Αριθμός 1359/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ασπασία Μαγιάκου, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη και Γεώργιο Παπανδρέου-εισηγητή Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 18η Απριλίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία "..." η οποία εδρεύει στην ... νομίμως εκπροσωπούμενη, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γρηγορίου Τιμαγένη .
Β. Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία "...", η οποία εδρεύει 2, νομίμως εκπροσωπούμενη, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Κ.υ Σαμαρτζή .
Των αναιρεσίβλητων:1.Ν. Π. του Κ., κατοίκου ..., 2.Ε. Π. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Φωτίου-Δημητρίου Κρεμμύδα και Σπυριδούλας-Αγγελικής Λιώση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-11-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 72/2012 του ιδίου Δικαστηρίου και 149/2014 του Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν η υπό στοιχείο Α αναιρεσείουσα με την από 19-1-2015 αίτησή της, την οποία επανέφερε προς συζήτηση, μετά από ματαίωση, με την από 4-5-2017 κλήση της και η υπό στοιχείο Β αναιρεσείουσα με την από 19-1-2015 αίτησή της και τους από 19-6-2017 πρόσθετους λόγους αυτής Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπανδρέου ανέγνωσε την από 19-5-2016 εισηγητική έκθεση της κωλυομένης Αρεοπαγίτη Ελένης Διονυσοπούλου, με την οποία εισηγείται την παραδοχή της υπό στοιχείο Α αίτησης αναίρεσης και την εισηγητική έκθεση της κωλυομένης Αρεοπαγίτη Ευγενίας Προγάκη, με την οποία εισηγείται να γίνει δεκτός ο όγδοος λόγος της υπό στοιχείο Β αίτησης αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεων αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αντίστοιχα, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων την απόρριψή τους, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες 1) Από 19/1/2015 (πρώτη) αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "...", 2) Από 19/1/2015 αίτηση (δεύτερη) και οι από 19/6/2017 πρόσθετοι λόγοι της εταιρείας με την επωνυμία "...." για αναίρεση της 149/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την 72/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή των αναιρεσιβλήτων), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καταβλήθηκαν τα προσήκοντα παράβολα του Δημοσίου, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρα 573 §1, 246 Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους. Επειδή με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν.2251/1994 εξαγγέλλεται η μέριμνα της Πολιτείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και για την οργάνωση και λειτουργία του καταναλωτικού κινήματος. Στην παρ. 4 στοιχ. α του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων, στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών, στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ' αριθμ. 1961/1991 νόμος. Ειδικότερα καταναλωτής σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο την ατομική αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα, σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν την διοχετεύει σε τρίτους (Ολ. ΑΠ 13/2015). Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 του άνω νόμου, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθμ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών-μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθρου 6 του Ν. 2251/1994, όπως αυτός ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν.3587/2007, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (παρ. 1). Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ελαττωματικό είναι το προϊόν, αν δεν παρέχει την εύλογη αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Κατά την παρ. 8 ο παραγωγός απαλλάσσεται αν αποδείξει τη συνδρομή ορισμένων αρνητικών προϋποθέσεων. Ο ενάγων δηλαδή καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (παρ. 6), ενώ κατά την παρ. 8 για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιούμενων προσώπων, πρέπει αυτοί να επικαλεστούν και να αποδείξουν την συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητάς τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική. Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του ν. 2251/1994, όπως αυτός ίσχυε, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Α. Όμως, μετά την τροποποίηση του ν. 2251/1994, το άρθρο 6 παρ. 7 ορίζει ρητώς ότι σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 6 οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Η ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιτότητας), από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Στο άρθρο 6 παρ. 2α, 3 και 4 του ν. 2251/1994, ορίζεται ευρύτατα η έννοια του παραγωγού, του ευθυνομένου δηλαδή προς αποζημίωση και περιλαμβάνει όχι μόνο τον πραγματικό παραγωγό, αλλά και άλλα πρόσωπα, που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και διανομής, καθώς απώτερος σκοπός του νομοθέτη ήταν να μπορεί ο ζημιωθείς σε κάθε περίπτωση να βρει κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο, προς το οποίο να είναι δυνατόν να προβάλει της αξιώσεις του. Στην έννοια του πραγματικού παραγωγού, δηλαδή του προσώπου - φυσικού ή νομικού - στην κατασκευαστική δραστηριότητα του οποίου αποδίδεται το προϊόν, υπάγονται ο παραγωγός του τελικού προϊόντος, ο παραγωγής της πρώτης ύλης και ο παραγωγός συστατικού μέρους που ενσωματώθηκε στο τελικό προϊόν. Ο παραγωγός του τελικού προϊόντος ευθύνεται για όλα τα ελαττώματα τα οποία παρουσιάζει το προϊόν, ακόμη και όταν το ελάττωμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή στην παραγωγική διαδικασία, αλλά βαρύνει τμήμα του προϊόντος προερχόμενο από άλλο επιχειρηματία, από τον οποίο το παρήγγειλε και το προμηθεύτηκε. Αντιθέτως, ο παραγωγός συστατικού πράγματος ευθύνεται κατά τις διατάξεις του νόμου υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το ελάττωμα που προκάλεσε τη ζημία εκπορεύεται από το συγκεκριμένο συστατικό μέρος πράγματος. Από τη διατύπωση του άρθρου 6 εδ. β και γ του Ν. 2251/1994 προκύπτει ότι ως προϊόν θεωρείται κάθε κινητό πράγμα, δηλαδή κάθε ενσώματο αντικείμενο , όπως το ορίζει η ΑΚ 947 παρ. 1, ακόμη και αν έχει ενσωματωθεί ως συστατικό σε άλλο πράγμα κινητό ή ακίνητο. Τέλος, στο άρθρο 7 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "1.Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνον ασφαλή προϊόντα. 2. Ασφαλές θεωρείται ένα προϊόν όταν υπό συνθήκες ή ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες χρήσης.....συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας χρήσης, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο χαμηλού επιπέδου, που συνδέονται με τη χρήση του προϊόντος και θεωρούνται ως αποδεκτοί στα πλαίσια ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και ασφάλειας των προσώπων....κ.λπ.". Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού προϊόντος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορίας και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Τέλος, η ζημία, που κατά το χρόνο αυτό πρέπει να αποκατασταθεί, περιορίζεται στο θάνατο και τη σωματική βλάβη προσώπων, καθώς επίσης και στη βλάβη η καταστροφή κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος, εφόσον τούτο προοριζόταν κατά τη φύση του και πράγματι από τον ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση. Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο το προϊόν παρέχει την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις και ιδίως η εξωτερική εμφάνιση, η ευλόγως αναμενόμενη χρησιμοποίηση και ο χρόνος θέσεως του προϊόντος σε κυκλοφορία. Τρόπο παρουσίασης του προϊόντος (ή διαφορετική εξωτερική εμφάνιση του προϊόντος) αποτελούν και οι ενδείξεις κινδύνου και πρόληψης, οι οδηγίες ασφαλούς χρήσης, οι κάθε είδους ανακοινώσεις που δημιουργούν στους αγοραστές του προϊόντος συγκεκριμένες προσδοκίες, όσον αφορά την παρεχόμενη ασφάλεια κ.λπ. Ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό ή μη ελαττωματικότητας του προϊόντος θα πρέπει να δίδεται στις οδηγίες χρήσης ή προφύλαξης με τις οποίες συνοδεύει το προϊόν ο παραγωγός, οι οποίες πρέπει να είναι εύκολα κατανοητές, σαφείς και πλήρεις. Έτσι στο άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.2251/1994 ορίζεται "σε κάθε πώληση ο προμηθευτής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή γραπτώς στην ελληνική γλώσσα ή με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα σαφείς οδηγίες για την ασφαλή χρήση, διατήρηση, συντήρηση και πλήρη αξιοποίηση του προϊόντος και ενημέρωση για τους κινδύνους κατά τη χρήση και διατήρησή του...... Εξάλλου ως εύλογα αναμενόμενη χρησιμοποίηση του προϊόντος νοείται η αντικειμενικά αναμενόμενη χρησιμοποίησή του, δηλαδή η κοινωνικά πρόσφορη ή πιθανή και όχι μόνο η χρησιμοποίηση που είναι σύμφωνη με τον προορισμό του.
Συνεπώς ο παραγωγός οφείλει να υπολογίζει και το ενδεχόμενο λανθασμένης χρήσης του πράγματος, όχι όμως και κατάχρησής του. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσίβλητοι, με την από 6.11.2009 αγωγή τους, ζήτησαν ο πρώτος ως παθών και η δεύτερη ως άμεσα βλαβείσα σύζυγος του, αποζημίωση για τον τραυματισμό και την εξ αυτού αναπηρία του πρώτου, ως εργαζόμενου δυνάμει συμβάσεως ναυτολογήσεως επί του πλοίου "... ..." νηολ.Ηρακλείου πλοιοκτησίας της ..." και από ατύχημα που του συνέβη στις 14.3.2007 από κακή λειτουργία της Λέμβου Ταχείας Διάσωσης, κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης επιθεώρησης ελέγχου καλής λειτουργίας της, λόγω. εσφαλμένου σχεδιασμού και κατασκευής της αλλά και λόγω βλάβης που είχε ως αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη πτώση της στη θάλασσα. Ότι για την αποζημίωση ευθύνονται εκτός από την ενεχομένη κατά τις διατάξεις του ΑΚ και του Ν.551/1915 προαναφερθείσα εργοδότρια, οι αναιρεσείουσες εταιρείες α) "...." ως παραγωγός του μηχανισμού καθαίρεσης της ΛΤΣ, και β)η ναυπηγός του πλοίου εταιρεία "....", ως παραγωγός του τελικού προϊόντος (πλοίου), στο οποίο ενσωματώθηκε ο ελαττωματικός μηχανικός και η εταιρεία "..." ως διενεργήσασα τον τελευταίο ετήσιο έλεγχο του μηχανισμού καθαίρεσης και μάλιστα οι τρεις τελευταίες τόσο κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, όσο και με εκείνες των άρθρων 6 και 8 του ν.2251/1994. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.) προκύπτει ότι το Εφετείο ως προς το νόμω και ουσιαστικά βάσιμο της αγωγής και κατά το μέρος που αφορά τη νομική και ουσιαστική ευθύνη των αναιρεσειουσών δέχθηκε τα ακόλουθα: "XI. Ο νόμος 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων ρυθμίζεται από τη διάταξη του όρθρου 6 του άνω νόμου, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών-μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθρου 6 του ν. 2251/1994, όπως αυτός ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το ν. 3587/2007, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (παρ. 1) και απαλλάσσεται αν αποδείξει τη συνδρομή ορισμένων αρνητικών προϋποθέσεων (παρ. 8). Ο ενάγων, δηλαδή, καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεστεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεσή του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (παρ. 6), ενώ για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιούμενων προσώπων πρέπει αυτοί να επικαλεστούν και να αποδείξουν τη συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητας τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική (βλ. ενδ. ΑΠ 1938/2006 ΕΕμπΔ 2007, 289, ΕΑ 47/2006 ΕπισκΕΔ 2006, 763, ΕφΛαρ 226/2005 ΕπισκΕΔ 2005, 793, ΕΑ 2216/2011 ΕλΔ 2011.1445, Ι.Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Β' έκδοση, 2008, αριθ. 449, σελ. 221, αριθ. 548, σελ. 254). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του ν. 2251/1994, όπως αυτός ίσχυε, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 του ΑΚ (όπως θα γίνει ειδικότερα λόγος παρακάτω). Όμως, μετά την τροποποίηση του ν. 2251/1994, το άρθρο 6 παρ. 7 ορίζει ρητώς ότι σε περίπτωση παράβασης του όρθρου 6 οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Η ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξ αιτίας ελαττωματικών προϊόντων (βλ. και Πουλιάδη, Ευθύνη του Παραγωγού και κατανομή του βάρους απόδειξης σε ΝοΒ 35, σελ. 474-475). Στο άρθρο 6 παρ. 2α, 3 και 4 του ν. 2251/1994, ορίζεται ευρύτατα η έννοια του παραγωγού, του ευθυνόμενου δηλαδή προς αποζημίωση προσώπου και περιλαμβάνει όχι μόνο τον πραγματικό παραγωγό, αλλά και άλλα πρόσωπα, που συμμετέχουν στην διαδικασία παραγωγής και διανομής, καθώς απώτερος σκοπός του νομοθέτη ήταν να μπορεί ο ζημιωθείς σε κάθε περίπτωση να βρεί κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο, προς το οποίο να είναι δυνατόν να προβάλλει τις αξιώσεις του. Στην έννοια του πραγματικού παραγωγού, δηλαδή του προσώπου - φυσικού ή νομικού - στην κατασκευαστική δραστηριότητα του οποίου αποδίδεται το προϊόν, υπάγονται ο παραγωγός του τελικού προϊόντος, ο παραγωγός της πρώτης ύλης και ο παραγωγός συστατικού μέρους που ενσωματώθηκε στο τελικό προϊόν. Ο παραγωγός του τελικού προϊόντος ευθύνεται για όλα τα ελαττώματα τα οποία παρουσιάζει το προϊόν, ακόμη και όταν το ελάττωμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή στην παραγωγική διαδικασία, αλλά βαρύνει τμήμα του προϊόντος προερχόμενο από άλλο επιχειρηματία, από τον οποίο το παρήγγειλε και το προμηθεύτηκε. Αντιθέτως, ο παραγωγός συστατικού πράγματος ευθύνεται κατά τις διατάξεις του νόμου υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το ελάττωμα που προκάλεσε τη ζημία εκπορεύεται από το συγκεκριμένο συστατικό μέρος πράγματος. Ως παραγωγός τελικού προϊόντος θεωρείται το πρόσωπο που προβαίνει στην τελευταία, πριν από τη χρήση του προϊόντος, ουσιώδη επέμβαση στη μορφή ή στις ιδιότητες του. Από τη διατύπωση του άρθρου 6 εδ. β' και γ' του ν. 2251/1994 προκύπτει ότι ως προϊον θεωρείται κάθε κινητό πράγμα, δηλαδή κάθε ενσώματο αντικείμενο, όπως το ορίζει η ΑΚ 947 παρ. 1, ακόμη και αν έχει ενσωματωθεί ως συστατικό σε άλλο πράγμα κινητό ή ακίνητο. Η εφαρμογή των ειδικών διατάξεων περί ευθύνης του παραγωγού δεν περιορίζεται στα εμπορεύματα κατά την έννοια του Εμπορικού Νόμου, αλλά καταλαμβάνει όλα τα κινητά πράγματα, καινούργια ή μεταχειρισμένα, αρκεί να είναι ενσώματα. Το προϊόν, επίσης, πρέπει να προέρχεται από παραγωγό, κατά την έννοια της ειδικής ρύθμισης για την ευθύνη του παραγωγού. Για τη γέννηση ευθύνης του παραγωγού απαιτείται να προκληθεί στον καταναλωτή ζημία, οφειλόμενη αιτιωδώς σε ελάττωμα του προϊόντος (βλ. I. Καράκωστα, ο.π., σελ. 206-207, 213, ιδίου, Ευθύνη παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, 2008, σελ. 112 επ.). Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 παρ. 5 εδ. α' του ν. 2251/1994 ελαττωματικό είναι το προϊόν αν δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποίησης του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού κατ' άρθρο 6 του ν. 2251/1994. Αντίθετα από τη νομολογιακή ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξιών (ΑΚ 914, 925 με ανάλογη εφαρμογή ή δικαιοπλαστική ερμηνεία) και των ΑΚ 281, 288, σύμφωνα με την οποία η ελαττωματικότητα του πράγματος πρέπει να οφείλεται σε παραβίαση συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρεώσεως, την οποία όφειλε και μπορούσε να τηρήσει ο παραγωγός προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι για τα έννομα αγαθά των κοινωνών του δικαίου (όπως θα γίνει λόγος ειδικότερα στη συνέχεια), ο ορισμός του ελαττώματος στο νόμο για την ευθύνη του παραγωγού είναι ενιαίος και αυτόνομος (ως έλλειψη αναμενόμενης ασφάλειας), ανεξάρτητα από παράβαση συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης. Παρά τον ενιαίο, ωστόσο, και χωρίς διακρίσεις ορισμό του ελαττώματος, στον οποίο προβαίνει ο κοινοτικός νομοθέτης, αποδεκτή γίνεται η διαμορφωμένη ήδη από το κοινό αδικοπρακτικό δίκαιο διάκριση του ελαττώματος σε κατηγορίες, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί την πρακτική της χρησιμότητα. Ειδικότερα, τα ελαττώματα διακρίνονται σε ελαττώματα της παραγωγικής διαδικασίας, ελαττώματα σχεδιασμού, δομής ή σύστασης και ελαττώματα από την παροχή οδηγιών χρήσης. Στο πεδίο των συγκεκριμένων ελαττωμάτων σχεδιασμού, αποφασιστικό κριτήριο της ελαττωματικότητας ενός προϊόντος αποτελεί η συγκριτική ανάλυση των κινδύνων και της χρησιμότητας ενός προϊόντος. Ουσιαστικό κριτήριο κατά τη στάθμιση των δύο μεγεθών είναι αν με διαφορετικό σχεδιασμό το προϊόν θα ήταν πιο ασφαλές, υπό την έννοια ότι θα απέρρεαν από τη χρήση του λιγότεροι κίνδυνοι, χωρίς όμως ο εναλλακτικός αυτός σχεδιασμός να το καθιστά αναποτελεσματικό κατά τη χρησιμοποίηση του. Σε κάθε περίπτωση, όποιο κριτήριο και να προκριθεί για τη διαπίστωση της ελαττωματικότητας ενός προϊόντος, υπό την έννοια του όρθρου 6 παρ. 5 του ν. 2251/1994, δεν θα πρέπει τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται να φθάνουν μέχρι του σημείου να καθιστούν το προϊόν μη αποτελεσματικό για τον αντικειμενικό προορισμό του. Ο ορίζοντας προσδοκίας των καταναλωτών αναφορικά με την ασφάλεια του προϊόντος είναι αντικειμενικός και έτσι, σημασία δεν έχει τι αναμένει το σύνολο των καταναλωτών, αλλά ο κύκλος των αποδεκτών ή των προσώπων που σχετίζονται με το συγκεκριμένο προϊόν και τι προσδοκά ο κύκλος αυτός για την ασφάλεια που παρέχει το προϊόν. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο το προϊόν παρέχει την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις και ιδίως η εξωτερική εμφάνιση, η ευλόγως αναμενόμενη χρησιμοποίηση και ο χρόνος θέσεως του προϊόντος σε κυκλοφορία. Τρόπο παρουσίασης του προϊόντος (ή διαφορετικά, εξωτερική εμφάνιση του προϊόντος) αποτελούν και οι ενδείξεις κινδύνου και πρόληψης, οι οδηγίες ασφαλούς χρήσης, οι κάθε είδους ανακοινώσεις, που δημιουργούν στους αγοραστές του προϊόντος συγκεκριμένες προσδοκίες, όσον αφορά την παρεχόμενη ασφάλεια κ.λ.π. Ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό ή μη της ελαττωματικότητας θα πρέπει να δίδεται στις οδηγίες χρήσης ή προφύλαξης με τις οποίες συνοδεύει το προϊόν ο παραγωγός, οι οποίες πρέπει να είναι εύκολα κατανοητές, σαφείς και πλήρεις. Εξάλλου, ως εύλογα αναμενόμενη χρησιμοποίηση του προϊόντος νοείται η αντικειμενικό αναμενόμενη χρησιμοποίηση του, δηλαδή είναι κοινωνικά πρόσφορη ή πιθανή, και όχι μόνον η χρησιμοποίηση που είναι σύμφωνη με τον προορισμό του.
Συνεπώς, ο παραγωγός οφείλει να υπολογίζει και το ενδεχόμενο λανθασμένης χρήσης του πράγματος, όχι όμως και κατάχρησής του (βλ. I. Καράκωστα, Ευθύνη παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, ο.π., σελ. 156 - 157, 160, 172-173, ιδίου, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, ο.π., αρ. 431 επ., σελ. 216 επ., σελ. 715-716).
Χ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις για την ευθύνη του παραγωγού (άρθ. 6 παρ. 6-7 του ν. 2251/1994), τα είδη ζημίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών είναι: η ζημία λόγω θανάτου ή λόγω σωματικής βλάβης, σύμφωνα με τα άρθρα 928-930 του ΑΚ, καθώς και η ζημία λόγω βλάβης ή καταστροφής εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν. Έτσι, προστατευόμενα αγαθά είναι η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιότητα, τα πράγματα (πλην του ελαττωματικού), με τα οποία ο καταναλωτής συνδέεται με έννομη σχέση, καθώς και η περιουσία εφόσον θίγεται εξαιτίας της βλάβης ή καταστροφής που επέφερε το ελαττωματικό προϊόν σε ένα από τα πιο πάνω έννομα αγαθά. Στο μέτρο, λοιπόν, που από την προσβολή του συγκεκριμένου προστατευόμενου αγαθού, δηλαδή της ζωής, υγείας κ.λ.π. ή πράγματος (πλην του ελαττωματικού), προκληθεί ζημία στην περιουσία του καταναλωτή, η αποκατάσταση της εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ευθύνης του παραγωγού. Η άμεση, συνεπώς, περιουσιακή ζημία που υφίσταται ο καταναλωτής εξαιτίας της ελαττωματικότητας του πράγματος δεν αποκαθίσταται, εφόσον δεν απορρέει από την προσβολή των προστατευόμενων αγαθών. Προκειμένου περί ζημιών στο πρόσωπο, το πεδίο προστασίας των διατάξεων περί ευθύνης του παραγωγού είναι ευρύτερο απ' ό,τι σε περίπτωση ζημιών σε πράγματα. Στον προστατευτικό σκοπό των ειδικών διατάξεων εμπίπτουν οι ζημίες που επέρχονται στο πρόσωπο όχι μόνο του καταναλωτή που χρησιμοποιεί ή αναλώνει το ελαττωματικό πράγμα για ιδιωτικούς λόγους, αλλά και του προσώπου που κάνει επαγγελματική χρήση του προϊόντος ή γενικότερα κάθε τρίτου ζημιωθέντος. Τέτοιο πρόσωπο μπορεί να είναι π.χ. ο έμπορος που προμηθεύτηκε το προϊόν για επαγγελματική χρήση ή ο εργαζόμενος που χρησιμοποιεί το ελαττωματικό προϊόν, αφού αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία, ή οποιοσδήποτε τρίτος, που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με το προϊόν, ο λεγόμενος "αθώος παρευρισκόμενος" (innocent bystander). Παρά τη γραμματική αναφορά μόνο στις ζημίες λόγω βλάβης του σώματος, οι διατάξεις περί ευθύνης του παραγωγού καλύπτουν επίσης τις ζημίες εξαιτίας βλάβης της υγείας του ίδιου του χρήστη ή καταναλωτή του ελαττωματικού προϊόντος. Κατά τα λοιπά, ο καθορισμός του ύψους της αποζημιώσεως, όπως και των προϋποθέσεων καταλογισμού της, εξαρτώνται από τη συνδρομή των διατάξεων του αδικοπρακτικού δικαίου του ΑΚ.......... XI. Εξάλλου, εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ περί αδικοπραξιών εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία του καταναλωτή, αφού η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων βάσει του άρθρου 6 του ν. 2251/1994, σύμφωνα με την ορθότερη άποψη χαρακτηρίζεται ως ειδική περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης. Την αδικοπρακτική αυτή ευθύνη εξακολουθεί να θεμελιώνει η νομολογία στην αθέτηση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στον τομέα της παραγωγής των προϊόντων. Συντρέχει μάλιστα, συρροή νόμιμων βάσεων της αξίωσης, το επιτρεπτό της οποίας προκύπτει από το άρθ. 14 παρ; 5 του ν. 2251/1994. Από τη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το φως των διατάξεων και του στόχου της προαναφερθείσας Οδηγίας 85/374 (άρθ. 13 αυτής), συνάγεται ότι ο νόμος για την ευθύνη του. παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων δεν αποκλείει τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ο καταναλωτής με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου (βλ. και Εφ αρ 491/2002 ο.π.) και αφήνει να επιβιώνουν όλες οι κοινές διατάξεις, με την έννοια της συρροής νόμιμων βάσεων, ακόμη και αν παρέχουν στον καταναλωτή μικρότερη προστασία από εκείνη του άρθ. 6 του ν. 2251/1994. Κατά τη νομολογία, οι κοινές διατάξεις για την αδικοπραξία εφαρμόζονται μόνο αν παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή ή πρόκειται για θέματα που δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση (I. Καράκωστας, ευθύνη παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, σελ. 103-104, ΑΠ 891/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 47/2006 ΕλΔ 2006.910).
XII. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθ. 6 παρ. 7 του ν. 2251/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση της με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση, οριζόταν ρητά "Η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχική οδύνη λόγω θανάτου". Ενόψει της διάταξης αυτής, δεν παρεχόταν απευθείας αξίωση για χρηματική ικανοποίηση για ζημία που προκλήθηκε από ελαττωματικό προϊόν, κατά του παραγωγού αυτού, η οποία (αξίωση) μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης του κοινού αδικοπρακτικού δικαίου (ΑΚ 914, 932) ή του διαμορφωθέντος νομολογιακού αδικοπρακτικού δικαίου της ευθύνης του παραγωγού (ΑΚ 914, 281, 288, 925 με ανάλογη εφαρμογή, 932). Να σημειωθεί, ότι μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του ν.2251/1994, το άρθρο 6 παρ. 7 ορίζει "Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου". Για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού κατά τις κοινές διατάξεις απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθρα 5 παρ. 1 του Συντάγματος, 200, 281, 288 ΑΚ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα χρηστά συναλλακτικό ήθη δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψεως όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητας (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειας της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων αποτελεί και η δραστηριότητα του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρεώσεως αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και τη διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα λοιπόν, αποτελεί παράνομη και κατ' αρχήν και υπαίτια (ΑΚ 330 εδ. β') συμπεριφορά που δικαιολογεί με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ' αρ. 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα. Απορρέει έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού. Επίσης με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου καθορίζεται η έννοια του ασφαλούς προϊόντος, όπως επίσης και οι περιστάσεις που διαμορφώνουν τον ορίζοντα ασφαλείας. Ως ασφαλές θεωρείται ένα προϊόν όταν, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες χρήσεως, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο η παρουσιάζει κινδύνους χαμηλού επιπέδου, οι οποίοι κρίνονται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και ασφάλειας των προσώπων (I. Καράκωστας, Προστασία του καταναλωτή, 1997, σελ. 126). Το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του προϊόντος (ΚΠολΔ 338 παρ. 1). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παραβάσεως συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρεώσεως του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διαθέσεως του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων και, συνεπώς, δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται δεκτό, έτσι, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ, που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των "σφαιρών επιρροής" προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και, αντίθετα, έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι, κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε υπαιτιότητα των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται (ΑΚ 71, 922). Έτσι, με αναστροφή του βάρους αποδείξεως, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική. Αντιθέτως, δεν ισχύουν τα ανωτέρω προκειμένου περί ελαττωμάτων σχετικών με την παροχή οδηγιών χρήσεως ή ελαττωμάτων σχετικών με την επισήμανση των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος, διότι είναι ευχερές για τον ζημιωθέντα να εντοπίσει την παντελή έλλειψη ή την ανεπαρκή επισήμανση των κινδύνων ή την παροχή εσφαλμένων ή ανεπαρκών οδηγιών χρήσεως του προϊόντος, εξαιτίας των οποίων επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα και, συνεπώς, ο ζημιωθείς βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη του πιο πάνω ελαττώματος (I. Καράκωστας, ευθύνη παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, ο.π., σελ. 39 επ., βλ. ενδ. και ΑΠ 81/1991 ΕλΔ 32.1215, ΑΠ 1051/2004, ΑΠ 891/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 226/2005 ο.π., ΕΑ 7878/2005 ΕλΔ 47.1483, ΕΑ 2216/2011 ο.π., ΕφΛαρ 491/2002 ο.π.).
XIII.
Εν προκειμένω, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος της τρίτης εναγόμενης εταιρίας, ως παραγωγού - κατασκευάστριας του ελαττωματικού, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, μηχανισμού καθαίρεσης, καθώς και της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, στην οποία ναυπηγήθηκε το πλοίο, ως παραγωγού του τελικού προϊόντος (πλοίου), στο οποίο ενσωματώθηκε ο ελαττωματικός μηχανισμός καθαίρεσης, για την αποκατάσταση της επικαλούμενης περιουσιακής ζημίας του πρώτου ενάγοντος και ήδη πρώτου εκκαλούντος της δεύτερης των υπό κρίση εφέσεων, λόγω σωματικής του βλάβης, που προκλήθηκε κατά την εργασία του στο συγκεκριμένο πλοίο από τη χρήση του ελαττωματικού μηχανισμού καθαίρεσης, θεμελιώνεται και στις ειδικές διατάξεις του ν. 2251/1994 για την ευθύνη του παραγωγού, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το ν. 3587/2007. Άλλωστε, κατά τα αναφερόμενα στο οικείο μέρος της προηγηθείσας νομικής σκέψης, ο μηχανισμός καθαίρεσης και το πλοίο θεωρούνται προϊόντα, που προέρχονται, αντίστοιχα, από παραγωγό κατά την έννοια της ειδικής ρύθμισης για την ευθύνη του παραγωγού και, άλλωστε, στον προστατευτικό σκοπό των ειδικών διατάξεων του ν. 2251/1994 εμπίπτουν οι ζημίες που επέρχονται στο πρόσωπο όχι μόνο του καταναλωτή που, ως τελικός αποδέκτης, χρησιμοποιεί ή αναλώνει το ελαττωματικό πράγμα για ιδιωτικούς λόγους, αλλά και του προσώπου που κάνει επαγγελματική χρήση του προϊόντος ή γενικότερα κάθε τρίτου ζημιωθέντος και τέτοιο ζημιωθέν πρόσωπο είναι και ο πρώτος ενάγων που, ως εργαζόμενος στο πλοίο, χρησιμοποίησε το, επικαλούμενο ως, ελαττωματικό προϊόν. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί προστασίας του καταναλωτή διατάξεις του ν. 2251/1994, με την αιτιολογία ότι στην κρινόμενη υπόθεση οι ενάγοντες δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθ. 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, εφόσον ο επικαλούμενος ως ελαττωματικός μηχανισμός καθαίρεσης της λέμβου ταχείας διάσωσης, αλλά και το πλοίο, στο οποίο αυτός είναι ενσωματωμένος, δεν αποτελούν τυποποιημένα προϊόντα που προσφέρονται ευρέως στη αγορά και κατευθύνονται στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, αφού κατασκευάστηκαν με ατομική παραγγελία και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ούτε αυτοί αποτελούν τους τελικούς αποδέκτες τους, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ειδικές διατάξεις του νομού για την ευθύνη του παραγωγού, κατά παραδοχή ως κατ' ουσίαν βάσιμου του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων. Βεβαίως, η αξίωση καθενός των εναγόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης θεμελιώνεται στις διατάξεις του κοινού αδικοπρακτικού δικαίου, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη.
XIV. Περαιτέρω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης.....αποδεικνύονται κατά στην κρίση του Δικαστηρίου τούτου ...ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εναγόντων Ν. Π., ήδη πρώτος εκκαλών - πρώτος εφεσίβλητος, ηλικίας σήμερα 40 ετών, εργαζόταν ως αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού μέχρι τις 14.3.2007, οπότε απολύθηκε λόγω "τραυματισμού εντός πλοίου", όπως θα γίνει ειδικότερα λόγος στη συνέχεια, έχοντας δίπλωμα Πλοιάρχου Α από το έτος 2006, πλην όμως εξακολουθούσε να εργάζεται ως πλοίαρχος Β' ναυτολογημένος στα πλοία εκμεταλλεύσεως της πρώτης των εφεσίβλητων πλοιοκτήτριας ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία "...". Στις 14.3.2007 ήταν ναυτολογημένος, δυνάμει της από 1.1.2007 σύμβασης ναυτολόγησης, που συνήψε με την πρώτη εφεσίβλητη πλοιοκτήτρια ναυτιλιακή εταιρία, στο Ε/Γ - Ο/Γ πλοίο της τελευταίας "...", ... με αριθμό .., με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου. Το πλοίο αυτό είχε ..., στο ναυπηγείο της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία "....". Στις 14.3.2007 και ώρα 09.45 το πλοίο αυτό ήταν πλαγιοδετημένο στην προβλήτα No 16 του λιμένα ... και ξεκίνησε η "προγραμματισμένη επιθεώρηση ελέγχου καλής λειτουργίας σύμφωνα με το σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης του ..." (Λέμβου Ταχείας διάσωσης). Το σύστημα καθαίρεσης της λέμβου αυτής, το οποίο είναι κατασκευής της τρίτης εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία "...", είχε υποβληθεί σε πενταετή έλεγχο στις 18.1.2006 από την εταιρία "...." (...) και σε ετήσιο έλεγχο στις 23.12.2006 από την τέταρτη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία "...", στο πλαίσιο των υποχρεωτικών περιοδικών ελέγχων. Πέραν όμως από τους ελέγχους αυτούς διενεργούνταν κάθε εβδομάδα, ανά μήνα και ανά τρεις μήνες, από προσωπικό του πλοίου και υπό την εποπτεία Αξιωματικών Γέφυρας και Μηχανής, μεταξύ άλλων, και έλεγχοι καλής λειτουργίας της Λέμβου Ταχείας Διάσωσης. Για την προαναφερόμενη ημέρα (14.3.2007) είχε προγραμματιστεί να διενεργηθεί ο μηνιαίος έλεγχος του συστήματος καθαίρεσης της Λέμβου Ταχείας Διάσωσης (Λ.Τ.Δ.), κατά τον οποίο θα ελέγχονταν το σύστημα αποκρίκωσης και ανακρέμασης της λέμβου, καθώς και η σωστή λειτουργία της μηχανής στο επίπεδο της θάλασσας, με επιβίβαση επί της ΛΤΔ προσωπικού για τη δοκιμή, σύμφωνα με τις σχετικές διαταγές του πλοιάρχου. Τον έλεγχο θα πραγματοποιούσε κλιμάκιο ναυτικών του πληρώματος του πλοίου αποτελούμενο από τον ύπαρχο Κ. Μ., τον υποπλοίαρχο Ι. Κ., το ναύκληρο Ι. Α., τον υποναύκληρο Κ. Γ., τον ηλεκτρολόγο Ν. Κ., το βοηθό ηλεκτρολόγου Κ. Σ. και τον ενάγοντα. Στις 10.00 η ώρα, όλοι οι προαναφερόμενοι που αποτελούσαν το κλιμάκιο πήγαν στο κατάστρωμα No 8, στο οποίο βρίσκονται τα χειριστήρια και ο μηχανισμός καθαίρεσης της λέμβου. Στα χειριστήρια του συστήματος πήγε ο ύπαρχος Κ. Μ. και ο υποπλοίαρχος Ι. Κ. ενημέρωσε το Λιμεναρχείο ότι θα ξεκινούσε η διαδικασία καθαίρεσης. Η έναρξη δοκιμής καλής λειτουργίας ξεκίνησε με τη μετακίνηση της ΛΤΔ από τη θέση στοιβασίας στη θέση επιβίβασης, χωρίς επιβαίνοντες και χωρίς να έχει απομακρυνθεί η επιπρόσθετη ασφάλεια ανακρέμασης. Το σύστημα, σύμφωνα με το ημερολόγιο του πλοίου, λειτούργησε κανονικά μέχρι του σημείου αυτού και για το λόγο αυτό επαναφέρθηκε η ΛΤΔ στην αρχική θέση στοιβασίας. Ο ναύκληρος Ιω. Α. ανέβηκε στη λέμβο, αφαίρεσε την επιπρόσθετη ασφάλεια ανακρέμασης και κατέβηκε από τη λέμβο. Από το χρονικό αυτό σημείο η λέμβος συγκρατείτο με το φρένο του μηχανισμού καθαίρεσης από το συρματόσχοινο ανακρέμασης. Με χειρισμούς του φρένου από τον ύπαρχο Κ. Μ. η λέμβος επαναφέρθηκε στη θέση επιβίβασης και επιβιβάστηκαν σ' αυτήν ο πρώτος ενάγων και 1. Α., προκειμένου να ελέγξουν την καλή λειτουργία του μηχανισμού αποκρίκωσης, φορώντας τον απαιτούμενο εξοπλισμό ασφαλείας (κράνος, σωσίβιο, μπότες ασφαλείας). Στη συνέχεια και περί ώρα 10.15 άρχισε η καθαίρεση της ΛΤΔ με χειριστή τον ύπαρχο Κ. Μ. Κατά τη διάρκεια της καθαίρεσης και ενώ η ΛΤΔ είχε διανύσει, χωρίς πρόβλημα, με τη συνήθη μικρή ταχύτητα ασφαλείας, μια κατακόρυφη απόσταση τριών (3) περίπου μέτρων από τη θέση επιβίβασης, εντελώς ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποιητική ένδειξη, το φρένο ελέγχου της ταχύτητας καθαίρεσης έπαψε να υπακούει στους χειρισμούς, με αποτέλεσμα η ΛΤΔ να πέσει απότομα και ανεμπόδιστη (χωρίς καμία αντίσταση) στη θάλασσα, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, από ύψος μεγαλύτερο των δέκα (10) μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Το συρματόσχοινο που συγκρατούσε τη λέμβο, συνδεδεμένο με το φρένο του συστήματος, ακολούθησε και αυτό την ελεύθερη πτώση, χωρίς να συγκρατεί - εμποδίζει την πτώση της λέμβου. Δεν είχε σπάσει ούτε είχε φύγει από τη θέση του, αλλά ενώ στην αρχή το φρένο λειτουργούσε και ρύθμιζε την ταχύτητα, με την οποία κατέβαινε η ΛΤΔ και συγκρατούσε το βάρος της εμποδίζοντας την να πέσει απότομα, έπειτα από τα τρία πρώτα μέτρα της καθοδικής κίνησης, το φρένο εξουδετερώθηκε, με αποτέλεσμα, λόγω του ότι η λέμβος βρισκόταν στον αέρα και σε συνδυασμό με το βάρος, να πέσει απότομα και με πολύ μεγάλη ταχύτητα στη θάλασσα. Εξαιτίας της σφοδρής και απότομης πτώσης της λέμβου στην επιφάνεια της θάλασσας, οι δύο επιβαίνοντες τραυματίστηκαν σοβαρά και μεταφέρθηκαν αμέσως με ασθενοφόρο, του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο ... "Ο ...". Εκεί διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος ενάγων είχε υποστεί εκρηκτικό κάταγμα Θ12 σπονδύλου και κάταγμα 01 σπονδύλου συνοδευόμενα από νευρολογική βλάβη Frankel Β (παραπληγία) και για το λόγο αυτό υποβλήθηκε αμέσως σε χειρουργική επέμβαση με κυφοπλαστική 01, οπίσθια σπονδυλοδεσία Θ9 - 04, (δε) ημιπεταλεκτομή Θ12 και πρόσθια μερική απώθηση των οστικών τεμαχίων που προέβαλαν εντός του σπονδυλικού σωλήνα και ασκούσαν πίεση επί του νωτιαίου μυελού. Παρέμεινε νοσηλευόμενος στο ανωτέρω Νοσοκομείο μέχρι τις 4.4.2007, οπότε έλαβε εξιτήριο και αυθημερόν εισήχθη στο "... Α.Ε.", από το οποίο εξήλθε στις 25.8.2007. Στις 27.8.2007 εισήχθη εκ νέου στο πιο πάνω αναφερόμενο Νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε αποσυμπίεση και πρόσθια σπονδυλοδεσία στο επίπεδο του Θ12 με χρήση κλωβού τιτανίου και αυτομοσχεύματος. Παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 4.9.2007, οπότε έλαβε εξιτήριο και έκανε εκ νέου εισαγωγή στο "...", στο οποίο παρέμεινε μέχρι τις 16.3.2009, οπότε εξήλθε κατ' ανάγκην, λόγω οικονομικής αδυναμίας του να ανταποκριθεί στη δαπάνη των νοσηλίων, τα οποία μέχρι τότε κατέβαλλε η πρώτη εφεσίβλητη πλοιοκτήτρια εταιρία, η οποία και έπαυσε έκτοτε να τα καλύπτει. Συνεπεία του ατυχήματος ο πρώτος ενάγων παρουσιάζει μόνιμη κινητική αναπηρία, δηλαδή είναι παράλυτος από τη μέση και κάτω σε ποσοστό 100%. Μετακινείται μόνο με αναπηρικό αμαξίδιο και δεν μπορεί να στηριχθεί στα πόδια του ούτε να περπατήσει. Παράλληλα, παρουσιάζει σοβαρές ορθοκυστικές και στυτικές διαταραχές, συνεπεία της σπόνδυλο-μυελικής κακώσεως που υπέστη. Η ούρηση και η αφόδευση του γίνονται με τη βοήθεια τεχνητών μέσων, πράγμα που καθιστό αναγκαία τη μόνιμη βοήθεια του από έτερο πρόσωπο, ενώ έχει καταστεί σεξουαλικά ανίκανος. XV. Αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι αμέσως μετά το ατύχημα επέβη στο πλοίο κλιμάκιο της Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πατρών προς επιθεώρηση της βλάβης στο σύστημα καθαίρεσης της ΛΤΔ και άρχισε η εξάρμωση του συστήματος καθαίρεσης παρουσία των Επιθεωρητών, τεχνικών της πλοιοκτήτριας εταιρίας, καθώς και τεχνικών της τέταρτης εναγόμενης- εφεσίβλητης εταιρίας "...", με εξουσιοδοτημένο υπεύθυνο της εταιρίας αυτής τον Γ. Β., οι οποίοι είχαν κληθεί από την πλοιοκτήτρια εταιρία προκειμένου να εντοπίσουν και αποκαταστήσουν τυχόν τεχνική βλάβη. Παράλληλα, επέβη στο πλοίο και ο ηλεκτρολόγος μηχανικός Ι. Α., ο οποίος διορίστηκε αμέσως ως πραγματογνώμονας για την εξακρίβωση των αιτίων και συνθηκών του ατυχήματος από τον αξιωματικό του Κεντρικού Λιμεναρχείου ..., ο οποίος είχε αναλάβει τη διενέργεια της σχετικής ανάκρισης. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, ο οποίος έχει συντάξει και την πιο πάνω αναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ζήτησε αρχικά από τους τεχνικούς του πλοίου και της τέταρτης εναγομένης μια πρώτη απλή τεχνική περιγραφή του συστήματος καθαίρεσης της ΛΤΔ και του εξοπλισμού και των μηχανισμών που συμμετέχουν στο σύστημα αυτό ή που επηρεάζουν το σύστημα, καθώς και των ακολουθούμενων διαδικασιών ελέγχου, εντοπισμού και αποκατάστασης βλαβών, με ιδιαίτερη αναφορά στα υπάρχοντα συστήματα ασφαλείας και τους τηρούμενους κανόνες ασφαλείας. Να σημειωθεί ότι ο άνω μηχανισμός καθαίρεσης, κατασκευής της τρίτης εναγόμενης-τρίτης εφεσίβλητης εταιρίας, πωλήθηκε από την τελευταία στη δεύτερη εναγόμενη-δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία ναυπήγησε το ανωτέρω πλοίο "...", επί του οποίου τοποθετήθηκε σταθερό ο εν λόγω μηχανισμός. Σκοπός του είναι η ταχεία καθέλκυση και ανέλκυση της λέμβου ταχείας διάσωσης-για την άμεση επέμβαση σε έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο μπορεί να είναι η διάσωση ενός ναυαγού ή επιβάτη του πλοίου που έτυχε να πέσει στη θάλασσα. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός αποτελείται από την επωτίδα, δηλαδή το βραχίονα στήριξης της ΛΤΔ, το WINCH, δηλαδή το βαρούλκο, το υδραυλικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει την αντλία ελαίου, τις ηλεκτροβαλβίδες και συστήματα ελέγχου πιέσεως ελαίου και στάθμης ελαίου (για το οποίο και θα γίνει λόγος ειδικότερα παρακάτω), το χειριστήριο και τον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και αυτοματισμό. Κατά τη διερεύνηση από τον πραγματογνώμονα των τεχνικών στοιχείων που σχετίζονται με την εξέλιξη της ανεξέλεγκτης πτώσης της ΛΤΔ, σε σχέση με τον τρόπο που έγινε ο χειρισμός και τη δυνατότητα που είχε το προσωπικό του πλοίου και οι αξιωματικοί να προβλέψουν τον κίνδυνο και ποια είναι τα συστήματα ασφαλείας (αποκλεισμού του κινδύνου πτώσης), προέκυψε ότι η καθαίρεση των φορτίων (Λέμβος Ταχείας Διάσωσης και προσωπικό) μέχρι ενός μέγιστου επιτρεπτού φορτίου πρέπει να πραγματοποιείται με τη βαρύτητα, χωρίς να επεμβαίνει κάποιος κινητήριος μηχανισμός, και η διατήρηση της ταχύτητας καθόδου του φορτίου μέσα σε επιτρεπτά όρια να επιτυγχάνεται από ένα συνδυασμό φρένων και συγκεκριμένα από ένα χειροκίνητα ελεγχόμενο φρένο με "ταμπούρα" και ένα φυγοκεντρικό φρένο, γεγονός άλλωστε, που συνομολογείται και από την τρίτη των εφεσίβλητων και για το οποίο έχει καταθέσει στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο εξετασθείς με επιμέλεια της μάρτυρας ανταπόδειξης. Το χειροκίνητο φρένο είναι ένα φρένο ξηράς τριβής, ελεγχόμενο από ένα μηχανισμό μοχλού και έκκεντρου από το εξωτερικό μέρος του μοχλού του φρένου. Το φυγοκεντρικό φρένο-ελεγκτής είναι ένα τύμπανο ξηράς τριβής, που χρησιμοποιεί "σιαγόνες" φρένου, δυνάμενες να περιστραφούν περί άξονα. Με την περιστροφή του άξονα οι σιαγόνες με τη βοήθεια της φυγόκεντρης δύναμης "ανοίγουν" και πιέζονται κάθετα και σε επαφή με την εσωτερική πλευρά ενός σταθερού τύμπανου, μόλις η ταχύτητα περιστροφής του άξονα υπερβεί μια προρυθμισμένη τιμή. Ο ρυθμός της ταχύτητας καθόδου της ανέμης περιτύλιξης του συρματόσχοινου (βαρούλκου) έπρεπε να ελέγχεται μέσω του χειρισμού, είτε του ως άνω χειροκίνητου φρένου με ενεργοποίηση από δύο θέσεις, είτε από την αυτόματη ενεργοποίηση του φυγοκεντρικού φρένου, όταν η ταχύτητα υπερβεί μια συγκεκριμένη προρυθμισμένη τιμή, οπότε ενεργοποιούνται οι σιαγόνες του φυγοκεντρικού φρένου. Έτσι, η ανεμπόδιστη πτώση της ΑΤΔ έπρεπε να αποκλείεται ακόμη και σε περίπτωση λάθους κατά το χειρισμό του χειροκίνητου φρένου. Με βάση την τεχνική αυτή προσέγγιση, οι τεχνικοί της τέταρτης εφεσίβλητης, η οποία είχε αναλάβει τον εντοπισμό και αποκατάσταση της βλάβης, είχαν στρέψει όλη την προσπάθεια προς εντοπισμό αυτής ξεκινώντας από τον έλεγχο των φρένων. Για το σκοπό αυτό είχαν ήδη προχωρήσει στην αποσυναρμολόγηση του κελύφους των φρένων, τα οποία είχαν ελέγξει στα βασικά σημεία τους και δεν είχαν εντοπίσει κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια, ελέγχθηκαν οι παρεμβαλλόμενοι άξονες στη μετάδοση της κίνησης και η πιθανή φθορά γραναζιών εμπλοκής στα κιβώτια μετάδοσης της κίνησης από τον άξονα των φρένων μέχρι τον άξονα του τύμπανου, καθότι αξιολογήθηκε ότι η συμπεριφορά κατά την ανεξέλεγκτη πτώση είχε τα χαρακτηριστικά σαν να είχε κοπεί "στεγνά" κάποιος άξονας. Κατά τον έλεγχο που έγινε, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει εγκατεστημένο κεντρικό συγκρότημα υδραυλικής κίνησης δίπλα στο χειριστήριο καθαίρεσης της ΛΤΔ, από το οποίο αναχωρούν γραμμές (σωληνώσεις) κίνησης και ελέγχου προς διάφορα σημεία του μηχανισμού καθαίρεσης. Κρίθηκε απαραίτητο από τον πραγματογνώμονα να αναλυθεί από το αρχικό στάδιο ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος αυτού και να αξιολογηθεί η τυχόν συσχέτισή του με τη δυσλειτουργία που προξένησε το ατύχημα. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι επί του κιβωτίου μετάδοσης της κίνησης του παρεμβαλλόμενου μεταξύ τύμπανου και φρένων, υπάρχει προσαρτημένο ένα υδραυλικό συγκρότημα κινητήρα - φρένου. Η εξήγηση για το ρόλο του εν λόγω κινητήρα μετά φρένου, που έδωσε ο ως άνω εκπρόσωπος της τέταρτης εφεσίβλητης - εναγομένης "..." στον πραγματογνώμονα, ήταν ότι χρησιμεύει μόνο για την αντιστάθμιση του κυματισμού κατά την ανέλκυση της ΑΤΔ σε περίπτωση κυματισμού (όπως θα αναφερθεί ειδικότερα στη συνέχεια) και ότι ουδόλως σχετίζεται με τη λειτουργία καθαίρεσης και δεν επηρεάζει την κίνηση του τύμπανου του βαρούλκου κατά την καθαίρεση της λέμβου. Βέβαια, ήταν ξεκάθαρη η άποψη των τεχνικών ότι στην προαναφερθείσα φάση μεταφοράς της λέμβου από τη θέση στοιβασίας στη θέση επιβίβασης προς καθαίρεση, είναι απαραίτητη η λειτουργία των υδραυλικών συστημάτων. Ωστόσο, μετά από αίτημα του πραγματογνώμονα να προσκομιστούν τεχνικά φυλλάδια, στα οποία να εμφανίζονται τα προαναφερόμενα υδραυλικά μέρη (κινητήρας και υδραυλικό φρένο), διαπιστώθηκε ότι τα τεχνικό φυλλάδια, που περιλαμβάνονταν στο διατηρούμενο στο πλοίο τεχνικό εγχειρίδιο του κατασκευαστή και έθετε η πλοιοκτήτρια στη διάθεση των διενεργούντων τη συντήρηση και τους περιοδικούς ελέγχους του μηχανισμού καθαίρεσης, δεν ανταποκρίνονταν στον υδραυλικό κινητήρα που ήταν εγκατεστημένος, ενώ δεν διατίθεντο καθόλου τεχνικά φυλλάδια του κατασκευαστή για το υδραυλικό φρένο, όπως θα γίνει λόγος ειδικότερα και παρακάτω. Διαπιστώθηκε ακόμη, ότι για να είναι δυνατή η μετάδοση της κίνησης από τον άξονα του βαρούλκου (τύμπανου) περιτύλιξης του συρματόσχοινου, προς τον άξονα των φρένων, επομένως για να είναι δυνατό το φρενάρισμα του τυμπάνου περιτύλιξης, άρα και η αποτροπή της καθόδου της λέμβου μέσω της ενεργοποίησης των φρένων (χειροκίνητου ή φυγοκεντρικού), απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να βρίσκεται ταυτόχρονα σε εμπλοκή (φρεναρισμένο) και το υδραυλικό φρένο του υδραυλικού κινητήρα, που είναι προσαρμοσμένο στο κιβώτιο μετάδοσης της κίνησης από το τύμπανο των συρματόσχοινων στον άξονα των φρένων. Την τεχνική αυτή λεπτομέρεια, όπως διαπιστώθηκε από τον πραγματογνώμονα, την αγνοούσαν οι τεχνικοί της τέταρτης εφεσίβλητης που επενέβησαν για τον έλεγχο και την αποκατάσταση της βλάβης, μέχρι η διαδικασία αποσυναρμολόγησης και ελέγχων να φθάσει στο σημείο εκείνο, της εμπλοκής, δηλαδή, του άξονα του υδραυλικού κινητήρα με το προαναφερόμενο κιβώτιο μετάδοσης της κίνησης. Πράγματι, για όσο χρόνο το συγκρότημα υδραυλικού κινητήρα - φρένου ήταν αποσυναρμολογημένο από το κιβώτιο μετάδοσης της κίνησης, δεν ήταν δυνατή η μετάδοση της κίνησης από την είσοδο στην έξοδό του. Η διαπίστωση αυτή δημιούργησε την ανάγκη εκ μέρους του πραγματογνώμονα να αναλυθεί σε βάθος η συμμετοχή του υδραυλικού φρένου στο ατύχημα. Προς τούτο, η αποσυναρμολόγηση συνεχίστηκε όλη τη νύχτα της 14ης προς 15η Μαρτίου 2007 και αφού δεν υπήρξε οποιοδήποτε αξιοποιήσιμο εύρημα, αποφασίσθηκε από τους τεχνικούς και τον πραγματογνώμονα να επανασυναρμολογηθούν τα διάφορα εξαρτήματα προκειμένου να ελεγχθεί εάν είχε αποκατασταθεί η δυσλειτουργία του μηχανισμού καθαίρεσης. Μετά την επανασυναρμολόγηση και με το υδραυλικό φρένο σε θέση ηρεμίας, δηλαδή σε κατάσταση "φρεναρισμένο", η αποκατάσταση της μετάδοσης της κίνησης από το τύμπανο στον άξονα των μηχανικών φρένων ελέγχου της ταχύτητας καθαίρεσης ήταν δυνατής δηλαδή είχε αποκατασταθεί η δυνατότητα ακινητοποίησης του τυμπανου του βαρούλκου μέσω των φρένων. Έτσι, στις 15.3.2007, ήτοι την επόμενη μόλις ημέρα από το ατύχημα, έγινε, παρόντος και του πραγματογνώμονα, πραγματική δοκιμή καθαίρεσης της ΛΤΔ υπό φορτίο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, και η δοκιμή υπήρξε επιτυχής μέχρι την πλήρη καθαίρεση της λέμβου. Έχοντας ο πραγματογνώμονας την ισχυρή πεποίθηση, με βάση τις μέχρι τότε ως άνω διαπιστώσεις και τεχνικές πληροφορίες, ότι η συμμετοχή του υδραυλικού συστήματος στην πρόκληση του ατυχήματος αποτελούσε την πλέον πιθανή αιτία, συνέχισε την περαιτέρω τεχνική διερεύνηση με βάση το τηρούμενο στο πλοίο τεχνικό εγχειρίδιο της Λέμβου Ταχείας Διάσωσης, πλην όμως, προέκυψε η ανάγκη για περαιτέρω διευκρινίσεις που δεν καλύπτονταν επαρκώς από το εγχειρίδιο και τις μέχρι τότε παρασχεθείσες πληροφορίες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη συμμετοχή του υδραυλικού συστήματος στην εξέλιξη του συμβάντος. Προς το σκοπό αυτό, στις 15.3.2007 απευθύνθηκε η πλοιοκτήτρια εταιρία προς την τρίτη εναγομένη - εφεσίβλητη κατασκευάστρια του συστήματος ... (Λέμβου Ταχείας Διάσωσης), ο τεχνικός Διευθυντής της οποίας, Γ. Μ., μηχανολόγος μηχανικός, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της και ως μάρτυρας ανταπόδειξης στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διενήργησε έλεγχο του συστήματος αυτού στις 26.3.2007, αφού επισκέφθηκε το πλοίο ενώ αυτό βρισκόταν στο λιμάνι της Βενετίας, και εξήγησε, ενώπιον και του άνω πραγματογνώμονα, το σκοπό και τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του υδραυλικού κινητήρα. Ο επίμαχος, λοιπόν, υδραυλικός κινητήρας (No 85) είναι προορισμένος να "μαζεύει" τα χαλαρά ("μπόσικα") του συρματόσχοινoυ κατά την αντιστάθμιση του κυματισμού της θαλάσσης. Όταν, δηλαδή, κατά την ανέλκυση της ΛΤΔ, υπάρχει λόγω του κυματισμού μια ταχύτητα ανόδου μεγαλύτερη από εκείνη που εφαρμόζει ο ηλεκτρικός κινητήρας, ο οποίος είναι σε λειτουργία για την ανέλκυση της λέμβου, τα τανυσμένα συρματόσχοινα χαλαρώνουν και ένα όργανο-μέτρησης της δύναμης που ασκείται στο συρματόσχοινο (δυναμοκυψέλη), δίνει εντολή, σε συνδυασμό με την επικράτηση και άλλων συνθηκών, στο άνοιγμα μιας βαλβίδας (της βαλβίδας No 15), η οποία επιτρέπει την απασφάλιση του φρένου No 85, ήτοι του υδραυλικού φρένου. Με την απεμπλοκή του φρένου αποδεσμεύεται η κίνηση του υδραυλικού κινητήρα και προστίθεται στην ταχύτητα του κύριου ηλεκτρικού κινητήρα, αυξάνοντας τη συνολική ταχύτητα, με αποτέλεσμα να διατηρεί τα σχοινιά (συρματόσχοινα) ρυμούλκησης τεντωμένα. Μόλις τα συρματόσχοινα τανυστούν, το αισθητήριο της τάνυσης (δυναμοκυψέλη) παύει να δίνει την εντολή για να ενεργοποιηθεί η βαλβίδα No 15, επομένως, σταματά να δίνει λάδι υπό πίεση στο φρένο και το υδραυλικό φρένο ξαναφρενάρει. Το υδραυλικό φρένο, επομένως, όταν μέσα από αυτό δεν περνάει λάδι υπό πίεση, όπως πρέπει να γίνεται σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας (και έπρεπε να είχε γίνει στην περίπτωση της καθαίρεσης κατά το συμβάν), πρέπει να είναι ενεργοποιημένο (φρεναρισμένο), ενώ αποδεσμεύεται μόνο κατά τη διαδικασία ανέλκυσης με ταυτόχρονη αντιστάθμιση κυματισμού. Η αποδέσμευση, λοιπόν, του υδραυλικού φρένου επιτυγχάνεται υπό την επενέργεια του υδραυλικού λαδιού υπό πίεση, η οποία πίεση επιτυγχάνεται από το ελαιοδυναμικό συγκρότημα και την οποία επιτρέπουν να φθάσει μέχρι το υδραυλικό φρένο, οι ηλεκτρομαγνητικές βαλβίδες: Η βαλβίδα No 11, με κατάλληλο χειρισμό στο χειριστήριο (θέση WINCH SELECTION), η βαλβίδα No 15 (που στη συγκεκριμένη περίπτωση βρέθηκε κολλημένη, όπως θα γίνει λόγος ειδικότερα στη συνέχεια), η οποία ενεργοποιείται και επιτρέπει να διέλθει από αυτήν προς τον υδραυλικό κινητήρα και το φρένο λάδι υπό πίεση, και η βαλβίδα No 12, η οποία ενεργοποιείται από αυτόματη ηλεκτρική εντολή που θα πάρει από μία δυναμοκυψέλη, μέσω μιας σειράς ηλεκτρονικών κυκλωμάτων (πλακετών) όταν τα συρματόσχοινα ανάρτησης είναι χαλαρό. Κατά τον έλεγχο του υδραυλικού συστήματος από τον άνω Τεχνικό Διευθυντή της τρίτης εφεσίβλητης Γ. Μ., βρέθηκε κολλημένη λόγω σκουριάς η προαναφερόμενη ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα No 15, η οποία επιτρέπει τη διέλευση ελαίου υπό πίεση. Το γεγονός αυτό, κατά την άποψη του ιδίου Τεχνικού Διευθυντή, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση και της, επίσης προαναφερθείσας βαλβίδας No 12, η οποία ενεργοποιείται και επιτρέπει τη διέλευση ελαίου μόνον όταν τα συρματόσχοινα είναι χαλαρά, είχε ως αποτέλεσμα την πλήρωση του δικτύου με λάδι, την απελευθέρωση μιας τρίτης βαλβίδας (No 19), λόγω του γεγονότος ότι στον άξονα του υδραυλικού κινητήρα είχε αναπτυχθεί μία δύναμη πάνω από 5,5 kN (περίπου 500 Kg) και εν τέλει, την πτώση της ΛΤΔ με ανεξέλεγκτη ταχύτητα, σε κατάσταση αντιστάθμισης κυματισμού (sea swell compensator). Η εξήγηση αυτή δόθηκε και εγγράφως από τον ως άνω Τεχνικό Διευθυντή της τρίτης εφεσίβλητης, με το από 26.3.2007 έγγραφο, που υπογράφει ο ίδιος. XVI. Υπό τα προεκτεθέντα, αποδεικνύεται ότι η ελεύθερη και ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ, που προκάλεσε το ατύχημα οφείλεται στην, κατά την καθαίρεση - καθέλκυση της λέμβου, αποσύμπλεξη - απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου, το οποίο ήταν προσαρτημένο στη θέση εμπλοκής του υδραυλικού κινητήρα αντιστάθμισης κυματισμού με το μηχανισμό μετάδοσης της κίνησης από τα φρένα ελέγχου της ταχύτητας καθαίρεσης (χειροκίνητο και φυγοκεντρικό) προς το τύμπανο περιέλιξης του συρματόσχοινου του βαρούλκου καθαίρεσης και ανέλκυσης της ΛΤΔ, με αποτέλεσμα η ενεργοποίηση του χειροκίνητου φρένου από το χειριστή να ακυρωθεί και να μη μπορεί να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ στη θάλασσα. Πρέπει να σημειωθεί, ότι στο τεχνικό εγχειρίδιο του κατασκευαστή (manual), που είχε παραδοθεί στην πλοιοκτήτρια και συνόδευε το πλοίο, δεν υπήρχε κανένα στοιχείο σχετικά με το υδραυλικό φρένο No 85 και δεν αναφερόταν τίποτα σχετικό με την ασφάλεια και την ανάγκη περιοδικού ελέγχου στα υδραυλικά συστήματα και κυρίως, σε εκείνα τα μέρη που έχουν άμεση επίπτωση στην ασφάλεια του συστήματος καθαίρεσης έναντι ελεύθερης πτώσης, γεγονός που διαπίστωσε ο ανωτέρω πραγματογνώμονας όταν ζήτησε σχέδιο ή τεχνικό φυλλάδιο του υδραυλικού φρένου και υδραυλικού κινητήρα. Μάλιστα, ελλείψει τέτοιου σχεδίου και σχετικού στοιχείου, ο ανωτέρω Τεχνικός Διευθυντής της τρίτης εφεσίβλητης σχεδίασε το σύστημα σε πρόχειρο σκαρίφημα (το οποίο επισυνάπτει ο πραγματογνώμονας στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του) και επεξήγησε το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του υδραυλικού φρένου, κατά τα προαναφερθέντα. Με την από 27.3.2007 επιστολή της προς την πλοιοκτήτρια εταιρία "..." η τρίτη εφεσίβλητη κατασκευάστρια του μηχανισμού καθαίρεσης "...." αφού επισημαίνει, δια του ανωτέρω Τεχνικού Διευθυντή της, το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καθέλκυσης δεν είναι απαραίτητη η λειτουργία του υδραυλικού συγκροτήματος, από τη στιγμή που η λέμβος είναι στη θέση επιβίβασης, συνιστά, στη συνέχεια, προς αποφυγή της πιθανότητας τυχαίου ανοίγματος του υδραυλικού φρένου του συστήματος (η απενεργοποίηση του οποίου προκάλεσε το ατύχημα), την τοποθέτηση σφαιρικού διακόπτη (επιστομίου) στη γραμμή του υδραυλικού φρένου του "αντισταθμιστή κυματισμού" και να χορηγηθούν κατάλληλες οδηγίες στους χειριστές. Επίσης, και στην από 28.3.2007 "Έκθεση συντήρησης" της τρίτης εφεσίβλητης, που υπογράφει ο Γ. Μ., επαναλαμβάνεται η ανάγκη τοποθέτησης του επιστομίου και αναφέρεται χαρακτηριστικά "... Ένα επιπρόσθετο σύστημα για την αποφυγή βλάβης (δυσλειτουργίας) στο υδραυλικό σύστημα είναι να τοποθετηθεί στη γραμμή φρένου ένας λεβιές (επιστόμιο), προκειμένου να αποφευχθεί τυχαίο άνοιγμα (απεμπλοκή) του υδραυλικού φρένου, οφειλόμενο το άνοιγμα είτε σε υδραυλική βλάβη (δυσλειτουργία) είτε σε ανθρώπινο λάθος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καθέλκυσης της ΛΤΔ". Επιπροσθέτως, η τρίτη εφεσίβλητη με την από 3.4.2007 επιστολή της προς τον ..., την οποία υπογράφει ο ως άνω Τεχνικός Διευθυντής της και μάρτυρας ανταπόδειξης Γ. Μ., ζήτησε την έγκριση του Νηογνώμονα για την τοποθέτηση λεβιέ (επιστομίου) από ατσάλι στο υδραυλικό φρένο, προς αποφυγή οιασδήποτε βλάβης των υδραυλικών φρένων που θα γίνει από ατυχή ενεργοποίηση των μηχανισμών του υδραυλικού συστήματος ή από ανθρώπινο λάθος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εν λόγω επιστολή "..1. Για να αποφύγουμε υδραυλική αστοχία του υδραυλικού φρένου που μπορεί να ενεργοποιηθεί τυχαία από μηχανική/υδραυλική αστοχία ή ανθρώπινο σφάλμα, θα θέλαμε να τοποθετήσουμε στην σωλήνα του υδραυλικού φρένου ένα επιστόμιο από ανοξείδωτο χάλυβα. 2.Παρακαλώ ενημερώστε μας εάν υπάρχει αντίρρηση να τοποθετηθούν δύο σωληνώσεις ως απεικονίζονται στη συνημμένη φωτογραφία.". Πράγματι, μετά ταύτα, η πλοιοκτήτρια: εταιρία προχώρησε σε εγκατάσταση επιστομίου στον υδραυλικό σωλήνα, που επιτρέπει να οδηγούνται τα λάδια προς το υδραυλικό φρένο, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος επανάληψης παρόμοιου ατυχήματος. Σημειωτέον, ότι στους Πλοιάρχους/Α' Μηχανικούς των πλοίων της άνω πλοιοκτήτριας ("..." όπου έγινε το ατύχημα, "..." απεστάλη; στη συνέχεια Εγχειρίδιο/Εντυπο/ Σχέδιο/Πιστοποιητικό του επίμαχου συστήματος ... davit, που περιλάμβανε: 1. Νέο σχέδιο υδραυλικού δικτύου, 2. ... (Ιταλικού Νηογνώμονα) - Έγκριση τοποθέτησης επιστομίου στο υδραυλικό φρένο και 3. ... - Έγκριση για τοποθέτηση κομπόσχοινων στο ..., με την παράκληση να τοποθετηθούν οι επιστολές στο manual του πλοίου και να αντικατασταθεί το σχέδιο (βλ. το από 13.4.2007 "Σημείωμα Αποστολής Εγχειριδίου/Εντύπου/Σχεδίου" του Δ/ντη Μηχανολογικού Γ. Λ.). Η σύσταση της τρίτης εφεσίβλητης για την τοποθέτηση επιστομίου, ώστε ο χειριστής, κλείνοντας το επιστόμιο, να εξασφαλίζει τη διακοπή της ροής του υδραυλικού ελαίου στον υδραυλικό κινητήρα και το προσαρτημένο σ' αυτόν υδραυλικό φρένο, ώστε αυτό να παραμένει μόνιμα ενεργοποιημένο (φρεναρισμένο) και να μην υπάρχει κίνδυνος απεμπλοκής του από οποιαδήποτε τεχνική βλάβη, δυσλειτουργία ή ακόμη και εσφαλμένο χειρισμό, και πολλώ μάλλον, η τοποθέτηση, εν τέλει, του προταθέντος επιστομίου, συνηγορεί σαφώς στην κρίση, ενώ συγχρόνως, αποτελεί, σύμφωνα και με τους κανόνες της κοινής λογικής, και παραδοχή της κατασκευάστριας τρίτης εφεσίβλητης, ότι ο αρχικός σχεδιασμός του μη¬χανισμού καθαίρεσης της ΛΤΔ, στον οποίο δεν προβλεπόταν τέτοιο επιστόμιο ήταν ελαττωματικός, στο μέτρο που επέτρεπε η απενεργοποίηση, για οποιοδήποτε λόγο (π.χ. κόλλημα ηλεκτρομαγνητικών βαλβίδων), του υδραυλικού φρένου κατά τη διαδικασία της καθαίρεσης, να ακυρώσει τη λειτουργία ελέγχου της ταχύτητας καθέλκυσης της AT Δ) μέσω του χειροκίνητου και του φυγοκεντρικού φρένου. Το γεγονός ότι η τοποθέτηση του επιστομίου προτάθηκε από την τρίτη εναγόμενη κατασκευάστρια του μηχανισμού καθαίρεσης δια του ανωτέρω Τεχνικού Διευθυντή της ως αντιμετώπιση του προβλήματος που εμφάνισε ο συγκεκριμένος μηχανισμός και δεν αποτέλεσε απαίτηση ούτε σύσταση της πλοιοκτήτριας εταιρίας, όπως εντελώς αβάσιμα υποστηρίζει ή τρίτη εναγομένη, επιβεβαιώνεται, πέραν των προεκτεθέντων, και από την επιστολή που απέστειλε η πλοιοκτήτρια, που την υπογράφει για λογαριασμό της ο Σ. Π., προς την τρίτη εναγομένη, και αναφέρει χαρακτηριστικά: "Α. Μ., κατόπιν της επιστολής σας της 27.3.2007, που αφορούσε την πρόταση σας για τοποθέτηση επιστομίων στη σωλήνα του υδραυλικού φρένου πληροφορηθείτε ότι συμφωνούμε υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η αλλαγή θα εγκριθεί από το Νηογνώμονα που πιστοποίησε το εν λόγω σύστημα.". Εξάλλου, όπως διαπίστωσε ο πραγματογνώμονας, και η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από αντίθετο αποδεικτικό μέσο, ούτε η δεύτερη, ούτε η τρίτη των εφεσιβλήτων αποδεικνύουν το αντίθετο, στις οδηγίες του εγχειριδίου λειτουργίας της εφεσίβλητης κατασκευάστριας εταιρίας, αναφορικά με τα συστήματα ασφαλείας, δεν αναφέρεται ότι υπάρχει προφανής συσχέτιση του υδραυλικού συστήματος με την ασφάλεια έvαvτι της ανεξέλεγκτης πτώσης της ΛΤΔ, ούτε αναφέρονται απαραίτητοι έλεγχοι που θα έπρεπε να γίνονται στο υδραυλικό σύστημα και στα επιμέρους υδραυλικά εξαρτήματα, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται παντελώς η άμεση επίπτωση που έχει μια βλάβη αυτών στην ασφάλεια των χειριστών του συστήματος καθαίρεσης-ανέλκυσης, με σοβαρές συνέπειες. Περαιτέρω, σύμφωνα με την πιο πάνω αναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η κακή λειτουργία (απεμπλοκή) του υδραυλικού φρένου οφείλεται σε διαπιστωθείσα βλάβη ηλεκτροβαλβίδας υδραυλικών ελαίων (η οποία βρέθηκε κολλημένη) σε συνδυασμό με την επικράτηση και άλλων συνθηκών/βλαβών, για τις οποίες, παρόλο ότι εντοπίστηκαν τεχνικό δεν εξιχνιάστηκε πλήρως η τεχνική αιτία πρόκλησης τους. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η ηλεκτροβαλβίδα No 15 βρέθηκε ανοικτή, επειδή είχε κολλήσει λόγω σκουριάς, από μόνο του δεν αρκούσε, όπως εμμέσως πλην σαφώς, διαπιστώνει και ο πραγματογνώμονας και υποστηρίζουν, άλλωστε, και η δεύτερη και η τρίτη των εφεσίβλητων, για να προκαλέσει την απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου και συνακόλουθα την ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ, διότι έπρεπε να επικρατούν συγχρόνως και άλλες συνθήκες, καθώς η εν λόγω ανοιχτή βαλβίδα από μόνη της δεν επηρεάζει το φρένο του υδραυλικού κινητήρα, καθόσον δεν υπάρχει ροή υδραυλικού ελαίου υπό πίεση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα υπ' αριθ. 4013/11.5.2010 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Ε. Π., μηχανολόγου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια της τρίτης εφεσίβλητης και συμπορεύεται απολύτως με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, στη διαδικασία καθαίρεσης, η ελεύθερη πτώση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί εφόσον το σύστημα αντιστάθμισης κυματισμού είναι εν ενεργεία, έχοντας κάνει τις ακόλουθες κινήσεις: Ι. Να είναι ενεργοποιημένη η μονάδα υδραυλικής ισχύος. 2. Ο διακόπτης επιλογής ΒΡΑΧΙΩΝ - ΒΑΡΟΥΛΚΟ να είναι τοποθετημένος στη θέση ΒΑΡΟΥΛΚΟ (WINCH). 3. Να είναι πατημένο το BUTTON για την αντιστάθμιση του κυματισμού (SEA COMPENCE) και 4. Η ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα No 15, που τροφοδοτεί τον υδραυλικό κινητήρα και• το φρένο, να είναι ανοιχτή. Οι τέσσερις ανωτέρω συνθήκες πρέπει να ισχύουν ταυτόχρονα, προκειμένου να επέλθει απελευθέρωση του υδραυλικού φρένου και ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ.
Εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε, στις 26.3.2007, ήτοι 12 ημέρες μετά το ατύχημα, διαπιστώθηκε -το πρώτον- από τεχνικούς της τρίτης εφεσίβλητης, ότι η ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα No 15, που επιτρέπει τη ροή λαδιού προς το φρένο του υδραυλικού κινητήρα, ήταν κολλημένη (ανοικτή). Ωστόσο, η βαλβίδα αυτή πρέπει να ήταν κολλημένη και πριν από το ατύχημα, αφού, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης, μετά από. την πλήρη αποσυναρμολόγηση, εξέταση και επανασυναρμολόγηση, χωρίς αντικατάσταση ελαττωματικών εξαρτημάτων στο σύστημα καθαίρεσης, οι δοκιμές που έγιναν στις 15.3.2007, ήτοι μία μόλις ημέρα μετά το ατύχημα, έδειξαν ότι το σύστημα λειτούργησε κανονικά, με τη βαλβίδα No 15 να παραμένει κολλημένη (ανοικτή). Με βάση αυτά, οι δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων ισχυρίζονται ότι η ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ οφείλεται σε λανθασμένους χειρισμούς του πληρώματος του πλοίου, δηλαδή στην ενεργοποίηση κυκλωμάτων μέσω του πίνακα χειρισμών (είχε τεθεί σε λειτουργία το σύστημα αντιστάθμισης κυματισμού), οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τους χειρισμούς για την καθαίρεση της λέμβου, χωρίς, βέβαια, ο ισχυρισμός τους αυτός να επιβεβαιώνεται αδιστάκτως από το αποδεικτικό υλικό και χωρίς, άλλωστε, να ασκεί επιρροή στην ευθύνη των δεύτερης και τρίτης των εφεσίβλητων. Έτσι, ανεξαρτήτως του αν η απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου και συνακόλουθα η κατά τα ανωτέρω ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ οφείλονται σε ανθρώπινο λάθος ή στη διαπιστωθείσα βλάβη της βαλβίδας No 15 (όπως θα αναφερθεί παρακάτω), είναι γεγονός ότι ο αρχικός σχεδιασμός του μηχανισμού καθαίρεσης (χωρίς την πρόβλεψη και τοποθέτηση του προαναφερθέντος επιστομίου ή άλλης αποτελεσματικής δικλείδας ασφαλείας) ήταν ελαττωματικός, όπως ήδη αναφέρθηκε, διότι επέτρεπε, η για οποιοδήποτε λόγο απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου κατά τη διαδικασία καθαίρεσης της ΛΤΔ, να απενεργοποιήσει το χειροκίνητο φρένο, με συνέπεια την ανεξέλεγκτη πτώση της λέμβου. Το ελάττωμα, δηλαδή, δεν συνίσταται στην ύπαρξη του συστήματος αντιστάθμισης κυματισμού, που επιβάλλει η Διεθνής Σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS) προς αποφυγή τραυματισμών κατά την ανέλκυση υπό θαλασσοταραχή, αλλά στο γεγονός ότι ο μηχανισμός καθαίρεσης ήταν έτσι σχεδιασμένος, ώστε δυσλειτουργία του υδραυλικού αυτού συστήματος, οφειλόμενη είτε σε βλάβη είτε σε ανθρώπινο λάθος, να ακυρώνει τη χειροκίνητη πέδηση, κάτι, που σύμφωνα με τον πιο κάτω αναφερόμενο Διεθνή Κώδικα Σωστικών Μέσων, δεν επιτρέπεται να συμβαίνει σε καμία περίπτωση.
XVII. Έτσι, υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην οικεία μείζονα σκέψη, η τρίτη εφεσίβλητη - εναγόμενη εταιρία "....", κατασκευάστρια του μηχανισμού καθαίρεσης της ΛΤΔ, από τη δυσλειτουργία του οποίου προκλήθηκε το ατύχημα και η εξ αυτού σωματική βλάβη του πρώτου εκκαλούντος - ενάγοντος, ευθύνεται να αποκαταστήσει την πιο κάτω αναφερόμενη ζημία, που υπέστη ο τελευταίος, ως εργαζόμενος στο πλοίο, από τη χρήση του ελαττωματικού αυτού προϊόντος κατά τον προορισμό του, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2251/1994 για την ευθύνη του παραγωγού και με τις κοινές διατάξεις περί αδικοπραξιών [ΑΚ 914, 281, 288, 925 (αναλόγως εφαρμοζόμενη), 932].Η εν λόγω εφεσίβλητη αποτελεί, αναμφίβολα, παραγωγό κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994, αφού κατασκεύασε το μηχανισμό καθαίρεσης της ΛΤΔ, του οποίου έκανε χρήση ο πρώτος εκκαλών - ενάγων, ως επιβαίνων στην καθαιρούμενη ΛΤΔ, από την οποία χρήση, λόγω ελαττώματος του προϊόντος (όπως θα εκτεθεί αναλυτικά στη συνέχεια), υπέστη αυτός σωματική βλάβη και συνέπεια αυτής την πιο κάτω αναφερομένη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, που τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το ελάττωμα του προϊόντος.
XVIII. Εξάλλου, η ίδια εφεσίβλητη, ως παραγωγός του μηχανισμού καθαίρεσης, υπαίτια παραβίασε την οφειλόμενη, κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, έναντι των τρίτων χρηστών, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή υπαίτια (από αμέλεια) παρέλειψε να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των τρίτων από τους κινδύνους που δημιουργεί η χρήση του προϊόντος, παράλειψη, από την οποία προέκυψε ελάττωμα του προϊόντος που προκάλεσε αιτιωδώς τη ζημιογόνο προσβολή της υγείας και της σωματικής του ακεραιότητας. Στην υποχρέωση αυτή πρόνοιας περιλαμβάνεται τόσο ο ορθός και όχι ελαττωματικός σχεδιασμός του προϊόντος όσο και η υποχρέωση πληροφόρησης των χρηστών, παροχής οδηγιών για την ασφαλή χρήση, συντήρηση και ενημέρωσης για τους κινδύνους κατά τη χρήση του προϊόντος. Όσον αφορά τα ελαττώματα σχεδιασμού, ο χρήστης προσδοκά ότι το προϊόν είναι σχεδιασμένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αν χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τον προορισμό του να αναμένει ευλόγως ακίνδυνη χρήση του. Στην κρινόμενη περίπτωση, η εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια του μηχανισμού καθαίρεσης της ΛΤΔ για το μέσο εκπρόσωπο των αποδεκτών του συγκεκριμένου προϊόντος, που απευθύνεται στους ναυτικούς, μέλη του πληρώματος του πλοίου, στο οποίο είναι εγκατεστημένος, καθώς και σε επιβάτες του πλοίου, που καλούνται να κάνουν χρήση της λέμβου, την οποία ο μηχανισμός αυτός εξυπηρετεί συχνά μάλιστα, υπό συνθήκες έντονης θαλασσοταραχής, που δικαιολογούν ακόμη και τυχόν εσφαλμένους χειρισμούς συνίσταται στην προσδοκία τους ότι ο σχεδιασμός του μηχανισμού είναι τέτοιος ώστε να εξασφαλίζεται ότι η πέδηση μέσω του χειροκίνητου φρένου (ή, ακόμη και σε περίπτωση εσφαλμένου χειρισμού ή βλάβης του χειροκίνητου φρένου, ή αυτόματη εμπλοκή του φυγοκεντρικού φρένου) έχει ως αποτέλεσμα να μην υπερβαίνει σε καμία περίπτωση η ταχύτητα της καθαιρούμενης λέμβου μια οριακή ταχύτητα ασφαλείας. Το ελάχιστο περιεχόμενο αυτής της εύλογα αναμενόμενης ασφάλειας προσδιορίζεται και από τους ισχύοντες κανονισμούς της Διεθνούς Συμβάσεως SOLAS, τις εγκυκλίους και τις οδηγίες του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ), τις εγκυκλίους του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας κ.λ.π., που αφορούν τις προδιαγραφές ασφαλείας, τις οποίες πρέπει να πληρούν οι μηχανισμοί καθαίρεσης των σωστικών μέσων. Εάν ο σχεδιασμός του μηχανισμού καθαίρεσης δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές αυτές, είναι προφανές ότι το προϊόν είναι ελαττωματικό, αφού δεν εξασφαλίζει όχι μόνο την ασφάλεια που εύλογα αναμένουν οι χρήστες-καταναλωτές, αλλά ούτε καν την ασφάλεια που απαιτεί η έννομη τάξη. Άλλωστε, η ανάγκη που επέβαλε την ύπαρξη αυτού του μηχανισμού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της SOLAS, έγκειται στην ταχύτερη και ασφαλέστερη διάσωση ανθρώπων από τη θάλασσα, με την αποφυγή ατυχημάτων κατά την ανέλκυση υπό θαλασσοταραχή και εφαρμόζεται μόνον επί των ΛΤΔ, που είναι μία ανά πλοίο. Σύμφωνα δηλαδή με τον κανονισμό III 34 της Διεθνούς Συμβάσεως "περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα" (SOLAS 74), όπως η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε (βλ. π.δ. 225/1999), "όλα τα σωστικά μέσα και διατάξεις θα συμμορφώνονται με τις εφαρμόσιμες απαιτήσεις του Κώδικα", όπου ως "Κώδικας" νοείται, σύμφωνα με τον κανονισμό III 3.10, ο Διεθνής Κώδικας Σωστικών Μέσων (LSA Code), που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας του Οργανισμού με την απόφαση MSC 48 (66), όπως έχει τροποποιηθεί. Ειδικότερα, στον κανονισμό SOLAS III 17.3 σχετικά με τις λέμβους διάσωσης ορίζεται ότι "οι διατάξεις καθαίρεσης θα πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού 16". Σύμφωνα δε με τον τελευταίο αυτό κανονισμό III 16.1 "εκτός αν ρητά ορίζεται διαφορετικά, για όλα τα σωστικά σκάφη θα προβλέπονται μέσα καθαίρεσης και επιβίβασης που πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6.1 του Κώδικα". Οι κρίσιμες, εν προκειμένω, διατάξεις του τμήματος 6.1 του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων (LSA Code) [βλ. υπ' αρ. 4113.170/01/2002 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας περί αποδοχής του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων (LSA Code - Life Saving Appliance Code), όπως αυτός υιοθετήθηκε από τον ΙΜΟ, (Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας) σύμφωνα με την απόφαση MSC 48 (66)/4.6.1996], είναι οι ακόλουθες:
6.1.1.1. "... κάθε μέσο καθαίρεσης θα έχει τέτοια διάταξη ώστε το πλήρως εξοπλισμένο σωστικό σκάφος ή λέμβος διάσωσης που εξυπηρετεί, να μπορούν να καθαιρεθούν ασφαλώς με δυσμενείς συνθήκες διαγωγής μέχρι 10° και κλίσης μέχρι 20° από οποιαδήποτε πλευρά: 1... και 2. όταν έχει επιβιβασθεί το απαιτούμενο πλήρωμα λειτουργίας μόνο".
6.1.2.10. "Η μέγιστη ταχύτητα καθόδου θα καθορίζεται από την Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τη σχεδίαση του σωστικού σκάφους ή της λέμβου διάσωσης, την προστασία των επιβαινόντων από υπερβολικές και την αντοχή των διατάξεων καθαίρεσης, υπολογιζομένων των δυνάμεων αδράνειας σε περίπτωση κράτησης αν παραστεί ανάγκη. Στο μέσο καθαίρεσης θα ενσωματώνονται μέσα που θα εξασφαλίζουν τη μη υπέρβαση της ταχύτητας αυτής".
6.1.2.1.1."Κάθε μέσο καθαίρεσης θα εφοδιάζεται με φρένα ικανά να σταματούν την κάθοδο του σωστικού σκάφους ή λέμβου διάσωσης και να το συγκρατούν ασφαλώς όταν φέρει το πλήρες φορτίο του σε άτομα και εξοπλισμό...".
6.1.2.12. "Τα χειροκίνητα φρένα θα έχουν τέτοια διάταξη ώστε το φρένο να εφαρμόζεται πάντοτε, εκτός αν ο χειριστής ή ένας μηχανισμός που ενεργοποιείται από το χειριστή συγκρατεί το χειριστήριο του φρένου σε θέση "εκτός"". Με την τελευταία αυτή διάταξη επιδιώκεται ακριβώς να εξασφαλιστεί ότι σε κάθε περίπτωση που ο χειριστής ενεργοποιεί το χειροκίνητο φρένο, αυτό θα εφαρμόζεται πάντοτε και δεν θα υπάρχουν άλλοι παράγοντες που να ακυρώνουν τη λειτουργία του ενεργοποιημένου χειροκίνητου φρένου, γιατί κάτι τέτοιο θέτει σε κίνδυνο την ασφαλή καθαίρεση της λέμβου. Δεν επιτρέπει, συνεπώς, η συγκεκριμένη διάταξη Του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων να υπάρχει καμία πιθανότητα να μη λειτουργήσει το χειροκίνητο φρένο του μηχανισμού καθαίρεσης λόγω δυσλειτουργίας είτε από βλάβη, είτε από - οφειλόμενο σε ανθρώπινο λάθος - εσφαλμένο χειρισμό κάποιου εμπλεκόμενου μηχανισμούς αλλά απαιτεί την πρόβλεψη περισσότερων δικλείδων ασφαλείας, που να εξασφαλίζουν ότι σε κάθε περίπτωση η χειροκίνητη πέδηση θα είναι αποτελεσματική και η ταχύτητα της λέμβου δεν θα υπερβαίνει την προκαθορισμένη ταχύτητα. Αυτή ακριβώς η προδιαγραφή του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων δεν πληρούνταν στο συγκεκριμένο μηχανισμό καθαίρεσης, που κατασκεύασε η τρίτη εφεσίβλητη, καθώς, με τον υπάρχοντα σχεδιασμό του, η πέδηση (τόσο του χειροκίνητου όσο και του αυτόματου φυγοκεντρικού φρένου), κατά την απελευθέρωση του φορτίου, επηρεάζεται και από τους υδραυλικούς μηχανισμούς και ηλεκτροϋδραυλικούς αυτοματισμούς, οι οποίοι είναι δυνατόν να ακυρώσουν (όπως, πράγματι, στην κρινόμενη περίπτωση ακύρωσαν) τη λειτουργία της ελεγχόμενης πέδησης. Έτσι, εξαιτίας αυτού του ελαττώματος του σχεδιασμού, αντίθετα με τις προδιαγραφές που θέτει, ιδιαίτερα, η άνω διάταξη 6.1.2.12 του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων, στις 14.3.2007, κατά το μηνιαίο έλεγχο καλής λειτουργίας της ΛΤΔ, την οποία εξυπηρετεί ο εν λόγω μηχανισμός, παρά
την ενεργοποίηση του χειροκίνητου φρένου από το χειριστή του μηχανισμούς ύπαρχο Κ. Μ. για τον έλεγχο της ταχύτητας καθόδου της λέμβου, το φρένο αυτό δεν εφαρμοζόταν λόγω απεμπλοκής του παρεμβαλλόμενου υδραυλικού φρένου (για αιτία που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς και που δεν ασκεί, κατά τα προαναφερθέντα, επιρροή στην ευθύνη της κατασκευάστριας του μηχανισμού καθαίρεσης, ούτε στην ευθύνη της κατασκευάστριας του πλοίου) και η ΑΤΔ έπεσε στη θάλασσα με ανεξέλεγκτη ταχύτητα, προκαλώντας το σοβαρό τραυματισμό του πρώτου εκκαλούντος-ενάγοντος.
Συνεπώς, υφίσταται προφανής αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ελαττώματος σχεδιασμού του μηχανισμού καθαίρεσης και της σωματικής βλάβης και της εξ αυτής ζημίας του πρώτου εκκαλούντος. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι ο ελαττωματικός σχεδιασμός οφείλεται σε αμέλεια της τρίτης εφεσίβλητης κατασκευάστριας εταιρίας, δεδομένου ότι αν επιδείκνυε, δια των προστηθέντων της, την απαιτούμενη επιμέλεια θα έπρεπε να προβλέψει τον κίνδυνο ακύρωσης της λειτουργίας του χειροκίνητου φρένου λόγω αποσύμπλεξης του υδραυλικού φρένου, από πιθανή βλάβη στους παρεμβαλλόμενους υδραυλικούς μηχανισμούς και ηλεκτροϋδραυλικούς αυτοματισμούς ή και από ανθρώπινο λάθος ακόμη, και συμμορφούμενη προς τις προδιαγραφές του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων και συγκεκριμένα της ανωτέρω διατάξεως 6.1.2.12 που αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο ήθελε να αποτρέψει, να επιλέξει διαφορετικό σχεδιασμό του μηχανισμού καθαίρεσης, που να αποκλείει τη δυνατότητα ακύρωσης της ελεγχόμενης πέδησης για οποιονδήποτε λόγο. Τέτοιος δε διαφορετικός σχεδιασμός ήταν καθ' όλα δυνατός, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από τη σύσταση στην οποία προέβη μετά το ατύχημα η ίδια η εφεσίβλητη κατασκευάστρια εταιρία για την τοποθέτηση) χειροκίνητου επιστομίου, που διακόπτει τη ροή του υδραυλικού ελαίου στον υδραυλικό κινητήρα και το προσαρτημένο σ' αυτόν υδραυλικό φρένο, το οποίο με τον τρόπο αυτό παραμένει μόνιμα ενεργοποιημένο όσο το επιστόμιο είναι κλειστό, αποκλειόμενης έτσι της για οποιοδήποτε λόγο απενεργοποίησης του κατά τη διάρκεια καθαίρεσης της λέμβου, απενεργοποίησης που εν προκειμένω προκάλεσε το ατύχημα. Μάλιστα, κατά τον ανωτέρω πραγματογνώμονα Ιω. Α., η τοποθέτηση του επιστομίου θα έπρεπε να γίνει με τέτοιο τρόπο (π.χ. με μηχανική μανδάλωση), ώστε να μην είναι δυνατόν να γίνουν οι υπόλοιποι χειρισμοί της απελευθέρωσης της λέμβου αν το επιστόμιο για οποιοδήποτε λόγο (όπως από αμέλεια του χειριστή) δεν είναι κλειστό. Ένας τέτοιος διαφορετικός σχεδιασμός του μηχανισμού καθαίρεσης θα είχε αποτρέψει το ατύχημα που προκάλεσε τον τραυματισμό του πρώτου εκκαλούντος- ενάγοντος, ενώ σε τίποτα δεν θα επηρέαζε αρνητικά την αποτελεσματικότητα και τη λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την άμεση ως άνω σύσταση, στην οποία προέβη η εφεσίβλητη κατασκευάστρια για την τοποθέτηση χειροκίνητου επιστομίου. Άλλωστε, ο διαφορετικός αυτός σχεδιασμός ήταν καθ' όλα δυνατός κατά το χρόνο που τέθηκε σε κυκλοφορία το προϊόν από την κατασκευάστρια εταιρία, διότι ήταν απλός και δεν βασίζεται σε κάποια μεταγενέστερη εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Έτσι, με τον ως άνω ελαττωματικό σχεδιασμό του μηχανισμού καθαίρεσης, που παρείχε τη δυνατότητα στην για οποιοδήποτε λόγο απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου να ακυρώσει τη λειτουργία του χειροκίνητου φρένου, η τρίτη εφεσίβλητη - εναγομένη υπαίτια, από αμέλεια των προστηθέντων της που επιμελήθηκαν του σχεδιασμού του μηχανισμού αυτού, παραβίασε τη γενική υποχρέωση που υπέχει ως παραγωγός, κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, έναντι των τρίτων χρηστών του προϊόντος, δηλαδή υπαίτια παρέλειψε να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των τρίτων από τους κινδύνους που δημιουργεί η κυκλοφορία του προϊόντος της (όπως π.χ. την εφαρμογή χειροκίνητου επιστομίου, που να εξασφαλίζει τη μόνιμη ενεργοποίηση του υδραυλικού φρένου, όπως, εκ των υστέρων, ήτοι μετά το ατύχημα, η ίδια συνέστησε για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την αποφυγή ατυχήματος στο μέλλον).
XIX. Περαιτέρω, εκτός από τον κατά τα ανωτέρω ελαττωματικό σχεδιασμό που προκάλεσε το ατύχημα, ο μηχανισμός καθαίρεσης παρουσίαζε και άλλο ελάττωμα, συνιστάμενο στην έλλειψη διαθέσιμων οδηγιών σχετικά με τη λειτουργία και συντήρηση και τον περιοδικό έλεγχο στα υδραυλικά συστήματα του μηχανισμού καθαίρεσης. Το άρθρο 5 του ν. 2251/1994 επιβάλλει στον κατασκευαστή, όπως προαναφέρθηκε, την υποχρέωση να παρέχει στον καταναλωτή γραπτώς σαφείς και πλήρεις οδηγίες για την ασφαλή χρήση και συντήρηση του προϊόντος και ενημέρωση για τους κινδύνους κατά τη χρήση του. Οφείλει ακόμη ο κατασκευαστής να εξασφαλίσει στους καταναλωτές τη συνεχή παροχή τεχνικών υπηρεσιών για τη συντήρηση του προϊόντος για όλη την πιθανή διάρκεια της ζωής του. Σύμφωνα, με τον κανονισμό III 36 SOLAS (π.δ. 225/1999) "οι οδηγίες για τη συντήρηση των σωστικών μέσων στο πλοίο θα είναι εύκολα κατανοητές, εικονογραφημένες όπου είναι δυνατό, και ανάλογα με την περίπτωση, θα περιλαμβάνουν για κάθε μέσο τα ακόλουθα:...2. οδηγίες συντήρησης και επισκευής, 3. πρόγραμμα περιοδικής συντήρησης...5. κατάλογο των μερών που αντικαθίστανται...". Την επιθεώρηση και συντήρηση των σωστικών μέσων και ειδικά των μέσων καθαίρεσης, επιτάσσει και ο κανονισμός III 20 (παρ. 3 και 11 αντίστοιχα). Σύμφωνα με την οδηγία MSC.1Circ. 1206/26 Μαΐου 2006 του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ): "...3.2. Όλη η. κατάλληλη τεκμηρίωση για τη συντήρηση και τη ρύθμιση των ναυαγοσωστικών λέμβων, των συσκευών προώθησης και του σχετικού εξοπλισμού είναι διαθέσιμοι εν πλω.,.3.4. Η συντήρηση των ναυαγοσωστικών λέμβων...ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ: ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ...ΤΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΘΑΙΡΕΣΗΣ...Η εξουσιοδότηση 10. όπου αυτές οι οδηγίες απαιτούν την πιστοποίηση του προσωπικού συντήρησης, τέτοια πιστοποίηση πρέπει να εκδοθεί από τον κατασκευαστή σύμφωνα με ένα καθιερωμένο σύστημα για την κατάρτιση και την εξουσιοδότηση. Επίπεδα προσόντων 11. Οι εβδομαδιαίες και μηνιαίες επιθεωρήσεις και η στερεότυπη συντήρηση (ρουτίνας), όπως καθορίζεται από τον κατασκευαστή, πρέπει να διεξάγονται υπό την άμεση επίβλεψη ενός αξιωματικού του σκάφους, σύμφωνα με τις οδηγίες που παρέχονται από τον κατασκευαστή. 12. Όλες οι άλλες επιθεωρήσεις, συντήρηση και επισκευή πρέπει να διεξάγονται από τον εκπρόσωπο του κατασκευαστή ή ένα πρόσωπο που εκπαιδεύεται κατάλληλα και που πιστοποιείται από τον κατασκευαστή για την εργασία που πρόκειται να γίνει...ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΟΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΡΒΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ I. ΓΕΝΙΚΑ. 1.1. Οποιαδήποτε επιθεώρηση, η συντήρηση και η επισκευή πρέπει να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με το σύστημα για την επιθεώρηση και τις υπηρεσίες που αναπτύσσονται από τον κατασκευαστή. 1.2. Ένα πλήρες σύνολο εγχειριδίων συντήρησης και σχετικής τεκμηρίωσης που εκδίδονται από τον κατασκευαστή πρέπει να είναι διαθέσιμο επί του πλοίου για τη χρήση σε όλες τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στην επιθεώρηση, τη συντήρηση, τη ρύθμιση και την επαναρρύθμιση της ναυαγοσωστικής λέμβου και του σχετικού εξοπλισμού, όπως οι επωτίδες και ο μηχανισμός απελευθέρωσης... Ο ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ-.2.1. Καθώς τα στοιχεία που αναγράφονται σε λίστα στους πίνακες ελέγχου για την εβδομαδιαία, μηνιαία επιθεωρήσεις αποτελούν το πρώτο μέρος της λεπτομερούς εξέτασης, η επιθεώρηση αυτών των στοιχείων πρέπει να εκτελείται από το πλήρωμα των σκαφών, παρουσία του εκπροσώπου του κατασκευαστή ή ενός προσώπου που εκπαιδεύεται κατάλληλα και που πιστοποιείται από τον κατασκευαστή για την εργασία που πρόκειται να γίνει...". Τέλος, σύμφωνα με την υπ' αρ. 4338.1/06/06 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας: "7...για τη συντήρηση και τους ελέγχους των σωσίβιων λέμβων, λέμβων διάσωσης και μέσων καθαίρεσής των, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εις βάθος γνώση και εμπειρία της λειτουργίας και χρήσης των, καθώς και η ύπαρξη και αυστηρή τήρηση των απαιτήσεων συντήρησης και λοιπών οδηγιών των κατασκευαστών...".
Εν προκειμένω, η τρίτη εφεσίβλητη κατασκευάστρια εταιρία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν είχε παραδώσει πλήρες εγχειρίδιο οδηγιών συντήρησης και τεκμηρίωσης ώστε να είναι διαθέσιμο στο πλοίο για χρήση σε όλες τις διαδικασίες επιθεώρησης και συντήρησης του μηχανισμού καθαίρεσης της ΛΤΔ, όπως έχει υποχρέωση και απαιτεί το πλέγμα των ως άνω διατάξεων. Στο εγχειρίδιο της κατασκευάστριας εταιρίας, που συνόδευε το μηχανισμό καθαίρεσης, απουσίαζε, όπως αναφέρθηκε, κάθε τεχνικό στοιχείο και λεπτομέρεια για το υδραυλικό φρένο, κάθε διαδικασία για τον τρόπο τεχνικού ελέγχου, δοκιμών και συντήρησης και δεν υπήρχε καμία αναφορά στην απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου, ως ενός από τα πιθανά αίτια ανεξέλεγκτης πτώσης της ΛΤΔ, ούτε υπήρχε ενημέρωση για τη σημασία και την εμπλοκή του υδραυλικού συστήματος στη λειτουργία του μηχανισμού καθαίρεσης και στον έλεγχο της ταχύτητας καθόδου της λέμβου μέσω της πέδησης δια των φρένων, ούτε υπήρχε πληροφόρηση και επισήμανση του κινδύνου ελεύθερης πτώσης της ΛΤΔ από την ταυτόχρονη, κατά την καθέλκυση, ενεργοποίηση (λόγω βλάβης ή ανθρώπινου λάθους) του συστήματος αντιστάθμισης κυματισμού. Βέβαια, στο εγχειρίδιο λειτουργίας που συνόδευε το πλοίο αναφέρονταν η σειρά των ενεργειών που επιβάλλεται να γίνουν κατά τη λειτουργία του μηχανισμού καθαίρεσης της ΛΤΔ (κατάσταση λειτουργικής ετοιμότητας, οδηγίες καθέλκυσης, οδηγίες επαναφοράς, και οδηγίες ανέλκυσης της λέμβου με κυματισμό), καθώς και ότι το σύστημα αντιστάθμισης κυματισμού είναι έτσι σχεδιασμένο για να χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία της ανέλκυσης, δεν υπήρχε όμως καμία ενημέρωση και επισήμανση για το σημαντικό κίνδυνο ελεύθερης πτώσης της ΛΤΔ, όταν ενεργοποιηθεί το σύστημα αντιστάθμισης κυματισμού κατά την καθέλκυση. Τούτο δε επιβεβαίωσε κατά την ένορκη κατάθεση του στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο προαναφερθείς μάρτυρας ανταπόδειξης Γ. Μ., Τεχνικός Διευθυντής της κατασκευάστριας εφεσίβλητης, ότι, δηλαδή, δεν υπήρχε ενημέρωση περί του κινδύνου ελεύθερης πτώσης της ΛΤΔ στο άνω εγχειρίδιο που συνόδευε το πλοίο. Συνεπεία τούτων, οι χειριστές του μηχανισμού και οι ασκούντες τον έλεγχο και τη συντήρηση αυτού δεν είχαν σαφή γνώση του τρόπου λειτουργίας του εν λόγω υδραυλικού συστήματος και, συνακόλουθα, των επιπτώσεων από τη μη ορθή χρήση ή από τη βλάβη του εξοπλισμού αυτού, αφενός λόγω παράλειψης της κατασκευάστριας να το συμπεριλάβει στο εγχειρίδιο λειτουργίας και συντήρησης ως ένα σημαντικό μέρος του μηχανισμού που πρέπει να υπόκειται στους περιοδικούς ελέγχους και συντήρηση και να συμπεριλάβει κάθε τεχνικό στοιχείο και λεπτομέρεια για το υδραυλικό φρένο, καθώς και πληροφόρηση-επισήμανση για τον κίνδυνο ελεύθερης πτώσης της ΛΤΔ από εσφαλμένη λειτουργία αυτού ή βλάβη του ηλεκτροϋδραυλικού εξοπλισμού, και αφετέρου λόγω μη επαρκούς κατάρτισης και πιστοποίησης από την κατασκευάστρια σύμφωνα με ένα καθιερωμένο σύστημα για την κατάρτιση και την εξουσιοδότηση, όπως προβλέπει η οδηγία του ΙΜΟ. Με βάση τα προαναφερθέντα, η μη ορθή τεχνική τεκμηρίωση στο εγχειρίδιο της κατασκευάστριας τρίτης εναγομένης- εφεσίβλητης, σε συνδυασμό με την έλλειψη πιστοποιημένης από την κατασκευάστρια εκπαίδευσης των επιθεωρητών, αλλά και η συγκεκριμένη παράλειψη της κατασκευάστριας να συμπεριλάβει το υδραυλικό σύστημα στα συστήματα ασφαλείας προς περιοδικό και σε βάθος έλεγχο, μετέτρεψαν τη διαδικασία των επιθεωρήσεων του συστήματος καθαίρεσης, σε μια επισφαλή πρακτική και συνέβαλαν έτσι στην πρόκληση του ατυχήματος. Πράγματι, προκύπτει σαφώς από το αποδεικτικό υλικό, ότι αν η κατασκευάστρια εταιρία είχε περιλάβει στο εγχειρίδιο της, όπως όφειλε, τα απαραίτητα τεχνικά στοιχεία και πληροφόρηση σχετικά με τη λειτουργία και τη σημασία του υδραυλικού φρένου, τις κατάλληλες οδηγίες σχετικά με το πρόγραμμα συντήρησης, καθώς και επισήμανση του άνω κινδύνου ελεύθερης πτώσης της ΛΤΔ^ σε περίπτωση αποσύμπλεξης του υδραυλικού φρένου κατά τη διαδικασία της καθαίρεσης της λέμβου, δεν θα είχε συμβεί το ατύχημα. Και τούτο, διότι η πιστή τήρηση του προγράμματος αυτού (που τώρα από υπαιτιότητα της κατασκευάστριας δεν προβλεπόταν) από ενημερωμένο, προσωπικό με τη σε βάθος γνώση του συστήματος και της λειτουργίας του, τόσο από τους χειριστές του μηχανισμού όσο και από τους ασκούντες τον έλεγχο και τη συντήρηση αυτού, θα είχε ως αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, τον έγκαιρο εντοπισμό και αντιμετώπιση του όποιου προβλήματος και θα απέκλειε τη δυσλειτουργία του μηχανισμού καθαίρεσης κατά την καθέλκυση είτε λόγω ανθρώπινου λάθους είτε λόγω τεχνικής βλάβης οφειλόμενης σε έλλειψη επισταμένων περιοδικών ελέγχων και συντήρησης του ηλεκτροϋδραυλικού συστήματος και εξοπλισμού και δεν θα συνέβαινε η απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου που ακύρωσε τη λειτουργία του χειροκίνητου και του φυγοκεντρικού φρένου, ρίχνοντας τη λέμβο με ανεξέλεγκτη ταχύτητα στη θάλασσα.
Συνεπώς, ευθύνεται η τρίτη εφεσίβλητη-εναγομένη και εξ αυτού του λόγου, ήτοι για τις προαναφερθείσες παραλείψεις της, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2251/1994 και με τις γενικές διατάξεις περί αδικοπραξιών να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη ο πρώτος εκκαλών-ενάγων από το ατύχημα, που συνδέεται, κατά τα προαναφερθέντα, αιτιωδώς με τις παραλείψει αυτές.
XX. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε, το πλοίο "...", στο οποίο ενσωματώθηκε ο άνω ελαττωματικός μηχανισμός καθαίρεσης, ναυπηγήθηκε από τη δεύτερη εφεσίβλητη-εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία "....", η οποία και ευθύνεται, κατά τα προαναφερθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο πρώτος εκκαλών-ενάγων από τη χρήση του άνω ελαττωματικού μηχανισμού, κατασκευής της τρίτης εφεσίβλητης, ως παραγωγός του τελικού προϊόντος (του πλοίου) κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 2251/1994, ο οποίος φέρει την ευρύτερη ευθύνη από όσους συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και ευθύνεται για τα ελαττώματα όλων των τμημάτων του πλοίου, άρα και για τα προαναφερθέντα ελαττώματα του μηχανισμού καθαίρεσης της ΛΤΔ που προκάλεσαν το ατύχημα και τον τραυματισμό του πρώτου εκκαλούντος-ενάγοντος. Άλλωστε, στην περίπτωση του πλοίου, ως πρόσωπο που προβαίνει στην τελευταία πριν από τη χρήση του πλοίου ουσιώδη επέμβαση στη μορφή ή στις ιδιότητες αυτού, που μετά την επέμβαση του δεν χρειάζεται περαιτέρω (ουσιώδη) επεξεργασία προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τον καταναλωτή, και το οποίο πρόσωπο, ως "παραγωγός του τελικού προϊόντος" κατά την προεκτεθείσα έννοια, ευθύνεται για όλα τα ελαττώματα που παρουσιάζει το πλοίο, ακόμη και αν το ελάττωμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή στην παραγωγική διαδικασία, αλλά βαρύνει τμήμα του πλοίου προερχόμενο από άλλο επιχειρηματία από τον οποίο το παρήγγειλε και το προμηθεύτηκε, θα πρέπει να θεωρηθεί ο ναυπηγήσας το πλοίο. Εξάλλου, θέτοντας σε κυκλοφορία ένα ελατττωματικό τελικό προϊόν η δεύτερη εφεσίβλητη, παραβίασε την απορρέουσα τόσο από τη γενική υποχρέωση πρόνοιας όσο και από το νόμο (άρθ. 7 του ν. 2251/1994) συναλλακτική υποχρέωση που υπέχει για διάθεση στην αγορά μόνο ασφαλών προϊόντων, θεμελιώνοντας με την παράνομη και υπαίτια (ΑΚ 330, εδ. β') αυτή συμπεριφορά την ευθύνη της και κατά τις γενικές διατάξεις περί αδικοπραξιών. Και τούτο, διότι όφειλε να ελέγξει ότι όλοι οι ενσωματούμενοι στο πλοίο που ναυπηγεί μηχανισμοί, πληρούν τις προδιαγραφές ασφαλείας που θέτουν οι διεθνείς κανονισμοί (εν προκειμένω οι προαναφερθείσες διατάξεις του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων) και συνοδεύονται από τα απαιτούμενα από τους κανονισμούς αυτούς πλήρη εγχειρίδια λειτουργίας, ασφαλούς χρήσης και πληροφόρησης-επισήμανσης των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος, εν προκειμένω δε, ιδιαίτερα, επισήμανσης του κινδύνου ελεύθερης πτώσης της Λέμβου Ταχείας Διάσωσης, πράγμα που, κατά τα προεκτεθέντα, δεν συνέβαινε εν προκειμένω.
XXI. Ωστόσο, η τρίτη και η δεύτερη των εφεσίβλητων, δεν απέδειξαν, περαιτέρω, τη συνδρομή λόγου απαλλαγής τους για τον αποκλεισμό της ευθύνης τους, ως παραγωγός του μηχανισμού καθαίρεσης (συστατικού) η πρώτη τούτων και ως παραγωγός του πλοίου (τελικού προϊόντος) η δεύτερη, ανεξάρτητα, μάλιστα, από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητας τους, αφού η ευθύνη τους ως παραγωγών έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική, όπως αναφέρεται στην οικεία μείζονα σκέψη, ούτε ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής τους, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα τους ή σε υπαιτιότητα των προσώπων για τα οποία ευθύνονται αδικοπρακτικό, καθώς η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην οικεία μείζονα σκέψη. Τούτο βέβαια δεν ισχύει, κατά τα προαναφερθέντα, προκειμένου περί ελαττωμάτων σχετικών με την παροχή οδηγιών χρήσεως ή ελαττωμάτων σχετικών με την επισήμανση των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος. Ούτε, βεβαίως, απέδειξαν ότι το αίτιο του ελαττώματος βρίσκεται εκτός του πεδίου ευθύνης τους. Ισχυρίζονται, ειδικότερα, η δεύτερη και η τρίτη των εφεσίβλητων, προς αποκλεισμό της ευθύνης τους, ότι δεν υφίστατο ελάττωμα κατά το χρόνο που το συγκεκριμένο αυτό προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, επικαλούμενες προς τούτο ως επιχειρήματα ότι: α) η εξ αυτών κατασκευάστρια του συστήματος καθαίρεσης της Λέμβου Ταχείας Διάσωσης είναι εξειδικευμένη στην κατασκευή και πώληση τέτοιων συστημάτων ασφαλείας, τα οποία προμηθεύεται η εξ αυτών ναυπηγική εταιρία επί σειρά ετών χωρίς κανένα πρόβλημα, έχει δε διαθέσει περισσότερα από 3.000 τέτοια συστήματα, β) το συγκεκριμένο σύστημα καθαίρεσης είναι δεόντως πιστοποιημένο και εγκεκριμένο σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες και τα διεθνή πρότυπα ασφαλείας από τον Ιταλικό Νηογνώμονα (...), Γερμανικό Νηογνώμονα (G. L.), τη Διεύθυνση Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, το Νορβηγικό Νηογνώμονα (N. V.), τον Αγγλικό Νηογνώμονα (L. R.), το Γαλλικό Νηογνώμονα (B. V.) και τον Αμερικανικό Νηογνώμονα (A. B. S.), γ) σχεδιάστηκε και κατάσκευάστηκε με όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας βάσει των κανόνων της Διεθνούς Συμβάσεως SOLAS, του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ) και του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων, δ) ελέγχθηκε, εγκρίθηκε και πιστοποιήθηκε από τους Ιταλικό, Νορβηγικό και Γερμανικό Νηογνώμονες (βλ. προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως σχετικά πιστοποιητικά), ε) η τοποθέτηση του επιστομίου δεν αποσκοπούσε στην αποκατάσταση οποιουδήποτε ελαττώματος ούτε αποτελούσε αναβάθμιση του επίδικου μηχανισμού, σύμφωνα και με την από 12.4.2007 επιστολή του άνω ιταλικού Νηογνώμονα ... προς την τρίτη εφεσίβλητη, αφού δεν απαιτήθηκε ούτε η προηγούμενη έγκριση αυτού, ο οποίος αξίωσε μόνο την προηγούμενη διενέργεια λειτουργικών δοκιμών και τη συμπλήρωση των ήδη υπαρχουσών οδηγιών χρήσης και συντήρησης του μηχανισμού ως προς το πρόσθετο εξάρτημα, στ) ο επίδικος μηχανισμός μετά την κατασκευή του υποβλήθηκε σε όλες τις απαραίτητες δοκιμές λειτουργίας και ασφάλειας με βάση τους προαναφερόμενους διεθνείς κανονισμούς με την παρουσία των εκπροσώπων του άνω Ιταλικού Νηογνώμονα και εφοδιάστηκε με όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά καταλληλότητας λειτουργίας και ασφάλειας (βλ. προσκομιζόμενα σχετικά πιστοποιητικά), ζ) μετά την τοποθέτηση του στο συγκεκριμένο πλοίο εκτελέστηκε σειρά δοκιμαστικών ελέγχων για τη λειτουργία του με την παρουσία εκπροσώπων τόσο του ανωτέρω Ιταλικού Νηογνώμονα όσο και του Γερμανικού Νηογνώμονα (G. L.) υπεύθυνου για τη ναυπήγηση του πλοίου, η) μετά την παράδοση του πλοίου στην πλοιοκτήτρια, στις 10.5.2001, με τον ενσωματωθέντα σ' αυτό μηχανισμό, μέχρι την ημέρα του ατυχήματος (14.3.2007), που διενεργήθηκε για άλλη μια φορά ο προγραμματισμένος μηνιαίος έλεγχος καλής λειτουργίας της ΛΤΔ, έλαβαν χώρα αλλεπάλληλοι τέτοιοι έλεγχοι, καθώς και εβδομαδιαίοι, τριμηνιαίοι, ένας πενταετής το Δεκέμβριο του 2006 και 4 ετήσιοι, κατά τη διάρκεια των οποίων ο μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς, όπως επιτυχώς χρησιμοποιήθηκε και σε γυμνάσια εγκαταλείψεως πλοίου, χωρίς ποτέ να παρουσιαστεί οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την καθέλκυση της λέμβου και θ) ο ίδιος μηχανισμός καθαίρεσης με το ίδιο εγχειρίδιο λειτουργίας είχε τοποθετηθεί και σε άλλα Ε/Ο πλοία της ίδιας πλοιοκτήτριας ("..."), στα οποία υποβλήθηκε σε όμοιους περιοδικούς δοκιμαστικούς ελέγχους κατά τα έτη 2000 έως 2007 χωρίς ποτέ να ανακύψει οποιοδήποτε πρόβλημα ασφαλούς λειτουργίας, το ίδιο δε σύστημα με βάση τις ίδιες οδηγίες λειτουργίας και συντήρησης εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα στα πλοία αυτά, συμπεριλαμβανομένου και του "..." επί του οποίου συνέβη το ατύχημα. Το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν ευσταθεί, διότι, όπως προαναφέρθηκε, μετά το ατύχημα τοποθετήθηκε επιστόμιο στη γραμμή του φρένου, όπως συνέστησε η τρίτη εφεσίβλητη, ώστε να αποφεύγεται το άνοιγμα του υδραυλικού φρένου λόγω βλάβης ή σφάλματος κατά την καθέλκυση της λέμβου, το ίδιο δε επιστόμιο τοποθετήθηκε και σε όλα τα ανωτέρω πλοία της εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας, ενώ προστέθηκαν στο εγχειρίδιο και οδηγίες για τη χρήση του επιστομίου, όπως συνομολογεί και η δεύτερη των εφεσίβλητων με τις προτάσεις της. Ωστόσο, ο ως άνω ισχυρισμός των δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων περί απαλλαγής τους από την ευθύνη κρίνεται απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή του προαναφερθέντα, και μη αμφισβητούμενα έστω, περιστατικά ουδόλως αναιρούν ούτε καν αποδυναμώνουν την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου για την ύπαρξη του ελαττώματος σχεδιασμού κατά το χρόνο κυκλοφορίας του επίδικου μηχανισμού (ελλείψεις-ατέλειες σχεδιασμού), αφού δεν προβλέφθηκε εξ αρχής αποτελεσματική ασφαλιστική δικλείδα προστασίας των χρηστών κατά τη λειτουργία του συστήματος σε περίπτωση αποσύμπλεξης του υδραυλικού φρένου, είτε από ανθρώπινο λάθος είτε από βλάβη, και έτσι επέτρεψε την ακύρωση της χειροκίνητης πέδησης κατά την καθέλκυση, με αποτέλεσμα την ελεύθερη πτώση της λέμβου στη θάλασσα, χωρίς, βεβαίως, να επισημαίνεται, παράλληλα, ο κίνδυνος αυτός, αφού δεν υπήρχε καμία αναφορά στην απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου κατά τη διαδικασία της καθαίρεσης, ως ενός από τα πιθανά αίτια ανεξέλεγκτης πτώσης της λέμβου. Άλλωστε, τεχνικό ήταν δυνατό να προβλεφθεί και αντιμετωπιστεί το ελάττωμα (η συγκεκριμένη σχεδιαστική ατέλεια) κατά το χρόνο κυκλοφορίας του προϊόντος και επιπλέον ο παραγωγός πρέπει να υπολογίζει και το ενδεχόμενο λανθασμένης χρήσης του πράγματος, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, που να μην καθιστά επικίνδυνο το προϊόν, πολλώ μάλλον εν προκειμένω, που καλούνται οι χρήστες να κάνουν χρήση της ΛΤΔ, την οποία εξυπηρετεί ο μηχανισμός καθαίρεσης, και υπό έκτακτες συνθήκες θαλασσοταραχής που δικαιολογούν ακόμη και τυχόν εσφαλμένους χειρισμούς. Ενόψει τούτων, όσες φορές και αν λειτούργησε χωρίς πρόβλημα ο συγκεκριμένος μηχανισμός καθαίρεσης και όσες πιστοποιήσεις και αν είχε, αποδείχθηκε μη ασφαλής, καθώς ο σχεδιασμός του επέτρεψε στις όποιες δυσλειτουργίες του υδραυλικού φρένου να ακυρώσουν τη χειροκίνητη πέδηση, προκαλώντας την ανεξέλεγκτη πτώση της λέμβου, στην οποία επέβαινε ο πρώτος ενάγων.
ΧXII. Επίσης, ο ισχυρισμός της τρίτης εφεσίβλητης ότι ο συνδυασμός των πιο πάνω αναφερόμενων τριών ενεργειών και της ηλεκτρομαγνητικής βαλβίδας No 15, που πρέπει να είναι ενεργοποιημένη ταυτόχρονα, αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα ασφαλούς λειτουργίας του επίδικου μηχανισμού σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τεχνικής και τους Διεθνείς Κανονισμούς, αναιρείται από την, κατά τα προαναφερθέντα, σύσταση της ίδιας της τρίτης εφεσίβλητης για την τοποθέτηση του χειροκίνητου επιστομίου προς αποφυγή μελλοντικού ατυχήματος. Η μεταγενέστερη αυτή τοποθέτηση επιστομίου αποτελεί σαφώς στοιχείο δηλωτικό εσφαλμένου σχεδιασμού (σχεδιαστικής ατέλειας). Εξάλλου, η ύπαρξη των προαναφερόμενων πιστοποιητικών των νηογνωμόνων και άλλων αρχών, ουδόλως αρκεί για να αναιρέσει το πραγματικό γεγονός ότι το εγχειρίδιο, το οποίο παραδόθηκε από την κατασκευάστρια του μηχανισμού και το ναυπηγείο στην πλοιοκτήτρια και το οποίο βρισκόταν στο πλοίο κατά την ημέρα του ατυχήματος, όπως διαπίστωσε και ο πραγματογνώμονας (η διαπίστωση δε αυτή δεν αναιρείται από αντίθετο στοιχείο), είχε τις προαναφερθείσες συγκεκριμένες ελλείψεις (έλλειψη τεχνικών στοιχείων για το υδραυλικό φρένο, μη συσχέτιση της απεμπλοκής αυτού με το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης πτώσης της ΛΤΔ) που συνέβαλαν, κατά τα προαναφερθέντα, στην πρόκληση του ατυχήματος. Επιπλέον, το ίδιο εγχειρίδιο ήταν ελλιπές και ως προς τις οδηγίες συντήρησης του υδραυλικού συστήματος του μηχανισμού καθαίρεσης, καθώς η παραπομπή και μόνο για τον τρόπο συντήρησης του υδραυλικού συστήματος στις συναφείς κοινοτικές διατάξεις CETOP της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Υδραυλικών Συστημάτων (European Oil Hydraulic and Pneumatic Committee) δεν αρκεί να καλύψει την άνω έλλειψη, διότι οι κανόνες CETOP είναι γενικές διατάξεις και συστάσεις;που δεν υποκαθιστούν τις αναγκαίες συγκεκριμένες και ειδικές οδηγίες του κατασκευαστή, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν η δεύτερη και η τρίτη των εφεσίβλητων, αλλά ουσιαστικά επιτάσσουν την τήρηση τους. Συνακόλουθα, ουδόλως αναιρείται η ευθύνη των δεύτερης και τρίτης των εφεσίβλητων ως παραγωγών κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των. ιδίων αυτών εφεσίβλητων για υπαιτιότητα της πλοιοκτήτριας εταιρίας και των προστηθέντων της στην πρόκληση του ατυχήματος, για τους επικαλούμενους λόγους, ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω στην ευθύνη των εν λόγω εφεσίβλητων ως παραγωγών, οι οποίοι ευθύνονται, κατά τα προαναφερθέντα, ανεξάρτητα και από την έλλειψη υπαιτιότητας τους σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2251/1994, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική, ενώ δεν απέδειξαν ότι το ελάττωμα σχεδιασμού δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα τους ή σε υπαιτιότητα των προσώπων, για τα οποία ευθύνονται αδικοπρακτικά, καθώς η αδικοπρακτική ευθύνη διαμορφώνεται κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική. Τέλος, ο ισχυρισμός των ιδίων εφεσιβλήτων-εναγομένων για συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος παθόντος στον τραυματισμό του και στην εξ αυτού ζημία του. κατά ποσοστό 99%, για το λόγο ότι επιβιβάστηκε στη Λέμβο Ταχείας Διάσωσης κατά την καθαίρεση παραβιάζοντας έτσι τους διεθνείς κανόνες ασφαλείας που ρητώς απαγορεύουν αυτήν την επιβίβαση, η οποία αποτέλεσε την κατά κύριο λόγο αιτία του τραυματισμού του, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, ο παθών ενάγων δεν επιβιβάστηκε στη λέμβο αυτοβούλως, αλλά εκτελώντας εντολές του Πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας εταιρίας, που πάντοτε, μέχρι το χρόνο του ατυχήματος, διενεργούνταν οι αντίστοιχες δοκιμές με επιβίβαση πληρώματος στη λέμβο. Άλλωστε, σύμφωνα και με την από 11 Ιουνίου 2009 οδηγία "Αποσαφήνιση Κανονισμού SOLAS
ΙΙΙ/19" από την Επιτροπή Ναυτιλιακής Ασφάλειας κατά την 86η Σύνοδο (27 Μαΐου με 5 Ιουνίου 2009), "...3. το διαιρεμένο πλήρωμα δεν θα πρέπει να απαιτείται να βρίσκεται επί των σωσιβίων λέμβων, κατά τη διάρκεια της καθαίρεσης, εκτός αν ο πλοίαρχος, στα πλαίσια της εξουσίας που του εκχωρείται από την παράγραφο 5.5. του Κώδικα ISN (Κώδικας Ασφαλούς Διαχείρισης), κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους ασφαλείας, ότι η σωστική λέμβος πρέπει να καθαιρεθεί με το διαιρεμένο πλήρωμα επ' αυτής.". Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι βαρύνεται ο ενάγων με παράβαση οποιουδήποτε όρου ασφαλείας, ενώ, όπως αναφέρθηκε, φορούσε και τον απαιτούμενο εξοπλισμό. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων-εναγομένων με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε πως ο επίμαχος μηχανισμός καθαίρεσης της ΛΤΔ ήταν ελαττωματικός λόγω εσφαλμένου σχεδιασμού του ούτε ότι οι παρασχεθείσες οδηγίες λειτουργίας και συντήρησης του ήταν ελλιπείς, σε τρόπο ώστε να μη θεμελιώνεται οποιαδήποτε αδικοπρακτική ευθύνη της κατασκευάστριας του μηχανισμού και της ναυπηγού του πλοίου, αντίστοιχα, έναντι των εναγόντων και ότι έτσι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε ελάττωμα του συγκεκριμένου μηχανισμού, έσφαλε στην κρίση του, καθώς εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο αλλά και εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή ως κατ' ουσίαν βάσιμων των τρίτου και τέταρτου των λόγων της έφεσης των εναγόντων". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.2251/1994 περί των εννοιών του καταναλωτή, του παραγωγού - προμηθευτή, του παραγώγου συστατική και τελικού προϊόντος (πλοίου) του ασφαλούς και μη ελαττωματικού προϊόντος, της υποχρεώσεως του προμηθευτή περί παροχής οδηγιών στον καταναλωτή και τις συνέπειες της μη τηρήσεως των οδηγιών, τόσο κατά το νόμο αυτό, όσο και κατά τον Κανονισμό SOLAS, την τήρηση του Κανόνα Ασφαλείας 6.1.2.12 του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών Μέσων, της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ελαττώματος του σχεδιασμού του μηχανισμού καθαίρεσης της επίμαχης Λέμβου Ταχείας Διάσωσης και της εξαιτίας του ελαττώματος αυτού πτώσης της στη θάλασσα και της εξ αυτής επελθούσας σωματικής βλάβης και της εντεύθεν ζημίας των αναιρεσιβλήτων και της υπαιτιότητας που βαρύνει την παραγωγό- προμηθεύτρια αναιρεσείουσα της δεύτερης αίτησης και την παραγωγό του τελικού προϊόντος - αναιρεσείουσα της πρώτης αίτησης και της εντεύθεν υποχρεώσεώς των προς αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας, τόσο κατά τις ειδικές διατάξεις του προαναφερθέντος ειδικού νόμου, όσο και κατά τις οικείες διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α, 5 παρ. 1, 6 παρ. 1, 5, 6, 8α και β, 11 , 7 παρ.2, 3 8 Ν.2251/1994, 914, 200 και 288 ΑΚ). Τούτο δε ενόψει του ότι υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και του κατά νομική ακολουθία συμπεράσματος του νομικού συλλογισμού της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς τα ζητήματα του ελαττωματικού προϊόντος, που η αναιρεσείσουσα της δεύτερης αίτησης - παραγωγός κατασκεύασε και το οποίο τοποθετήθηκε ως συστατικό στο τελικό προϊόν (πλοίο) που διατέθηκε στην κατανάλωση από την αναιρεσείουσα της πρώτης αίτησης παραγωγό του πλοίου, από την ελαττωματική κατασκευή του οποίου τραυματίστηκε ο χρησιμοποιήσας το προϊόν (ΛΤΔ) πρώτος αναιρεσίβλητος, της τηρήσεως του Κανόνα Ασφαλείας 6.1.2.12 του Διεθνούς Κώδικα Σωστικών, της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας αφενός μεταξύ του ελαττώματος του συστήματος καθέλκυσης της ΛΤΣ και της πτώσης της λέμβου και αφετέρου της ζημίας που υπέστη ο εν λόγω αναιρεσίβλητος και που πρέπει να αποκατασταθεί, καθώς και της υπαιτιότητας που βαρύνει την κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν.2251/1994 ευθυνομένη αντικειμενικά αναιρεσείουσα και των οικείων περί αδικοπραξίας διατάξεων του ΑΚ και της μη αποδείξεως λόγου απαλλαγής της κατά το άρθρο 6 παρ. 8α και β του ειδικού αυτού νόμου, τόσο της ίδιας, όσο και των προσώπων τα οποία ευθύνεται αδικοπρακτικά και των οποίων η ευθύνη κατά τις κοινές διατάξεις είναι νόθος αντικειμενική. Ειδικότερα ο ενάγων - αναιρεσίβλητος είναι καταναλωτής, αφού ως εργαζόμενος στον τελικό αποδέκτη του ελαττωματικού προϊόντος το χρησιμοποίησε, η αναιρεσείουσα της δεύτερης αίτησης είναι παραγωγός αφού κατασκεύασε, ως συστατικό, το ελαττωματικό προϊόν, ήτοι τη Λέμβο Ταχείας Διάσωσης που ενσωματώθηκε στο τελικό προϊόν, από την αναιρεσείουσα της πρώτης αίτησης παραγωγό του πλοίου ήτοι το πλοίο, το εν λόγω συστατικό (προϊόν) ήταν ελαττωματικό, αφού δεν παρείχε την προσδοκώμενη ασφάλεια, η δε ελεύθερη και ανέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ, που προκάλεσε το ατύχημα, οφείλεται στην κατά την καθέλκυση της λέμβου αποσύμπλεξη- απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου, το οποίο ήταν προσαρτημένο στη θέση εμπλοκής του υδραυλικού κινητήρα αντιστάθμισης κυματισμού με τον μηχανισμό μετάδοσης της κίνησης από τα φρένα ελέγχου της ταχύτητας καθαίρεσης προς το τύμπανο περιέλιξης του συρματόσχοινου του βαρούλκου καθαίρεσης και ανέλκυσης της ΛΤΔ, με αποτέλεσμα η ενεργοποίηση του χειροκίνητου φρένου από το χειριστή να ακυρωθεί και να μην μπορεί να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη πτώση της ΛΤΔ στη θάλασσα, οι δε αναιρεσείουσες βαρύνονται με αμέλεια, αφού θα έπρεπε να προβλέψουν τον κίνδυνο ακύρωσης της λειτουργίας του χειροκίνητου φρένου, λόγω αποσύμπλεξης του μηχανισμού καθαίρεσης, ο οποίος ήταν καθόλα δυνατός, με την τοποθέτηση χειροκίνητου επιστομίου, όπως αυτή (αναιρεσείουσα της δεύτερης αίτησης) συνέστησε μετά το ατύχημα στην τελική καταναλώτρια - πλοιοκτήτρια. Προσέτι ο μηχανισμός καθαίρεσης παρουσίαζε και άλλο ελάττωμα, συνιστάμενο στην έλλειψη διαθεσίμων οδηγιών σχετικά με τη λειτουργία και συντήρηση καθώς και τον περιοδικό έλεγχο στα υδραυλικά συστήματα του μηχανισμού καθαίρεσης, αφού στο εγχειρίδιο λειτουργίας που συνόδευε το πλοίο δεν υπήρχε καμία ενημέρωση και επισήμανση για τον σημαντικό κίνδυνο ελεύθερης πτώσης της ΛΤΔ, όταν ενεργοποιηθεί το σύστημα αντιστάθμισης κυματισμού, κατά την καθέλκυση, ήτοι για τους κινδύνους κατά τη χρήση του προϊόντος, όπως ορίζει το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.2251/1994, αλλά και η καλόπιστη και κατά τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 288). Ενόψει τούτων υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της χρήσεως του ελαττωματικού προϊόντος από τον καταναλωτή - χρήστη του προϊόντος αυτού αναιρεσιβλήτο και της ζημίας που αυτός υπέστη, η δε αναιρεσείουσες ως βαρυνόμενες με την προπεριγραφείσα αμελή συμπεριφορά ενέχονται προς αποζημίωση, ήτοι αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας, αφού ως παραγωγοί δεν απέδειξαν τη συνδρομή λόγου απαλλαγής των, ούτε ότι ως προς το προϊόν κατά τον χρόνο που ήταν στην σφαίρα επιρροής των δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή του ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα των ιδίων των προσώπων για τα οποία ευθύνονται αδικοπρακτικά.
Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζουσες τα αντίθετα και από τον αριθμό I του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις των πέντε πρώτων λόγων της δεύτερης αναιρέσεως και των τριών λόγων του προσθέτου δικογράφου πρέπει να απορριφθούν. Προσέτι απορριπτέες είναι και οι από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου αιτιάσεις των τρίτου και τετάρτου από τους λόγους της δεύτερης αναιρέσεως, καθώς και του δευτέρου και τρίτου από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου. Περαιτέρω η αιτίαση του δεύτερου αναιρετικού λόγου κατά την οποία ο έλεγχος - δοκιμή δεν είναι χρήση, καθώς και του πέμπτου κατά την οποία έγινε δεκτό ότι ο αρχικός σχεδιασμός του μηχανισμού καθαίρεσης ήταν ελαττωματικός, γιατί επέτρεπε την απενεργοποίηση του χειροκίνητου φρένου αν συνέβαινε απεμπλοκή του υδραυλικού φρένου, χωρίς λάβει υπόψη την οριζομένη στη διάταξη 6.1.2.12 του ΔΚΣΜ εξαίρεση περί ενεργοποιήσεως από τον χειριστή του μηχανισμού συγκρατήσεως του χειριστηρίου του φρένου, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των επικαλούμενων διατάξεων (άρθρο 6 και 7 παρ.2 ν.2551/1994 και 6.1.2.12 ΔΚΣΜ) πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Για τους ίδιους λόγους είναι απορριπτέοι και οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, όγδοος, ένατος λόγοι της πρώτης αναίρεσης εκ του αριθμού 1 και 19 άρθρ.559 ΚΠολΔ και τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος λόγοι της ίδιας αναίρεσης εκ των αριθμ.19. Επειδή κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α του ΑΚ "αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της". Περαιτέρω κατά την παρ. 11 του άρθρου 6 του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν.3587/2007) " η ευθύνη του παραγωγού.......μπορεί... να μειωθεί ή να αρθεί, όταν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος ή προσώπου για το οποίο ευθύνεται ο ζημιωθείς". Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τον παραδεκτά υποβληθέντα επικουρικά ισχυρισμό της αναιρεσείουσας (και των λοιπών εναγομένων και μη διαδίκων στην παρούσα δίκη) περί συνυπαιτιότητας του ζημιωθέντος - πρώτου ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου, έγιναν, με την προσβαλλομένη απόφαση δεκτά τα ακόλουθα:
"Τέλος, ο ισχυρισμός των ιδίων εφεσιβλήτων - εναγομένων για συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος - παθόντος στον τραυματισμό του και στην εξ αυτού ζημία του κατά ποσοστό 99% για τον λόγο ότι επιβιβάστηκε στην Λέμβο Ταχείας Διάσωσης κατά την καθαίρεση, παραβιάζοντας έτσι τους διεθνείς κανόνες ασφαλείας που ρητώς απαγορεύουν αυτήν την επιβίβαση, η οποία αποτέλεσε την κατά κύριο λόγο αιτία του τραυματισμού του, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα ο παθών- ενάγων δεν επιβιβάστηκε στη λέμβο αυτοβούλως, αλλά εκτελώντας εντολές του πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, που πάντοτε, μέχρι τον χρόνο του ατυχήματος διενεργούσαν αντίστοιχες δοκιμές με επιβίβαση πληρώματος στη λέμβο. Άλλωστε, σύμφωνα με την από 11 Ιουνίου 2009 οδηγία "Αποσαφήνιση Κανονισμού SOLAS 111/19" από την Επιτροπή Ναυτιλιακής Ασφάλειας κατά την 86η Σύνοδο (27 Μαίου με 5 Ιουνίου 2009) ".... 3. Το διαιρεμένο πλήρωμα δεν θα πρέπει να απαιτείται να βρίσκεται επί των σωσιβίων λέμβων, κατά τη διάρκεια της καθαίρεσης, εκτός αν ο πλοίαρχος, στα πλαίσια της εξουσίας του που του εκχωρείται από την παρ. 5.5 του Κώδικα 15Ν (Κώδικας Ασφαλούς Διαχείρισης), κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους ασφαλείας, ότι η σωστική λέμβος πρέπει να καθαιρεθεί με το διαιρεμένο πλήρωμα επ' αυτής.....". Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι βαρύνεται ο ενάγων με παράβαση οποιουδήποτε όρου ασφαλείας, ενώ, όπως αναφέρθηκε, φορούσε και τον απαιτούμενο εξοπλισμό.....". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300 παρ. 1 εδ. α του ΑΚ και 6 παρ. 11 του Ν.2251/1994, αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθόσον ανελέγκτως έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δεν συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην επέλευση της ζημίας, αφού επιβιβάστηκε στη ζημιογόνο λέμβο κατ' εντολή του πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας, καθόσον οι αντίστοιχες δοκιμές μέχρι του χρόνου του ατυχήματος διενεργούνταν με επιβίβαση του πληρώματος, ενώ ο παθών -φορούσε και τον απαιτούμενο εξοπλισμό ασφαλείας. Η επάλληλη σκέψη της αποφάσεως περί της ισχύσασας σε μεταγενέστερο του ενδίκου ατυχήματος χρόνο, οδηγίας της Επιτροπής Ναυτικής Ασφαλείας, δεν αφορά σε νόμο που τέθηκε σε ισχύ μετά το ατύχημα, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά σε αποσαφήνιση του Κανονισμού SOLAS 111/19 που ίσχυε πριν από το ατύχημα, ενώ αβάσιμα γίνεται επίκληση της αρχής της αναλογικότητας, αφού δεν συντρέχει εξ αυτής περίπτωση καταλύσεως της υπαίτιας (αμελούς) συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας - παραγωγού- προμηθεύτριας, ως προς την παροχή της στον καταναλωτή - αναιρεσίβλητο του επίμαχου ελαττωματικού προϊόντος. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. έκτος λόγος της δεύτερης και όγδοος λόγος της πρώτης αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 "οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι ευνοϊκότεροι και οι παρέχοντες μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εκείνων που διαλαμβάνονται στη συλλογική σύμβαση (ή διαιτητική απόφαση). Από αυτό συνάγεται ότι όταν με την ατομική σύμβαση εργασίας καθορίσθηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας και συμφωνήθηκε μισθός μεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (δηλαδή του αθροίσματος του βασικού μισθού και των επιδομάτων), τότε συγκεκριμένο επίδομα ή προσαύξηση, προβλεπόμενα από τη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και με τις ίδιες συνθήκες (που καθορίσθηκαν με την ατομική σύμβαση εργασίας), δεν οφείλεται στον εργαζόμενο, επιπλέον του συμφωνημένου μεγαλύτερου μισθού, γιατί καλύπτεται από αυτόν, αφού οι όροι αμοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, οι περιεχόμενοι στην ατομική και στη συλλογική σύμβαση δεν ισχύουν παραλλήλως, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθμιση, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της δυσμενέστερης.
Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση κατά τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος, λόγω απώλειας των εισοδημάτων του από την εργασία του και για το χρονικό διάστημα από 1.4.2007 μέχρι 31.12.2012 δέχθηκε τα ακόλουθα: "XXIV. Περαιτερω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εκκαλών-ενάγων εργαζόταν μέχρι και την ημέρα του ατυχήματος (14.3.2007) ως υποπλοίαρχος στο ανωτέρω πλοίο "...", έχοντας μεγάλη προϋπηρεσία ως ναυτικός, δεδομένου ότι για πρώτη φορά απέκτησε ναυτικό φυλλάδιο και προσλήφθηκε ως επίκουρος το έτος 1989, σε ηλικία μόλις 15 ετών, στο Ε/Ο πλοίο "..." της ίδιας εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας εταιρίας. Σύμφωνα με την από 1.1.2007 (τελευταία πριν από το ατύχημα) σύμβαση ναυτολόγησης, που συνήψε με την εν λόγω πλοιοκτήτρια, οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.760,33 ευρώ. Με τα εισοδήματα του αυτά συντηρούσε την οικογένεια του, δηλαδή τη σύζυγο του Ελευθερία Παντελή (δεύτερη εκκαλούσα-ενάγουσα), η οποία δεν εργαζόταν πριν από το ατύχημα, και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, τη Β. (γενν. το 2004) και τον Κ. (γενν. το 2006). Εξαιτίας του ατυχήματος κατέστη πλήρως ανίκανος προς εργασία δια βίου,, αφού πάσχει από παραπληγία, με ποσοστό κινητικής αναπηρίας (παράλυση) και των δύο κάτω άκρων 100%, όπως αποφάνθηκε και η Α/βάθμιος Υγειονομική Επιτροπή της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (βλ. την υπ' αρ. πρωτ. 7869/5.10,07 ιατρική γνωμάτευση, με την επ' αυτής από 12.11.2007 επισημείωση του Επόπτη Δημόσιας Υγείας ότι δεν συντρέχει λόγος προσφυγής στη Β'/βάθμια Υγειονομική Επιτροπή). Συνεπεία τούτου, έχει υποστεί ζημία λόγω απώλειας των εισοδημάτων από την εργασία του, τα οποία θα αποκόμιζε σε μηνιαία βάση με πιθανότητα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, τουλάχιστον μέχρι και το έτος 2012 (όπως περιορίστηκε, κατά τα παρακάτω, αναφερόμενα, το επίδικο χρονικό διάστημα), οπότε και θα συνέχιζε την εργασία του ως υποπλοίαρχος. Ειδικότερα, οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του ανέρχονταν το έτος 2007, όπως αναφέρθηκε, σε 3.760 ευρώ, ενώ θα ανέρχονταν: το έτος 2008 σε 3.948 € (ήτοι 3.760 € + 5% προσαύξηση 188 €, σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση της 28.7.2008), το έτος 2009 σε 4.110 € (3.948 € + 4,1% προσαύξηση 162 € σύμφωνα με το άρθρο 2 της υπ' αρ. 3525.10/01/2009 απόφασης της Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που κύρωσε τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών - Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2009), το έτος 2010 σε 4.192 € (4.110 € + 2% προσαύξηση 82 € σύμφωνα με το άρθρο 2 της υπ' αρ. 3525.10/01/2010 απόφασης του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, που κύρωσε τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών - Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010), το έτος 2011 σε 4.192 € και το έτος 2012 επίσης σε 4.192 €, διότι δεν έγινε αύξηση στις αποδοχές των πληρωμάτων. Επομένως, η επικαλούμενη με την ένδικη αγωγή ετήσια προσαύξηση κατά 5% επί του προηγούμενου μισθού μετά το έτος 2008, είναι αυθαίρετη. Ισχυρίζεται ο πρώτος ενάγων-εκκαλών ότι εκτός από το μισθό των 3.760 € δικαιούται, ως αποζημίωση, και επιπλέον ποσό για κανονική άδεια 96 ημερών, επικαλούμενος το άρθρο 4 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών - Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων (Υ.Α. 3525.10/01/2007 ΦΕΚ Β" 1295 του έτους 2007). Όμως, ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος, διότι στο μισθό των 3.760 € έχει συμπεριληφθεί και το επίδομα άδειας των 96 ημερών, όπως προκύπτει, ιδιαίτερα, από την προαναφερθείσα από 1.1.2007 σύμβαση ναυτολόγησης του ιδίου/στον όρο Γ.1. της οποίας αναγράφεται σαφώς ότι στο μισθό των 3.760,33 € έχει ενσωματωθεί επίδομα άδειας ύφους 701,36 €. Σημειωτέον, ότι ο μισθός των 3.760 € υπερβαίνει το μισθό της ως άνω ΣΣΕ έτους 2007, σύμφωνα με την οποία ο βασικός μισθός (μισθός ενεργείας και επίδομα Κυριακών) του Υποπλοίαρχου είναι 1.706,85 € και μαζί με το ημερήσιο αντίτιμο διατροφής του άρθρου 3, ποσού 361,8 € (1/2,06 € Χ 30) ανέρχεται σε 2.068,65 €. Το ετήσιο επίδομα άδειας των 96 ημερών ανέρχεται σύμφωνα με το άρθρο 8 της ανωτέρω Υ.Α. σε 1.706,85 € : 22 = 77,58 € Χ 96 = 7.448 € + (12,06 Χ 96 =) 1.157,76 € = 8.605,76 € [για τον υπολογισμό της άδειας, το ημερομίσθιο καθορίζεται στο 1/22 του μισθού ενεργείας κατ' άρθ. 2 παρ. 1 της άνω ΣΣΕ του 2007 και όχι στο 1/25 που υπολογίζει ο ενάγων]. Αν, στη συνέχεια, διαιρεθεί το ποσό των 8.605,76 δια του 9 (όσοι οι μήνες που οι ναυτικοί εργάζονται ανά έτος στις γραμμές Ελλάδας - Ιταλίας, και θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω)= 956,20 € και προστεθεί το ποσό αυτό στο μισθό της ΣΣΕ των 2.068,65 €, το προκύπτον σύνολο (2.068,65 + 956,20 = ) 3.024,65 αντιστοιχεί στον ελάχιστο μισθό της εν λόγω ΣΣΕ για το έτος 2007 και ενσωματώνει την αναλογία επιδόματος άδειας. Ο ισχυρισμός του πρώτου ενάγοντος ότι η απασχόλησή του στο ως άνω πλοίο ήταν συνεχόμενη επί δωδεκάμηνο, ουδόλως επιβεβαιώνεται αδιστάκτως από το αποδεικτικό υλικό, ώστε να εδραιωθεί πλήρης δικανική πεποίθηση. Οι προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως προς τούτο από 22.2,2006, 20.6.2006 και 16.12.2006 συμβάσεις ναυτολόγησης του στο ίδιο πλοίο, σε συνδυασμό με τα επίσης προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά μισθοδοσίας διαστήματος από 22.2.2006 έως 28.2.2007, δεν επιβεβαιώνουν απολύτως τον ισχυρισμό του, διότι αφενός δεν προκύπτει ημερολογιακά ο ακριβής χρόνος λήξης των συμβάσεων ναυτολόγησης και αφετέρου τα εκκαθαριστικά δεν καλύπτουν συνεχόμενο διάστημα 12 μηνών, αλλά 9μηνο περίπου. Ενόψει τούτου, κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης για 9μηνη απασχόληση του πρώτου ενάγοντος, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι κατά κανόνα οι ναυτικοί δεν εργάζονται συνεχώς. Έτσι, εφόσον δεν αποδεικνύεται κατά τρόπο ακλόνητο και ασφαλή συνεχής δωδεκάμηνη απασχόληση του α' ενάγοντος ούτε άλλη, μικρότερης των 9 μηνών διάρκειας, απασχόλησή του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι απασχολούνταν επί εννέα (9) μήνες κατ' έτος το μέγιστο (βλ. και ΕφΠειρ 1088/2003 ΕΝαυτΔ 2004,22, ΕφΠειρ 193/1999 ΕΝαυτΔ 27,6). Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων με τις από 11.5.2010 πρωτόδικες προτάσεις του [βλ. σελ. 3, 4, 5] α) παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής ως προς τα κονδύλια της ζημίας λόγω απώλειας εισοδημάτων από την εργασία του, τα οποία αφορούν το χρονικό διάστημα μετά τις 31.12.2012, αξιώνοντας, μετά ταύτα, αποζημίωση για την αιτία αυτή μόνο για το χρονικό διάστημα από 1.4.2007 μέχρι τις 31.12.2012, και β) περιόρισε το αιτούμενο για απώλεια μισθών ποσό του χρονικού διαστήματος από 1.4.2007 μέχρι τις 14.3.2009, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα, η απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του, τα οποία θα αποκόμιζε σε μηνιαία βάση, με πιθανότητα σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, οπότε και θα συνέχιζε την εργασία του ως υποπλοίαρχος, ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά: 1) Από 1.4.07 έως 31.12.07, που οι μηνιαίες μικτές αποδοχές ανέρχονταν σε 3.760 € και είχε πληρωθεί 2,5 μήνες, στο ποσό των 24.440 € (3.760 € X 6,5 μην.), 2) για το έτος 2008 στο ποσό των 35.532 € (3.948 € X 9 μην.), 3) για το έτος 2009 στο ποσό των 36.990 € (4.110 € Χ 9 μην.), 4) για το έτος 2010 στο ποσό των 37.728 € (4.192 € Χ 9 μην.), 5) για το έτος 2011 στο ποσό των 37.728 € (4.192 € Χ 9 μην.) και 6) για το έτος 2012 στο ποσό των 37.728 € (4.192 € Χ 9 μην.). Όπως, συνομολογεί ο πρώτος ενάγων με τις από 11.5,2010 πρωτόδικες προτάσεις του (σελ. 4), έλαβε έναντι των μισθών του επίδικου χρονικού διαστήματος από την εργοδότρια του τα ακόλουθα ποσά: α) για το διάστημα από 1.4.07 μέχρι τέλος του 2007, το συνολικό ποσό των 30.281,46 (3.266,10 + 1.457,47 + 3.546,39 + 3.546,39 + 3.546,39 + 3.729,68 + 3.729,68 + 3.729,68 + 3.729,68) και συνεπώς, δεν. υφίσταται πλέον ζημία του για το εν λόγω διάστημα, αφού το ποσό που έλαβε καλύπτει την αντίστοιχη απαίτηση του, β) για το έτος 2008 συνομολογεί ότι εξοφλήθηκε η απαίτηση του για μισθούς, ύστερα από τις επικαλούμενες με τις ως άνω προτάσεις του καταβολές, και γ) για το έτος 2009 έλαβε το συνολικό ποσό των 10.528,06 € (3.550,12 + 3.951,02 + 1.186,14 + 1.840,78) και απομένει, συνεπώς, υπόλοιπο της αντίστοιχης απαίτησης μισθών, ποσού 26.461,94 € (36.990 € - 10.528,06 €). Κατά συνέπεια, η ζημία του παθόντος ενάγοντος από την ανωτέρω αιτία ανέρχεται για το έτος 2009 στο ποσό των 26.461,94€, για το έτος 2010 στο ποσό των 37.728 €, για το έτος 2011 στο ποσό των 37.728 € και για το έτος 2012 στο ποσό των 37.728€. Από τις προεκτεθείσες παραδοχές προκύπτει ότι ο μισθός της ατομικής συμβάσεως του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου των 3.760,33 ευρώ υπερκάλυπτε το μισθό και τα εισοδήματα που προέβλεπαν οι αντίστοιχες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών - Τουριστικών Επιβατικών πλοίων του ενδίκου χρόνου (2007-2012) και που κατά τις παραδοχές της Αποφάσεως ανερχόντουσαν το 2007 σε 3.024,65 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα Κυριακών +αντίτιμο τροφής + επίδομα αδείας) και με τις προσαυξήσεις των αναφερομένων στην απόφαση ΣΣΝΕ των ετών 2008, 2009 και 2010 (για το 2011 και 2012 δεν χορηγήθηκε προσαύξηση) κατά τα επόμενα έτη θα ανερχόντουσαν: το 2008 σε 31.759 ευρώ (3.024,65 +5%), το 2009 σε 3.3061 ευρώ (31.759+4,1%) και τα έτη 2010, 2011 και 2012 σε 33.722 ευρώ (33.061+2%). Η προσβαλλομένη κατά παραβίαση της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 υπολόγισε την αύξηση των ΣΣΝΕ επί του μισθού της ατομικής συμβάσεως, ενώ ο υπολογισμός αυτός δεν μπορούσε να γίνει, αφού ο επικρατέστερος μισθός της ατομικής συμβάσεως ήταν μεγαλύτερος του οριζομένου στις ΣΣΝΕ και κάλυπτε την αξίωση του ενάγοντα για υπολογισμό των απωλεσθέντων εισοδημάτων του. Ενόψει τούτων πρέπει να γίνει δεκτός ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ όγδοος λόγος της δεύτερης αναιρέσεως, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση για την προαναφερθείσα αξίωση του πρώτου αναιρεσιβλήτου δεν εφάρμοσε την προδιαληφθείσα διάταξη, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Ο ένατος λόγος της δεύτερης και δέκατος λόγος της πρώτης αναίρεσης κατά τον οποίο η προσβαλλομένη απόφαση κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των πασιδήλων, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο χρηματικά ποσά για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση που είτε δεν θα έπρεπε να του επιδικασθούν, είτε θα έπρεπε να του επιδικασθούν σε πολύ χαμηλότερο ύψος, πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι, αφού δεν προσδιορίζονται σ' αυτούς ούτε οι παραβιασθείσες διατάξεις, ούτε οι αναιρετικές πλημμέλειες της αποφάσεως. Το άρθρο 932 ΑΚ ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπων η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης". Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση προσβολής της υγείας προσώπων, φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο άμεσα υποστάς την ηθική βλάβη παθών, κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία. Τρίτα πρόσωπα, που συνήθως ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτος και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση, όπως ο ίδιος κανόνας συμβαίνει με τους τρίτους, που υφίστανται περιουσιακή ζημία από την σε βάρος οικείων τους τελεσθείσα αδικοπραξία εκτός αν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση (άρθρ. 928 εδ.β'και 929 εδ.β'ΑΚ). Τα τρίτα αυτά πρόσωπα κείνται εκτός του πεδίου προστασίας του προσβαλλόμενου κανόνα δικαίου (ΑΠ 553/2014). Περαιτέρω κατ'αρθρ.559 αρ.1 ΚΠολΔ, η ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου συντελείται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, καίτοι, κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του, δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αντιθέτως όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, παρά το ότι, κατά τις παραδοχές αυτές, υπάρχουν ως πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "XXIX. Περαιτέρω, κατά την ΑΚ 932 "σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.", Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι, καταρχήν, πρωτογενώς δικαιούχος της απαιτήσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι το πρόσωπο που άμεσα υπέστη την ηθική βλάβη από την αδικοπραξία ή από κάποια άλλη πράξη ή παράλειψη που θεμελιώνει υποχρέωση για αποζημίωση. Για να θεωρηθεί ότι άμεσα κάποιος ζημιώθηκε από την αδικοπραξία, πρέπει να υπέστη αυτός άμεση ζημία στα έννομα αγαθά του, τα οποία προσβλήθηκαν από την τέλεση της αδικοπραξίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της αδικοπραξίας, ασχέτως αν είναι προσωπικά αυτός που έπαθε από αυτήν. Το ίδιο ισχύει, όταν και ο σύζυγος, από τη σε βάρος του αδικοπραξία τρίτου, καταστεί ανίκανος στο μέλλον για σεξουαλική συνεύρεση και τεκνοποιία με τη σύζυγο του, διότι τότε και η σύζυγος θεωρείται ότι έχει υποστεί άμεση ηθική βλάβη, ως αμέσως ζημιωθείσα αφού από την ανικανότητα αυτή του συζύγου της, επέρχεται στην ίδια τη σύζυγο άμεση ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αδικοπραξία, καθώς προσβάλλεται συγκεκριμένα τόσο στο ατομικό δικαίωμα της για σεξουαλική ζωή και απόλαυση με το σύζυγο της όσο και στο δικαίωμα της να αποκτήσει τέκνα από αυτόν, δικαιώματα, δηλαδή, τα οποία αποτελούν την έκφραση και το περιεχόμενο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου, που το άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος ονομάζει απαραβίαστα (ΕφΠειρ 886/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6055/1989 ΑρχΝ 1990/776, Στ. Πατεράκης, Η Χρηματική Ικανοποίηση λόγω Ηθικής Βλάβης, Β' έκδ., σελ. 230, Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 1998, παρ. 949, σελ. 331). Ενόψει τούτων, 1η αξίωση της δεύτερης ενάγουσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επειδή ματαιώθηκε οριστικά η σεξουαλική της ζωή με το σύζυγο της πρώτο ενάγοντα λόγω της σεξουαλικής ανικανότητας του εξ αιτίας του σε βάρος του ατυχήματος, στερούμενη και του δικαιώματος να αποκτήσει και άλλα τέκνα από αυτόν, είναι νόμω βάσιμη, απορριπτόμενου, μετά ταύτα, του ισχυρισμού των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων - εφεσίβλητων, που υποστηρίζουν το αντίθετο. Ακολούθως, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη των εναγόντων, σύζυγος του πρώτου τούτων, με τον οποίο παντρεύτηκε το έτος 2002, όταν συνέβη το ατύχημα (14.3.2007) ήταν τριάντα ενός (31) ετών. Από το ατύχημα αυτό, το οποίο κατέστησε το σύζυγο της παράλυτο από τη μέση και κάτω και ανίκανο σεξουαλικά, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί οριστικά η σεξουαλική της ζωή μαζί του, στερούμενη στο μέλλον του δικαιώματος της για σεξουαλική συνεύρεση και απόλαυση με αυτόν αλλά και του δικαιώματος της να αποκτήσει και άλλα τέκνα από το σύζυγο της, μεγαλώνοντας την οικογένεια τους και γνωρίζοντας ξανά τη χαρά της μητρότητας, δεδομένου και του νεαρού της ηλικίας της, η δεύτερη ενάγουσα υπέστη μεγάλη άμεση ηθική βλάβη, διότι από την ανικανότητα του συζύγου της, επήλθε και στην ίδια (εκτός από τον ενάγοντα σύζυγο της) άμεση ζημία από την αδικοπραξία των άνω δύο εναγομένων, καθώς υπέστη άμεση ζημία στα έννομα αγαθά της, αφού προσβλήθηκαν από την αδικοπραξία τα ως άνω ατομικά και συνταγματικώς απαραβίαστα δικαιώματα της και αναμφίβολα υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας της αυτής και της αδικοπραξίας των εν λόγω εναγομένων-εφεσιβλήτων. Πρέπει, επομένως, για την αποκατάσταση της άμεσης αυτής ηθικής βλάβης που υπέστη η δεύτερη ενάγουσα, να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 80.000 ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο ενόψει των προαναφερθεισών περιστάσεων, του είδους και της έκτασης της προσβολής των πιο πάνω δικαιωμάτων της, του νεαρού της ηλικίας της, της υπαιτιότητας των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων - εφεσίβλητων, της έλλειψης συνυπαιτιότητας του ενάγοντος παθόντος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης της δεύτερης ενάγουσας, η οποία δεν εργαζόταν πριν από το ατύχημα και άρχισε να εργάζεται από το έτος 2009 ως ταμίας στην Εμπορική Τράπεζα, καθώς και της προαναφερόμενης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω εναγομένων - εφεσιβλήτων". Με αυτές τις παραδοχές το Εφετείο παρεβίασε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, με το να δεχθεί ότι η δεύτερη ενάγουσα - αναιρεσίβλητη από την ανωτέρω αναπηρία του συζύγου της υπέστη άμεση ζημία με την οριστική ματαίωση της σεξουαλικής της ζωής με τοη σύζυγό της, λόγω της σεξουαλικής ανικανότητάς του εξαιτίας του σε βάρος του ατυχήματος στερούμενη και του δικαιώματος να αποκτήσει και άλλα τέκνα από αυτόν. Άρα ο δέκατος λόγος (της πρώτης) και έβδομος λόγος (της δεύτερης) αναιρετικοί λόγοι, από το αρθρ.559 αρ.1 ΚΠολΔ είναι βάσιμη και πρέπει να γίνουν δεκτοί (όπως και ο όγδοος της δεύτερης και δέκατος της πρώτης αναίρεσης). Επομένως πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η απόφαση για τους ανωτέρω κριθέντες βάσιμους αναιρετικούς λόγους και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν. Δεν συντρέχει δε λόγος για να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα, σύμφωνα με αίτημα της αναιρεσείουσας.
Τα καταβληθέντα παράβολα πρέπει να επιστραφούν στις αναιρεσείουσες. Τέλος πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων επειδή οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν είναι δυσερμήνευτες (άρθρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 19-1-2015 αιτήσεις.
Αναιρεί εν μέρει την 149/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν.
Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων στις αναιρεσείουσες. Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ A