Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 981 / 2019    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 981/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αγγελική Τζαβάρα, Κυριάκο Οικονόμου και Αναστασία Περιστεράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, που εδρεύει στο Άγιο Όρος Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σπυρίδωνα Τσαντίνη και Λάμπρο Κιτσαρά που ανακάλεσαν τις από 2/11/2017 δηλώσεις για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παραστάθηκαν στο ακροατήριο καθώς και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δημητρακόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους Διονύσιο Χειμώνα και Ελένη Κωστάντη, Παρέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που ανακάλεσαν την από 3/11/2017 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκαν στο ακροατήριο και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/11/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 15/2/2012 πρόσθετη παρέμβαση νομικού προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4711/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3259/2015 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 3/9/2015 αίτησή του και τους από 8/8/2016 πρόσθετους λόγους αυτής, επί των οποίων εκδόθηκε η 1222/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση το αναιρεσείον με την από 10/7/2017 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. O Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μπαλιτσάρης ανέγνωσε την από 7/2/2017 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πέππα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης έβδομος και ο ενδέκατος λόγοι της αιτήσεως και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 1222/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η γενομένη από την αναιρεσείουσα παραίτηση από το υπ' αυτής ασκηθέν δικαίωμα κλήσεως προς συζήτηση της κρινομένης υποθέσεως, κατά την δικάσιμο της 20-2-2017, άλλως ανακλήσεως της κλήσεώς της αυτής και με την οποία (ως άνω απόφαση) διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεώς της στο ακροατήριο, νομίμως, με την από 10-7-2017 κλήση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, φέρονται προς συζήτηση, η από 3-9-2015 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 796/2015 αίτηση του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3259/2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και οι από 8-8-2016, υπ' αύξοντα αριθμό 70/2016, πρόσθετοι λόγοι αυτής (αιτήσεως αναιρέσεως), που πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 573 παρ. 1 και 569 ΚΠολΔ).
Με την από 11-11-2010 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, ζήτησε, για τους εκτιθέμενους σ' αυτήν λόγους, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της μεταξύ αυτού και του εναγομένου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου" καταρτισθείσης, με το υπ' αριθμ. …21/22-5-2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Α. Π. - Β., συμβάσεως ανταλλαγής των περιγραφομένων στο συμβόλαιο αυτό και την αγωγή ακινήτων, να αναγνωρισθεί, ότι το ίδιο (ενάγον) είναι κύριο του υπ' αυτού μεταβιβασθέντος στην εναγομένη ακινήτου, που επίσης περιγράφεται στο ανωτέρω συμβόλαιο και την αγωγή, να υποχρεωθεί η τελευταία, να του αποδώσει το ακίνητο αυτό και, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη, να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 10.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη ένεκα της αδικοπραξίας, την οποία τέλεσαν σε βάρος του οι υπ' αυτής προστηθέντες. Περαιτέρω, με το από 15-2-2012 ίδιο δικόγραφο, στην με την άνω αγωγή ανοιγείσα δίκη, παρενέβη προσθέτως υπέρ της εναγομένης Μονής η "Αρχιεπισκοπή Σινά και Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Θεοβαδίστου Όρους Σινά" και, επικαλούμενη προς τούτο, ως έννομο συμφέρον, το ότι ενδεχόμενη αποδοχή του αγωγικού ισχυρισμού του ενάγοντος - καθ' ου η πρόσθετη παρέμβαση Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι Χρυσόβουλοι Λόγοι, Τα Πατριαρχικά Σιγίλλια, τα Σουλτανικά βεράτια και τα Σουλτανικά Φιρμάνια, δεν αποτελούν νομίμους τίτλους κτήσεως κυριότητας ή αξιόπιστο κριτήριο αυτής, θα αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο, που θα "καθοδηγεί" μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις επί υποθέσεων, που αφορούν ακίνητά της στην Τουρκία και επί εκκρεμών, ενώπιον των Τουρκικών Δικαστηρίων, διαφορών αυτής (προσθέτως παρεμβαινούσης) με το Τουρκικό Κράτος, ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή του καθ' ου η πρόσθετη αυτή παρέμβαση Ελληνικού Δημοσίου. Επί των ως άνω αγωγής και προσθέτου παρεμβάσεως, το ως άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού τις συνεκδίκασε, εξέδωσε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, την υπ' αριθμ. 4711/2012 οριστική απόφασή του, με την οποίαν απέρριψε, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της παρεμβαινούσης, την πρόσθετη αυτής παρέμβαση, ανεγνώρισε ότι το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. …21/22-5-2007 συμβόλαιο ανταλλαγής ακινήτων της συμβολαιογράφου Α. Π. - Β. είναι άκυρο, επίσης αναγνώρισε, ότι το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο είναι κύριο του επιδίκου ακινήτου και υπεχρέωσε την εναγομένη, να αποδώσει το ακίνητο αυτό στο ενάγον, απέρριψε δε, κατά τα λοιπά, την αγωγή. Κατ' αυτής της αποφάσεως, άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, η μεν εναγομένη "Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου" την από 27-1-2014 έφεσή της, το δε ενάγον Ελληνικό Δημόσιο την από 10-2-2014 έφεσή του, που, σημειωτέον, οι διάδικοι αυτοί δεν απηύθυναν κατά της ως άνω προσθέτως παρεμβάσης, με τις οποίες (εφέσεις τους αυτές), ζήτησαν την εξαφάνισή της (εκκαλουμένης αποφάσεως), προκειμένου, όπως ειδικότερα ζήτησε η πρώτη (εναγομένη), να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της κατά το μέρος που έγινε δεκτή, όπως δε ειδικότερα ζήτησε το δεύτερο (ενάγον), προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του και κατά το μέρος που πρωτοδίκως απερρίφθη. Επί των εφέσεων αυτών, αφού τις συνεκδίκασε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμ. 3259/2015 τελεσίδικη απόφασή του, με την οποίαν, αφού δέχθηκε τυπικά αμφότερες τις εφέσεις αυτές, στην συνέχεια απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της εναγομένης Ιεράς Μονής, δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε κατ' ουσίαν την αγωγή του τελευταίου, δέχθηκε αυτήν εν μέρει, ανεγνώρισε την ακυρότητα του ως άνω συμβολαίου, ανεγνώρισε, επίσης, ότι το ενάγον είναι κύριο του επιδίκου ακινήτου, υπεχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει το ακίνητο αυτό στο ενάγον και, τέλος, υπεχρέωσε την εναγομένη, να καταβάλει στο αντίδικό της, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως το ποσό των 90.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία εκδόθηκε στις 13-7-2015, η εναγομένη Ιερά Μονή με την επωνυμία "Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου", άσκησε, στις 4-9-2015, την κρινόμενη από 3-9-2015 αίτηση αναιρέσεως, επί πλέον δε άσκησε τους από 8-8-2016 προσθέτους λόγους αυτής, τους οποίους κατέθεσε στην Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 9-8-2016 και επέδωσε στο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, στις 10-8-2016, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. ...1Γ/10-8-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Γ. Ν.. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, τόσον ως προς τους κυρίους, όσον και ως προς και προσθέτους λόγους της, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της αυτών (κυρίων και προσθέτων, άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1, 573 παρ. 1, 569, 577 παρ. 3ΚΠολΔ).- Κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητος ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, δηλαδή για αιτία, που είναι υπαρκτή και αναγνωρίζεται από το νόμο. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητος είναι αιτιώδεις, ήτοι στις περιπτώσεις αυτές το κύρος της εκποιητικής δικαιοπραξίας εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της υποσχετικής, ώστε η ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης συνεπιφέρει την ακυρότητα και της μεταβιβαστικής του πράγματος ή δικαιώματος συμβάσεως (ΑΠ 1514/2013). Νόμιμη αιτία μεταβιβάσεως της κυριότητας αποτελεί, μεταξύ άλλων, η ενοχική, υποσχετική και αμφοτεροβαρής σύμβαση της ανταλλαγής, με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση από τη μία πλευρά της μεταβιβάσεως της κυριότητας πράγματος ή δικαιώματος και παραδόσεως αυτού στον αντισυμβαλλόμενο, ο οποίος από την πλευρά του υπόσχεται, ως αντιπαροχή, τη μεταβίβαση της κυριότητος πράγματος ή δικαιώματος και παραδόσεώς του στον άλλο συμβαλλόμενο. Για την επέλευση, όμως, των αντίστοιχων εμπράγματων μεταβολών πρέπει να λάβουν χώρα είτε συγχρόνως, είτε μεταγενεστέρως οι ανάλογες εμπράγματες μεταβιβαστικές συμβάσεις (άρθρα 1033, 1034 ΑΚ). Στην ανταλλαγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την πώληση και ο καθένας από τους συμβαλλομένους κρίνεται, ως πωλητής, για την παροχή που τον βαρύνει και ως αγοραστής, για την παροχή που απαιτεί (άρθρο 573 ΑΚ). Από δε το άρθρο 1033 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση για τη μεταβίβαση κυριότητος ακινήτου για αιτία ανύπαρκτη ή που δεν αναγνωρίζεται από το νόμο είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 91/1984, ΑΠ 1154/80). Το ίδιο ισχύει, άλλως περί ανύπαρκτης αιτίας πρόκειται και όταν το πράγμα ή το δικαίωμα, που αφορά η σύμβαση πωλήσεως ή ανταλλαγής, ανήκει στο δέκτη της υποσχέσεως, οπότε πρόκειται για υπόσχεση χωρίς αντικείμενο, ήτοι παροχή που δεν είναι δημιουργική ενοχής. Ειδικότερα, οι ανωτέρω διατάξεις προϋποθέτουν ανάληψη υποχρεώσεως μεταβιβάσεως κυριότητος πράγματος ξένου για τον αγοραστή, δεκτικού μεταβιβάσεως της κυριότητός του σ' αυτόν και τέτοιο, όμως, δεν είναι εκείνο που ήδη ανήκει στην κυριότητά του. Τούτο σημαίνει, ότι ευρισκομένου του περιουσιακού αγαθού στην ιδιοκτησία του δέκτη της υποσχέσεως δεν υπάρχει λόγος, ούτε ανάγκη περιουσιακής μετακινήσεως και εντεύθεν ούτε έδαφος καθιδρύσεως αντίστοιχου περιεχομένου συμβατικής δεσμεύσεως. Αυτό διαφέρει από την περίπτωση της αρχικής οριστικής αδυναμίας παροχής (άρθρα 335, 336, 362 ΑΚ), η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως, διότι εκεί μεν είναι αδύνατη, για φυσικούς ή νομικούς λόγους, η περιουσιακή μετακίνηση πράγματος ή δικαιώματος μη ευρισκόμενου στην ιδιοκτησία του δέκτη της υποσχέσεως, ενώ στην εξεταζόμενη περίπτωση το περιουσιακό αγαθό υπάρχει και βρίσκεται στην ιδιοκτησία του δέκτη της υποσχέσεως, γεγονός που καθιστά μάταιη και χωρίς αντικείμενο την κατάρτιση συμβάσεως για μετακίνησή του σ' αυτόν, η δε ανάληψη σχετικής συμβατικής υποχρεώσεως είναι ουσιαστικώς κενή περιεχομένου. Η παραβίαση δε τέτοιας υποχρεώσεως, αυτή καθ' εαυτή, δεν είναι δημιουργική ζημίας, θεμελιωτικής αξιώσεως αποζημιώσεως, συνιστάμενης στο διαφέρον εκπληρώσεως, ήτοι τι θα είχε ο δανειστής, δέκτης της υποσχέσεως, αν εκπληρωνόταν η σύμβαση (εφόσον το περιουσιακό αντικείμενο βρίσκεται στην ιδιοκτησία του) που προσιδιάζει στις περιπτώσεις οριστικής αρχικής αδυναμίας παροχής, η οποιαδήποτε δε τυχόν ζημία του δέκτη της υποσχέσεως από παραβίαση τέτοιας υποχρεώσεως είναι θεμελιωτική αξιώσεως αποζημιώσεως για αρνητικό διαφέρον, ήτοι τι θα είχε αυτός, αν έλειπε το ζημιογόνο γεγονός της καταρτίσεως μιας ανίσχυρης, λόγω ακυρότητας ή ακυρωσίας συμβάσεως.
Συνεπώς, μια τέτοια σύμβαση κείται εκτός του εννοιολογικού περιεχομένου της κατά το άρθρο 513 ΑΚ συμβάσεως της πωλήσεως και εντεύθεν και της κατά το άρθρο 573 συμβάσεως της ανταλλαγής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν φορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία-λόγος ακυρότητας) πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα της δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή, όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε εξάρτηση μεταξύ τους και έχουν συνομολογηθεί, ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών κατά τον χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 181 ΑΚ, επί συμβάσεως, το μέρος εκείνο που γνώριζε την ακυρότητα, μόνο αυτό δεν δικαιούται να επικαλεστεί την εφαρμογή της. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βουλήσεως των συμβληθέντων γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014), χωρίς όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση να πρόκειται περί πραγματικής ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως κατά τα άρθρα 173, 200 ΑΚ (ΑΠ 839/2015). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 966 επ. ΑΚ, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών (άρθρο 966 ΑΚ). Πράγματα κοινής χρήσεως είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους (άρθρο 967 ΑΚ). Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο Δημόσιο (άρθρο 968 ΑΚ). Σε κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να αποκτηθούν, με παραχώρηση της αρχής και κατά τους όρους του νόμου, ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα, εφόσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται ή δεν αναιρείται η κοινή χρήση τους (άρθρο 970 ΑΚ). Επί κοινοχρήστων πραγμάτων, τα οποία σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες ρυθμίσεις του ΑΚ είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, δεν χωρεί εκποίηση, ανταλλαγή ή συμβιβασμός εκ μέρους του Δημοσίου ή των ΟΤΑ, αλλά επιτρέπεται μόνον η παραχώρηση ιδιαιτέρων ιδιωτικών δικαιωμάτων, εάν αυτά δεν αναιρούν την, κατά τον προορισμό του πράγματος, κοινοχρησία και εφόσον η παραχώρηση προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου (ΣτΕ 2756/2015, 1637/2007). Συναφώς, με το άρθρο 18 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται, ότι με νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και διαχείριση των λιμνοθαλασσών και των μεγάλων λιμνών, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση γενικά των εκτάσεων που προκύπτουν από αποξήρανσή τους. Έτσι, ο συντακτικός νομοθέτης αποβλέποντας στη φύση, τον χαρακτήρα και την σπουδαιότητα ορισμένων αγαθών, που αποτελούν σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας και σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέονται με την κοινοχρησία, όπου κατ' εξαίρεση αναγνωρίζεται η ιδιωτική κτήση, καθιέρωσε στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 18 του Συντάγματος την δυνατότητα θεσπίσεως αποκλίσεων από τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 17 § 2 του Συντάγματος με ειδικούς νόμους (ΣτΕ 2705/1991). Εκ τούτων και σε συνδυασμό με το άρθρο 174 ΑΚ παρέπεται, ότι μεταβιβαστικά συμβόλαια, με αντικείμενο κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα (άρθρα 966 και 967 ΑΚ) που ανήκουν στο Δημόσιο, ήτοι ανεπίδεκτα ιδιωτικού εμπραγμάτου δικαιώματος και ιδιωτικής συναλλαγής και μεταβιβάσεως, λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς τους, είναι άκυρα, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, ανεξάρτητα, μάλιστα, από τη γνώση της απαγορευτικής διατάξεως (ΑΠ 1380/2014, 407/2007). Αντίθετα, όταν η κυριότητα του κοινοχρήστου ανήκει σε ιδιώτη, η κοινή χρήση δεν συνεπάγεται κατ' αρχάς απαγόρευση διαθέσεως, δεν κωλύεται, δηλαδή, ο ιδιώτης να μεταβιβάσει την κυριότητά του σε άλλον, εφόσον δεν περιορίζεται η κοινή χρήση (ΑΠ 1178/2006). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της αποφάσεως. Έτσι, με τον λόγο αυτό αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 20/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με το επισκοπούμενο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, με την ένδικη αγωγή του, προς στοιχειοθέτηση της κύριας και της πρώτης επικουρικής βάσεως αυτής, αναφορικά με την ακυρότητα της καταρτισθείσης με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο συμβάσεως ανταλλαγής και των σε εκτέλεση αυτής εμπράγματων δικαιοπραξιών, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: Ότι με το υπ' αριθμ. …21/22-05-2007 συμβόλαιο ανταλλαγής ακινήτων της Συμβολαιογράφου Α. Π.-Β., το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγόμενης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου και της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, που ενεργούσε, ως εντολοδόχος και πληρεξούσια αυτού (ενάγοντος), η εναγόμενη μεταβίβασε και παρέδωσε σ' αυτό την κυριότητα κατά ποσοστό 11,137/1000 εξ αδιαιρέτου επί των λιμναίων εκτάσεων της λίμνης ..., συνολικής εκτάσεως 48.000 στρεμμάτων, που βρίσκεται στους νομούς ... και ... και ότι σε αντάλλαγμα το ενάγον μεταβίβασε και παρέδωσε στην εναγόμενη την κυριότητα τμήματος του υπ' αριθμ. 969 εποικιστικού ακινήτου του αγροκτήματος 2, που βρίσκεται στην εκτός σχεδίου και εκτός ΓΠΣ περιοχή του Δήμου ..., στο 2° χλμ της επαρχιακής οδού ..., επιφάνειας 148.608 τ.μ., το οποίο προέρχεται από τη συμπληρωματική διανομή του αγροκτήματος ... του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1966, η οποία κυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 28537/04-05- 1968 υπουργική απόφαση, όπως τα ανωτέρω ακίνητα περιγράφονται αναλυτικά σ' αυτή (αγωγή), ως προς τη θέση, έκταση και όρια και με ενσωμάτωση στο δικόγραφο αυτής:
α) του από Απριλίου 2007 τοπογραφικού διαγράμματος της λίμνης ... και
β) του από 23-3-2007 τοπογραφικού διαγράμματος του ανταλλαγέντος ακινήτου του τοπογράφου-μηχανικού Ν. Κ., τα οποία είχαν επισυναφθεί στο προαναφερθέν συμβόλαιο ανταλλαγής και ότι το συμβόλαιο ανταλλαγής μεταγράφηκε, ως προς μεν την λίμνη, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... και στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., ως προς δε το δημόσιο κτήμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου .... Ότι στο ως άνω συμβόλαιο ανταλλαγής συμφωνήθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι η ανταλλαγή με την απόκτηση της κυριότητας της λίμνης ... από το Ελληνικό Δημόσιο διασφαλίζει κυρίως το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συναφές με αυτό συμφέρον των αλιέων και των λοιπών παραγωγικών τάξεων της περιοχής, λαμβανομένης υπόψη και της δυνατότητας αναπτύξεως στην περιοχή οικολογικού και παραδοσιακού τουρισμού, αλλά και για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Ότι κατόπιν σχετικής εκτιμήσεως της αρμόδιας Δ.Ο.Υ, η αξία του ως άνω μεταβιβασθέντος ιδανικού μεριδίου της λίμνης ...- ... προσδιορίσθηκε στο ποσό των 521.882 ευρώ και η αντίστοιχη του ανταλλαγέντος ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου στο ποσό των 521.882 ευρώ, η αντικειμενική τους δε αξία ανέρχεται στο ποσό των 891.648 ευρώ. Ότι επιπλέον συμφωνήθηκε με τη σύμβαση ανταλλαγής η αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Αθηνών για την επίλυση κάθε διαφοράς που θα προέκυπτε από την ως άνω σύμβαση. Ότι η Λίμνη ..., που μεταβιβάσθηκε σ' αυτό από την εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, κατά το πιο πάνω ποσοστό, δεν ανήκε στην ιδιοκτησία της εναγομένης, αλλά ανήκε στην κυριότητα του ιδίου του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου. Ότι, ειδικότερα, η λίμνη ... στην οποία εισρέουν οι ποταμοί ..., ως μεγάλη λίμνη και λιμνοθάλασσα, λόγω του μεγέθους της επιφάνειας της, που είναι 51.000 στρέμματα, της περιμέτρου της, που είναι 30.000 περίπου μέτρα, του μέσου βάθους της που κυμαίνεται στα 2,5 μέτρα, του σχηματισμού της από την εκβολή ελευθέρων και αέναων ροών ποταμών, εμπίπτει στην κατηγορία των κοινοχρήστων-δημοσίων πραγμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και των άρθρων 966 και 967 ΑΚ, ανήκει στην κυριότητα αυτού, ως δημόσια κτήση και ότι είναι αναπαλλοτρίωτη, ανεπίδεκτη συναλλαγών ιδιωτικού δικαίου, ανεπίδεκτη χρησικτησίας και ακατάσχετη. Ότι ειδικότερα, κατά τη βυζαντινή περίοδο, η λίμνη ..., ως μεγάλη λίμνη και λιμνοθάλασσα αποτελούσε κοινόχρηστο πράγμα, που αποτελούσε δημόσια κτήση, ότι από της κατακτήσεως της Θράκης από τους οθωμανούς και της εφαρμογής των άρθρων 1237 και 1254 του οθωμανικού αστικού κώδικα και του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ως μεγάλη λίμνη, εθεωρείτο πράγμα κοινόχρηστο και εκτός συναλλαγής. Ότι το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε την κυριότητα της λίμνης ... το έτος 1920, ως καθολικός διάδοχος του Βουλγαρικού Δημοσίου στη Δυτική Θράκη, δικαιώματι πολέμου, στο οποίο (Βουλγαρικό Δημόσιο) είχε περιέλθει το έτος 1913 δικαιώματι πολέμου, ως καθολικού διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ότι, ειδικότερα, με τη συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου, που συνομολογήθηκε, στο Λονδίνο, στις 17/30-5-1913 μεταξύ αφ' ενός των συμμάχων κρατών της Ελλάδας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας και αφ' ετέρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμφωνήθηκε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκχωρεί όλες τις επί της ευρωπαϊκής ηπείρου εδαφικές εκτάσεις, εξαιρουμένης της Αλβανίας, και ότι ακολούθως, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου της 28-7/10-8-1913, μεταξύ των ως άνω συμμαχικών δυνάμεων η Βουλγαρία απέκτησε κυριαρχικά δικαιώματα στη Δυτική Θράκη, όπου βρίσκεται η λίμνη .... Ότι η Βουλγαρία άσκησε κυριαρχικά δικαιώματα στη Δυτική Θράκη μέχρι το έτος 1919, οπότε δυνάμει της από 14/27-11-1919 συνθήκης του Νεϊγύ, που κυρώθηκε με το νόμο 2433/1920, η Βουλγαρία παραιτήθηκε υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων από κάθε κυριαρχικό δικαίωμα επί των εδαφών της Θράκης. Ότι με βάση την πρόβλεψη του άρθρου 48 της συνθήκης του Νεϊγύ και την ειδική για τη Θράκη από 10-8-1920 συνθήκη των Σεβρών, μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα τα δικαιώματα επί των εδαφών της Θράκης, τα οποία ανήκαν στη Βουλγαρική Μοναρχία, εκδοθέντος προς τούτο του ν.2492/1920 "περί προσαρτήσεως της Θράκης εις την Ελλάδα", σε συνδυασμό με το ειδικό πρωτόκολλο της από 24-3-1923 συνθήκης ειρήνης της Λωζάννης, που υπογράφηκε μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων και της Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 25/25-8-1923, με την οποία καθορίσθηκε ο ρους του ποταμού Έβρου, ως σύνορο της Ελλάδος και της Τουρκίας. Ότι με βάση τις παραπάνω διεθνείς συνθήκες, η Ελλάδα απέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στη Δυτική Θράκη δικαιώματι πολέμου και κατ' αυτό τον τρόπο το ενάγον απέκτησε την κυριότητα και της λίμνης ..., που έκτοτε αποτελεί δημόσια περιουσία ως κοινόχρηστο και εκτός συναλλαγής πράγμα. Ότι η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου άσκησε εναντίον του την από 1-5-1922 αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί, ως κυρία της λίμνης ... και ότι ακολούθως εκδόθηκε το Ν.Δ. 8/4/1924, με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Γεωργίας να υπογράψει μετά της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου σύμβαση οριστικής παραχωρήσεως εκ μέρους της εναγόμενης σ' αυτό της κυριότητος δύο αγροτεμαχίων της στη Χαλκιδική, με αντάλλαγμα την παραίτηση εκ μέρους του ενάγοντος κάθε αξιώσεώς του επί της λίμνης, αποδιδομένης στην αποκλειστική κατοχή της Ιεράς Μονής, ότι, ακολούθως, επί σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου κατά της αρνήσεως του Υπουργού Γεωργίας να υπογράψει την παραπάνω σύμβαση, εκδόθηκε η 41/1929 απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, με την οποία κρίθηκε ότι υφίστατο άρνηση διοικητικής ενέργειας προς υπογραφή της δια του ως άνω Ν.Δ. φερομένης συμβάσεως προς παραχώρηση εκ μέρους του Δημοσίου, όχι της κυριότητας της κατεχομένης από αυτό, ως διαδόχου του Βουλγαρικού Κράτους λιμνοθάλασσας Μπουρού, που ως δημόσια περιουσία δεν είναι δεκτική αστικής κυριότητας, αλλά της παραχώρησης της κατοχής της λιμνοθάλασσας. Ότι ακολούθως, και σε συμμόρφωση της ως άνω αποφάσεως, καταρτίσθηκε η 2343/1930 σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου και της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου με την οποία παραχωρήθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου η κατοχή της λίμνης, συνισταμένης στην ιχθυοτροφική καλλιέργεια και εκμετάλλευση και πώληση της παραγωγής, ενώ διατηρήθηκαν αμείωτα τα δημοσίου δικαίου δίκαια αυτού (ενάγοντος) επί της λιμνοθάλασσας και των ιχθυοτροφείων αυτής. Ότι η ως άνω σύμβαση ουδέποτε ανατράπηκε, αφού το Ν.Δ. 271/1941, που εκδόθηκε επί κατοχικής κυβερνήσεως με το οποίο επιχειρήθηκε η ερμηνεία του από 8/10 Απριλίου 1924 Ν.Δ., αναγνωρίσθηκαν δικαιώματα κυριότητος της Ιεράς Μονής στη λίμνη και καταργήθηκε η σύμβαση του έτους 1930, που προφανώς είχε ψευδοερμηνευτικό χαρακτήρα, καταργήθηκε πρώτον με τη Συντακτική Πράξη 58/26/27-6-1945, με το άρθρο 4 της οποίας, ορίσθηκε ότι είναι άκυρες από της εκδόσεώς τους οι διατάξεις, με τις οποίες ερμηνεύθηκαν αυθεντικά νομοθετήματα, που είχαν εκδοθεί πριν από την κατοχή και δεύτερον, με το άρθρο 9 του Α.Ν. 476/1945. Ότι η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής και η μεταβίβαση με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο της κυριότητας του ως άνω ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου στην εναγομένη είναι άκυρη, μεταξύ άλλων, για τους κάτωθι λόγους:
α) διότι η εναγομένη δεν ήταν κύρια του μεταβιβασθέντος σ' αυτό (ενάγον) ιδανικού μεριδίου της λίμνης ..., κατά το χρόνο μεταβίβασής του, αλλά, αντίθετα, η κυριότητα του ως άνω ακινήτου ανήκε στο ίδιο το ενάγον για τους προαναφερθέντες λόγους (ως κοινόχρηστη μεγάλη λίμνη, περιελθούσα σ' αυτό ως διάδοχο του βουλγαρικού κράτους δικαιώματι πολέμου) και εκ του λόγου τούτου, η μεταβίβασή του από την εναγόμενη σ' αυτό είναι άκυρη με συνέπεια να μην υπάρχει ανταλλακτική αιτία για την εκ μέρους αυτού (ενάγοντος) μεταβίβαση του ακινήτου του στην εναγόμενη και ότι κατ' ακολουθία των ανωτέρω, είναι άκυρη τόσο η υποσχετική-εκποιητική σύμβαση της ανταλλαγής, όσο και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες μεταβιβάσεως των ως άνω ανταλλαγέντων ακινήτων λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης νόμιμης αιτίας μεταβιβάσεως, επιπρόσθετα δε η σύμβαση ανταλλαγής ήταν άκυρη στο σύνολό της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 181 του ΑΚ, κατά την οποία η ακυρότητα μέρους της συνεπιφέρει την ακυρότητα όλης της συμβάσεως, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα ήθελαν να ισχύουν αμφότερες οι μεταβιβαστικές της κυριότητας συμβάσεις και η σύμβαση ανταλλαγής χωρίς το άκυρο μέρος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ' αυτή,
β) άλλως, διότι η λίμνη ..., ως λιμνοθάλασσα και μεγάλη λίμνη, ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα αυτού, ως κοινόχρηστο και συνακόλουθα εκτός συναλλαγής πράγμα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οποίου ρυθμίζεται μόνο με νόμο κατ' άρθρο 18 παρ.2 του Συντάγματος, με συνέπεια να μην επιτρέπονται δικαιοπραξίες υποσχετικές ή εκποιητικές αφορούσες ιδιοκτησιακά δικαιώματα, και ότι ως εκ τούτου υφίσταται ακυρότητα της υποσχετικής συμβάσεως ανταλλαγής αλλά και των εκποιητικών δικαιοπραξιών, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 175 του ΑΚ, τα παραπάνω δε ισχύουν και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι ανήκε στην εναγομένη η κυριότητα της λίμνης ... υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, γεγονός που δεν είναι αληθές. Στη συνέχεια, το Εφετείο, κρίνοντας τη νομιμότητα της αγωγής, κατά το παραπάνω μέρος της, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Περαιτέρω η αγωγή του ενάγοντος είναι νόμιμη, ως προς την κυρία βάση της, στηριζόμενη στις σχετικές με την ακυρότητα της συμβάσεως ανταλλαγής και των μεταβιβαστικών συμβάσεων κυριότητας των ανταλλαγέντων ακινήτων διατάξεις των άρθρων 174, 181, 573, 1033, 966, 967, 968 του ΑΚ και 18 παρ. 2 του Συντάγματος, που προεκτέθηκαν στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, καθότι αναφέρονται σ' αυτή πραγματικά περιστατικά που πληρούν την αντικειμενική υπόσταση των πιο πάνω εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και ειδικότερα γίνεται αναφορά των παραγωγικών γεγονότων της κυριότητας του ενάγοντος σε αμφότερα τα ανταλλαγέντα με την επίδικη σύμβαση ανταλλαγής ακίνητα και ειδικότερα ως προς το μεταβιβασθέν, για την ως άνω ανταλλακτική αιτία, από το ενάγον στην εναγόμενη προπεριγραφόμενου ακινήτου, όσο και ως προς το μεταβιβασθέν από την εναγόμενη στο ενάγον ποσοστό εξ αδιαιρέτου της λίμνης ..., ότι αυτή έχει περιέλθει στην κυριότητά του, ως κοινόχρηστο πράγμα που ανήκει στη δημόσια περιουσία, δικαιώματι πολέμου το έτος 1920, δυνάμει των αναφερομένων αναλυτικά σ' αυτή διεθνών συνθηκών, ως καθολικός διάδοχος του Βουλγαρικού Κράτους και ότι εξακολουθεί να ανήκει στην κυριότητά του ως κοινόχρηστο και εκτός συναλλαγής πράγμα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 966, 967 και 968 του ΑΚ. Επιπρόσθετα εκτίθενται στην αγωγή πραγματικά περιστατικά ακυρότητας της επίδικης σύμβασης ανταλλαγής λόγω της ιδιότητας του μεταβιβασθέντος από την εναγόμενη στο ενάγον ποσοστού εξ αδιαιρέτου της λίμνης ... ως κοινοχρήστου και εκτός συναλλαγής πράγματος που ανήκει στην κυριότητά του ενάγοντος και σε κάθε περίπτωση ως λιμνοθάλασσας και μεγάλης λίμνης, τα θέματα ιδιοκτησίας των οποίων ρυθμίζονται κατ' επιταγή του άρθρου 18 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος μόνο με νόμο και ότι λόγω της ακυρότητας, κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, της συμβάσεως ανταλλαγής ελλείψει έγκυρης ανταλλακτικής αιτίας, είναι άκυρες και οι μεταβιβαστικές της κυριότητας συμβάσεις που καταρτίσθηκαν με το επίδικο συμβόλαιο ανταλλαγής με συνέπεια να καθίστανται άκυρο, κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, στο σύνολό του το επίδικο συμβόλαιο, δηλαδή τόσον κατά την περιεχόμενη σ' αυτή ενοχική σύμβαση ανταλλαγής όσο και για αμφότερες τις μεταβιβαστικές της κυριότητας συμβάσεις. Και τούτο διότι, κατά τα εκτεθέντα στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, η σύμβαση πώλησης ακινήτου που δεν ανήκει κατά το χρόνο της συμβάσεως στην κυριότητα του πωλητή αλλά ανήκει στην κυριότητα του αγοραστή είναι άκυρη κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, διάταξη που εφαρμόζεται αναλογικά και στη σύμβαση ανταλλαγής, με συνέπεια, λόγω της ελλείψεως έγκυρης ανταλλακτικής αιτίας για τη μεταβίβαση του πράγματος που δεν ανήκει στον υποσχόμενο αλλά στο λήπτη της υποσχέσεως να ανατρέπεται όλη η σύμβαση ανταλλαγής δηλαδή τόσο η υποσχετική σύμβαση όσο και αμφότερες οι μεταβιβαστικές της κυριότητας εμπράγματες συμβάσεις, επιπρόσθετα, δε, και με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ιδιότητα της λίμνης ... ως κοινοχρήστου πράγματος που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο και που αποτελεί λιμνοθάλασσα ή μεγάλη λίμνη το ιδιοκτησιακό της καθεστώς ρυθμίζεται μόνο με νόμο (άρθρο 18 παρ.2 του Συντάγματος) καθιστά άκυρη, κατ' άρθρο 174 του ΑΚ την υποσχετική σύμβαση πώλησης η ανταλλαγής της ως άνω λίμνης και τη μεταβιβαστική της κυριότητας της σύμβασης ελλείψει νόμιμης αιτίας με συνέπεια και εκ του λόγου αυτού να ανατρέπεται στο σύνολό της η σύμβαση ανταλλαγής ως υποσχετική και οι εμπράγματες συμβάσεις μεταβίβασης κυριότητας των ανταλλαγέντων ακινήτων. Επιπρόσθετα η αγωγή είναι νόμιμη κατά το ειδικότερο σκέλος της προαναφερθείσας κυρίας βάσης της με το οποίο προβάλλεται ακυρότητα των μεταβιβαστικών συμβάσεων κατ' άρθρο 181 του ΑΚ καθότι αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω κανόνα δικαίου, που όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται όχι μόνο στις ενοχικές συμβάσεις αλλά και στις εμπράγματες συμβάσεις και ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή τα προαναφερθέντα περιστατικά ακυρότητας της μεταβιβαστικής, λόγω ανταλλαγής, σύμβασης του προαναφερθέντος ιδανικού μεριδίου της λίμνης ... από την εναγόμενη στο ενάγον και ότι η ακυρότητα αυτή επεκτείνεται και στην μεταβιβαστική της κυριότητας του ετέρου ακινήτου από το ενάγον στην εναγόμενη με την ίδια σύμβαση ανταλλαγής για το λόγο ότι η θέληση αμφοτέρων των συμβληθέντων μερών (κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτή) κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) μεταβιβαστική λόγω ανταλλαγής δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ως άνω ακυρότητα του μέρους της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, ως προς κυρία βάση της, και με δεδομένο ότι το ενάγον έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την ακυρότητα της συμβάσεως μεταβιβάσεως από την εναγόμενη σ' αυτό του ιδανικού μεριδίου της λίμνης ... κατά τη αγωγική βάση με την οποία ζητείται η ακύρωση λόγω της ιδιότητάς του, ως κοινοχρήστου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προεκτέθηκαν, δεδομένου ότι αφενός το ενάγον είχε άμεσο έννομο συμφέρον να ζητήσει δικαστική προστασία αφού το αίτημα της αγωγής ήταν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της συμβάσεως ανταλλαγής και να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί του μεταβιβασθέντος στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου ακινήτου για τους λόγους που προεκτέθηκαν, η δε επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος της ακυρότητας της μεταβιβάσεως από την εναγόμενη σ' αυτό του ιδανικού μεριδίου της λίμνης ..., λόγω της ιδιότητάς της, ως κοινοχρήστου και εκτός συναλλαγής που ανήκει στο ίδιο το ενάγον συνδέεται αιτιωδώς με τα ως άνω αγωγικά αιτήματα και επομένως δεν εκλείπει το έννομο συμφέρον του από την ως άνω αιτία (επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος της ιδιότητας του μεταβιβασθέντος σ' αυτό ιδανικού μεριδίου της λίμνης ... ως κοινόχρηστης), αφετέρου δε η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την κυρία βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174, 181, 573 και 1033, 960, 967, 968 του ΑΚ και 18 παρ. 2 του Συντάγματος και στις προαναφερθείσες στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε διατάξεις που ίσχυαν προ της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς γενικώς των κοινοχρήστων πραγμάτων και ειδικώς των λιμνοθαλασσών και λιμνών. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ' ουσία βάσιμοι οι σχετικοί δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των λόγων εφέσεων του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση καθό μέρος έκρινε μη νόμιμη την αγωγή ως προς τη κυρία βάση της...". Με την περί νομιμότητας της αγωγής ανωτέρω κρίση του, το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 174, 573, 1033, 966, 967, 968 ΑΚ και 18 παρ. 2 του Συντάγματος, που ήταν εφαρμοστέες για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, καθώς και εκείνη του άρθρου 180 ΑΚ, κατά το παραπάνω μέρος της. Ωσαύτως, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη μη εφαρμογή, τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 335, 362, 363, 364, 365, 380, 382, 514, 515, 516 ΑΚ, οι οποίες δεν ήσαν εφαρμοστέες, εφόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής δεν αφορά περίπτωση υποσχέσεως αδύνατης παροχής και συγκεκριμένα αρχικής οριστικής νομικής αδυναμίας (άρθρο 335 ΑΚ) ή απαγορευμένης παροχής (άρθρο 365 ΑΚ), αλλά άκυρης δικαιοπραξίας (άρθρο 174 ΑΚ) που, ως άκυρη αιτία, επιφέρει και την ακυρότητα των μεταβιβαστικών εμπράγματων δικαιοπραξιών (άρθρο 1033 ΑΚ). Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο, κατά το οικείο μέρος του, η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο, αναφέρθηκε, επιπροσθέτως και στη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, προς στοιχειοθέτηση της επίμαχης ακυρότητας που, όμως, προκείμενης ολικής ακυρότητας της δικαιοπραξίας (σύμβασης ανταλλαγής), δεν υπήρχε ανάγκη και έδαφος εφαρμογής της, αλυσιτελώς δε η αναιρεσείουσα μέμφεται γι' αυτό την αναιρεσιβαλλομένη, εφόσον η νομική θεμελίωση της περί ακυρότητας κρίσης της επαρκώς στηρίζεται στην ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης που συνεπιφέρει την ακυρότητα και των εμπράγματων εκποιητικών συμβάσεων. Για τον ίδιο λόγο, αλυσιτελώς, προσβάλλεται και η επάλληλη νομική σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης για ψευδοαμφοτεροβαρή σύμβαση ανταλλαγής, όταν ο ένας συμβαλλόμενος υπόσχεται μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος που ήδη ανήκει στο δέκτη της υπόσχεσης. Ο ίδιος λόγος, κατά το οικείο μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην αναιρεσιβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ανεπαρκείς αιτιολογίες, σχετικά με την κρίση της, περί νομιμότητας της αγωγής, ως προς τη νομική της θεμελίωση στις διατάξεις των άρθρων 966-968 ΑΚ και 18 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι απαράδεκτος, διότι ως "αιτιολογίες", κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, νοούνται μόνον οι ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, περί των οποίων δεν πρόκειται κατά το περιεχόμενο της σχετικής αιτίασης. Επίσης, οι διαλαμβανόμενες στον πρώτο λόγο ειδικότερες αναιρετικές αιτιάσεις, ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν αποδέκτης της απαγόρευσης από τα άρθρα 966-968 ΑΚ και 18 παρ. 2 του Συντάγματος, την οποία δεν μπορούσε να την παραβιάσει, υπό την εκδοχή ότι η κυριότητα της λίμνης ανήκε στο Δημόσιο και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ακυρότητα, όταν αναλαμβάνεται υποχρέωση μεταβίβασης προς το Δημόσιο, καθώς και ότι το άρθρο 18 παρ. 2 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την ύπαρξη ιδιωτικών δικαιωμάτων επί λιμνοθαλασσών και μεγάλων λιμνών, αβασίμως και επί εσφαλμένης προϋπόθεσης προβάλλονται. Τούτο, διότι, υπό τα περιστατικά της αγωγής, δεν φέρεται, ότι η επίδικη συναλλαγή έγινε κατά παραγνώριση του χαρακτήρα της λίμνης ..., ως εκτός συναλλαγής κοινόχρηστου πράγματος που ανήκε στο Δημόσιο, αλλά, αντιθέτως, ως ανήκοντος δήθεν στην κυριότητα της αναιρεσείουσας και για επαχθή αιτία για το Δημόσιο, στα πλαίσια σύμβασης ανταλλαγής, η δε κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί νομιμότητας τόσο της κύριας, όσο και της επικουρικής βάσης, στο βαθμό που διαλαμβάνουν επίκληση του χαρακτήρα της λίμνης, ως κοινόχρηστου, εκτός συναλλαγής πράγματος προς θεμελίωση της κυριότητας του αναιρεσιβλήτου, δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά στη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά σε συνδυασμό με τις τελούσες σε αρμονία με αυτό διατάξεις των άρθρων 966-968 ΑΚ. Έκρινε δε το Εφετείο νόμιμη την αγωγή, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ότι δεν υπήρχε στη ... ιδιωτική κτήση της αναιρεσείουσας, αλλά ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο.

Συνεπώς, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι κατά την έννοια του άρθρου 18 παρ. 2 Συντάγματος δια νόμου ρυθμίζονται τα σχετικά με τον περιορισμό υπαρχόντων ιδιωτικών δικαιωμάτων επί μεγάλων λιμνών, στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον κατά το περιεχόμενο της αγωγής και στη συνέχεια τις ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης δεν υπήρχαν τέτοια δικαιώματα της αναιρεσείουσας στη ... κοινόχρηστη μεγάλη λίμνη. Τέλος, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι το Εφετείο παρερμήνευσε τον κανόνα του προϊσχύσαντος ρωμαϊκού δικαίου "impossibilium nulla est obligation", στον οποίο υπήρχε εξαίρεση, σύμφωνα με την οποία θεωρείτο ισχυρή πώληση πράγματος ανήκοντος στον αγοραστή, εφόσον η κυριότητά του ήταν αμφισβητούμενη μεταξύ των μερών και ο αγοραστής ενδιαφερόταν να καταργήσει με την αγορά την αμφισβήτηση, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι το Εφετείο έκρινε νόμιμη τη αγωγή, κατά το παραπάνω μέρος της, σύμφωνα με τις αναφερθείσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αναφορικά με σύμβαση ανταλλαγής καταρτισθείσα υπό την ισχύ του.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος πρέπει ν' απορριφθεί κατά τις παραπάνω διακρίσεις.
Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση των διατάξεων του νόμου "περί διακρίσεως των κτημάτων" της 21.6/10.7.1838 και ιδίως των άρθρων 14-18 αυτού, με την αιτίαση ότι, ενώ αυτές ουδόλως απέκλειαν την κτήση κυριότητας ιδιώτη σε μεγάλη λίμνη, ακόμη και κατά παραχώρηση από το Δημόσιο, το Εφετείο, παρερμηνεύοντας ή εκ πλάνης ακολουθώντας την 41/1929 απόφαση του ΣτΕ, απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι το 1924 καταρτίστηκε εξώδικος συμβιβασμός μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσείουσας που κυρώθηκε νομοθετικά με το από 8/4/1924 διάταγμα, δια του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητά της στη λίμνη ..., με την αιτιολογία ότι η λιμνοθάλασσα, ως δημόσια περιουσία, δεν ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί κατά κυριότητα και πάντως σε κάθε περίπτωση έπρεπε να αχθεί στο συμπέρασμα ότι με την υπογραφείσα το 1930 μεταξύ των μερών σύμβαση, με την οποία αποδόθηκε στην αναιρεσείουσα η αποκλειστική κατοχή της λίμνης, έπαψε η τελευταία να είναι πράγμα εκτός συναλλαγής. Το Εφετείο, σχετικώς, αλλά και αναφορικά με την εξέλιξη της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, μεταξύ άλλων, δέχτηκε τα ακόλουθα, τα οποία αφορούν και τον σε συνέχεια εξεταζόμενο πρώτο πρόσθετο λόγο της αιτήσεως: "...Κατά συνέπεια, το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο διαδέχθηκε, ως καθολικός διάδοχος, το Βουλγαρικό Δημόσιο που είχε διαδεχθεί το οθωμανικό Δημόσιο και με τον τρόπο αυτό απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα, μεταξύ άλλων, και της λίμνης ...ς από το Μάιο του έτους 1920 μετά την ολιγόμηνη διοίκηση της Δυτικής Θράκης από τις συμμαχικές δυνάμεις..., ως κοινόχρηστη μεγάλη λίμνη. Όπως προεκτέθηκε, η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, είχε μεν παρουσία στην περιοχή της λίμνης ...ς, υπό την έννοια ότι μοναχοί της τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις θρησκευτικές τελετές στο Μονύδριο και στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου και είχαν τη δυνατότητα αλίευσης στη λίμνη ...ς με αλιεύματα που απέστελλαν στη Μονή, πλην, όμως, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, που διήρκεσε πέντε αιώνες, η εκμετάλλευση της λίμνης ...ς γινόταν, κυρίως, από τις οθωμανικές αρχές που διενεργούσαν σχετικές δημοπρασίες εκμίσθωσης της λίμνης στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης το διάστημα από το έτος 1375 έως το έτος 1920 η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου ουδόλως προέβαλε δικαιώματα κυριότητας επί της λίμνης ...ς, μάλιστα δε οι Βούλγαροι, στους οποίους περιήλθε η Δυτική Θράκη το έτος 1913, απέπεμψαν τους μοναχούς της εναγομένης από την περιοχή, ενώ στις αρχές του έτους 1920 η εναγόμενη απλώς μίσθωσε τη λίμνη και τα ιχθυοτροφεία αυτής από τις διασυμμαχικές δυνάμεις συμμετέχοντας σε σχετική δημοπρασία. Περαιτέρω, αφότου η Δυτική Θράκη περιήλθε στην Ελλάδα, η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου άρχισε να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί της λίμνης ...ς, με βάση τους ως άνω χρυσόβουλους λόγους των βυζαντινών αυτοκρατόρων και του σέρβου ηγεμόνα και τα διάφορα έγγραφα (επιστολές, σιγίλλια και συνοδικά έγγραφα) του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πιο συγκεκριμένα, λίγο μετά την απελευθέρωση της Θράκης, η Ιερά Μονή Βατοπεδίου, έχοντας μισθώσει κατά τα ανωτέρω τη λίμνη ... από τις διασυμμαχικές δυνάμεις, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1-5-1922 αγωγή της κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποίαν ζητούσε α) να αναγνωριστεί κυρία επί της λιμνοθάλασσας Μ. "μετά του εν αυτή ιχθυοτροφείου (Δ. ή Β.) και του Μονυδρίου του Αγίου Νικολάου, β) να διαταχθεί η εξ αυτών αποβολή του Δημοσίου ή παντός τρίτου εξ αυτού έλκοντος δικαιώματα και η εγκατάσταση σ' αυτά της Μονής και γ) να υποχρεωθεί το Δημόσιο να πληρώσει στην Μονή λόγω εισοδημάτων δραχμάς 150.000 κατ' έτος από της παρανόμου καταλήψεως μέχρις της εγκαταστάσεώς της. Η Ιερά Μονή Βατοπεδίου για τη θεμελίωση του αγωγικού της ισχυρισμού της περί της κυριότητάς της επί της λίμνης ...ς και του ιχθυοτροφείου επικαλέστηκε τα προαναφερθέντα χρυσόβουλα των Αυτοκρατόρων και σιγγίλια-επιστολές των Πατριαρχών. Με την ως άνω αγωγή της ισχυρίστηκε, ότι ασκούσε επί της λίμνης και του Β. διακατοχικές πράξεις (αλίευση, ίδρυση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου), καλή τη πίστει και διανοία κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως προ πολλών αιώνων, μέχρις ότου, όπως αναγράφεται στην αγωγή, "το Ελληνικό Δημόσιο αξιούν ανύπαρκτα επί της εν λόγω ιδιοκτησίας της Μονής δικαιώματα" κατέλαβε αυθαιρέτως ταύτην το 1920 μετά την εκδίωξη των Βουλγάρων και "εξακολουθεί κατέχον αυτήν παρανόμως μη αναγνωρίζον τα επ' αυτής δικαιώματα της Μονής". Στις 23-5-1923 η εναγόμενη απευθύνθηκε διά του αντιπροσώπου της προς το τότε Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Έργων και πρότεινε συμβιβασμό, που συνίστατο στην παραχώρηση προς το Δημόσιο δύο αγροκτημάτων της Μονής, κειμένων στην περιφέρεια ... και δη του ... και του ... για τη γεωργική αποκατάσταση των προσφύγων, έναντι της λίμνης ...ς. Το Υπουργείο Εξωτερικών με το υπ' αριθ. πρωτ. 2672/29-3-1924 έγγραφό του, που φέρει τις υπογραφές του Πρωθυπουργού και Υπουργού Εξωτερικών, καθώς και του Υπουργού Γεωργίας προς τον αντιπρόσωπο του Αγίου Όρους αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι αποφασίσθηκε "προς επίλυση της μεταξύ του Κράτους και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου υπάρχουσας δικαστικής διαφοράς που αφορά τη λίμνη Μ. και του εν αυτή ιχθυοτροφείου να αποδοθεί αυτή στην Ιερά Μονή υπό τον όρο όπως τα ανήκοντα σ' αυτή μετόχια ... και ... περιέλθουν εις την απόλυτη κυριότητα του Κράτους και επιπλέον όπως αυτή αναλάβει την υποχρέωση της συντηρήσεως της Αθωνιάδας Σχολής της οποίας η εκπαιδευτική μορφή θα κανονισθεί υπό της Κυβερνήσεως". Στο πλαίσιο αυτό ματαιώθηκε η συζήτηση της ως άνω αγωγής και εκδόθηκε σχετικώς το από 8-4-1924 Νομοθετικό Διάταγμα (ΦΕΚ 82 τεύχος Α/1924), με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Γεωργίας να υπογράψει μετά της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου "σύμβασιν οριστικής παραχωρήσεως και μεταβιβάσεως εις την κυριότητα του Δημοσίου των κειμένων στη ... δύο αγροκτημάτων (...) αυτής ... και ... επί ανταλλάγματι παραιτήσεως εκ μέρους του Δημοσίου πάσης αξιώσεως επί της εν ... της ... λίμνης Μ. μετά των ιχθυοτροφείων αυτής των παρά την νησίδα και τα στόμια της λίμνης κειμένων (... κ.λ.π.) με τα ανέκαθεν γνωστά τούτων όρια αποδιδομένων τη αποκλειστική κατοχή της ειρημένης Ιεράς Μονής και μεταβιβαζόμενων εις αυτήν όλων των υπό του Δημοσίου ασκουμένων δικαιωμάτων, υπό τον πρόσθετον δε όρον, όπως η Μονή δια της αυτής συμβάσεως αναλάβει την υποχρέωση της συντηρήσεως, ιδία δαπάνη της εν Αγίω Όρει Αθωνιάδος Σχολής, κατά τα υπό του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών κανονισθησόμενα". Ακολούθως και λόγω της αρνήσεως του Υπουργού Γεωργίας να υπογράψει την ως άνω προβλεπόμενη σύμβαση με τη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, η τελευταία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικράτειας, το οποίο, σε Ολομέλεια, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 41/2-7-1929 απόφασή του, με την οποία αποφάνθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι: α) ότι η πιο πάνω σύμβαση του Ν.Δ. της 8-4-1924 "φέρει μορφήν δικαιοπραξίας παραχωρήσεως διοικητικού περιεχομένου, αφού το προέχον είναι ουχί η μεταβίβασις της κυριότητος της παρά του Δημοσίου (Διοικήσεως), ως διαδόχου του Βουλγαρικού κατεχομένης λιμνοθαλάσσης Μ. εις την Μονήν Βατοπεδίου, υποχρεουμένην αντιθέτως να μεταβιβάση εις το Δημόσιον λόγω ανταλλάγματος την κυριότητα των παρ' αυτής κατεχομένων δύο αγροκτημάτων, αλλά η παραχώρησις της κατοχής της Λιμνοθαλάσσης, ως άλλωστε εν τω Ν.Δ. σαφώς καθορίζεται, δια της παρά του Δημοσίου παραιτήσεως των επί ταύτης ασκουμένων δικαιωμάτων, ουχί βεβαίως ως επί περιουσίας του Δημοσίου, αλλά ως επί περιουσίας δημοσίας, αφού αι λιμνοθάλασσαι, ως τοιαύτη περιουσία, θεωρούνται και δεν είναι δεκτικαί αστικής κυριότητος και συνεπώς η παραχώρησις αυτή, ήτις ουδόλως επηρεάζεται υπό του παρεχομένου υπό της Μονής ανταλλάγματος, εμφανίζουσα την διοίκησιν ως δημοσίαν εξουσίαν δεν μεταγγίζει κυριότητα αστικού δικαίου, αλλά διοικητικού δικαίου, ούσα εκ της φύσεώς της ανακλητή, εφόσον το γενικόν συμφέρον ή το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας, προσηκόντως εκτιμώμενον, θα επέβαλε την ανάκλησιν ταύτης ή θα παρεβιάζοντο οι όροι της παραχωρήσεως, δι' ούς εχορηγήθη εις τον Υπουργόν Γεωργίας εκ του Ν.Δ. αδέσμευτος διακριτική εξουσία να καθορίσει μονομερώς το περιεχόμενον αυτών ποικιλοτάτης μορφής ως λ.χ. τον διακανονισμόν της κοινής χρήσεως και της αστυνομίας της λιμνοθάλασσας, την επιστημονικήν εκμετάλλευσιν και ανάπτυξιν της ιχθυοτροφίας, την διαμόρφωσιν της λιμνοθαλάσσης, τον καθορισμόν των παρόχθιων δικαιωμάτων, και δυναμένων να μεταβάλλουν την παραχώρησιν ταύτην και εις παραχώρησιν δημοσίας υπηρεσίας", β) ότι η άρνηση της Διοικήσεως προς υπογραφήν της ανωτέρω συμβάσεως "αποτελεί παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας και παράβαση των υποχρεουσών την Διοίκηση διατάξεων" και γ) ότι "η άρνησις της διοικήσεως προς υπογραφήν της συμβάσεως έχουσα ως αιτίαν και σκοπόν την διατήρησιν της λίμνης, λόγω της οικονομικής ταύτης αξίας, ου μόνον δεν αφορά εις το γενικό συμφέρον και εξέρχεται του σκοπού του Ν.Δ. αλλά και αντιτίθεται εις την έννοιαν της καλής διοικήσεως, εφ' όσον το Δημόσιον απέκτησε κατ' ουσίαν τα παρά του Αγίου Όρους και της Μονής Βατοπεδίου υποσχεθέντα ανταλλάγματα, τα οποία δεν προσφέρεται καν να επιστρέψη ή κατ' άλλον τρόπον να διακανονίση" και παρέπεμψε την υπόθεση στον Υπουργό Γεωργίας, προκειμένου να προβεί στην εκτέλεση "της οφειλομένης παρ' αυτού νομίμου ενεργείας, συνισταμένης εν προκειμένω στον καθορισμό των όρων και υπογραφήν της υπό του Ν.Δ. της 8-4-1924 προβλεπομένης δευτέρας συμβάσεως". Κατόπιν τούτου ο Υπουργός Γεωργίας α) με το υπ' αριθ. πρωτ. …364/12-2- 1930 έγγραφό του που κοινοποίησε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η σύμβαση θα φέρει μορφή "δικαιοπραξίας παραχωρήσεως διοικητικού περιεχομένου" συνισταμένου "εις την παράδοσιν τη Μονή της κατοχής της λιμνοθαλάσσης Μ., ην έχει η Διοίκησις, κατ' άσκησιν του διοικητικού δικαίου κυριότητος και περιεχούσης την χρήσιν και κάρπωσιν, τας οποίας ως εθνικόν νόημα έχει το κράτος επί της Δημοσίας περιουσίας" ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε την επ' ανταλλάγματι αποδόσεως από το Δημόσιο στη Μονή Βατοπεδίου της κατοχής της λίμνης καθοριζομένης ως εχούσης περιεχόμενο μόνο την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση, β) με το υπ' αριθ. πρωτ. …950/3-5-1930 έγγραφό του που κοινοποίησε στην Ιερά Μονή, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι το Ελληνικό Δημόσιο διατηρεί τις εξουσίες και τα δικαιώματα του ελληνικού Κράτους και του Δημοσίου επί της λιμνοθάλασσας Μ., των ιχθυοτροφείων και πάσης εκμεταλλεύσεώς της ως ασκούν την διοικητικού δικαίου κυριότητα επί των λιμνών εν γένει και της λιμνοθάλασσας Μ. και ότι η παραχώρηση αναφέρεται μόνο στην ιχθυοτροφική εκμετάλλευση και την πώληση της παραγωγής αποκλεισμένης πάσης ετέρας χρήσεως και εκμεταλλεύσεώς της λίμνης. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην τελευταίαν αυτή Υπουργική Απόφαση γίνεται μνεία στην αποκατάσταση "εν τη εκμεταλλεύσει της λίμνης Μ. της εκ των μονών της Ιεράς Κοινότητος Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ην έσχεν κατά υπάρξασαν παραχώρησιν υπό της τότε ασκούσης την διοικητικού δικαίου κυριότητα πολιτεία, ανακληθείσαν δε άμα τη εκρήξει της Ελληνικής Επαναστάσεως" δηλαδή αναφέρεται στην αποκατάσταση της εκμετάλλευσης που είχε η Μονή προ της εκρήξεως της Ελληνικής Επαναστάσεως (1821) και η οποία (εκμετάλλευση) της είχε παραχωρηθεί από την ασκούσα τότε τη διοικητικού δικαίου κυριότητα πολιτεία, δηλαδή γίνεται αναφορά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση ότι είχε παραχωρηθεί στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου η εκμετάλλευση και όχι η κυριότητα της λίμνης και ότι η εκμετάλλευση είχε αφαιρεθεί με την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ακολούθως με το υπ' αριθ. πρωτ. …16/7-3-1930 πληρεξούσιο της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου δόθηκε πληρεξουσιότητα στον Προϊστάμενο Γέροντα Ι. Βατοπεδινό να υπογράψει μετά του Υπουργού Γεωργίας την προβλεπόμενη από το από 12-2-1924 ΝΔ σύμβαση, συμφώνως με την υπ' αριθμ. 20364/12-2-1930 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας Κατόπιν των ανωτέρω, υπεγράφη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, η υπ' αριθ. …43/4-5-1930 σύμβαση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Δ. Ι., με την οποία η εναγόμενη παραχώρησε και μεταβίβασε στο ενάγον την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή των δύο αγροκτημάτων ... και ..., που βρίσκονται στην ..., ενώ το ενάγον, σε αντάλλαγμα των ανωτέρω παροχών της εναγόμενης, απέδωσε στην αποκλειστική κατοχή της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου "την εν ... ... λίμνην Μ. μετά των ιχθυοτροφείων αυτής των παρά την νησίδα και τα στόμια της λίμνης κειμένων (... και λοιπά) μετά των παραρτημάτων και εγκαταστάσεων αυτών", ως είχαν μέχρι τότε με τα ανέκαθεν γνωστά όρια τούτων με το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως της ιχθυοτροφίας και ιχθυοπαραγωγής κατά τα ειδικότερα καθοριζόμενα στην σύμβαση. Στην σύμβαση αυτή, εκτός των άλλων, ορίστηκαν και τα ακόλουθα: α) η παραχώρηση της κατοχής της λίμνης στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου "αναφέρεται εις μόνην την ιχθυοτροφικήν καλλιέργειαν και την εκμετάλλευσιν και πώλησιν της παραγωγής, του Δημοσίου διατηρούντος αμείωτα τα δημοσίου δικαίου δίκαια τα επί της λιμνοθαλάσσης και των ιχθυοτροφείων αυτής εν σχέσει προς τα δικαιώματα και τις εξουσίες εν γένει του Κράτους και της Διοικήσεως επί των λιμνών, ιχθυοτροφείων και λοιπών, της παραχωρουμένης ιχθυοτροφικής εκμεταλλεύσεως ενεργηθησομένης δια τούτο κατά τους εκάστοτε ισχύοντας κανόνας νόμων, διαταγμάτων ή εγκυκλίων οδηγιών", β) στην περίπτωση κατά την οποία η Ιερά Μονή δεν προέβαινε η ιδία στην εκμετάλλευση της λίμνης αλλά με εκμίσθωση προς τρίτους, τότε η δι' εκμισθώσεως εκμετάλλευση θα γινόταν από τη Μονή πάντοτε με δημοπρασία, που θα τελούσε υπό την έγκριση του Υπουργού Γεωργίας και θα διενεργείτο σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί ενοικιάσεως λιμνών και ιχθυοτροφείων, γ) στην περίπτωση μισθώσεως η Ιερά Μονή, αφού θα αφαιρούσε από το μίσθωμα την οφειλόμενη εισφορά της για την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους και τις αποσβέσεις των έργων που θα εκτελούντο από αυτή στη λίμνη, στη συνέχεια, από το απομένον καθαρό υπόλοιπο, θα κατέβαλλε στο Δημόσιο ποσοστό 60%, υπό τον όρο ότι στην Ιερά Μονή απομένον ποσοστό καθαρών κερδών δεν θα να είναι κατώτερον του 1.000.000 δραχμών ετησίως, και εφόσον τα καθαρά κέρδη του έτους υπερβαίνουν το ποσό αυτό, δ) χωρίς προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Υπουργού Γεωργίας απαγορεύθηκε "πάσα οιαδήποτε εκχώρησις της εκμεταλλεύσεως εκμίσθωσης των ιχθυοτροφείων και πάσα οιαδήποτε σχετική πράξις μονομερούς δηλώσεως ή συμβάσεως ως προς οιουσδήποτε, της πράξεως της παρά τα ως άνω γενομένης υπό της Μονής λογιζομένης αυτοδικαίως ως εξ υπαρχής ακύρου και ως ουδέποτε συνομολογηθείσης", και ε) η Διοίκηση θα παρακολουθούσε την υπό της Μονής διαχείριση της εκμεταλλεύσεως της λίμνης, με αντιπρόσωπο που θα όριζε ο Υπουργός Γεωργίας. Με την ίδια ως άνω σύμβαση η εναγομένη Ιερά Μονή παραιτήθηκε από την προαναφερθείσα από 1-5-1922 διεκδικητική αγωγή της κατά του Δημοσίου και συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση αμφισβητήσεως ή διενέξεως εκ αφορμής των όρων και στοιχείων της συμβάσεως αποφαίνεται ανεκκλήτως ως διαιτητικό δικαστήριο τριμελής επιτροπή εξ αρεοπαγιτών οριζομένων υπό του Νομικού Συμβουλίου επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου των συμβαλλομένων κατά τις διατάξεις του ν. 3332/1925. Σημειώνεται ότι ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...ς υποστηρίχτηκαν οι κάτωθι απόψεις (εκτίθενται οι απόψεις των καθηγητών Ι. Κ., Ι. Σ., Μ. Σ. και Α. Γ.)...Από /την εκτίμηση των προαναφερθέντων και όλων των προσκομιζομένων σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, προκύπτει σαφώς ότι με την ως άνω σύμβαση του έτους 1930 παραχωρήθηκε από το ενάγον Δημόσιο στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου η κατοχή και όχι η κυριότητα επί της λίμνης ...ς, με μόνο περιεχόμενο της κατοχής, όπως ρητά αποσαφηνίζεται σ' αυτή, την ιχθυοτροφική καλλιέργεια, εκμετάλλευση και πώληση της παραγωγής, με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση από την εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου της κυριότητας των δύο προαναφερθέντων αγροτεμαχίων, ενώ το ενάγον διατήρησε αμείωτα τα δημοσίου δικαίου δικαιώματά του, άρα και την κυριότητα, επ' αυτής. Η σύμβαση αυτή συντάχθηκε, κατ' επιταγή ρητής διατάξεως νόμου και σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης του ΣτΕ (41/1929), προκειμένου να ρυθμιστούν, κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο τα δικαιώματα και οι όροι εκμεταλλεύσεως της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου επί της λίμνης ...ς. Για το σκοπό αυτό προβλέπει την επ' ανταλλάγματι παραχώρηση της ιχθυοτροφικής εκμεταλλεύσεως της λίμνης ...ς από πλευράς του ενάγοντος Δημοσίου στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου έναντι της μεταβιβάσεως της κυριότητας δύο αγροτεμαχίων από πλευράς της εναγομένης στο ενάγον και την απόδοση προς αυτό (ενάγον) μέρους από τα έσοδα της λίμνης, ενώ, παράλληλα, τα συμβαλλόμενα μέρη αποδέχονται, ουσιαστικά, ότι οι ανταλλασσόμενες παροχές είναι ίσης αξίας. Έτσι, η εν λόγω σύμβαση αποτελεί κατ' ουσία αμετάκλητη συμβιβαστική επίλυση των διενέξεων των διαδίκων, ως προς το δικαίωμα κυριότητας της λίμνης ...ς, με την εναγόμενη να αναγνωρίζει δεσμευτικά, ότι δεν έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας επί της λίμνης και ότι το ενάγον Δημόσιο διατηρεί τα δημοσίου δικαίου δικαιώματά του επί της λίμνης ...ς, τα οποία άλλωστε είχε και κατά την υπογραφή της συμβάσεως. Επίσης, η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου αναγνωρίζει ότι, με τη σύμβαση αποκτά μόνο την κατοχή της λίμνης, στο βαθμό και μόνον, που ήταν αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων απολήψεως εσόδων από την εκμετάλλευσή της. Ο ισχυρισμός της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ότι μεταβιβάσθηκε σ' αυτή από το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο μόνο η κατοχή της λίμνης ...ς γιατί δεν μ...ε να μεταβιβασθεί η κυριότητα αφού αυτή ανήκε στην ίδια και όχι στο ενάγον, δεν κρίνεται κατ' ουσίαν βάσιμος, καθότι η όλη διένεξη μεταξύ των διαδίκων δεν αφορούσε την κατοχή αλλά την κυριότητα της λίμνης ...ς και για το λόγο αυτό η Ιερά Μονή Βατοπεδίου άσκησε κατά του Ελληνικού Δημοσίου την από 1-5-1922 διεκδικητική αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία της λίμνης ...ς, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την υπογραφή της προαναφερθείσας συμβάσεως του έτους 1930. Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι καταρτίσθηκε εξώδικος συμβιβασμός με τον οποίο αναγνωρίσθηκε η κυριότητά της στη λίμνη ... το έτος 1924 και ειδικότερα με την από 23-5-1923 επιστολή της που αποτελούσε πρόταση εξωδίκου συμβιβασμού, που έγινε αποδεκτή από το ενάγον με το υπ' αριθ. πρωτ. 2672/29-3-1924 έγγραφο της Ελληνικής Κυβέρνησης με το οποίο παραιτήθηκε ρητά κάθε αξιώσεώς του στη λίμνη ...ς και ότι με το από 8-4-1924 ΝΔ δεν παρασχέθηκε μόνο η αναγκαία προς τον Υπουργό Γεωργίας εξουσιοδότηση προς υπογραφή της συμφωνηθείσας δια του συμβιβασμού συμβάσεως αλλά και για να κυρωθεί νομοθετικά το περιεχόμενο του καταρτισθέντος εξωδίκου συμβιβασμού. Πλην, όμως, ενόψει του ότι, με το υπ' αριθ. 2672/29-3-1924 κυβερνητικό έγγραφο δεν προκύπτει ότι το εναγόμενο ανέλαβε σαφώς δέσμευση να αποδώσει στην εναγομένη Ιερά Μονή την κυριότητα, που ήταν αντικείμενο της από 1-5-1922 διεκδικητικής αγωγής της τελευταίας, ή της νομής ή της κατοχής, δεν μπορεί να γίνει λόγος για σύναψη εξωδίκου συμβιβασμού, καθότι η από 23-5-1923 αίτηση της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου και το υπ' αριθμ. πρωτ. 1672/29-3-1924 έγγραφο του Υπουργείου των Εξωτερικών δεν καλύπτονται αμοιβαίως σε όλα τα σημεία τους και ούτε προσφέρονται για την ερμηνεία του ακολουθήσαντος από 8-4-1924 Νομοθετικού Διατάγματος....Άλλωστε ούτε στα προαναφερθέντα έγγραφα, ούτε στο ως άνω νομοθετικό διάταγμα γίνεται αναφορά σε συμβιβασμό ή αποδοχή εκ μέρους του ενάγοντος Δημοσίου σχετικής προηγούμενης προτάσεως της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ή αναγνώριση εκ μέρους αυτού (ενάγοντος) της κυριότητας της εναγομένης στη λίμνη ...ς. Ενισχυτικό των ανωτέρω είναι ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ισχύοντος τότε νόμου ΑΚΑ/1882 "Περί Νομικών Συμβούλων" βάσει των οποίων η κατάργηση δικαστικών ή εξωδίκων διαφορών του Δημοσίου δεν επιτρεπόταν χωρίς προηγούμενη ομόφωνη γνωμοδότηση του οικείου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. Και είναι μεν γεγονός ότι μετά την άσκηση της ως άνω διεκδικητικής αγωγής της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου κατά του Ελληνικού Δημοσίου έγιναν προσπάθειες για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς που είχε ανακύψει, πλην, όμως αυτές δεν λύθηκαν πριν από τη σύναψη της συμφωνίας του έτους 1930. Το γεγονός άλλωστε ότι δεν είχε επιτευχθεί εξώδικος συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων πριν από τη σύμβαση του έτους 1930 συνάγεται από το ότι η Ιερά Μονή Βατοπεδίου προσέφυγε το έτος 1929 στο Συμβούλιο της Επικράτειας κατά του Δημοσίου προκειμένου να υποχρεωθεί ο Υπουργός Γεωργίας να υπογράψει την προβλεπόμενη στο Ν.Δ. της 8-4-1924 σύμβαση, το οποίο, με την υπ' αριθ. 41/1929 απόφαση της Ολομέλειάς του, δεν κάνει αναφορά για σύναψη εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...ς. Περαιτέρω, ούτε με το από 8-4-1924 νομοθετικό διάταγμα προκύπτει μεταβίβαση κυριότητας της λίμνης στην εναγόμενη, αφού γίνεται μνεία για απόδοση αποκλειστικής κατοχής και μεταβίβασης της άσκησης των δικαιωμάτων του Δημοσίου, όπως αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικράτειας, με την προαναφερθείσα απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναλάβει την υποχρέωση να παραχωρήσει στην εναγόμενη μόνο δικαίωμα κατοχής της λιμνοθάλασσας, η οποία ως δημόσια περιουσία δεν ήταν δυνατό να παραχωρηθεί κατά κυριότητα. Σε κάθε δε περίπτωση τα διάδικα μέρη καθόρισαν ως ερμηνευτικά στοιχεία της από 4-3-1930 σύμβασης, το από 8-4-1924 Ν.Δ, όπως προσεγγίσθηκε ερμηνευτικά από την υπ' αριθ. 41/1929 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας και τις υπ' αριθ. 20364/1930 και υπ' αριθ. 60950/1930 αποφάσεις του Υπουργού της Γεωργίας, σε κανένα εκ των οποίων (ερμηνευτικών στοιχείων) δεν ορίζεται ότι το ενάγον υποχρεούται να μεταβιβάσει στην εναγόμενη την κυριότητα της λίμνης ...ς αλλά, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 60950/30-5-1930 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, οι όροι της οποίας συνομολογήθηκαν με τη από 4-3-1930 σύμβαση ως επικρατέστεροι σε περίπτωση συγκρούσεως των ερμηνευτικών στοιχείων, μόνο την κατοχή προς ιχθυοτροφική καλλιέργεια και εκμετάλλευση και πώληση της παραγωγής διατηρουμένων των εξουσιών και δικαιωμάτων του Δημοσίου επί της λιμνοθάλασσας και των ιχθυοτροφείων, ως ασκούντος τη διοικητικού δικαίου κυριότητα επ' αυτής..... Περαιτέρω, μετά τη σύναψη της προαναφερθείσας συμβάσεως του έτους 1930, εκδόθηκαν διάφοροι νόμοι και διατάγματα, σχετικά με την εκμετάλλευση της λίμνης ...ς, τα οποία δεν κατήργησαν την ως άνω σύμβαση, παρά μόνον τροποποίησαν κάποιους όρους αυτής, ως προς τον τρόπο εκμετάλλευσης της λίμνης. Έτσι, ο ν. 6448/1935 όρισε (στο άρθρο 72) ότι "η διοίκησις και διαχείρισις του ιχθυοτροφείου της λίμνης Μ. - Θράκης ως και η εν γένει εφαρμογή της σχετικής μετά της Ι.Μ.Β. συμβάσεως μεταβιβάζεται δυνάμει του παρόντος εις το Υπουργείο Εθν. Οικονομίας". Ακολούθως, εκδόθηκαν ο Α.Ν. 16/19-11-1935, με τον οποίο ορίστηκε νέος τρόπος ιχθυοτροφικής εκμετάλλευσης της λιμνοθάλασσας με εκμίσθωση κατόπιν πλειοδοτικής δημοπρασίας και με την πρόβλεψη ότι ποσό 1.000.000 δρχ. ετησίως θα αποδίδεται στην εναγομένη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, καθώς, επίσης, και το Β.Δ. της 7-8-1940 "Περί διαθέσεως εκ των μισθωμάτων της λιμνοθαλάσσης Μ.ς ποσών υπέρ της Μονής Βατοπεδίου και της Αθωνιάδος Σχολής", ο ν. 1924/1951 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 16/19-11-1935 Αναγκ. Νόμου...", που κυρώθηκε με το ν. 2113/1952, με τον οποίο προβλέφθηκε πάλι η απόδοση ορισμένων ποσοστών του μισθώματος στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, το Ν.Δ. 420/1970, με το άρθρο 66 του οποίου προβλέφθηκε πάλι η απόδοση στην εναγόμενη ποσοστών του μισθώματος που εισέπραττε το Δημόσιο από την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση της λίμνης, ο Ν. 1740/1987, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε το άρθρο 51 του ΝΔ 420/1970 και με τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του ιδίου άρθρου προβλέφθηκε εκ νέου η ιχθυοτροφική εκμετάλλευση της λίμνης ...ς και η παραχώρηση στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου μέρους των εσόδων από τα μισθώματα. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η υπ' αριθ. …43/4-5-1930 σύμβαση μεταξύ των διαδίκων που συνήφθη ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Ι., εξακολούθησε να εφαρμόζεται απρόσκοπτα και χωρίς οποιαδήποτε αντίρρηση ή αμφισβήτηση, αφού κανένας εκ των διαδίκων δεν προσέφυγε στη διαιτησία ως προς τους όρους εφαρμογής της. Άλλωστε από τα προσκομιζόμενα από το ενάγον δημόσια έγγραφα προκύπτει ότι το Δημόσιο, όπως εκπροσωπείτο από τον Οικονομικό Έφορο ... εκμίσθωνε επί δεκαετίες και συνεχίζει να μισθώνει το ιχθυοτροφείο της λίμνης ...ς στον αλιευτικό συνεταιρισμό ...ς "ο Άγιος Νικόλαος", σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, από τα έσοδα δε που εισέπραττε το ενάγον κατέβαλε στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου για κάθε ιχθυοτροφικό έτος ετήσια επιχορήγηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ένορκη κατάθεσή του ο μάρτυρας της εκκαλούσας-εφεσίβλητης Κ. Μ. βεβαίωσε ενόρκως ότι ως Υφυπουργός Οικονομικών είχε συνοδεύσει το έτος 1951 τον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο στο Άγιο Όρος, ότι οι εκπρόσωποι της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου είχαν θέσει το θέμα να καταργηθεί ο νόμος Κονδύλη του έτους 1935, ότι αυτός εξετάζοντας το ζήτημα με τις αρμόδιες αρχές πείσθηκε ότι η ιδιοκτησία της Μονής είχε νομοθετικώς αναγνωρισθεί με ρητή παραίτηση του Δημοσίου από κάθε διεκδίκηση αλλά και με σύμβαση μεταξύ των μερών, η οποία ρύθμιζε δεσμευτικά τον τρόπο οικονομικής συνεκμετάλλευσης και ότι για το λόγο αυτό αποφασίσθηκε να τροποποιήσουν το νόμο της Κυβερνήσεως Κονδύλη, με τον Α.Ν. 1924/1951 ξεκινώντας από τη βασική αφετηρία ότι το δικαίωμα κυριότητας είχε αναγνωρισθεί ρητώς από το Κράτος στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Στην προσκομιζόμενη δε από 10-7-1951 εισηγητική έκθεση του ως άνω αναγκαστικού νόμου αναγράφεται, μεταξύ των άλλων, ότι με την από 4-5-1930 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου "συνομολογηθείσης κατ' εξουσιοδότησιν δυνάμει του από 8 Απριλίου 1924 Ν. Δ/τος και εις εκτέλεσιν τούτου ως και της υπ' αριθ. 41/1929 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικράτειας απεδόθη εις την ανωτέρω Μονήν η εν ... της ... γνωστή Λίμνη Μ., αναγνωρισθέντων των επ' αυτής δικαιωμάτων της και μεταβιβάσθηκαν εις αυτήν όλα τα ασκούμενα επί της λίμνης δικαιώματα του Δημοσίου παραιτηθέντος πάσης επ' αυτού αξιώσεως". Πλην, όμως, τα ανωτέρω κατατεθέντα από τον ως άνω μάρτυρα, ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...ς, αναιρούνται από όλα τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου δεν είχε κυριότητα επί της λίμνης αλλά μόνο κατοχή αυτής με δικαίωμα συνεκμετάλλευσης με το ενάγον, το οποίο, με την προαναφερθείσα από 4-3-1930 σύμβαση, είχε διατηρήσει την κυριότητα που είχε στη λίμνη. Εξ άλλου και τα αναγραφόμενα στην ως άνω από 10-7-1951 εισηγητική έκθεση αναιρούνται από το ίδιο το περιεχόμενο της από 4-5-1930 συμβάσεως από το οποίο, όπως προεκτέθηκε, προκύπτει ότι όχι μόνο δεν μεταβιβάσθηκαν στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου "όλα τα ασκούμενα επί της λίμνης δικαιώματα του Δημοσίου παραιτηθέντος πάσης επ' αυτής αξιώσεώς του", όπως αναγράφεται στην εισηγητική έκθεση, αλλά, αντιθέτως, παραχωρήθηκε μόνο η κατοχή της λίμνης από το ενάγον στην εναγόμενη και μόνο για ιχθυολογική καλλιέργεια, εκμετάλλευση και πώληση και μάλιστα υπό τους αναγραφόμενους σ' αυτή προαναφερθέντες όρους και ρητά συμφωνήθηκε ότι διατηρούνται υπέρ του Δημοσίου "αμείωτα τα Δημοσίου δικαίου δίκαιά του επί της λιμνοθαλάσσης και των ιχθυοτροφείων αυτής, εν σχέσει προς τα δικαιώματα και τας εξουσίας εν γένει του Κράτους και της Διοικήσεως επί των λιμνών, ιχθυοτροφείων και λοιπών, της παραχωρούμενης ιχθυοτροφικής εκμεταλλεύσεως ενεργηθησομένης δια τούτο και τους εκάστοτε ισχύοντας κανόνας νόμων, διαταγμάτων ή εγκυκλίων οδηγιών". Εξ άλλου, από το κείμενο του ΑΝ 1924/1951 ουδόλως αναφέρεται η ύπαρξη κυριότητας της εναγομένης επί της λίμνης αλλά ρυθμίζεται αποκλειστικά ο τρόπος εκμεταλλεύσεως αυτής και μόνο. Περαιτέρω στη λίμνη ...ς και στο ιχθυοτροφείο έχουν εκτελεσθεί και εκτελούνται έργα όχι από την εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου αλλά από Υπηρεσίες και Φορείς του ενάγοντος Δημοσίου, χωρίς ποτέ να ζητηθεί η έγκριση ή η συναίνεση της εναγομένης για την εκτέλεση των έργων αυτών και χωρίς να αποδειχθεί ότι αυτή διατύπωσε κάποια έγγραφη ή προφορική αντίρρηση στην εκτέλεση των έργων, όπως θα συνέβαινε αν η κυριότητα της λίμνης ...ς ανήκε σ' αυτή. Και είναι μεν γεγονός, ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής-ιταλικής κατοχής, κατόπιν ενεργειών της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, εκδόθηκε το Ν.Δ. 271/14-7-1941 "περί αυθεντικής ερμηνείας του από 8/10 Απριλίου 1924 Ν.Δ. περί εξουσιοδοτήσεως του Υπουργού Γεωργίας να υπογράψει δύο συμβάσεις μετά της Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους και Ιεράς Μονής Βατοπεδίου περί παραχωρήσεως κ.λ.π.", με το οποίο αναγνωρίστηκαν δικαιώματα κυριότητας της Μονής επί της λίμνης ...ς και καταργήθηκαν οι σχετικές διατάξεις της υπ' αριθμ. 2343/1930 σύμβασης ανταλλαγής του συμβολαιογράφου Δ. Ι.. Ειδικότερα, με το ως άνω ΝΔ ορίστηκαν τα εξής: "Άρθρον 1. Η αληθής έννοια της παραγράφου β' του άρθρου 1 του από 8/10 Απριλίου 1924 Ν.Δ. είναι ότι δια των διατάξεων ταύτης ανεγνωρίσθησαν τα επί της εν ... της ... Λίμνης Μ. μεθ' απάντων των ιχθυοτροφείων αυτής των παρά την νησίδα και τα στόμια της Λίμνης κειμένων ... κ.λ.π.) με τα ανέκαθεν γνωστά τούτων όρια, υφιστάμενα δυνάμει χρυσοβούλων απαράγραπτα δικαιώματα κυριότητος και αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως της εν Αγίω Όρει Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, η δε μεταξύ ταύτης και του Δημοσίου εκκρεμής δίκη επί της από 1 Μαΐου 1922 αγωγής της πρώτης κατ' αυτού, κατηργήθη, του Δημοσίου παραιτηθέντος πάσης αξιώσεως επί της λίμνης και των ιχθυοτροφείων, αποδιδόμενων εις την ρηθείσαν Ιεράν Μονήν, άνευ ετέρου τινός ανταλλάγματος, πλην των δια των αυτών ως άνω διατάξεων επιβληθέντων εις βάρος αυτής, ήτοι της άνευ αποζημιώσεως μεταβιβάσεως εις το Δημόσιον των εν ... δύο αγροκτημάτων της (... και ...) και της συντηρήσεως της εν Αγίω Όρει Αθωνειάδος Σχολής. Άρθρον 2. Μεταβιβασθέντων δια του υπ' αριθ. 2343 της 4 Μαΐου 1930 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Δ. Ε. Ι. των εν τω προηγουμένω άρθρω αγροκτημάτων της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου κατά κυριότητα εις το Δημόσιον άνευ αποζημιώσεως τινός, ο δια του Ν.Δ. της 8/10 Απριλίου 1924 άρθρ. 1 παρ. β' θεσπισθείς συμβιβασμός κατέστη οριστικός, της λίμνης Μ. περιελθούσης από της ρηθείσης μεταβιβάσεως εις την κυριότητα και αποκλειστικήν κατοχήν της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, πάσα δε επί πλέον των εν άρθρω 1 εδ. β' του προμνησθέντος Ν.Δ. από 8/10 Απριλίου 1924 ανταλλαγμάτων παροχή της Ιεράς Μονής καταργείται, ως κατά παράβασιν τούτου συνομολογηθείσα Άρθρον 3. Καταργούνται ως αντιβαίνουσαι προς την έννοιαν των διατάξεων του εδαφ. β' του άρθρου 1 του από 8/10 Απριλίου 1924 ΝΔ, ως ερμηνεύονται αύται αυθεντικώς δια του παρόντος, πάσαι αι διατάξεις της υπ' αριθμ. 2343 της 4 Μαΐου 1930 συμβάσεως ανταλλαγής του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Ι., πλην των περί μεταβιβάσεως των ανωτέρω αγροκτημάτων εις το Δημόσιον. Καταργείται επίσης ο από 16/19 Νοεμβρίου 1935 Αναγκαστικός Νόμος... και το εις εκτέλεσιν τούτου εκδοθέν Β. Διάταγμα από 7/16 Αυγούστου 1940". Όμως, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, το ανωτέρω Ν.Δ. 271/1941, που είχε προφανώς ψευδοερμηνευτικό χαρακτήρα, καταργήθηκε με τη Συντακτική Πράξη 58/26/27-6-1945 (ΦΕΚ 163/τεύχος Α/1945), με το άρθρο 4 παρ. 1 της οποίας ορίστηκε, ότι είναι άκυρες, από της εκδόσεώς τους, όλες οι διατάξεις, με τις οποίες ερμηνεύτηκαν αυθεντικά νομοθετήματα εκδοθέντα πριν την κατοχή, και, επίσης, καταργήθηκε ρητά και με το άρθρο 9 του Α.Ν. 416/1945 (ΦΕΚ 192/τεύχος Α/1945). Από όλα τα παραπάνω προκύπτει, ότι μετά το έτος 1930 άλλαξε, κατά καιρούς, ο τρόπος διαχειρίσεως της λίμνης, τον οποίο προέβλεπε η προαναφερθείσα σύμβαση του έτους 1930, προκειμένου να εναρμονιστεί το καθεστώς διαχειρίσεως με τις εκάστοτε ισχύουσες για τις μισθώσεις των λιμνών και ιχθυοτροφείων νομοθετικές διατάξεις, πλην, όμως, ουδέποτε καταργήθηκε αυτή, αφού το προαναφερθέν Ν.Δ. 271/1941 που κατήργησε αυτή, καταργήθηκε από της εκδόσεώς του, ούτε και τέθηκε σε αμφισβήτηση, έκτοτε και έως το έτος 1990 εκ μέρους της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Συνακόλουθα το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο με την απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους απέκτησε την κυριότητα στη λίμνη ...- ..., την οποία εξακολούθησε να έχει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (24-2-1946), δεδομένου ότι κατ' άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση της κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνονται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή της, έστω και αν η ιδιότητα της λίμνης ...ς ως κοινοχρήστου πράγματος, διέπεται πλέον, κατ' άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, από τις σχετικές διατάξεις του Α.Κ., που και στην περίπτωση αυτή, όμως, ορίζουν ότι οι μεγάλες λίμνες είναι κοινής χρήσεως και ανήκουν στο Δημόσιο (άρθρα 966, 967 και 968 του ΑΚ), δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ιδιοκτησία ΟΤΑ ή τρίτου που να προϋπήρχε προ της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα. Το γεγονός, δε, ότι η λίμνη ... δεν έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα, έχει σχέση με την ιδιότητά της ως κοινοχρήστου πράγματος (μεγάλη λίμνη), δεδομένου ότι με την υπ' αριθ. Δ2983/960/10-7-1984 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών (Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων), με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την καταγραφή των δημοσίων κτημάτων, αναφέρεται ότι τα κοινόχρηστα δεν καταγράφονται ως δημόσια κτήματα, εκτός αν αποβάλουν το χαρακτήρα τους ως κοινοχρήστων οπότε καταγράφονται ως δημόσια κτήματα. Συνοψίζοντας και με βάση τα προεκτεθέντα η λίμνη ... δεν ανήκε ποτέ κατά κυριότητα στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, καθότι δεν απέκτησε αυτή ούτε επί εποχής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με βάση τα επικαλούμενα από την εναγόμενη Ιερά Μονή χρυσόβουλα και επιπροσθέτως για το λόγο ότι σύμφωνα με τις προαναφερθείσες στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, η λίμνη ... ανήκε στην κατηγορία των δημοσίων λιμνών, ούτε επί εποχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1375 έως 1913),καθότι αυτή (Οθωμανική Αυτοκρατορία) είχε την κυριότητά της ως μεγάλη λίμνη που ανήκε στην κατηγορία των κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πραγμάτων σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου. Περαιτέρω η εναγόμενη δεν απέκτησε κυριότητα επί της λίμνης ...ς ούτε επί της εποχής κυριαρχίας της Βουλγαρίας στην περιοχή της Θράκης, με την παράδοση αυτής στη Βουλγαρία δυνάμει της Συνθήκης του Λονδίνου, που συνομολογήθηκε στις 17/30-5-2013, μεταξύ αφενός μεν της Ελλάδος, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας και αφετέρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου της 28.7/10-8-1913, που συνομολογήθηκε μεταξύ αφενός μεν της Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας και Μαυροβουνίου και αφετέρου της Βουλγαρίας, που έκτοτε και μέχρι τις 4-10-1919 ασκούσε κυριαρχικά δικαιώματα στη Δυτική Θράκη, ημερομηνία κατά την οποία ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην περιοχή της Δυτικής Θράκης, μαζί με γαλλικά και άλλα συμμαχικά στρατεύματα για να περιέλθει τελικώς το έτος 1920 στην Ελλάδα δικαιώματι πολέμου, δυνάμει της συνθήκης ειρήνης της 14/27-11-1919, που υπογράφηκε στο Νεϊγύ και κυρώθηκε με το ν. 2433/1920 και της ειδικής για τη Θράκη συνθήκης των Σεβρών της 10 Αυγούστου 1920 και συνακόλουθα περιήλθε και η λίμνη ...ς στο ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του αντίστοιχου Βουλγαρικού Δημοσίου από την ως άνω αιτία...". Με βάση τις ανωτέρω πραγματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, ο προκείμενος λόγος (τρίτος), κατά την κύρια αιτίασή του, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Τούτο, διότι, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, η απορριπτική του επίμαχου ισχυρισμού της αναιρεσείουσας κρίση της στηρίζεται, ευθέως, στο ότι δεν καταρτίστηκε, το έτος 1924, εξώδικος συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων, με περιεχόμενο την αναγνώριση της κυριότητας της αναιρεσείουσας στη λίμνη (ώστε να τίθεται ζήτημα επιτρεπτού ή όχι κτήσεως τέτοιου δικαιώματος από την αναιρεσείουσα) και όχι σε αποκλεισμό εφαρμογής των επικαλούμενων διατάξεων του νόμου "περί διακρίσεως των κτημάτων" της 21.6/10.7.1838. Στήριξε δε το αποδεικτικό της πόρισμα στις ουσιαστικές παραδοχές, ότι η από 23-5-1923 αίτηση της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου και το υπ' αριθμ. 1672/29-3-1924 έγγραφο του Υπουργείου των Εξωτερικών δεν καλύπτονται αμοιβαίως σε όλα τα σημεία τους και ούτε προσφέρονται για την ερμηνεία του ακολουθήσαντος από 8-4-1924 Νομοθετικού Διατάγματος, ότι ούτε στα προαναφερθέντα έγγραφα, ούτε στο ως άνω νομοθετικό διάταγμα γίνεται αναφορά σε συμβιβασμό ή αποδοχή εκ μέρους του ενάγοντος Δημοσίου σχετικής προηγούμενης προτάσεως της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ή αναγνώριση εκ μέρους αυτού (ενάγοντος) της κυριότητας της εναγομένης στη λίμνη ...ς, ούτε τηρήθηκαν οι διατάξεις του ισχύοντος τότε νόμου ΑΚΑ/1882 "Περί Νομικών Συμβούλων" βάσει των οποίων η κατάργηση δικαστικών ή εξωδίκων διαφορών του Δημοσίου δεν επιτρεπόταν χωρίς προηγούμενη ομόφωνη γνωμοδότηση του οικείου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, ότι μετά την άσκηση της ως άνω διεκδικητικής αγωγής της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου κατά του Ελληνικού Δημοσίου έγιναν προσπάθειες για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς που είχε ανακύψει, πλην, όμως αυτές δεν λύθηκαν πριν από τη σύναψη της συμφωνίας του έτους 1930. Προς στήριξη δε του αποδεικτικού της πορίσματος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, και στην 41/1924 απόφαση του ΣτΕ, στην οποία γίνεται αναφορά ότι η λιμνοθάλασσα, ως δημόσια περιουσία, δεν ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί κατά κυριότητα. Κατά δε την επάλληλη αιτίαση, είναι αλυσιτελής, διότι η φερόμενη, κατά την αναιρεσείουσα, απώλεια του κοινόχρηστου χαρακτήρα της ...ς, δεν συνάπτεται, στον προκείμενο λόγο, με την επίκληση ισχυρισμού, σχετικού με κτήση κυριότητας της ...ς έκτοτε, ήτοι μετά φερόμενη απώλεια του κοινόχρηστου χαρακτήρα της. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγο έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 109/12). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων, γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996). Περαιτέρω, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζονται, πλην των άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Επίσης, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας η νομική πλημμέλεια ότι η απόφασή του στερείται νομίμου βάσεως (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζεται, πλην των άλλων και η αιτία, συνεπεία της οποίας τούτο συμβαίνει, ήτοι αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε πρέπει να καθορίζεται σε τι συνίσταται η αντίφαση και εκ ποίων αντιτιθεμένων μερών τους προκύπτει, ή εάν έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, οπότε πρέπει περαιτέρω να καθορίζεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά των, ποίο δηλαδή το ελλείπον στοιχείο, που είναι αναγκαίο για την επάρκειά τους. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 2 και 4 του νόμου ΑΚΑ'/1882 "Περί Νομικών Συμβούλων", όπως κωδικοποιήθηκε με το ν.δ. 16 Απριλίου 1923, που ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο, προκύπτει ότι η κατάργηση δικαστικών ή εξώδικων διαφορών του Δημοσίου με αναγνώριση απαιτήσεων ή με συμβιβασμό, καθώς και οποιαδήποτε συμβιβαστική επίλυση δικαστικών ή εξώδικων διαφορών του Δημοσίου δεν επιτρέπεται να γίνει, χωρίς την προηγούμενη ομόφωνη γνωμοδότηση Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, αποτελούμενου από τρεις τουλάχιστον Νομικούς Συμβούλους, στο οποίο δίνει εντολή ο Υπουργός Οικονομικών, διαφορετικά ο συμβιβασμός είναι αυτοδικαίως άκυρος.
Συνεπώς, το Δημόσιο, υπό την ισχύ του ν. ΑΚΑ'/1882, μ...ε να καταρτίσει, εγκύρως, συμβιβασμό δια του Υπουργού Οικονομικών, μόνο κατόπιν προηγούμενης ομόφωνης γνωμοδοτήσεως τριών νομικών συμβούλων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της αιτήσεως, κατά το οικείο μέρος του (στοιχ.

ΙΙΙ 1.1), αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι ενώ η αναιρεσείουσα, προς απόκρουση της αγωγής, είχε προτείνει τον ισχυρισμό, ότι με τις ανταλλαγείσες επίσημες επιστολές, το χρονικό διάστημα 1923-1924, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων εξώδικος συμβιβασμός, με τον οποίο αποφασίστηκε να της αποδοθεί η αποκλειστική κατοχή της λίμνης, επειδή αυτή είναι και αναγνωρίζεται ήδη και με τον εξώδικο συμβιβασμό, κυρία, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ανωτέρω ισχυρισμό της, αλλά απέρριψε μη προταθέντα ισχυρισμό, περί μεταβίβασης σ' αυτήν της κυριότητας της λίμνης. Ο πρόσθετος αυτός λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, είναι αβάσιμος. Τούτο, προεχόντως, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις παραδοχές του (βλ. ιδίως πρώτη και δεύτερη σελίδα φύλλου 65 αναιρεσιβαλλομένης), έλαβε υπόψη και απέρριψε ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί κατάρτισης συμβιβασμού, με τον οποίο αναγνωρίστηκε η κυριότητά της στη λίμνη ...ς, το 1924. Σε κάθε δε περίπτωση, το Εφετείο, με τις παραδοχές του ότι η κυριότητα της λίμνης, και κατά τον κρίσιμο χρόνο, ανήκε στο αναιρεσίβλητο και ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αποκτήσει (σε προγενέστερο χρόνο) την κυριότητα της λίμνης, με βάση τους επικαλούμενους από αυτήν τίτλους, δέχτηκε γεγονότα αντίθετα από τα συγκροτούντα τον επίμαχο ισχυρισμό της και εντεύθεν δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Περαιτέρω, στην αναιρεσιβαλλομένη διαλαμβάνεται, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις το τελικό αποδεικτικό της πόρισμα, σχετικά με το ότι το από 8/4/1924 ν.δ. και η Σύμβαση του 1930 αφορούν την απόδοση αποκλειστικής κατοχής της λίμνης ...ς στην αναιρεσείουσα. Τούτο δε δεν έρχεται σε αντίφαση με την από το δικαστήριο αξιολόγηση, στα πλαίσια διερευνήσεως του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί προηγηθέντος εξώδικου συμβιβασμού, του περιεχομένου του 2672/29.3.1924 κυβερνητικού εγγράφου, σύμφωνα με την οποία (εκτίμηση) δεν προκύπτει ότι το εναγόμενο ανέλαβε (με αυτό) σαφώς δέσμευση να αποδώσει στην εναγομένη Ιερά Μονή την κυριότητα, που ήταν αντικείμενο της από 1/5/1922 διεκδικητικής αγωγής της τελευταίας, ή της νομής ή της κατοχής.
Συνεπώς, ο πρώτος πρόσθετος λόγος, κατά το οικείο μέρος του (στοιχ.
ΙΙΙ 1.2), με το οποίο η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα, επίσης, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το οικείο μέρος του (στοιχ.
ΙΙΙ 2), αποδίδει στην αναιρεσιβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με τις παραδοχές του, τις σχετικές με την απόρριψη του ισχυρισμού της, περί προηγηθέντος του από 8/4/1924 ν.δ/τος εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, ψευδώς ερμήνευσε, άλλως εσφαλμένως εφάρμοσε τις περί συμβιβασμού διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σε συνδυασμό με το ν. ΑΚΑ'/1882, καθώς και την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν διαλαμβάνει καμία σκέψη, ως προς το ποια ήταν τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία της σύμβασης συμβιβασμού για τα οποία έπρεπε να επέλθει συμφωνία με αμοιβαία κάλυψη. Ο πρόσθετος αυτός λόγος, κατά το μέρος που αφορά την από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, σχετικά με παραβίαση των περί συμβιβασμού κανόνων δικαίου, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, εφόσον δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες διατάξεις του ισχύοντος τότε δικαίου, που φέρονται ευθέως παραβιασθείσες. Ως προς δε την από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος, διότι στην αναιρεσιβαλλομένη εκτίθεται το περιεχόμενο της από 23/5/1923 αίτησης της αναιρεσείουσας και του (μη απευθυνόμενου στην αναιρεσείουσα, αλλά στον αντιπρόσωπο του Αγίου Όρους) 1672/29.3.1924 εγγράφου του Υπουργού Εξωτερικών και επ' αυτών εκφέρεται η κρίση του δικαστηρίου ότι δεν καλύπτονται αμοιβαίως σε όλα τα σημεία τους. Όμως, ανεξαρτήτως τούτου, και στο βαθμό που η επικαλούμενη παραβίαση κανόνων δικαίου αναφέρεται στις διατάξεις των Ν. 1, 2, 3, 4, Ν.14 Π (2.15), Ν. 2, 9, 10, 11, 15, 17, 34 Κ. (2.4) του Ρωμαϊκού Δικαίου, τις οποίες απηχούν οι ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 871-872 ΑΚ, αμφότερες οι ανωτέρω αιτιάσεις που στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στην αναιρεσιβαλλομένη πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τυγχάνουν αλυσιτελείς. Τούτο, διότι για την κρίσιμη παραδοχή του Εφετείου, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μ...ε να γίνει λόγος για σύναψη εξώδικου συμβιβασμού, αρκούσε η αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ν. ΑΚΑ'/1882 "Περί Νομικών Συμβούλων", εφόσον ούτε στο ισχύσαν, ούτε στο ισχύον δίκαιο υπάρχει πρόβλεψη για συμβατική δέσμευση με συμβιβασμό του Δημοσίου, με ανταλλαγές επιστολών κυβερνητικών παραγόντων, αλλά με δήλωση της σχετικής κρατικής βουλήσεως από τον υπουργό Οικονομικών. Η στοιχειοθετούσα δε την αποδιδόμενη στην αναιρεσιβαλλομένη πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης του ν. ΑΚΑ'/1882 αναιρετική αιτίαση, ότι με το ν.δ της 8.4.1924 κυρώθηκε καταρτισθείσα, με την ανταλλαγή των ανωτέρω εγγράφων, μεταξύ των διαδίκων σύμβαση συμβιβασμού, με αποτέλεσμα να θεραπευθεί η έλλειψη της αξιούμενης από τον ν. ΑΚΑ'/1882 γνωμοδότησης, αβασίμως προβάλλεται. Τούτο, διότι, όπως ευθέως προκύπτει από το περιεχόμενο του επίμαχου ν.δ/τος, με αυτό, δεν κυρώθηκε νομοθετικώς καταρτισθείσα προηγουμένως σύμβαση, περί της οποίας ουδεμία αναφορά γίνεται σ' αυτό και δεν νοείται, άλλωστε, νομοθετική επικύρωση μη προσδιοριζόμενης δικαιοπραξίας, αλλά εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Γεωργίας να υπογράψει μετά της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου σύμβαση με τους προσδιοριζόμενους στο ανωτέρω ν.δ/γμα όρους. Περαιτέρω, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το οικείο μέρος του (στοιχ.
ΙΙΙ 2.2), υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττονται, ως έωλα, τα από την εκτίμηση των αποδείξεων συναχθέντα και μη αποτελούντα αιτιολογίες, επιχειρήματα του δικαστηρίου, αναφορικά με τη μη κατάρτιση συμβιβασμού προγενέστερου του από 8/4/1924 ν.δ/τος. Ο πρόσθετος αυτός λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, είναι απαράδεκτος, διότι τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα. Ωσαύτως, με το ίδιο μέρος του πρώτου πρόσθετου λόγου, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 41/1929 αποφάσεως του ΣτΕ, διότι, κατά την συναγόμενη από την εκτίμηση του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως άποψη της αναιρεσείουσας, το ΣτΕ προφανώς αναφέρθηκε στον προηγηθέντα συμβιβασμό, ως αιτία της συμβάσεως που έπρεπε να υπογραφεί και απλώς δεν έκρινε αναγκαίο για τη δίκη εκείνη να τάμει το συγκεκριμένο αστικολογικό ζήτημα. Ο προκείμενος πρόσθετος λόγος και κατά το παραπάνω μέρος του είναι απαράδεκτος, διότι η δικαστική απόφαση, ως διαδικαστικό έγγραφο, δεν είναι "έγγραφο", υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, ήτοι αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια των άρθρων 339, 432 επ. ΚΠολΔ, η παραμόρφωση του περιεχομένου του οποίου και μόνον ιδρύει τον από το ως άνω άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως. O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, εφόσον το δικαστήριο ερεύνησε κατ' ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ειδικότερα, οι γενικοί κανόνες, που τίθενται από τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν. Υπό την προϋπόθεση αυτή παραβιάζει τους κανόνες τούτους το δικαστήριο της ουσίας, είτε όταν παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς, για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης της βούλησης των συμβαλλομένων, είτε όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις νομικές έννοιες, στις οποίες στηρίζονται, είτε όταν παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες των δικαιοπραξιών εφαρμόζονται και σε δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, διότι αποδίδουν κανόνες του προϊσχύσαντος του Αστικού Κώδικα Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου (ΟλΑΠ 324/78, ΑΠ 329/2006). Ωστόσο, το δικαστήριο, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαμβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 776/2013). Μόνη η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη, κατά την ερμηνεία της συμβάσεως, τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτές (ΑΠ 1183/2007). Στην ένδικη περίπτωση, επίσης, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το οικείο μέρος του (στοιχεία IV, V, VI, VII, VIII), αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθόσον οδηγήθηκε σε αποδεικτικό πόρισμα, περί του ότι με τη σύμβαση του 1930 αναγνωρίστηκε (συμβιβαστικώς) από την αναιρεσείουσα η κυριότητα του αναιρεσιβλήτου στη λίμνη ..., προβαίνοντας εμμέσως σε ερμηνεία της συμβάσεως, χωρίς να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αλλά και του υπό την ισχύ του Β.Ρ δικαίου ερμηνευτικού κανόνα "in dubio contra stipulatοrem", ήτοι σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση να ερμηνεύεται σε βάρος εκείνου που τη διατύπωσε, όπως συμβαίνει, κατά την αναιρεσείουσα, στην ένδικη περίπτωση, εφόσον η επίμαχη σύμβαση προδιατυπώθηκε μονομερώς από το Δημόσιο. Όμως, το Εφετείο δεν διαπίστωσε την ύπαρξη κενού στην επίμαχη σύμβαση, ώστε να παραστεί ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, ούτε συνάγεται έμμεση διαπίστωση κενού από την, υπό τον τύπο σημειώσεως, διηγηματική αναφορά του στις αναπτυχθείσες απόψεις σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...ς. Εντεύθεν, ο προκείμενος λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, είναι αβάσιμος. Όμως, και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι το Εφετείο προέβη, εμμέσως, σε ερμηνεία, ο ίδιος λόγος αλυσιτελώς προσβάλλεται. Ειδικότερα, εφόσον το Εφετείο δέχτηκε, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο καταρτίσεως της επιμάχου συμβάσεως η κυριότητα της λίμνης ανήκε στο αναιρεσίβλητο Δημόσιο, δικαιώματι πολέμου, ως καθολικού διαδόχου του βουλγαρικού Δημοσίου που είχε διαδεχθεί το οθωμανικό Δημόσιο και ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα της λίμνης, με βάση τους επικαλούμενους από αυτήν τίτλους, η, από την εκτίμηση του περιεχομένου της συμβάσεως του 1930, συναγωγή αποδεικτικού συμπεράσματος, έστω κατ' ερμηνεία, περί του ότι με αυτήν αναγνωρίστηκε συμβιβαστικώς η υπάρχουσα κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, παρίσταται πλεοναστική και μη αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης, αναφορικά με την ύπαρξη κυριότητος του αναιρεσιβλήτου, κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο. Κατά συνέπεια, αλυσιτελώς, προσβάλλεται η ανωτέρω κρίση του Εφετείου, και για τις πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις, ότι δέχτηκε την ύπαρξη συμβιβασμού για το ανωτέρω ζήτημα, χωρίς να έχει τηρηθεί ο ν. ΑΚΑ'/1882 (ομόφωνη γνωμοδότηση τριών νομικών συμβούλων), άλλως χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχή περί τηρήσεώς του. Επομένως, ο πρώτος πρόσθετος λόγος, κατά το υπόλοιπο οικείο μέρος του (στοιχείο ΙΧ), είναι απορριπτέος. Από τις συνδυασμένες διατάξεις περί υδάτων του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, των νόμων 112, Πανδ. (50, 16), 1 παρ.4, 7 Πανδ. (43, 14), 13 παρ.7, Πανδ. (47.10), 23 παρ.1, Πανδ. (8.3), 69 Π. (18.1) και 4 παρ.6, Π. (50.15), συνάγεται, ότι κατά το Β.Ρ. Δίκαιο, οι λίμνες διακρίνονταν σε δημόσιες (lacus publici), δηλαδή κοινής χρήσεως λίμνες και σε ιδιωτικές (lacus privati). Δημόσιες λίμνες, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, θεωρούνται εκείνες, που σχηματίζονται από δημόσιους ποταμούς, δηλαδή εκείνες στις οποίες εκβάλλουν ελεύθερες και αέναες ροές υδάτων. Οι λίμνες αυτές αποτελούν την προέκταση και το τέρμα της αέναης ροής των υδάτων και επομένως, όπως και αυτά (ύδατα), έτσι και εκείνες, ως προς το ύδωρ και την κοίτη ή τις όχθες είναι κοινής χρήσεως πράγματα (ΑΠ 1870/2007). Κατά την αντίληψη του Ρ.Δ. πράγματα κοινά σε όλους (res omnium communes) είναι ο αέρας και το νερό που κινείται, όταν ρέει συνέχεια και ελεύθερα (ποταμοί, ρυάκια), καθώς και το νερό που παραμένει στάσιμο, όταν καταλαμβάνει μεγάλη έκταση (θάλασσα και μεγάλες λίμνες), που ήσαν ανεπίδεκτα αποκλειστικής εξουσιάσεως και επομένως ιδιωτικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, οι μικρές λίμνες, τα τέλματα (υδροστάσια), οι δεξαμενές, τα ιχθυοτροφεία και τα πηγάδια μ...αν να είναι ιδιωτικά. Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της αιτήσεως, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι κατέφυγε σε ερμηνεία του Χ. Λ. του Σέρβου Δεσπότου Ι. Ο. του έτους 1371, χωρίς να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, δέχτηκε σχετικώς τα ακόλουθα: "Το έτος 1371 ο ίδιος ο άνω Δεσπότης Ι. Ο. με χρυσόβουλο λόγο προς την εναγόμενη Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου αναφέρει "...Την του Βατοπεδίου τοίνυν Ιεράν και Σεβάσμιαν Μονήν της βασιλείας μου ευρούσα μεγάλην και λαμπράν και επίδοξον και μηδαμώς παραχωρούσαν ετέρα τα πρωτεία, και παρ αυτής μεγάλαις τοις ευχαίς εφοδιασθείσα, ευεργετεί η βασιλεία μου τους εν αυτή ασκούμενους μοναχούς τον παρόντα χρυσοβούλλιον Λόγον δι' ού προστάσσηται και ορίζει ως αν κατέχουσιν από γε του νυν και εις το εξής το κατά την λίμνην της ... ευρισκόμενον βιβάριον του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, τέλειον και ολόκληρον μετά πάσης της αρχαίας προνομής και περιοχής αυτού, και της εκ παντός γένους θαλαττίας αλίας. Οφείλουσι τοίνυν οι τοιούτοι μοναχοί αναλάβεσθαι το προειρημένον βιβάριον ανενόχλητον πάντη και αδιάσειστον μη ευρίσκοντες εν αυτώ παρά τινός των απάντων την τυχούσαν επήρρειαν και διενόχλησιν ή μικρά τινά είσοδον και έρευνα εν αυτώ τη εμφανεία του παρόντος χρυσοβουλλίου λόγου της βασιλείας μου, ει μη βούλοιτο ο τούτοις διενοχλήσαι πειραθείς έχειν αυτήν την Παναγίαν μου Θεοτόκον αντίδικον και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι, και παρά της βασιλείας μου βάρος και αγανάκτησιν...". Ερμηνεύοντας το ως άνω χρυσόβουλο: α) ο Απόστολος Γεωργιάδης στην προαναφερθείσα μελέτη του... καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με το ως άνω χρυσόβουλο του έτους 1371 παραχωρείται στην Ιερά Μονή η αποκλειστική νομή και κατοχή του ευρισκόμενου στη λίμνη ... ιχθυοτροφείου με όλες τις γύρω επιβοηθητικές των αλιευτικών εργασιών περιοχές και δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας υπέρ της Μονής στη λίμνη ή στο ιχθυοτροφείο ούτε μεταβιβάζεται η κυριότητα σ' αυτή, β) ο Π. Γ. στην από το έτος 2008 μελέτη του με τίτλο "... και Βατοπέδι" αναφέρει ότι με το ως άνω χρυσόβουλο ο Σέρβος κατακτητής προσέφερε και έδωσε στη Μονή Βατοπεδίου το δικαίωμα κατοχής και νομής μόνο ενός Β. (ιχθυοτροφείου) κοντά στην εν λόγω λιμνοθάλασσα και το δικαίωμα της αλιείας στην παρακείμενη θαλάσσια περιοχή (δικαίωμα θαλάσσιας αλιείας) και ουδέν επί πλέον..., γ) ο Ι. Κ. στην προαναφερθείσα γνωμοδότησή του... αποφαίνεται ότι το ως άνω χρυσόβουλο συνιστά χωρίς αμφιβολία καθαρή δωρεά της λίμνης ... υπέρ της Μονής... και δ) ο Ν.-Ι. Π.-Δ., στην προσκομιζόμενη από την εναγόμενη υπ' αριθ. 3725/2013 ένορκη βεβαίωσή του που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων και λαμβάνεται υπόψη για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καταθέτει ότι με το ως άνω χρυσόβουλο μεταβιβάζεται το ιχθυοτροφείο με την προνομή του (τη λίμνη) και την περιοχή του (τις παραλίμνιες περιοχές) και ότι η λίμνη και οι παραλίμνιες περιοχές μεταβιβαζόταν αναγκαίως μαζί με το ιχθυοτροφείο. Περαιτέρω, οι μάρτυρες του ενάγοντος Κ. Τ. και Σ. Δ., αρχαιολόγοι, στις ένορκες βεβαιώσεις τους, κατέθεσαν ότι με το ως άνω χρυσόβουλο δεν παραχωρήθηκε η κυριότητα της λίμνης ...ς στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου αλλά ότι παραχωρήθηκε δικαίωμα ιχθυοτροφικής εκμετάλλευσης. Με το τελευταίο ως άνω χρυσόβουλο παραχωρήθηκε στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου η αποκλειστική (πλήρης) νομή και κατοχή ("τέλειον και ολόκληρον") του ευρισκόμενου στη λίμνη ... (λίμνη ...) ιχθυοτροφείου (βιβάρι) με όλες τις γύρω από αυτό επιβοηθητικές των αλιευτικών εργασιών περιοχές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με την πάροδο του χρόνου λόγω των εδαφολογικών μεταβολών της περιοχής γύρω από το ιχθυοτροφείο ("μετά πάσης της αρχαίας προνομής και περιοχής αυτού") και δικαίωμα αλιείας στην παρακείμενη θαλάσσια περιοχή, όπως συνάγεται και από το γεγονός ότι στο ίδιο χρυσόβουλο αναφέρεται ότι οι μοναχοί οφείλουν να αναλάβουν το ιχθυοτροφείο ανεμπόδιστο και απρόσκοπτο σε κάθε περίπτωση και χωρίς ενόχληση από επισκέπτες, χωρίς να γίνεται μνεία σ' αυτό (χρυσόβουλο) ότι οι μοναχοί οφείλουν να αναλάβουν ολόκληρη τη λίμνη με χρήση ανεμπόδιστη από τρίτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν η βούληση του ως άνω Σέρβου ηγεμόνος ήταν να συστήσει δωρεά σε όλη τη λίμνη ..., δηλαδή να μεταβιβάσει με το ως άνω χρυσόβουλο την κυριότητα ολόκληρης της λίμνης στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, δεν θα όριζε στο χρυσόβουλο ότι "προστάσσηται και ορίζει ως αν κατέχουσιν από γε του νυν και εις το εξής το κατά την λίμνην της ... ευρισκόμενον βιβάριον του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, τέλειον και ολόκληρον μετά πάσης της αρχαίας προνομής και περιοχής αυτού, και της εκ παντός γένους θαλαττίας αλίας" αλλά θα όριζε σ' αυτό ότι δωρίζει τη λίμνη της ... μετά του σ' αυτή ευρισκόμενου Β. (ιχθυοτροφείου). Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι από ιστορικά στοιχεία φαίνεται ότι ο ίδιος ως άνω σέρβος ηγεμόνας, το έτος 1371 δώρισε άλλο βιβάριο της λίμνης στη Μονή Αγίας Λαύρας, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν δώρισε στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου τη λίμνη ...ς (βλ. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Τ. και Δ.). Άλλωστε και όπως προεκτέθηκε στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, κατά το ισχύον τότε Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, η λίμνη της ... (ήδη λίμνη ...) ήταν δημόσια λίμνη αφού σχηματιζόταν από δημόσιους ποταμούς και συνακόλουθα λόγω του κοινοχρήστου χαρακτήρα της (ως δημόσια λίμνη) ανήκε στη δημόσια κτήση και δεν μ...ε να μεταβιβασθεί κατά κυριότητα σε ιδιώτη με πώληση ή δωρεά και μόνο η εκμετάλλευσή της θα μ...ε να παραχωρηθεί προκειμένου να μην αναιρείται η δημόσια κτήση και ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της...". Από τις παραδοχές του Εφετείου, προκύπτει, ότι το δικαστήριο αναζήτησε, κατ' ερμηνεία, την αποτυπωθείσα στο ανωτέρω χρυσόβουλο αληθινή βούληση του Ι. Ο., που συνήγαγε από τις αναφερθείσες περιστάσεις και τα τότε ισχύοντα, προσφεύγοντας έτσι, αν και χωρίς τη ρητή επίκλησή τους, στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, "κατά το μέτρο του δυνατού". Τούτο, διότι η ερμηνεία δικαιοπραξίας, αναγόμενης σε απώτατο χρόνο, απέχοντα οκτώ αιώνες πριν το χρόνο, που λαμβάνει χώρα η ερμηνεία, δεν μπορεί να γίνεται με τον ίδιο αυστηρό και ακριβή τρόπο, που αξιώνεται για την ερμηνεία σύγχρονων δικαιοπραξιών ή αναγόμενων στο πρόσφατο παρελθόν, οπότε υπάρχουν ζώσες παραστάσεις του περιεχομένου των ερμηνευτικών ρητρών ή διατηρημένες στην κοινωνική συνείδηση, με την εμπειρία και παράδοση ή ευχερώς, έστω, ανιχνεύσιμες.
Συνεπώς, ο δεύτερος πρόσθετος λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, πρέπει ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος. Σε περίπτωση, όμως, που ήθελε θεωρηθεί ότι το Εφετείο προχώρησε σε ερμηνεία του επίμαχου χρυσόβουλου, χωρίς να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, ο πρόσθετος αυτός λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, αλυσιτελώς προσβάλλεται. Τούτο, διότι το απορριπτικό του ανωτέρω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης στηρίζεται στην μη προσβαλλόμενη, με λόγο αναιρέσεως, συνεχόμενη επάλληλη αιτιολογία, με παραπομπή στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της διατάξεις του ισχύοντος τότε Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, ότι η λίμνη της ... (ήδη λίμνη ...) ήταν δημόσια λίμνη, αφού σχηματιζόταν από δημόσιους ποταμούς και συνακόλουθα, λόγω του κοινοχρήστου χαρακτήρα της (ως δημόσια λίμνη), ανήκε στη δημόσια κτήση και δεν μ...ε να μεταβιβασθεί κατά κυριότητα σε ιδιώτη με πώληση ή δωρεά και μόνο η εκμετάλλευσή της θα μ...ε να παραχωρηθεί, προκειμένου να μην αναιρείται η δημόσια κτήση και ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της. Η αιτιολογία αυτή εναρμονίζεται με την παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης, ότι με το επίμαχο χρυσόβουλο παραχωρήθηκε στην αναιρεσείουσα η αποκλειστική νομή και κατοχή του ευρισκόμενου στη λίμνη ... (λίμνη ...) ιχθυοτροφείου (που κατά το τότε Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο ήταν επιδεκτικό ιδιωτικών δικαιωμάτων), με όλες τις γύρω από αυτό επιβοηθητικές των αλιευτικών εργασιών περιοχές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με την πάροδο του χρόνου λόγω των εδαφολογικών μεταβολών της περιοχής γύρω από το ιχθυοτροφείο και δικαίωμα αλιείας στην παρακείμενη θαλάσσια περιοχή.
Περαιτέρω, το Εφετείο, αξιολογώντας τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η αναιρεσείουσα, σχετικά με το παραπάνω ζήτημα, δέχτηκε και τα ακόλουθα: "Συγκεκριμένα, το έτος 1791 επισκέφθηκε την περιοχή της ...ς (Μ.ς) ο Τούρκος ναύαρχος Χ. Τ., ο οποίος θέλοντας να πληροφορηθεί για το ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης της εν λόγω περιοχής, απηύθυνε σχετικό ερώτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο, πριν απαντήσει, επικοινώνησε με την εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, η οποία παρέδωσε στον απεσταλμένο του Πατριάρχη Ν. Ζ, ως τίτλους ιδιοκτησίας τα προαναφερθέντα χρυσόβουλα, μεταξύ των οποίων και αυτά των ετών 1369 και 1371 του Σέρβου ηγεμόνα Ι. Ο.. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, με το χρυσόβουλο του έτους 1369 δεν παραχωρήθηκε στην εναγόμενη η λίμνη ...ς, αλλά, απλώς, χαρίστηκε σ' αυτή ένα ετήσιο χρηματικό ποσό, προερχόμενο από την εκμετάλλευση της λίμνης, ενώ με το χρυσόβουλο του έτους 1371 δεν παραχωρήθηκε στην εναγόμενη δικαίωμα κυριότητας επί της λίμνης ...ς, αλλά αποκλειστικά και μόνον το δικαίωμα ιχθυοτροφικής εκμετάλλευσης αυτής, με βάση βιβάριο (ιχθυοτροφείο) απροσδιόριστο κατά θέση, όρια και έκταση. Παρ' όλα αυτά, το έτος 1791 η Πατριαρχική σύνοδος, υπό τον ως άνω Πατριάρχη, ερμηνεύοντας διαφορετικά το περιεχόμενο των ανωτέρω δύο χρυσόβουλων λόγων, απήντησε στον τούρκο ναύαρχο ότι ολόκληρη η λίμνη ανήκει στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, αναγράφοντας ειδικότερα ότι "καλώς έγνωμεν ότι η ειρημένη λίμνη εδόθη και εχαρίσθη τότε ως παντοτεινή ιδιοκτησία του μοναστηριού Βατοπαίδι υπό της τότε Βασιλείας του Ι. Δ. του Ο. λεγόμενον κατά το αρχαίον έτος ρωμαϊκόν καλούμενον ινδικτιών τη ογδόη εν μηνί Νοεμβρίου (έτος 1369) εν ω ρητώς γραφεί το ρηθέν εφημένον του Σ. επίσημον Χρυσόβουλλον λεγόμενον Ρ., ότι ο δούς και χαρίσας τη ρηθείσαν λίμνην ... λεγομένην Ι. Δ. Ο. δέδωκεν αυτήν εις το Μοναστήρι του Βατοπαιδίου, ως κτήμα του αιώνιον..., όπως νέμεται το ρηθέν μοναστήρι ετησίως ποσότητα μεγάλην, υπερέχουσαν, ώστε λαμβάνειν αυτήν ετησίως αναντιρρήτως από της ειρημένης λίμνης, εν διαταγή γραπτή και παραγγελία εν αραίς φρικταίς κατά των βουληθέντων ποτέ αναρπάσαι και ανατρέψαι το βασιλικόν αυτό δώρημα από του μοναστηριού Βατοπαίδι λεγόμενον, δια τούτο η ειρημένη λίμνη ... λεγομένη είναι αιώνιον κτήμα αναφαίρετον και αναπόσπαστον εις αιώνα τον άπαντα". Πρέπει να σημειωθεί ότι η μάρτυρας του ενάγοντος Ε. Κ., στην προαναφερθείσα ένορκη κατάθεσή της, κατέθεσε ότι από έρευνα των σχετικών οθωμανικών αρχείων που διενήργησε διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τούρκος ναύαρχος με τα ως άνω στοιχεία και ότι υπήρχε τούρκος ναύαρχος τα έτη 1789-1791 με στοιχεία Γ. Χ. Π....". Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, κατά το οικείο μέρος του (στοιχ. VII, VIII, IX), αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι πλημμέλειες: α) από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι διαλαμβάνει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, σχετικά με την αποδεικτική εκτίμηση του ανωτέρω εγγράφου του Πατριάρχη Ν.υ Ζ'(τακριρίου/αναφοράς), χωρίς να εξηγεί γιατί δεν το δέχεται και β) από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με την αιτίαση ότι δεν προσέφυγε σ' αυτές για να ανεύρει το αντικειμενικό νόημα του τακριρίου, αλλά και από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για εκ πλαγίου παραβίασή τους, επειδή δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, σχετικά με το γιατί αυτές δεν εφαρμόστηκαν. Ο πρόσθετος αυτός λόγος, κατά το ανωτέρω μέρος του, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Κατά μεν την υπό στοιχείο α' αιτίασή του, διότι υπό την επίκληση τα πλημμέλειας από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττεται η εκφεύγουσα τον αναιρετικό έλεγχο εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας. Κατά δε τις υπό στοιχείο β' αιτιάσεις, διότι το επικαλούμενο έγγραφο (τακρίριο) δεν είναι δικαιοπρακτικό έγγραφο, εφόσον δεν περιέχει δήλωση βουλήσεως δικαιοπρακτούντος ή συμβαλλομένων, ώστε δεν υπόκειται σε ερμηνεία, σύμφωνα με τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αλλά είναι έγγραφο μαρτυρίας (αναφορά), υποκείμενο σε αποδεικτική εκτίμηση και αξιολόγηση. Τέλος, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, κατά το οικείο μέρος του (στοιχείο Χ), αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου του Πατριάρχη Ν.υ Ζ', θεωρώντας ότι στο κείμενο του εγγράφου αναφέρεται το όνομα "Τ.", ως όνομα του Κ. Π. που υπέβαλε το ανωτέρω ερώτημα στον πατριάρχη Ν. Ζ', ενώ το έγγραφο απευθύνεται στον "υψηλότατον Κ.- Χ. Π. εφέντη". Ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο δεν ανέγνωσε εσφαλμένα το επίμαχο αποδεικτικό έγγραφο, δεχόμενο, ως περιεχόμενό του, κάτι διαφορετικό από το πραγματικό που εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλομένη και το αναιρετήριο, ούτε δέχτηκε ότι στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται το όνομα "Τ.", αλλά στη διήγηση των περιστατικών αναφέρθηκε στο όνομα "Τ.", με βάση τον προβληθέντα από την ίδια την αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της ισχυρισμό, όπως αυτός εκτίθεται και στο αναιρετήριο, σύμφωνα με τον οποίο "Ο Χ. ή Χ. Π. Τ. ήταν ο Ναύαρχος (Κ. Π.ς) του Οθωμανικού Στόλου και μάλιστα την εποχή που υπέβαλε το ερώτημα στον Πατριάρχη Ν. ήταν και Μέγας Β.".
Ο Α.Ν. 1539/1938 "Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" (Α' 488) ορίζει τα εξής: Άρθρο 8 : "1. [όπως ισχύει η παρ. αυτή μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999 (Α' 154)] Οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητας ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις, δικαστήριο, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, δηλαδή το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όριά του, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μ...ν να καταθέσουν υπέρ αυτού. Αγωγή, που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο. 2 .... 3. Η επίδοσις της κατά την προηγούμενην παράγραφον αιτήσεως διακόπτει την παραγραφήν του δικαιώματος. 4. Μόνον εξ μήνας μετά την επίδοσιν της ως άνω αιτήσεως ή εις την περίπτωσιν του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 11 μόνον μετά την λήξιν της υπό του κατά το άρθρον 10 συμβουλίου ταχθείσης κατά παράτασιν προθεσμίας δύνανται οι εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου μνημονευόμενοι, αν δεν λάβωσιν ειδοποίησιν περί της αποδοχής των αξιώσεών των, εν όλω ή εν μέρει, να εγείρωσιν αγωγήν". Άρθρο 9 : "1. Η κατά το προηγούμενον άρθρον αίτησις διαβιβάζεται προς την Διεύθυνσιν Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου των Οικονομικών, ήτις καταγράφει αυτήν εις ειδικόν βιβλίον, αντίγραφο δ' αυτής αποστέλλει εις τινα των Οικονομικών Επιθεωρητών ή άλλον ανώτερον οικονομικόν υπάλληλον ή τον αρμόδιον Ειρηνοδίκην ή τον Οικονομικόν Έφορον, ίνα εντός τριών το πολύ μηνών ενεργήσωσιν επί της υποθέσεως ένορκον διοικητικήν εξέτασιν, καθ' ην δύνανται ούτοι και οίκοθεν να προβώσιν εις την εξέτασιν οιουδήποτε μάρτυρος, προταθέντος ή μη, και εις συλλογήν παντός εν γένει αποδεικτικού στοιχείου. 2. .... 5. Η έκθεσις της εξετάσεως των μαρτύρων μετά του πορίσματος του ενεργήσαντος την διοικητικήν εξέτασιν και παντός σχετικού στοιχείου ευρισκομένου εν τη Οικονομική Εφορία υποβάλλονται επί αποδείξει, μετ' εμπεριστατωμένης γνώμης του Οικον. Επιθεωρητού ή του ενεργήσαντος την διοικητικήν εξέτασιν άλλου ανωτέρου οικονομικού υπαλλήλου ή του Οικονομικού Εφόρου, εις το Υπουργείον των Οικονομικών (Διεύθυνσιν Δημοσίων Κτημάτων), παρ' ου εισάγεται η υπόθεσις εις το κατά το επόμενον άρθρον Συμβούλιον κατά την πρώτην συνεδρίαν αυτού. 6. .... ". Άρθρο 10 : "1. Συνιστάται παρά τω Υπουργείω των Οικονομικών "Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον Δημοσίων Κτημάτων" [ήδη Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 90 του Π.Δ. 284/1988 "Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών" (Α' 128)], ούτινος η αρμοδιότης συνίσταται εις την έκδοσιν γνωμοδοτήσεων επί των κατά τον παρόντα νόμον εισαγομένων εις αυτό υποθέσεων. 2. .... 6. Αι γνωμοδοτήσεις του συμβουλίου ... υπόκεινται ... πάντοτε υπό την έγκρισιν του Υπουργού των Οικονομικών δυναμένου να αποδεχθή ή μη ταύτας, εν τω σύνολω αυτών, ή να αποδεχθή ταύτας εν μέρει μεν αλλ' επ' ωφελεία του Δημοσίου, ουχί όμως και να τροποποιήση αυτάς εις βάρος του Δημοσίου. .... 7. ....". Άρθρο 11 : "1. Μετά την κατά την παράγραφον 5 του άρθρου 9 εισαγωγήν της υποθέσεως εις το "Γνωμοδοτικόν Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων" ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει εισηγητήν εν των μελών του Συμβουλίου, όπερ κατά την επομένην συνεδρίασιν εισηγείται εγγράφως επί της υποθέσεως, μεθ' ο εκδίδεται η γνωμοδότησις. 2. ... 3. ... 4. Η γνωμοδότησις του Συμβουλίου εκδίδεται εν πάση περιπτώσει εντός της κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 8 εξαμήνου προθεσμίας....5. Η γνωμοδότησις του Συμβουλίου μετά της κατά την παράγραφον 6 του προηγουμένου άρθρου αποφάσεως του επί των Οικονομικών Υπουργού περί αποδοχής ή μη αυτής, εν όλω ή εν μέρει, καταχωρείται εις ειδικόν βιβλίον, περίληψις δε της τε γνωμοδοτήσεως και της αποφάσεως του Υπουργού κοινοποιείται επί αποδείξει εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τον αντίκλητον αυτού. 6. ... ". Άρθρο 12 παρ. 1: "Εάν το Συμβούλιον γνωμοδοτήση υπέρ της αποδόσεως του αιτουμένου ακινήτου ως ανήκοντος εις τον υποβαλόντα την αίτησιν, εγκρίνη δε την απόδοσιν εν όλω ή εν μέρει ο Υπουργός των Οικονομικών, αύτη, καθ' ο μέρος ήθελεν εγκριθή υπό του Υπουργού των Οικονομικών, ενεργείται διά πρωτοκόλλου παραδόσεως υπό του Οικονομικού Εφόρου ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου, οριζομένου υπό του Υπουργείου των Οικονομικών, εντός ενός μηνός από της εγκρίσεως, μεταβιβαζομένων αυτοδικαίως εις τον προς ον η απόδοσις και όλων των δικαιωμάτων και αγωγών εκ της μισθώσεως τυχόν ή άλλης σχέσεως του Δημοσίου προς τρίτους άνευ άλλης μεταβιβαστικής πράξεως και άνευ ουδεμιάς ευθύνης του Δημοσίου δι' εκνίκησιν ή άλλην αιτίαν". Με τις ανωτέρω διατάξεις, καθιερώνεται ενιαίο σύστημα επιλύσεως των αμφισβητήσεων, που προκύπτουν μεταξύ Δημοσίου και τρίτων, ως προς την κυριότητα αυτού ή εκείνων επί ακινήτων, η περί των οποίων τελική κρίση πάντως ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 9 έως 13 του ίδιου νόμου, θεσπίζεται ειδική διοικητική διαδικασία, με σκοπό την έρευνα και τη διαπίστωση της βασιμότητας των ισχυρισμών φυσικού ή νομικού προσώπου, που προβάλλει έναντι του Δημοσίου δικαιώματα κυριότητας επί ακινήτων. Η τήρηση της διαδικασίας αυτής τίθεται, μάλιστα, ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την έγερση, ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής κατά του Δημοσίου, αποβλέπει δε στην εξώδικη επίλυση των σχετικών διαφορών και την αποφυγή της δημιουργίας ασκόπων δικών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες είναι δυνατή η ευχερής διάγνωση των αξιώσεων κατά του Δημοσίου (ΣτΕ 4047/2015). Η σχετική δε εγκριτική απόφαση του αρμόδιου υπουργού είναι μονομερής διοικητική πράξη, με χαρακτήρα αναγνωριστικό και όχι διαπλαστικό, υποκείμενη σε ανάκληση, κατ' εφαρμογή των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων. Ειδικότερα, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξεως, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεων. Σύνθεση των αρχών αυτών συνιστούν οι γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, εάν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους, ενώ επιτρέπεται η ανάκλησή τους και μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 4069/2012, 3906/2008, 2403/1997 Ολομ.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 21 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), "1. Αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. 2. Για την ανάκληση δεν είναι απαραίτητο να τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται για την έκδοση της πράξης, εκτός αν ανακαλείται πράξη νόμιμη ή πράξη παράνομη ύστερα από εκτίμηση πραγματικών περιστατικών". Στην κρινομένη υπόθεση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αντιμετωπίζοντας τον κατ' ένσταση ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί παραιτήσεως του αναιρεσιβλήτου από την έγερση ιδιοκτησιακής αξίωσής του επί της λίμνης ...ς, δέχτηκε τα ακόλουθα: "...Μεταξύ των προαναφερθέντων συμβάσεων ανταλλαγής περιλαμβάνεται και η επίδικη υπ' αριθ. .821/22-5-2007 συμβολαιογραφική σύμβαση ανταλλαγής της ως άνω συμβολαιογράφου, στην οποία αναγράφεται ότι η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα αντάλλαξε, μεταβίβασε και παρέδωσε στο ενάγον, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή τα 11,137 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου των συνολικών λιμναίων εκτάσεων της περιγραφόμενης σ' αυτό λίμνης ... και σε αντάλλαγμα της μεταβίβασης το ενάγον μεταβίβασε και παράδωσε προς την εναγόμενη οικόπεδο εμβαδού 148.608 τετραγωνικών μέτρων κειμένου στην εκτός σχεδίου και εκτός Γ.Π.Σ. περιοχή του Δήμου .... Με το ως άνω συμβόλαιο ανταλλαγής συμφωνήθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι για κάθε διένεξη ή διαφορά των συμβαλλομένων που θα προέλθει από αυτό θα λύεται από τα Δικαστήρια των Αθηνών, ότι η λίμνη ...-... μετά των επ' αυτής νησίδων περιήλθε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου από αμνημονεύτων χρόνων, ότι το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας με την υπ' αριθ. 46/2002 γνωμοδότησή του αναγνώρισε την κυριότητα της Ιεράς Μονής επί των λιμναίων εκτάσεων της λίμνης που έγινε αποδεκτή με την υπ' αριθ. 1051266/10611/Α0010/4-6-2003 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ότι με την υπ' αριθ. 15/2004 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ορίσθηκε ότι "ουδέν όργανό του δικαιούται να αμφισβητήσει την κυριότητα της Ιεράς Μονής έναντι του Δημοσίου επ' αυτών". Εξ άλλου η Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο ως άνω συμβόλαιο ανταλλαγής δήλωσε "ότι το υπ' αυτής μεταβιβαζόμενο ποσοστό των λιμναίων εκτάσεων της ...ς-... μεταβιβάζεται ακριβώς όπως αυτή παρέλαβε τις εκτάσεις αυτές στην πραγματική και νομική τους κατάσταση, κατόπιν των ως άνω αποφάσεων του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, όπως αυτές εγένοντο αποδεκτές παρά του αρμοδίου Υπουργού και παρά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο δια του διαχειριστικά αρμοδίου Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων γνωρίζει καλώς και πλήρως την σημερινή νομική και πραγματική τους κατάσταση, στο σύνολό τους, προς διατήρηση, άλλωστε, της οποίας, αμεταβλήτου, ως αναγόμενης στο γνωστόν και υπηρετούμενο από αυτό Δημόσιο συμφέρον, προβαίνει στην παρούσα ανταλλαγή, χάριν και της διατηρήσεως και των στις ως άνω λιμναίες εκτάσεις υπαρχουσών νομικών και πραγματικών καταστάσεων υπέρ των αγροτών και των αλιέων της περιοχής και του εν γένει Δημοσίου συμφέροντος". Περαιτέρω και αφού προηγήθηκαν οι υπ' αριθ. 3511/4.9.2008, 3557 535/9.9.2008 και 3683/15.9.2008 παραγγελίες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών περί διερευνήσεως της υποθέσεως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ανωτέρω εκτάσεων (λίμνης ...ς και παραλιμνίων περιοχών), προκειμένου να διακριβωθεί η τυχόν τέλεση εγκλημάτων, και, ιδίως, αυτού της κακουργηματικής απάτης, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ άλλων, από τα μέλη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών παρήγγειλε, με το υπ' αριθ. πρωτ. ΕΜΠ. 0051/18.9.2008 έγγραφό του προς τον Γενικό Διευθυντή Δημοσίας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου, την άμεση αναπομπή του συνόλου της υποθέσεως στο ως άνω Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, προκειμένου να επανακριθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω εκτάσεων, ενόψει και των αναφερομένων στις προαναφερθείσες εισαγγελικές παραγγελίες. Στη συνέχεια η υπόθεση διαβιβάσθηκε στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας με το υπ' αριθ. πρωτ. ΕΜΠ. 17536/19.9.2008 έγγραφο του ανωτέρω Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Τέλος, εκδόθηκε η υπ' αριθ. πρωτ. 1098315/6443/Α0010/3.10.2008 πράξη του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία ανεκλήθησαν οι ως άνω υπ' αριθ. πρωτ. 1007690/610/Α0010/5.2.1999, 1064538/5928/Α0010/5.8.2002 και 1051266/10611/Α0010/ π.ε./4.6.2003 Υπουργικές Αποφάσεις και τα από 11.12.2002 και 25.6.2003 πρωτόκολλα παραδόσεως και παραλαβής των προαναφερθεισών εκτάσεων (παραλιμνίων περιοχών και λίμνης ...ς), που είχαν εκδοθεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12 του αν. 1539/1938, σε εκτέλεση των πράξεων αυτών. Η ανάκληση έγινε με την εξής αιτιολογία: "1. Από την αντιπαραβολή και τον έλεγχο του περιεχομένου των ανωτέρω αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων και πρωτοκόλλων δεν προκύπτει η έλλειψη της κυριότητας του Δημοσίου και αντίστοιχα η κυριότητα της Μονής Βατοπεδίου επί των αναφερομένων στις ανωτέρω αποφάσεις εκτάσεων, ενόψει και της ασάφειας και αοριστίας ως προς τον ακριβή προσδιορισμό των ακινήτων, της έκτασης, των ορίων τους, αλλά και του χαρακτήρα τους και ιδίως της ιδιότητάς τους ως κοινοχρήστων ή παραλίμνιων ή παρόχθιων εκτάσεων ή εκτάσεων επί νησίδων της λίμνης ...ς. 2. ... λόγοι προστασίας της δημόσιας περιουσίας επιβάλλουν, όπως οι πράξεις περί αναγνωρίσεως της ελλείψεως οποιουδήποτε εμπραγμάτου δικαιώματος του Δημοσίου και αντίστοιχα της αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων τρίτων επί αμφισβητούμενων εκτάσεων, στηρίζονται σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία ως προς την έλλειψη δικαιωμάτων του Δημοσίου, ενώ αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω. 3....κατ' ακολουθία συντρέχουν προφανείς και σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την ανάκληση όλων των ανωτέρω ... πράξεων". Κατά της τελευταίας αυτής Υπουργικής αποφάσεως η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας το οποίο με την υπ' αριθ. 3776/2012 απόφασή του απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη...Περαιτέρω επί του ισχυρισμού της εναγομένης περί παραιτήσεως του ενάγοντος από την έγερση εμπράγματης αγωγής ως προς τη λίμνη ...ς μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας με την έκδοση των προαναφερθεισών γνωμοδοτήσεων του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, που αποδέχθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ο Υπουργός Οικονομικών και την υπ' αριθ. 15/2005 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την οποία κρίθηκε ότι μετά τις ανωτέρω γνωμοδοτήσεις κανένα όργανο του Δημοσίου δικαιούται να αμφισβητήσει την κυριότητά της, αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθ. υπ' αριθ. πρωτ. 1098315/6443/Α0010/3.10.2008 πράξη του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ανεκλήθησαν "από της εκδόσεώς τους" οι ως άνω υπ' αριθμ. πρωτ. 1007690/610/Α00110/5.2.1999, 1064538/5928/Α0010/5.8.2002 και 1051266/10611/Α0010/π.ε./4.6.2003 Υπουργικές Αποφάσεις και τα από 11.12.2002 και 25.6.2003 πρωτόκολλα παραδόσεως και παραλαβής των προαναφερθεισών εκτάσεων, και συνεπώς απέβαλαν κάθε ισχύ, η δε μη ανάκληση της υπ' αριθ. 1046300/3944/Α0010/7-6-2004 Υπουργικής Αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή η υπ' αριθ. 26/2004 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, που είχε γνωμοδοτήσει ότι "δεν συντρέχει νόμιμος λόγος επανεξέτασης" των υπ' αριθμ. 26/3-12-1998, 17/18-7-2002 και 46/28-11-2002 γνωμοδοτήσεων του ιδίου Συμβουλίου, δεν μεταβάλει τα πράγματα, καθότι με αυτή κρίθηκε ότι δεν συντρέχει λόγος επανεξέτασης των προηγηθεισών γνωμοδοτήσεων δίχως να εγκρίνεται η απόδοση της λίμνης και των παραλιμνίων εκτάσεων στη Ιερά Μονή Βατοπεδίου...Η ανακλητική αυτή απόφαση, που έγινε βάσει του άρθρου 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,...είναι νόμιμη, αφού δεν στηρίχθηκε η ανάκληση σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ώστε να απαιτείται γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας. Ειδικότερα ως προς την ανακληθείσα υπ' αριθ. 1051266/1061 1/Α0010/ΠΕ/4-6-2003 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία έγινε αποδεκτή η υπ' αριθ. 46/2002 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του ενάγοντος επί της λίμνης ...ς και των οχθών αυτής, χιλιοστά της οποίας όπως προαναφέρθηκε ανταλλάχθηκαν με την επίδικη σύμβαση ανταλλαγής, αποδείχθηκε ότι αυτή (Υπουργική Απόφαση) ήταν παράνομη καθότι στηρίχθηκε σε εσφαλμένη κατά περιεχόμενο γνωμοδότηση του ως άνω γνωμοδοτικού οργάνου, για την έκδοση της οποίας έχουν παραπεμφθεί μέλη του, όπως προαναφέρθηκε, με το υπ' αριθμ. 2000/2013 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, για το αδίκημα της απλής συνέργειας στην πράξη της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου τελεσθείσα από τον Υφυπουργό Οικονομικών Απόστολο Φωτιάδη, κατηγορούμενα, μεταξύ των άλλων, όσο αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...-..., ότι γνωμοδότησαν υπέρ τη μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητος του Ελληνικού Δημοσίου επί της Λίμνης ...ς και των οχθών αυτής ως ανήκουσας εξ ολοκλήρου στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, ενώ γνώριζαν
α) ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης είχε λυθεί οριστικά με την υπ' αριθ. 2343/1930 σύμβαση υπέρ του Δημοσίου,
β) ότι η κυριότητα του Δημοσίου επί της λίμνης ...ς και ο κοινόχρηστος και εκτός συναλλαγής χαρακτήρας αυτής είχε επιβεβαιωθεί με την υπ' αριθ. 41/1929 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας,
γ) ότι η κυριότητα του Δημοσίου επί της λίμνης ...ς και ο κοινόχρηστος και εκτός συναλλαγής χαρακτήρας αυτής είχε επιβεβαιωθεί επίσης με την υπ' αριθ. 111/18-2-2000 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
δ) ότι η επίκληση των χρυσόβουλων λόγων ως τίτλο κτήσης κυριότητας από την Ιερά Μονή Βατοπεδίου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθότι ουδόλως προκύπτει ότι παραχωρήθηκε με αυτά η κυριότητα της λίμνης ...ς στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου και ε) έλαβαν υπόψη το Ν.Δ. 271/1941, το οποίο όμως, είχε ανακληθεί από της εκδόσεώς του από το έτος 1945. Σε κάθε, δε, περίπτωση το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...ς-... δεν υπαγόταν στις περιπτώσεις που μ...ε ευχερώς να διαγνωστεί η κυριότητα της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου έναντι του ενάγοντος Δημοσίου και επομένως συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την ανάκληση της προαναφερθείσας υπ' αριθ. 1051266/1061 1/Α0010/ΠΕ/4-6-2003 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών...Συνακόλουθα δε και λόγω της αναδρομικότητας της ως άνω ανακλητικής υπ' αριθ. πρωτ. 1098315/6443/ΑΟΟ10/3.10.2008 Υπουργικής Απόφασης και της για το λόγο αυτό εξαφάνισης των εννόμων συνεπειών της ανακληθείσας υπ' αριθ. 1051266/10611/Α0010/ΠΕ/4-6-2005 Υπουργικής Αποφάσεως, που είχε αποδεχθεί την υπ' αριθ. 46/2002 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας περί μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Δημοσίου επί της λίμνης ...ς και των οχθών αυτής, τα παραχθέντα από την τελευταία αποτελέσματα και τα στηριζόμενα σ' αυτή δικαιώματα της εναγομένης επί της λίμνης ...ς ανατράπηκαν αναδρομικά από της εκδόσεώς της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά τα εκτεθέντα στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, η υπ' αριθ. 1051266/10611/Α0010/ΠΕ/4-6-2003 Υπουργική Απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η υπ' αριθ. 46/2002 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας ως προς την ύπαρξη ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της Ιεράς Μονής επί της λίμνης ...ς έχει αναγνωριστικό απλώς χαρακτήρα και όχι διαπλαστικό, δηλαδή μεταβιβαστικό της κυριότητας χαρακτήρα..., για την οποία (κυριότητα) την τελική κρίση έχουν τα πολιτικά Δικαστήρια που δεν δεσμεύονται από το περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων του ως άνω Γ.Σ.Δ.Κ.Α.Π....Περαιτέρω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την υπ' αριθ. 15/2005 γνωμοδότησή του, όπως προαναφέρθηκε, γνωμοδότησε ότι κατόπιν των προαναφερθεισών υπ' αριθ. 17/2002, 46/2002 και 26/2004 γνωμοδοτήσεων του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, που έγιναν αποδεκτές από τον Υπουργό των Οικονομικών, η Ιερά Μονή Βατοπεδίου αναγνωρίσθηκε έναντι του Δημοσίου κυρία των αναφερθεισών εκτάσεων και ότι ουδέν όργανό του δικαιούται να αμφισβητήσει την κυριότητα της Ιεράς Μονής έναντι του Δημοσίου επ' αυτών, πλην, όμως, η γνωμοδότηση αυτή στηρίχθηκε στις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, και στις σχετικές εγκριτικές Υπουργικές Αποφάσεις, που, όμως, όπως προαναφέρθηκε, ανακλήθηκαν από της εκδόσεως τους. Επιπρόσθετα, δε, για την έκδοση αυτής (γνωμοδοτήσεως Ν.Σ.Κ.) έχουν παραπεμφθεί, όπως προαναφέρθηκε, στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους....Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός της εναγόμενης περί παραιτήσεως του ενάγοντος από την έγερση ιδιοκτησιακών αξιώσεων για την λίμνη ...ς, που προβάλλεται επί του αγωγικού ισχυρισμού του ενάγοντος περί ακυρότητας της επίδικης συμβάσεως ανταλλαγής και των σχετικών μεταβιβαστικών συμβάσεων κυριότητας λόγω ιδίας κυριότητος του ενάγοντος στη λίμνη ...ς, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ' υπ' αριθ. πρωτ. 1098315/6443/Α0010/3.10.2008 πράξη του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ανακλήθηκε νόμιμα από της εκδόσεώς της και συνεπώς απέβαλε κάθε ισχύ η υπ' αριθ. 1051266/10611/Α0010/π.ε./4.6.2003 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που είχε αποδεχθεί την υπ' αριθ. 46/2002 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας περί μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί της λίμνης ...ς...". Το Εφετείο, με την κρίση του, ότι με την 1098315/6443/Α0010/3.10.2008 πράξη του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ανακλήθηκε νομίμως από της εκδόσεώς της και συνεπώς απέβαλε κάθε ισχύ η 1051266/10611/Α0010/π.ε./4.6.2003 ΥΑ του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που είχε αποδεχτεί την 46/2002 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, περί μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί της λίμνης Βιστωνίας, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8-12 του ΑΝ 1539/1938, ούτε εκείνες του άρθρου 21 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εφόσον δέχτηκε ότι η ανακληθείσα εγκριτική απόφαση ήταν παράνομη και η ανάκλησή της έγινε για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν στηρίχτηκε σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ώστε να απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας που απαιτείται για την έκδοσή της, ήτοι νέα γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας. Σημειώνεται δε ότι η διηγηματική αναφορά του Εφετείου στο 2000/2013 βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών μέλη του ανωτέρω γνωμοδοτικού οργάνου, δεν αποτέλεσε, ούτε μ...ε να αποτελέσει, ως εκ του χρόνου εκδόσεώς του, στοιχείο της ανακλητικής απόφασης, ώστε να γίνει λόγος περί ανακλήσεως στηριχθείσας σε κατ' ουσίαν εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Ωσαύτως, η μεταγενέστερη κατάρτιση δικαιοπραξιών, στηριζόμενων στην ανακληθείσα διοικητική πράξη, συναρτάται με την εκτίμηση περί του κύρους αυτών και όχι με το επιτρεπτό της ανακλήσεως της ανακληθείσας διοικητικής πράξης, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την ανάκλησή της, ώστε αλυσιτελώς επικαλείται η αναιρεσείουσα δικαιοπραξίες, στηριχθείσες στην ανακληθείσα διοικητική πράξη, ως λόγους που την αποκλείουν.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος, κατά οικείο μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, με την ανωτέρω κρίση του, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το να μην κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή του αναιρεσιβλήτου λόγω της αβασίμως επικαλούμενης από την αναιρεσείουσα ως άνω παραιτήσεως, όπως η τελευταία επικουρικώς προβάλλει, επίσης, με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως.
Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μη έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΚ 174 και 180). Επίσης, όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνον από τον ένα των συμβαλλόμενων, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια, αλλά, τυχόν, άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως) και είναι αδιάφορο το γεγονός, ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν την μεταξύ τους σχέση, ως συμβιβασμό. Η σύμβαση αυτή είναι αμφοτεροβαρής, όπου η υποχρέωση του ενός από τα μέρη αντιστοιχεί σε ανάλογη υποχρέωση του άλλου, χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι ίσης αξίας ή απολύτως ανάλογες, αμοιβαίες δε υποχωρήσεις αποτελούν κάθε είδους θυσίες. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 100Α του Συντάγματος "Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων που υπηρετούν σε αυτό. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκουν ιδίως η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου και η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό...", ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3086/2002, στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) ανήκει η νομική υποστήριξη του Κράτους, στην οποία περιλαμβάνονται, ιδίως: α) η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου, β) η έκδοση γνωμοδοτήσεων σε ερωτήματα της Διοίκησης, γ) η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, δ) ο δικαστικός και εξώδικος συμβιβασμός του Δημοσίου. Γνωμοδοτεί δε το ΝΣΚ κατά τις διαδικασίες τις προβλεπόμενες στα άρθρα 6 και 7 του ίδιου νόμου. Στην ένδικη περίπτωση, το Εφετείο, επί του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, ότι η καταρτισθείσα με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο συμφωνία εμπεριέχει συμφωνία συμβιβασμού, υπό την γενική έννοια του άρθρου 871 ΑΚ, δέχτηκε τα ακόλουθα: "..Στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής, όπως προαναφέρθηκε, είναι άκυρη, κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, λόγω της ιδιότητας του μεταβιβασθέντος, για την ως άνω ανταλλακτική αιτία, ιδανικού μεριδίου της λίμνης ...ς από την εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο ενάγον Ελληνικό Δημόσιο καθότι αποδείχθηκε ότι η λίμνη ...ς-... και οι όχθες αυτής ανήκαν κατά το χρόνο της ανταλλαγής στην κυριότητα του ενάγοντος και ότι λόγω της ιδιότητάς της ως μεγάλης λίμνης είναι κοινόχρηστο και εκτός συναλλαγής πράγμα που το ιδιοκτησιακό του καθεστώς μπορεί να ρυθμισθεί μόνο με νόμο και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν μπορεί να εφαρμοσθούν ως προς αυτή (επίδικη σύμβαση ανταλλαγής), λόγω της ως άνω ακυρότητας, οι διατάξεις του άρθρου 361 του ΑΚ περί ελευθερίας των συμβάσεων. Επιπρόσθετα, δε, ως προς τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής εμπεριέχει σύμβαση συμβιβασμού, πέραν του γεγονότος ότι δεν έχουν τηρηθεί οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για την έγκυρη σύναψη συμβάσεως συμβιβασμού εκ μέρους του ενάγοντος Δημοσίου (γνωμοδότηση ΝΣΚ και έγκριση από Υπουργό Οικονομικών), στην προκειμένη περίπτωση στο επίδικο συμβόλαιο ανταλλαγής ουδεμία δικαιοπρακτική δήλωση περί συμβιβασμού εμπεριέχεται, ούτε και μπορεί να συναχθεί τέτοια, αφού στην προκειμένη περίπτωση αντηλλάγησαν ακίνητα ίσης αξίας, χωρίς να συντρέχει αμοιβαία υποχώρηση των μερών, όπως απαιτείται κατ' άρθρο 872 του ΑΚ. Περαιτέρω επί των κοινοχρήστων πραγμάτων, όπως προεκτέθηκε στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, δεν χωρεί εκποίηση, ανταλλαγή ή συμβιβασμός εκ μέρους του Δημοσίου αλλά επιτρέπεται μόνον η παραχώρηση ιδιαιτέρων ιδιωτικών δικαιωμάτων, εάν αυτά δεν αναιρούν την - κατά τον προορισμό του πράγματος - κοινοχρησία και εφόσον η παραχώρηση προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου... ενώ, επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι "με νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και διαχείριση των λιμνοθαλασσών και των μεγάλων λιμνών..." συνάγεται ότι για τη λίμνη ...ς, που όπως προαναφέρθηκε είναι μεγάλη λίμνη, μόνο με νόμο μπορεί να ρυθμισθούν θέματα που αφορούν το ιδιοκτησιακό της καθεστώς και συνεπώς δεν μ...ε να αποτελέσει το ιδιοκτησιακό της καθεστώς αντικείμενο έγκυρης σύμβασης συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων. Επομένως ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής εμπεριέχει σύμβαση συμβιβασμού κατ' άρθρο 872 του ΑΚ, άλλως ανώνυμο συνάλλαγμα κατ' άρθρο 361 του ΑΚ με αντικείμενο τη συμβατική διευθέτηση της ιδιοκτησιακής διαφοράς της λίμνης ...ς είναι απορριπτέος, ως νομικά αβάσιμος. Συνακόλουθα, εν όψει όλων των προεκτεθέντων, οι καταρτισθείσες με το υπ' αριθ. …21/22-5-2007 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Α. Π. α) υποσχετική σύμβαση ανταλλαγής των προαναφερθέντων ακινήτων (ποσοστού 11,137/1000 εξ αδιαιρέτου της λίμνης ...ς- ... και ακινήτου συνολικής εκτάσεως 148.608 τμ στο 2° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού ... του Δήμου ...) και
β) οι εμπράγματες συμβάσεις μεταβιβάσεως από την εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο ενάγον Δημόσιο της κυριότητας ποσοστού 11,137/1000 εξ αδιαιρέτου της λίμνης ...ς-... και από το ενάγον στην εναγόμενη της κυριότητας του ακινήτου εκτάσεως 148.608 τμ που βρίσκεται στην ως άνω περιοχή του Δήμου …, είναι άκυρες για το λόγο ότι η κυριότητα της λίμνης ...ς- ... δεν ανήκε στην εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου αλλά ανήκε καθολοκληρία στο ίδιο το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο (μεγάλη λίμνη) του οποίου το ιδιοκτησιακό καθεστώς μπορεί να ρυθμισθεί μόνο με νόμο (άρθρο 18 παρ.2 του Συντάγματος) και της οποίας και οι όχθες κατ' άρθρο 2 του ν. 2971/2001 ανήκουν στην κυριότητα του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη, λόγω της ως άνω ιδιότητας της λίμνης ...ς, κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, η επίδικη ενοχική σύμβαση ανταλλαγής, λόγω δε της ακυρότητας της συμβάσεως της ανταλλαγής, ελλείψει έγκυρης (νόμιμης) ανταλλακτικής αιτίας, καθίστανται άκυρες και οι εμπράγματες συμβάσεις ανταλλαγής των προαναφερθέντων ακινήτων και ειδικότερα: α) η εμπράγματη μεταβίβαση εκ μέρους της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου στο ενάγον Δημόσιο του ως άνω ιδανικού μεριδίου της κυριότητας λίμνης ...ς-... και β) η εμπράγματη μεταβίβαση εκ μέρους του ενάγοντος στην εναγόμενη του επιδίκου ακινήτου εκτάσεως 148.608 τμ στην ως άνω περιοχή του Δήμου …, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και όσα εκτέθηκαν στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης σκέψη που προηγήθηκε. Σε κάθε περίπτωση το ενάγον δεν μ...ε να παραιτηθεί εγκύρως υπέρ της εναγομένης από την έγερση ιδιοκτησιακών αξιώσεων για τη λίμνη ... με την προαναφερθείσα διοικητική διαδικασία λόγω της ιδιότητας της λίμνης ως μεγάλης λίμνης που ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος και της οποίας το ιδιοκτησιακό καθεστώς μ...ε να ρυθμιστεί μόνο με νόμο (άρθρο 18 παρ. 2 Συντάγματος)...". Με την ανωτέρω απορριπτική κρίση του, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 871 ΑΚ, 8-12 του Α.Ν. 1532/1938, ούτε εκείνες των άρθρων 2, 6, 7 του ν. 3086/2002. Τούτο, διότι για τη στήριξη του σχετικού απορριπτικού του διατακτικού, αρκούσε η αιτιολογία, ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ...ς, που είναι μεγάλη λίμνη, λόγω του χαρακτήρα της, ως κοινόχρηστου, εκτός συναλλαγής πράγματος, που ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, δεν μ...ε να αποτελέσει αντικείμενο έγκυρης συμβάσεως συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην εξέταση του πρώτου λόγου της αιτήσεως. Εντεύθεν, ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως, κατά το οικείο μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, αποδίδει στην αναιρεσιβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Αλυσιτελώς, ως εκ τούτου, πλήττονται οι λοιπές πλεοναστικές αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης, με τον ίδιο λόγο, σημειουμένου, πάντως, ως προς αυτές, ότι: 1) οι διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων εκδίδονται από διαφορετικά όργανα (Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας και ΝΣΚ) οι γνωμοδοτήσεις του ΑΝ 1532/1938 και του ν. 3086/2002, αντίστοιχα, που έχουν διαφορετικό αντικείμενο και αποβλέπουν σε διαφορετικές έννομες συνέπειες, δεν ταυτίζονται και δεν υποκαθιστούν η μία την άλλη, η δε συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρμοδιότητα του ΝΣΚ να γνωμοδοτεί στις περιπτώσεις δικαστικού και εξώδικου συμβιβασμού του Δημοσίου είναι αποκλειστική, 2) εφόσον το Εφετείο δέχτηκε, κατά τις ουσιαστικές του παραδοχές, ότι η κυριότητα της λίμνης ...ς ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, δεν υπάρχει σχετική, έστω, αμοιβαιότητα και αναλογία υποχωρήσεων, στοιχειοθετούσα συμβιβασμό, κατά την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ, το δε δικαστήριο δεν δέχτηκε ύπαρξη κενού στη δικαιοπραξία ή αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης, αλλ' αντιθέτως δέχτηκε ότι ουδεμία δικαιοπρακτική δήλωση περί συμβιβασμού εμπεριέχεται στο προσβαλλόμενο συμβόλαιο, ώστε δεν υφίσταται έδαφος για την από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επειδή, κατά τους αναιρετικούς ισχυρισμούς, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα περιστάσεις, που οδηγούν σε κατ' ερμηνεία, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, συναγωγή αποδεικτικού πορίσματος περί εμπεριεχόμενου συμβιβασμού, ούτε επειδή δεν έλαβε υπόψη, για τη σχετική κρίση του, σε τι άλλο προταθέν από εκείνη συνίσταντο οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των μερών (λήξη φιλονικίας με αναγνώριση κυριότητάς της στη λίμνη και αποχώρησή της από την περιοχή μεταβιβάζοντας στο αναιρεσίβλητο την κυριότητα της λίμνης λαμβάνοντας στη θέση της άλλα ακίνητα) και 3) οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι το Εφετείο, με την ανωτέρω κρίση του, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 570 ΑΚ, καθόσον αυτή ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι δεν πρόκειται για "ανταλλαγή", αλλά για "συμβιβασμό" και αυτό που ισχυρίστηκε είναι ότι η επίμαχη ανταλλαγή είχε, ως δικαιοπρακτικό της θεμέλιο, την οριστική μεταξύ των διαδίκων διευθέτηση της ιδιοκτησιακής έριδας, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Τούτο, διότι, σύμφωνα με το διαλαμβανόμενο στον προκείμενο λόγο περιεχόμενο των προτάσεών της, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αυτή, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 871 ΑΚ, ισχυρίστηκε ότι, με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο, τα μέρη αποφάσισαν να άρουν και συμβατικώς, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, τη διαφιλονικία τους, κι έτσι, το Δημόσιο αναγνώρισε την κυριότητα της Ι. Μονής σε λίμνη και παραλίμνιες εκτάσεις, η δε Μονή από την πλευρά της δέχτηκε να μην ασκήσει τα από την κυριότητά της δικαιώματα, αλλά να ανταλλάξει τις εκτάσεις αυτές με άλλα ακίνητα και να αποχωρήσει από την περιοχή. Επί του ισχυρισμού αυτού, που, κατά τη νομική του εκτίμηση, συνιστά ισχυρισμό από το άρθρο 871 ΑΚ, απάντησε το δικαστήριο, με την ανωτέρω κρίση του.

Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος πρέπει ν' απορριφθεί κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 9, άλλως από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι επιδίκασε μη αιτηθέν, άλλως έλαβε υπόψη πράγμα, που δεν προτάθηκε, καθόσον δέχτηκε την ακυρότητα της επίμαχης συμβάσεως ανταλλαγής, εξετάζοντας τόσο την κύρια βάση της αγωγής (ανυπαρξία ανταλλακτικής αιτίας), την οποία δέχτηκε, όσο και την πρώτη επικουρική βάση της (απαγορευμένη από το νόμο ανταλλαγή λόγω του χαρακτήρα της λίμνης ..., ως κοινόχρηστης μεγάλης λίμνης/λιμνοθάλασσας), ήτοι ερεύνησε και την πρώτη επικουρική βάση, χωρίς να έχει απορρίψει την κύρια βάση. Ο λόγος τυγχάνει αλυσιτελής. Τούτο, διότι αρκεί η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί παραδοχής της κύριας βάσεως, που στηρίζει με επάρκεια το σχετικό διατακτικό της, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, όπως προκύπτει από το επισκοπούμενο και πιο πάνω εκτιθέμενο περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής, στην κύρια βάση της διαλαμβάνεται επίκληση κυριότητας του αναιρεσιβλήτου στη λίμνη ..., θεμελιουμένη τόσο στο διαχρονικό χαρακτήρα της, ως κοινής χρήσεως, εκτός συναλλαγής πράγματος, όσο και σε διαδοχή του Βουλγαρικού κράτους δικαιώματι πολέμου. Έτσι, το Εφετείο δέχτηκε την κύρια βάση της αγωγής, με τα συγκροτούντα αυτήν περιστατικά, ότι το αναιρεσίβλητο διαδέχθηκε, ως καθολικός διάδοχος, το Βουλγαρικό Δημόσιο που είχε διαδεχθεί το οθωμανικό Δημόσιο και με τον τρόπο αυτό, απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα, μεταξύ άλλων, και της λίμνης ... από το Μάιο του έτους 1920, ως κοινόχρηστη μεγάλη λίμνη. Η παραδοχή δε περί του κοινόχρηστου, εκτός συναλλαγής πράγματος, χαρακτήρα της ..., ως μεγάλης λίμνης, ανεξάρτητα από το ότι συνδέεται και με το πραγματικό της κύριας βάσης, κατά το μέρος που θεμελιώνει κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, συνάπτεται ευθέως, κατά το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, με την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί εμπεριεχόμενης, στο επίμαχο συμβόλαιο ανταλλαγής, συμφωνίας συμβιβασμού, ως νόμω ανεπίτρεπτης και άκυρης, λόγω του παραπάνω χαρακτήρα της ....
Κατά την διάταξη του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιφατικότητα αιτιολογίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο δέχεται, ως αποδειχθέντα, γεγονότα, τα οποία αλληλοαποκλείονται ή όταν δεν είναι σαφές ποία είναι εκείνα τα οποία θεμελιώνουν το διατακτικό. Η αντίφαση πρέπει να υφίσταται μεταξύ των αιτιολογιών του αυτού κεφαλαίου. Η αντίφαση μεταξύ των απορριπτικών αιτιολογιών διαφόρων κεφαλαίων ή μεταξύ κυρίας και επικουρικής αιτιολογίας ή επαλλήλων αιτιολογιών, που στηρίζουν το διατακτικό της ή μεταξύ της αιτιολογίας των διαφόρων ενστάσεων δεν θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 559 αριθ. 17 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης, η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της αποφάσεως και να δημιουργεί τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της σκοπούμενης διαπλάσεως ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με δεδικασμένο. Εάν η αντίφαση υπάρχει στο αιτιολογικό ή ανάμεσα στο αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως και έχει την μορφή ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη, κυρίως, η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι δεν διαλαμβάνει καθόλου αιτιολογίες, σχετικές με τη βάση της αγωγής περί ακυρότητας της επίδικης συμβάσεως ανταλλαγής, σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, επικουρικώς δε η ίδια αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι τα συμβληθέντα μέρη δεν γνώριζαν τη μερική ακυρότητα, εγκειμένη στο ότι η αναιρεσείουσα μεταβίβασε στο αναιρεσίβλητο ποσοστό της λίμνης που δεν της ανήκε κατά κυριότητα, η αιτιολογία αυτή έρχεται σε αντίφαση με την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ για συντρέχον πταίσμα κατά 50% των πολιτικών και υπηρεσιακών οργάνων του αναιρεσιβλήτου στην επελθούσα, με την επίδικη σύμβαση ανταλλαγής, ζημία του, τα οποία ενήργησαν παρανόμως και υπαιτίως. Επικουρικότερα, προβάλλεται η πλημμέλεια από τον αριθ. 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι υπάρχουν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αντιφατικές διατάξεις, καθόσον οι διατάξεις περί ακυρότητας του προσβαλλόμενου συμβολαίου, αναγνωρίσεως της κυριότητας του αναιρεσιβλήτου στο ανταλλαγέν ακίνητο του αναιρεσιβλήτου και υποχρέωσης της αναιρεσείουσας να του το αποδώσει, προϋποθέτουσες αιτιολογία για γνώση της κατά τα ανωτέρω μερικής ακυρότητας, αντιφάσκουν με τη διάταξη επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη υπέρ του αναιρεσιβλήτου (λόγω αδικοπραξίας των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσίβλητης), ποσού 90.000 ευρώ, μετά μερική παραδοχή της περί συντρέχοντος πταίσματος του αναιρεσιβλήτου ενστάσεως της αναιρεσείουσας, προϋποθέτουσα αιτιολογία, καταφατική γνώσεως των αρμοδίων οργάνων του αναιρεσιβλήτου της επίμαχης μερικής ακυρότητας, ήτοι ότι η Μονή δεν είχε στην κυριότητά της τη λίμνη .... Ο προκείμενος λόγος, κατά τις επιχειρούμενες, κύριες και επικουρικές, θεμελιώσεις αναιρετικών πλημμελειών, είναι απορριπτέος. Ειδικότερα, ως προς την κύρια αιτίασή του, προεχόντως, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ναι μεν έκρινε νόμιμη την αγωγή και κατά τη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, πλην όμως, μετά την ουσιαστική διερεύνησή της, στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά και μόνο στη βάση της αγωγής τη σχετική με την ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης που συνεπιφέρει την ακυρότητα και των εμπράγματων εκποιητικών συμβάσεων, ήτοι ολική ακυρότητα, χωρίς ανάγκη προσφυγής στη βάση της αγωγής περί μερικής ακυρότητας, συνεπιφέρουσας την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας. Σε κάθε δε περίπτωση, αλυσιτελώς γίνεται επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας (ανυπαρξίας αιτιολογιών), εφόσον το αντίστοιχο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης επαρκώς στηρίζεται στην ακυρότητα της υποσχετικής συμβάσεως, που συνεπιφέρει την ακυρότητα και των εμπράγματων εκποιητικών συμβάσεων, ήτοι ολική ακυρότητα. Ως προς την επικουρική θεμελίωση της πλημμέλειας από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, διότι, ανεξάρτητα από τα προαναφερθέντα, η επικαλούμενη αντιφατικότητα αφορά αιτιολογίες διαφορετικών κεφαλαίων. Ως προς δε την επικουρικότερα προβαλλόμενη πλημμέλεια από τον αριθ. 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ωσαύτως, απαραδέκτως προβάλλεται, διότι, υπό τις επικαλούμενες αιτιάσεις, δεν αφορά αντιφατικές διατάξεις, αλλά αιτιολογίες διαφορετικών κεφαλαίων, για τις οποίες ισχύουν τα ανωτέρω εκτεθέντα.
Όπως προκύπτει από τα άρθρα 263, 264, 870 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που προταθεί σε τακτικό πολιτικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί διαφορά, ισχυρισμός περί υπαγωγής της σε διαιτησία, το δικαστήριο κρίνει τόσο το κύρος της σχετικής συμφωνίας (ΑΠ 1400/2008, 1219/2014), όσο και το αν η ενώπιόν του διαφορά υπάγεται πραγματικά στη διαιτησία (ΑΠ 8/1996, 877/2000), οπότε, σε καταφατική περίπτωση, την παραπέμπει στη διαιτησία, εάν δε, παρά ταύτα προχωρήσει στην εκδίκασή της, δημιουργείται απαράδεκτο και η απόφαση του δικαστηρίου ελέγχεται ακυρωτικώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 1043/1998). Στην ένδικη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα ακόλουθα, σχετικά με το περιεχόμενο της από 4/3/1930 συμβάσεως μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Μονής Βατοπεδίου: "...Κατόπιν των ανωτέρω, υπεγράφη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, η υπ' αριθ. …43/4-5-1930 σύμβαση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Δ. Ι., με την οποία η εναγόμενη παραχώρησε και μεταβίβασε στο ενάγον την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή των δύο αγροκτημάτων ..., που βρίσκονται στην Χαλκιδική, ενώ το ενάγον, σε αντάλλαγμα των ανωτέρω παροχών της εναγομένης, απέδωσε στην αποκλειστική κατοχή της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου "την εν ... λίμνην ... μετά των ιχθυοτροφείων αυτής των παρά την νησίδα και τα στόμια της λίμνης κειμένων (... και λοιπά) μετά των παραρτημάτων και εγκαταστάσεων αυτών", ως είχαν μέχρι τότε με τα ανέκαθεν γνωστά όρια τούτων με το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως της ιχθυοτροφίας και ιχθυοπαραγωγής κατά τα ειδικότερα καθοριζόμενα στην σύμβαση. Στην σύμβαση αυτή, εκτός των άλλων, ορίστηκαν και τα ακόλουθα: α) η παραχώρηση της κατοχής της λίμνης στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου "αναφέρεται εις μόνην την ιχθυοτροφικήν καλλιέργειαν και την εκμετάλλευσιν και πώλησιν της παραγωγής, του Δημοσίου διατηρούντος αμείωτα τα δημοσίου δικαίου δίκαια τα επί της λιμνοθαλάσσης και των ιχθυοτροφείων αυτής εν σχέσει προς τα δικαιώματα και τις εξουσίες εν γένει του Κράτους και της Διοικήσεως επί των λιμνών, ιχθυοτροφείων και λοιπών, της παραχωρουμένης ιχθυοτροφικής εκμεταλλεύσεως ενεργηθησομένης δια τούτο κατά τους εκάστοτε ισχύοντας κανόνας νόμων, διαταγμάτων ή εγκυκλίων οδηγιών", β) στην περίπτωση κατά την οποία η Ιερά Μονή δεν προέβαινε η ιδία στην εκμετάλλευση της λίμνης αλλά με εκμίσθωση προς τρίτους, τότε η δι' εκμισθώσεως εκμετάλλευση θα γινόταν από τη Μονή πάντοτε με δημοπρασία, που θα τελούσε υπό την έγκριση του Υπουργού Γεωργίας και θα διενεργείτο σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί ενοικιάσεως λιμνών και ιχθυοτροφείων, γ) στην περίπτωση μισθώσεως η Ιερά Μονή, αφού θα αφαιρούσε από το μίσθωμα την οφειλόμενη εισφορά της για την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους και τις αποσβέσεις των έργων που θα εκτελούντο από αυτή στη λίμνη, στη συνέχεια, από το απομένον καθαρό υπόλοιπο, θα κατέβαλλε στο Δημόσιο ποσοστό 60%, υπό τον όρο ότι στην Ιερά Μονή απομένον ποσοστό καθαρών κερδών δεν θα να είναι κατώτερον του 1.000.000 δραχμών ετησίως, και εφόσον τα καθαρά κέρδη του έτους υπερβαίνουν το ποσό αυτό, δ) χωρίς προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Υπουργού Γεωργίας απαγορεύθηκε "πάσα οιαδήποτε εκχώρησις της εκμεταλλεύσεως εκμίσθωσης των ιχθυοτροφείων και πάσα οιαδήποτε σχετική πράξις μονομερούς δηλώσεως ή συμβάσεως ως προς οιουσδήποτε, της πράξεως της παρά τα ως άνω γενομένης υπό της Μονής λογιζομένης αυτοδικαίως ως εξ υπαρχής ακύρου και ως ουδέποτε συνομολογηθείσης", και ε) η Διοίκηση θα παρακολουθούσε την υπό της Μονής διαχείριση της εκμεταλλεύσεως της λίμνης, με αντιπρόσωπο που θα όριζε ο Υπουργός Γεωργίας. Με την ίδια ως άνω σύμβαση η εναγομένη Ιερά Μονή παραιτήθηκε από την προαναφερθείσα από 1-5-1922 διεκδικητική αγωγή της κατά του Δημοσίου και συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση αμφισβητήσεως ή διενέξεως εξ αφορμής των όρων και στοιχείων της συμβάσεως αποφαίνεται ανεκκλήτως, ως διαιτητικό δικαστήριο, τριμελής επιτροπή εξ αρεοπαγιτών οριζομένων υπό του Νομικού Συμβουλίου επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου των συμβαλλομένων κατά τις διατάξεις του ν. 3332/1925...". Περαιτέρω, το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα επί του προταθέντος από την αναιρεσείουσα ισχυρισμού περί υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία: "Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό της εναγόμενης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ότι με την ως άνω από 4-3-1930 σύμβαση είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων όρος υποβολής της διαφοράς σε διαιτησία, αποδείχθηκε ότι προβλεπόταν σ' αυτή ότι: "Εν περιπτώσει αμφισβητήσεων ή διενέξεων εξ αφορμής των όρων και στοιχείων της παρούσης συμβάσεως αποφαίνεται ανεκκλήτως ως διαιτητικόν δικαστήριον τριμελής Επιτροπή εξ Αεροπαγιτών διοριζόμενων υπό του Νομικού Συμβουλίου, επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου εκ των συμβαλλομένων κατά τας διατάξεις του νόμου 3332 του έτους 1925", δηλαδή προβλεπόταν με την ως άνω σύμβαση διαιτησία για την περίπτωση αμφισβητήσεων ή διενέξεων εξ αφορμής των όρων και στοιχείων αυτής (συμβάσεως), που όσον αφορά τη λίμνη ... αφορούσαν μόνο την παραχώρηση της κατοχής της λίμνης εκ μέρους του ενάγοντος προς την εναγόμενη για ιχθυοτροφική καλλιέργεια και εκμετάλλευση, για τις οποίες και μόνο διενέξεις συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η προσφυγή σε διαιτησία και συνεπώς δεν συμφωνήθηκε να υπάγονται στην ως άνω διαιτησία και οι διαφορές που αφορούσαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ....
Συνεπώς, η ένδικη υπόθεση, εφόσον δεν έχει αντικείμενο που να αφορά τον τρόπο και τους όρους της ιχθυοτροφικής εκμετάλλευσης της λίμνης ... μεταξύ των διαδίκων, δεν μπορεί να υπαχθεί στις διαφορές για τις οποίες ισχύει η παραπάνω ρήτρα διαιτησίας και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγόμενη Ιερά Μονή Βατοπεδίου ότι δεν υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων λόγω υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία, ως προς τον ισχυρισμό του Δημοσίου, ότι με τη σύμβαση του έτους 1930 αναγνωρίσθηκε η κυριότητά του επί της λίμνης ..., πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα...". Με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του περί διαιτησίας όρου, που διαφεύγει τον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1043/1998), δέχτηκε στο σχετικό αποδεικτικό του πόρισμα, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, ότι συμφωνήθηκε από τα μέρη προσφυγή στη διαιτησία για την περίπτωση αμφισβητήσεων ή διενέξεων εξ αφορμής των όρων και των στοιχεία της σύμβασης, που αφορούσαν μόνο την παραχώρηση της κατοχής της λίμνης από το αναιρεσίβλητο στην αναιρεσείουσα, για ιχθυοτροφική καλλιέργεια και εκμετάλλευση και δεν συμφωνήθηκε να υπάγονται σε διαιτησία και οι διαφορές, που αφορούσαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης .... Από τις αναφερθείσες δε παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, προκύπτει σαφώς το τι δέχτηκε το Εφετείο, ως αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης και του περί διαιτησίας ειδικότερου όρου της. Τούτο δε, δεν αναιρούσε τη δυνατότητα του δικαστηρίου, να εκτιμήσει το περιεχόμενο της συμβάσεως, προς συναγωγή κρίσης περί αναγνωρίσεως της κυριότητας του Δημοσίου ή συναγωγή τεκμηρίου ή επιχειρήματος, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης.
Συνεπώς, ο έκτος λόγος της αιτήσεως, κατά το οικείο μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ωσαύτως, το Εφετείο, με το να απορρίψει τον περί διαιτησίας ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και να μην παραπέμψει στη διαιτησία την ένδικη διαφορά, δεν παρέλειψε, παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, ώστε ο έκτος λόγος και κατά το μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, αποδίδει στη αναιρεσιβαλομένη την πλημμέλεια από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Ο συντακτικός νομοθέτης, εμφορούμενος από τις νεότερες αντιλήψεις για την ανάγκη διαφυλάξεως του δασικού πλούτου, έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, εισάγοντας στο κείμενο του Συντάγματος ειδικές διατάξεις, με τις οποίες οι εκτάσεις με δασική βλάστηση υπάγονται σε αυστηρό προστατευτικό καθεστώς. Έτσι, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α' 84/17.4.2001), ορίζεται ότι "η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δημόσιων δασών και των δημόσιων δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον". Στο δε άρθρο 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι "δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό" (παρ. 3) και ότι "η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου επιτρέπεται μόνο υπέρ του Δημοσίου σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 17, για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Διατηρείται πάντως η μορφή τους αμετάβλητη ως δασική" (παρ. 4). Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις υπάγονται ως φυσικά αγαθά, και ανεξάρτητα από την ειδικότερη ονομασία τους ή τη θέση τους σε σχέση με οικιστικές περιοχές, σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς για να διατηρηθεί η μορφή και η κατά τον προορισμό τους χρήση με σκοπό τη διαφύλαξη της οικολογικής ισορροπίας. Για τα δημόσια δάση και τις δημόσιες δασικές εκτάσεις παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να επιτρέπει σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβάσεις, με τις οποίες μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται ο δασικός χαρακτήρας, αν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση επιβαλλόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος, θεσπίζοντας και τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την πραγματοποίηση των επεμβάσεων αυτών, οι οποίες σε κάθε περίπτωση πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο και να γίνονται με τη μικρότερη δυνατή απώλεια φυσικού πλούτου. Ωσαύτως, η οικοπεδοποίηση και γενικότερα η χρησιμοποίηση για οικιστικούς σκοπούς ιδιωτικών η δημοσίων δασών, που συνεπάγεται εξάλειψη της δασικής μορφής τους, απαγορεύεται από το Σύνταγμα, η δε οικιστική αξιοποίηση δεν συνιστά λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατ' αρχήν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους (ΣτΕ 2827/2013, 1044/2000). Εκ τούτων παρέπεται, ότι συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβιβάσεως λόγω πωλήσεως κλπ δασών, δασικών εκτάσεων και κηρυχθεισών αναδασωτέων, δημόσιων ή ιδιωτικών, είτε ευθέως, είτε με συγκαλυμμένη μορφή, με την εμφάνισή τους, ως αγροτεμαχίων, οικοπέδων κλπ, είναι άκυρες, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, διότι έρχονται σε αντίθεση με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Η εκδοχή ότι, με τέτοιες πράξεις, δεν έχει επέλθει ακόμα η μεταβολή της χρήσης, κι έτσι δεν πάσχουν ακυρότητα, δεν ευσταθεί, διότι καθιστά αναποτελεσματική τη σχετική συνταγματική προστασία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3147/2003 "με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, ο χαρακτηρισμός από τις Επιτροπές Απαλλοτριώσεων και τις Επιτροπές Οριστικών Διανομών, ως προς τη μορφή των εκτάσεων, που αποτέλεσαν αντικείμενο διανομής, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, είναι έγκυρος και δεσμευτικός και δεν επανεξετάζεται από τα όργανα της Διοίκησης. Εκτάσεις, στις οποίες έγινε κτηνοτροφική αποκατάσταση και χαρακτηρίστηκαν από τις Επιτροπές Απαλλοτριώσεων ως χερσολίβαδα της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Ν. 4173/1929 (ΦΕΚ 205 Α'), υπάγονται στις εκτάσεις, που αναφέρονται στην περίπτωση β της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με εκείνη της παρ. 1 του άρθρου 117 του Συντάγματος, η απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων δεσμεύει τα αρμόδια δασικά όργανα το μεν ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εκτάσεως, το δε ως προς το επιτρεπτό της χρήσεως για την οποία είχε γίνει αρχικώς η αποκατάσταση με την απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεως. Για το χαρακτηρισμό, όμως, της εκτάσεως, ως δασικού χαρακτήρα ή μη, αρμόδια παραμένουν τα κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας όργανα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που αυτή προβλέπει (ΣτΕ 2829/2013, 2959/2006). Μόνον δε το γεγονός ότι η Διοίκηση, κατά το απώτερο παρελθόν, αντιλαμβανόταν μία έκταση, ως κατάλληλη για εποικιστικούς ή αποκαταστατικούς σκοπούς δεν αναιρεί την υπαγωγή της στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και, ιδίως, των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος του 1975, εφόσον φέρει δασικό χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 2486/2009). Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1734/1987 ορίζονται τα εξής: "1. Κοινόχρηστες και διαθέσιμες δασικές εκτάσεις του αγροτικού κώδικα, οι οποίες έχουν παραμείνει στην αρμοδιότητα της δ/νσης γεωργίας, περιέρχονται με πράξη του νομάρχη, μετά από κοινή έκθεση ενός δασολόγου και ενός γεωπόνου, που υπηρετούν στις αντίστοιχες δ/νσεις γεωργίας και δασών της νομαρχίας, στη διαχείριση της δασικής υπηρεσίας, εφ' όσον καλύπτονται μερικά ή ολικά από δάσος δρυός (εκτός πρίνου και αριάς), πεύκης, ελάτης, οξυάς, πλατάνου, σκληθρού και καστανιάς και δεν είναι απαραίτητες για την κτηνοτροφία. Οι τοπικές δασικές υπηρεσίες έχουν υποχρέωση μετά τη δημοσίευση της πράξης του νομάρχη να θέσουν τις εκτάσεις αυτές σε δασοπονική διαχείριση και εκμετάλλευση ως δημόσια δάση". Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 666/1977 ορίζεται ότι: "1. Επί κηρυχθεισών ή κηρυχθησομένων ως δασωτέων ή αναδασωτέων κοινοχρήστων εξ οριστικής ή προσωρινής διανομής ή διαθεσίμων εποικιστικών εκτάσεων, εφαρμόζονται αι διατάξεις του Ν.Δ. 86/1969 "περί Δασικού Κώδικος". Προκειμένης κηρύξεως ως δασωτέων ή αναδασωτέων των προηγουμένων εκτάσεων, δέον όπως συνεκτιμάται και η γνώμη της οικείας Διευθύνσεως Γεωργίας". Τέλος, ειδικώς, ως προς τις κοινόχρηστες και διαθέσιμες εποικιστικές εκτάσεις του Νομού …που έχουν τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης, η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του ν. 666/1977, η οποία προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 3147/2003, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης του επίμαχου συμβολαίου (καταργήθηκε με άρθρο 37 παρ. 1δ ν. 4061/2012) ορίζει ότι "Η προστασία των κοινόχρηστων και διαθέσιμων εποικιστικών εκτάσεων του Νομού Αττικής που έχουν τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης διασφαλίζεται από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες βάσει των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει, ότι ειδικώς οι κοινόχρηστες και διαθέσιμες εποικιστικές εκτάσεις του νομού Αττικής που έχουν τη μορφή δάσους ή δασικής εκτάσεως προστατεύονται από τις δασικές υπηρεσίες βάσει της δασικής νομοθεσίας, χωρίς άλλη προϋπόθεση (πρβλ. ΣτΕ 2829/2013). Στην ένδικη περίπτωση, το Εφετείο, κρίνοντας επί της εφέσεως της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, κατά την επικουρική βάση της, που αφορούσε ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα, μεταβολή της χρήσης και του προορισμού του ανταλλαγέντος ακινήτου του Δημοσίου, λόγω του δασικού χαρακτήρα του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "...όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα του κυρωμένου κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος της συμπληρωματικής διανομής του έτους 1966, το με αριθμό 969 ακίνητο (ανταλλαγέν ακίνητο του Δημοσίου) εμφαίνεται στον πίνακα 3 ως κοινόχρηστο χερσολίβαδο, επιφάνειας 159.143 τ.μ.
Συνεπώς, βάσιμα το ενάγον επικαλείται ότι με την επίδικη σύμβαση ανταλλαγής μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη τμήμα μόνο του με αριθμό 969 ακινήτου, έκτασης 148.608 τ.μ και όχι το σύνολο αυτού. Το γεγονός ότι στο επίμαχο συμβόλαιο αναγράφεται ότι μεταβιβάζεται στην εναγόμενη το σύνολο του δεν αναιρεί το προαναφερόμενο συμπέρασμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, καθόσον η κατάτμηση κατά τον τρόπο αυτό του ακινήτου 969 δεν έγινε αντιληπτή από τους συμβαλλόμενους κατά την κατάρτιση του, ιδίως αφού το μη μεταβιβαζόμενο τμήμα του εν λόγω ακινήτου δεν απεικονίζεται στο επισυναπτόμενο στο συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτό μεταβιβάζεται στο σύνολο του...Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. …63/26-10-2010 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη .…, που εκδόθηκε κατόπιν της από 26-10-2010 εισήγησης του ως άνω Δασολόγου Χ. Α., όπως προέκυψε μετά από φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1937, 1945, 1962, 1973,1978, 1980, 1988 και 1998, του ορθοφωτοχάρτη του έτους 1998 και πρόσφατης δορυφορικής φωτογραφίας, καθώς και μετά από αυτοψία που πραγματοποίησε ο ως άνω Δασολόγος, το εν λόγω ακίνητο δεν συνιστά κοινόχρηστο χερσολίβαδο, αφού α] τμήμα του, έκτασης 49.530 τ.μ αποτελεί δάσος της παρ. 1 του άρθρου 3 των παρ.1ε του άρθρου 4 Ν.998/1979...ήδη από το έτος 1937 και έως σήμερα βρισκόμενο σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάση και δασικές εκτάσεις, καλύπτεται δε από άτομα ... σε ποσοστό κάλυψης ανωρόφου 50% περίπου, πουρνάρι, σχίνα και ασπάλαθο σε ποσοστό κάλυψης 35% περίπου και φρύγανα, όπως θυμάρι, αφάνα, λαδανιά κλπ σε ποσοστό κάλυψης 15% περίπου, β] τμήμα του, έκτασης 67.658 τ.μ αποτελεί δασική έκταση της παρ 2 του άρθρου 3 και των παρ 1ε και 2ζ του άρθρου 4 Ν.998/1979...ήδη από το έτος 1967 έως σήμερα [από το έτος 1937 έως το έτος 1962 ήταν χορτολιβαδική έκταση ], βρισκόμενη σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις, που συνιστούν δάση και δασικές εκτάσεις, καλύπτεται δε από ξυλώδη βλάστηση, αποτελούμενη από δασικούς θάμνους πρίνου, σχίνου και ασπάλαθου σε ποσοστό 30% και ενδιάμεσα αυτών από άγρια βλάστηση ήτοι θυμάρια, σπαραγγιές, αγριόχορτα κλπ, γ] τμήμα του έκτασης 27.540 τ.μ αποτελεί αναδασωτέα έκταση...προς αποκατάσταση της εντός αυτού δασικής βλάστησης, καθόσον το τμήμα αυτό συνιστούσε δασική βλάστηση από το έτος 1967, οπότε και καλυπτόταν από ξυλώδη βλάστηση , αποτελούμενη από δασικούς θάμνους, πρίνου, σχίνου και ασπάλαθου σε ποσοστό 30% και ενδιάμεσα αυτών από άγρια βλάστηση θυμάρια, αγριόχορτα και εκχερσώθηκε παράνομα και σταδιακά κατά τα έτη 1980-2010, ήδη δε έχει κηρυχθεί αναδασωτέο με την με αριθμό 5972/ΠΕ/11-10-2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, δ] τμήμα του έκτασης 2.469 τ.μ αποτελεί αναδασωτέα έκταση ... η οποία συνιστούσε αρχικά δημόσια δασική έκταση και έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την με αριθμό 3677/24-10-1994 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα ευρύτερη δημόσια δασική έκταση, εμβαδού 13.750 τ.μ που καταστράφηκε από πυρκαϊά την 30-06-1994, ε] τμήμα του έκτασης 300 τ.μ αποτελεί αναδασωτέα έκταση... η οποία συνιστούσε αρχικά δημόσια δασική έκταση και έχει ήδη κηρυχθεί αναδασωτέα με την με αριθμό 08/ΔΑΣ/524/29-10-1997 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα ευρύτερη δημόσια δασική έκταση, εμβαδού 500 τ.μ που καταστράφηκε από πυρκαϊά την 28-07-1997 και στ] τμήμα του, έκτασης 1.111 τμ, αποτελεί αναδασωτέα έκταση ... η οποία συνιστούσε αρχικά δημόσιο δάσος και έχει ήδη κηρυχθεί αναδασωτέα με την με αριθμό 4168/13-10-2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής λόγω καταστροφής της από πυρκαϊά την 23-4-2010. Από όλες τις προμνημονευόμενες πράξεις και αποφάσεις, καθώς και από την από 26-10-2010 εισήγηση του Δασολόγου Χ. Α. που είναι πλήρως αιτιολογημένες και εμπεριστατωμένες, προκύπτει σαφώς ότι στο σύνολο του με αριθμό 969 ακινήτου έχει χαρακτήρα δάσους, δασικής έκτασης και αναδασωτέας, κατά τις ως άνω διακρίσεις, όπως βάσιμα επικαλείται το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στην επίδικη σύμβαση ανταλλαγής το ως άνω ακίνητο περιγράφεται ως εποικιστικό ακίνητο και δη ως οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, που εμπίπτει στην αγροτική και όχι στην δασική νομοθεσία και δίδεται προς αγροτική εκμετάλλευση, αφού ο χαρακτήρας του ως δημόσιου δάσους, δημόσιας δασικής έκτασης και αναδασωτέας έκτασης προϋπήρχε της κατάρτισης της, για τον ίδιο δε λόγο δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι προαναφερόμενες υπ' αριθμ. 3963/26-10-2010 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη … 5972/ΠΕ/11-10-2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής και 4168/13-10-2010 απόφαση του γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, εκδόθησαν μετά την σύναψη της ένδικης σύμβασης. Βεβαίως, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, στα πλαίσια της συμπληρωματικής διανομής γαιών του αγροκτήματος "Τμήμα …", στο οποίο ενέπιπτε το με αριθμό 969 ακίνητο, είχε εκδοθεί η με αριθμό 1/1966 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Αθηνών, που κυρώθηκε με την με αριθμό 28537/4.5.1968 απόφαση του Νομάρχη …, στην οποία το εν λόγω ακίνητο χαρακτηριζόταν, ως "κοινόχρηστο χερσολίβαδο". Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός της εν λόγω Επιτροπής απαλλοτριώσεων, δεν ήταν κατά την κατάρτιση της οικείας σύμβασης, ούτε είναι δεσμευτικός, ως προς τον χαρακτηρισμό του επίδικου, ως δασικού ή μη, αφού γι' αυτόν παραμένουν αρμόδια τα κατά το Ν.998/1979 αρμόδια όργανα, δηλαδή ο Δασάρχης και οι Επιτροπές του άρθρου 10 αυτού, αλλά η δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής περιορίζεται στο ζήτημα της ιδιοκτησίας της έκτασης και το επιτρεπτό της προς αποκατάσταση χρήσης αυτής...Ως εκ τούτου, τα όσα υποστηρίζει η εναγομένη, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του Ν. 3147/2003, περί του ότι το επίδικο ακίνητο νόμιμα μεταβιβάσθηκε σε αυτήν, ως επικοιστικό και όχι ως δασικό κατ' εφαρμογή της ειδικής "επικοιστικού δικαίου" διάταξης του άρθρου 24 [αρ 1 του Ν. 1644/1986, η οποία δεν αναφέρεται στην ένδικη σύμβαση, είναι νόμω αβάσιμα και συνεπώς απορριπτέα. Ομοίως, απορριπτέος ως μη νόμιμος, είναι και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης του άρθρου 13 Ν. 1734/1987, διότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στα εποικιστικά ακίνητα, καθόσον πέραν του ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι εποικιστικό, ακόμη και εποικιστικά ακίνητα υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και προστατεύονται σύμφωνα με αυτές, μόνο δε το γεγονός ότι η Διοίκηση στο παρελθόν αντιλαμβανόταν την επίδικη έκταση ως κατάλληλη για εποικιστικούς ή αποκαταστατικούς σκοπούς και την είχε χαρακτηρίσει ως χερσολίβαδο, δεν αναιρεί το δασικό χαρακτήρα αυτού...Περαιτέρω, το εν λόγω ακίνητο, παραγνωριζομένου κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ανταλλαγής του ως άνω χαρακτήρα του, ως δημόσιου δάσους, δημόσιας δασικής έκτασης και αναδασωτέας έκτασης, μεταβιβάσθηκε "ως οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο" εμπίπτον στην αγροτική νομοθεσία [βλ φύλλο 11 του συμβολαίου] και δη ως εποικιστικό ακίνητο, διεπόμενο "από τις εν γένει διατάξεις της Αγροτικής Νομοθεσίας" και για το οποίο η εναγομένη επιφυλάχθηκε κάθε δικαιώματος της, να ζητήσει αρμόδια, νόμιμα τη μεταβολή της χρήσης [φύλλο 15 του συμβολαίου], προβλέφθηκε δε ότι κατ' εφαρμογή του άρθρου 75 παρ 2 Ν. 998/1979, το εν λόγω ανταλλασσόμενο ακίνητο δίδεται στην αγροτική εκμετάλλευση και υπάγεται στην αγροτική και όχι στην δασική νομοθεσία [φύλλα 15-16 συμβολαίου]. Ως εκ τούτου η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής καταρτίστηκε κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και όλων των ειδικών προστατευτικών των δασών, των δασικών και των αναδασωτέων εκτάσεων διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν γενικά τη μεταβολή της χρήσης και του προορισμού των εν λόγω εκτάσεων ακόμη και πριν την συντέλεση τους, επιτρέποντας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις τέτοιου είδους επεμβάσεις, με τις οποίες μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται ο δασικός χαρακτήρας για λόγους δημοσίου συμφέροντος, θέτουν δε συγκεκριμένες προϋποθέσεις και διαδικασία για την πραγματοποίηση των επεμβάσεων αυτών. Είναι προφανές ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρετικές περιπτώσεις αυτές, ιδίως χωρίς να έχει προηγηθεί η ανάκτηση της δασικής μορφής της αναδασωτέας έκτασης, που συνιστά προϋπόθεση για την όποια μεταβίβασή της, λαμβανομένου υπόψη μάλιστα του ότι η οικοπεδοποίηση και οικιστική ανάπτυξη του επιδίκου ακινήτου, στην οποία αποσκοπούσε η εναγομένη με τη σχετική μεταβίβαση κατά τα αναγραφόμενα στο ένδικο συμβόλαιο, δεν συνιστά λόγο υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσε τη μεταβολή του δασικού χαρακτήρα αυτού..., ούτε βεβαίως θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογα ότι μόνη η απόκτηση και αξιοποίηση του ανταλλασσόμενου με το ακίνητο 969 ακινήτου, συνιστά υπέρμετρο δημόσιο συμφέρον, που επιτρέπει την καταστροφή, άλλως την αλλοίωση του δασικού χαρακτήρα του με αριθμό 969 ακινήτου. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η μεταβίβαση μέσω ανταλλαγής του επίδικου 969 ακινήτου στην εναγόμενη επιβαλλόταν για λόγους γεωργικής και δασικής πολιτικής με σκοπό την ανάπτυξη της γεωργίας και της δασοπονίας-γεγονός που δεν ισχύει-δεν προηγήθηκε της ανταλλαγής αυτής κατ' άρθρο 50 παρ. 3 Ν.Δ 86/1969 σχετική απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εκδοθείσα μετά από προηγούμενη εκτίμηση των προς ανταλλαγή εκτάσεων και πρόταση από τριμελή επιτροπή, συγκροτούμενη από δύο ανώτερους υπαλλήλους του Υπουργείου αυτού και τον οικονομικό έφορο της περιφέρειας που βρίσκεται το ακίνητο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στο επίδικο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το επίδικο ακίνητο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 75 παρ. 2 του Ν. 998/1979, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του, δίδεται στην αγροτική εκμετάλλευση, μη υπαγόμενο στη δασική νομοθεσία, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής, που αφορά σε εποικιστικά ακίνητα, ούτε άλλωστε τηρήθηκε η προβλεπόμενη για την απόδοση δασικής έκτασης σε αγροτική εκμετάλλευση διαδικασία της έκδοσης πράξης του αρμόδιου οργάνου κατόπιν προηγούμενης έρευνας του ενδεχομένου κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η έκδοση της με αριθμό" 16651/2006 κοινής απόφασης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η επίδικη ανταλλαγή, πληροί την κατ' άρθρο 50 παρ. 3 Ν.Δ. 86/1969 τασσόμενη προϋπόθεση της πράξης αρμοδίου οργάνου για την μεταβίβαση του επίδικου είναι απορριπτέος, αβάσιμος, καθόσον με αυτήν ουδόλως εξετάστηκε ο δασικός ή αναδασωτέος χαρακτήρας του επιδίκου ακινήτου. Κατόπιν τούτου, προκύπτει σαφώς ότι η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής, που καταρτίστηκε κατά παράβαση όλων των προαναφερόμενων διατάξεων, οι οποίες απαγορεύουν τη μεταβολή της χρήσης και του προορισμού του υπ' αριθμ. 969 ακινήτου λόγω του χαρακτήρα του, ως δημόσιου δάσους, δημόσιας δασικής έκτασης και αναδασωτέας έκτασης, είναι άκυρη, ενώ επιπλέον σε κάθε περίπτωση πάσχει ακυρότητος δεδομένου ότι με αυτήν πραγματοποιήθηκε απαγορευμένη κατάτμηση του υπ' αριθμ. 969 ακινήτου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 60 Ν.Δ 86/1969 που εφαρμόζεται και στις δημόσιες δασικές εκτάσεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβασίμων. Συγκεκριμένα, πριν από την κατάτμηση του με αριθμό 969 ακινήτου, συνολικής έκτασης 159.143 τ.μ , που πραγματοποιήθηκε με τη μεταβίβαση τμήματος αυτού, έκτασης 148.608 τ.μ προς την εναγομένη δυνάμει της ένδικης σύμβασης ανταλλαγής, δεν προηγήθηκε άδεια του αρμόδιου Υπουργού Γεωργίας, ήδη Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η δε παράλειψη αυτή επισύρει ρητώς ποινή ακυρότητος της επίδικης σύμβασης. Την έλλειψη αυτή δεν μπορεί να καλύψει η ως άνω 16651/2006 απόφαση με την οποία αποφασίστηκε η κρίσιμη ανταλλαγή, αφού σε αυτήν δεν γίνεται λόγος για παροχή άδειας προς κατάτμηση του εν λόγω ακινήτου, ούτε εξετάζεται αν αυτή βλάπτει ή όχι τη διατήρηση της δασικής μορφής του. Με βάση τα ανωτέρω υφίσταται απόλυτη ακυρότητα της επίδικης σύμβασης ανταλλαγής τόσο ως προς την εμπεριεχόμενη σε αυτήν εμπράγματη δικαιοπραξία, με την οποία μεταβιβάστηκε τμήμα του ως άνω με αριθμό 969 ακινήτου στην εναγομένη, όσο και ως προς την εμπεριεχόμενη σε αυτήν υποσχετική σύμβαση ανταλλαγής [ΑΚ 174] που θεωρούνται ότι δεν έγιναν [180 ΑΚ]...Η εναγομένη-εκκαλούσα με τους πρώτο και τρίτο λόγο της έφεσης της ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως έκρινε ότι ο τυχόν δασικός/αναδασωτέος χαρακτήρας του ανταλλαγέντος ακινήτου του Δημοσίου δεν καθιστά άνευ ετέρου απαγορευμένη την ανταλλαγή, επισημαίνοντας μάλιστα και αντίφαση σε σχέση με προηγηθείσα παραδοχή της εκκαλουμένης ότι τα δάση είναι περιορισμένης συναλλαγής και ότι δεν απαγορεύεται κάθε συναλλαγή επ' αυτών, αλλά μόνο σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι τα δάση έχουν κοινόχρηστο χαρακτήρα θα καθίστατο αμεταβίβαστη η κυριότητα και ότι σε κάθε περίπτωση συγχέει την προστασία της χρήσης των δασών με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού η εκκαλουμένη απόφαση δεχόμενη την συγκεκριμένη βάση της αγωγής, κρίνει άκυρη την επίδικη ανταλλαγή ως παραβιάζουσα στα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Σ και όλες τις ειδικές προστατευτικές των δασών, των δασικών και των αναδασωτέων διατάξεις, οι οποίες απαγορεύουν την μεταβολή και τον προορισμό των εν λόγω εκτάσεων, χωρίς να συναρτά την αναγνώριση της ακυρότητας με τον χαρακτήρα των δασών ως κοινόχρηστο ή μη. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη ορθώς κρίθηκε ότι η σύμβαση ανταλλαγής τυγχάνει άκυρη, διότι αντιβαίνει στα άρθρα 24 και 117 παρ. 5 του Συντάγματος και σε όλες τις ειδικές προστατευτικές των δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων διατάξεις, οι οποίες απαγορεύουν τη μεταβολή της χρήσεως και του προορισμού τους...Στην προκειμένη περίπτωση από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, με το υπ' αριθ. …21/22-5-2007 συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε στην εναγόμενη, λόγω ανταλλαγής, δημόσιο κτήμα, εμβαδού 148.608 τ.μ., στην περιοχή του Δήμου …, το οποίο, όπως απεδείχθη, έχει δασικό χαρακτήρα...ήτοι μεταβιβάστηκε στην εναγόμενη δημόσιο δάσος και δημόσια δασική και αναδασωτέα έκταση, καθώς και δημόσια δασική έκταση, για την οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις νια την κήρυξη της ως αναδασωτέας κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χωρίς, μάλιστα, στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, να έχει προηγηθεί η ανάκτηση της δασικής μορφής της καταστραφείσας έκτασης. Η μεταβίβαση αυτή έγινε με συγκάλυψη του δασικού χαρακτήρα του μεταβιβασθέντος ακινήτου και με προφανή σκοπό τη μεταβολή του δασικού του χαρακτήρα και τη μετατροπή της χρήσης του από δασική σε αγροτική και, στη συνέχεια, σε οικοπεδική. Συγκεκριμένα, στο επίδικο συμβόλαιο το ακίνητο του δημοσίου στο Δήμο … χαρακτηρίστηκε ως "οικόπεδο" (βλ. 14° φύλλο αυτού), "άρτιο και οικοδομήσιμο" (βλ. 11° φύλλο αυτού), διεπόμενο από τις "εν γένει διατάξεις της Αγροτικής Νομοθεσίας" (βλ. 15°φύλλο αυτού), η δε εναγομένη επιφυλάχθηκε "κάθε δικαιώματος της να ζητήσει αρμοδίως και νομίμως την μεταβολή της χρήσεως" (βλ. 14° φύλλο* αυτού). Τέλος, στο συμβόλαιο (βλ. 16° φύλλο αυτού) περιελήφθη και ειδική πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία: "κατ' εφαρμογή της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 75 του Ν. 998/79 το διά του παρόντος συμβολαίου ανταλλασσόμενο ακίνητο δίδεται σε αγροτική εκμετάλλευση και υπάγεται στην αγροτική και όχι στη δασική νομοθεσία". Με το περιεχόμενο αυτό, το συμβόλαιο ανταλλαγής τυγχάνει απολύτως άκυρο και ουδέν επάγεται αποτέλεσμα, αφού η επιχειρηθείσα με αυτό δικαιοπραξία της ανταλλαγής αντίκειται στα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος και σε όλες τις προαναφερθείσες ειδικές προστατευτικές των δασών και δασικών εκτάσεων διατάξεις, οι οποίες απαγορεύουν τη μεταβολή της χρήσεως και του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, προς τις οποίες εξομοιώνονται και οι κηρυχθείσες, ως αναδασωτέες, με πρόσθετο περιορισμό, ως προς τις τελευταίες, την απαγόρευση οποιασδήποτε επιτρεπτής επεμβάσεως σε αυτές πριν από την πραγματοποίηση της αναδασώσεως και την ανάκτηση της δασικής τους μορφής. Και τούτο, διότι, με τη σύμβαση αυτή, επιχειρείται ευθέως η μεταβολή της δασικής μορφής του ανταλλαχθέντος ακινήτου και η μετατροπή της χρήσεως του από δασική σε αγροτική και, περαιτέρω, σε οικοπεδική, όπως τούτο προδήλως συνάγεται από τον χαρακτηρισμό στο συμβόλαιο του ακινήτου αυτού, ως άρτιου και οικοδομήσιμου, από τη ρητή επιφύλαξη της εναγόμενης Ιεράς Μονής περί μεταβολής της χρήσεως του, καθώς και από την παράνομη επίκληση της διατάξεως του άρθρου 75 παρ. 2 του Ν. 998/79 για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω. Εξάλλου, η σύμβαση ανταλλαγής, τυγχάνει άκυρη, διότι δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 50 του Ν. Δ/τος 86/1969 "περί Δασικού Κωδικός", οι οποίες επιτρέπουν, υπό προϋποθέσεις, την ανταλλαγή δημοσίας δασικής εκτάσεως. Στις διατάξεις αυτές προβλέπονται τα εξής: "2.Κατά τας διατυπώσεις της προηγούμενης παραγράφου δύναται να επιτροπή και η ανταλλαγή ιδιωτικών αγρών ή άλλων κτημάτων, ευρισκομένων εντός δασών, με δημοσίας δασικάς εκτάσει κειμένας εγγύς συνοικισμών, μακράν πάντως των πόλεων, εφ' όσον διά τινά λόγον, δεν είναι χρήσιμοι εις το Δημόσιον, κατά τα λεπτομερέστερον διά διατάγματος καθοριζόμενα. 3. Δια λόγους γεωργικής και δασικής πολιτικής προς ανάπτυξιν της γεωργίας και δασοπονίας, δύναται ο Υπουργός Γεωργίας να αποφασίζη την ανταλλαγήν δημοσίων εκτάσεων, δασικών ή μη, μη χρησίμων εις το Δημόσιον, δι' αξιόλογων δασικών ή μη εκτάσεων ανηκουσών εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμούς. Η απόφασις περί της ανταλλαγής των όρων αυτής και των συναφών λεπτομερειών εκδίδεται εκάστοτε μετά προηγουμένην εκτίμησιν των προς ανταλλαγήν εκτάσεων και πρότασιν τριμελούς επιτροπής συγκροτούμενης υπό του ειρημένου Υπουργού εκ δύο ανωτέρων υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας και του οικονομικού εφόρου της περιφερείας της προς ανταλλαγήν δημοσίας εκτάσεως". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ανταλλαγή δημόσιας, δασικής ή μη, εκτάσεως επιτρέπεται, μόνο με βάση τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις, τις οποίες αυτές ορίζουν..., είτε για λόγους ενότητας του δάσους και εφόσον η δασική έκταση που ανταλλάσσεται δεν είναι χρήσιμη στο Δημόσιο (παρ. 2), είτε, με την ίδια ως άνω προϋπόθεση (έλλειψη χρησιμότητας της ανταλλασσομένης εκτάσεως για το Δημόσιο) και εφόσον υπάρχει απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί καταρτίσεως της συμβάσεως, προηγούμενη εκτίμηση του προς ανταλλαγή ακινήτου και σχετική πρόταση της συγκροτούμενης από τον Υπουργό Τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από δύο ανώτερους υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας και τον Οικονομικό Έφορο της περιφέρειας του προς ανταλλαγή ακινήτου (παρ. 3). Η ανταλλαγή μπορεί να γίνει προκειμένου να αποκτήσει το Δημόσιο άλλες αξιόλογες εκτάσεις, δασικές ή μη, που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, προς εξυπηρέτηση της γεωργικής και δασικής πολιτικής του. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο συμβόλαιο έγινε ανταλλαγή του ακινήτου του Δημοσίου στο Δήμο …, που αποτελεί, κατά τα προδιαληφθέντα, εν μέρει δάσος και εν μέρει δασική και αναδασωτέα έκταση, με ποσοστό της λίμνης .... Η ανταλλαγή αυτή έγινε χωρίς να εφαρμοστούν οι παραπάνω διατάξεις και να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από αυτές διαδικασία, προκειμένου να κριθεί, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις επιτρεπόμενης ανταλλαγής δημοσίας δασικής εκτάσεως. Επομένως, η σχετική δικαιοπραξία είναι απολύτως άκυρη, διότι παραβιάστηκαν οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 50 του Ν. Δ/τος 86/1969, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 174 και 180 ΑΚ. Απεδείχθη πλήρως ότι η επιχειρηθείσα με το υπ' αριθμ. 2821/2007 συμβόλαιο ανταλλαγή - μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου αντίκειται στα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος και σε όλες τις ειδικές, προστατευτικές των δασών και δασικών εκτάσεων, αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες απαγορεύουν τη μεταβολή της χρήσης και του προορισμού αυτών, και συνεπώς είναι απολύτως άκυρη κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ....Περαιτέρω, όπως ορθώς δέχτηκε και η εκκαλουμένη... η σύμβαση ανταλλαγής τυγχάνει άκυρη, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, ούτε τηρήθηκε η διαδικασία του επικαλούμενου στο συμβόλαιο άρθρου 75 παρ. 2 του Ν. 998/79, το οποίο, πάντως, αφορά όχι σε ανταλλαγή ακινήτων, αλλά σε νόμιμη μεταβολή της χρήσεως του ακινήτου του Δημοσίου της ανταλλαγής από δασική σε αγροτική, ή σε χρήση εξυπηρετούσα κάποιον άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο προβλέπει ειδική διάταξη νόμου. Ειδικότερα: Στο άρθρο 75 παρ. 2 του Ν. 998/79 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας" προβλέπονται τα εξής: "2. Κοινόχρηστοι δασικοί εκτάσεις ως και διαθέσιμοι τοιαύται του αγροτικού κωδικός δύνανται να αποδοθούν εις την αγροτικήν εκμετάλλευσιν ή να διατεθούν προς εκπλήρωσιν των υπό του κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος ή άλλων ειδικών νόμων τασσομένων σκοπών, διά πράξεως του κατά περίπτωσιν αρμοδίου οργάνου, εκδιδομένης μετά προηγουμένην γνώμην του νομαρχιακού συμβουλίου δασών, κρίνοντος περί της τυχόν ενδεικνυομένης κηρύξεως αυτών ως αναδασωτέων". Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της παραλείψεως εφαρμογής της μόνης εφαρμοστέας, προκειμένου για ανταλλαγή δασικής εκτάσεως, ως άνω διατάξεως του άρθρου 50 του Ν. Δτος 86/1969, τα συμβαλλόμενα μέρη επικαλέστηκαν την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 του Ν. 998/1979 στο υπ' αριθ. 2821/2007 συμβόλαιο ανταλλαγής, ως εξής: "Σε περίπτωση που μέρος της παραπάνω κοινόχρηστης διαθέσιμης έκτασης έχει κάποια δασική κάλυψη εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 του ν. 998/1979, όπως εκτίθεται στην υπ' αριθμ. 2520/24-4-2007 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αντιγράφου της οποίας προσαρτάται στο με αριθ. 2800/26-4-2007 συμβόλαιό μου. Διά του παρόντος συνομολογείται ότι η ανταλλασσόμενη έκταση του Δημοσίου θα έχει τουλάχιστον τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά με τη λίμνη ως προς τη δυνατότητα αγροτικής εκμετάλλευσης δεδομένου ότι διά της ανταλλαγής η Μονή θα αποξενωθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος τέτοιας εκμετάλλευσης επίσης συνομολογείται ότι, τα ακίνητα τα οποία αφορά το με αριθμ. πρωτ. 2266/23-4-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολιτικής Γης το οποίο προσαρτάται στο υπ' αριθμ. …19/22-5-07 συμβόλαιό μου, εφόσον παρουσιάζουν μια μορφή δασικής έκτασης, υπάγονται στη ρύθμιση της παρ. 2 άρθρο 75 του Ν. 998/79.
Συνεπώς κατ' εφαρμογή της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 75 του Ν. 998/ 79 το διά του παρόντος συμβολαίου ανταλλασσόμενο ακίνητο δίδεται σε αγροτική εκμετάλλευση και υπάγεται στην αγροτική και όχι στη δασική νομοθεσία, δ) ..." (φύλλα 15-16 συμβολαίου).Η διάθεση, διά του υπ' αριθ. 2821/07 συμβολαίου ανταλλαγής, του ανήκοντος στο Δημόσιο δάσους, δασικής και αναδασωτέας εκτάσεως στο Λαύριο, ως ακινήτου απαλλαγμένου από τις δεσμεύσεις της δασικής νομοθεσίας, κατ' επίκληση της διατάξεως του άρθρου 75 παρ. 2 του Ν. 998/1979, έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις και οι όροι εφαρμογής της, ούτως ή άλλως, μη εφαρμοστέας εν προκειμένω επικαλούμενης διατάξεως, με αποτέλεσμα την απόλυτη ακυρότητα του συμβολαίου αυτού. Και τούτο, διότι: α) για το χαρακτηρισμό μίας εκτάσεως ως δασικής, κατά τρόπο δεσμευτικό έναντι της διοικήσεως και κάθε ενδιαφερομένου, είναι αναγκαία η έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού από το δασάρχη, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 998/79, ο οποίος υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου αυτού και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα...Η απόφαση του δασάρχη τελειούται ως διοικητική πράξη από της εκδόσεως και της αποστολής της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τη δημόσια αρχή που ζήτησε το χαρακτηρισμό, μετά δε από την, κατά τον τρόπο αυτό, τελείωση της πράξεως ο δασάρχης δεν δικαιούται να επανέλθει επί της υποθέσεως, ανακαλώντας ή τροποποιώντας την απόφαση του, η οποία υπόκειται μόνον σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση από τις αρμόδιες επιτροπές του άρθρου 10 του ιδίου νόμου, κατά τη θεσπιζόμενη από το νόμο αυτό ενδικοφανή διαδικασία...Περαιτέρω, ο χαρακτηρισμός από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων εκτάσεως που διέπεται από την εποικιστική νομοθεσία δεσμεύει τα αρμόδια δασικά όργανα, μόνον ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εκτάσεως και ως προς το επιτρεπτό της χρήσεως για την οποία είχε αρχικώς γίνει η αποκατάσταση με την απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, δεν δεσμεύει όμως, ως προς το χαρακτηρισμό της εκτάσεως, ως δασικής ή μη, για τον οποίο παραμένουν αρμόδια τα κατά το Ν. 998/79 όργανα, δηλ. ο δασάρχης και οι Επιτροπές του άρθρου 10, με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν...Στην προκειμένη περίπτωση, δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία της εκδόσεως πράξεως χαρακτηρισμού από το δασάρχη, ώστε να διαπιστωθεί, εάν το δημόσιο κτήμα που ανταλλάχθηκε, αποτελεί δασική έκταση, ως επιτάσσει η παρ. 2 του άρθρου 75 του Ν. 998/79, προκειμένου να δύναται νομίμως να διατεθεί για αγροτική εκμετάλλευση ή για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να μεταβιβαστεί έκταση, που, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της, ήταν δάσος, δασική έκταση και αναδασωτέα, για την οποία δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή της διατάξεως αυτής. β) Για την απόδοση κοινόχρηστης ή διαθέσιμης δασικής εκτάσεως στην αγροτική εκμετάλλευση, καθώς και για τη διάθεση της προς εκπλήρωση των υπό του Κεφαλαίου ΣΤ του Ν. 998/79 ή άλλων ειδικών νόμων τασσομένων σκοπών απαιτείται η τήρηση της, προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 75 του Ν. 998/79, διοικητικής διαδικασίας, με την οποία διασφαλίζεται ο σκοπός των διατάξεων, ώστε η έκταση που δίνεται στην αγροτική εκμετάλλευση να είναι κατάλληλη για τη χρήση αυτή από άποψη μορφολογική και εδαφολογική και να μην προέχει η κήρυξη της ως αναδασωτέας. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τηρήθηκε η ως άνω διοικητική διαδικασία, σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτεθέντα, έκταση 15.361 τ.μ. έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, λόγω απώλειας της δασικής βλαστήσεως, με τις αποφάσεις αναδασώσεως υπ' αριθ. 367/24-10-199 του Νομάρχη Ανατ. Αττικής και υπ' αριθ. πρωτ. 08/ΔΑΣ/524/29-10-1997 και 4168/2010 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, ενώ, και για το υπόλοιπο τμήμα των 16.059 τ.μ., συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κήρυξή του ως αναδασωτέου λόγω παράνομων εκχερσώσεων. γ) Η απόδοση της κοινόχρηστης δασικής εκτάσεως τελεί υπό τον όρο ότι η έκταση αυτή θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που ρητά ορίζουν ειδικές διατάξεις νόμου (Κεφ. ΣΤ' του Ν. 998/79) και δεν θα μεταβληθεί περαιτέρω η χρήση της... Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη σύμβαση, όχι μόνο δεν διασφαλίζεται ότι το ανταλλαγέν δημόσιο κτήμα, που αποτελεί δάσος και δασική έκταση, αποδίδεται εσαεί στην αγροτική εκμετάλλευση, αποκλεισμένης της μελλοντικής οικιστικής του αξιοποιήσεως, αλλά αντιθέτως, όπως προβλέπεται στο συμβόλαιο, το κτήμα αυτό ανταλλάσσεται ως "άρτιο και οικοδομήσιμο", για το οποίο η εναγόμενη Ι.Μ.Β. επιφυλάσσεται του δικαιώματος της να ζητήσει τη μεταβολή της αγροτικής του χρήσεως. Περαιτέρω, η εναγόμενη, επικαλείται το άρθρο 15 Ν. 1734/1987 και ισχυρίζεται ότι βάσει της διάταξης αυτής δασική έκταση που περιλαμβάνεται σε εποικιστική περιέρχεται στη διαχείριση της δασικής υπηρεσίας μόνο μετά από απόφαση του Νομάρχη και ότι κακώς δεν εφάρμοσε αυτή η εκκαλουμένη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, ως μη νόμιμος , αφού πέραν του γεγονότος ότι εν προκειμένω το ακίνητο του Δημοσίου δεν είναι εποικιστικό αλλά δάσος, δασική και αναδασωτέα έκταση, προβαίνει σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, αφού μια έκταση που έχει δασικό χαρακτήρα, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι δυνατό να τον απωλέσει επειδή έχει ενταχθεί σε μια ευρύτερη έκταση που έχει χαρακτηριστεί εποικιστική και να χρειάζεται απόφαση οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου προκειμένου να εφαρμοστεί γι' αυτήν η δασική νομοθεσία. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, θα ήταν αντίθετο με την και συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία των δασών. Τέλος, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη έκανε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13 Ν. 1734/1987, διότι κατά την άποψη της η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε ακίνητα που μεταβιβάζονται χωρίς αντάλλαγμα, ενώ στην περίπτωση αυτή που υπήρχε μεταβίβαση έναντι ανταλλάγματος έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 1644/1986. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή τη συγκεκριμένη βάση της αγωγής του ενάγοντος και έκρινε άκυρο το υπ' αριθμ. 2821/2007 συμβόλαιο ανταλλαγής εφαρμόζοντας τα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος (βλ. 23° φύλλο της εκκαλουμένης, όπου επί λέξει αναφέρεται: "...Ως εκ τούτου, η επίδικη σύμβαση ανταλλαγής καταρτίστηκε κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και όλων των ειδικών προστατευτικών των δασών, των δασικών και των αναδασωτέων εκτάσεων..."). Με τον τελευταίο λόγο έφεσης της η εναγομένη επικαλείται ότι εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη ότι επήλθε με τον 2821/2007 συμβόλαιο απαγορευμένη κατάτμηση δασικής έκτασης. Ειδικότερα, στο άρθρο 60 του Ν.Δ/τος 86/1969 προβλέπονται τα εξής: "1. Απαγορεύεται η κατάτμησις της δασικής ιδιοκτησίας, είτε δια διανομής μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών ή διακατόχων, είτε δια πωλήσεως ή οιασδήποτε άλλης πράξεως, άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργού Γεωργίας, επί ποινή απολύτου ακυρότητος της σχετικής δικαιοπραξίας. Η άδεια του Υπουργού συνάπτεται εις την σχετικήν συμβολαιογραφικήν πράξιν, εν τη οποία γίνεται μνεία αυτής. Η διάταξις αύτη ισχύει αναλόγως και προκειμένου περί δημοσίων δασών, επί των οποίων τρίτοι ασκούν περιορισμένα δικαιώματα δουλείας, ως ρητινοσυλλογής, βοσκής κλπ 4. Η άδεια κατάτμησης για την υλοποίηση επιτρεπτής, κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, επέμβασης σε δάσος ή δασική έκταση χορηγείται από το όργανο που εγκρίνει την επέμβαση". Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη απαγορεύεται η κατάτμηση δασικής ιδιοκτησίας, είτε με διανομή μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών ή διακατόχων, είτε με πώληση, είτε με οποιαδήποτε άλλη πράξη, χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Γεωργίας, η οποία να συνάπτεται στη σχετική συμβολαιογραφική πράξη με σχετική μνεία σε αυτήν, με συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της σχετικής δικαιοπραξίας. Η διάταξη αυτή αποτελεί επανάληψη της προϊσχυσάσης διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1 του Ν.Δ/τος 4173/1929 που κύρωσε το από 11-5-1929 Ν.Δ. "περί δασικού κωδικός", στο άρθρο 46 παρ. 1 του οποίου μάλιστα, εδίδετο ο χαρακτηρισμός της δασικής ιδιοκτησίας, που μπορούσε να είναι δημόσια ή ιδιωτική, και την οποία συνιστούσαν τα δάση, τα δασικά εδάφη και οι δασικές εκτάσεις...Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι άκυρη, χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Γεωργίας, κάθε πράξη από την οποία επέρχεται κατάτμηση δασικής εκτάσεως ...Η παροχή της άδειας απόκειται στη διακριτική εξουσία του Υπουργού, κρίνοντος εάν η κατάτμηση βλάπτει ή όχι τη συντήρηση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση και διατήρηση της μορφής του δάσους..., ενώ παροχή άδειας κατατμήσεως δάσους, με σκοπό την οικοπεδοποίηση του και όχι για λόγους δασοπονικής εκμεταλλεύσεως κατά τα ανωτέρω, αντίκειται ευθέως στην ανωτέρω διάταξη του νόμου...Στην προκειμένη περίπτωση, διά του υπ' αριθ. 2821/22-5-2007 συμβολαίου ανταλλαγής, μεταβιβάστηκε δημόσιο δάσος και δασική και δασική έκταση, εμβαδού 148.608 τ.μ. η έκταση αυτή, όπως προκύπτει και από το συνημμένο στο συμβόλαιο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Ν. Κ. και, παρά τα αντιθέτως αναγραφόμενα στο συμβόλαιο, δεν αποτελεί, ως προαναφέρθηκε το σύνολο, αλλά τμήμα του υπ' αριθ. 969 κοινόχρηστου ακινήτου της συμπληρωματικής διανομής αγροκτήματος Λαυρίου έτους 1966, συνολικής εκτάσεως 159.143 τ.μ.... Περαιτέρω, από την από 26.10.2010 εισήγηση του Δασολόγου Χ. Α. προκύπτει ότι η μεταβιβασθείσα έκταση αποτελεί τμήμα ευρύτερου δάσους, δασικής και αναδασωτέας εκτάσεως. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω εισήγηση, το επίδικο ακίνητο συνορεύει προς όλες τις κατευθύνσεις του με δασική έκταση, ενώ προς τα δυτικά συνορεύει και με αναδασωτέα έκταση. Το γεγονός ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα και όχι το σύνολο του υπ' αριθμ. …69 τεμαχίου της διανομής, αποδεικνύεται από το συνημμένο στο επίδικο συμβόλαιο και υπογραφόμενο από τους συμβαλλόμενους και τη συμβ/φο από 23.3.2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Ν. Κ.),...καθώς επίσης αποδεικνύεται και από την απεικόνιση του υπ' αριθμ. …69 τεμαχίου στο προσκομιζόμενο κτηματολογικό διάγραμμα της ως άνω διανομής. Πάντως, ακόμα και εάν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι μεταβιβάστηκε το σύνολο και όχι τμήμα του υπ' αριθμ. 969 τεμαχίου, και πάλι υφίσταται παράνομη κατάτμηση, αφού, σύμφωνα με την πράξη χαρακτηρισμού, η επίδικη έκταση συνορεύει γύρωθεν με δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις. Εξάλλου, η απαγόρευση κατάτμησης της δασικής ιδιοκτησίας, ως εκ του σκοπού της, καλύπτει τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά δάση, τα οποία ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει ως ενότητες και προς αποφυγή του κατακερματισμού τους. Σχετική η υπ' αριθμ. 602/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου..., σύμφωνα με την οποία ο χαρακτηρισμός της δασικής ιδιοκτησίας δίδεται από το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν.Δ. 11/11 Μαΐου 1929 και μπορεί να είναι δημόσια ή ιδιωτική. Επομένως, με την ένδικη σύμβαση ανταλλαγής επήλθε κατάτμηση δασικής ιδιοκτησίας, χωρίς να δοθεί η απαιτούμενη άδεια του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με επισύναψη αυτής στο συμβόλαιο και σχετική μνεία στο περιεχόμενο του, κατά παράβαση του άρθρου 60 Ν.Δ. 86/69, γεγονός που καθιστά αυτήν απολύτως άκυρη και εξ αυτού του λόγου, ενώ όπως κρίθηκε ανωτέρω η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 16651/2006 κοινή απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που προηγήθηκε της κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποκαθιστά την απαιτούμενη από το άρθρο 60 Ν.Δ. 86/69 άδεια, αφού η σχετική υπουργική απόφαση πρέπει να αιτιολογεί, εάν η κατάτμηση βλάπτει η όχι τη συντήρηση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση και διατήρηση της μορφής του δάσους...ενώ στην ως άνω ΚΥΑ ουδεμία σκέψη περί κατάτμησης δασικής έκτασης και περί του δικαιολογημένου αυτής γίνεται.
Συνεπώς, με το να κρίνει ομοίως η εκκαλουμένη απόφαση, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς τα ως άνω κριθέντα κεφάλαια και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στους κρινόμενους λόγους έφεσης είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της...".
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δέκατο τέταρτο λόγο της αιτήσεως, κατά το οικείο μέρος του, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, α) για ευθεία παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 ν. 1644/1968 που επιτρέπει, για την εξυπηρέτηση γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, την ανταλλαγή κοινόχρηστων ή διαθέσιμων, κατά την εν γένει εποικιστική νομοθεσία εκτάσεων, με άλλες εκτάσεις, που ανήκουν σε ιδιώτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμούς του δημόσιου τομέα, με την αιτίαση ότι η επίδικη ανταλλαγή υπάγεται στην ειδική διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 ν. 1644/1986 και όχι στις διατάξεις περί δασικής νομοθεσίας, β) για ευθεία παραβίαση της ισχύουσας κατά το χρόνο κατάρτισης του επίμαχου συμβολαίου, ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 7 ν. 3147/2003, με την αιτίαση ότι ο χαρακτηρισμός του ανταλλαγέντος ακινήτου του Δημοσίου, ως χερσολίβαδου ήταν δεσμευτικός για τη Διοίκηση, μη δυνάμενος να ανατραπεί, γ) για ευθεία παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 15 ν. 1734/1987 που δεν εφάρμοσε το Εφετείο, αν και ήταν εφαρμοστέα και η οποία προϋπέθετε έκδοση αποφάσεως του οικείου νομάρχη, για να περιέλθει το ανταλλαγέν ακίνητο του Δημοσίου, ως κοινόχρηστη, διαθέσιμη δασική έκταση του αγροτικού κώδικα στη διαχείριση της δασικής υπηρεσίας, κάτι που δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται σ' αυτό η εποικιστική νομοθεσία, εσφαλμένα δε το Εφετείο εφάρμοσε το άρθρο 13 ν. 1734/1987 που δεν αφορά εποικιστικά ακίνητα και του οποίου οι προϋποθέσεις, σε κάθε περίπτωση, δεν συνέτρεχαν. Ο προκείμενος λόγος, κατά το ανωτέρω μέρος του είναι απορριπτέος. Ειδικότερα, οι υπό στοιχεία α και β αιτιάσεις του αβασίμως προβάλλονται, διότι ο χαρακτηρισμός του ανταλλαγέντος ακινήτου του Δημοσίου, ως εποικιστικού και η εμφάνισή του, ως τέτοιου, στα αποσπάσματα του κυρωμένου κτηματολογικού πίνακα, δεν το αποστερούσαν από την προστασία της δασικής νομοθεσίας και ιδίως των διατάξεων των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, εφόσον κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, αυτό ήταν δάσος, δασική και αναδασωτέα έκταση ήδη πριν την κατάρτιση του προσβαλλόμενου συμβολαίου, ο δε ανωτέρω χαρακτηρισμός του από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων δεσμεύει τα αρμόδια δασικά όργανα το μεν ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας της έκτασης, το δε ως προς το επιτρεπτό της χρήσης για την οποία είχε γίνει αρχικώς η αποκατάσταση με την απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεως και όχι ως προς το δασικό χαρακτήρα του. Αλυσιτελώς δε επικαλείται η αναιρεσείουσα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 2 εδ. β' ν. 3889/2010, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 4164/2013, σύμφωνα με τις οποίες "Εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες", που δεν ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης του επίμαχου συμβολαίου και τροποποιήθηκε με το άρθρο 153 ν. 4389/2016, χωρίς να συμπεριληφθεί το παραπάνω εδάφιο και σε κάθε περίπτωση η επικαλούμενη ρύθμιση προϋπέθετε απώλεια του δασικού χαρακτήρα, πριν τις 11/6/1975, λόγω "επεμβάσεων" που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, περί της οποίας (επέμβασης) δεν πρόκειται στην ένδικη περίπτωση. Οι δε υπό στοιχείο γ' αιτιάσεις αλυσιτελώς και επί εσφαλμένης προϋποθέσεως προβάλλονται, εφόσον πρόκειται για κοινόχρηστη και διαθέσιμη εποικιστική έκταση του Νομού Αττικής, με τη μορφή δάσους και δασικής έκτασης, προστατευόμενης κατά το χρόνο κατάρτισης του επίμαχου συμβολαίου από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες βάσει των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας (παράγραφος 3 του άρθρου 10 του ν. 666/1977 που προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 3147/2003, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης του επίμαχου συμβολαίου). Επίσης, με τον δέκατο τέταρτο λόγο της αιτήσεως, κατά το οικείο μέρος του, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 75 ν. 998/1979, με την αιτίαση ότι δεχόμενη ότι η επίδικη ανταλλαγή συνιστά καθ' εαυτήν απαγορευμένη "αλλαγή χρήσης" δασικής έκτασης, συγχέει την προστασία της δασικής χρήσεως με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών, κι' έτσι, ταυτίζοντας τη μεταβίβαση με την αλλαγή χρήσης, εφάρμοσε το άρθρο 75 ν. 998/1979. Ο λόγος κατά το παραπάνω μέρος του στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Τούτο, διότι το Εφετείο δεν εφάρμοσε, αλλά απέκλεισε την επικαλούμενη στο προσβαλλόμενο συμβόλαιο εφαρμογή του άρθρου 75 ν. 998/1979, κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του και δέχτηκε, κατά το νοηματικό της περιεχόμενο, ότι η επίδικη ανταλλαγή αποτελεί συγκεκαλυμμένη μορφή απαγορευμένης αλλαγής χρήσεως του ανταλλαγέντος ακινήτου, εφόσον, με την ένδικη σύμβαση, όχι μόνο δεν διασφαλίζεται ότι το ανταλλαγέν δημόσιο κτήμα, που αποτελεί δάσος και δασική έκταση, αποδίδεται εσαεί στην αγροτική εκμετάλλευση, αποκλειομένης της μελλοντικής οικιστικής του αξιοποιήσεως, αλλά αντιθέτως, όπως προβλέπεται στο συμβόλαιο, το κτήμα αυτό ανταλλάσσεται ως "άρτιο και οικοδομήσιμο", αντικείμενη (σύμβαση ανταλλαγής) στα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος. Τέλος, με τον προκείμενο λόγο, κατά το οικείο μέρος του, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη, ωσαύτως, η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 60 παρ. 1 ν.δ. 86/1969, με την αιτίαση ότι με την ανωτέρω διάταξη απαγορεύεται η κατάτμηση ιδιωτικών δασών και όχι δημόσιων δασών, στα οποία τότε μόνον επιδέχεται αναλογική εφαρμογή η επίμαχη διάταξη, όταν σ' αυτά υφίστανται ιδιωτικά δικαιώματα ρητινοσυλλογής κλπ. Ο λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, συναπτόμενος με επάλληλη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης, αλυσιτελώς προσβάλλεται, διότι το σχετικό διατακτικό της στηρίζεται επαρκώς στην κύρια αιτιολογία της, περί αντιθέσεως της συμβάσεως στα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος, κατά τα παραπάνω αναφερθέντα, καθώς και στη μη πληττόμενη με αναιρετικό λόγο αιτιολογία περί καταρτίσεώς της κατά παράβαση του άρθρου 50 παρ. 3 ν.δ. 86/1969.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, κατά δε εκείνη του άρθρου 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ' εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Από τις διατάξεις των ως άνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημιώσεως ή (και) χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλομένης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση, υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά, που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Πρόσφορη δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 ΠΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξ αιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Είναι έτσι αδιάφορο, αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ούτε αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ' αυτή συνέβαλε και η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, με την έννοια ότι η πλάνη δεν θα δημιουργείτο σε ένα προσεκτικότερο άτομο. Η ψευδής παράσταση που συνιστά την απάτη μπορεί να αφορά και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 932/2014). Κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν την βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους, σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, και δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ' αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος (ΑΠ 627/2009). Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 και 216, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή, με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας, δεν μπορεί να θεραπευθεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 571/2004, ΑΠ 1330/2002). Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται, ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του αξίωσε περισσότερα στοιχεία, από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα (ΟλΑΠ 15/1998). Η δε ποιοτική αοριστία, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων, που απαιτούνται κατά νόμο, για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14 αντιστοίχως του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ' αυτή ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα (ΑΠ 659/10).
Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, σχετικά με τον προταθέντα από την αναιρεσείουσα ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, ως προς το κεφάλαιό της και το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για χρηματική του ικανοποίηση, εξαιτίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση η από 11-11-2010 ένδικη αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, ως προς το αίτημα επιδικάσεως ποσού 10.000.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος Δημοσίου, στηριζόμενη στην αδικοπρακτική συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, είναι επαρκώς ορισμένη αφού εκτίθενται σ' αυτή η παράνομη και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά της εναγομένης, δια των νομίμων εκπροσώπων της, που συνίσταται στη μεταβίβαση της κυριότητας του ιδανικού μεριδίου της λίμνης ... από την εναγόμενη στο ενάγον, λόγω ανταλλαγής, εν γνώσει της εναγομένης ότι η λίμνη δεν ανήκε στην κυριότητά της αλλά στην κυριότητα του ενάγοντος και εν γνώσει της ιδιότητας της λίμνης ως κοινόχρηστου και εκτός συναλλαγής πράγματος, η υπαιτιότητα των οργάνων της εναγομένης, ενόψει της γνώσης και της απόκρυψης των αναφερομένων σ' αυτή (αγωγή) πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την κυριότητα του ενάγοντος επί της λίμνης ..., αλλά και της, δια παραστάσεων των αναφερόμενων σ' αυτή εκπροσώπων της, παρώθησης αρμοδίων οργάνων του ενάγοντος για έκδοση πράξεων και αποφάσεων προς ικανοποίηση του παρανόμου αιτήματος της εναγομένης για την αναγνώριση της κυριότητάς της επί της ως άνω λίμνης, με σκοπό, ακολούθως, την ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων του ενάγοντος με αυτή (λίμνη ...), προς πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους της εναγομένης, που συνίσταται στην απόκτηση παρανόμως εκ μέρους της ακινήτων ιδιοκτησίας του ενάγοντος που περιήλθαν σ' αυτήν με ανταλλαγή ποσοστών εξ αδιαιρέτου της λίμνης ..., η οποία ανήκε στην κυριότητα του ενάγοντος και ακολούθως με την εκποίηση εκ μέρους της εναγομένης του μεγαλύτερου μέρους των ακινήτων που απέκτησε προς εμπορική εκμετάλλευση, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ως άνω ζημιογόνου συμπεριφοράς της εναγόμενης και της ζημίας του ενάγοντος από την ένδικη ανταλλαγή του ακινήτου του με ποσοστά της λίμνης ..., η οποία ανήκε ήδη στην κυριότητά του και η από την ως άνω αδικοπραξία της εναγομένης μείωση του κύρους του ενάγοντος με την αμφισβήτηση της δυνατότητας των υπηρεσιών του να διαχειρίζονται και να προστατεύουν τη δημόσια περιουσία του. Η παράλειψη, δε, της αναφοράς στην αγωγή των ονομάτων των οργάνων του εναγομένου που παραπλανήθηκαν ή εξαπατήθηκαν εκ μέρους των αναφερομένων στην αγωγή εκπροσώπων της εναγομένης, μοναχών Ε. και Α. καθώς των τρόπων και των μέσων που χρησιμοποίησαν οι εκπρόσωποι της εναγομένης για την παραπλάνηση ή την παρώθηση των οργάνων του ενάγοντος, δεν καθιστούν αυτή (αγωγή) αόριστη, διότι δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής αλλά πρόκειται περί διευκρινιστικών της αγωγής περιστατικών, τα οποία μπορεί να προκόψουν από τις αποδείξεις. Εξ άλλου ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι όργανά του παραπλανήθηκαν από την απόκρυψη εκ μέρους της εναγομένης πραγματικών περιστατικών που αποδείκνυαν την κυριότητα του ενάγοντος στη λίμνη ... και όργανά του παρωθήθηκαν, με παραστάσεις εκ μέρους των εκπροσώπων της εναγομένης που χρησιμοποιούσαν το εκκλησιαστικό κύρος της, στην έκδοση παράνομων πράξεων για τη επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού της εναγομένης, δεν καθιστά αντιφατική και ως εκ τούτου αόριστη την αγωγή καθότι δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι τα ίδια όργανα του ενάγοντος παραπλανήθηκαν και ταυτόχρονα ωθήθηκαν σε παράνομες πράξεις για την επίτευξη του παράνομου περιουσιακού οφέλους της εναγόμενης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε την αγωγή ως αόριστη ως προς το αγωγικό κεφάλαιο της επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όπως βάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με το σχετικό ενδέκατο λόγο της εφέσεώς του και επομένως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό, το οποίο πρέπει να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο κατ' ουσία...". Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, τα οποία ανταποκρίνονται στο επισκοπούμενο και ορθώς εκτιμώμενο όλο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, δεν παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 914, 919, 932, 147 ΑΚ, αρκούμενο, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του, σε στοιχεία λιγότερα από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση της αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου από αδικοπρακτική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας. Τούτο, διότι η αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ανωτέρω διατάξεις και το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, για τη θεμελίωση της επικαλουμένης αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης (αναιρεσείουσας) και συγκεκριμένα σαφώς περιγράφεται σ' αυτήν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων και εκπροσώπων της, καθώς και η ηθική βλάβη, που, κατ' αιτιώδη συνάφεια, προκλήθηκε στο ενάγον (αναιρεσίβλητο). Ειδικότερα δε, σύμφωνα με το επισκοπούμενο περιεχόμενο της αγωγής, φέρεται, ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή συγκεκριμένες κρίσιμες πράξεις και αποφάσεις των αρμόδιων κρατικών οργάνων (πριν και κατά την κατάρτιση του προσβαλλόμενου συμβολαίου) συναρτώνται με την απόκρυψη της αλήθειας και την προβολή παραπλανητικών ισχυρισμών από τους αρμόδιους εκπροσώπους της αναιρεσείουσας, αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ..., οι οποίοι προς τούτο, με παραστάσεις και λόγους (συμμετοχή μοναχού Α. σε συνεδριάσεις Δ.Σ. της ΚΕΔ για τις ανταλλαγές, επισκέψεις μοναχού Α. στη Δ/νση Πολιτικής Γης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τις ανταλλαγές), παρώθησαν τους αρμόδιους κρατικούς λειτουργούς, χρησιμοποιώντας το κύρος της αναιρεσείουσας, ως εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Εντεύθεν, στην αγωγή διαλαμβάνονται, σε βαθμό επάρκειας, οι τρόποι και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι εκπρόσωποι της αναιρεσείουσας για την παραπλάνηση των οργάνων του αναιρεσιβλήτου, οι περί των οποίων διευκρινιστικές λεπτομέρειες μπορούσαν να προκύψουν από τις αποδείξεις, καθόσον στην αγωγή εμπεριέχεται ο πυρήνας των βιοτικών συμβάντων που στοιχειοθετούν τη φερόμενη απατηλή συμπεριφορά των αρμοδίων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας.
Συνεπώς, ο όγδοος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, ισχυριζόμενη τα αντίθετα, μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Με βάση δε τα ήδη εκτεθέντα η ένδικη αγωγή δεν έπασχε από ποιοτική, ούτε ποσοτική αοριστία. Επομένως και ο ένατος λόγος, με τον οποίο προβάλλονται, επικουρικώς, οι πλημμέλειες 1) από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη "πράγματα", ήτοι αγωγικούς ισχυρισμούς περί αδικοπραξίας που δεν είχαν προταθεί και 2) από τον αριθ. 14 του ίδιου άρθρου, με την αιτίαση ότι, παρά τον νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, λόγω ποιοτικής και ποσοτικής αοριστίας αυτής, είναι αβάσιμος. Σημειώνεται, ότι το Εφετείο, στην κατά τη σχετική μείζονα σκέψη του θεωρητική εξέταση του ζητήματος της αοριστίας της αγωγής, αναφέρθηκε γενικώς και στις διατάξεις των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, χωρίς, όμως, στην περί του ορισμένου της αγωγής κρίση του να προσφύγει σ' αυτές.
Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει: "Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης". Η δεύτερη παράγραφος της ανωτέρω διατάξεως θεσπίσθηκε για τον λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στην συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή δε της διατάξεως αυτής πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) Η αδικοπραξία πρέπει ν' αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί, όμως, προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως. 2) Η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί κακουργημάτων ανέρχεται σε δέκα πέντε (15) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στη παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 21/2003). Στην ίδια δε δεκαπενταετή παραγραφή υπόκειται και η απαίτηση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αξιόποινη πράξη που συνιστά κακούργημα, με αφετηρία τον ίδιο πιο πάνω χρόνο (ΑΠ 901/2014). Τα ανωτέρω ισχύουν, για τον υπαίτιο της πράξεως, ήτοι τότε μόνον, όταν ο δράστης της αξιόποινης πράξεως είναι ταυτόχρονα και ο υπόχρεως σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) και όχι όταν ο αστικός υπεύθυνος είναι διαφορετικό πρόσωπο. Στην τελευταία περίπτωση, η παραγραφή της αξιώσεως από την αδικοπραξία εξακολουθεί να είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, άσχετα αν ο δράστης της αξιόποινης πράξης ενήργησε, ως προστηθείς ή όργανο του εναγομένου σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) φυσικού ή νομικού προσώπου (άρθρα 922, 923, 71 ΑΚ) και ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής του δράστη στην αξιόποινη πράξη, ως αυτουργού ή συνεργού ή ηθικού αυτουργού, αρκεί ότι το εναγόμενο, ως υπόχρεο σε αποζημίωση πρόσωπο, δεν υπέχει κατά νόμο ποινική ευθύνη, αλλά ενάγεται, ως αστικώς υπεύθυνο, όπως πρωτίστως συμβαίνει επί νομικών προσώπων, των οποίων όργανα ή προστηθέντες τέλεσαν, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι, την αξιόποινη πράξη (βλ. ΑΠ 16/1998, ΑΠ 1749/2007). Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, σχετικά με την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση παραγραφής της αξιώσεως του αναιρεσιβλήτου για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσείουσας, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Ο ισχυρισμός της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που άρχισε να τρέχει από την υποβολή στις 10-10- 2003 των προτάσεων του Δημοσίου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θράκης, από τις οποίες αποδεικνύεται η γνώση του ενάγοντος περί της επελθούσας ζημιάς του, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθότι, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέα τυγχάνει η περίπτωση του εδαφίου β του άρθρου 937 του ΚΠολΔ, κατά την οποία "αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης" αφού αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εκπρόσωποι της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου έχουν παραπεμφθεί αμετακλήτως στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος για ηθική αυτουργία από κοινού κατ' εξακολούθηση στις πράξεις: α) της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου, β) της απλής συνέργειας σε απιστία σε βάρος του Δημοσίου, γ) της ψευδής βεβαίωσης με σκοπό τον προσπορισμό στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου αθέμιτου οφέλους σε βάρος του Δημοσίου, πράξεις που αφορούν τη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων, μεταξύ των άλλων, για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης ... και για τις συμβάσεις ανταλλαγής της λίμνης ... με ακίνητα του ενάγοντος Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, και συνακόλουθα η αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης δεν υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, αλλά, κατ' άρθρο 111 παρ.2 στ. β του Π.Κ. σε δεκαπενταετή παραγραφή...στην οποία υπόκειται και η αντίστοιχη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος κατά της εναγομένης..., δεκαπενταετή παραγραφή που διακόπηκε, στις 31-12-2010, με την επίδοση από το ενάγον στην εναγόμενη της ένδικης από 11-11-2010 αγωγής, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. Γ/1255/31-12-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκιδικής Ευθυμίου Λάμπρου...". Με την ανωτέρω κρίση του, το Εφετείο, δεχόμενο ότι για την κατά της αναιρεσείουσας αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου ισχύει η δεκαπενταετής και όχι η πενταετής παραγραφή, παρά το ότι η αναιρεσείουσα ενάγεται, ως αστικώς υπεύθυνη, προς χρηματική ικανοποίηση, για αξιόποινες πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα των προστηθέντων εκπροσώπων της και με βάση τον γενόμενο δεκτό από την αναιρεσιβαλλομένη χρόνο έναρξης της παραγραφής (10/10/2003) και διακοπής της (31/12/2010, ήτοι μετά τη συμπλήρωση πενταετίας), έκρινε ότι δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή η κατά της αναιρεσείουσας αξίωση χρηματικής ικανοποίησης και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό, παραβίασε ευθέως την διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 937 ΑΚ.
Συνεπώς, ο σχετικός περί τούτου έβδομος λόγος της αιτήσεως, για την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, καθ' όσον μεν αφορά την αγωγική αξίωση της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου αναιρέσεως, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, (10ου, 11ου, 12ου και 13ου) που αφορούν την αξίωση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την αγωγική αυτή αξίωση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων οι οποίοι εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Κατά τα λοιπά δε, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει η αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν, κατά τα σχετικώς προαναφερόμενα. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, συμφώνως προς το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αυτό αναιρεσείουσα και να καταδικασθεί, λόγω της ήττας του το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (αναιρεσείουσας), σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2), μειωμένα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ.12 του ν. 1738/1987 και 2 της ΚΥΑ 134423 Οικ/1992 Οικονομικών και Δικαιοσύνης..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3259/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς το αναιρεθέν μέρος, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.-
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 3-9-2015 αίτηση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου" και τους από 8-8-2016 προσθέτους λόγους αυτής για αναίρεση της αυτής ως άνω υπ' αριθμ. 3259/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.-
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου", τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Αυγούστου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή