Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος, με ζημία του Ελληνικού Δημοσίου ανώτερη των 50.000.000 δραχμών. Αιτιολογημένη καταδίκη για το έγκλημα αυτό του κατηγορουμένου. Αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για συγκεκριμένες ελλείψεις της αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτεται η αίτηση.
Αριθμός 1101/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, περί αναιρέσεως της 1536/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1169/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθ'οσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.1536/2009 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με ζημία ανώτερη των 50.000.000 δραχμών και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έντεκα (11) ετών. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω αποφάσεώς του το Δικαστήριο δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Σύμφωνα με την κοινοτική και την εσωτερική νομοθεσία που ίσχυε κατά το έτος 1997 σχετικά με την παραγωγή και διακίνηση της αιθυλικής αλκοόλης, προκειμένου το προϊόν αυτό να τεθεί στην κατανάλωση, έπρεπε ένα χρηματικό τέλος, πολλαπλάσιο της πραγματικής του αξίας, να έχει προκαταβληθεί στην αρμόδια κρατική αρχή. Για να διευκολύνεται, όμως, η κυκλοφορία του προϊόντος μεταξύ παραγωγών και χονδρεμπόρων, επιτρεπόταν να γίνονται κάποιες δοσοληψίες μεταξύ τους υπό καθεστώς φορολογικής παρακολούθησης. Προβλεπόταν, δηλαδή, η δυνατότητα να πωλείται και να μεταφέρεται από τον πωλητή στον αγοραστή η αιθυλική αλκοόλη πριν από την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, με την προϋπόθεση ότι ο παραλήπτης του προϊόντος είχε και αυτός την άδεια να διατηρεί "φορολογική αποθήκη", όπου είχε την υποχρέωση να φυλάξει την αποκτώμενη ποσότητα χωρίς δικαίωμα να τη χρησιμοποιήσει ή να τη μεταπωλήσει πριν από την πληρωμή του ειδικού φόρου. Για να ελέγχεται η φύλαξη αυτή, έπρεπε, αμέσως μετά την εισαγωγή κάποιας ποσότητας στη "φορολογική αποθήκη", να ενημερώνεται η αρμόδια τελωνειακή αρχή, η οποία, στη συνέχεια, θα έδινε άδεια εξαγωγής από την αποθήκη μόνο εφ' όσον πιστοποιούνταν προσηκόντως η προκαταβολή του ειδικού φόρου. Όλα αυτά προβλεπόταν να επιτυγχάνονται με την έκδοση ενός ειδικού εγγράφου, που έφερε τον τίτλο "Συνοδευτικό Διοικητικό Έγγραφο" (ΣΔΕ) και ακολουθούσε το εμπόρευμα από την έξοδο του από κάποια "φορολογική αποθήκη" μέχρι την είσοδο του σε κάποια άλλη. Το ΣΔΕ συντασσόταν σε τέσσερα αντίτυπα, επί ειδικού προεκτυπωμένου εντύπου. Το ένα από τα αντίτυπα παρέμενε στον αποστολέα, ενώ τα άλλα τρία συνόδευαν το εμπόρευμα κατά τη μεταφορά του. Κατόπιν, τα τρία αντίτυπα ΣΔΕ παραδίδονταν μαζί με το εμπόρευμα στον παραλήπτη. Αυτός, αναφέροντας την παραλαβή της συγκεκριμένης ποσότητας, ήταν υποχρεωμένος να εμφανίσει τα ΣΔΕ στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, προκειμένου να γνωστοποιηθεί σ' αυτήν η εισαγωγή του εμπορεύματος στη "φορολογική αποθήκη" που ο παραλήπτης νομίμως διατηρούσε. Η τελωνειακή αρχή κρατούσε ένα αντίτυπο για το αρχείο της και επιβεβαίωνε επί ενός ετέρου την εισαγωγή της αιθυλικής αλκοόλης στη συγκεκριμένη "φορολογική αποθήκη", όπου, πλέον, αναλάμβανε να την παρακολουθεί η ίδια. Το αντίτυπο αυτό, με τη βεβαίωση της τελωνειακής αρχής, το έπαιρνε ο παραλήπτης του εμπορεύματος για να το επιστρέψει στον αποστολέα της αιθυλικής αλκοόλης, προκειμένου εκείνος να πιστώσει την αντίστοιχη ποσότητα (ως εξαχθείσα και παρακολουθούμενη νομίμως) και να έχει λογιστικά τακτοποιημένη τη δική του "φορολογική αποθήκη". Το εναπομένον αντίτυπο το κρατούσε ο παραλήπτης, για το δικό του αρχείο. Κατά το έτος 1997, οι αρμόδιες ιταλικές αρχές, παρακολουθώντας τις "φορολογικές αποθήκες" δύο μεγάλων ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας αιθυλικής αλκοόλης, εντόπισαν ένα σημαντικό αριθμό ΣΔΕ, με τα οποία είχαν πιστωθεί διάφορες ποσότητες εμπορεύματος που φέρονταν ότι είχαν πωληθεί και εξαχθεί από την Ιταλία στην Ελλάδα, στο όνομα μιας επιχείρησης με την επωνυμία "DUMONT, ... ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ", η οποία διατηρούσε "φορολογική αποθήκη". Λόγω του ότι οι πωληθείσες ποσότητες ήσαν ιδιαίτερα μεγάλες και ο παραλήπτης όχι ιδιαίτερα γνωστός, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν από τις αρμόδιες ελληνικές να επιβεβαιώσουν τη νομότυπη εισαγωγή της αιθυλικής αλκοόλης στη "φορολογική αποθήκη" της εν λόγω επιχείρησης και την έκτοτε προσήκουσα διακίνηση της. Στον έλεγχο που επακολούθησε, διαπιστώθηκε ότι οι θεωρήσεις, που φέρονταν ότι είχαν γίνει από την αρμόδια τελωνειακή αρχή επί των αντιτύπων ΣΔΕ που ελέγχθηκαν (αναφέρονται με τους αριθμούς τους στο διατακτικό) ήσαν πλαστές ως προς τις υπηρεσιακές σφραγίδες και τα ονόματα - υπογραφές των προσώπων που υποτίθεται ότι τις είχαν συντάξει. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση με την ως άνω επωνυμία είχε υπάρξει, πράγματι, στο παρελθόν, ότι ασχολούνταν με την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και ότι διατηρούσε νομίμως "φορολογική αποθήκη". Αλλά ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχε διακόψει τη λειτουργία της και είχε εκμισθώσει το βιοτεχνικό χώρο, τον οποίο χρησιμοποιούσε προηγουμένως και στον οποίο διατηρούσε τη "φορολογική αποθήκη", προς ένα ξυλουργό ονόματι N1. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι, που εξέτασαν το ... και το N1, διαπίστωσαν ότι αυτοί δεν είχαν καμιά σχέση ούτε με τις υπό αναζήτηση ποσότητες ούτε με τα ΣΔΕ, τα οποία είχαν αποσταλεί από την Ελλάδα στην Ιταλία και φαίνονταν να πιστώνουν τις από εκεί εξαχθείσες ποσότητες αιθυλικής αλκοόλης. Στη συνέχεια της έρευνας διαπιστώθηκε ότι κάποιο από τα αντίτυπα ΣΔΕ είχε, επιστραφεί στον ιταλό εξαγωγέα μέσα σε φάκελο, επί του οποίου, στη θέση του αποστολέα, αναγράφονταν τα στοιχεία (όνομα, διεύθυνση) του κατηγορουμένου Φ1. Τα στοιχεία αυτά ήσαν γνωστά στις αρχές από κάποια προηγούμενη υπόθεση. Ακολούθησε γραφολογική εξέταση (βλ. τα πορίσματα των εκθέσεων, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονταν μεταξύ των λοιπών αναγνωσθέντων εγγράφων), από την οποία προέκυψε ότι η συμπλήρωση των υπό έρευνα αντιτύπων ΣΔΕ είχε γίνει δια χειρός του Φ1, ο οποίος, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, βάζοντας δυσανάγνωστη υπογραφή που αποδίδεται σε τρίτο, υπέγραφε με τον τρόπο που αυτός ο ίδιος συνηθίζει να υπογράφει (έβαζε τη δική του υπογραφή, αποδίδοντας την σε άλλο πρόσωπο). Με τον τρόπο αυτό αποδείχθηκε ότι η πλαστογράφηση των ΣΔΕ ως προς α) την αναφορά ότι η ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης που αναγράφεται παρελήφθη από την επιχείρηση "DUMONT, ... ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ" και εισήχθη στη "φορολογική αποθήκη", που εκείνη διατηρούσε και β) την επιβεβαίωση της τελωνειακής αρχής ότι η ίδια ποσότητα παρακολουθείται πλέον από αυτήν, στην οποία έχει κατατεθεί το προσήκον αντίτυπο ΣΔΕ, είχε γίνει από τον κατηγορούμενο Φ1. Όλες οι ποσότητες της αιθυλικής αλκοόλης, που αναγράφονται στα πλαστογραφημένα αντίτυπα ΣΔΕ, εισήχθησαν από την Ιταλία στην Ελλάδα υπό καθεστώς φορολογικής παρακολούθησης και διατέθηκαν στην κατανάλωση χωρίς να έχει καταβληθεί προηγουμένως ο ειδικός φόρος. Για την πράξη αυτή, χαρακτηρισθείσα αρμοδίως ως λαθρεμπορία, ασκήθηκε άλλη ποινική δίωξη, που δεν συνδέεται με την παρούσα. Με βάση τις ποσότητες αυτές, οι αρμόδιοι οικονομικοί υπάλληλοι συνέταξαν τις εκθέσεις προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών τελών που αναλογούν κατά νόμο (βλ. στα αναγνωσθέντα). Ο φόρος αυτός και τα τέλη ανέρχονται συνολικώς στο ποσό των 8.059.676 ευρώ, που θα είχε καταβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο, εάν η διαδικασία εισαγωγής και παρακολούθησης του προϊόντος είχε τηρηθεί προσηκόντως (βλ. σκέψη αρ.1). Τώρα, με την αναληθή εμφάνιση της μη λειτουργούσας επιχείρησης "DUMONT, ... ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ" ως παραλήπτη και με την απ' ευθείας προώθηση του εμπορεύματος σε τρίτους, άγνωστους αποδέκτες, το ποσό αυτό δεν εισπράχθηκε και η μη είσπραξη του αποτέλεσε αντίστοιχη οικονομική ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή των 146.735 ευρώ. Επομένως, λόγος για να κληθεί το Ελληνικό Δημόσιο και να προσδιορίσει εκ νέου τη ζημία του δεν υφίσταται. Γι' αυτό, το αίτημα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου Φ1 περί αναβολής της εκδικάσεως της υποθέσεως προς το σκοπό αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Η πράξη της πλαστογραφίας δεν συνδέεται άμεσα με την πράξη της λαθρεμπορίας. Η λαθρεμπορία τελειώθηκε αμέσως μόλις το εισαχθέν εμπόρευμα τέθηκε στην κατανάλωση, χωρίς την πληρωμή του ειδικού φόρου. Η πλαστογράφηση των αντιτύπων ΣΔΕ δεν ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση της. Ήταν μια πρόσθετη ενέργεια των δραστών της λαθρεμπορίας, που επιχειρήθηκε από μόνο τον κατηγορούμενο Φ1, με τον τρόπο που αναφέρθηκε και απέβλεπε πρωτίστως στην παραπλάνηση των ιταλών προμηθευτών (αποστολέων των αντίστοιχων φορτίων) ως προς την προσήκουσα [δήθεν] εναπόθεση του εμπορεύματος στην αρχικώς δηλωθείσα "φορολογική αποθήκη" και, κατ' επέκταση, στον εφησυχασμό εκείνων και στη δυσχέρανση της αποκάλυψης της παράνομης διακίνησης της αιθυλικής αλκοόλης στην Ελλάδα. Επομένως, ζήτημα απορρόφησης της πλαστογραφίας από την πράξη της λαθρεμπορίας, όπως αβασίμως υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση κατά τις αγορεύσεις, δεν τίθεται παρά ταύτα η πλαστογραφία που τέλεσε ο Φ1 δεν είναι αποσυνδεμένη από το οικονομικό όφελος. Διότι και η επιχείρηση της πράξεως αυτής, σύμφωνα με την επινοηθείσα μέθοδο των δραστών της όλης επιχείρησης, απέβλεπε στη διατήρηση του οικονομικού αποτελέσματος που ήδη είχε επιτευχθεί με την προηγηθείσα πράξη της λαθρεμπορίας.....Σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος μόνο ο κατηγορούμενος Φ1 για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και με παράλληλη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου που συνολικώς υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή των 146.735 ευρώ..." Ακολούθως στο διατακτικό της αποφάσεως του το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για πλαστογραφία (νόθευση) εικοσιπέντε (25) Συνοδευτικών Διοικητικών Εγγράφων (ΣΔΕ), τα οποία αναφέρονται στο διατακτικό με τους αριθμούς και το περιεχόμενό τους.
Σχετικά με την ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, ο αναιρεσείων επικαλείται ότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο δέχτηκε ότι πλαστογραφήθηκαν όλα τα ΣΔΕ, των οποίων μάλιστα δεν αναφέρεται ο συνολικός αριθμός, ενώ παράλληλα εκτιμήθηκε εσφαλμένα το περιεχόμενο της γραφολογικής εξέτασης. Η αιτίαση αυτή του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη κατά το πρώτο σκέλος της, αφενός γιατί προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού ότι νοθεύτηκαν όλα τα ΣΔΕ και αφετέρου αναφέρεται ο συνολικώς αριθμός τους (25) στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό. Κατά το δεύτερο σκέλος της η ίδια αιτίαση είναι απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και εν προκειμένω της γραφολογικής εξέτασης. Περαιτέρω επικαλείται ο αναιρεσείων ότι με την περικοπή του αιτιολογικού ότι "η λαθρεμπορία τελειώθηκε αμέσως μόλις το εισαχθέν εμπόρευμα τέθηκε στην κατανάλωση, χωρίς την πληρωμή του ειδικού φόρου", το Δικαστήριο δέχεται ότι αυτός τέλεσε και την πράξη της λαθρεμπορίας, η οποία όμως δεν ήταν αντικείμενο της δίκης που αφορούσε σε πλαστογραφία και ότι έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Όπως όμως προκύπτει από το σημείο εκείνο του αιτιολογικού, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το αν τελέστηκε ή όχι λαθρεμπορία (αντίθετα δέχτηκε ότι δεν συνδέεται με την παρούσα δίκη), αλλά με τη σχετική αναφορά απάντησε στον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι απορροφήθηκε η πλαστογραφία από τη λαθρεμπορία, τον οποίο ισχυρισμό έκρινε αβάσιμο. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Η του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθ.583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-7-2009 αίτηση του... για αναίρεση της υπ'αριθ.1536/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ