Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2211 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Πλαστογραφία (νόθευση) επικυρωμένων αντιγράφων μηνύσεως και ένορκης εξέτασης της μηνύτριας ενώπιον του Εισαγγελέα που παρέλαβε τη μήνυση από την ίδια τη μηνύτρια, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ποσού άνω των 73.000 ευρώ. Για την κακουργηματική πλαστογραφία δεν είναι αναγκαίο να είναι συνδεδεμένα άμεσα με την κατάρτιση του πλαστού ή τη νόθευση του γνησίου το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη αλλά αρκεί να έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη έστω και αν παρεμβληθούν και άλλες ενέργειες του δράστη ή τρίτων η αρχής που έπονται της πλαστογραφίας προκειμένου να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που παρέπεμψε την κατηγορουμένη για την άνω πράξη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου για κακουργήματα. Απόρριψη του περί παραβιάσεως του δεδικασμένου λόγου αναιρέσεως καθόσον δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως όταν τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξεως έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση το καθένα και αποτελούν εξωτερικώς ξεχωριστό έγκλημα που δεν τέθηκε υπόψη του δικαστηρίου ή του Συμβουλίου που έκρινε άλλην αξιόποινη πράξη αμετακλήτως. Από το απαλλακτικό για την ίδια κατηγορούμενη για απόπειρα εκβιάσεως από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε απειλή βίας του εξαναγκαζόμενου και για δυσφήμιση ανώνυμης εταιρείας βούλευμα, δεν παράγεται δεδικασμένο για την αξιόποινη πράξη της νόθευσης από την κατηγορούμενη εγγράφου μετά χρήσεως από την οποία το σκοπηθέν συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερέβαιναν το ποσό των 73.000 ευρώ καθόσον τα περιστατικά που θεμελιώνουν την τελευταία αυτήν αξιόποινη πράξη δεν κρίθηκαν από το αμετάκλητο βούλευμα που απάλλαξε την κατηγορουμένη για τις άλλες άνω αξιόποινες πράξεις. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2211/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 428/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1. Ψ1 και 2. Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" και τον διακριτικό τίτλο "ΠΑΚΟ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 572/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 181/18-5-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσαν υπό της κατηγορουμένης Χ, από 7 Απριλίου 2009 αίτησιν αναιρέσεως, κατά του υπ'αριθμ. 428/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής:
Ι.Διά του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν ασκήσεως εφέσεως υπό της πολιτικώς εναγούσης Ψ1, κατά του υπ'αριθμ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη εις το ακροατήριον, διά να δικασθή διά νόθευσιν εγγράφων μετά χρήσεως, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη η αναιρεσείουσα, προβάλλουσα τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β', γ' και δ' λόγους αναιρέσεως.

ΙΙ. Η περιεχομένη εις την αίτησιν αναιρέσεως φράσις "Ζητώ να παραστώ ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, εάν κριθή ότι συντρέχει λόγος να παράσχω και προφορικάς εξηγήσεις" συνιστά ευχήν και όχι αίτημα αυτοπροσώπου εμφανίσεως και συνεπώς δεν απαιτείται η έκδοσις διατάξεως περί αυτής (Α.Π. 1206/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 1475 κ.ά.).

ΙΙΙ. 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' προβλεπόμενον λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής διά την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον (Α.Π. 1348/2008 Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 289 κ.ά.). Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδη εις αυτήν διαφορετικήν έννοιαν από εκείνην που πραγματικώς έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται εις την περίπτωσιν που ο δικαστής δεν υπήγαγεν ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν, εις την ουσιαστικήν ποινικήν διάταξιν που εφηρμόσθη. Περίπτωσις εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίασις εγένετο εκ πλαγίου. Η παραβίασις αυτή υπάρχει, όταν εις το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται εις τον συνδυασμόν του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται εις τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος διά το οποίον πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειαι, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Α.Π. 1187/2008 Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 317 κ.ά.).
IV. Εκ της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι προς θεμελίωσιν της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η εξ υπαρχής κατάρτισις πλαστού ή η νόθευσις γνησίου εγγράφου. Υποκειμεντικώς απαιτείται δόλος του δράστου, συνιστάμενος εις την γνώσιν και την θέλησιν των περιστατικών, που θεμελιώνουν την πράξιν και συγχρόνως σκοπός αυτού, όπως διά της χρήσεως του πλαστού παραπλανηθή άλλος περί γεγονότος δυναμένου να έχη εννόμους συνεπείας, δηλαδή δημιουργίαν, κατάργησιν ή μεταβίβασιν εννόμως προστατευομένου δικαιώματος. Κατάρτισιν πλαστού εγγράφου συνιστά η εξ υπαρχής υπό του δράστου σύνθεσις εγγράφου που δεν υπήρχε προηγουμένως και το οποίον εμφανίζεται ότι προέρχεται υπ'άλλου προσώπου, ενώ νόθευσιν εγγράφου αποτελεί η μεταγενεστέρα της καταρτίσεως αυτού αλλοίωσις του περιεχομένου του (ολ Α.Π. 3/2008 Ποιν Χρ ΝΗ' σελ. 404). Κατά την παρ. 3 εδ. α' του άρθρου αυτού η πράξις προσλαμβάνει κακουργηματικόν χαρακτήρα, εάν ο υπαίτιος εσκόπει να περιποιήση εις εαυτόν ή άλλον διά βλάβης τρίτου περιουσιακόν όφελος ή να βλάψη άλλον, εφ'όσον το συνολικόν όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δραχμών, ανεξαρτήτως εάν επετεύχθη τελικώς η παραπλάνησις και το περιουσιακόν όφελος ή'η βλάβη. Διά την στοιχειοθέτησιν της κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίον η περιουσιακή μετακίνησις να είναι αμέσως συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοιαν ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως διά μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθή εις τον επιδιωκόμενον σκοπόν και εις το εν γένει με την πλαστογραφίαν παραπλανητικόν σχέδιον του δράστου και διά της καταρτίσεως του πλαστού ή της νοθεύσεως του γνησίου εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και αι προϋποθέσεις διά να υπάρξη εν συνεχεία η δυνατότης έστω και διά της παρεμβολής άλλων ενεργειών του δράστου, χρονικώς επομένων της καταρτίσεως του πλαστού ή της νοθεύσεως του γνησίου εγγράφου, να επέλθη το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία (ολ. Α.Π. 3/2008 ενθ. ανωτ.).
V. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι εγκλήσεως της πολιτικώς εναγούσης, εφέσεως αυτής, του από 12/1/2006 υπομνήματος της προς το άνω Συμβούλιον, μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας, απολογίας της κατηγορουμένης και υπομνημάτων αυτής, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που κατά τα ουσιώδη εν σχέσει με την υπόθεσιν σημεία των έχουν ως εξής:
Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από 27-11-2000 μέχρι 28-12-2000 νόθευσε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, του οποίου στη συνέχεια έκανε χρήση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, το δε όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη, αφού νόθευσε επικυρωμένα αντίγραφα: α) της από 22-5-2000 και με αριθμό Α.Β.Μ. Β2000/2079 μήνυσης κατ' αγνώστων δραστών, που αυτή υπέβαλε στις 2-6-2000 στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ως προς την ώρα κατάθεσης της μήνυσης αυτής, από 10.33' π.μ. σε 12 π.μ., και β) της από 2-6-2000 ένορκης εξέτασης αυτής ως μηνύτριας ενώπιον του Εισαγγελέα που παρέλαβε τη μήνυση, ως προς την ώρα εξέτασης της, από 10.33' π.μ. σε 12, έκανε χρήση των πλαστών - νοθευμένων αυτών εγγράφων, τα οποία επικαλέστηκε με τις προτάσεις της και προσκόμισε ως αποδεικτικά μέσα: 1) Ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 20-2-2001 κατά τη συζήτηση της από 31-7-2000 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 412/2000 αγωγής αυτής (κατηγορουμένης) κατά: 1) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος Χαρτοποιία - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακαί επιχειρήσεις Α.Ε." και με το διακριτικό τίτλο "Π.Α.ΚΟ Α.Ε.", 2) του Ζ και 3) της Ψ1, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της εκ μέρους της ως άνω εταιρείας από 20-6-2000 καταγγελίας της από 4-11-1996 μεταξύ αυτών σύμβασης έμμισθης εντολής παροχής εκ μέρους της κατηγορουμένης στην εταιρεία νομικών υπηρεσιών ως δικηγόρου αυτής, να της επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας συνολικού ύψους 3.584.000 δραχμών για το χρονικό διάστημα από 30-6-2000 έως 30-6-2001, επιδόματα τριετίας επί των παγίων αμοιβών της για το χρονικό διάστημα από 30-11-1999 έως 31-5-2000 συνολικού ύψους 308.000 δραχμών και χρηματική ικανοποίηση ποσού 50.000.000 δραχμών, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία των ως άνω εναγομένων, συνιστάμενη, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, στο ότι την 2-6-2000 και περί ώρα 14.30' ο τότε (ήδη αποβιώσας) πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ως άνω εταιρείας Ζ, εισήλθε στο γραφείο της, που βρισκόταν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου όπου στεγάζονται τα γραφεία της εταιρείας και εξοργισμένος από την ανακοινωθείσα σ' αυτόν πρόθεση της να διεκδικήσει δικαστικώς τις οφειλόμενες στον απολυθέντα από την εταιρεία πατέρα της Θ, αποδοχές και αποζημίωση απόλυσης, της απηύθυνε τις προσβλητικές για αυτήν φράσεις "εσύ είσαι δικηγόρος;", "κάθαρμα", "να σηκωθείς να φύγεις από εδώ μέσα", "μην αγγίξεις τίποτα" και με τη συνδρομή της κόρης του Ψ1, επίσης νόμιμης εκπροσώπου της εταιρείας την εκδίωξε βίαια από τα γραφεία της τελευταίας. 2) Ενώπιον των δικαστών του Εφετείου Αθηνών κατά τη συζήτηση της ίδιας πιο πάνω υπόθεσης στις 29-1-2002 κατόπιν ασκηθείσης έφεσης από τους ανωτέρω εναγομένους κατά της υπ' αριθμ. 65/2001 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της προαναφερθείσας αγωγής της, η οποία (πρωτόδικη απόφαση) δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσίαν, αναγνώρισε την ακυρότητα της αναφερόμενης καταγγελίας και επιδίκασε σε αυτήν το ποσό του 1.310.666 δραχμών ή 3.846,42 ευρώ με τους νόμιμους τόκους, και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 985.000 δραχμών ή 2.890,68 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους, επί της οποίας (έφεσης) εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6723/2002 τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου αυτού, η οποία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή. Ο σκοπός δε της κατηγορουμένης ήταν με τη χρήση των πιο πάνω δύο πλαστών - νοθευμένων εγγράφων ενώπιον των ανωτέρω δικαστηρίων να παραπλανήσει τους δικαστές αυτών σχετικά με το γεγονός ότι η δια της άνω καταγγελίας της εταιρείας λύση της μεταξύ τους σύμβασης έμμισθης εντολής ήταν άκυρη και καταχρηστική, λόγω της ως άνω προηγηθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του Ζ και της Ψ1, εξαιτίας της οποίας υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας έπρεπε να της επιδικασθεί το πιο πάνω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση και λόγω του ότι η καταγγελία αυτή στηρίχθηκε στο ψευδές, κατά του αγωγικούς της ισχυρισμούς, γεγονός που, εν γνώσει του ψεύδους του, επικαλέστηκαν οι ως άνω εναγόμενοι-εκκαλούντες στις προαναφερθείσες δίκες και επιβεβαίωσαν ενόρκως οι μάρτυρες τους ..., ..., ... και ..., στις προσκομισθείσες στις δίκες αυτές από 27-11-2000 ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ότι δηλαδή, περί την 12η μεσημβρινή ώρα της ίδιας πιο πάνω ημέρας 2-6-2000, μετά την ανακοίνωση από τον Ζ προς αυτήν εντός του ανωτέρω γραφείου της, της απόλυσης του πατέρα της Θ από την εταιρεία, προκάλεσε σε βάρος του επεισόδιο απευθυνόμενη σε αυτόν με τις φράσεις "παλιάνθρωπε, κάθαρμα, μας εκμεταλλεύεσαι, τα έχω υπολογίσει, ή δίνετε 35.000.000 δραχμές τώρα ή σας πάω στα δικαστήρια. Δεν θα μου γλυτώσετε. Μαζεύω τα πράγματα μου και φεύγω". Επιχείρησε δε να επιτύχει τούτο με την προσκομιδή των εν λόγω δύο πλαστών -νοθευμένων εγγράφων στις ανωτέρω ανοιγείσες δίκες, προκειμένου να πείσει τους ανωτέρω δικαστές, αφενός ότι ήταν αληθές το (ψευδές) σε βάρος της επεισόδιο και συνέβη στις 14.30 της 2-6-2000 και ότι ουδέποτε έλαβε χώρα το πιο πάνω σε βάρος του Ζ (αληθές) επεισόδιο, αφού περί τη 12η μεσημβρινή ώρα της ίδιας ημέρας 2-6-2000 αυτή (κατηγορουμένη) δεν ήταν στο γραφείο της στην άνω εταιρεία, αλλά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και κατέθετε την προμνησθείσα κατ' αγνώστων δραστών μήνυση της, ώστε να εκδώσουν απόφαση σύμφωνη με την προαναφερόμενη αγωγή της (και απορριπτική της προαναφερθείσας έφεσης) και να προσπορίσει έτσι στον εαυτό της περιουσιακό όφελος και συγκεκριμένα την επιδίκαση σ' αυτήν από τα ανωτέρω δικαστήρια των αγωγικών της απαιτήσεων που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα ανέρχονται στο ποσό των 53.892.000 δραχμών ή 158.157 ευρώ, βλάπτοντας κατά το ποσό αυτό τη μηνύτρια εταιρεία Π.Α.ΚΟ Α.Ε., αλλά και ατομικά την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, κατά το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735,14 ευρώ, αφού η από 31-7-2000 αγωγή της κατηγορουμένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την αναφερόμενη στην αγωγή αιτία, στρεφόταν και κατ' αυτής προσωπικά.
VI. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιον Εφετών διέλαβεν εις το πληττόμενον βούλευμα την απαιτουμένην ειδικήν και εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν, σχετικώς με το ανωτέρω έγκλημα που αποδίδεται εις την αναιρεσείουσαν κατηγορουμένην, αφού εκθέτει εις το εν λόγω βούλευμά του, με σαφήνειαν, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διενεργηθείσαν κυρίαν ανάκρισιν, τας αποδείξεις από τας οποίας επείσθη ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής διά την παραπομπήν της αναιρεσειούσης εις το ακροατήριον, καθώς και τας σκέψεις με τας οποίας υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εις την προαναφερθείσαν ποινικήν διάταξιν που εφήρμοσε, την οποίαν ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασεν. Ειδικώτερον α) διά την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί η γενική κατ'είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1148/2008 Ποιν Δικ 2009 σελ. 120 κ.ά.) και συνεπώς, εφ'όσον γίνεται μνεία ότι ελήφθησαν υπ'όψιν τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ'όψιν και τα προσκομισθέντα υπό της κατηγορουμένης έγγραφα, β) ουδεμίαν ασκεί έννομον επιρροήν το γεγονός ότι εις το σκεπτικόν και δη εις την προσθίαν πλευράν του 29ου φύλλου του βουλεύματος αναφέρεται, ότι "η αναγραφή της ώρας έχει εμφανώς αλλοιωθή, μετατραπείσα από 10 εις 12", αντί της ορθής ώρας 10.33', αφού τούτο εγένετο διά τον εις ώρας, όχι και εις πρώτα λεπτά, χρονικόν προσδιορισμόν της υποβολής της εγκλήσεως της κατηγορουμένης και της ενόρκου εξετάσεως αυτής, ενώ κατά πάσαν περίπτωσιν η ώρα 10.00' όπως και 10.33' δεν συμπίπτει με την ώραν 12 μ., κατά την οποίαν η κατηγορουμένη φέρεται ευρισκομένη εις τα γραφεία της εταιρίας και όχι εις τα γραφεία της Εισαγγελίας, γ) ουδόλως έχει παρεισφρήσει εις το διατακτικόν του βουλεύματος η περιγραφή της αποπείρας απάτης, δ) ουδεμία αντίφασις υπάρχει μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού και ε) διά την στοιχειοθέτησιν της κακουργηματικής πλαστογραφίας, ως ελέχθη ανωτέρω (ολ Α.Π. 3/2008 ενθ. ανωτ.), δεν είναι αναγκαίον η περιουσιακή μετακίνησις να είναι αμέσως συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοιαν ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως διά μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου και συνεπώς τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, που εγένοντο δεκτά υπό του Συμβουλίου, ορθώς υπήχθησαν εις την διάταξιν της κακουργηματικής πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 εδ. α' Π.Κ., μη υφισταμένης εν προκειμένω παραγεγραμμένης πλημμεληματικής πλαστογραφίας.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως α) ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
VII. Εκ της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι το δεδικασμένον εξαντλείται όχι εις την ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά εις την ταυτότητα της αξιοποίνου πράξεως διά την οποίαν ησκήθη η ποινική δίωξις και δεν εμποδίζεται νέα δίωξις δι'άλλην αξιόποινον πράξιν που δεν εκρίθη, έστω και εάν εις τα στοιχεία της πράξεως αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείον του κριθέντος εγκλήματος. Δεν υφίσταται ταυτότης πράξεως και ως εκ τούτου δεδικασμένον, όταν τα περισσότερα αποτελέσματα μιάς φυσικής πράξεως έχουν αυτοτελή υλικήν υπόστασιν και αποτελούν εξωτερικώς έκαστον ίδιον έγκλημα που δεν ετέθη υπό την κρίσιν του δικαστηρίου (Α.Π. 1405/2008 Ποιν Δικ 2009 σελ. 260 κ.ά.).
Εις την προκειμένην περίπτωσιν η αναιρεσείουσα διά του υπ'αριθμ. 5493/2002 αμετακλήτου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών απηλλάγη των πράξεων α) αποπείρας εκβιάσεως υπό υπαιτίου μεταχειρισθέντος απειλήν βλάβης της επιχειρήσεως του εξαναγκαζομένου, συνισταμένης εις το ότι την 2 Ιουνίου 2000 με σκοπόν να αποκομίση ο πατήρ της Θ παράνομον περιουσιακόν όφελος, απευθυνομένη προς τους Ζ και Ψ1, πρόεδρον και αντιπρόεδρον αντιστοίχως του Δ.Σ. της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις Α.Ε." και τον διακριτικόν τίτλον "Π.Α.Κ.Ο. Α.Ε." και διευθύνοντας συμβούλους αυτής, προσεπάθησε να εξαναγκάση αυτούς με την απειλήν βλάβης της επιχειρήσεώς των, να καταβάλουν εις τον ως άνω πατέρα της το ποσόν των 35.000.000 δρχ., το οποίον δήθεν ώφειλεν η εταιρία εις αυτόν εκ της μεταξύ των εργασιακής σχέσεως και της απολύσεώς του υπό ταύτης, ειπούσα τας φράσεις "παλιάνθρωπε, κάθαρμα που μας εκμεταλλεύεσαι, σας έχω στο χέρι, τα έχω υπολογίσει ή τα δίνετε όλα 35.000.000 αμέσως ή σας πάω στα Δικαστήρια και σας καταστρέφω, ξέρω πολλά εδώ μέσα, εμένα δεν θα μου γλυτώσετε" και β) δυσφημήσεως ανωνύμου εταιρίας, συνισταμένης εις το ότι διά της από 31 Ιουλίου 2000 αγωγής της κατά της άνω εταιρίας, επιδοθείσης εις αυτήν την 19 Σεπτεμβρίου 2000, ισχυρίσθη περί των διευθυνόντων την εταιρίαν Ζ και Ψ1 γεγονότα ψευδή, εν γνώσει της αναληθείας των δυνάμενα να βλάψουν την εμπιστοσύνην του κοινού προς την εταιρίαν και γενικώτερον τας επιχειρήσεις της και συγκεκριμένως ότι "ο Ζ με καθύβρισε με την λέξιν κάθαρμα, έχει αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, ευρέως γνωστήν όχι μόνον εις τους εργαζομένους της εταιρίας, όπου επικρατεί κλίμα φόβου και δυσαρεσκείας από παρομοίους αντιδράσεις του κατά το παρελθόν, αλλά και γενικώτερον εις το κοινωνικόν και επαγγελματικόν περιβάλλον, ο ίδιος θεωρεί ότι δύναται να ελέγχη τους πάντας λόγω της οικονομικής του θέσεως και φέρεται σκαιότατα εις όποιον τολμά να προβάλη αξιώσεις, που έρχονται εις αντίθεσιν με το οικονομικόν του συμφέρον, τόσον δε αυτός όσον και η Ψ1 έχουν έλλειψιν ηθικών αναστολών".
Εν όψει όσων εξετέθησαν καθίσταται σαφές, ότι διά της εκδόσεως του ανωτέρω υπ'αριθμ. 5493/2002 αμετακλήτου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου τούτο απεφάνθη όπως μη γίνη κατηγορία κατά της άνω αναιρεσειούσης κατηγορουμένης, διά τας προαναφερθείσας αξιοποίνους πράξεις α) αποπείρας εκβιάσεως υπό υπαιτίου μεταχειρισθέντος απειλήν βλάβης της επιχειρήσεως του εξαναγκαζομένου και β) δυσφημήσεως ανωνύμου εταιρίας, δεν παρήχθη δεδικασμένον, εν σχέσει με την αξιόποινον πράξιν της νοθεύσεως εγγράφων μετά χρήσεως, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί παραβιάσεως του δεδικασμένου.
Κατ'ακολουθίαν αυτών πρέπει να απορριφθή η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως και να καταδικασθή η αναιρεσείουσα εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α --------------------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Ι. Να απορριφθή η από 7 Απριλίου 2009 αίτησις αναιρέσεως της Χ, κατά του υπ'αριθμ. 428/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Να καταδικασθή η αναιρεσείουσα εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.- Αθήνα 9 Μαΐου 2009 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής, περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως δημοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Περαιτέρω για την κακουργηματική μορφή της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου απαιτείται επί πλέον κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως το εδάφιο α' αυτής συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 α του ν. 2408/1996 και έχει αντικατασταθεί ήδη με το άρθρο 14 παρ.2 του ν. 2721/1999, ο υπαίτιος να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να σκόπευε να βλάψει άλλον και το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στο επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράση και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη χρονικώς επομένων της καταρτίσεως του πλαστού ή της νόθευσης του γνησίου εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία (Ολ.ΑΠ 3/2008), Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστότητας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Σε αντίθεση με την κατάρτιση πλαστού εγγράφου, που συντελείται με την εκ μέρους του δράστη έκδοση εγγράφου στο όνομα άλλου ή με την κατ'απομίμηση θέση της υπογραφής άλλου σε υπάρχον έγγραφο, η νόθευση συνίσταται στην αλλοίωση του περιεχομένου γνησίου κατ'αρχήν εγγράφου, είτε από τρίτο, πλην του εκδότη, πρόσωπο, είτε από τον ίδιο τον εκδότη, όταν δεν έχει πλέον εξουσία μεταβολής του εγγράφου, διότι προέκυψε δικαίωμα τρίτου στη διατήρηση του αρχικού περιεχομένου. Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η ως άνω αιτιολογία αρκεί ότι περιέχεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρεται εξ ολοκλήρου το Συμβούλιο, δηλαδή στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών. Περαιτέρω ο, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ' Κ.Ποιν.Δ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν εσφαλμένως εφαρμόστηκε ή ερμηνεύτηκε στο βούλευμα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, όπως και όταν έγινε εκ πλαγίου παραβίαση της εφαρμοσθείσης διατάξεως, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν το Συμβούλιο αποδίδει στην διάταξη αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 7-4-2009 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης προσβάλλεται το 428/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε επί εφέσεως ασκηθείσης από την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 κατά του 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και μετά την έκδοση της 57/2008 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), που ανήρεσε το προηγουμένως εκδοθέν 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς την παραπεμπτική για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως διάταξη.
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε δεκτό από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι την έγκληση της πολιτικώς ενάγουσας, την έφεση αυτής, το από 12-1-06 υπόμνημα της προς το άνω Συμβούλιο, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία της κατηγορουμένης και τα υπομνήματα αυτής, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που κατά τα ουσιώδη σημεία των με σχέση με την υπόθεση έχουν τα εξής: Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη δικηγόρος Αθηνών ανέλαβε και παρείχε δυνάμει συμβάσεως έμμισθης εντολής τις υπηρεσίες της ως δικηγόρου στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ.Κολιόπουλος-Χαρτοποιΐα-Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις ΑΕ" με τον διακριτικό τίτλο "ΠΑΚΟ ΑΕ" από 4/11/1996 αντί πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας μέχρι 2-6-2000. Την ημέρα αυτών έγινε επεισόδιο μεταξύ του πατέρα της πολιτικώς ενάγουσας Ζ που ήταν πρόεδρος της ανώνυμης εταιρείας στην οποία παρείχε τις νομικές υπηρεσίες της η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη και της τελευταίας εξ αφορμής της δηλώσεως του Προέδρου αυτής της εταιρείας προς την αναιρεσείουσα ότι δεν επρόκειτο να ικανοποιήσει η εταιρεία τις απαιτήσεις του πατέρα της μηνύτριας Θ για αποζημίωση απόλυσης, επιδόματα αδειών και εορτών για το διάστημα από 1-2-1987 μέχρι 31-5-2000 οπότε λύθηκε η σχέση παροχής των υπηρεσιών εκείνου προς την άνω εταιρεία αντί αμοιβής με ποσοστά επί των πωλήσεων και για την πρόθεση του οποίου να διεκδικήσει με προσφυγή στα δικαστήρια το ποσό των 35.000.000 δραχμών που κατά την άποψη του εδικαιούτο να λάβει από την εταιρεία είχε ενημερώσει προηγουμένως την ίδια ημέρα η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη την μηνύτρια και πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, η οποία ήταν αντιπρόεδρος της άνω ανώνυμης εταιρείας. Στις 12/6/2000 επιδόθηκε στην άνω ανώνυμη εταιρεία και στον πρόεδρο και την αντιπρόεδρο αυτής η από 5-6-2000 εξώδικη διαμαρτυρία δήλωση και πρόκληση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης με την οποία ισχυριζόταν ότι ο Ζ την είχε αποκαλέσει κάθαρμα και διαμαρτυρόμενη για άδικη σε βάρος της συμπεριφορά κάλεσε τους καθών η άνω εξώδικη δήλωση να της καταβάλουν 20.000.000 δραχμές ως χρηματική ικανοποίηση της λόγω της ηθικής βλάβης που της προξένησαν. Μετά από την κοινοποίηση αυτής της εξώδικης δήλωση η άνω ανώνυμη εταιρεία κατήγγειλε την μεταξύ αυτής και της αναιρεσείουσας σύμβαση έμμισθης εντολής με την επίδοση στην τελευταία στις 20/6/2000 της από 19-6-2000 εξώδικης δήλωσης-καταγγελίας και με την καταβολή συγχρόνως σ'αυτήν με τραπεζική επιταγή του ποσού των 3.918.000 δραχμών ως αποζημίωση. Στη συνέχεια η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών των από 31/7/2000 αγωγή της κατά της άνω ανώνυμης εταιρείας και κατά των νομίμων εκπροσώπων της Ζ και Ψ1 ζητώντας να αναγνωρισθεί η ακυρότητά της καταγγελίας της μεταξύ τους σύμβασης εντολής και να της επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας συνολικού ποσού 3.584.000 δραχμών, επιδόματα τριετίας συνολικού ποσού 3080.000 δραχμών και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 50.000.000 δραχμών.
Επί της άνω αγωγής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης εξεδόθη η 65/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και υποχρεώθηκε η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία να καταβάλει στην κατηγορουμένη στο συνολικό ποσό των 1.310.666 δραχμών (3.846,42 ευρώ) για τις άνω αγωγικές απαιτήσεις της με τους νόμιμους τόκους. Επίσης με την ίδια απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι (δηλαδή η άνω ανώνυμη εταιρεία, ο Ζ και η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1) οφείλουν να καταβάλουν στην ίδια (αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη) το ποσό των δραχμών 985.000 (2.890,68 ευρώ) με τους νόμιμους τόκους ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία η οποία συνίστατο στο ότι την 2/6/2000 και περί ώρα 14.30 ο πρόεδρος της άνω εταιρείας Ζ εισήλθε στο γραφείο της, που της είχε παραχωρήσει η εταιρεία, την εξύβριση απευθύνοντας της τις προσβλητικές γι'αυτήν φράσεις "εσύ είσαι δικηγόρος:", "κάθαρμα" "να σηκωθείς να φύγεις από εδώ μέσα", "μην αγγίξεις τίποτα" και με τη συνδρομή της θυγατέρας του Ψ1, επίσης νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας, την εξεδίωξε βιαίως από το γραφείο της. Η άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατόπιν εφέσεως των εναγομένων εξηφανίσθη με την 6723/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη η αγωγή της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης. Κατά την εκδίκαση της από 31-7-2000 αγωγής της στις 20-2-2001 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι εναγόμενοι, δηλαδή η άνω ανώνυμη εταιρεία, ο Ζ και η Ψ1 προέβαλαν με τις προτάσεις τους ότι η ενάγουσα, όταν ο Ζ της απηύθυνε την ερώτηση "τι δικηγόρος είσαι εσύ που έρχεσαι απειλητικά, προσχεδιασμένα και εκβιαστικά εναντίον μας" του απάντησε με τις φράσεις "παληάνθρωπε, κάθαρμα που μας εκμεταλλεύεσαι. Σα έχω στο χέρι, τα έχω υπολογίσει ή τα δίνετε όλα, 35.000.000 δρχ. αμέσως ή σας πάω στα δικαστήρια και θα σας καταστρέψω. Ξέρω πολλά εδώ μέσα. Εμένα δεν θα μου γλυτώσετε, μαζεύω τα πράγματα μου και φεύγω", οπότε την κάλεσε ο Ζ να μαζέψει τα πράγματα της και να φύγει, καταγγέλλοντας περαιτέρω την μεταξύ τους υφιστάμενη σχέση εντολής ή τους άνω ισχυρισμούς των εναγομένων αυτών είχαν βεβαιώσει ενόρκως οι μάρτυρες αυτών ..., ..., ... και ... με τις 21475/2000, 21476/2000, 21477/2000, 21478/2000 ένορκες βεβαιώσεις των, αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών στις οποίες ανέφεραν ότι στις 2-6-2000 και περί ώρα 12.00 μεσημβρινή άκουσαν την ήδη αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη να απευθύνει οργισμένη τις ανωτέρω φράσεις στον Ζ, επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη υπαίτια συμπεριφορά της κατηγορουμένης συνεπεία της οποίας κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων απελύθη αυτή. Η ήδη αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη προς απόκρουση των άνω ισχυρισμών των εναγομένων και για να μειώσει την αξιοπιστία των ανωτέρω μαρτύρων και ότι ήταν ψευδή όσα ανεφέραν στις ένορκες βεβαιώσεις των ισχυρίσθηκε με τις προτάσεις που υπέβαλε κατά τη συζήτηση της αγωγής της αυτής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ότι αυτή στις 2/6/2000 ημέρα Παρασκευή και ώρα 12.00 βρισκόταν στο Πρωτοδικείο Αθηνών για διάφορες υποθέσεις και ότι επέστρεψε στα γραφεία της εταιρείας περί ώρα 14.00 και ειδικότερα ότι ώρα 12.00 ακριβώς βρισκόταν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για κατάθεση μήνυσης της ιδίας κατ'αγνώστων δραστών. Ως αποδεικτικά μέσα του άνω ισχυρισμού της επικαλέσθηκε με τις προτάσεις της η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη και προσκόμισε επικυρωμένο αντίγραφο της από 22-5-2000 και με αριθμό ΑΒΜ Β20000/2079 μήνυσης κατ'αγνώστων δραστών που αυτή υπέβαλε στις 2/6/2000 στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στην πράξη εγχειρίσεως της οποίας και ώρα κατάθεσης της είχε αναγραφεί κατά διόρθωση ώρα 12 το μεσημέρι και επικυρωμένο αντίγραφο της από 2/6/2000 ένορκης εξέτασης αυτής με την οποία αυτή ως μηνύτρια επιβεβαίωνε την αλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεώς της ενώπιον του Εισαγγελέα που παρέλαβε τη μήνυση και στην οποία ως ώρα εξέτασης της στις 2/6/2000 αναφερόταν 12 το μεσημέρι. Τον ίδιο ισχυρισμό προέβαλε η ήδη αναιρεσείουσα εκ νέου ενώπιον των δικαστών του Εφετείου Αθηνών κατά τη συζήτηση στις 29/1/2002 της αυτής υποθέσεως κατόπιν της εφέσεως που είχε ασκηθεί από τους ανωτέρω εναγομένους κατά της 65/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της αντεφέσεως της αναιρεσείουσας και επικαλέσθηκε και προσεκόμισε τα άνω επικυρωμένα αντίγραφα της από 2/6/2000 μηνύσεως της και της από 2/6/2000 ένορκης εξέτασης της ως μηνύτριας ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Κατά τα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών από τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα και ειδικότερα α) από το υπ'αριθμ. πρωτ.39699/17-4-2003 πιστοποιητικό του τμήματος μηνύσεων-Α' Ποινικής Δίωξης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών περί του ότι η άνω μήνυση υπό στοιχεία ΑΒΜ Β2000/20079 της αναιρεσείουσας κατά αγνώστων δραστών καταχωρίσθηκε στο υπολογιστικό σύστημα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στις 2/6/2000 και ώρα 10.33 β) από το από 14/7/2003 έγγραφο του Προϊσταμένου του τμήματος Πληροφορικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών που απευθυνόταν προς την Εισαγγελέα Ποινικής δίωξης περί του ότι οποιαδήποτε ένδειξη για την ώρα που καταχωρήθηκε μία μήνυση κλπ θα είναι η ώρα του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος (SERVER) εισαγγελίας εκεί δηλαδή που τηρούνται και τα ηλεκτρονικά αρχεία της υπηρεσίας των οποίων οι εργασίες έχουν μηχανογραφηθεί πράγματι η από 22/5/2000 μήνυση της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης καταχωρήθηκε στο πληροφοριακό σύστημα της υπηρεσίας του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στις 9-6-2000 και ώρα 10:33:27 πρωϊνή ακριβώς και οπωσδήποτε κατατέθηκε πριν την ανωτέρω ώρα, αφού η καταχώρηση έπεται της καταθέσεως και όχι ώρα 12 το μεσημέρι όπως υποστήριζε η κατηγορουμένη και προσπάθησε να αποδείξει με την επίκληση και προσκόμιση των δύο ανωτέρω αντιγράφων της μήνυσης και της ένορκης εξέτασής της ως μηνύτριας, στα οποία η αναγραφή της ώρας έχει εμφανής αλλοιωθεί μετατραπείσα από 10 σε 12. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 27/11/2000 της 28/12/2000 νόθευσε τα άνω έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των άλλων σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και έκανε στη συνέχεια χρήση αυτών με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, το δε όφελος ή η ζημία υπερέβαιναν το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά τις ίδιες παραδοχές, η νόθευση από την αναιρεσείουσα ως της μόνης που είχε προς τούτο έννομο συμφέρον του επικυρωμένου αντιγράφου της από 22-5-2000 υπ'αριθμό Α.Β.Μ. Β2000/2079 μηνύσεως κατ'αγνώστων δραστών που αυτή υπέβαλε στις 2/6/2000 στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ως προς την ώρα κατάθεσης της μήνυσης σε 12 π.μ. από 10.33 και του επικυρωμένου αντιγράφου της από 2/6/2000 ένορκης εξέτασης αυτής ως μηνύτριας ενώπιον του Εισαγγελέα που παρέλαβε τη μήνυση ως προς την ώρα εξέτασής της σε 12 από 10.33 π.μ. και η χρήση των νοθευμένων αυτών εγγράφων που προσκόμισε ως αποδεικτικά μέσα και τα επικαλέστηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 20/2/2001 κατά τη συζήτηση της από 31-7-2000 αγωγής της κατά της ανώνυμης εταιρείας "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος Χαρτοποιΐ - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις ΑΕ", και κατά των Ζ και Ψ1 και ενώπιον των δικαστών του Εφετείου Αθηνών στις 29-1-2002 κατά τη συζήτηση της εφέσεως των άνω εναγομένων και της αντεφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 65/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος την προαναφερθείσα αγωγή της, έγινε, με σκοπό να παραπλανήσει τους άνω δικαστές, που αποτελούσαν τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων εκδικάσθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό η υπόθεση για τις αναφερόμενες στην άνω αγωγή της αναιρεσείουσας αξιώσεις της, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια και ειδικότερα για το ότι όσα συνέβησαν στις 2/6/2000 μεταξύ της αναιρεσείουσας και των εναγομένων με την από 31/7/2000 αγωγή της και απετέλεσαν την αιτία της καταγγελίας από την αντίδικο εταιρεία της μεταξύ αυτής και της ήδη αναιρεσείουσας συμβάσεως έμμισθης εντολής, δεν έγιναν όπως οι εναγόμενοι υποστήριξαν κατά τις άνω δίκες και όπως βεβαίωσαν οι μάρτυρες τους στις ένορκες βεβαιώσεις που έδωσαν αλλά ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα οι ισχυρισμοί των αντιδίκων της και ότι την 12 μεσημβρινή ώρα της 2/6/2000 δεν ήταν αυτή στο γραφείο της στην έδρα της ανώνυμης εταιρείας ώστε να απευθύνει, όπως βεβαίωναν οι μάρτυρες ότι την άκουσαν, προς τον Ζ τις παραπάνω αναφερθείσες, υβριστικές φράσεις αλλά ότι βρισκόταν (όπως αυτή ισχυρίσθηκε) στην Εισαγγελία Αθηνών για να καταθέσει την εν λόγω μήνυση της κατά αγνώστων δραστών. Ο σκοπός δε της αναιρεσείουσας, όπως δέχεται τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα, ήταν, με την νόθευση των άνω επικουρικών αντιγράφων της μηνύσεως της και της εκθέσεως ένορκης εξέτασής της ως μηνύτριας ως προς την ώρα καταθέσεως και εξετάσεως και με τη χρήση αυτών ενώπιον των δικαστών των άνω πολιτικών δικαστηρίων, να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις να γίνει δεκτή η από 31/7/2000 αγωγή της ως προς το ότι ήταν άκυρη και καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής με την οποία αυτή συνδεόταν με την ανώνυμη εταιρεία εν όψει των εκτιθεμένων στο δικόγραφο αυτής της αγωγής της ότι την 14.30 ώρα της 2/6/2000 εκδηλώθηκε στα γραφεία της έδρας της εταιρείας η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του Ζ και της Ψ1 που συνιστούσε αδικοπραξία και ως προς την αναγνώριση οφειλής προς αυτήν από τους εναγομένους των ποσών των αναφερομένων χρηματικών απαιτήσεων της που υπερέβαιναν το ποσό των 73.000 ευρώ, βλάπτοντας έτσι την μηνύτρια εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο ΠΑΚΟ ΑΕ κατά το ποσό των 53.892.000 δραχμών (ευρώ 158.157) αλλά και ατομικά της πολιτικώς ενάγουσα κατά το ποσό των 50.000.000 δραχμών (ευρώ 146.735,14) αφού η από 31/7/2000 αγωγή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στρεφόταν και ατομικώς κατά της Ψ1 για το αξιούμενο να επιδικασθεί αναγνωριστικής, λόγω ηθικής βλάβης, άνω ποσό χρηματικής ικανοποίησης. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμα και παρέπεμψε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για νόθευση εγγράφων μετά χρήσεως, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περί του ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της νόθευσης εγγράφων σε βαθμό κακουργήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ.1α', 27 παρ.1, 216 παρ.1 και 3 του ΠΚ όπως η παράγραφος 14 παρ.2 του ν. 2721/1999, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκούσε η γενική κατ'είδος αναφορά των συνεκτιμηθέντων αποδεικτικών μέσων. Γίνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα μνεία ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στη δικογραφία προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, έτσι ώστε να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη. Επίσης από την παραδοχή του βουλεύματος αυτού, ότι η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη απαλλάχθηκε με αμετάκλητο βούλευμα από τις κατηγορίες για απιστία δικηγόρου, απόπειρα εκβίασης και συκοφαντική δυσφήμηση εταιρείας για τις οποίες είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον της κατόπιν της από 23-11-2000 μηνύσεως που είχε υποβληθεί εναντίον της από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη το απαλλακτικό βούλευμα 5493/2002 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το βούλευμα 208/2003 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και το 2054/2004 βούλευμα του Αρείου Πάγου. Είναι αβάσιμα όσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως υποστηρίζονται από την αναιρεσείουσα για το ότι δεν έχει το προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη αιτιολογία από το ότι δεν γίνεται σ'αυτό καμία μνεία ότι έλαβε υπόψη του τις δικαστικές αποφάσεις που υπέβαλε με τα υπομνήματά της. Περαιτέρω υπό τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών η νόθευση των δύο επικυρωμένων αντιγράφων της από 2-6-2000 μηνύσεως της αναιρεσείουσας κατά αγνώστων δραστών και της από 2-6-2000 εκθέσεως ενόρκου εξετάσεώς της ως μηνύτριας όσον αφορά την ώρα εγχειρίσεως της μηνύσεως και την ώρα ενόρκου εξετάσεως της ήταν πρόσφορη ενέργεια για να παραγάγει έννομες συνέπειες. Με την μεταβολή του άνω στοιχείου στα έγγραφα αυτά επηρεαζόταν το περιεχόμενο αποδεικτικής ισχύος των ως προς την ακριβή ώρα καταθέσεως της μηνύσεως και βεβαιώσεως ενόρκως του περιεχομένου της. Η αλλοίωση αυτή μπορούσε αντικειμενικά να έχει έννομες συνέπειες και να αποδυναμώσει την αλήθεια των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τους εναγομένους προς απόκρουση της από 31-7-2000 αγωγής της ενάγουσας κατ'αυτών, ότι το επεισόδιο που οδήγησε στην απομάκρυνση της ενάγουσας από την άνω ανώνυμη εταιρία συνέβη ώρα 12 μεσημβρινή της 2-6-2000.
Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος η πράξη της νόθευσης των επικυρωμένων αντιγράφων της από 2-6-2000 μηνύσεως της κατ'αγνώστων και της από 2-6-2000 ενόρκου εξετάσεώς της ως μηνύτριας συνιστούσε γεγονός που συνεπαγόταν έννομες συνέπειες και έγινε στα πλαίσια επιδίωξης του σκοπού της κατηγορουμένης να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της κατά των εναγομένων με την από 31-7-2000 αγωγή της όπως αναφέρεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό του βουλεύματος αυτού χωρίς να υπάρχει ουδεμία αντίφαση μεταξύ των μερών αυτών του άνω βουλεύματος. Δεν ασκεί δε έννομη επιρροή το γεγονός ότι στο σκεπτικό του βουλεύματος (φύλλο2 29ο) αναφέρεται ότι στα αντίγραφα της μήνυσης και της ένορκης εξέτασης της η αναγραφή της ώρας έχει εμφανώς αλλοιωθεί μετατραπείσα από 10 σε 12 ενώ στο διατακτικό αναφέρεται (φύλλο 32ο) ότι η κατηγορουμένη νόθευσε τα επικυρωμένα αντίγραφα της άνω μηνύσεως της και της ένορκης εξέτασης αυτής ως μηνύτριας ενώπιον του Εισαγγελέα που παρέλαβε την μήνυση ως προς την ώρα εξέτασής της από 10.33 π.μ. σε 12 αφού προηγουμένως στο σκεπτικό του βουλεύματος διευκρινίζεται ότι η μήνυση αυτή της κατηγορουμένης κατά αγνώστων δραστών καταχωρήθηκε στο πληροφοριακό σύστημα της υπηρεσίας του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος (SERVER) της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στις 2-6-2000 και ώρα 10:33:27 πρωϊνή ακριβώς και οπωσδήποτε κατατέθηκε πριν την ανωτέρω ώρα και η καταχώρηση έπεται της καταθέσεως και όχι ώρα 12 όπως ισχυριζόταν η κατηγορουμένη. Με την παραδοχή δε αυτή στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται αναφορά στην αλλοίωση των άνω εγγράφων σε σχέση με τον σε ώρες και όχι σε πρώτα λεπτά χρονικό προσδιορισμό της υποβολής της από 2-6-2000 μηνύσεως από την κατηγορουμένη και της ενόρκου εξετάσεως της και ότι δεν συνέπιπτε ούτε η ώρα 10:33 κατά την οποία καταχωρήθηκε η μήνυση αυτής στο πληροφοριακό σύστημα του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ούτε η προ της ώρας καταχωρήσεως ώρα 10:00 της 2/6/2000 με την ώρα 12 μεσημβρινή κατά την οποία η κατηγορουμένη σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ευρίσκετο στα γραφεία της έδρας της εταιρείας "Αναστάσιος Β. Κολιόπουλος Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις ΑΕ" και όχι στα γραφεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Κατά τα προαναφερθέντα, στην κακουργηματική πλαστογραφία το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η βλάβη τρίτου δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ίδια την πράξη της κατάρτισης του πλαστού ή τη νόθευση του γνησίου εγγράφου και τη χρήση του και πληρούται η υπόστασή του εγκλήματος της πλαστογραφίας με τον άνω περαιτέρω σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους του δράστη που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ με ισόποση ζημία άλλου, ακόμη και όταν για να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να χωρήσει ενέργεια άλλου προσώπου ή αρχής, όπως του δικαστή προς παραπλάνηση του οποίου υποβάλλεται από τον δράστη το πλαστό ή νοθευθέν έγγραφο που υποστηρίζει ψευδείς ισχυρισμούς του προκειμένου να αιτιολογηθεί ότι το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος από την ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με αντίστοιχη ζημία της μηνύτριας ανώνυμης εταιρείας και της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1 κατά τα αναφερόμενα ποσά, που υπερέβαιναν τις 73.000 ευρώ, είχε ενταχθεί στο παραπλανητικό σχέδιο της υπαιτίου με την νόθευση των άνω εγγράφων έτσι ώστε να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα με την παρεμβολή ενεργειών και των δικαστών που θα έκριναν την από 31-7-2000 αγωγή της να επιτευχθεί το άνω περιουσιακό όφελος γινόταν λόγος και στο σκεπτικό και στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ο σκοπός της κατηγορουμένης ήταν με τη χρήση των δύο άνω νοθευμένων εγγράφων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών να παραπλανήσει τους δικαστές των ανωτέρω δικαστηρίων σχετικά με το γεγονός ότι η διά της άνω καταγγελίας λύση της μεταξύ τους σύμβασης έμμισθης εντολής ήταν άκυρη και καταχρηστική λόγω της ως άνω προηγηθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των Ζ και Ψ1 εξ αιτίας της οποίας υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας έπρεπε να της επιδικασθεί το πιο πάνω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση και λόγω του ότι η καταγγελία αυτή στηρίχθηκε στο ψευδές κατά τους ισχυρισμούς της γεγονός που, εν γνώσει του ψεύδους του επικαλέσθηκαν οι αντίδικοί της (εναγόμενοι-εκκαλούντες0 στις προαναφερθείσες δίκες και επιβεβαίωσαν οι αναφερόμενοι τέσσερις μάρτυρες τους στις από 27-11-2000 ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών για το ότι περί ώρα 12 μεσημβρινή της 2-6-200 προκάλεσε η ήδη αναιρεσείουσα εντός του γραφείου της στην έδρα της εταιρείας, επεισόδιο, απευθυνόμενη στον Ζ, μετά την ανακοίνωση προς εκείνη της απόλυσης του πατέρα της Θ από την εταιρεία, με τις αναφερόμενες φράσεις "παλιάνθρωπε κάθαρμα, μας εκμεταλλεύεσαι τα έχω υπολογίσει η δίνεται 3.500.000 δραχμές τώρα ή σας πάω στα δικαστήρια, δεν θα μου γλυτώσετε. Μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω. Υπό τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 216 παρ3 εδαφ. α ΠΚ και δεν επιχειρήθηκε θεμελίωση της κατηγορίας για την άνω αξιόποινη πράξη με την παράθεση περιστατικών που στοιχειοθετούσαν το έγκλημα της απόπειρας απάτης και εφόσον η κατηγορουμένη πράξη είχε κακουργηματικό χαρακτήρα υπόκειται στην δεκαπενταετή παραγραφή του άρθρου 111 παρ.2 (περ. β') ΠΚ, η οποία δεν έχει συμπληρωθεί και δεν συντρέχουν οι περιστάσεις για να θεωρηθεί η πράξη αυτή ως πλημμέλημα και ότι έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο αυτής λόγω παρόδου της κατά το άρθρο 111 παρ.3 ΠΚ η πενταετίας. Εφόσον με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως που αποδίδεται στην κατηγορουμένη και ορθώς υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν και αναφέρονται στο αιτιολογικό και στο διατακτικό χωρίς λογικά κενά και αντίφαση στις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη ερμηνείας και εφαρμογής των άνω διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Κατά την έννοια του άρθρου 57 παρ.1 και 3 ΚΠοινΔ αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Το δεδικασμένο εξαντλείται στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξης αυτής περιλαμβάνεται και εκείνη που επίσης αποτέλεσε στοιχείο του κριθέντος αδικήματος. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως και ως εκ τούτου δεδικασμένο, όταν τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξεως έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικώς καθένα ίδιο έγκλημα που δεν τέθηκε υπόψη του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου που έκρινε άλλων αξιόποινη πράξη. Εξ άλλου η ταυτότητα πράξεως που υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τα οποία αποτελείται και η κατηγορία, για την βασιμότητα ή μη της οποίας έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, προκύπτει μόνο από το διατακτικό και όχι από τις αιτιολογίες της αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου ή του βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου που καταδίκασε ή αθώωσε ή έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για το ίδιο πρόσωπο που διώκεται εκ νέου για την ίδια πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με το 5493/2000 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κρίθηκε ότι δεν έπρεπε να κατηγορηθεί για τις πράξεις: α) απόπειρας εκβιάσεως από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε απειλή βλάβης της επιχειρήσεως του εξαναγκασμένου, η οποία συνίστατο στο ότι την 2/6/2000 με σκοπό να αποκομίσει ο πατέρας της Θ παράνομο περιουσιακό όφελος αυτή απευθύνθηκε προς τους Ζ και Ψ1, Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο αντιστοίχως του Δ.Σ. της ανωνύμου εταιρείας από την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος-Χαρτοποιΐα-Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις ΑΕ" και διευθύνοντες συμβούλους της εν λόγω εταιρείας και προσπάθησε να εξαναγκάσει αυτούς με την απειλή βλάβης της επιχειρήσεώς των, να καταβάλουν στον άνω πατέρα της το ποσό των 35.000.000 δρχ. το οποίο δήθεν όφειλε η εταιρεία σε εκείνον από την μεταξύ των εργασιακή σχέση και από την απόλυσή του από την εταιρεία λέγοντας τις φράσεις "παλιάνθρωπε, κάθαρμα που μας εκμεταλλεύεσαι, σας έχω στο χέρι, τα έχω υπολογίσει ή τα δίνετε όλα 35.000.000 αμέσως ή σας πάω στα δικαστήρια και σας καταστρέφω ξέρω πολλά εδώ μέσα δεν θα μου γλυτώσετε" και β) της δυσφημήσεως ανωνύμου εταιρείας, η οποία συνίστατο στο ότι με την από 31 Ιουλίου 2000 αγωγή της κατά της άνω εταιρείας που επιδόθηκε σ'αυτήν την 19-9-2000, ισχυρίσθηκε για τους διευθύνοντες την ανώνυμη εταιρεία Ζ και Ψ1 γεγονότα ψευδή, εν γνώσει της αναληθείας των, που μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού προς την εταιρεία και γενικότερα τις επιχειρήσεις της και συγκεκριμένα ότι "ο Ζ με καθύβρισε με τη λέξη κάθαρμα, έχει αντικοινωνική συμπεριφορά, ευρέως γνωστή όχι μόνο στους εργαζόμενους της εταιρείας όπου επικρατεί κλίμα φόβου και δυσαρέσκειας από παρόμοιες αντιδράσεις του κατά το παρελθόν, αλλά και γενικότερα στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον, ο ίδιος θεωρεί ότι δύναται να ελέγχει τους πάντες λόγω της οικονομικής του θέσεως και φέρεται σκαιότατα σε όποιον τολμά να προβάλει αξιώσεις που έρχονται σε αντίθεση με το οικονομικό του συμφέρον, τόσο δε αυτός όσο και η Ψ1 έχουν έλλειψη ηθικών αναστολών". Οι πράξεις αυτές δεν ταυτίζονται κατά τα στοιχεία που τις θεμελιώνουν με την αξιόποινη πράξη της νοθεύσεως εγγράφων μετά χρήσεως από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Επί νοθεύσεως, απαιτείται μεταγενέστερη της κατάρτισης γνησίου εγγράφου αλλοίωση του περιεχομένου του με την προώθηση, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων ή αριθμών ή άλλων στοιχείων του, ώστε να παρέχεται η εντύπωση ότι η δήλωση του εκδότη είχε εξ αρχής το περιεχόμενο που της προσδόθηκε με την αλλοίωση με τη θέληση του ενεργούντος αυτή να προκαλέσει πλάνη σε κάποιον άλλον για την γνησιότητα του εγγράφου και με αυτήν να τον οδηγήσει σε εννόμως σημαντική συμπεριφορά που προκλήθηκε από το περιεχόμενο της νοθεύσεως, χωρίς να ενδιαφέρει αν επιτεύχθηκε ή παραπλανήσει και με σκοπό του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ποσού άνω του προβλεπομένου ορίου. Τα περιστατικά για τα άνω στοιχεία που θεμελιώνουν την αξιόποινη πράξη της νοθεύσεως εγγράφων μετά χρήσεως από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερέβαιναν το ποσό των 73.000 ευρώ δεν κρίθηκαν από το άνω αμετάκλητο 5493/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών κατά την έρευνα των άλλων αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονταν στην ίδια κατηγορουμένη και για τις οποίες απεφάνθει να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της.
Συνεπώς δεν παρήχθη δεδικασμένο που να προέκυπτε από το άνω αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως προς την αξιόποινη πράξη της νοθεύσεως εγγράφων μετά χρήσεως με σκοπό το συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερέβαιναν το ποσό των 73.000 ευρώ και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ.1 εδάφ.γ' ΚΠοινΔ, σχετικός λόγος αναιρέσεως. Η περιεχόμενη δε στην αίτηση φράση "ζητώ να παραστώ ενώπιον του Συμβουλίου Αρείου Πάγου εάν κριθεί ότι συντρέχει λόγος να παράσχω και προφορικές εξηγήσεις δεν συνιστά αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεως αλλά ευχή καθόσον όπως είναι διατυπωμένη εξαρτάται από την εξουσιαστική αίρεση αποδοχής της από το Συμβούλιο.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-4-2009 αίτηση της Χ περί αναιρέσεως του 428/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή