Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2095 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση διατακτικού με αιτιολογικό. Επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία είναι σαφής και πλήρης. Όχι αντίθεση σε άρθρο 6 ΕΣΔΑ. Πότε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Δόλος. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 2095/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποιν. Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνστατινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1836/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1986/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, με αριθμό 156/4-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 268/23-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 1836/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 257/2007 βούλευμά του παρέπεμψε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 1836/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Εναντίον του Εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 13-11-2007, με παράδοσή του στον ίδιο, η δε αίτηση ασκήθηκε την 23-11-2007, δηλαδή μέσα στη νόμιμη προθεσμία των δέκα ημερών (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), αυτοπροσώπως από τον ίδιο ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 268/23-11-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η υπέρβαση εξουσίας και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ1 29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ1 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135, ΑΠ 1364/2006). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1836/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις "ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα που επισυνάφθηκαν στη δικογραφία, τόσο κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης όσο και κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι καταστάσεις των εταιρειών COSMOTE, VODAFONE, TIMQ, TELECOM, οι οποίες αποδεικνύουν τις κλήσεις και τα γραπτά μηνύματα, που πραγματοποιήθηκαν προς και από τα υπ'αρ. ....., .....και ..... κινητά τηλέφωνα, ως και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν, για χρονικό διάστημα από 9-11-2004 έως 16-11-2004 και τα οποία αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, διότι λήφθηκαν νομίμως κατόπιν της κατ'άρθρο 4 Ν.2225/1994 άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών των ως άνω κινητών τηλεφώνων, δυνάμει του υπ'αρ. 2023/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Ψ και ο κατηγορούμενος είχαν συνάψει δεσμό, ο οποίος διήρκεσε επί μία διετία περίπου, συζούσαν δε στην οικία της Ψ στα ..... . Στις 20-5-2003 η ανωτέρω γέννησε ένα αγόρι, το οποίο ο κατηγορούμενος αναγνώρισε εκουσίως (βλ. σχετική ληξιαρχική πράξη). Η συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά και κατά το θέρος του 2003, επήλθε διακοπή αυτής και ο δεσμός διακόπηκε οριστικά κατά την άνοιξη του 2004. Και μετά τη λύση της σχέσης, δεν υπήρξε ομαλότητα, συνεχίσθηκαν οι έριδες. Ο κατηγορούμενος συγκεκριμένα δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι η σχέση είχε τελειώσει και συνεχώς οχλούσε την ανωτέρω για επανασύνδεση, εκείνη όμως αρνείτο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εντάσεις και επεισόδια. Τη 08.00 ώρα περίπου της 15-11-2004, ημέρα Δευτέρα, η Ψ επιβιβάστηκε στο υπ' αριθ. κυκλ. ..... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο της είχε παραχωρήσει προς χρήση ο εργοδότης της. Στο αυτοκίνητο επιβιβάσθηκε η αδελφή της Α, καθώς και ο ανήλικος υιός της, προκειμένου να τον μεταφέρει στον παιδικό σταθμό, όπως καθημερινά έπραττε. Όταν η οδηγός χρειάσθηκε να κάνει χρήση των φρένων και ενώ είχε εκκινήσει με μικρή ταχύτητα, διαπίστωσε ότι δεν λειτουργούσαν και το όχημα προσέκρουσε ελαφρά σε έμπροσθεν αυτού ευρισκόμενο σταθμευμένο αυτοκίνητο και ακινητοποιήθηκε, χωρίς να τραυματιστεί κάποιος από τους επιβαίνοντες. Κατόπιν αυτών η Ψ απευθύνθηκε σε αστυνομικούς, οι οποίοι της υπέδειξαν να απευθυνθεί σε μηχανικό αυτοκινήτων, για να διαπιστώσει τη μηχανική βλάβη, προφανώς θεωρώντας ότι επρόκειτο για συνήθη βλάβη. Η Ψ όντως ειδοποίησε τον Β, μηχανικό αυτοκινήτων, ο οποίος ήλεγξε το όχημα και διαπίστωσε τα ανωτέρω, ότι δηλαδή είχαν κοπεί όλα τα σωληνάκια υγρών των φρένων όλων των τροχών και κυρίως το απέδωσε σε εσκεμμένη ανθρώπινη ενέργεια, αποκλείοντας την περίπτωση της φθοράς (βλ. τις δύο βεβαιώσεις του ανωτέρω και την ενώπιον του Ανακριτή ένορκη κατάθεση του). Μετά τη διαπίστωση αυτή την επομένη ημέρα (16-11-2004) η Ψ και επειδή ήταν βέβαιη ότι η ανωτέρω δολιοφθορά ήταν έργο του κατηγορουμένου, μετέβη στο AT ..... και ανάφερε όλα όσα είχαν προηγηθεί του ως άνω συμβάντος και στις 22-9-2005 καταθέτοντας ενόρκως και πάλι ανέφερε χωρίς καμία επιφύλαξη ότι δράστης της ανωτέρω πράξης ήταν ο κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα η ανωτέρω ανέφερε και προέκυψε, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 09/11/2004 έως 14/11/2004, ο κατηγορούμενος την απειλούσε για τη ζωή της, με κλήσεις προς το τηλέφωνο της, αλλά και με την αποστολή σχετικών απειλητικών γραπτών μηνυμάτων (SMS) προς το κινητό της τηλέφωνο. Συγκεκριμένα περί ώρα 09:08' της 09/11/2004 απέστειλε γραπτό μήνυμα (SMS) στο κινητό της τηλέφωνο με το εξής περιεχόμενο: "Ετοιμάσου πέντε μέρες έμειναν όσο δεν απαντάς. Αυτό που σου έκανα είναι πταίσμα σε αυτό που θα σου κάνουν. Καλή σου μέρα", ενώ περί ώρα 22:59' της 14/11/2004 απέστειλε και άλλο γραπτό μήνυμα (SMS) στο κινητό της τηλέφωνο με το εξής περιεχόμενο: "Ένα να ξέρεις σου ορκίζομαι στο παιδί μας ότι θα σε κάνω να υποφέρεις για το κακό που μου έκανες. Δεν θα ξαναχαρείς τίποτα. Θα σε τελειώσω."και την 23:40' της ίδιας ημέρας τηλεφώνησε στην κατηγορουμένη απειλώντας την ότι θα την σκοτώσει, ότι δεν θα γλιτώσει από αυτόν και ότι η μάνα της θα φορέσει μαύρα, προαναγγέλοντας με τον τρόπο αυτό την πράξη του. Η πραγματοποίηση και η αποστολή των ως άνω μηνυμάτων κλπ επιβεβαιώνεται και από τη σχετική κατάσταση της εταιρείας COSMOTE, στην οποία αναλυτικά αναφέρονται κλήσεις και γραπτά μηνύματα που πραγματοποιήθηκαν από το υπ' αρ. ..... κινητό τηλέφωνο, το οποίο ανήκει στον κατηγορούμενο (βλ. σχετική βεβαίωση εταιρείας COSMOTE). Συγκεκριμένα από την ανωτέρω κατάσταση προκύπτει πραγματοποίηση από τον ανωτέρω αριθμό κινητού τηλεφώνου κλήσεων και γραπτών μηνυμάτων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (09/11/2004 - 14/11/2004) προς το υπ' αρ. ..... κινητό τηλέφωνο που ανήκει στη Ψ. Πέραν αυτών ο κατηγορούμενος εθεάθη από τη Α τις πρώτες πρωινές ώρες της 15/11/2004, να περιφέρεται γύρω από το ανωτέρω αυτοκίνητο, ήτοι λίγες ώρες πριν επιβιβαστούν σ' αυτό τα ανωτέρω πρόσωπα. Οι δύο ποθούσες δεν διατηρούν αμφιβολία ότι ο δράστης των ανωτέρω πράξεων είναι ο κατηγορούμενος (βλ. καταθέσεις τους). Η Ψ κατέθεσε, ότι δεν είχε με κανένα άλλο πρόσωπο οιουδήποτε είδους διαφορές. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου υπήρχε δόλος να επιφέρει το θάνατο στα ανωτέρω πρόσωπα. Συγκεκριμένα γνώριζε πολύ καλά ότι το αυτοκίνητο χρησιμοποιούσε η Ψ και μετέφερε καθημερινά το ανήλικο τέκνο τους στον παιδικό σταθμό. Παρά ταύτα και για να επιτύχει το σκοπό του, προέβη στην ανωτέρω ενέργεια, ήτοι με τη χρήση ενός κόφτη, έκοψε όλα τα σωληνάκια παροχής υγρών των φρένων και των τεσσάρων τροχών του αυτοκινήτου. Με την ενέργεια του αυτή ο δράστης έθεσε εκτός λειτουργίας το σύστημα πέδησης του οχήματος και σύμφωνα με τον εγκληματικό σχεδιασμό του προέβλεψε και ήθελε η οδηγός του οχήματος να απολέσει τον έλεγχο του, γεγονός βέβαιο (αν δεν μεσολαβούσε η πρόσκρουση που προαναφέρθηκε), ως εκ της προηγηθείσης συμπεριφοράς του και να ακολουθήσει θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα και να σκοτωθεί η ανωτέρω. Κατόπιν αυτών προκύπτει ότι υφίσταται άμεσος δόλος στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, ως προς την ανθρωποκτονία της ανωτέρω. Πέραν αυτού ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά ότι αναπόφευκτη συνέπεια της πράξεως του θα ήταν να επέλθει το ίδιο αποτέλεσμα, ο θάνατος δηλαδή και στους συνεπιβάτες του οχήματος, γεγονός που το αποδέχθηκε. Η πράξη του όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του θέληση, αλλά από λόγους εξωτερικούς και ανεξαρτήτους της θελήσεως και συγκεκριμένα διότι το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε μετά την ως άνω πρόσκρουση, χωρίς να διαγράψει θανατηφόρο πορεία. Την πράξη ο κατηγορούμενος αποφάσισε και τέλεσε ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι τη συγκεκριμένη ημέρα δεν έλαβε χώρα κάποιο γεγονός, το οποίο να έδωσε έναυσμα για την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους στον κατηγορούμενο, που να δικαιολογεί την εντεύθεν ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής στο πρόσωπο του, ούτε κατά τη στιγμή της απόφασης, ούτε κατά τη στιγμή της εκτέλεσης της πράξης του, του εγκληματικού του σχεδίου. Τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος και με την κρινόμενη έφεση του, αρνούμενος την κατηγορία, δεν βρίσκουν έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό, το οποίο είναι πλήρες και ικανό προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι κατά τον επίμαχο χρόνο βρισκόταν στην ..... προς αναζήτηση εργασίας, έχοντας αναχωρήσει αεροπορικώς με την εταιρεία AEGEAN AIRLINES. To γεγονός αυτό προσπάθησαν με τις καταθέσεις τους, ανεπιτυχώς όμως, να επιβεβαιώσουν η μητέρα και η αδελφή του Γ και Δ αντίστοιχα, προσδιορίζοντας την αναχώρηση του δύο ή τρεις ημέρες μετά .την 08/11/2004. Από τη συνημμένη όμως βεβαίωση της ανωτέρω αεροπορικής εταιρείας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν ταξίδεψε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα με πτήση της στη ....., χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία για εσφαλμένη αναγραφή του επωνύμου του (βλ. τη βεβαίωση). Περαιτέρω ο κατηγορούμενος αρνείται και την πραγματοποίηση των ανωτέρω απειλητικών τηλεφωνικών κλήσεων και γραπτών μηνυμάτων προς την Ψ, ισχυριζόμενος ότι το υπ' αρ. ..... κινητό τηλέφωνο, από το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω κλήσεις και απεστάλησαν τα ανωτέρω μηνύματα, δεν του ανήκει και ακόμη ότι δικό του είναι μόνο το με αριθ. κλήσεως ..... κινητό τηλέφωνο, ως προς το οποίο μάλιστα περαιτέρω ισχυρίζεται, ότι το είχε μαζί του απενεργοποιημένο, για όσο χρόνο διέμενε στη ..... . Και οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου κρίνονται αναληθείς, διότι και ο ως άνω αριθμός κλήσης ανήκει σε δικό του κινητό τηλέφωνο, ενώ ασφαλώς δεν απαιτείται να επισυναφθεί στην παρούσα και η σχετική σύμβαση, όσον αφορά το πρώτο εκ των ανωτέρω (βλ. ένορκες καταθέσεις Ψ και Α και συνημμένη βεβαίωση της εταιρείας COSMOTE). Η δεύτερη τηλεφωνική συσκευή εξάλλου όχι μόνο δεν ήταν απενεργοποιημένη κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αλλά λειτουργούσε κανονικά, δεχόμενη και πραγματοποιώντας κλήσεις και αυτές ελάμβαναν χώρα από βάσεις κεραιών στην Ελλάδα, ως επί το πλείστον στα ....., όπου προφανέστατα βρισκόταν ο κατηγορούμενος (βλ. και τις συνημμένες καταστάσεις κλήσεων του εν λόγω κινητού τηλεφωνικών εταιριών TIM. VODAFONE, Q TELECOM και COSMOTE). Τέλος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η πρώην σύντροφος του είχε διαφορές και με άλλα πρόσωπα, τα οποία μάλιστα την παρακολουθούσαν με διάφορα αυτοκίνητα. Και οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονται αναληθείς, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Το γεγονός δε ότι με τη δεύτερη κατάθεση της η Ψ κατονόμασε χωρίς καμία αμφιβολία τον κατηγορούμενο ως δράστη των ανωτέρω, δεν ανατρέπει την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής εις βάρος του, ενώ είχε θεαθεί κατά τον ως άνω χρόνο, να περιφέρεται γύρω από το ως άνω αυτοκίνητο σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν έσφαλε και ορθώς αποφάνθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο οποίο κατά τα λοιπά αναφερόμεθα, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του εκκαλούντα και τον παρέπεμψε στο αρμόδιο Δικαστήριο - Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που θα ορισθεί αρμοδίως για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρα 26 παρ. 1°, 27 παρ. 1 εδ. β', 42 παρ. 1, 94 παρ. 1 ΠΚ).
Συνεπώς η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, ενώ δεν συντρέχει λόγος διενέργειας περαιτέρω κυρίας ανάκρισης, έχει δε ο εκκαλών αναπτύξει εκτενώς και διεξοδικά, με αναλυτικά και πολυσέλιδα υπομνήματα, κατά την απολογία του στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, αλλά και με την κρινόμενη έφεση του, τους ισχυρισμούς του και τις θέσεις του σε όλα τα ζητήματα της ουσίας της κατηγορίας, χωρίς να παρίσταται πλέον ανάγκη για περαιτέρω διευκρινίσεις και πρέπει να απορριφθούν τα ως άνω αιτήματα του (βλ. σχετικά αιτήματα του υποβληθέντα με την κρινόμενη έφεση του). Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθμ. 257/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξεως, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42 παρ. 1, 94 και 299 παρ. 1 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών μνημονεύει στο προσβαλλόμενο βούλευμά του κατά κατηγορίες τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του για να σχηματίσει την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να αναφέρει ποια παραδοχή προκύπτει από το καθένα χωριστά, αρκεί ότι τα έλαβε υπόψη του και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του. Περαιτέρω δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Στο βούλευμα εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ο δόλος του αναιρεσείοντα για την τέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως, γίνεται μάλιστα διάκρισή του σε άμεσο δόλο, αναφορικά με την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της Ψ και σε ενδεχόμενο δόλο, αναφορικά με την απόπειρα σε βάρος των δύο άλλων παθόντων. Επίσης το Συμβούλιο Εφετών απάντησε αιτιολογημένα σε όλους τους υπερασπιστικούς και αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα, παραθέτοντας ιδιαίτερες σκέψεις για την απόρριψή τους. Οι λοιπές στην κρινομένη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. 4. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2 και 319 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη διενέργειας περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη ή άλλη συγκεκριμένη ανακριτική πράξη, σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 1421/2005, ΑΠ 511/2005). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 183, 274, 307 περ. α' και 309 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην απόλυτη κρίση του Συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, ενώ εξάλλου η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 ΚΠΔ (ΑΠ 1450/2006, ΑΠ 1882/2006, ΑΠ 487/2007). Κατ'ακολουθίαν ο συναφής λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το αίτημα του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη και να διενεργηθούν και άλλες ανακριτικές πράξεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο με την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, που παραθέτει, πλήρως αιτιολογεί την κρίση του για την ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο για την πράξη που του αποδίδεται και ως εκ τούτου είναι αιτιολογημένη η σιωπηρή απόρριψη του ως άνω αιτήματος. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 268/23-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 1836/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 28 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το όρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξ άλλου, η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Τέλος, κατά το όρθρο 484 παρ.1 περ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφηρμόσθη στο βούλευμα. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το Συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του, τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ' αριθμ. 1836/2007, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απερρίφθη η ασκηθείσα υπό του αναιρεσείοντος έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος υπ' αριθμ. 257/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί να δικασθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του Εισαγγελική πρόταση και με μνεία όλων κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ' όψη του και δη ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα που επισυνάφθηκαν στη δικογραφία τόσο κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης, όσο και κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι καταστάσεις των εταιρειών COSMOTE, VODAFONE, TIM Q-TELECOM, οι οποίες αποδεικνύουν τις κλήσεις και τα γραπτά μηνύματα, που πραγματοποιήθηκαν προς και από τα υπ' αρ. ....., ..... και ..... κινητά τηλέφωνα, ως και τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν, για χρονικό διάστημα από 09/11/2004 έως 16/11/2004 και τα οποία αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, διότι λήφθηκαν νομοτύπως κατόπιν της κατ' άρθρο 4 του Ν. 2225/1994 άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών των ως άνω κινητών τηλεφώνων, δυνάμει του υπ' αρ. 2023/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου εδέχθη ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η Ψ και ο κατηγορούμενος είχαν συνάψει δεσμό, ο οποίος διήρκεσε επί μία διετία περίπου, συζούσαν δε στην οικία της Ψ στα ..... . Στις 20/5/2003 η ανωτέρω γέννησε ένα αγόρι το οποίο ο κατηγορούμενος αναγνώρισε εκουσίως (βλ. σχετική ληξιαρχική πράξη). Η συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά και κατά το θέρος του 2003, επήλθε διακοπή αυτής και ο δεσμός διακόπηκε οριστικά κατά την άνοιξη του 2004. Και μετά τη λύση της σχέσης, δεν υπήρξε ομαλότητα, συνεχίσθηκαν οι έριδες. Ο κατηγορούμενος συγκεκριμένα δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι η σχέση είχε τελειώσει και συνεχώς οχλούσε την ανωτέρω για επανασύνδεση, εκείνη όμως αρνείτο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εντάσεις και επεισόδια. Τη 08.00 ώρα περίπου της 15-11-2004, ημέρα Δευτέρα, η Ψ επιβιβάστηκε στο υπ' αριθ. κυκλ. ..... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο της είχε παραχωρήσει προς χρήση ο εργοδότης της. Στο αυτοκίνητο επιβιβάσθηκε αδελφή της Α, καθώς και ο ανήλικος υιός της, προκειμένου να τον μεταφέρει στον παιδικό σταθμό, όπως καθημερινά έπραττε. Όταν η οδηγός χρειάσθηκε να κάνει χρήση των φρένων και ενώ είχε εκκινήσει με μικρή ταχύτητα, διαπίστωσε ότι δεν λειτουργούσαν και το όχημα προσέκρουσε ελαφρά σε έμπροσθεν αυτού ευρισκόμενο σταθμευμένο αυτοκίνητο και ακινητοποιήθηκε, χωρίς να τραυματιστεί κάποιος από τους επιβαίνοντες. Κατόπιν αυτών η Ψ απευθύνθηκε σε αστυνομικούς, οι οποίοι της υπέδειξαν να απευθυνθεί σε μηχανικό αυτοκινήτων, για να διαπιστώσει τη μηχανική βλάβη, προφανώς θεωρώντας ότι επρόκειτο για συνήθη βλάβη. Η Ψ όντως ειδοποίησε τον Β, μηχανικό αυτοκινήτων, ο οποίος ήλεγξε το όχημα και διαπίστωσε τα ανωτέρω, ότι δηλαδή είχαν κοπεί όλα τα σωληνάκια υγρών των φρένων όλων των τροχών και κυρίως το απέδωσε σε εσκεμμένη ανθρώπινη ενέργεια, αποκλείοντας την περίπτωση της φθοράς (βλ. τις δύο βεβαιώσεις του ανωτέρω και την ενώπιον του Ανακριτή ένορκη κατάθεση του). Μετά τη διαπίστωση αυτή την επομένη ημέρα (16-11-2004) η Ψ και επειδή ήταν βέβαιη ότι η ανωτέρω δολιοφθορά ήταν έργο του κατηγορουμένου, μετέβη στο ΑΤ ..... και ανάφερε όλα όσα είχαν προηγηθεί του ως άνω συμβάντος και στις 22-9-2005 καταθέτοντας ενόρκως και πάλι ανέφερε χωρίς καμία επιφύλαξη ότι δράστης της ανωτέρω πράξης ήταν ο κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα η ανωτέρω ανέφερε και προέκυψε, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 09/11/2004 έως 14/11/2004, ο κατηγορούμενος την απειλούσε για τη ζωή της, με κλήσεις προς το τηλέφωνό της, αλλά και με την αποστολή σχετικών απειλητικών γραπτών μηνυμάτων (SΜS) προς το κινητό της τηλέφωνο. Συγκεκριμένα περί ώρα 09:08' της 09/11/2004 απέστειλε γραπτό μήνυμα (SΜS) στο κινητό της τηλέφωνο με το εξής περιεχόμενο: "Ετοιμάσου πέντε μέρες έμειναν όσο δεν απαντάς. Αυτό που σου έκανα είναι πταίσμα σε αυτό που θα σου κάνουν. Καλή σου μέρα", ενώ περί ώρα 22:59' της 14/11/2004 απέστειλε και άλλο γραπτό μήνυμα (SΜS) στο κινητό της τηλέφωνο με το εξής περιεχόμενο: "Ένα να ξέρεις σου ορκίζομαι στο παιδί μας ότι θα σε κάνω να υποφέρεις για το κακό που μου έκανες. Δεν θα ξαναχαρείς τίποτα. Θα σε τελειώσω."και την 23:40' της ίδιας ημέρας τηλεφώνησε στην κατηγορουμένη απειλώντας την ότι θα την σκοτώσει, ότι δεν θα γλιτώσει από αυτόν και ότι η μάνα της θα φορέσει μαύρα, προαναγγέλοντας με τον τρόπο αυτό την πράξη του. Η πραγματοποίηση και η αποστολή των ως άνω μηνυμάτων κλπ επιβεβαιώνεται και από τη σχετική κατάσταση της εταιρείας COSΜΟΤΕ, στην οποία αναλυτικά αναφέρονται κλήσεις και γραπτά μηνύματα που πραγματοποιήθηκαν από το υπ' αρ. ..... κινητό τηλέφωνο, το οποίο ανήκει στον κατηγορούμενο (βλ. σχετική βεβαίωση εταιρείας COSΜΟΤΕ). Συγκεκριμένα από την ανωτέρω κατάσταση προκύπτει πραγματοποίηση από τον ανωτέρω αριθμό κινητού τηλεφώνου κλήσεων και γραπτών μηνυμάτων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (09/11/2004 - 14/11/2004) προς το υπ' αρ. ..... κινητό τηλέφωνο που ανήκει στη Ψ. Πέραν αυτών ο κατηγορούμενος εθεάθη από τη Α τις πρώτες πρωινές ώρες της 15/11/2004, να περιφέρεται γύρω από το ανωτέρω αυτοκίνητο, ήτοι λίγες ώρες πριν επιβιβαστούν σ' αυτό τα ανωτέρω πρόσωπα. Οι δύο παθούσες δεν διατηρούν αμφιβολία ότι ο δράστης των ανωτέρω πράξεων είναι ο κατηγορούμενος (βλ. καταθέσεις τους). Η Ψ κατέθεσε, δεν είχε με κανένα άλλο πρόσωπο οιουδήποτε είδους διαφορές. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου υπήρχε δόλος να επιφέρει το θάνατο στα ανωτέρω πρόσωπα. Συγκεκριμένα γνώριζε πολύ καλά ότι το αυτοκίνητο χρησιμοποιούσε η Ψ και μετέφερε καθημερινά το ανήλικο τέκνο τους στον παιδικό σταθμό. Παρά ταύτα και για να επιτύχει το σκοπό του, προέβη στην ανωτέρω ενέργεια, ήτοι με τη χρήση ενός κόφτη, έκοψε όλα τα σωληνάκια παροχής υγρών των φρένων και των τεσσάρων τροχών του αυτοκινήτου. Με την ενέργειά του αυτή ο δράστης έθεσε εκτός λειτουργίας το σύστημα πέδησης του οχήματος και σύμφωνα με τον εγκληματικό σχεδιασμό του προέβλεψε και ήθελε η οδηγός του οχήματος να απολέσει τον έλεγχό του, γεγονός βέβαιο (αν δεν μεσολαβούσε η πρόσκρουση που προαναφέρθηκε), ως εκ της προηγηθείσης συμπεριφοράς του και να ακολουθήσει θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα και να σκοτωθεί η ανωτέρω. Κατόπιν αυτών προκύπτει ότι υφίσταται άμεσος δόλος στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, ως προς την ανθρωποκτονία της ανωτέρω. Πέραν αυτού ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά ότι αναπόφευκτη συνέπεια της πράξεώς του θα ήταν να επέλθει το ίδιο αποτέλεσμα, ο θάνατος δηλαδή και στους συνεπιβάτες του οχήματος, γεγονός που το αποδέχθηκε. Η πράξη του όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του θέληση, αλλά από λόγους εξωτερικούς και ανεξαρτήτους της θελήσεως και συγκεκριμένα διότι το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε μετά την ως άνω πρόσκρουση, χωρίς να διαγράψει θανατηφόρο πορεία. Την πράξη ο κατηγορούμενος αποφάσισε και τέλεσε ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι τη συγκεκριμένη ημέρα δεν έλαβε χώρα κάποιο γεγονός, το οποίο να έδωσε έναυσμα για την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους στον κατηγορούμενο, που να δικαιολογεί την εντεύθεν ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής στο πρόσωπό του, ούτε κατά τη στιγμή της απόφασης, ούτε κατά τη στιγμή της εκτέλεσης της πράξης του, του εγκληματικού του σχεδίου. Τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος και με την κρινόμενη έφεσή του, αρνούμενος την κατηγορία, δεν βρίσκουν έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό, το οποίο είναι πλήρες και ικανό προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι κατά τον επίμαχο χρόνο βρισκόταν στην ..... προς αναζήτηση εργασίας, έχοντας αναχωρήσει αεροπορικώς με την εταιρεία ΑΕGΕΑΝ ΑIRLINES. Το γεγονός αυτό προσπάθησαν με τις καταθέσεις τους, ανεπιτυχώς όμως, να επιβεβαιώσουν η μητέρα και η αδελφή του Γ και Δ αντίστοιχα, προσδιορίζοντας την αναχώρηση του δύο ή τρεις ημέρες μετά την 08/11/2004. Από τη συνημμένη όμως βεβαίωση της ανωτέρω αεροπορικής εταιρείας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν ταξίδεψε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα με πτήση της στη ....., χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία για εσφαλμένη αναγραφή του επωνύμου του (βλ. τη βεβαίωση). Περαιτέρω ο κατηγορούμενος αρνείται και την πραγματοποίηση των ανωτέρω απειλητικών τηλεφωνικών κλήσεων και γραπτών μηνυμάτων προς την Ψ, ισχυριζόμενος ότι το υπ' αρ. ..... κινητό τηλέφωνο, από το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω κλήσεις και απεστάλησαν τα ανωτέρω μηνύματα, δεν του ανήκει και ακόμη ότι δικό του είναι μόνο το με αριθ. κλήσεως 6979458853 κινητό τηλέφωνο, ως προς το οποίο μάλιστα περαιτέρω ισχυρίζεται, ότι το είχε μαζί του απενεργοποιημένο, για όσο χρόνο διέμενε στη ..... . Και οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου κρίνονται αναληθείς, διότι και ο ως άνω αριθμός κλήσης ανήκει σε δικό του κινητό τηλέφωνο, ενώ ασφαλώς δεν απαιτείται να επισυναφθεί στην παρούσα και η σχετική σύμβαση, όσον αφορά το πρώτο εκ των ανωτέρω (βλ. ένορκες καταθέσεις Ψ και Α και συνημμένη βεβαίωση της εταιρείας COSΜΟΤΕ). Η δεύτερη τηλεφωνική συσκευή εξάλλου όχι μόνο δεν ήταν απενεργοποιημένη κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αλλά λειτουργούσε κανονικά, δεχόμενη και πραγματοποιώντας κλήσεις και αυτές ελάμβαναν χώρα από βάσεις κεραιών στην Ελλάδα, ως επί το πλείστον στα ....., όπου προφανέστατα βρισκόταν ο κατηγορούμενος (βλ. και τις συνημμένες καταστάσεις κλήσεων του εν λόγω κινητού τηλεφωνικών εταιριών ΤΙΜ. VODAFONE, Q ΤΕLECOM και COSΜΟΤΕ). Τέλος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η πρώην σύντροφός του είχε διαφορές και με άλλα πρόσωπα, τα οποία μάλιστα την παρακολουθούσαν με διάφορα αυτοκίνητα. Και οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονται αναληθείς, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Το γεγονός δε ότι με τη δεύτερη κατάθεσή της η Ψ κατονόμασε χωρίς καμία αμφιβολία τον κατηγορούμενο ως δράστη των ανωτέρω, δεν ανατρέπει την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής εις βάρος του, ενώ είχε θεαθεί κατά τον ως άνω χρόνο, να περιφέρεται γύρω από το ως άνω αυτοκίνητο σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν έσφαλε και ορθώς αποφάνθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο οποίο κατά τα λοιπά αναφερόμεθα, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του εκκαλούντα και τον παρέπεμψε στο αρμόδιο Δικαστήριο - Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που θα ορισθεί αρμοδίως για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 εδ. β', 42 παρ. 1, 94 παρ. 1 ΠΚ).
Συνεπώς η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, ενώ δεν συντρέχει λόγος διενέργειας περαιτέρω κυρίας ανάκρισης, έχει δε ο εκκαλών αναπτύξει εκτενώς και διεξοδικά, με αναλυτικά και πολυσέλιδα υπομνήματα, κατά την απολογία του στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, αλλά και με την κρινόμενη έφεσή του, τους ισχυρισμούς του και τις θέσεις του σε όλα τα ζητήματα της ουσίας της κατηγορίας, χωρίς να παρίσταται πλέον ανάγκη για περαιτέρω διευκρινίσεις και πρέπει να απορριφθούν τα ως άνω αιτήματά του (βλ. σχετικά αιτήματά του υποβληθέντα με την κρινόμενη έφεσή του).
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού (στο βούλευμα) εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42 § 1, 94 και 299 § 1 Π.Κ. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβεν υπ' όψη του για να σχηματίσει την κρίση του περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής προς παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, χωρίς να είναι αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκθέτει τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων το ότι δε εις ορισμένα σημεία εξαίρονται τινά δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Επίσης στο βούλευμα εκτίθενται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τον δόλο του κατηγορουμένου, άμεσο ως προς την απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος της Ψ και ενδεχόμενο ως προς την ομοία των δύο άλλων παθόντων προς δε και το Συμβούλιο με πλήρη αιτιολογία απήντησε εις τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και τους απέρριψε.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ποινικής διατάξεως, ως και περί υπερβάσεως εξουσίας εκ του ότι, με το να δεχθεί δόλο του κατηγορουμένου "προοιωνίζει την καταδίκη του" άμα δε προκαταλαμβάνει την κρίση του δικαστηρίου με συνέπεια να δημιουργεί εις βάρος του τετελεσμένα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ' ό μέρος δε με αυτούς προβάλλονται εν μεγάλη εκτάσει αιτιάσεις κατά της εσφαλμένης αξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων και, εντεύθεν, της εσφαλμένης εκτιμήσεως των συνθηκών του αποδιδομένου εις τον αναιρεσείοντα εγκλήματος ως και κρίσεις και επιχειρήματα από αυτόν για διαφορετική εκτίμηση και αποδεικτική αιτιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, απορριπτέο δε ως απαράδεκτο και το νυν αίτημα περί περαιτέρω ανακρίσεως υποβαλλόμενο ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Μετά ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23/11/2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1836/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2008. Και

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Οκτωβρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή