Αριθμός 672/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή και Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Κ. του Κ., 2) Κ. Σ. - Κ. του Χ., κατοίκων ..., 3) Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "EURO STAR ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπιμπλή που κατέθεσε προτάσεις μόνο για λογαριασμό της τρίτης εξ αυτών .
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Γ. του Σ., 2) Β. Γ. του Ν., 3) Ν. Γ. του Σ., ενεργούντος για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Π. Γ. του Ν., ως ασκούντος την επιμέλεια και έχοντος τη γονική μέριμνα αυτού, 4) Ν. Γ. του Σ., ενεργούντος για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ. - ’. Γ. του Ν., ως ασκούντος την επιμέλεια και έχοντος τη γονική μέριμνα αυτού, κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/8/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5223/2007 μη οριστική και 3068/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4322/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9/10/2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Λαμπρόπουλος ανέγνωσε την από 23/11/2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της από 9/10/2009 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 4322/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 335, 338, 339, 340 και 346 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ Κ.Πολ.Δ. Αυτός θεμελιώνεται όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά και όταν παρά τη διαβεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθησαν υπόψη όλα ή ορισμένα από τα έγγραφα αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια εκ του ως άνω άρθρου και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της υπ' αριθ. 3022/9/14-12-2007 εκθέσεως εργαστηριακής εξέτασης του εργαστηρίου ηλεκτρονικής μικροσκοπίας της διεύθυνσης εγκληματολογικών ερευνών και της από 31-3-2006 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Κ.- Κ.. Από την βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες της, στις οποίες ρητά αναφέρεται η από 31-3-2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Δ. Κ. και Β. Κ., καθίσται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα πως στο ζημιογόνο τροχαίο ενεπλάκη το οδηγούμενο από τον πρώτο εναγόμενο αυτοκίνητο, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα ως άνω έγγραφα. Επομένως ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίον αποδίδεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 11 περ.γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.20 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, κατά προφανή παρανόηση, ήτοι μη ορθή ανάγνωση του περιεχομένου του αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 432 επ. Κ.Πολ.Δ., εγγράφου, δέχθηκε ως μνημονευόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία όμως είναι καταδήλως διαφορετικά από τα αναφερόμενα στο έγγραφο, ακολούθως δε στηριζόμενο αποκλειστικώς ή κυρίως σ' αυτό, οδηγείται σε ουσιαστική κρίση βλαπτική για το διάδικο. Δεν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, εκείνα στα οποία αποτυπώνονται άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι καταθέσεις μαρτύρων, η πραγματογνωμοσύνη και οι τεχνικές εκθέσεις, η έκθεση αυτοψίας, οι ένορκες βεβαιώσεις και τα διαδικαστικά έγγραφα της ιδίας δίκης. Επομένως, ο τρίτος λόγος από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο προσάπτεται στο Εφετείο η πλημμέλεια πως για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι στο ζημιογόνο τροχαίο ενεπλάκη το οδηγούμενο από τον πρώτο εναγόμενο όχημα, παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) της από 14-12-2007 έκθεσης εργαστηριακής εξέτασης, β) της από 31-3-2006 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Κ. και Κ. και γ) της από 5-9-2006 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Δ. Κ. είναι απαράδεκτος. Ως πράγματα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. τα οποία, αν παρά το νόμο λήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, θεωρούνται οι ουσιώδεις και γι' αυτό ασκούντες επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμοί του διαδίκου, που τείνουν στη θεμελίωση αγωγής, ανταγωγής, ένσταση ή αντένσταση και οι λόγοι έφεσης, όχι όμως και οι αρνητικοί ισχυρισμοί και τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα που αντλούνται από τις αποδείξεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και πέμπτο, κατά το οικείο μέρος του, προσάπτεται, στο Εφετείο η αιτίαση ότι, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, πως το οδηγούμενο από τον πρώτο εναγόμενο αυτοκίνητο, ενεπλάκη στο ζημιογόνο τροχαίο ατύχημα, παρά το νόμο έλαβε υπόψη του απαραδέκτως το πρώτον ενώπιον του Εφετείου προβληθέντα από τους ενάγοντες- εκκαλούντες με την έφεσή τους ισχυρισμό, ότι το χώμα που ελήφθη προς εξέταση από τους τροχούς του αυτοκινήτου, μετά την κίνηση αυτού στο λασπώδες έδαφος της αλάνας, δεν ήταν δυνατό να παραμείνει αμετάβλητο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός των εκκαλούντων δεν αποτελεί πράγμα με την άνω έννοια του άριθ.8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αλλά επιχείρημα από τις αποδείξεις και επομένως οι λόγοι αυτοί, ως αιτιάσεις από την εν λόγω διάταξη είναι απαράδεκτοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297,298 και 330 του ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι, α) ζημιογόνος συμπεριφορά ( πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος (ζημίας). Όμως στην έννοια της κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια του παρανόμως πράξαντος ή παραλείψαντος. Εφόσον δε γίνεται επίκληση υπαίτιας συμπεριφοράς, με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, στον ειδικότερο προσδιορισμό αυτής (της υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς εντεύθεν να επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο, κατά το οικείο μέρος του, προσάπτεται, κατ' εκτίμηση, στο Εφετείο η αιτίαση, ότι δεχόμενο τον άνω ισχυρισμό των εκκαλούντων-εναγόντων, ως προς το ληφθέν προς εξέταση δείγμα χώματος από τους τροχούς του αυτοκινήτου, παρά τον νόμο δεν απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό που συνιστούσε απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ως απαράδεκτο, σύμφωνα με το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ και έτσι υπέπεσε στη από τον αριθ.14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, αναιρετική πλημμέλεια. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος διότι ο άνω αναφερόμενος ως ληφθείς υπόψη ισχυρισμός των εναγόντων, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αλλά παραδοχή του Εφετείου από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Επειδή, ο προσδιορισμός του ποσού της κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογης χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο κρίνει αν ο αιτών υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ποίο είναι το επιδικαστέο ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση αυτής με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος, και την οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών, η δε περί αυτού κρίση του δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου.
Επομένως ο έκτος λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι με το να επιδικάσει το Εφετείο τα αναφερόμενα, υπέρμετρα κατά τους αναιρεσείοντες, χρηματικά ποσά για χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων, παρεβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ είναι απαράδεκτος.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρμόσθηκε, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ύστερα από αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, δέχομαι ανέλεγκτα τα ακόλουθα: "... Στις 29-3-2006 και περί ώρα 13.15 στην επαρχιακή οδό Βασιλικής Λευκάδος και στο 2ο χιλιόμετρο αυτής η Χ. Δ. οδηγούσε την με αριθ. Κυκλ. ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, κινούμενη επί της ως άνω οδού με κατεύθυνση προς Βασιλική. Κατά τον ίδιο χρόνο, στην ίδια οδό, με κατεύθυνση προς Βασιλική έμπροσθεν της ως άνω μοτ/τας έβαινε ο Γ. Κ. (Α.εναγόμενος), οδηγώντας το με αριθ. Κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία ... εισήλθε αρχικά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού Λευκάδος Βασιλικής και στην συνέχεια πραγματοποίησε ανοικτή δεξιά στροφή, καταλαμβάνοντας το ρεύμα κυκλοφορίας της οδού αυτής προς Βασιλική, τη στιγμή κατά την οποία πλησίαζε η μοτ/τα, η οποία εκινείτο στο ρεύμα αυτό, με αποτέλεσμα να της αποκλείσει την πορεία και να επιπέσει η τελευταία στον οπίσθιο δεξιό τροχό του φορτηγού ... . Εξ άλλου το γεγονός ότι το φορτηγό δεν φέρει πρόσφατη υποχώρηση ή παραμόρφωση ή στρέβλωση σε πλαστικά και μεταλλικά τμήματα του οφείλεται στο ότι, όπως προαναφέρθηκε η μοτ/τα επέπεσε στο πίσω δεξιό ελαστικό και στο διαφορικό του φορτηγού που φέρουν τα ως άνω σημάδια, ενώ τα πλαστικά και μεταλλικά τμήματα αυτού (καρότσα) είναι σε αρκετό ύψος από το έδαφος, ώστε είναι δυνατόν να μην ήρθε σε επαφή με αυτά, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης ... ότι το δείγμα χώματος που ελήφθη από το εμπρόσθιο ελαστικό της μοτ/τας διαφοροποιείται και χρωματικά και σε αρκετές παραμέτρους από το χώμα που ελήφθη από το οπίσθιο ελαστικό του φορτηγού, πλήν όμως από το γεγονός αυτό και μόνο δεν προκύπτει ότι τα δύο οχήματα δεν ήρθαν σε επαφή, αφού το φορτηγό, όπως προαναφέραμε, μετά τη σύγκρουση, στάθμευσε σε αλάνα, το έδαφος της οποίας ήταν καλυμμένο με παχύ στρώμα λάσπης, όπου άλλωστε είχε διαγράψει πορεία, όπως ευχερώς εμφαίνεται στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες και επομένως η διαφορετικότητα των χωμάτων που ελήφθησαν από τα δύο οχήματα οφείλεται στο ότι το δείγμα χώματος, που ελήφθη από το ελαστικό του φορτηγού, προέρχεται σαφώς από το λασπώδες έδαφος της αλάνας ... . Εξ άλλου από την εξέταση του ταχογράφου του οχήματος που έγινε από τον πραγματογνώμονα Δ. Κ., προκύπτει ότι στις 13.15 ώρα της 29-3-2006 ο εναγόμενος οδηγός του φορτηγού μείωσε με τροχοπέδηση την ταχύτητα του, για να πραγματοποιήσει τον προαναφερόμενο ελιγμό προς τα δεξιά και να κατευθυνθεί προς Σύβρο, από 47 σε 4 χιλ. χωρίς να διακόψει την πορεία του ή να πραγματοποιήσει στάση ...... το γεγονός ότι η μοτ/τα επέπεσε στο πίσω δεξιό τροχό του φορτηγού αποδεικνύεται από το ότι βρέθηκαν πρόσφατα ίχνη αποξέσεων στο κάτω μέρος του διαφορικού του φορτηγού, σε συνδυασμό με το ότι προστρέξαντες μάρτυρες, κατά τα προαναφερόμενα, εντόπισαν, μετά το συμβάν, τον εναγόμενο οδηγό στο πίσω μέρος του σταματημένου σε αλάνα φορτηγού, να το κοιτάζει, ενώ εξάλλου το φορτηγό ήταν το μόνο όχημα με το οποίο διασταυρώθηκαν σε απόσταση 200μ. από το σημείο του ατυχήματος ...". Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην απόφαση του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα με την εμπλοκή ή μη του υπ' αριθ. κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκινήτου οδηγούμενο από τον πρώτο αναιρεσείοντα στην επέλευση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος που είχε ως συνέπεια το θάνατο της οδηγού της υπ' αριθ. κυκλ. ... δίκυκλης μοτοσυκλέτας. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, ούτε δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενώ ορθά υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτά περιστατικά στις έννοιες της αιτιώδους συναφείας και αμελείας. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι η συνυπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσείοντα και οδηγού του υπ' αριθ. κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκινήτου οφείλεται στο ότι δεν ακινητοποίησε το όχημα του και να ελέγξει στη διασταύρωση και τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας, αλλά έκανε στροφή αιφνιδιαστικά και παρεμβλήθει στην πορεία της όπισθεν αυτού κινούμενης μοτοσικλέτας, η οποία, τελικά, προσέκρουσε στον οπίσθιο δεξιό τροχό και το διαφορικό αυτού. Επίσης το Εφετείο δεν παραβίασε, απλά ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 297, 298, 300 και 914 ΑΚ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α' και 19 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ), σύμφωνα με τα το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-10-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4322/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2011. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαΐου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ