Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1035 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Πραγματογνωμοσύνη, Εξακολουθούν έγκλημα, Τοκογλυφία.




Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση και πλαστογραφία μετά χρήσεως, με σκοπό οφέλους δια βλάβης τρίτου, με συνολικό όφελος καθώς και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως λόγω ασαφειών. Η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς. Δεν είναι απαραίτητη, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο βούλευμα. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1035/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Απριλίου 2007 και 4 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 779/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου με αριθμό 318/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθ. 8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το υπ'αριθμ. 903/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση, από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ (άρθρα 45 και 386 § § 1 και 3 Π.Κ.).
Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι κατηγορούμενοι τις υπ'αριθ. 59/2006 και 58/2006 αντίστοιχες εφέσεις τους επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκαν οι εφέσεις του αυτές, μεταρρυθμίσθηκε δε και διορθώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς, α) το ποσό του οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας, κατηγορουμένων και εγκαλούντος αντίστοιχα, β) διορθώθηκε το ποσό κατά το οποίο φέρεται να ζημιώθηκε ο αναφερόμενος Ζ1, δέχθηκε ότι άπαξ τελέσθηκε η πράξη και απάλειψε α) την ημερομηνία 22-11-2004 (φερόμενο δεύτερο χρόνο της απάτης) και β) τις διατάξεις των άρθρων 197, 513 επ., 823 και 330 του Α.Κ. Επίσης επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, όπως μεταρρυθμίσθηκε. Το βούλευμα τούτο του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά επιδόθηκε στους κατηγορουμένους οι οποίοι άσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως τις υπ'αριθμ.8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Πειραιά (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.). Περιέχουν δε αυτές συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης, ήτοι α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1 δ' Κ.Π.Δ.) και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 § ιβ Κ.Π.Δ.).
Συνεπώς είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (δείτε Α.Π. 1074/2006 (σε Συμβούλιο) Π. Χρ. ΝΖ/405 και τις σ'αυτό παραπομπές). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου που θεμελιώνει κατ'άρθρο 484 § 1β Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ (σε Συμβ) 2271/2002 Π.Χρ.ΝΓ/803).
Εξάλλου, προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος η άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη η ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του Νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ (ΑΠ 1074/2006 Π.Χρ. ΝΖ/405). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ, 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ' σελ. 47 κ.λ.π).
Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 50/1990 (σε ολομ.) και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. ΝΖ/222). Εξάλλου, στο κυπριακό δίκαιο οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (company limited), διέπονται από τον "Περί Εταιρειών Νόμο", σε ισχύ από 21 Ιουλίου 1951 (στα επόμενα κυπρ.ΕΝ), όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε, αναθεωρήθηκε, μεταφράσθηκε και ενοποιήθηκε στην ελληνική και περιέχεται στο κεφάλαιο 113 της Νομοθεσίας της Κύπρου. Ο κυπρ. ΕΝ επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (άρ. 3 (1) κυπρ. ΕΝ) να συστήσει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια ή τον τόπο της κατοικίας του. Αλλά τα άρθρα 10, 11, 15 και 19 του νόμου περί ελέγχου συναλλάγματος (κεφάλαιο 199, όπως τροποποιήθηκε, της Νομοθεσίας της Κύπρου) προβλέπουν ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας (μη κάτοικος) δεν μπορεί να αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, τίτλο αξιών σε νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στην Κύπρο χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με βάση αυτό το νόμο παρέχεται εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να εξαρτά την παροχή αυτής της άδειας από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να καταγράψει η εταιρεία τα ονόματα των μελών της μη κατοίκων ή των εντολοδόχων τους στο μητρώο μελών σύμφωνα με το άρθρο 105 κυπρ.ΕΝ. Χωρίς την άδεια αυτή μετοχές οι άλλοι τίτλοι δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στους "κυρίους" τους. Περαιτέρω, για τους μετόχους μη κατοίκους που επιθυμούν την ανωνυμία τους, προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού εμπιστευματοδόχου με σχετική πράξη συστάσεως εμπιστεύματος ( trust deed) μέχρι κατ'ανώτατο όριο τεσσάρων κατοίκων μετόχων-εμπιστευματοδόχων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 36, 8 και 40 του νόμου περί εμπιστεύματος (Κεφάλαιο 193 της Νομοθεσίας της Κύπρου). Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου περί συναλλάγματος (Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε), ο "κάτοικος" δεν μπορεί να ενεργήσει ως εντολοδόχος εμπιστευματοδόχος για λογαριασμό ενός "μη κατοίκου" χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια υπηρεσία γι'αυτό. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 112 και 113 κυπρ ΕΝ μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων - εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα που τηρούνται από τον Έφορο Εταιρειών και στο Μητρώο Μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρείας. Δηλαδή, στην περίπτωση που μετοχές σε εταιρεία κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για σκοπούς του κυπρ ΕΝ θεωρείται ο εμπιστευματόδος, ο οποίος είναι το πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο Μητρώο Μελών της Εταιρείας και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Ο κυπρ ΕΝ δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων". Ο Νόμος αυτός προνοεί για μετόχους, δηλαδή τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (το οποίο καταχωρείται στον Έφορο Εταιρειών προς εγγραφή) ότι λαμβάνουν μετοχές. Στη συνέχεια, οποιεσδήποτε μετοχές κατέχονται από τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να μεταβιβασθούν σε άλλο φυσικό η νομικό πρόσωπο, η δε μεταβίβαση κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών με τη συμπλήρωση και καταχώρηση σχετικού εντύπου, το οποίο υπογράφεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον Γραμματέα της εταιρείας. Η διαδικασία μεταβίβασης μετοχών εταιρείας περιορισμένης ευθύνης καλύπτεται από τα άρθρα 71-82 του κυπρ ΕΝ. Περιληπτικά, μεταβίβαση μετοχών δεν καταχωρείται από την εταιρεία παρά μόνο με την προσαγωγή και παράδοση στην εταιρεία κατάλληλου μεταβιβαστικού εγγράφου (instrument of transfer) (άρ. 73 κυπρ ΕΝ). Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης στην εταιρεία μεταβίβασης μετοχών, η εταιρεία συμπληρώνει και ετοιμάζει για παράδοση τα πιστοποιητικά όλων των τίτλων που μεταβιβάσθηκαν (άρ. 78 (1) κυπρ ΕΝ). Οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών ιδιωτικής εταιρείας με μετοχικό κεφάλαιο κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών κατά τον καθοριζόμενο από τον Έφορο τύπο μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο μητρώο των μελών της εταιρείας (άρ. 113 Α κυπρ ΕΝ). Σημειώνεται ότι με τη φιλελευθεροποίηση των επενδύσεων από τον Οκτώβριο του 2004, μέτοχοι δύνανται να είναι είτε Κύπριοι, είτε μη Κύπριοι, είτε Κύπριοι μη κάτοικοι Κύπρου, είτε Ευρωπαίοι πολίτες, είτε πολίτες τρίτων χωρών, δηλαδή οποιοιδήποτε. Προηγουμένως όμως αναφορικώς με τους "μη κατοίκους" ίσχυε ό,τι ανωτέρω αναφέρεται, (βλ. σχετικώς τις εις τη δικογραφία ευρισκόμενες υπ'αριθμ. πρωτ. .... νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και από ... και ..... επιστολές της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας της Κύπρου).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 103/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική δυνάμει του υπ'αριθ. 509/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς), η οποία διενεργήθηκε για την προκειμένη υπόθεση και περατώθηκε νόμιμα, και από την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υποβληθέντα από αυτούς υπομνήματα, προέκυψαν τα επόμενα: Στις .... συνεστήθη νομίμως στην .... και ενεγράφη στα μητρώα εταιρειών με αριθμό .... (ιδιωτική) εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......", έδρα τη ......, μετοχικό κεφάλαιο λιρών Κύπρου 100, διαιρεμένο σε εκατό μετοχές εκ μίας λίρας εκάστης, και σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων. Ιδρυτικά μέλη της ανωτέρω εταιρείας ήταν οι Β1 και Β2, κάτοικοι ......, οι οποίες και κατείχαν από 50% των μετοχών και δη τις με αριθμούς από 1 έως 50 η πρώτη και τις με αριθμούς από 51 έως 100 η δεύτερη. Ακολούθως, στο πλαίσιο της τότε ισχύουσας Κυπριακής Νομοθεσίας, το εις Λεμεσό εγκατεστημένο Δικηγορικό Γραφείο Σαβεριάδη, με την από .... αίτηση, ζήτησε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου την άδεια προκειμένου να κατέχουν οι Β1 και Β2 τις μετοχές τους για λογαριασμό μη κατοίκων (Κύπρου) και δη για λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1 τις 50 μετοχές η πρώτη και του κατηγορουμένου Χ2 τις 50 μετοχές η δεύτερη. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορήγησε τη σχετική άδεια και υπεγράφησαν μεταξύ των ανωτέρω δύο έγγραφα συστάσεως εμπιστεύματος (instruments of trust deed), ημερομηνίας ..... Ένα υπεγράφη μεταξύ των Χ1 και Β1 και ένα μεταξύ των Χ2 και της Β2. Ως εμπιστευματοδόχος (trustee) κάθε μία από τις Β1 και Β2 δήλωσε, με το αντίστοιχο από τα έγγραφα αυτά, ότι κατέχει τις περιεχόμενες στον πίνακα μετοχές και όλα τα μερίσματα και τόκους που έχουν σωρευθεί ή πρόκειται να σωρευθούν στο ίδιο εμπίστευμα για τον δικαιούχο (beneficiary), ήτοι τον Χ1 η πρώτη και τον Χ2 η δεύτερη, και τους διαδόχους του και συμφώνησε να μεταβιβάσει, πληρώσει και χειρίζεται τις ρηθείσες μετοχές και μερίσματα και τόκους πληρωτέους από την άποψη του ιδίου κατά τέτοιο τρόπο ως εκείνος ή εκείνοι από καιρού εις καιρόν υποδεικνύουν. Ήσαν οι Β1 και Β2 υπάλληλοι του προμνημονευόμενου Δικηγορικού Γραφείου, το οποίο είχε αναλάβει, από νομικής πλευράς, τη σύσταση της εταιρείας "........" κατόπιν οδηγιών των κατηγορουμένων, οι οποίοι ενδιαφέροντο για την αγορά μέσω μιας κυπριακής εταιρείας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου "Γ1". Η συνδέουσα τον κατηγορούμενο Χ1 με τη Β1 και τον κατηγορούμενο Χ2 με τη Β2 έννομη σχέση ήταν αυτή του trust. Ο αγγλοσαξονικός θεσμός του trust, που έχει αποδοθεί στην ελληνική νομική ορολογία με τον όρο εμπίστευμα, υποδηλώνει την έννομη σχέση που καταρτίζεται, όταν περιουσιακά αντικείμενα τίθενται κάτω από τον έλεγχο ενός προσώπου που καλείται εμπιστευματοδόχος (trustee) προς το συμφέρον ενός άλλου προσώπου, του δικαιούχου (beneficiary), ή για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ούτε ο εμπιστευματοδόχος ούτε ο δικαιούχος είναι κύριοι, κατ'αποκλειστικότητα ο καθένας έναντι του άλλου, του περιουσιακού αντικειμένου που μεταβιβάσθηκε ως εμπίστευμα. Ο εμπιστευματοδόχος είναι φορέας του εκ του νόμου δικαιώματος στο αντικείμενο, ενώ ο δικαιούχος είναι φορέας του αντίστοιχου εξ επιείκειας δικαιώματος. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των συμβάσεων εμπιστεύματος είναι ότι η κυριότητα ή άλλα παρεμφερή δικαιώματα του εμπιστεύματος μεταβιβάζονται στους εμπιστευματοδόχους, οι οποίοι εμφανίζονται προς τα έξω ως οι κύριοι ή οι δικαιούχοι των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων. Στην εσωτερική όμως σχέση η οποία συνδέει τον μεταβιβάζοντα με τον εμπιστευματοδόχο, συμφωνείται, ότι από οικονομική άποψη ο ουσιαστικός κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να παραμένει ο μεταβιβάζων, στις οδηγίες του οποίου υπόκειται ο εμπιστευματοδόχος ως προς τη διαχείριση, εκμετάλλευση και διάθεση του εμπιστεύματος. (βλ. σχετικώς Χ. Δεληγιάννη - Δημητράκου, Trust και Καταπίστευμα, β' έκδ. ιδίως σελ. 24-26, 32-33, 69, 99-101, 106-107, Α. Γιαννόπουλο, εις Ελλ. Δνη 40.988 επ.,Α. Γεωργιάδη, εις Ελλ.Δνη 36.1041 επ., ιδίως σελ. 1043). Με βάση, επομένως, τα από ..... έγγραφα εμπιστεύματος, ως εμπιστευματοδόχοι οι Β1 και Β2 έφεραν το εκ του νόμου δικαίωμα στις μετοχές, ήταν δε τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "........" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και οι μετοχές της ανωτέρω εταιρείας μπορούσαν να μεταβιβασθούν εγκύρως μόνο με έγγραφη πράξη υπογεγραμμένη από αυτές. Στις 10-12-1993 η εταιρεία "....." αγόρασε από την εταιρεία "...... LTD", αντί του ποσού των 6.300.000 δολ. ΗΠΑ, το προαναφερόμενο πλοίο "Γ1", το οποίο και μετονομάσθηκε σε "Γ". Στις 14-4-1994 το όνομα του πλοίου άλλαξε σε "Γ2", στις 17-11-1998 σε "Γ3" και στις 10-3-1999 πωλήθηκε από την εταιρεία "...... LIMITED" στην εταιρεία "........LTD" αντί 3.396.800 δολ. ΗΠΑ και μετονομάσθηκε σε "Γ4". Μετά την αγορά του από την εταιρεία "...... LIMITED", τη διαχείριση του πλοίου αυτού ανέλαβε η ναυτιλιακή εταιρεία " ........LTD", την οποία διηύθυναν οι κατηγορούμενοι. Η εταιρεία αυτή, με καταστατική έδρα στη Λιβερία, είχε εγκαταστήσει Γραφείο στην Ελλάδα, το οποίο και διατηρούσε στον Πειραιά, επί της .... αρ. ..... Στο ίδιο Γραφείο απασχολείτο ως αρχιμηχανικός ο εγκαλών Ψ1. Πρότειναν σ'αυτόν οι κατηγορούμενοι να του πωλήσουν, αντί του ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, μία (1) μετοχή της εταιρείας "........ LIMITED", η οποία θα κατείχετο από αυτούς υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου για ορισμένο χρονικό διάστημα και ακολούθως θα του τη μεταβίβαζαν. Ο εγκαλών δέχθηκε την πρόταση και συνυπέγραψε με τους κατηγορουμένους την από ..... πράξη συστάσεως εμπιστεύματος (deed of trust). Δηλώνεται, από πλευράς κατηγορουμένων στο έγγραφο αυτό, ότι έκαστος εκ των κατηγορουμένων είναι ο εγγεγραμμένος ωφελούμενος κύριος (registered beneficial owner) πενήντα (50) κοινών μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας "....... LIMITED" και ότι μία (1) από τις μετοχές αυτές έχει πληρωθεί από τον εγκαλούντα, ο οποίος, συνεπώς, είναι ο δικαιούχος αυτής. Ακολούθως συμφωνείται ότι η μετοχή αυτή θα κατέχεται από τους κατηγορουμένους υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων (trustees) προς όφελος του δικαιούχου (beneficiary) εγκαλούντος για το διάστημα μέχρι την εξόφληση του δανείου που είχε χορηγήσει η Τράπεζα ING BANK Ολλανδίας στην εταιρεία "...... LIMITED" με σκοπό να βοηθήσει την τελευταία στην αγορά του πλοίου "Γ", πρώην "Γ1". Ορίσθηκε δε ότι η (συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα) συμφωνία αυτή (του εμπιστεύματος) θα αναγιγνώσκεται και ερμηνεύεται από κάθε άποψη σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο. Η μεταξύ των κατηγορουμένων αφενός και του εγκαλούντος αφετέρου καταρτισθείσα ως άνω σύμβαση εμπιστεύματος δεν μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα. Κατά τα προαναφερόμενα, μόνον οι Β1 και Β2 μπορούσαν να μεταβιβάσουν μετοχές της εταιρείας "...... LIMITED". Ναι μεν σύμφωνα με τις οδηγίες των κατηγορουμένων ως δικαιούχων (beneficiaries), δηλαδή στο πρόσωπο που θα υπεδείκνυαν οι τελευταίοι, κατά τις πρόνοιες που διαλαμβάνονται στα από ..... έγγραφα εμπιστεύματος, αλλά με έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπογεγραμμένο από τις ίδιες και με εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο Μητρώο των Μελών της ανωτέρω εταιρείας καθώς και κοινοποίηση της μεταβίβασης στον Έφορο Εταιρειών και μάλιστα κατόπιν αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχής σε μη κάτοικο ....., ως ο εγκαλών. Εάν η μετοχή είχε μεταβιβασθεί στον εγκαλούντα από μία των Β1 ή Β2 θα μπορούσε ακολούθως και ο εγκαλών να συστήσει εμπίστευμα, μεταβιβάζοντας τη μετοχή στους κατηγορουμένους ως εμπιστευματοδόχους. Χωρίς τις μεταβιβάσεις αυτές, θα μπορούσε να συσταθεί εμπίστευμα, με τους κατηγορουμένους, που δεν ήταν ήδη εγγεγραμένοι ως μέτοχοι, ως εμπιστευματοδόχους και τον εγκαλούντα, ως δικαιούχο, εάν μία των Β1 ή Β2 μετεβίβαζε τη μετοχή στους κατηγορουμένους, κατά τον αυτό ως άνω τρόπο, και, ακολούθως, με πράξη συστάσεως εμπιστεύματος δήλωναν οι κατηγορούμενοι ότι η συγκεκριμένη μετοχή, που θα είχε πλέον εγγραφεί επ'ονόματι τους, κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου, κατόπιν δε και πάλιν της σχετικής αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Σκοπός όμως των κατηγορουμένων, που ενεργούσαν από κοινού, μετά από συναπόφαση, δεν ήταν να κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους η μετοχή προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου και μετά τη λήξη του εμπιστεύματος να μεταβιβασθεί η μετοχή στον εγκαλούντα, αλλά να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος δια της εισπράξεως από τον τελευταίο του ανωτέρω ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τιμήματος πωλήσεως σ'αυτόν μιας μετοχής, χωρίς η μετοχή αυτή να παρέχει δικαίωμα στον εγκαλούντα. Προς τούτο, δήλωσαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα ότι είναι οι εγγεγραμμένοι μέτοχοι της εταιρείας "....... LIMITED" (εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας αυτής και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών) και, συνεπώς, ότι, μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαιούχου, ενώ στην πραγματικότητα τα πρόσωπα που είχαν εγγραφεί ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εν λόγω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας και μπορούσαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές σε τρίτους καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαούχου, ήταν οι Β1 και Β2, γεγονός το οποίο, κατά τα ανωτέρω, γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και το απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Με την ανωτέρω θετική απατηλή συμπεριφορά τους παραπλάνησαν οι κατηγορούμενοι τον εγκαλούντα και τον έπεισαν να καταρτίσει την από ..... συμφωνία και να τους καταβάλει το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τίμημα για την αγορά μιας μετοχής, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε ο εγκαλών, εάν γνώριζε την αλήθεια. Από την πράξη δε αυτή των κατηγορουμένων, ο εγκαλών ζημιώθηκε κατά το καταβληθέν πιο πάνω ποσό, που πλήρωσε για αγορά μιας μετοχής, με αντίστοιχο σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος των κατηγορουμένων που το έλαβαν χωρίς να δικαιούνται ως τίμημα για την πώληση της μιας μετοχής που δεν μπορούσαν να κατέχουν αυτοί υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου ούτε μπορούσαν να τη μεταβιβάσουν στον εγκαλούντα. Αλλ'ούτε ο τελευταίος διαδέχθηκε ένα από τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 στην έννομη σχέση του με τις Β2 κα Β1, αντιστοίχως, ώστε να θεωρείται ότι περιήλθε ο εγκαλών σε ισοδύναμη νομική κατάσταση με αυτή που θα ευρίσκετο εάν η από ...... σύμβαση εμπιστεύματος ήταν έγκυρη και ότι, έτσι, έλαβε ισοδύναμο με τη μεταβίβαση της μετοχής περιουσιακό αντιστάθμισμα, ως εκ του οποίου η περιουσία του δεν υπέστη μείωση. Αναφέρεται στα από .... έγγραφα εμπιστεύματος ότι οι Β1 και Β2 κατέχουν τις μετοχές για τους δικαιούχους και τους διαδόχους τους. Περιέχουν, δηλαδή, τον όρο της διατηρήσεως της ισχύος τους και της συνεχίσεως της λειτουργίας τους και με όποιο διάδοχο των δικαιούχων. Τέτοιος όμως δεν υπήρξε ο εγκαλών ως προς τη μία μετοχή. Τούτο δε διότι : 1) Οι μετοχές της εταιρείας "....... LIMITED" έφεραν αριθμούς και δυνάμει των από ..... εγγράφων εμπιστεύματος κατείχαν η μεν Β1 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ1 τις μετοχές με τους αριθμούς από 1 έως 50, η δε Β2 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ2 τις μετοχές με τους αριθμούς από 51 έως 100, ήτοι τις συγκεκριμένες μετοχές που είχαν εγγραφεί επ' ονόματι της καθεμιάς. Στο από .... έγγραφο όμως δεν διακρίνεται η μία μετοχή με τον αριθμό της, ούτε προσδιορίζεται με άλλο τρόπο και μάλιστα αν περιλαμβάνεται στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ1 ότι του ανήκουν ή στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ2 ότι του ανήκουν, και έτσι δεν μπορεί να συνδεθεί με το ένα από τα δύο εμπιστεύματα που ιδρύθηκαν με τα από ...... έγγραφα και το καθένα από τα οποία αποτελεί διμερή έννομη σχέση. 2) Οι Β1 και Β2 δεν μπορούσαν να ενεργήσουν ως εμπιστευματοδόχοι για λογαριασμό πλέον του εγκαλούντος, ενός "μη κατοίκου" (....), χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που δεν υπήρξε, και 3) τα εμπιστεύματα που συνεστήθησαν με τα από .... έγγραφα δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν, ούτε στο πλαίσιο της διαδοχής, με το εμπίστευμα που συνεστήθη με το από ..... έγγραφο, καθώς με το τελευταίο φέρονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι ως εμπιστευματοδόχοι έναντι του εγκαλούντος ως προς τη μία μετοχή. Ο σκοπός των κατηγορουμένων να αποκομίσουν ως περιουσιακό όφελος το ως άνω χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να παρέχει στον εγκαλούντα δικαίωμα η μία μετοχή, αποδεικνύεται και από την κατά τα άνω παράλειψη της συγκεκριμενοποιήσεως της μιας μετοχής στο από ..... έγγραφο καθώς και από το γεγονός ότι παρόλο που στις 22-11-1994 έληξε, με την εξόφληση του αναφερομένου στο από .... έγγραφο δανείου, το περιορισμένο χρονικό διάστημα για το οποίο είχε συσταθεί, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το εμπίστευμα, και, κατά τα οριζόμενα στο έγγραφο αυτό, έπρεπε η μετοχή να αποδοθεί στον εγκαλούντα, εν τούτοις οι κατηγορούμενοι ουδέν έπραξαν για τη μεταβίβαση μέσω είτε της Β1 είτε της Β2 μιας μετοχής στον εγκαλούντα ούτε το 1994, ούτε περί τα τέλη Ιουνίου του 2003, όταν ο εγκαλών απέστειλε στους κατηγορουμένους εξώδικη πρόσκληση, προκειμένου να του αποδώσουν τον τίτλο της μετοχής, ούτε και μεταγενεστέρως. Ουδέποτε ο εγκαλών έλαβε στα χέρια του την αγορασθείσα μετοχή. Το μετοχικό καθεστώς της εταιρείας "....... LIMITED" εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο. Την ανωτέρω πράξη της απάτης τέλεσαν οι κατηγορούμενοι κατ' επάγγελμα, λαμβανομένου υπόψη ότι παραπλάνησαν τον παθόντα βάσει ειδικώς προς τούτο σχεδίου και με σκοπό πορισμού εισοδήματος και ότι με τον παραπάνω τρόπο έπεισαν και τρίτο πρόσωπο και δη τον Ζ1 να καταβάλει σε αυτούς το χρηματικό ποσό των 201.600 δολ. ΗΠΑ για την αγορά οκτώ (8) μετοχών της εταιρείας "...... LIMITED", το δε συνολικό αποκομισθέν περιουσιακό τους όφελος καθώς και η συνολική αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ (ή 5.000.000 δραχμών) και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 18.021,23 ευρώ (ή 6.140.736 δραχμών). Το τίμημα για την αγορά της μιας μετοχής κατέβαλε ο εγκαλών στους κατηγορουμένους, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της διαχειρίστριας του πλοίου "Γ" εταιρείας "..... LTD", στις 23-12-1993, ήταν δε αυτό 25.200 δολ. ΗΠΑ και όχι 26.800 δολ. ΗΠΑ, ως δέχεται το εκκαλούμενο βούλευμα, χωρίς πάντως, το ύψος του ποσού της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη της απάτης των κατηγορουμένων σε βάρος του εγκαλούντος να επιδρά, μετά τον προσδιορισμό του σε 25.200 δολ. ΗΠΑ, στον χαρακτηρισμό της απάτης ως κακουργηματικής. Με την κατά την ως άνω ημερομηνία της πληρωμής (23-12-1993), ισοτιμία δραχμής και δολαρίου ΗΠΑ, το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ αντιστοιχούσε στο ποσό των 6.140.736 δραχμών (25.200 δολ. ΗΠΑ Χ 243,68 δρχ.) ή 18.021,23 ευρώ, ήτοι σε ποσό που και πάλιν υπερβαίνει αυτό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Αποδεικνύεται δε ότι ο εγκαλών κατέβαλε στους κατηγορουμένους για την αγορά της μιας μετοχής το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ από το προσκομισθέν από τον ίδιο από 23-12-1993 γραμμάτιο εισπράξεως (και απόδειξη) στο οποίο ως συνολικό ποσό αναφέρεται αυτό των "26.000" και εντός του πλαισίου υπό την ένδειξη "αιτιολογία εγγραφής" αναγράφεται "1% for p. price Γ + $ 800" ή σε μετάφραση "1% για αξία πόντου Γ + 800 δολ. ΗΠΑ". Δηλαδή, το συνολικό εμβασθέν ποσό ανήρχετο σε 26.000 δολ. ΗΠΑ εκ των οποίων τα 25.200 αφορούσαν στη μετοχή και τα υπόλοιπα 800 σε άλλη αιτία. Το αυτό χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ ανά μετοχή κατέβαλε και ο Ζ1 στους κατηγορουμένους. Εκ παραδρομής αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα ότι ο Ζ1 κατέβαλε στους κατηγορουμένους το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ και για τις οκτώ μετοχές αντί του ορθού 201.600 δολ. ΗΠΑ (25.200 Χ 8). Με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η απάτη και κατά το πρωτόδικο βούλευμα, αφού, όπως δέχεται, κατά την έννοια των αναφερομένων σ'αυτό, οι κατηγορούμενοι παρέπεισαν τον εγκαλούντα σε καταβολή του ποσού των 26.800 δολ. ΗΠΑ (όπως προσδιόρισε) για την αγορά μιας μετοχής με τη ψευδή δήλωση ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των 100 μετοχών της εταιρείας "........ LIMITED", οι οποίοι ήσαν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της ανωτέρω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρα και ότι μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου, ως δικαιούχου), υπό την έννοια δε αυτή, ότι δηλαδή το γεγονός τούτο είναι ψευδές γίνεται μνεία ότι απέκρυψαν αθεμίτως το αληθές γεγονός ότι τις ανωτέρω ιδιότητες είχαν οι Β1 και Β2. Ο χαρακτηρισμός της από ...... πράξεως συστάσεως εμπιστεύματος από το πρωτόδικο βούλευμα ως συμβάσεως παρακαταθήκης, αφορά στην απόδοση στην ελληνική των όρων, ως σχετικώς μεταφράζουν τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και ο εγκαλών, και δεν επηρεάζει την κατηγορία, το δε αναφερόμενο ότι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των μετοχών ακολουθεί τη γενόμενη από Δικηγόρο μετάφραση του από ..... εγγράφου που προσκόμισε ο εγκαλών και δεν αφίσταται ούτε της έννοιας της δηλώσεως των κατηγορουμένων ούτε των δικαιωμάτων που (δεν είχαν αυτοί και) είχαν οι Β1 και Β2 στις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι και τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "....... LIMITED" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Είχαν οι Β1 και Β2 την κυριότητα εκ του νόμου των μετοχών τις οποίες και κατείχαν. Η κυριότητα εκ του νόμου συνιστά ένα τρόπο, με τον οποίο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο εμπιστευματοδόχος μπορεί να ενεργεί ως κύριος της περιουσίας του εμπιστεύματος, απολαμβάνοντας ευρείες εξουσίες εκποιήσεως και διαθέσεως. Η εις βάρος των κατηγορουμένων απαγγελθείσα κατηγορία από τον Ανακριτή ως τρόπο τελέσεως της απάτης περιέχει και αυτή την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαλαμβάνουσα ότι οι κατηγορούμενοι εν γνώσει παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι τυγχάνουν μέτοχοι της εταιρείας "....... LIMITED" και ότι είχαν τη δυνατότητα να πωλήσουν και μεταβιβάσουν σε αυτόν μετοχή της ανωτέρω εταιρείας (στην έλλειψη δε δυνατότητας μεταβιβάσεως της μετοχής εμπεριέχεται και η έλλειψη δυνατότητας συστάσεως εμπιστεύματος στη μετοχή με εμπιστευματοδόχους τους κατηγορουμένους). Η κατά τον τρόπο αυτό διατυπωθείσα εις βάρος των κατηγορουμένων κατηγορία στοιχείται με τα αναφερόμενα στην από 21-11-2003 έγκληση του παθόντος Ψ1. Αντιθέτως δε προς ό,τι υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας ο προσδιορισμός με μεγαλύτερη σαφήνεια των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη διωκόμενη πράξη με το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, όπως προέκυψαν από την ανάκριση, και ειδικότερα, εν προκειμένω, εκ της αντιπαραβολής της εγκλήσεως και της απαγγελθείσας κατηγορίας από τον Ανακριτή αφενός και αφετέρου της διατυπουμένης κατηγορίας στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, προκύπτει ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της πράξεως εκείνης η οποία διαλαμβάνεται στην έγκληση και για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από τον Ανακριτή και εκείνης για την οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι -εκκαλούντες από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο για να δικασθούν. Βάσει δε των ανωτέρω, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - εκκαλούντων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι απάτης που τέλεσαν από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο παρέπεμψε με το εκκαλούμενο βούλευμα του-αν και με εν μέρει διαφορετικές και εν μέρει ελλιπείς, σε σχέση και προς το εμπίστευμα, αιτιολογίες- τους κατηγορουμένους - εκκαλούντες στο ακροατήριο του ως άνω αρμόδιου Δικαστηρίου, για να δικασθούν για την άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, δεν έσφαλε, κατ'αποτέλεσμα. Ύστερα από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού μεταρρυθμισθεί και διορθωθεί προηγουμένως αυτό α) ως προς το ποσό του συνολικού οφέλους και της συνολικής ζημίας από 26.800 δολάρια ΗΠΑ ή 6.530.624 δραχμές ή 19.165 ευρώ σε 25.200 δολάρια ΗΠΑ ή 6.140.736 δραχμές ή 18.021,23 ευρώ, β) ως προς το ποσό που κατέβαλε ο Ζ1 στους κατηγορουμένους από 25.200 δολάρια ΗΠΑ σε 201.600 δολάρια ΗΠΑ, γ) δια της απαλείψεως της ημερομηνίας 22-11-1994 και δ) δια της απαλείψεως των άρθρων 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. Η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων, έτσι ως προεκτέθηκε, δεν μπορεί να αποδοθεί σ'αυτούς με την κατ'εξακολούθηση μορφή, καθόσον ο εγκαλών πλανήθηκε μία φορά, στις 10-12-1993, όταν και η τελείωση της από μέρους των κατηγορουμένων απατηλής συμπεριφοράς τους, χωρίς οι κατηγορούμενοι να προβούν σε άλλες προς αυτόν διαβεβαιώσεις, δεδομένου ότι ούτε και εκείνος κινήθηκε κατ'αυτών έως την προς αυτούς αποστολή της εξώδικης δηλώσεως. Παρότι και το εκκαλούμενο βούλευμα, με αναφορά στο σύνολο της ενσωματωμένης σ'αυτό Εισαγγελικής προτάσεως, δέχθηκε ότι μία πράξη απάτης υπάρχει, ο χρόνος τελέσεως της οποίας προσδιορίζεται στην Εισαγγελική πρόταση αλλά και στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, όταν εξειδικεύεται η πράξη, στις 10-12-1993, εν τούτοις στην αρχή του διατακτικού του βουλεύματος αυτού προστίθεται και η ημερομηνία 22-11-1994. Περαιτέρω, τα άρθρα 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. παρατίθενται στο πρωτόδικο βούλευμα ως θεμελιώνοντα την υποχρέωση των κατηγορουμένων να ανακοινώσουν στον εγκαλούντα τα αληθινά γεγονότα. Η ύπαρξη όμως υποχρεώσεως για ανακοίνωση αυτών απαιτείται μόνον στην περίπτωση της παρασιωπήσεως, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η απάτη δεν τελέσθηκε με την αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών αλλά με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων. Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος για το οποίο παραπέμφθηκαν να δικασθούν οι αναιρεσείοντες και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 13 στ', 45 και 386 § § 1 και 3 Π.Κ., που προβλέπουν το αδίκημα της απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συναυτουργία, για το οποίο παραπέμπονται να δικασθούν οι αναιρεσείοντες. Είναι λοιπόν κατά ταύτα απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων στις οποίες το προσβαλλόμενο βούλευμα στήριξε την απόρριψη των σ'αυτό αναφερομένων εφέσεων των αναιρεσειόντων και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς τις παραπεμπτικές αυτού διατάξεις και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν ως αβάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθούν οι υπ'αριθ. 8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορούμένων Χ1 και Χ2, κατά του υπ'αριθμ 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 29-6-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 3-4-2007 και 4-4-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 αντιστοίχως, οι οποίες είναι παραδεκτές, στρεφόμενες δε κατά του αυτού με αριθμό 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, που έκρινε σε δεύτερο βαθμό, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειάς τους. Οι λόγοι αναιρέσεως των δύο αιτήσεων είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος και στην εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν είναι επομένως αναγκαία, η χωριστή για κάθε αίτηση αναφορά τους.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως του εγκλήματος από τον παρεμπόμενο στο ακροατήριο κατηγορούμενο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένης ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει σωστά την εφαρμοσθείσα διαταγή τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται, είτε με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών, ή παρασιώπηση αυτών. η δόλια παραπλάνηση πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους που διαφέρουν εννοιολογικά. Ειδικότερα οι δύο πρώτοι τρόποι, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών πραγματώνεται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία έχει υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ' αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια αυτού. Ετσι, η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, στερεί δε την απόφαση νόμιμης βάσης και έτσι επέρχεται η εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επομένως, πρέπει να εξειδικεύεται τόσο στο βούλευμα όσο και στη δικαστική απόφαση ο ακριβής τρόπος τελέσεως της απάτης. Ως γεγονότα κατά την έννοια του πιο πάνω άρθρου νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει εξ υπαρχής ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται επικειμενικώς το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης προέβη στην απατηλή συμπεριφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, όταν τελείται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ) και το συνολικό όφελος ή ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 ή 15.000 ευρώ. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μεν, κατά το άρθρο 2 Π.Κ., ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και επί των πράξεων που έχουν τελεστεί πριν από τη θέση σε ισχύ του παραπάνω νόμου 2721/3-6-1999, με την έννοια όμως ότι πρέπει να ερευνάται και να αξιολογείται εφεξής, όταν πρόκειται για πράξεις απάτης που τελέστηκαν πριν από την 3-6-1999 (όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση), αν με τις απάτες αυτές το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 ή 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, από το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της απάτης "κατ' επάγγελμα" απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένης τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση το ως άνω εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 45 του ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων, ενώ είναι αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια πράξη και αρκεί το ότι όλοι τελούν εν γνώσει της προθέσεως μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Εξάλλου, στο κυπριακό δίκαιο οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (company limited), διέπονται από τον "Περί Εταιρειών Νόμο", σε ισχύ από 21 Ιουλίου 1951 (στα επόμενα κυπρ. ΕΝ), όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε, αναθεωρήθηκε, μεταφράσθηκε και ενοποιήθηκε στην Ελληνική και περιέχεται στο κεφάλαιο 113 της Νομοθεσίας της Κύπρου. Ο κυπρ. ΕΝ επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (αρ. 3 (1) κυπρ. ΕΝ) να συστήσει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια ή τον τόπο κατοικίας του. Αλλά τα άρθρα 10, 11, 15 και 19 του νόμου περί ελέγχου συναλλάγματος (κεφάλαιο 199), όπως τροποποιήθηκε, της Νομοθεσίας της Κύπρου) προβλέπουν ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας (μη κάτοικος) δεν μπορεί να αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, τίτλο αξιών σε νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στην Κύπρο χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με βάση αυτό το νόμο παρέχεται εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να εξαρτά την παροχή αυτής της άδειας από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να καταγράψει η εταιρεία τα ονόματα των μελών της μη κατοίκων ή των εντολοδόχων τους στο μητρώο μελών σύμφωνα με το άρθρο 105 κυπρ.ΕΝ. Χωρίς την άδεια αυτή μετοχές οι άλλοι τίτλοι δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στους "κυρίους" τους. Περαιτέρω, για τους μετόχους μη κατοίκους που επιθυμούν την ανωνυμία τους, προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού εμπιστευματοδόχου με σχετική πράξη συστάσεως εμπιστεύματος ( trust deed) μέχρι κατ'ανώτατο όριο τεσσάρων κατοίκων μετόχων-εμπιστευματοδόχων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 36, 8 και 40 του νόμου περί εμπιστεύματος (Κεφάλαιο 193 της Νομοθεσίας της Κύπρου). Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου περί συναλλάγματος (Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε), ο "κάτοικος" δεν μπορεί να ενεργήσει ως εντολοδόχος εμπιστευματοδόχος για λογαριασμό ενός "μη κατοίκου" χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια υπηρεσία γι'αυτό. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 112 και 113 κυπρ ΕΝ μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων - εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα που τηρούνται από τον Έφορο Εταιρειών και στο Μητρώο Μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρείας. Δηλαδή, στην περίπτωση που μετοχές σε εταιρεία κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για σκοπούς του κυπρ ΕΝ θεωρείται ο εμπιστευματόδος, ο οποίος είναι το πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο Μητρώο Μελών της Εταιρείας και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Ο κυπρ ΕΝ δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων". Ο Νόμος αυτός προνοεί για μετόχους, δηλαδή τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (το οποίο καταχωρείται στον Έφορο Εταιρειών προς εγγραφή) ότι λαμβάνουν μετοχές. Στη συνέχεια, οποιεσδήποτε μετοχές κατέχονται από τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να μεταβιβασθούν σε άλλο φυσικό η νομικό πρόσωπο, η δε μεταβίβαση κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών με τη συμπλήρωση και καταχώρηση σχετικού εντύπου, το οποίο υπογράφεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον Γραμματέα της εταιρείας. Η διαδικασία μεταβίβασης μετοχών εταιρείας περιορισμένης ευθύνης καλύπτεται από τα άρθρα 71-82 του κυπρ ΕΝ. Περιληπτικά, μεταβίβαση μετοχών δεν καταχωρείται από την εταιρεία παρά μόνο με την προσαγωγή και παράδοση στην εταιρεία κατάλληλου μεταβιβαστικού εγγράφου (instrument of transfer) (άρ. 73 κυπρ ΕΝ). Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης στην εταιρεία μεταβίβασης μετοχών, η εταιρεία συμπληρώνει και ετοιμάζει για παράδοση τα πιστοποιητικά όλων των τίτλων που μεταβιβάσθηκαν (άρ. 78 (1) κυπρ ΕΝ). Οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών ιδιωτικής εταιρείας με μετοχικό κεφάλαιο κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών κατά τον καθοριζόμενο από τον Έφορο τύπο μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο μητρώο των μελών της εταιρείας (άρ. 113 Α κυπρ ΕΝ). Σημειώνεται ότι με τη φιλελευθεροποίηση των επενδύσεων από τον Οκτώβριο του 2004, μέτοχοι δύνανται να είναι είτε Κύπριοι, είτε μη Κύπριοι, είτε Κύπριοι μη κάτοικοι Κύπρου, είτε Ευρωπαίοι πολίτες, είτε πολίτες τρίτων χωρών, δηλαδή οποιοιδήποτε. Προηγουμένως όμως αναφορικώς με τους "μη κατοίκους" ίσχυε ό,τι ανωτέρω αναφέρεται, (βλ. σχετικώς τις εις τη δικογραφία ευρισκόμενες υπ'αριθμ. πρωτ. .... νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και από .... και .... επιστολές της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας της Κύπρου).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 103/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική δυνάμει του υπ'αριθ. 509/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς), η οποία διενεργήθηκε για την προκειμένη υπόθεση και περατώθηκε νόμιμα, και από την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υποβληθέντα από αυτούς υπομνήματα, προέκυψαν τα επόμενα: Στις ... συνεστήθη νομίμως στην ... και ενεγράφη στα μητρώα εταιρειών με αριθμό .... (ιδιωτική) εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...... LIMITED", έδρα τη ....., μετοχικό κεφάλαιο λιρών Κύπρου 100, διαιρεμένο σε εκατό μετοχές εκ μίας λίρας εκάστης, και σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων. Ιδρυτικά μέλη της ανωτέρω εταιρείας ήταν οι Β1 και Β2, κάτοικοι ......, οι οποίες και κατείχαν από 50% των μετοχών και δη τις με αριθμούς από 1 έως 50 η πρώτη και τις με αριθμούς από 51 έως 100 η δεύτερη. Ακολούθως, στο πλαίσιο της τότε ισχύουσας Κυπριακής Νομοθεσίας, το εις Λεμεσό εγκατεστημένο Δικηγορικό Γραφείο Σαβεριάδη, με την από ... αίτηση, ζήτησε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου την άδεια προκειμένου να κατέχουν οι Β1 και Β2 τις μετοχές τους για λογαριασμό μη κατοίκων (....) και δη για λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1 τις 50 μετοχές η πρώτη και του κατηγορουμένου Χ2 τις 50 μετοχές η δεύτερη. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορήγησε τη σχετική άδεια και υπεγράφησαν μεταξύ των ανωτέρω δύο έγγραφα συστάσεως εμπιστεύματος (instruments of trust deed), ημερομηνίας ..... Ένα υπεγράφη μεταξύ των Χ1 και Β1 και ένα μεταξύ των Χ2 και της Β2. Ως εμπιστευματοδόχος (trustee) κάθε μία από τις Β1 και Β2 δήλωσε, με το αντίστοιχο από τα έγγραφα αυτά, ότι κατέχει τις περιεχόμενες στον πίνακα μετοχές και όλα τα μερίσματα και τόκους που έχουν σωρευθεί ή πρόκειται να σωρευθούν στο ίδιο εμπίστευμα για τον δικαιούχο (beneficiary), ήτοι τον Χ1 η πρώτη και τον Χ2 η δεύτερη, και τους διαδόχους του και συμφώνησε να μεταβιβάσει, πληρώσει και χειρίζεται τις ρηθείσες μετοχές και μερίσματα και τόκους πληρωτέους από την άποψη του ιδίου κατά τέτοιο τρόπο ως εκείνος ή εκείνοι από καιρού εις καιρόν υποδεικνύουν. Ήσαν οι Β1 και Β2 υπάλληλοι του προμνημονευόμενου Δικηγορικού Γραφείου, το οποίο είχε αναλάβει, από νομικής πλευράς, τη σύσταση της εταιρείας "........LIMITED" κατόπιν οδηγιών των κατηγορουμένων, οι οποίοι ενδιαφέροντο για την αγορά μέσω μιας κυπριακής εταιρείας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου "Γ1". Η συνδέουσα τον κατηγορούμενο Χ1 με τη Β1 και τον κατηγορούμενο Χ2 με τη Β2 έννομη σχέση ήταν αυτή του trust. Ο αγγλοσαξονικός θεσμός του trust, που έχει αποδοθεί στην ελληνική νομική ορολογία με τον όρο εμπίστευμα, υποδηλώνει την έννομη σχέση που καταρτίζεται, όταν περιουσιακά αντικείμενα τίθενται κάτω από τον έλεγχο ενός προσώπου που καλείται εμπιστευματοδόχος (trustee) προς το συμφέρον ενός άλλου προσώπου, του δικαιούχου (beneficiary), ή για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ούτε ο εμπιστευματοδόχος ούτε ο δικαιούχος είναι κύριοι, κατ'αποκλειστικότητα ο καθένας έναντι του άλλου, του περιουσιακού αντικειμένου που μεταβιβάσθηκε ως εμπίστευμα. Ο εμπιστευματοδόχος είναι φορέας του εκ του νόμου δικαιώματος στο αντικείμενο, ενώ ο δικαιούχος είναι φορέας του αντίστοιχου εξ επιείκειας δικαιώματος. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των συμβάσεων εμπιστεύματος είναι ότι η κυριότητα ή άλλα παρεμφερή δικαιώματα του εμπιστεύματος μεταβιβάζονται στους εμπιστευματοδόχους, οι οποίοι εμφανίζονται προς τα έξω ως οι κύριοι ή οι δικαιούχοι των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων. Στην εσωτερική όμως σχέση η οποία συνδέει τον μεταβιβάζοντα με τον εμπιστευματοδόχο, συμφωνείται, ότι από οικονομική άποψη ο ουσιαστικός κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να παραμένει ο μεταβιβάζων, στις οδηγίες του οποίου υπόκειται ο εμπιστευματοδόχος ως προς τη διαχείριση, εκμετάλλευση και διάθεση του εμπιστεύματος. (βλ. σχετικώς Χ. Δεληγιάννη - Δημητράκου, Trust και Καταπίστευμα, β' έκδ. ιδίως σελ. 24-26, 32-33, 69, 99-101, 106-107, Α. Γιαννόπουλο, εις Ελλ. Δνη 40.988 επ.,Α. Γεωργιάδη, εις Ελλ.Δνη 36.1041 επ., ιδίως σελ. 1043). Με βάση, επομένως, τα από .....έγγραφα εμπιστεύματος, ως εμπιστευματοδόχοι οι Β1 και Β2 έφεραν το εκ του νόμου δικαίωμα στις μετοχές, ήταν δε τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "......... LIMITED" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και οι μετοχές της ανωτέρω εταιρείας μπορούσαν να μεταβιβασθούν εγκύρως μόνο με έγγραφη πράξη υπογεγραμμένη από αυτές. Στις 10-12-1993 η εταιρεία "........LIMITED" αγόρασε από την εταιρεία "....... LTD", αντί του ποσού των 6.300.000 δολ. ΗΠΑ, το προαναφερόμενο πλοίο "Γ1", το οποίο και μετονομάσθηκε σε "Γ". Στις 14-4-1994 το όνομα του πλοίου άλλαξε σε "Γ2", στις 17-11-1998 σε "Γ3" και στις 10-3-1999 πωλήθηκε από την εταιρεία "....... LIMITED" στην εταιρεία "...... LTD" αντί 3.396.800 δολ. ΗΠΑ και μετονομάσθηκε σε "Γ4". Μετά την αγορά του από την εταιρεία "....... LIMITED", τη διαχείριση του πλοίου αυτού ανέλαβε η ναυτιλιακή εταιρεία " .......LTD", την οποία διηύθυναν οι κατηγορούμενοι. Η εταιρεία αυτή, με καταστατική έδρα στη Λιβερία, είχε εγκαταστήσει Γραφείο στην Ελλάδα, το οποίο και διατηρούσε στον ...., επί της .... αρ. .... Στο ίδιο Γραφείο απασχολείτο ως αρχιμηχανικός ο εγκαλών Ψ1. Πρότειναν σ'αυτόν οι κατηγορούμενοι να του πωλήσουν, αντί του ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, μία (1) μετοχή της εταιρείας "...... LIMITED", η οποία θα κατείχετο από αυτούς υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου για ορισμένο χρονικό διάστημα και ακολούθως θα του τη μεταβίβαζαν. Ο εγκαλών δέχθηκε την πρόταση και συνυπέγραψε με τους κατηγορουμένους την από ..... πράξη συστάσεως εμπιστεύματος (deed of trust). Δηλώνεται, από πλευράς κατηγορουμένων στο έγγραφο αυτό, ότι έκαστος εκ των κατηγορουμένων είναι ο εγγεγραμμένος ωφελούμενος κύριος (registered beneficial owner) πενήντα (50) κοινών μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας "........LIMITED" και ότι μία (1) από τις μετοχές αυτές έχει πληρωθεί από τον εγκαλούντα, ο οποίος, συνεπώς, είναι ο δικαιούχος αυτής. Ακολούθως συμφωνείται ότι η μετοχή αυτή θα κατέχεται από τους κατηγορουμένους υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων (trustees) προς όφελος του δικαιούχου (beneficiary) εγκαλούντος για το διάστημα μέχρι την εξόφληση του δανείου που είχε χορηγήσει η Τράπεζα ING BANK Ολλανδίας στην εταιρεία "....... LIMITED" με σκοπό να βοηθήσει την τελευταία στην αγορά του πλοίου "Γ", πρώην "Γ1". Ορίσθηκε δε ότι η (συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα) συμφωνία αυτή (του εμπιστεύματος) θα αναγιγνώσκεται και ερμηνεύεται από κάθε άποψη σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο. Η μεταξύ των κατηγορουμένων αφενός και του εγκαλούντος αφετέρου καταρτισθείσα ως άνω σύμβαση εμπιστεύματος δεν μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα. Κατά τα προαναφερόμενα, μόνον οι Β1 και Β2 μπορούσαν να μεταβιβάσουν μετοχές της εταιρείας "...... LIMITED". Ναι μεν σύμφωνα με τις οδηγίες των κατηγορουμένων ως δικαιούχων (beneficiaries), δηλαδή στο πρόσωπο που θα υπεδείκνυαν οι τελευταίοι, κατά τις πρόνοιες που διαλαμβάνονται στα από ...... έγγραφα εμπιστεύματος, αλλά με έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπογεγραμμένο από τις ίδιες και με εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο Μητρώο των Μελών της ανωτέρω εταιρείας καθώς και κοινοποίηση της μεταβίβασης στον Έφορο Εταιρειών και μάλιστα κατόπιν αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχής σε μη κάτοικο ....., ως ο εγκαλών. Εάν η μετοχή είχε μεταβιβασθεί στον εγκαλούντα από μία των Β1 ή Β2 θα μπορούσε ακολούθως και ο εγκαλών να συστήσει εμπίστευμα, μεταβιβάζοντας τη μετοχή στους κατηγορουμένους ως εμπιστευματοδόχους. Χωρίς τις μεταβιβάσεις αυτές, θα μπορούσε να συσταθεί εμπίστευμα, με τους κατηγορουμένους, που δεν ήταν ήδη εγγεγραμένοι ως μέτοχοι, ως εμπιστευματοδόχους και τον εγκαλούντα, ως δικαιούχο, εάν μία των Β1 ή Β2 μετεβίβαζε τη μετοχή στους κατηγορουμένους, κατά τον αυτό ως άνω τρόπο, και, ακολούθως, με πράξη συστάσεως εμπιστεύματος δήλωναν οι κατηγορούμενοι ότι η συγκεκριμένη μετοχή, που θα είχε πλέον εγγραφεί επ'ονόματι τους, κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου, κατόπιν δε και πάλιν της σχετικής αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Σκοπός όμως των κατηγορουμένων, που ενεργούσαν από κοινού, μετά από συναπόφαση, δεν ήταν να κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους η μετοχή προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου και μετά τη λήξη του εμπιστεύματος να μεταβιβασθεί η μετοχή στον εγκαλούντα, αλλά να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος δια της εισπράξεως από τον τελευταίο του ανωτέρω ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τιμήματος πωλήσεως σ'αυτόν μιας μετοχής, χωρίς η μετοχή αυτή να παρέχει δικαίωμα στον εγκαλούντα. Προς τούτο, δήλωσαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα ότι είναι οι εγγεγραμμένοι μέτοχοι της εταιρείας "....... LIMITED" (εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας αυτής και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών) και, συνεπώς, ότι, μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαιούχου, ενώ στην πραγματικότητα τα πρόσωπα που είχαν εγγραφεί ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εν λόγω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας και μπορούσαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές σε τρίτους καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαούχου, ήταν οι Β1 και Β2, γεγονός το οποίο, κατά τα ανωτέρω, γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και το απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Με την ανωτέρω θετική απατηλή συμπεριφορά τους παραπλάνησαν οι κατηγορούμενοι τον εγκαλούντα και τον έπεισαν να καταρτίσει την από ...... συμφωνία και να τους καταβάλει το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τίμημα για την αγορά μιας μετοχής, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε ο εγκαλών, εάν γνώριζε την αλήθεια. Από την πράξη δε αυτή των κατηγορουμένων, ο εγκαλών ζημιώθηκε κατά το καταβληθέν πιο πάνω ποσό, που πλήρωσε για αγορά μιας μετοχής, με αντίστοιχο σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος των κατηγορουμένων που το έλαβαν χωρίς να δικαιούνται ως τίμημα για την πώληση της μιας μετοχής που δεν μπορούσαν να κατέχουν αυτοί υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου ούτε μπορούσαν να τη μεταβιβάσουν στον εγκαλούντα. Αλλ'ούτε ο τελευταίος διαδέχθηκε ένα από τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 στην έννομη σχέση του με τις Β2 κα Β1, αντιστοίχως, ώστε να θεωρείται ότι περιήλθε ο εγκαλών σε ισοδύναμη νομική κατάσταση με αυτή που θα ευρίσκετο εάν η από ...... σύμβαση εμπιστεύματος ήταν έγκυρη και ότι, έτσι, έλαβε ισοδύναμο με τη μεταβίβαση της μετοχής περιουσιακό αντιστάθμισμα, ως εκ του οποίου η περιουσία του δεν υπέστη μείωση. Αναφέρεται στα από ..... έγγραφα εμπιστεύματος ότι οι Β1 και Β2 κατέχουν τις μετοχές για τους δικαιούχους και τους διαδόχους τους. Περιέχουν, δηλαδή, τον όρο της διατηρήσεως της ισχύος τους και της συνεχίσεως της λειτουργίας τους και με όποιο διάδοχο των δικαιούχων. Τέτοιος όμως δεν υπήρξε ο εγκαλών ως προς τη μία μετοχή. Τούτο δε διότι : 1) Οι μετοχές της εταιρείας "......LIMITED" έφεραν αριθμούς και δυνάμει των από .... εγγράφων εμπιστεύματος κατείχαν η μεν Β1 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ1 τις μετοχές με τους αριθμούς από 1 έως 50, η δε Β2 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ2 τις μετοχές με τους αριθμούς από 51 έως 100, ήτοι τις συγκεκριμένες μετοχές που είχαν εγγραφεί επ' ονόματι της καθεμιάς. Στο από ..... έγγραφο όμως δεν διακρίνεται η μία μετοχή με τον αριθμό της, ούτε προσδιορίζεται με άλλο τρόπο και μάλιστα αν περιλαμβάνεται στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ1 ότι του ανήκουν ή στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ2 ότι του ανήκουν, και έτσι δεν μπορεί να συνδεθεί με το ένα από τα δύο εμπιστεύματα που ιδρύθηκαν με τα από ..... έγγραφα και το καθένα από τα οποία αποτελεί διμερή έννομη σχέση. 2) Οι Β1 και Β2 δεν μπορούσαν να ενεργήσουν ως εμπιστευματοδόχοι για λογαριασμό πλέον του εγκαλούντος, ενός "μη κατοίκου" (.....), χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που δεν υπήρξε, και 3) τα εμπιστεύματα που συνεστήθησαν με τα από ..... έγγραφα δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν, ούτε στο πλαίσιο της διαδοχής, με το εμπίστευμα που συνεστήθη με το από .... έγγραφο, καθώς με το τελευταίο φέρονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι ως εμπιστευματοδόχοι έναντι του εγκαλούντος ως προς τη μία μετοχή. Ο σκοπός των κατηγορουμένων να αποκομίσουν ως περιουσιακό όφελος το ως άνω χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να παρέχει στον εγκαλούντα δικαίωμα η μία μετοχή, αποδεικνύεται και από την κατά τα άνω παράλειψη της συγκεκριμενοποιήσεως της μιας μετοχής στο από ..... έγγραφο καθώς και από το γεγονός ότι παρόλο που στις 22-11-1994 έληξε, με την εξόφληση του αναφερομένου στο από ..... έγγραφο δανείου, το περιορισμένο χρονικό διάστημα για το οποίο είχε συσταθεί, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το εμπίστευμα, και, κατά τα οριζόμενα στο έγγραφο αυτό, έπρεπε η μετοχή να αποδοθεί στον εγκαλούντα, εν τούτοις οι κατηγορούμενοι ουδέν έπραξαν για τη μεταβίβαση μέσω είτε της Β1 είτε της Β2 μιας μετοχής στον εγκαλούντα ούτε το 1994, ούτε περί τα τέλη Ιουνίου του 2003, όταν ο εγκαλών απέστειλε στους κατηγορουμένους εξώδικη πρόσκληση, προκειμένου να του αποδώσουν τον τίτλο της μετοχής, ούτε και μεταγενεστέρως. Ουδέποτε ο εγκαλών έλαβε στα χέρια του την αγορασθείσα μετοχή. Το μετοχικό καθεστώς της εταιρείας "....... LIMITED" εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο. Την ανωτέρω πράξη της απάτης τέλεσαν οι κατηγορούμενοι κατ' επάγγελμα, λαμβανομένου υπόψη ότι παραπλάνησαν τον παθόντα βάσει ειδικώς προς τούτο σχεδίου και με σκοπό πορισμού εισοδήματος και ότι με τον παραπάνω τρόπο έπεισαν και τρίτο πρόσωπο και δη τον Ζ1 να καταβάλει σε αυτούς το χρηματικό ποσό των 201.600 δολ. ΗΠΑ για την αγορά οκτώ (8) μετοχών της εταιρείας "......... LIMITED", το δε συνολικό αποκομισθέν περιουσιακό τους όφελος καθώς και η συνολική αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ (ή 5.000.000 δραχμών) και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 18.021,23 ευρώ (ή 6.140.736 δραχμών). Το τίμημα για την αγορά της μιας μετοχής κατέβαλε ο εγκαλών στους κατηγορουμένους, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της διαχειρίστριας του πλοίου "Γ" εταιρείας "...... LTD", στις 23-12-1993, ήταν δε αυτό 25.200 δολ. ΗΠΑ και όχι 26.800 δολ. ΗΠΑ, ως δέχεται το εκκαλούμενο βούλευμα, χωρίς πάντως, το ύψος του ποσού της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη της απάτης των κατηγορουμένων σε βάρος του εγκαλούντος να επιδρά, μετά τον προσδιορισμό του σε 25.200 δολ. ΗΠΑ, στον χαρακτηρισμό της απάτης ως κακουργηματικής. Με την κατά την ως άνω ημερομηνία της πληρωμής (23-12-1993), ισοτιμία δραχμής και δολαρίου ΗΠΑ, το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ αντιστοιχούσε στο ποσό των 6.140.736 δραχμών (25.200 δολ. ΗΠΑ Χ 243,68 δρχ.) ή 18.021,23 ευρώ, ήτοι σε ποσό που και πάλιν υπερβαίνει αυτό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Αποδεικνύεται δε ότι ο εγκαλών κατέβαλε στους κατηγορουμένους για την αγορά της μιας μετοχής το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ από το προσκομισθέν από τον ίδιο από 23-12-1993 γραμμάτιο εισπράξεως (και απόδειξη) στο οποίο ως συνολικό ποσό αναφέρεται αυτό των "26.000" και εντός του πλαισίου υπό την ένδειξη "αιτιολογία εγγραφής" αναγράφεται "1% for p. price Γ + $ 800" ή σε μετάφραση "1% για αξία πόντου Γ + 800 δολ. ΗΠΑ". Δηλαδή, το συνολικό εμβασθέν ποσό ανήρχετο σε 26.000 δολ. ΗΠΑ εκ των οποίων τα 25.200 αφορούσαν στη μετοχή και τα υπόλοιπα 800 σε άλλη αιτία. Το αυτό χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ ανά μετοχή κατέβαλε και ο Ζ1 στους κατηγορουμένους. Εκ παραδρομής αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα ότι ο Ζ1 κατέβαλε στους κατηγορουμένους το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ και για τις οκτώ μετοχές αντί του ορθού 201.600 δολ. ΗΠΑ (25.200 Χ 8). Με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η απάτη και κατά το πρωτόδικο βούλευμα, αφού, όπως δέχεται, κατά την έννοια των αναφερομένων σ'αυτό, οι κατηγορούμενοι παρέπεισαν τον εγκαλούντα σε καταβολή του ποσού των 26.800 δολ. ΗΠΑ (όπως προσδιόρισε) για την αγορά μιας μετοχής με τη ψευδή δήλωση ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των 100 μετοχών της εταιρείας "......... LIMITED", οι οποίοι ήσαν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της ανωτέρω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρα και ότι μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου, ως δικαιούχου), υπό την έννοια δε αυτή, ότι δηλαδή το γεγονός τούτο είναι ψευδές γίνεται μνεία ότι απέκρυψαν αθεμίτως το αληθές γεγονός ότι τις ανωτέρω ιδιότητες είχαν οι Β1 και Β2. Ο χαρακτηρισμός της από ..... πράξεως συστάσεως εμπιστεύματος από το πρωτόδικο βούλευμα ως συμβάσεως παρακαταθήκης, αφορά στην απόδοση στην ελληνική των όρων, ως σχετικώς μεταφράζουν τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και ο εγκαλών, και δεν επηρεάζει την κατηγορία, το δε αναφερόμενο ότι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των μετοχών ακολουθεί τη γενόμενη από Δικηγόρο μετάφραση του από ...... εγγράφου που προσκόμισε ο εγκαλών και δεν αφίσταται ούτε της έννοιας της δηλώσεως των κατηγορουμένων ούτε των δικαιωμάτων που (δεν είχαν αυτοί και) είχαν οι Β1 και Β2 στις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι και τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "...... LIMITED" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Είχαν οι Β1 και Β2 την κυριότητα εκ του νόμου των μετοχών τις οποίες και κατείχαν. Η κυριότητα εκ του νόμου συνιστά ένα τρόπο, με τον οποίο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο εμπιστευματοδόχος μπορεί να ενεργεί ως κύριος της περιουσίας του εμπιστεύματος, απολαμβάνοντας ευρείες εξουσίες εκποιήσεως και διαθέσεως. Η εις βάρος των κατηγορουμένων απαγγελθείσα κατηγορία από τον Ανακριτή ως τρόπο τελέσεως της απάτης περιέχει και αυτή την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαλαμβάνουσα ότι οι κατηγορούμενοι εν γνώσει παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι τυγχάνουν μέτοχοι της εταιρείας "........ LIMITED" και ότι είχαν τη δυνατότητα να πωλήσουν και μεταβιβάσουν σε αυτόν μετοχή της ανωτέρω εταιρείας (στην έλλειψη δε δυνατότητας μεταβιβάσεως της μετοχής εμπεριέχεται και η έλλειψη δυνατότητας συστάσεως εμπιστεύματος στη μετοχή με εμπιστευματοδόχους τους κατηγορουμένους). Η κατά τον τρόπο αυτό διατυπωθείσα εις βάρος των κατηγορουμένων κατηγορία στοιχείται με τα αναφερόμενα στην από 21-11-2003 έγκληση του παθόντος Ψ1. Αντιθέτως δε προς ό,τι υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας ο προσδιορισμός με μεγαλύτερη σαφήνεια των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη διωκόμενη πράξη με το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, όπως προέκυψαν από την ανάκριση, και ειδικότερα, εν προκειμένω, εκ της αντιπαραβολής της εγκλήσεως και της απαγγελθείσας κατηγορίας από τον Ανακριτή αφενός και αφετέρου της διατυπουμένης κατηγορίας στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, προκύπτει ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της πράξεως εκείνης η οποία διαλαμβάνεται στην έγκληση και για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από τον Ανακριτή και εκείνης για την οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι -εκκαλούντες από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο για να δικασθούν. Βάσει δε των ανωτέρω, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - εκκαλούντων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι απάτης που τέλεσαν από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο παρέπεμψε με το εκκαλούμενο βούλευμα του-αν και με εν μέρει διαφορετικές και εν μέρει ελλιπείς, σε σχέση και προς το εμπίστευμα, αιτιολογίες- τους κατηγορουμένους - εκκαλούντες στο ακροατήριο του ως άνω αρμόδιου Δικαστηρίου, για να δικασθούν για την άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, δεν έσφαλε, κατ'αποτέλεσμα. Ύστερα από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού μεταρρυθμισθεί και διορθωθεί προηγουμένως αυτό α) ως προς το ποσό του συνολικού οφέλους και της συνολικής ζημίας από 26.800 δολάρια ΗΠΑ ή 6.530.624 δραχμές ή 19.165 ευρώ σε 25.200 δολάρια ΗΠΑ ή 6.140.736 δραχμές ή 18.021,23 ευρώ, β) ως προς το ποσό που κατέβαλε ο Ζ1 ημερομηνίας 22-11-1994 και δ) δια της απαλείψεως των άρθρων 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. Η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων, έτσι ως προεκτέθηκε, δεν μπορεί να αποδοθεί σ'αυτούς με την κατ'εξακολούθηση μορφή, καθόσον ο εγκαλών πλανήθηκε μία φορά, στις 10-12-1993, όταν και η τελείωση της από μέρους των κατηγορουμένων απατηλής συμπεριφοράς τους, χωρίς οι κατηγορούμενοι να προβούν σε άλλες προς αυτόν διαβεβαιώσεις, δεδομένου ότι ούτε και εκείνος κινήθηκε κατ'αυτών έως την προς αυτούς αποστολή της εξώδικης δηλώσεως. Παρότι και το εκκαλούμενο βούλευμα, με αναφορά στο σύνολο της ενσωματωμένης σ'αυτό Εισαγγελικής προτάσεως, δέχθηκε ότι μία πράξη απάτης υπάρχει, ο χρόνος τελέσεως της οποίας προσδιορίζεται στην Εισαγγελική πρόταση αλλά και στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, όταν εξειδικεύεται η πράξη, στις 10-12-1993, εν τούτοις στην αρχή του διατακτικού του βουλεύματος αυτού προστίθεται και η ημερομηνία 22-11-1994. Περαιτέρω, τα άρθρα 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. παρατίθενται στο πρωτόδικο βούλευμα ως θεμελιώνοντα την υποχρέωση των κατηγορουμένων να ανακοινώσουν στον εγκαλούντα τα αληθινά γεγονότα. Η ύπαρξη όμως υποχρεώσεως για ανακοίνωση αυτών απαιτείται μόνον στην περίπτωση της παρασιωπήσεως, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η απάτη δεν τελέσθηκε με την αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών αλλά με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων.
Με βάση τις παραδοχές και σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις που άσκησαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι κατά του υπ' αριθμ. 903/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο έχει αποφανθεί την παραπομπή αυτών ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου, μεταρρύθμισε δε και διόρθωσε το πιο πάνω πρωτόδικο βούλευμα α) ως προς το ποσό του συνολικού οφέλους και της συνολικής ζημίας από 26.800 δολάρια ΗΠΑ ή 6.530.624 δραχμές ή 19.165 ευρώ σε 25.200 δολάρια ΗΠΑ ή 6.140.736 δραχμές ή 18.021,23 ευρώ, β) ως προς το ποσό που κατέβαλε ο Ζ1, στους κατηγορουμένους από 25.200 δολάρια ΗΠΑ σε 201.600 δολάρια ΗΠΑ γ) απάλειψε την ημερομηνία 22-11-1994 ως (δεύτερο) χρόνο τελέσεως της απάτης και δ) απάλειψε τα άρθρα 197, 513 επ. 823, 330 του Α.Κ. Επίσης επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, όπως μεταρρυθμίστηκε και διορθώθηκε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την υπό των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης που τέλεσαν οι κατηγορούμενοι από κοινού, κατ' επάγγελμα με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, παραθέτει δε, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 45 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, πλην άλλων, α) τα ψευδή γεγονότα (αναφερόμενα στο παρόν) που εν γνώσει τους οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι παρέστησαν ως αληθινά, με τα οποία παραπλανήθηκε ο εγκαλών και πλήρως εξειδικεύεται η κατά τον πρώτο τρόπο τέλεση της απάτης β) τα πραγματικά περιστατικά της συμμετοχικής δράσης των αναιρεσειόντων στην τέλεση του εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης. Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, που διαλαμβάνουν τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, και με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αιτήσεις των: 1) Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή