Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αποφάσεως διόρθωση, Ηθική αυτουργία, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ψευδής βεβαίωση, ηθική σ' αυτήν αυτουργία. Αναίρεση και κατά απόφασης διορθωτικής των πρακτικών, η οποία συμπροσβάλλεται με την διορθούμενη. Απορρίπτει λόγους για μη ειδική αιτιολογία, εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, ακυρότητα από τη μη ανάγνωση εγγράφων και υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1705/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλιβιάδη Ξενικάκη και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Τομαρά περί αναιρέσεως της 236/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 11 Ιουλίου 2008 και 9 Σεπτεμβρίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος και 22 Ιουλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντος καθώς και στο από 10 Φεβρουαρίου 2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1395/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει, ειδικά, κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ, ως διορθωτική-συμπληρωματική, συμπροσβάλλεται με εκείνη την οποία διόρθωσε ή συμπλήρωσε. Επομένως οι, από 11-7-2008 και 9-9-2008, 22-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεως και οι από 10-2-2009 πρόσθετοι λόγοι, κατά της 236/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου και της 239/2008 απόφασης (διάταξης) του Προεδρεύοντος, εφέτη, του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία διορθώθηκαν τα πρακτικά της παραπάνω απόφασης, ασκήθηκαν παραδεκτά από τους Χ1 και Χ2 και πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειας τους. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ. 1, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, έλαβε υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε δημοσίως. Όμως η ανάγνωση του εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνον από τη ρητή μνεία του σχετικού μέρους των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να διαπιστώνεται από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης κατά την οποίαν εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, μεταξύ των άλλων, έλαβε υπόψη του και τα παρακάτω έγγραφα:1)τρία (και όχι δέκα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αφού για τις υπόλοιπες επτά επί μέρους πράξεις έπαυσε η ποινική δίωξη) δελτία αστυνομικής ταυτότητας, με αριθμό, ...., ...., ..., 2) τις από 3-7-2000(τρεις) βεβαιώσεις κατάθεσης δικαιολογητικών 3)το με αριθμό 5/2004 πρακτικό αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου 4) την από 21-7-2000 έκθεση παράδοσης-παραλαβής και κατασχέσεως του ..., την από 27-7-2000 έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης του ..., την από 27-7-2000 έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης του Ε1, την από 7-9-2000 έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης του ..., την από 4-8-2000 έκθεση παράδοσης του ... και την από 28-7-2000 έκθεση παράδοσης του Ε1. Στο οικείο μέρος των πρακτικών δεν γίνεται ρητή μνεία ότι αυτά αναγνώσθηκαν. Όμως στα ίδια πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνεται, όπως εξ αυτών προκύπτει, ότι αναγνώστηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα ταυτάριθμα με την 88/2007 απόφαση του, πρακτικά και από το γεγονός αυτό συνάγεται η ανάγνωση του περιεχομένου και των εις αυτά αναφερομένων εγγράφων, στα οποία μνημονεύονται, κατά τρόπο μάλιστα σαφή, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα τους, και τα παραπάνω έγγραφα. Ενόψει αυτών οι αναιρεσείοντες έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους και είχαν τη δυνατότητα, μετά την επισκόπηση τους από τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβούν στις κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δηλώσεις και εξηγήσεις.
Συνεπώς, η λήψη υπόψη των εγγράφων αυτών από το Δικαστήριο δεν επέφερε ακυρότητα της διαδικασίας και οι αντίθετοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ, Α' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, πρώτος στο δικόγραφο της από 11-7-2008 αιτήσεως του Χ1 και μοναδικός στο δικόγραφο των προσθέτων του Χ2, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Συνακολούθως πρέπει να απορριφθεί και ο μοναδικός λόγος της, από 9-9-2008, αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια της συμπροσβαλλόμενης 239/2008 απόφασης(διάταξης), συνισταμένη στο ότι ο προεδρεύων του Δικαστηρίου, την εξέδωσε δίχως την προηγούμενη κλήτευση των κατηγορουμένων, και ότι με αυτήν, συμπληρώθηκαν τα πρακτικά της 236/2008 απόφασης, που συμπεριλήφθηκαν στα αναγνωστέα έγγραφα. Τούτο δε ενόψει του ότι η συμπλήρωση αυτή δεν είχε έννομη επιρροή στην κρίση περί ενοχής της προσβαλλομένης απόφασης (236/2008) ούτε προκάλεσε την ακυρότητα της, διότι, όπως προεκτέθηκε, το περιεχόμενο των παραπάνω εγγράφων προέκυπτε από το περιεχόμενο των πρακτικών, που προαναφέρθηκαν. Κατά το άρθρο 242 παρ.1 του ΠΚ υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινώς, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του προβλεπόμενου και τιμωρούμενου από την πρώτη από αυτές εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος υπό την ανωτέρω έννοια και ακόμη να είναι αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση και να ενεργεί μέσα στο πλαίσιο της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του ΠΚ, το οποίο πρέπει να είναι δημόσιο. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται στο άρθρο 13γ' ή σε διάταξη του Π.Κ. Για το λόγο αυτό εφαρμόζεται και στο πεδίο του ποινικού δικαίου το άρθρο 438 του ΚΠολΔ κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική υπηρεσία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας, απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς: α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: 1) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και 2) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικό μέσα, γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 236/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών καθένας, για ψευδή βεβαίωση και ηθική σ' αυτήν αυτουργία, αντίστοιχα, κατ' εξακολούθηση, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 1999 έως το 2000 οι κατηγορούμενοι υπηρετούσαν στον Αστυνομικό Σταθμό ... και συγκεκριμένα ο μεν πρώτος, Χ1 ως Αρχιφύλακας και Διοικητής του εν λόγω Σταθμού, ο δε δεύτερος, Χ2, ως Αστυφύλακας. Ήσαν δηλαδή, υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 ΠοινΚ. Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι κατά μήνα Οκτώβριο του 1999 ο ανωτέρω δεύτερος κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε από τον πρώτο δύο καρτέλες-αιτήσεις έκδοσης δελτίων αστυνομικής ταυτότητας ασυμπλήρωτες και στη συνέχεια παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο συμπληρωμένες με δακτυλικά αποτυπώματα των αλλοδαπών ... και ..., με πλαστές υπογραφές μάρτυρα στην οπίσθια όψη των καρτελών, με χειρόγραφο απλό χαρτί, στο οποίο σημειωτέον, αναγράφονταν τα στοιχεία ταυτότητας των μαρτύρων, το ύψος και το χρώμα των οφθαλμών των αιτούντων, καθώς επίσης και πλαστά πιστοποιητικά γέννησης με τα στοιχεία τους, στα ονόματα των οποίων θα εκδίδονταν μετά ταύτα οι αστυνομικές ταυτότητες. Στη συνέχεια, ο πρώτος των κατηγορουμένων παρέδωσε δύο βεβαιώσεις "καταθέσεως δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας" στο δεύτερο κατηγορούμενο και διέταξε το ... Αστυφύλακα του ίδιου Σταθμού, να παραλάβει τα παραπάνω δικαιολογητικά, να βεβαιώσει την ακρίβεια των στοιχείων και να συμπληρώσει τα στοιχεία στις καρτέλες. Οι ανωτέρω δύο βεβαιώσεις περιέχουν στο επάνω αριστερό τμήμα τους το εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας κάτω του οποίου αναγράφονται τα στοιχεία "Ελληνική Δημοκρατία" και "Αστυνομικός Σταθμός ...". Ακολουθούν όλα τα στοιχεία του ενδιαφερομένου προσώπου, καθώς και η σημείωση, ότι "ο ανωτέρω κατέθεσε σήμερα δικαιολογητικά για την έκδοση", δηλαδή προσήλθαν και προσκόμισαν α) πιστοποιητικό γέννησης β)δύο φωτογραφίες, γ)ληξιαρχική πράξη γάμου αν επρόκειτο για έγγαμο, δ)έναν μάρτυρα για να πιστοποιήσει το πρόσωπο του και ε)λήψη δακτυλικού αποτυπώματος του δεξιού δείκτη στο δελτίο ταυτότητας και ακολουθούν οι υπ' αριθ. ....και ... αριθμοί δελτίου ταυτότητας με την παρατήρηση, ότι "η παρούσα επέχει θέση δελτίου ταυτότητας και παραδίδεται με την παραλαβή του δελτίου ταυτότητας.".Οι βεβαιώσεις δε αυτές τελειώνουν με τον τόπο εκδόσεως τους που είναι η ..., ημεροχρονολογία 20-9-1999 και για τις δύο και κάτω από τη λέξη "Ο Διοικητής" η υπογραφή του πρώτου των κατηγορουμένων καθώς και σφραγίδες στρογγυλές του ως άνω Αστυνομικού Σταθμού σε δύο σημεία: αφ' ενός μεν επί της φωτογραφίας του προσώπου και αφ' ετέρου παραπλεύρως της υπογραφής του πρώτου κατηγορουμένου ως διοικητή στο τέλος του εγγράφου. Οι ανωτέρω βεβαιώσεις αποτελούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δημόσια έγγραφα κατά την έννοια του νόμου, δεδομένου, ότι προέρχονται από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπον δημόσιο όργανο,(αστυνομικός υπάλληλος),ο οποίος ήταν αρμόδιος για την έκδοση τους. Βεβαιώθηκαν δε σ' αυτές ψευδή περιστατικά που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες. Έτσι, με βάση αυτές και τις ενέργειες του πρώτου των κατηγορουμένων ήταν να εκδοθούν αντίστοιχα δελτία ταυτότητας επ' ονόματι των παραπάνω προσώπων, οι οποίοι, όμως, ουδέποτε είχαν εμφανισθεί ενώπιον του πρώτου των κατηγορουμένων και δεν είχαν καταθέσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση τους και, συνεπώς, τα όσα αυτός από πρόθεση βεβαίωσε στα δύο παραπάνω δημόσια έγγραφα είναι ψευδή. Ακολούθως, κατά μήνα Απρίλιο 2000 οι ως άνω κατηγορούμενοι ενήργησαν κατά τον ίδιο τρόπο για τους αλλοδαπούς ..., ... και .... Ο πρώτος των κατηγορουμένων για τον ίδιο λόγο εξέδωσε από πρόθεση του στις 4.4.2000, 7.4.2000 και 3.4.2000 τις αντίστοιχες ψευδείς βεβαιώσεις τις οποίες υπέγραψε έχοντας και αυτές τα στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στις δύο προηγούμενες, στις οποίες διαλαμβάνονται οι αριθμοί ταυτοτήτων ...., .... και .... και αποτελούν δημόσια έγγραφα, κατά την έννοια του νόμου, δεδομένου ότι είχαν όλα τα παραπάνω στοιχεία και τη στρογγυλή σφραγίδα και είχαν εκδοθεί από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο υπάλληλο(πρώτο κατηγορούμενο). Έτσι, με βάση τις ψευδείς αυτές βεβαιώσεις, που αποτελούν δημόσια έγγραφα, σύμφωνα, άλλωστε, με όσα προαναφέρθηκαν, εκδόθηκαν αντίστοιχα δελτία ταυτότητας. Τα δελτία αυτά δεν παραλήφθηκαν από τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα, δεδομένου, ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία παράδοσης τους, όταν έγιναν αντιληπτές οι παραπάνω παράνομες ενέργειες. Ακολούθως, αποδεικνύεται, ότι κατά το μήνα Ιούνιο 2000 και ενώ ο δεύτερος των κατηγορουμένων είχε ήδη αποσπαστεί στη νήσο ... ζήτησε τηλεφωνικά και παρέλαβε από τον πρώτο από αυτούς καρτέλες-αιτήσεις για πέντε άτομα, την πλάκα λήψης αποτυπωμάτων, καθώς και τον κύλινδρο επίστρωσης μελάνης. Μετά ταύτα, οι σχετικές καρτέλες επιστράφηκαν στον πρώτο κατηγορούμενο με πλαστά πιστοποιητικά γέννησης και πλαστές υπογραφές μαρτύρων στην πίσω όψη των καρτελών και, ακολούθως, ο ίδιος(πρώτος) κατηγορούμενος παρέδωσε στο δεύτερο πέντε προσωρινά δελτία ταυτότητας για τους αλλοδαπούς ..., ...., Λ1, Λ2 και Λ3. Για το λόγο δε αυτό, ο πρώτος κατηγορούμενος εξέδωσε και πάλι με πρόθεση τις από 26.6.2000,22.6.2000,3.7.2000, 3.7.2000 και 3.7.2000 ψευδείς βεβαιώσεις διαλαμβάνοντας τους αριθμούς ταυτοτήτων ..., ...., ..., .... και ..., οι οποίες, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αποτελούν δημόσια έγγραφα, κατά την έννοια που νόμου, δεδομένου, ότι είχαν όλα τα παραπάνω στοιχεία και τη στρογγυλή σφραγίδα και είχαν εκδοθεί από αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπον υπάλληλο(πρώτο κατηγορούμενο). Αποδεικνύεται δε, ότι ο δεύτερος των κατηγορουμένων, με πειθώ και φορτικότητα, προκάλεσε την απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο να προβεί στις παραπάνω παράνομες ενέργειες. Ειδικότερα δε, έλεγε σ' αυτόν, ότι δεν παρανομούσε, αλλά αυτά γίνονταν σε διευκόλυνση των παραπάνω φυσικών προσώπων και ότι περί τούτου ήσαν ενήμεροι αορίστως και αστυνομικοί υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν στο Υπασπιστήριο του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. Χορηγούσε, επίσης, στον πρώτο κατηγορούμενο χρηματικό ποσό, ύψους 100.000 δρχ. περίπου, για κάθε εκδιδόμενη αστυνομική ταυτότητα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε βάρος αμφοτέρων των κατηγορουμένων ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη, διενεργήθηκε στη συνέχεια ένορκη διοικητική εξέταση και με την υπ' αριθ. 5/2004 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου απετάχθησαν από το σώμα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι παραπάνω ψευδείς βεβαιώσεις δεν αποτελούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απλώς εσωτερικά έγγραφα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι, αλλά έχουν ιδιαίτερη αξία με έννομες συνέπειες, δεδομένου, ότι βάσει αυτών εκδόθηκαν δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων, που αφορούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και πιστοποιούν στοιχεία τούτων και έχουν σχέση με την ατομικότητα τους φερόμενοι ψευδώς ως κάτοικοι της .... Επιπλέον, στη συνέχεια ο δεύτερος των κατηγορουμένων θα προχωρούσε στην κατάθεση δικαιολογητικών για την έκδοση διαβατηρίων όλων των ανωτέρω προσώπων. Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των αξιοποίνων πράξεων ο μεν πρώτος της ψευδούς βεβαιώσεως, κατ' εξακολούθηση, ο δε δεύτερος της ηθικής αυτουργίας, κατ' εξακολούθηση, στην τέλεση από τον πρώτο της ψευδούς βεβαιώσεως, μόνο για τις περιπτώσεις των Λ1, Λ2 και Λ3 οι οποίες έλαβαν χώρα στις 3.7.2000. Σημειώνεται, ότι η ημεροχρονολογία αυτή, αντιστοιχεί πλήρως στο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, δηλαδή εντάσσεται στο έτος 2000 γενικώς. Ωστόσο, το Δικαστήριο αναγνωρίζει στα πρόσωπα των κατηγορουμένων την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84παρ.2α ΠΚ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των ποινικών τους μητρώων τα οποία επισυνάπτονται στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, αυτοί μέχρι την τέλεση των πράξεων τους είχαν ζήσει έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.".Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α,13α 98 και 242 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι η απόφαση αυτή δεν στερείται νόμιμης βάσης. Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ και ειδικότερα: Ι) ο πρώτος, ότι 1)δεν αναφέρονται τα δημόσια έγγραφα, στα οποία βεβαίωσε ψευδή περιστατικά 2) ο ίδιος φέρεται ότι καταδικάστηκε για ψευδή βεβαίωση που τελέστηκε με την έκδοση των από 3-7-2000 εγγράφων και ο συγκατηγορούμενος του ως ηθικός αυτουργός για την συμπλήρωση των καρτελών 3) δεν αιτιολογείται η γνώση του για την αναλήθεια των ψευδώς βεβαιωθέντων και
ΙΙ) ο δεύτερος ότι 1) δεν αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του 2) σύμφωνα με το σκεπτικό οι ψευδείς βεβαιώσεις τελέστηκαν με την έκδοση των από 3-7-2000 εγγράφων και κατά το διατακτικό με την συμπλήρωση των καρτελών 3) δεν διευκρινίζεται με την απόφαση αν αυτός καταδικάστηκε ως αυτουργός ή ηθικός αυτουργός 4) η αιτιολογία για την ιδιότητα του ως ηθικού αυτουργού είναι ελλιπής και αντιφατική, και 5) δεν αναφέρονται οι έννομες συνέπειες των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκαν και δεν αιτιολογείται, ειδικά, η απόρριψη του ισχυρισμού τους, ότι τα έγγραφα με τη σύνταξη των οποίων φέρεται ότι τελέσθηκαν οι ψευδείς βεβαιώσεις αφορούν την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες διότι α)στην απόφαση με σαφήνεια προσδιορίζεται ότι οι πράξεις της ψευδούς βεβαίωσης τελέστηκαν από τον πρώτο με την σύνταξη και έκδοση των από 3-7-2000 τριών βεβαιώσεων κατάθεσης δικαιολογητικών, για την έκδοση δελτίου ταυτότητας β) ο ίδιος καταδικάστηκε για την έκδοση των βεβαιώσεων αυτών και ο συγκατηγορούμενος του για ηθική αυτουργία στην έκδοση των ίδιων βεβαιώσεων και συνεπώς δεν υπάρχει ασάφεια και αντίφαση ως προς τις παραδοχές αυτές της απόφασης γ) επαρκώς αιτιολογείται η γνώση του πρώτου των αναιρεσειόντων, ως προς την αναλήθεια των βεβαιωθέντων, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι ο συγκατηγορούμενος του "...έλεγε σ' αυτόν ότι δεν παρανομούσε αλλ' αυτά γινόταν σε διευκόλυνση των παραπάνω φυσικών προσώπων και ότι περί τούτου ήσαν ενήμεροι αορίστως και αστυνομικοί υπάλληλοι... χορηγούσε, επίσης, στον πρώτο κατηγορούμενο χρηματικό ποσό, ύψους 100.000 δρχ., περίπου για κάθε εκδιδόμενη ταυτότητα..." δ)όπως προαναφέρθηκε παρατίθενται στην απόφαση, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα (κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογία του παραστάντος πρώτου κατηγορουμένου), από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής κρίση του, δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εξειδικεύεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ε)δεν υπάρχει αντίφαση στην πληττόμενη απόφαση, αφού, σύμφωνα με το αιτιολογικό της, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, κατ' εξακολούθηση, με την έκδοση των παραπάνω βεβαιώσεων, σύμφωνα δε με το διατακτικό της καταδικάστηκε για την ίδια πράξη, την οποία τέλεσε με τον ίδιο τρόπο στ)κατά τρόπο σαφή προκύπτει ότι ο δεύτερος αναιρεσείων καταδικάστηκε ως ηθικός αυτουργός ζ)επαρκώς αιτιολογείται η ιδιότητα του ως ηθικού αυτουργού, με την παραδοχή ότι "ο δεύτερος των κατηγορουμένων, με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε την απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο να προβεί στις παραπάνω παράνομες ενέργειες. Ειδικότερα δε, έλεγε σ' αυτόν, ότι δεν παρανομούσε, αλλ' αυτά γίνονταν σε διευκόλυνση των παραπάνω φυσικών προσώπων και ότι περί τούτου ήσαν ενήμεροι αορίστως και αστυνομικοί υπάλληλοι,... χορηγούσε, επίσης, στον πρώτο κατηγορούμενο χρηματικό ποσό, ύψους 100.000 δρχ. περίπου για κάθε εκδιδόμενη αστυνομική ταυτότητα..." και η)με την παραδοχή ότι "οι παραπάνω ψευδείς βεβαιώσεις δεν αποτελούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, απλώς εσωτερικά έγγραφα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι, αλλ' έχουν ιδιαίτερη αξία με έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι βάσει αυτών εκδόθηκαν δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων, που αφορούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και πιστοποιούν στοιχεία τούτων και έχουν σχέση με την ατομικότητα τους, φερόμενοι ψευδώς ως κάτοικοι της ...", προσδιορίζονται και επαρκώς αιτιολογούνται οι έννομες συνέπειες των ψευδώς βεβαιωθέντων ως προς τρίτους και συγχρόνως απορρίπτεται ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, ότι τα σχετικά έγγραφα αφορούσαν την εσωτερική υπηρεσία, ο οποίος συνιστά αρνητικό της κατηγορίας και όχι αυτοτελή ισχυρισμό και δεν ήταν αναγκαίο το δικαστήριο να διαλάβει, για την απόρριψη του, ειδική αιτιολογία. Επομένως οι, δεύτερος και τρίτος στην, από 11-7-2008, αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος και από 22-7-2008 αίτηση του δεύτερου, περί του αντιθέτου, λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, πρώτος στην ίδια αίτηση του δεύτερου, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, καταδικάζοντας τους αναιρεσείοντες, για διαφορετική πράξη από εκείνη με την οποία καταδικάστηκαν πρωτοδίκως, διότι, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και την προσβαλλόμενη, οι κατηγορούμενοι με την πρώτη κηρύχθηκαν ένοχοι, ο πρώτος ως αυτουργός και ο δεύτερος ως ηθικός αυτουργός, της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως, κατ' εξακολούθηση, που τελέστηκε με την βεβαίωση ότι κατατέθηκαν τα δικαιολογητικά για την έκδοση ταυτοτήτων, για την ίδια δε πράξη καταδικάστηκαν και με την προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει, για έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολο τους, να καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 11-7-2008 και 9-9-2008 αιτήσεις του Χ1, την από 22-7-2008 αίτηση και τους από 10-2-2009 πρόσθετους λόγους του Χ2, για αναίρεση των 236/2008 και 239/2008 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Και
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ