Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 3 / 2021    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 3/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Δήμητρα Κοκοτίνη, Ασπασία Μαγιάκου, Αβροκόμη Θούα και Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρoέδρους του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή -Χαλεβίδου, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αναστασία Περιστεράκη, Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Βασδέκη, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου, Σταματική Μιχαλέτου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο - Εισηγητή, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου, Πελαγία Ακάσογλου, Βασίλειο Μαχαίρα, Καλλιόπη Πανά, Μαρία Μουλιανιτάκη, Νικόλαο Βεργιτσάκη, Αικατερίνη Κρυσταλλιδου - Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου, Αναστασία Μουζάκη, Αικατερίνη Βλάχου, Άννα Φωτοπούλου - Ιωάννου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Χρήστο Κατσιάνη, Δήμητρα Ζώη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ελένη Κατσούλη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Μαρουλιώ Δαβίου - Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλο (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων - αναιρεσειόντων: 1) Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., 2)Γ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 3)Κ. Κ. του Π., κατοίκου ..., 4)Ι. Β. του Ε., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιάκωβο Μαθιουδάκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του καθ' ού η κλήση - αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Μακεδονίας" και ήδη Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Χρυσόγονο και Γεώργιο Κανάβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των καλούντων: 1)Α. Β. του Φ., κατοίκου ..., 2)Ν. Γ. του Κ., κατοίκου ..., 3)Ι. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 4)Σ. Κ. του Α., κατοίκου ... και 5)Β. Χ. του Ε., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Γαβαλά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του καθ'ού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση και από την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, το ο οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Μιχαήλ Τζουβάρα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2004 αγωγή των ήδη καλούντων - αναιρεσειόντων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης (με αριθμό κατάθεσης 71/2004). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 104/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 7/2008 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 1/1/2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1458/2018 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως περί παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 1 εδ. α'και 3 Ν. 2112/1920 και 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος ως προς τους καλούντες. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 29/1/2020 κλήση των καλούντων, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι από 7/12/2020 (με αριθμό κατάθεσης ΠΠ35/8-12-2020) και από 27/10/2020 (με αριθμό κατάθεσης ΠΠ29/6-11-2020) πρόσθετες παρεμβάσεις τους, αντίστοιχα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής - Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Μαντούβαλος ανέγνωσε την από 11/1/2021 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή της από 27-10-2020 πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, την απόρριψη της από 7-12-2020 πρόσθετης παρέμβασης των Α. Β. και λοιπών και την απόρριψη των παραπεφθέντων στην Πλήρη Ολομέλεια, δευτέρου και τρίτου των λόγων της από 1/1/2011 αίτησης για αναίρεση της 7/2008 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας ως προς τους αναιρεσείοντες της από 29/1/2020 κλήσης.
Οι παραστάντες στο ακροατήριο πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και η πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε την αποδοχή της από 27-10-2020 πρόσθετης παρέμβασης του Ελληνικού Δημοσίου, την απόρριψη της από 7-12-2020 πρόσθετης παρέμβασης των Α. Β. και λοιπών και την απόρριψη των παραπεφθέντων στην Πλήρη Ολομέλεια, δευτέρου και τρίτου των λόγων της από 1/1/2011 αίτησης για αναίρεση της 7/2008 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας ως προς τους αναιρεσείοντες της από 29/1/2020 κλήσης. Κατά την 27η Μαΐου 2021, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο, προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Ειρήνη Καλού, Ασπασία Μαγιάκου και Γεώργιος Αποστολάκης και οι Αρεοπαγίτες Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Αναστασία Περιστεράκη, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειος Μαχαίρας, Νικόλαος Βεργιτσάκης, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Παναγιώτης Αθανασόπουλος, Ελένη Κατσούλη και Γεώργιος Καλαμαρίδης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την 1458/2018 ομόφωνη απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 § 2 περ. β' ΚΠολΔ και 23 § 2 εδ. γ' περ. β' του ΚΟΔ&ΚΔΛ (ν. 1756/1988, όπως ισχύει), οι από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος και τρίτος λόγοι της από 1-1-2011 αίτησης, με αριθ. καταθ. 1/4-1-2011, για αναίρεση της 7/2008 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (διαδικασίας εργατικών διαφορών), ως προς τους 1ο, 4ο, 5ο, 6ο και 13ο των αναιρεσειόντων, Α. Π. του Γ., Γ. Κ. του Α., Κ. Κ. του Π., Κ. Π. του Χ. και Ι. Β. του Ε., με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 8 §§ 1 εδ. α' & 3 Ν. 2112/1920 (2ος λόγος) και 103 §§ 7 & 8 του Συντάγματος (3ος λόγος). Ειδικότερα, παραπέμπεται (στην παρούσα Πλήρη Ολομέλεια) το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα: "Εάν οι προσλαμβανόμενοι δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 19 § 1 εδ. α', β' Ν. 1404/1983 παρέχοντες διδακτικό και ερευνητικό έργο στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τελούν υπό σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ή μη και εάν τυγχάνουν επ' αυτών εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 8 §§ 1 εδ. α' και 3 Ν. 2112/1920 και 103 §§ 7 & 8 του Συντάγματος". Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης νομίμως εισάγονται στην Πλήρη Ολομέλεια με την από 29-1-2020 κλήση των 1ου, 4ου, 5ου και 13ου των αναιρεσειόντων, έναντι των οποίων παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 21-5-2020, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της παράτασης της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο των μέτρων προς αποφυγή της μετάδοσης της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 από 15 έως και 31-5-2020 (βλ. ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.30340/ΦΕΚ Β' 1857/15-5-2020) και ορίστηκε οίκοθεν εκ νέου για την παρούσα δικάσιμο.
Κατά το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν, κατά δε το άρθρο 81 § 1 του ίδιου κώδικα, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες, αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (ΟλομΑΠ 17/2015, ΟλομΑΠ 12/2013, ΟλομΑΠ 9/2012, ΟλομΑΠ 11/2011, ΟλομΑΠ 14/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-10-2020 πρόσθετη παρέμβασή του, η οποία ασκήθηκε νομότυπα το πρώτον ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με αριθ. καταθ. ΠΠ 29/6-11-2020, παρενέβη προσθέτως υπέρ του αναιρεσιβλήτου το Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο ότι έχει έννομο προς τούτο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι τα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το αναιρεσίβλητο, αποτελούν μεν αυτοτελή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, τελούν όμως υπό την εποπτεία του κράτους και χρηματοδοτούνται από αυτό και έχει επιπλέον την ευθύνη και τη γενικότερη μέριμνα για την αναβάθμιση της ποιότητας των σπουδών, με προσαρμογή τους στις εκάστοτε επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 80, 81 § 1) και νόμιμη, αφού είναι πρόδηλο το επικαλούμενο έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος για την άσκησή της (άρθρα 68 ΚΠολΔ, 1 § 1 ν. 1238/1982 σε συνδυασμό με 13, 51 § 7 ν. 1404/1983, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 § 4 ν. 1894/1990, 1 ν. 2916/2001) και πρέπει να συνεκδικασθεί με την αίτηση (ΚΠολΔ 31 § 1). Επιπροσθέτως, με την από 7-12-2020 πρόσθετη παρέμβασή τους, η οποία ασκήθηκε νομότυπα το πρώτον ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με αριθ. καταθ. ΠΠ 35/8-12-2020, παρενέβησαν προσθέτως υπέρ των αναιρεσειόντων -καλούντων και κατά του αναιρεσίβλητου ν.π.δ.δ. και του Ελληνικού Δημοσίου, οι Α. Β. κλπ (συν. 5), εκθέτοντας ότι έχουν ασκήσει δύο αγωγές, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατά του ν.π.δ.δ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ -ΤΕΙ- ΛΑΡΙΣΑΣ, ως απασχολούμενοι και αυτοί με το ίδιο νομικό καθεστώς, όπως και οι αναιρεσείοντες, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι ο καθένας τους συνδέεται με το άνω εκπαιδευτικό ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το ΤΕΙ να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Ότι οι αγωγές τους αυτές εκκρεμούν σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας μετά από αναίρεση και παραπομπή δυνάμει των υπ' αρ. 1191/2018 και 1106/2017 αποφάσεων του Αρείου Πάγου, η έκβαση δε της παρούσας δίκης ενώπιον της Ολομέλειας θα επηρεάσει τη δική τους έννομη θέση, αφού το αντικείμενο, το οποίο κρίνεται στην παρούσα δίκη, είναι το ίδιο, όπως και το δικό τους, δηλαδή αν οι προσλαμβανόμενοι έκτακτοι διδάσκοντες των ΤΕΙ τελούν υπό σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή μη. Τα ανωτέρω εκτιθέμενα από τους προσθέτως παρεμβαίνοντες δεν συγκροτούν την έννοια του εννόμου συμφέροντος αυτών προς άσκηση της πρόσθετης παρέμβασής τους, όπως αυτή έχει διατυπωθεί στη νομική σκέψη, αφού προς τούτο δεν αρκεί το ότι στην παρούσα δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τους προσθέτως παρεμβαίνοντες, επειδή υφίσταται σε άλλη δίκη μεταξύ αυτών και τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνουν, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά τους, πράγμα το οποίο, εν προκειμένω, σαφώς και δεν συντρέχει ούτε ως προς το πραγματικό αλλά ούτε και ως προς το νομικό ζήτημα, αφού, κατά το άρθρο 580 § 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν (ήτοι όχι και ως προς τις εκκρεμείς υποθέσεις των παρεμβαινόντων). Επομένως, η εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον και πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 § 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες, αντιστοίχως, "Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό" και "Δια του όρου "μισθωτός" νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ) ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας - αμοιβή κατ' αποκοπήν)", συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο (ΟλομΑΠ 28/2005), αφορά δε κυρίως το εργατοϋπαλληλικό προσωπικό. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 §§ 1 εδ. α' και 3 Ν. 2112/1920, κατά τις οποίες, αντιστοίχως, "Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον" και "Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου", συνάγεται ότι επί συνάψεως αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εάν δεν δικαιολογείται η συνομολογηθείσα διάρκεια αυτών από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι εν λόγω διατάξεις, όπως εξ αυτών προκύπτει, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων υποκρυπτουσών σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου θεσπισθέντες εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο οι παρέχοντες εξαρτημένη εργασία (ΟλομΑΠ 20/2007). Ο χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσεως, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/2001, ΟλομΑΠ 13/2017, ΟλομΑΠ 7 & 8/2011, ΟλομΑΠ 6/2001). Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού, από το δικαστήριο, της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλομΑΠ 18/2006 και 19/2007), αφορά δε το διοικητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.
Συνεπώς, επί πλειόνων καταρτισθεισών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου του εργαζομένου, για το χαρακτηρισμό αυτών ως ενιαίας σύμβασης (ή σχέσης) εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, κρίσιμα εξεταστέα ζητήματα είναι, εάν οι συμβάσεις τους έχουν το χαρακτήρα της εξαρτημένης εργασίας, ήτοι, εάν ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, εάν έχουν το χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, εάν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνται από τη φύση τους, ήτοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Εξάλλου, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες (§ 1), ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους (§ 5) και ότι οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί, το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει και τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων (§6). Ακόμη, κατά το άρθρο 1 § 1 εδ. α' του Ν. 2916/2001 "Διάρθρωση της Ανώτατης Εκπ/σης και ρύθμιση θεμάτων του Τεχνολογικού Τομέα αυτών" (ΦΕΚ Α' 114), "Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον Πανεπιστημιακό Τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον Τεχνολογικό Τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά ιδρύματα". Περαιτέρω, στον ιδρυτικό νόμο των Τ.Ε.Ι., Ν. 1404/1983 "Δομή και λειτουργία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων" (ΦΕΚ Α' 173), όπως ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ορίζονται τα εξής: "Άρθρο 1 § 1. Ιδρύονται Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.), τα οποία ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα Τ.Ε.Ι. είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος. Η οργάνωση και η λειτουργία τους διέπονται από τις διατάξεις του νόμου, ενώ ειδικότερα θέματα ρυθμίζονται με τον εσωτερικό κανονισμό κάθε Τ.Ε.Ι. ... Άρθρο 3 § 1. Τα μέλη του Τ.Ε.Ι. διακρίνονται σε τακτικά και έκτακτα: "α) Τακτικά είναι τα μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (E.Π.), τα μέλη του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.), το Διοικητικό Προσωπικό (Δ.Π.), το Ειδικό Τεχνικό Προσωπικό (Ε.Τ.Π.) και οι σπουδαστές." β) Έκτακτα μέλη είναι οι επισκέπτες καθηγητές και εκείνα του προηγούμενου εδαφίου, εκτός των σπουδαστών, που απασχολούνται στο Τ.Ε.Ι. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. ... Άρθρο 15 § 1. Το κύριο διδακτικό και ερευνητικό έργο ασκείται από το εκπαιδευτικό προσωπικό (Ε.Π.), το οποίο ανήκει σε μια από τις βαθμίδες Καθηγητή Τ.Ε.Ι., Αναπληρωτή Καθηγητή Τ.Ε.Ι., Επίκουρου Καθηγητή Τ.Ε.Ι. και Καθηγητή Εφαρμογών Τ.Ε.Ι. § 2. Τα μέλη του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. είναι δημόσιοι λειτουργοί και απολαμβάνουν τις εγγυήσεις του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος. ... Άρθρο 17 § 1. Οι Καθηγητές και Αναπληρωτές Καθηγητές διορίζονται ως μόνιμοι. Οι Επίκουροι Καθηγητές και οι Καθηγητές Εφαρμογών των Τ.Ε.Ι. διορίζονται με θητεία τριών ετών. ... Άρθρο 19 § 1. α) Για την κάλυψη διδακτικών, ερευνητικών ή άλλων επιστημονικών αναγκών των Τ.Ε.Ι. μπορεί να προσλαμβάνεται εκπαιδευτικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Η σύμβαση μπορεί να διαρκεί μέχρι ένα ακαδημαϊκό έτος και μπορεί να ανανεώνεται μέχρι δύο ακόμη ακαδημαϊκά έτη. β) Το εκπαιδευτικό αυτό Προσωπικό προσλαμβάνεται σε θέσεις Επιστημονικού Συνεργάτη και Εργαστηριακού Συνεργάτη, καθώς και στην κατηγορία Εκπαιδευτικού Ειδικών Μαθημάτων (Ε.Ε.Μ.), για τις οποίες ως ελάχιστα προσόντα ορίζονται τα ίδια με αυτά των βαθμίδων Επίκουρου Καθηγητή και Καθηγητή Εφαρμογών, καθώς και των μελών Ε.ΔΙ.Π. αντίστοιχα. Στο εκπαιδευτικό αυτό προσωπικό ανατίθεται η εκτέλεση όμοιου διδακτικού, ερευνητικού ή άλλου επιστημονικού και οργανωτικού έργου που έχει προβλεφθεί για το μόνιμο Ε.Π. της αντίστοιχης με τα προσόντα του βαθμίδας ή τα μέλη Ε.ΔΙ.Π. γ) Η απασχόληση του εκπαιδευτικού αυτού προσωπικού μπορεί να είναι πλήρης ή μερική. Η μηνιαία αποζημίωσή του είναι ίση με τις κάθε είδους αποδοχές του μόνιμου προσωπικού της αντίστοιχης βαθμίδας Ε.Π. ή των μελών Ε.ΔΙ.Π., κατά περίπτωση, εφόσον η απασχόληση είναι πλήρης ή το ανάλογο ποσοστό των αποδοχών αυτών, εφόσον η απασχόληση είναι μερική. δ) Για την προκήρυξη και την πρόσληψη ή την ανανέωση της σύμβασης αποφασίζει το Συμβούλιο του Τ.E.Ι. μετά από σχετική εισήγηση του Συμβουλίου του οικείου Τμήματος ή του Κ.Ξ.Γ.Φ.Α. κατά περίπτωση. Η προκήρυξη, στην οποία ορίζονται μεταξύ άλλων το γνωστικό αντικείμενο ή η ειδικότητα, κατά περίπτωση, της προς πλήρωση θέσης και η εβδομαδιαία απασχόληση, δημοσιεύεται το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος και η σύμβαση μεταξύ του Τ.Ε.Ι. και του προσλαμβανομένου υπογράφεται πριν από την έναρξη του διδακτικού έτους. § 11 α) Οι προσλαμβανόμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού εντάσσονται και προσφέρουν υπηρεσίες στο Τμήμα, το οποίο τους αναθέτει τις περισσότερες ώρες διδασκαλίας. Αν υπάρχουν ίσες ώρες διδασκαλίας σε δύο ή παραπάνω Τμήματα, για την ένταξη αποφασίζει ο Διευθυντής της Σχολής ή, αν τα Τμήματα ανήκουν σε διαφορετικές Σχολές, ο Πρόεδρος του Τ.Ε.Ι. β) Η ενδεχόμενη απασχόληση του προσωπικού του παρόντος άρθρου για ένα ή περισσότερα εξάμηνα στο ίδιο ή άλλο Τ.Ε.Ι., σε καμία περίπτωση δεν δημιουργεί δικαίωμα μετατροπής της σύμβασης σε αορίστου χρόνου ή άλλα δικαιώματα, μη προβλεπόμενα από το νόμο αυτόν, έναντι του Τ.Ε.Ι. ή του Δημοσίου". Στο άρθρο 22 §§ 1 & 2 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι "§ 1.) Το διοικητικό προσωπικό (Δ.Π.), των Τ.Ε.Ι., αποτελείται από τους διοικητικούς, τεχνικούς και βοηθητικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις διοικητικές, οικονομικές και τεχνικές υπηρεσίες του και συγκροτείται κατά κλάδους και ειδικότητες σύμφωνα με το άρθρο 23 του νόμου αυτού. Και (§ 2.) Τα μέλη του Δ.Π. είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και για όλα τα θέματα υπηρεσιακής τους κατάστασης, όπως επίσης και για θέματα ασφαλιστικά και υγειονομικής περίθαλψης, εφαρμόζονται οι κείμενες για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους διατάξεις". Τέλος, κατά την εξουσιοδοτική διάταξη της § 10 του άρθρου 19 του ν. 1404/1983, που ορίζει ότι "με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την προκήρυξη, τη διαδικασία επιλογής, τους όρους απασχόλησης, τη συμμετοχή στα συλλογικά όργανα και την πειθαρχική δικαιοδοσία", εκδόθηκε το ισχύον κατά το χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων π.δ. 355/1996 (ΦΕΚ Α' 231) "ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΕΜ ΣΤΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ", το οποίο ορίζει τα εξής: Στο άρθρο 2 § 9 "Η απόφαση του Συμβουλίου του ΤΕΙ για την πρόσληψη των Συνεργατών και των μελών ΕΕΜ αποστέλλεται στον υπεύθυνο της Ομάδας Μαθημάτων μέσω του Προϊσταμένου του Τμήματος. Ο υπεύθυνος της Ομάδας Μαθημάτων αναθέτει με έγγραφό του, που επιδίδεται επί αποδείξει, το διδακτικό έργο στους επιλεγέντες Συνεργάτες του Τμήματος ή στα μέλη ΕΕΜ, που καλούνται να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/86 με την οποία δηλώνουν ότι δεν θα απασχοληθούν σε άλλο τμήμα του ιδίου ή άλλου ΤΕΙ και να υπογράψουν τη σχετική σύμβαση εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία ανάθεσης. Η κλήση κοινοποιείται στον Πρόεδρο του ΤΕΙ. Εάν ο προσλαμβανόμενος δεν προσέλθει μέσα στην προθεσμία της παραγράφου αυτής, τότε καλείται ο αμέσως επόμενος στον πίνακα αξιολόγησης". Στο άρθρο 3 § 3 "α) Για την αξιολόγηση των υποψηφίων Ειδικών Συνεργατών ΤΕΙ ο υπεύθυνος της Ομάδας Μαθημάτων καταρτίζει πίνακα αξιολόγησης των αιτήσεων των ενδιαφερομένων κατ' αλφαβητική σειρά, στον οποίο καταγράφονται τα κατά το άρθρο 19 παρ. 7 του Ν. 1404/1983, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 57 του Ν. 2413/1996 και τα γενικώς απαιτούμενα για τα τακτικά μέλη Ε.Π, και Ε.Ε.Π, των ΤΕΙ τυπικά προσόντα αυτών, αναφέρει τη διευθυντική θέση την οποία κατέχουν, προσδιορίζει το αντικείμενο της επαγγελματικής απασχόλησης αυτών και εκφέρει ουσιαστική κρίση για τη συνάφεια του αντικειμένου της επαγγελματικής απασχόλησης των ενδιαφερομένων προς τα εκπαιδευτικά ενδιαφέροντα της Ομάδας Μαθημάτων καθώς και για την ειδικότερη ενίσχυση του επιπέδου των δραστηριοτήτων της Ομάδας Μαθημάτων που αναμένεται λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων των ενδιαφερομένων". Στο άρθρο 4 "1. Μεταξύ του επιλεγέντος Επιστημονικού ή Εργαστηριακού Συνεργάτη ή ΕΕΜ ή Ειδικού Συνεργάτη και του Προέδρου του ΤΕΙ υπογράφεται σύμβαση εργασίας στη οποία αναγράφονται. α. Τα ατομικά στοιχεία του προσλαμβανόμενου. Εάν πρόκειται για θέση Ειδικού Συνεργάτη αναγράφεται και η διευθυντική θέση την οποία κατέχει ο προσλαμβανόμενος κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης. β. Ο χρόνος έναρξης και ο χρόνος λήξης της ισχύος της σύμβασης. γ. Η κατηγορία στην οποία ανήκει ο προσλαμβανόμενος. δ. Ο αριθμός των ωρών εβδομαδιαίας διδακτικής ή εκπαιδευτικής απασχόλησης και η αμοιβή του προσλαμβανόμενου. ε. Το Τμήμα, η Ομάδα ή Ομάδες Μαθημάτων στα οποία θα απασχοληθεί και τα μαθήματα, εργαστήρια, ή το εκπαιδευτικό έργο που θα αναλάβει ο προσλαμβανόμενος. στ. Τυχόν άλλες υποχρεώσεις του προσλαμβανόμενου προς την Ομάδα ή Ομάδες Μαθημάτων, το Τμήμα ή το ΤΕΙ. ζ. Οι όροι καταγγελίας της σύμβασης. η. Το πειθαρχικό δίκαιο που θα ισχύει. 2. Η σύμβαση των Επιστημονικών Συνεργατών, Εργαστηριακών Συνεργατών, ΕΕΜ και Ειδικών Συνεργατών μπορεί να καταγγελθεί για σπουδαίο λόγο, όπως υπηρεσιακή ανεπάρκεια, πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του, συχνές απουσίες, διατάραξη της λειτουργίας του Τμήματος ή της Ομάδας Μαθημάτων, έλλειψη πνεύματος συνεργασίας με τα όργανα του Ιδρύματος ή τους λοιπούς εκπαιδευτικούς. 3. Αν για οποιοδήποτε λόγο, κατά το χρόνο ισχύος της σύμβασης εργασίας, ο προσλαμβανόμενος παραιτηθεί ή, αποχωρήσει ή εάν απουσιάσει αδικαιολόγητα από τα καθήκοντά του τουλάχιστον δύο (2) ημέρες απασχόλησής του ανά εξάμηνο, λύεται αυτεπαγγέλτως ή με καταγγελία, κατά περίπτωση, η σύμβαση εργασίας κατά την κρίση των παραπάνω οργάνων πρόσληψης. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να προσλαμβάνεται ο αμέσως επόμενος στον πίνακα αξιολόγησης για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της σύμβασης. 4. Στους Επιστημονικούς Συνεργάτες, Εργαστηριακούς Συνεργάτες, ΕΕΜ και Ειδικούς Συνεργάτες εφαρμόζονται αναλογικά οι κείμενες διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου που ισχύουν για το μόνιμο ΕΠ και ΕΕΠ. 5. Στους Επιστημονικούς Συνεργάτες, Εργαστηριακούς Συνεργάτες και ΕΕΜ μπορεί να ανατίθεται και άλλο έργο, σχετιζόμενο με τα διδακτικά τους καθήκοντα, όπως συνοδοί σε εκπαιδευτικές εκδρομές, η μελέτη θεμάτων σπουδών, διεθνείς συνεργασίες, παροχή νομικών υπηρεσιών". Στο δε άρθρο 5 (με τίτλο: "Συμμετοχή των Συνεργατών και των Εκπαιδευτικών Ειδικών Μαθημάτων σε Συλλογικά Όργανα των ΤΕΙ"), ότι "Οι Επιστημονικοί Συνεργάτες, οι Εργαστηριακοί Συνεργάτες, οι Ειδικοί Συνεργάτες και οι Εκπαιδευτικοί Ειδικών Μαθημάτων μετέχουν στη Γενική Συνέλευση της Ομάδας Μαθημάτων και στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος με δικαίωμα λόγου αλλά όχι ψήφου". Όμοιες ρυθμίσεις διέλαβε και το μεταγενέστερο π.δ. 163/2002 (ΦΕΚ Α' 149) με τίτλο: "ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΕΜ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΣΤΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΕΙ". Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά την ισχύουσα νομοθεσία και το Σύνταγμα (άρθρ. 16 §§ 5 & 6 του Συντ. και ν. 1404/1983, όπως τροπ.), στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως είναι και τα Τ.Ε.Ι., το διδακτικό -ερευνητικό τους έργο έχει ανατεθεί στο εν γένει εκπαιδευτικό προσωπικό τους, στο οποίο περιλαμβάνεται και το εκπαιδευτικό προσωπικό Τ.Ε.Ι. που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 19 § 1α' ν. 1404/1983. Όλα τα μέλη Ε.Π., άρα και του άρθρου 19 § 1α', έχουν δικαίωμα για έρευνα και διδασκαλία, ανεξαρτησία και ελευθερία στην εκτέλεση του έργου τους στα πλαίσια του προγραμματισμού και των σχετικών αποφάσεων του Τμήματος και είναι δημόσιοι λειτουργοί ή επιτελούν δημόσιο λειτούργημα, κατά την έννοια του άρθρου 16 § 6 του Συντάγματος. Ρητά, επίσης, ορίστηκε, ως προϋπόθεση για εκλογή στις έκτακτες θέσεις Επιστημονικού Συνεργάτη και Εργαστηριακού Συνεργάτη, καθώς και στην κατηγορία Ε.Ε.Μ., οι προσλαμβανόμενοι να κατέχουν ως ελάχιστα προσόντα τα ίδια με αυτά των βαθμίδων Επίκουρου Καθηγητή και Καθηγητή Εφαρμογών, καθώς και των μελών Ε.ΔΙ.Π. αντίστοιχα, τα οποία είναι ολιγότερα, μεν, ανάλογης, όμως, ποιοτικής αξίας με τα προσόντα των λοιπών βαθμίδων του Ε.Π., αφού δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση της βαθμίδας του Επίκουρου Καθηγητή κλπ και η πρώτη ουσιαστική κρίση με αμιγή ακαδημαϊκά κριτήρια γίνεται για την εκλογή στη βαθμίδα αυτή.
Συνεπώς, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το εκπαιδευτικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του άρθρου 19 § 1α' ν. 1404/1983 αποτελεί βαθμίδα καθηγητικού προσωπικού των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και συνδέεται με αυτά με ειδική σύμβαση εργασίας, λόγω του πλήρως αυτοδιοίκητου των ΤΕΙ κατά το Σύνταγμα, η αυτοτέλεια των οποίων περιλαμβάνει προεχόντως την εξουσία εκλογής δια των ιδίων αυτών οργάνων του διδακτικού -ερευνητικού προσωπικού τους, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ιδρυτικού τους νόμου (1404/1983), επιτελεί δε (το εκπαιδευτικό αυτό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου) δημόσιο λειτούργημα, που σημαίνει ότι συνδέεται με χαλαρότερη, σε σχέση με το δημόσιο υπάλληλο, σχέση εξάρτησης προς τις προϊστάμενες αρχές του, ότι διαθέτει ευχέρεια πρωτοβουλιών και επιλογών και ότι στελεχώνει ανώτερες βαθμίδες της πολιτειακής δομής, στοιχεία τα οποία δεν προσιδιάζουν στην υπαλληλική ιδιότητα που απαιτεί η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Άλλωστε, το προσωπικό αυτό αντιδιαστέλλεται σαφώς από το διοικητικό προσωπικό των ΤΕΙ, επί του οποίου, κατά τους ορισμούς του νόμου, εφαρμόζονται οι κείμενες για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους διατάξεις, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπαλληλική σχέση του με το ΤΕΙ. Επομένως, οι άνω εργασιακές συμβάσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των Τ.Ε.Ι., ελλείψει της υπαλληλικής ιδιότητας αυτών, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Το αντίθετο (ότι πρόκειται για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας) ουδόλως συνάγεται από το ότι ο νόμος κάνει λόγο για σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αφού ο χαρακτηρισμός της έννομης σχέσεως ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ούτε προκύπτει εξαρτημένη εργασία και από το περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας του εκπαιδευτικού αυτού προσωπικού, όπως προσδιορίζεται από το ν. 1404/1983 και το ρυθμιστικό π.δ. 355/1996, αφού ρητά προσλαμβάνονται για να διδάξουν, εντός του συμφωνηθέντος αριθμού ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, συγκεκριμένο εκπαιδευτικό έργο υψηλού επιπέδου (διδασκαλία στην ανώτατη εκπαίδευση), κατά το δοκούν, βάσει της προκήρυξης και στα πλαίσια του προγραμματισμού και των σχετικών αποφάσεων του οικείου Τομέα που τους ανατίθεται επί αποδείξει με έγγραφο από τον υπεύθυνο της ομάδας μαθημάτων, ελεγχόμενοι μόνο κατά τους όρους καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο (που προσδιορίζεται ως υπηρεσιακή ανεπάρκεια, πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων, συχνές απουσίες, διατάραξη της λειτουργίας του Τμήματος ή της Ομάδας Μαθημάτων, έλλειψη πνεύματος συνεργασίας με τα όργανα του Ιδρύματος ή τους λοιπούς εκπαιδευτικούς) και αναλογικά κατά τις διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου, που ισχύουν για το μόνιμο Ε.Π. και Ε.Ε.Π., συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων του Τ.Ε.Ι. με τα τακτικά μέλη του Ε.Π. με δικαίωμα λόγου χωρίς ψήφο και δεν υποβάλλονται σε ιδιαίτερη δέσμευση και εξάρτηση από τον εργοδότη (ΤΕΙ), που να δικαιολογεί την ειδική προστασία τους από το εργατικό δίκαιο, ώστε να καθιστά την εργασία τους εξαρτημένη. Σε κάθε περίπτωση, για τα ιδρύματα αυτά, που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δεν προβλέπεται η πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ώστε οι προσλαμβανόμενοι ως ωρομίσθιο εκπαιδευτικό προσωπικό να τυγχάνουν άνισης μεταχείρισης έναντι τέτοιου προσωπικού από την επανειλημμένη επαναπρόσληψή τους, που γίνεται για την κάλυψη διδακτικών αναγκών των ιδρυμάτων αυτών, όταν τέτοιες ανάγκες ανακύπτουν, ούτε είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η απασχόλησή τους ως ωρομισθίων, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που προβλέπει ο ίδιος ο νομοθέτης, σύμφωνα με τα παραπάνω, απαγορεύοντας ρητά αυτός τη μετατροπή των σχέσεών τους σε αορίστου χρόνου, λόγω ακριβώς της αυτοτέλειας των ιδρυμάτων και των ιδιαίτερων απαιτήσεων να αποτελείται το μόνιμο προσωπικό τους από κορυφαίους επιστήμονες που επιλέγουν τα ίδια τα ιδρύματα, έγινε για να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματά τους από τον εργοδότη έναντι άλλου προσωπικού απασχολουμένου σε αυτό με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας στις συμβάσεις των εκτάκτων εκπαιδευτικών μελών από τα Τ.Ε.Ι. υπαγορεύεται από αντικειμενικούς λόγους και δεν ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας εργασιακών διατάξεων, καθότι οι έκτακτοι αυτοί επιστημονικοί και εργαστηριακοί συνεργάτες καλύπτουν έκτακτες και απρόβλεπτες εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος, όπως περιόδους κενών θέσεων σε κάθε τμήμα, είτε από αποχωρήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού (συνταξιοδότηση, παραίτηση) ή νόμιμης απουσίας τους (άδειες), όπου οι διαδικασίες εκλογής μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 16 ν. 1404/1983, είναι χρονοβόρες, είτε από ίδρυση νέων τμημάτων, καθώς και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του Ιδρύματος, που καθορίζονται από τον αριθμό των σπουδαστών που επιλέγουν κάθε διδακτικό εξάμηνο το κάθε μάθημα. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των συμβατικών τους καθηκόντων οι ανάγκες είναι μεταβαλλόμενες, όπως προκύπτει ευθέως από τις συμβάσεις τους, κατά τις οποίες οι έκτακτοι εκπαιδευτικοί μπορεί να τύχουν αυξομειώσεων στις ώρες απασχόλησής τους, που κυμαίνονται σε ποσοστό 20%. Ενόψει δε των πρόσκαιρων αυτών αναγκών των Ιδρυμάτων, η διαδικασία πρόσληψης του έκτακτου αυτού εκπαιδευτικού προσωπικού είναι συνοπτική και ταχεία, δεν γίνεται με τη διαδικασία, τη δημοσιότητα, την αυστηρότητα, τις απαιτήσεις και τον έντονο ανταγωνισμό που ισχύει για την επιλογή των τακτικών καθηγητών, είναι μειωμένα τα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψή τους, είναι διαφορετικές οι διαδικασίες εκλογής, δεν διεξάγεται έλεγχος νομιμότητας από το ΥΠΑΙΘ και οι προκηρύξεις για την πρόσληψή τους λαμβάνουν μειωμένη δημοσιότητα. Δεν πρόκειται δε για ανανεώσεις συμβάσεων, αλλά για νέες συμβάσεις κατόπιν προκήρυξης κάθε έτος. Επιπλέον, όλοι οι (έκτακτοι) Συνεργάτες έχουν το δικαίωμα της παράλληλης απασχόλησης (υπό τον περιορισμό ότι δεν μπορούν να απασχοληθούν σε άλλο τμήμα του ίδιου ή άλλου ΤΕΙ και κατά το ωράριο που έχουν δηλώσει), που σημαίνει ότι εκ παραλλήλου με τη διδασκαλία τους μπορούν να απασχολούνται οπουδήποτε στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, χωρίς να ισχύουν γι' αυτούς ασυμβίβαστα και οι περιορισμοί που ισχύουν για τους τακτικούς εκπαιδευτικούς. Επομένως, η σύναψη και η διάρκεια των ειδικών συμβάσεων του έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού, που καθορίζεται από το νόμο, υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνται από τη φύση τους και δεν έγιναν προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων της κατηγορίας αυτής. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι η σχέση του επί συμβάσει προσωπικού προς τα ΤΕΙ για την παροχή του εν λόγω διδακτικού και ερευνητικού έργου δεν είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας, κατά την προεκτεθείσα έννοια των άρθρων 648 § 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ούτε υποκρύπτεται στις ειδικές αυτές συμβάσεις τέτοια σχέση, με την πρόσληψη δε, επί βάσεως ακαδημαϊκού έτους ή εξαμήνου, τέτοιων καθηγητών δεν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες των ΤΕΙ, αποκλειομένης, έτσι, της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και, συνεπώς, και του άρθρου 8 Ν. 2112/1920. Σημειωτέον ότι, με τις υπ' αριθ. 7 & 8/2011 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, έχει κριθεί ότι επί διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο (και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα) πριν την έναρξη ισχύος: 1) της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ., 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (Φ.Ε.Κ. Α' 85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ/τος 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, συνεχίζουν δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους (των διατάξεων αυτών) και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλαδή από πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και λοιπών διατάξεων, το χαρακτήρα της συμβάσεως αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τοιούτων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή, προϋπόθεση του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου ως αορίστου (χρόνου) είναι η εφαρμογή επ' αυτών των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, ήτοι η παροχή εξαρτημένης εργασίας ή να υποκρύπτεται στις συμβάσεις αυτές τέτοια σχέση παροχής εξαρτημένης εργασίας, η οποία καλύπτει πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του Δημοσίου κλπ. Η ρύθμιση αυτή, όμως, δεν εφαρμόζεται στους αναιρεσείοντες, ως έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό του αναιρεσίβλητου Τ.Ε.Ι., που προσλήφθηκαν έκαστος με την ειδική σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 19 § 1α' ν. 1404/1983, διότι, όπως προειπώθηκε, δεν παρείχαν εξαρτημένη εργασία, κάλυπταν δε έκτακτες, απρόβλεπτες και μεταβαλλόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος και όχι πάγιες και διαρκείς και, επομένως, δεν πρόκειται για συγκρίσιμη περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, εάν έχει παραβιασθεί κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή, αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης, εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με εσφαλμένη υπαγωγή.
Εν προκειμένω, με την από 12-2-2004 αγωγή, επί της οποίας έχει εκδοθεί η εκκληθείσα υπ' αριθμόν 104/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, οι 1ος, 4ος, 5ος και 13ος αναιρεσείοντες, Α. Π., Γ. Κ. Κ. Κ. και Ι. Β., αντιστοίχως, ως προς τους οποίους, κατά τα ανωτέρω, παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, επικαλούνται ότι προσελήφθησαν από το αναιρεσίβλητο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 19 Ν. 1404/1983, στο οποίο παραπέμπουν οι εργασιακές τους συμβάσεις, οι 1ος και 4ος κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1996-1997 (23-9-1996/30-6-1997), 1997-1998 (25-9-1997/26-7-1998), 1998-1999 (25-9-1998/26-7-1999), 1999-2000 (20-9-1999/26-6-2000), 2000-2001 (28-9-2000/29-6-2001), 2001-2002 (24-9-2001/28-6-2002), 2002-2003 (1-10-2002/30-6-2003) και 2003-2004 (16-10-2003/30-6-2004), ο 5ος κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1997-1998 (25-9-1997/26-7-1998), 1998-1999 (25-9-1998/26-7-1999), 1999-2000 (20-9-1999/26-6-2000), 2000-2001 (28-9-2000/29-6-2001), 2001-2002 (24-9-2001/28-6-2002), 2002-2003 (1-10-2002/30-6-2003) και 2003-2004 (16-10-2003/30-6-2004) και ο 13ος κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2000-2001 (25-9-2000/16-2-2001, 27-2-2001/29-6-2001), 2001-2002 (24-9-2001/13-2-2002, 21-2-2002/28-6-2002), 2002-2003 (23-9-2002/18-2-2003, 24-2-2003/8-7-2003) και 2003-2004 (16-10-2003/30-6-2004), ως ωρομίσθιοι καθηγητές, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου καθ' έκαστο ακαδημαϊκό έτος, προκειμένου να παρέχουν διδακτικό έργο, ότι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους όρους, συνθήκες και προσόντα, όπως οι μόνιμοι συνάδελφοί τους και ότι οι εν λόγω συμβάσεις, καλύπτουσες πράγματι πάγιες, διαρκείς και μόνιμες διδακτικές ανάγκες του αναιρεσιβλήτου, προσχηματικά χαρακτηρίστηκαν ως ορισμένου χρόνου προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, ζήτησαν δε να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με το αναιρεσίβλητο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από της αρχικής προσλήψεως εκάστου και να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την προσβαλλόμενη 7/2008 απόφασή του, επιλαμβανόμενο της εφέσεως των αναιρεσειόντων - εναγόντων κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απεφάνθη, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη και απέρριψε την έφεση κατ' ουσίαν.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943, 8 Ν. 2112/1920 και των §§ 2, 7 & 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η σχέση των αναιρεσειόντων με το αναιρεσίβλητο ΤΕΙ δεν είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας ούτε υποκρύπτεται στις συμβάσεις αυτές τέτοια σχέση. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται κυρίως στο διοικητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό και δεν έχουν πεδίο εφαρμογής σε όσους δεν παρέχουν έργο με εξαρτημένη εργασία, αλλά προσφέρουν διδακτικό και ερευνητικό έργο σε Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Η πραγματοποίηση της αναφερθείσας εκπαιδευτικής αποστολής των εν λόγω Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων συντελείται από όλες τις κατηγορίες του εκπαιδευτικού προσωπικού τους, δηλαδή και από το μόνιμο και από το επί συμβάσει εκπαιδευτικό προσωπικό, στο πλαίσιο που διαγράφεται από το νόμο, που επιτελεί δημόσιο λειτούργημα. Άλλωστε, οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες εκθέτουν, ότι εργάζονταν με τους ίδιους όρους και συνθήκες των μονίμων συναδέλφων τους (μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό), οι οποίοι, ως δημόσιοι λειτουργοί, κατά τα άνω, δεν συνδέονται με τον εργοδότη τους με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες, προσληφθέντες με την προβλεπόμενη ως άνω, νομοθετικά, πρόσληψη έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού, που έχει θεσμοθετηθεί από της ιδρύσεως των Τ.Ε.Ι. το έτος 1983, για την αντιμετώπιση των έκτακτων, απρόβλεπτων και μεταβαλλόμενων εκπαιδευτικών αναγκών των ιδρυμάτων, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων αυτών και της Πολιτείας να αποτελείται το μόνιμο προσωπικό τους από κορυφαίους επιστήμονες που επιλέγουν τα ίδια τα ιδρύματα, δεν κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσιβλήτου. Επομένως, οι από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παραπεφθέντες στην πλήρη Ολομέλεια, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης για παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων του άρθρου 8 §§ 1 εδ. α' & 3 Ν. 2112/1920 (2ος λόγος) και των §§ 7 & 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (3ος λόγος), με τους οποίους οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία -πλαίσιο, την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP, καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, η ρήτρα 4 της συμφωνίας -πλαισίου, με τίτλο "Αρχή της μη διάκρισης", προβλέπει στο σημείο της 1: "Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους". Η διαπίστωση ως προς το εάν η πρόσληψη του εργαζόμενου έγινε προσχηματικά με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, δηλ. ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί αντικείμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, εφόσον δεν διαπιστωθεί από το εθνικό δικαστήριο ότι οι επίδικες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου υποκρύπτουν ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προσφυγή στις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. δεν συντρέχει. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τις προτάσεις τους ενώπιον της παρούσας Ολομέλειας, υποβάλλουν αίτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), "εάν μπορεί ένα κράτος μέλος να εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας που μετέφερε την Οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού τους έκτακτους διδάσκοντες των δημοσίων πανεπιστημίων, οι οποίοι προσλαμβάνονται και ασκούν διδακτικά καθήκοντα δυνάμει συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου". Το αίτημα είναι απορριπτέο, διότι η επικαλούμενη Οδηγία προϋποθέτει, για την εφαρμογή της, να διαπιστωθεί από το εθνικό δικαστήριο ότι η πρόσληψη του εργαζομένου έγινε προσχηματικά με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, διαπίστωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπου με την πρόσληψη των αναιρεσειόντων ωρομισθίων καθηγητών πράγματι το αναιρεσίβλητο κάλυπτε έκτακτες και απρόβλεπτες ανάγκες του. Εξάλλου, όπως προειπώθηκε, δεν πρόκειται για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και η εξεταζόμενη περίπτωση αφορά διδακτικό προσωπικό των Α.Ε.Ι., τα οποία απολαύουν συνταγματικώς κατοχυρωμένη πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση (άρθρ. 16 § 1 Σ.), που περιλαμβάνει την εξουσία να επιλέγουν τα ίδια, χωρίς κρατική παρέμβαση, τους εκπαιδευτές των φοιτητών τους.
Μετά από όλα αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι παραπεφθέντες, με την 1458/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, στην Πλήρη Ολομέλεια δεύτερος και τρίτος λόγοι της από 1-1-2011 αίτησης αναίρεσης, ως προς τους καλούντες της από 29-1-2020 κλήσης, 1ο, 4ο, 5ο & 13ο των αναιρεσειόντων, μη επιφυλαχθέντος δε του Τμήματος για την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αναιρετικού λόγου (απορριφθέντος απ' αυτό του εναπομένοντος πρώτου λόγου), δεν συντρέχει περίπτωση αναπομπής της υπόθεσης στο Τμήμα που την παρέπεμψε (ΚΠολΔ 580 § 5). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, τόσο της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, όσο και εκείνης ύστερα από την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση του Β2' Τμήματος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179, 183). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι καλούντες -αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του υπέρ του αναιρεσιβλήτου προσθέτως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 22 § 1 ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-12-2020, με αρ. καταθ. ΠΠ 35/8-12-2020, πρόσθετη παρέμβαση των Α. Β. κλπ (συν.5) υπέρ των καλούντων -αναιρεσειόντων.
Δέχεται την από 27-10-2020, με αρ. καταθ. ΠΠ 29/6-11-2020, πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ του αναιρεσιβλήτου.
Απορρίπτει τους παραπεφθέντες, με την 1458/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, λόγους της από 1-1-2011 αίτησης αναίρεσης, ως προς τους καλούντες της από 29-1-2020 κλήσης, 1ο, 4ο, 5ο & 13ο των αναιρεσειόντων (Α. Π. του Γ., Γ. Κ. του Α., Κ. Κ. του Π. και Ι. Β. του Ε.).
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, τόσο της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, όσο και εκείνης ύστερα από την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση του Β2' Τμήματος.
Καταδικάζει τους καλούντες - αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του υπέρ του αναιρεσιβλήτου προσθέτως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2021.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή