότητες εκάστου των κατηγορουμένων, ομολογείται.
Ο ισχυρισμός ότι δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, όσον αφορά τον τρίτο των κατηγορουμένων, διότι σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 4 του ν. 3463/2006 "ο δήμαρχος δεν ευθύνεται αστικά, ποινικά και πειθαρχικά για την εκτέλεση και μόνο των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, ανακληθεί ή ανασταλεί", είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον εν προκειμένω, η αξιόποινη συμπεριφορά του τρίτου των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τα δεκτά γενόμενα κατά τα ανωτέρω, δεν αφορά εκτέλεση αποφάσεων Δημοτικού Συμβουλίου, όπως αβασίμως υποστηρίζεται, αλλά παράβαση των προεκτεθέντων υποχρεώσεων αυτού, απορρεόντων από τις άνω αναφερόμενες διατάξεις.
Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά στοιχειοθετούνται πλήρως, αντικειμενικά και υποκειμενικά, σε βάρος: 1) του πρώτου των κατηγορουμένων (Χ2), οι πράξεις α) της μαστροπείας κατ' επάγγελμα και κατά συρροή όσον αφορά ένδεκα (11) λαθρομετανάστριες, της εκμετάλλευσης ακολασίας άλλων, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από την πράξη της μαστροπείας, σ' αυτή της εκμετάλλευσης ακολασίας άλλων όσον αφορά την πολιτικώς ενάγουσα Ψ2 και β) της ενεργητικής δωροδοκίας κατάσυρροή και κατ' εξακολούθηση, 2) του τρίτου των κατηγορουμένων (Χ3), οι πράξεις α) της παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση
και β) της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση και 3) του τετάρτου των κατηγορουμένων (Χ1) α) της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και β) της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση.
Περαιτέρω οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του πρώτου τωνκατηγορουμένων περί συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2β, 84 παρ. 2δ και 84 παρ. 2ε' Π.Κ., πρέπει ν' απορριφθούν ως αόριστοι, δεδομένου ότι όλως αορίστως γίνεται επίκληση της νομικής ορολογίας τους, χωρίς ταυτόχρονη προβολή τους κατά χρόνο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους (Α.Π. 17/2007),αλλά και ως αβάσιμοι, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στις πράξεις του από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια κ.λ.π., πολύ περισσότερο, ότι όπως προαναφέρθηκε είχε διαμορφώσει τέτοια υποδομή ώστε να προκύπτει πρόθεση του προς επανειλημμένη τέλεση των πράξεων του, ούτε ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια για τηντέλεση των άνω πράξεων (ας σημειωθεί πως αρνείται) και ιδίως ότι επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες αυτών, ούτε αποδείχθηκαν περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής, κοινωνικής διαβίωσης του μετά τις άνω πράξεις. Σε κάθε δε περίπτωση η ποινική του κατάσταση πιστοποιεί την ποιότητα των ενεργειών του και μαρτυρεί την εν γένει κοινωνική του συμπεριφορά. Τέλος, όσον αφορά στους δύο λοιπούςκατηγορουμένους (τρίτο και τέταρτο) το Δικαστήριο κρίνει, ότι, και κατά ουσιαστική παραδοχή των ισχυρισμών τους, πρέπει να αναγνωρισθεί σ' αυτούς η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, αφού από τα εκτεθέντα στοιχεία αποδείχθηκε ότι έως το χρόνο που τελέσθηκαν οι άνω πράξεις έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή".
Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δέχθηκε ως άνω ότι τελέστηκαν οι αποδοθείσες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις, ότι η μαστροπεία τελέστηκε κατ' επάγγελμα με επανειλημμένη τέλεση και ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το έγκλημα της μαστροπείας κατά συρροή και όχι εκείνο της διευκόλυνσης ακολασίας άλλου (άρθρο 348 παρ.1 ΠΚ), όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος Χ2, αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπο των κατηγορουμένων Χ1 και Χ3 της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 α του ΠΚ, απέρριψε ως αβάσιμους τους λοιπούς αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, για αναγνώριση στο πρόσωπό τους των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ. β, δ, και ε του ΠΚ αντίστοιχα και κήρυξε τους κατηγορουμένους, κατά τις στην προσβαλλόμενη απόφασή του διακρίσεις, ενόχους μαστροπείας κατά συρροή κατ'επάγγελμα, παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση, ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας κατ'εξακολούθηση και ψευδούς βεβαιώσεως αντίστοιχα κατ'εξακολούθηση και επέβαλε σε αυτούς ποινές φυλακίσεως.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α, στ, 26 παρ.1 α, 27, 83, 84 παρ.2 α, 94 παρ.1, 98 παρ.1, 235, 236 εδ.α, 242 παρ.1, 259, 263, 263 Α, 349 παρ.3 α του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται, α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που αναφέρθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα αποδεικτικό μέσο ούτε (ανάγκη) της αξιολογήσεως ενός εκάστου, β) επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται, κατά τις σε αυτή αναφερόμενες διακρίσεις, η εκ μέρους του κατηγορουμένου Χ2, διάπραξη μαστροπείας και δη η προαγωγή σε πορνεία των ένδεκα τον αριθμό αλλοδαπών γυναικών, παρανόμως εισαχθέντων στη χώρα μεταναστριών, που απασχολούντο ως σερβιτόρες στο κέντρο διασκεδάσεως - μπαρ "..." στο ..., ιδιοκτησίας του όπου εν γνώση και με οργάνωση αυτού, συνευρίσκοντο ερωτικά μετ' ανδρών πελατών έναντι αμοιβής 15.000- 20.000 δραχμών, σε ιδιαίτερα δωμάτια του άνω κέντρου, ενώ δεν ήταν προηγούμενα πόρνες, βρισκόμενες υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του κατηγορουμένου που ελάμβανε το μεγαλύτερο ποσοστό του ποσού της αμοιβής για κάθε σαρκική συνάφεια αυτών με πελάτες και ότι οι άνω γυναίκες, αποσταλείσες από τις ανατολικές χώρες, πρώτη φορά μετερχόνταν την πορνεία, αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίον τις προήγαγε σε πορνεία, η υποδομή που είχε δημιουργήσει ως παραπάνω, (κατάστημα, ειδικοί χώροι, ένδεκα νεαρές αλλοδαπές γυναίκες, σύστημα προμήθειας αλλοδαπών γυναικών, είσπραξη από τους ενδιαφερόμενους πελάτες του μπαρ των χρημάτων από αυτόν και όχι από τις ίδιες τις εκδιδόμενες γυναίκες - σερβιτόρες, που στο τέλος ελάμβαναν μόνο 3.000 δραχμές ανά πελάτη κλπ). Ήτοι αιτιολογείται επαρκώς και η άσκηση κατ' επάγγελμα της μαστροπείας των ένδεκα νεαρών αλλοδαπών γυναικών, εκδιδομένων, με πολλούς άνδρες πελάτες, με την ως άνω υποδομή και την επανειλημμένη τέλεση, που σαφώς από όλα αυτά προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος, με τη μεταξύ τους διανομή των υψηλών αυτών εσόδων και επομένως συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, από το όλο περιεχόμενο του άνω αιτιολογικού, κατ'ουσίαν απόρριψη του υποβληθέντος αλλά μη συνιστώντος αυτοτελή, ισχυρισμού του δευτέρου των κατηγορουμένων Χ2, για μεταβολή της κατηγορίας της μαστροπείας σε διευκόλυνση ακολασίας άλλου, του άρθρου 348 παρ.1 ΠΚ, γ) αιτιολογείται επαρκώς η τέλεση και των λοιπών αδικημάτων κατ' εξακολούθηση, ο δόλος και οι επί μέρους πράξεις, των αυτουργών κατηγορουμένων, δ) αιτιολογείται επαρκώς και εξειδικεύεται η παράβαση του καθήκοντος και ο δόλος του κατηγορουμένου Δημάρχου ..., η ενεργητική δωροδοκία και ο δόλος του Χ2, και η με παραβίαση των υπηρεσιακών καθηκόντων ως προϊσταμένου των Διοικητικών Υπηρεσιών του Δήμου, βάσει του άρθρου 114 του ΠΔ 410/1995, παράβαση καθήκοντος και παθητική δωροδοκία του κατηγορουμένου Δημάρχου, ο οποίος ως Δήμαρχος μετέχων σε τρεις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, αδιάφορα του ότι δεν είχε δικαίωμα ψήφου, αφού αντί να ενημερώσει, όπως όφειλε από το υπηρεσιακό του καθήκον, κατά τα άρθρα 108 και 114 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, με ενεργό συμμετοχή και διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται για περιπτώσεις μόνο 10-15 βοσκών - εργατών, παραπλάνησε τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και έλαβαν απόφαση για βεβαίωση προσωρινής διαμονής στην περιφέρεια του άνω Δήμου, για διάστημα άνω του έτους, αριθμού συνολικά 173 αλλοδαπών μεταναστών που δεν είχαν διαμείνει επί τόσο χρόνο, σε γνώση του, προκειμένου να προσπορίσει σε αυτούς παράνομο όφελος, αφού έτσι απέκτησαν οι αλλοδαποί χωρίς να έχουν τα νόμιμα προσόντα, παράνομα νόμιμο δικαιολογητικό τις κατωτέρω βεβαιώσεις του Δήμου, ώστε να νομιμοποιηθούν στη συνέχεια με τη χορήγηση από την Περιφέρεια άδειας παραμονής και εργασίας και να εξυπηρετήσει συγχρόνως παράνομα και το συγκατηγορούμενό του Χ2, δίδοντας δια του συνεργαζόμενου στο ζήτημα αυτό αρμόδιου υπαλλήλου τετάρτου κατηγορουμένου, τη βεβαίωση αποσπάσματος αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου και για τις 11 αλλοδαπές, που εκδίδονταν στο προαναφερθέν κατάστημα - μπαρ του τελευταίου, λαμβάνοντας δε ως δώρο (ο Δήμαρχος) δωρεάν ερωτική συνεύρεση με ορισμένες από τις νεαρές αυτές αλλοδαπές, για να ληφθεί η παραπάνω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και να χορηγηθούν στη συνέχεια στους αλλοδαπούς τα σχετικά αποσπάσματα - βεβαιώσεις διαμονής, σε συνεργασία και με κοινό δόλο με τον κατηγορούμενο υπάλληλο Χ1, ε) εξειδικεύεται ο δόλος και αιτιολογείται επαρκώς η εκ μέρους του κατηγορουμένου υπαλλήλου Χ1, με την ιδιότητα του Διευθύνοντος τη συζήτηση και ουσιαστικά εισηγητή, ως ορισμένου από τον άνω Δήμο ... αποκλειστικά αρμόδιου για ζητήματα αλλοδαπών, στις κρίσιμες τρεις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., ο οποίος, κατά παράβαση του υπηρεσιακού του καθήκοντος της ενημερώσεως και της διαφωτίσεως που και αυτός, εκτός από το Δήμαρχο είχε, κατά το άρθρο 109 του ΠΔ 410/1995, δεν ενημέρωσε τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου για τις προϋποθέσεις του ν. 2910/2001 για να δοθούν οι εν λόγω βεβαιώσεις του Δήμου και αποκρύπτοντας ότι πρόκειται για αιτήσεις 173 παρανόμων μεταναστών, που δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα χρόνου διαμονής, αλλά αναφέροντας αορίστως και αυτός, σε συνεργασία με τον παριστάμενο Δήμαρχο, ότι το θέμα αφορούσε δήθεν αιτήσεις μόνο 10-15 μεταναστών χρησιμοποιουμένων ως βοσκών και εργατών στην περιοχή τους, παραπλάνησε και αυτός τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και έλαβαν απόφαση παροχής σχετικής θετικής βεβαιώσεως για 173 μετανάστες, όπως συμπλήρωσαν αργότερα στα πρακτικά, περί δήθεν παραμονής τους στην περιφέρεια του Δήμου ... για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους και έτσι με τις γενόμενες ψευδείς βεβαιώσεις αυτού - αποσπάσματα - της αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, που με πρόθεση συνέταξε και χορήγησε στους αλλοδαπούς, επήλθαν οι έννομες συνέπειες, ήτοι πέτυχαν οι αλλοδαποί την έκδοση παράνομα στο όνομά τους προσωρινής άδειας παραμονής και άδειας εργασίας. Επίσης με επαρκή αιτιολογία το Δικαστήριο απάντησε στο μη συνιστώντα αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου αναιρεσείοντος υπαλλήλου, ότι δε στοιχειοθετείται το αδίκημα της ψευδούς βεβαιώσεως εγγράφου εκ του ότι τις υπ' αυτού συνταγείσες και δοθείσες στους αλλοδαπούς ψευδείς βεβαιώσεις - αποσπάσματα υπέγραψεν ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και ότι δεν ενήργησε αυτός εκτός των καθηκόντων του, μη συντρέχουσας περιπτώσεως ελλείψεως ακροάσεως, στ) αιτιολογείται επαρκώς και αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους δε συντρέχουν στο πρόσωπο του πρώτου κατηγορουμένου Χ2, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 εδ. β, δ, ε του ΠΚ και το Δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του, ζ) δεν προκύπτει καμία ασάφεια ή αμφιβολία για τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, αλλά αντιθέτως σαφώς προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο όλα τα αναφερόμενα παραπάνω κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, όταν δε στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη "η χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας κλπ", έπεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι δύο ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγουσών Ψ1 ΚΑΙ Ψ2, προφανώς από παραδρομή αναφερομένου στην αρχή του αιτιολογικού του ενικού αριθμού, αφού στο περιεχόμενο του αιτιολογικού γίνεται ρητή αναφορά στις καταθέσεις και των δύο ως άνω αλλοδαπών πολιτικώς εναγουσών, η) από τα πρακτικά προκύπτει (φύλλο 38), ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ3, κατά την επί της ενοχής αγόρευσή του, ζήτησε παντελώς αόριστα, "να αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε του ΠΚ", χωρίς παράθεση ουδενός περιστατικού θετικής καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο μετά τις πράξεις χρονικό διάστημα, γιαυτό και το Δικαστήριο, που του αναγνώρισε μόνο το ελαφρυντικό του εδαφίου α, δεν είχεν υποχρέωση να απαντήσει και δη να αιτιολογήσει την απόφασή του για μη χορήγηση του ελαφρυντικού του εδαφίου ε και η σχετική αιτίαση του άνω αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη.( ΑΠ 921/2008).
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από όλους τους αναιρεσείοντες σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α, Β, Δ, Ε και Η του ΚΠοινΔ, για απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας, για έλλειψη ακροάσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του ΠΚ, με εκ πλαγίου παράβαση, αλλά και για υπέρβαση εξουσίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμες κατ'ουσίαν και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις αιτήσεις - δηλώσεις αναιρέσεως, κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως με αριθ. 199/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης: α) από 28 -1-2009 του Χ1, β) από 2 -2-2009 του Χ2, γ) με αριθ. εκθ. 4/23-1-2009 του Χ3. Και
Καταδικάζει τους άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ