Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1416 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο σε βαθμό κακουργήματος. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα. Παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1416/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης X, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1391/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 141/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 128/6.4.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθμ. 1391/2008 βούλευμά του, δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την υπ'αριθ. 44/2008 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, κατά του υπ'αριθμ. 690/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης - το οποίο είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία για απόπειρα απάτης στο δικαστήριο - παρέπεμψε άνω κατηγορουμένη X στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' βαθμού για να δικαστεί ως υπαίτια τελέσεως απόπειρας απάτης στο δικαστήριο σε βαθμό κακουργήματος και συγκεκριμένα του ότι: "Στη ... στις 30-5-2003, με σκοπό ν' αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, επεχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η ζημία δε που απειλήθηκε σε βάρος του μηνυτή - παθόντος, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, την ως άνω παράνομη πράξη της όμως, δεν την ολοκλήρωσε- όχι από δική της θέληση, αλλά, από αίτια εξωτερικά. Πιο συγκεκριμένα ο πατέρας του εγκαλούντος, ΑΑ, άσκησε εναντίον της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 2/6/1988, αγωγή αναγνωριστική κυριότητας, ζητώντας ν' αναγνωριστεί κύριος ενός αγρού εκτάσεως 1.741,92 τμ, που βρίσκεται στο Δήμο ... . Επί της αγωγής του εκδόθηκε η υπ' αριθ. 211/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία την απέρριψε. 0 πατέρας του εγκαλούντος άσκησε την από 2/7/1999 έφεση του, όμως πριν αυτή να συζητηθεί απεβίωσε και τη δίκη συνέχισαν οι κληρονόμοι του, ήτοι ο εγκαλών, ο ΒΒ, ο ΓΓ και η ΔΔ. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, στις 30-5-2003, με τις από 11-9-2002 προτάσεις της αναπόσπαστο μέρος των οποίων αποτέλεσαν οι από 18-1-1989 και 24-4-1996 προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παρέστησε ψευδώς στο Δικαστήριο ότι έχει αποκτήσει τη νομή του επίδικου ακινήτου νεμόμενη αυτό από το έτος 1964. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού επικαλέστηκε και προσκόμισε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου, με αναγραφόμενη ημερομηνία κατάρτισης την 8-4-1964, ώστε να πείσει το Δικαστήριο ότι από την ημερομηνία εκείνη νεμόταν το ακίνητο, προκειμένου ν' απορριφθεί η έφεση των αντιδίκων της και να επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση, που απέρριπτε την αγωγή δεχόμενη την ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει. Πλην όμως το εν λόγω έγγραφο είχε συνταχθεί μεταγενέστερα και είχε προχρονολογηθεί από την ίδια και τον αντισυμβαλλόμενο της και αυτή ενώ γνώριζε το γεγονός αυτό, επιχείρησε να πείσει το Δικαστήριο για το αντίθετο, ώστε ν' αναγνωριστεί κυρία του επίδικου ακινήτου, ως νεμόμενη αυτό από το έτος 1964. Σκοπός της δε ήταν ν' αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με την αξία του παραπάνω ακινήτου, δηλαδή ποσού 2.515.559 ευρώ, βλάπτοντος ισόποσα την περιουσία των κληρονόμων του ΑΑ. Πλην όμως η πράξη της αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική της βούληση, αλλά από εξωτερικά αίτια, αφού το Εφετείο Θεσσαλονίκης δεν πείσθηκε από τους ισχυρισμούς της και εξέδωσε την υπ'αριθ. 2557/2003 απόφαση του με την οποία, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ως κύριο του επιδίκου τον ΑΑ, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει (κατηγορουμένη), μη δεχόμενο ότι είχε τη νομή του επίδικου από το έτος 1964".
Το άνω βούλευμα επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 9-1-2009 στα χέρια της (βλ. το από 9-1-2009 αποδεικτικό του επιμελητή ...) και κατ'αυτού άσκησε η ίδια στις 19-1-2009, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του γραμματέα του Τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης την υπ'αριθμ. 2/2009 έκθεση αναίρεσης, προβάλλουσα ως λόγους (αναίρεσης).
α) 'Ελλειψη αιτιολογίας σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα και δη διότι δεν αναφέρει ότι έλαβε υπόψη την ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα και το απολογητικό της (=αναιρεσείουσας) υπόμνημα (στο οποίο -κατ'αυτήν- περιέχεται και η ένσταση δεδικασμένου-) και όλα τα αναφερόμενα έγγραφα - μεταξύ των οποίων και το εκλογικό του βιβλιάριο.
β) έλλειψη γνώσης του από 13-10-2008 υπομνήματος του πολιτικώς ενάγοντος.
γ) παραβίαση δεδικασμένου, καθότι επί ομοίου περιεχομένου μηνύσεως του πατρός του μηνυτού ΑΑ εις βάρος του για απάτη και απάτη επί δικαστηρίου σχετικά με το από 8-4-1964 ιδιωτικό συμφωνητικό, έχει εκδοθεί το με αριθμό 1760/1985 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (βρίσκεται στην δικογραφία), το οποίο απεφάνθη να μη γίνει σε βάρος του κατηγορία, το οποίο κατέστη αμετάκλητο.
δ) διότι στο διατακτικό δεν αναγράφεται το άρθρο του Ποινικού Νόμου που φέρεται ότι έχει παραβιάσει και βάσει του οποίου παραπέμπεται.
ε) διότι - σε σχέση με την σύνθεση του συμβουλίου - ενώ την υπ'αριθμ. 1107/2008 πρόταση υπέβαλε ο Αντεισαγγελέας Εφετών Ευάγγελος Ζάχαρης, παρέστη στο συμβούλιο, ο άλλος Εισαγελέας και δη ο Αχιλλέας Ζήσης.
στ) διότι δέχθηκε - εκτίμησε αυθαίρετα το από 8-4-1984 ιδιωτικό συμφωνητικό σε σχέση με τον χρόνο συντάξεώς του.
ΙΙ) Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα - το οποίο υπόκειται σε αναίρεση κατά το άρθρο 482 ΚΠΔ - με αποκλειστικά δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι: "Στην προκειμένη περίπτωση από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό με τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης προέκυψαν τα ακόλουθα: ο ΑΑ, πατέρας του εκκαλούντος Ψ, άσκησε κατά της κατηγορουμένης, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 2-6-1988, υπ' αριθμ. 156213-7-1988 αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος ενός ακινήτου, εμβαδού 1.741,92 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιοχής του Δήμου ... . Η κατηγορούμενη και τότε εναγομένη αμυνόμενη κατά της άνω αγωγής, πρόβαλε μεταξύ άλλων και τον ισχυρισμό ιδίας κυριότητας, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι, απέκτησε την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενη αυτό από το έτος 1964, όταν το αγόρασε άτυπα, με το από 8-6-1964 ιδιωτικό συμφωνητικό από τον ΕΕ ο οποίος το νεμόταν με διάνοια κυρίου από το έτος 1945 συνεχώς- ύστερα από άτυπη δωρεά που του έγινε το έτος αυτό από τη χήρα του ΣΤ. Ο ισχυρισμός της αυτός κρίθηκε βάσιμος από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με την υπ' αριθμ. 211/1997 απόφαση του απέρριψε την εναντίον της αγωγή του ΑΑ. 0 τελευταίος άσκησε κατά της άνω απόφασης την από 2-7-1999 έφεση του. Όμως πριν από την πρώτη συζήτηση της (μετά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2993/2002 απόφαση που διέταξε αποδείξεις σχετικά με την εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης) και συγκεκριμένα στις 9-4-2001 απεβίωσε ο εκκαλών ΑΑ και για το λόγο αυτό τη δίκη συνέχισαν οι κληρονόμοι του, δηλαδή ο εγκαλών Ψ και τα αδέλφια του ΒΒ και ΓΓ. Κατά την προφορική συζήτηση της άνω έφεσης στο ακροατήριο του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έγινε στις 30-5-2003, η κατηγορουμένη προσκόμισε εκ νέου το από 8-4-1964 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο είχε επικαλεσθεί με τις από 18-1-1989 και 24-4-1996 προτάσεις της (πρώτης και δεύτερης συζήτησης αντίστοιχα) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς απόδειξη του πιο πάνω αυτοτελούς ισχυρισμού της περί ιδίας κυριότητας, στις οποίες (προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) και αναφέρθηκε επί λέξει, με τις από 11-9-2002 και 26-5-2003 προτάσεις, που κατέθεσε για τη συζήτηση της έφεσης. Στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό αναφέρεται συγκεκριμένα ότι "Σήμερον την 8ην του μηνός Απριλίου του έτους χίλια εννιακόσια εξήντα τέσσερα ο κάτωθι υπογεγραμμένος ΕΕ του υπ' αριθμ. Δ.Α.Τ Ε ... , εκδοθέν την 19-11-1962 παρά του Θ.Α.Τ Θεσ/νίκης, επώλησα οικειοθελώς και απαραβιάστως έναν αγρόν, εις θέσιν ... παραχωρώ, μεταβιβάζω και παραδίδω τον περιγραφόμενον αγρόν εις την X, κάτοικο ..., ..., Δ.Α.Τ. ... παρά του Β.Α.Τ θεσ/νίκης ελεύθερον παντός εν γένει βάρους ...". Όμως, από τη φωτοτυπία του αναφερόμενου στο ιδιωτικό συμφωνητικό υπ' αριθμ. ... Δελτίου Ταυτότητας της κατηγορουμένης, που η ίδια προσκόμισε, προκύπτει ότι, αυτό έχει εκδοθεί την 30-9-1964, που σημαίνει ότι, κατ' εκείνη την ημερομηνία, δηλαδή στις 30-9-1964 υπέβαλε αυτή (κατηγορουμένη) αίτηση στο Β' Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης για να εκδοθεί το εν λόγω Δελτίο Ταυτότητας, το οποίο εν συνεχεία επικυρώθηκε στις 6-10-1964. Επομένως η τελευταία στις 8-4-1964 δεν ήταν ακόμη κάτοχος του συγκεκριμένου δελτίου ταυτότητας, αφού ούτε καν αίτηση δεν είχε υποβάλλει για την έκδοση του και άρα δεν ήταν κάτοχος ούτε προσωρινού δελτίου ταυτότητας με αυτόν το αριθμό και συνεπώς ο ισχυρισμός της ότι είχε υποβάλλει αίτηση από το έτος 1963 και καθυστέρησε η έκδοση του δελτίου ταυτότητας είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση ως χρόνος εκδόσεως της άνω ταυτότητας θα έπρεπε να αναφέρεται κάποια ημερομηνία του έτους 1963, εφόσον, όπως είναι γνωστό ως ημερομηνία εκδόσεως των δελτίων ταυτότητας αναγράφεται σ' αυτά ο χρόνος υποβολής της σχετικής αίτησης για την έκδοση τους. Επομένως το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, που αναφέρεται και στο μετέπειτα συνταχθέν υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Τσώνου, με το οποίο ο δικαιοπάροχος της κατηγορουμένης ΕΕ, μεταβίβασε σ' αυτήν την κυριότητα του ως άνω ακινήτου, αξίας 2.515.559 ευρώ, όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί, δεν συντάχθηκε την ημερομηνία που αναφέρεται και είναι προφανώς προχρονολογημένο. Όμοια κρίση ως προς το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό σχημάτισε και το Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με την υπ' αριθμ. 2557/2003 απόφαση του, αφού δέχθηκε την έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 211/1997 απόφαση, δέχθηκε ακολούθως την αγωγή και αναγνώρισε τον δικαιοπάροχο του εγκαλούντος (αρχικό ενάγοντα) κύριο του πιο πάνω ακινήτου. Η απόφαση αυτή είναι ήδη αμετάκλητη, καθώς η κατηγορουμένη παραιτήθηκε από την από 20-11-2003 υπ' αριθμ. 355/20-11-2003 αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατ' αυτής (βλ. τα υπ' αριθμ. 126/2006 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Αρείου Πάγου). Η παραπάνω κρίση του Συμβουλίου αυτού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, η κατηγορουμένη προσήλθε και ψήφισε στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 (καθώς και στις επόμενες της 5ης Ιουλίου 1964) με το εκδοθέν την 11-3-1963 εκλογικό της βιβλιάριο, καθώς η αναγραφή σ' αυτό, στην επάνω αριστερή γωνία της πρώτης σελίδας, του αριθμού του πιο πάνω δελτίου ταυτότητας της και μάλιστα λανθασμένα (... αντί του ορθού ...) είναι εμφανές ότι έγινε σε χρόνο διάφορο εκείνου της εκδόσεως του εκλογικού της βιβλιαρίου και από άγνωστο πρόσωπο, καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν η αναγραφή του αριθμού δελτίου ταυτότητας στα τυπικά και αναγκαία στοιχεία του εκλογικού βιβλιαρίου. Προκύπτει συνεπώς από όσα πιο πάνω αναφέρονται ότι, η κατηγορούμενη επιχείρησε να παραπλανήσει το Εφετείο Θεσσαλονίκης και να εκδώσει αυτό δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου της δικαστική απόφαση, προβάλλοντας τον ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, ότι απέκτησε τη νομή του ακινήτου από την 8-4-1964 και προσκομίζοντας ταυτόχρονα προς υποστήριξη του εν γνώσει της ψευδές αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα το πιο πάνω προχρονολογημένο ιδιωτικό συμφωνητικό, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με την αξία του προαναφερόμενου ακινήτου, δηλαδή ποσού 2.515.559 ευρώ, βλάπτοντας ισόποσα την περιουσία των κληρονόμων του αρχικού αντιδίκου της ΑΑ, πλην όμως η πράξη της αυτή δεν ολοκληρώθηκε γιατί το Εφετείο Θεσσαλονίκης δεν πείσθηκε από τους ισχυρισμούς της. Ενόψει αυτών και σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί στην νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Συμβούλιο οδηγείται στην κρίση ότι στην παρούσα υπόθεση, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πράξη που της αποδίδεται, οι οποίες δικαιολογούν κατά νόμον την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που με το προσβαλλόμενο βούλευμα του αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία εναντίον της, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών με την ένδικη έφεση του. Επομένως πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και στην συνέχεια να παραπεμφθεί η παραπάνω κατηγορούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ1ε, 317 παρ. 1α , 318, 111 παρ.1, 119 παρ.1, 122 και 128 ΚΠΔ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' βαθμού, προκειμένου να δικασθεί για την πράξη της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου, με επιδιωκόμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος από τις διατάξεις των άρθρων 1, 5, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 2, 42, 52, 60, 79, 386 παρ. 1 και 3β ΠΚ, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό του".
Να σημειωθεί εδώ ότι το κρίσιμο αποδεικτικό μέσο, ήτοι το από 8-4-64 ιδιωτικό συμφωνητικό, είναι γνήσιο μεν πλην ψευδές, κατά το χρόνο συντάξεώς του, αφού δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα το περιεχόμενό του κατά τον χρόνο που φέρεται ότι συντάχθηκε- με το οποίο η αναιρεσείουσα υποστήριξε την αίτησή της.
ΙΙΙ) Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει και δη ανενδοιάστως, έλαβε υπόψη του, εκτίμησε δηλ. όλα τα υπάρχοντα νόμιμα αποδεικτικά μέσα. 'Ετσι εάν προκύπτει ότι δεν έλαβε υπόψη την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν έχει την απαιτουμένη στο σημείο αυτό ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία -βλ. ΑΠ 1549/2001, ΑΠ 91/2002, ΑΠ 50/99, ΑΠ 160/2004 κ.ά.
Σε σχέση με απάτη στο δικαστήριο - όπως επίσης, αντίστοιχα, σε συμβολαιογράφο που συντάσσει πωλητήριο συμβόλαιο προς τινα από το οποίο επέρχεται περιουσιακή βλάβη σε βάρος του αληθούς ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν αποξενούται της κυριότητάς του βλ. ΑΠ 411/2007 ΠΧρ 2008 σελ. 62, ΑΠ 1660/85 ΠΧρ ΛΣΤ 334, ΑΠ 520/98 ΠΧρ ΜΗ 1101, ΑΠ 2/84 ΠΧρ ΛΔ 683 κ.ά - που έχει ως αντικείμενο ακίνητο, η βλάβη του κυρίου του ακινήτου συνίσταται είτε στη μείωση της αντικειμενικής αγοραίας αξίας του ακινήτου από την αμφισβήτηση της κυριότητάς του είτε και σε κάθε δαπάνη για την δικαστική αναγνώριση της εν λόγω κυριότητας εξ αιτίας ακριβώς αυτής της αμφισβήτησης βλ. μόνο ΑΠ 1370/92 - Υπεράσπιση 1993 σελ. 88- απαιτείται όμως να διευκρινίζεται τι από τα δύο συμβαίνει πρβλ. ΑΠ 10/91 ΠΧρ ΛΑ 811.
Επομένως το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την άνω βλάβη, διότι άλλως δεν έχει νόμιμη βάση στην οποία να στηρίζεται η ορθή εφαρμογή του άρθρου περί απάτης (πρβλ. ΑΠ 9/2001 Ολ. 2/2000 Ολ, ΑΠ 276/2007 κ.ά.), πράγμα που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα - 484 παρ. 2 ΚΠΔ.
Περιττόν είναι να σημειώσουμε ότι χωρίς περιουσιακή βλάβη δεν στοιχειοθετείται απάτη βλ. και ΑΠ 752/75, ΑΠ 120/90, ΑΠ 1370/92, ΑΠ 1924/97 κ.α, επί δε απόπειρας ότι θα είχαμε βλάβη βλ. ΑΠ 2008/2007, ΑΠ 1431/97 κ.ά.- Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ - "Αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον Εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους ή τους αντικλήτους σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 309 ΚΠοινΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο".
Η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία εφαρμόζεται κατά το άρθρο 316 παρ. 2 ΚΠΔ και στη διαδικασία του συμβουλίου Εφετών, επάγεται απόλυτη ακυρότητα για τον κατηγορούμενο κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ ιδίου Κώδικα, διότι τον αποστερεί από υπερασπιστικό δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο, και ιδρύει λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχείο α ΚΠΔ (βλ. και ΑΠ 865/2007, ΑΠ 2008/2004, ΑΠ 662/2001 κ.ά.).
Όμως η άνω διάταξη προϋποθέτει ότι πρόκειται για έγγραφα, ήτοι αποδεικτικά μέσα, τέτοιο όμως αποδεικτικό μέσο δεν αποτελούν τα υπομνήματα των διαδίκων αφού αυτά περιέχουν απλά επιχειρήματα αυτών σε σχέση με αποδεικτικά μέσα, ισχυρισμούς κλπ -βλ. ΑΠ 1128/85, ΑΠ 1507/96, ΑΠ 2/82 κ.α, ήτοι στερούνται αποδεικτικής δυνάμεως βλ. και ΑΠ 896/2001, ΑΠ 100/2004 στο τέλος. Σε κάθε περίπτωση είναι έγγραφο.
Εξ άλλου θα πρέπει το σχετικό έγγραφο να αναφέρεται ρητά στο αναιρετήριο και να περιγράφεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ότι άσκησε ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου - βλ. ΑΠ 1128/85 ΠΧρ ΛΣΤ 155. πρβλ. ΑΠ 570/2006.
Επειδή ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου για να απαντήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα το συμβούλιο πρέπει να είναι ορισμένος και να προσδιορίζονται τα στοιχεία αυτού κατά τρόπον σαφή -βλ. ΑΠ 350/95, ΑΠ 1622/2001, ΑΠ 1737/2000, ΑΠ 1880/2003, ΑΠ 2262/2002 κ.ά.
Επειδή ο λόγος αναιρέσεως περί μη αναγραφής στο παραπεμπτικό βούλευμα του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, που υπήρχε στο εδάφιο δ της παρ. 1 του άρθρου 484 ΚΠΔ καταργήθηκε ήδη με το άρθρο 42 παρ. 1 ν. 3160/2003.
Η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων ουσιαστική κρίση του συμβουλίου δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως - βλ. ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1165/2003, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001, ΑΠ 298/2004 κ.ά. - αφού ο 'Αρειος Πάγος δεν αποτελεί ουσιαστικό δικαστήριο.
Κρίση περί πράγματος αποτελεί και η εκτίμηση εγγράφων (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ. 196- σημ. 3, Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τομ γ (1977) 289 σημ. 39)- εκτός εάν αυτό είναι απαραίτητο για την εκτίμηση του προβαλλομένου λόγου.
Επειδή από τη λεγόμενη αρχή του αδιαίρετου της Εισαγγελικής αρχής - που προκύπτει από το άρθρο 24 του ν. 1756/88 - σαφώς προκύπτει ότι άλλο πρόσωπο μπορεί να συντάξει την έγγραφη πρόταση και άλλος να την αναπτύξει προφορικά - βλ. ΑΠ 6/2004, Κονταξή ΚΠΔ (2006) 406 με παραπομπές - ΑΠ 949/80 κ.ά.- χωρίς να παρίσταται ανάγκη αναφοράς του κωλύματος του πρώτου (βλ. ΑΠ 1179/89, ΑΠ 1201/83, ΑΠ 634/96 κ.ά).
Ενόψει των ανωτέρω ο λόγος αναίρεσης σε σχέση με τη λήψη της ανώμοτης κατάθεσης της 7-9-2007 (βλ. αυτή) ενώπιον της Α' ανακρίτριας Θεσσαλονίκης του πολιτικώς ενάγοντος υπάρχει αμφιβολία εάν όντως ελήφθη υπόψη αφού ρητά γίνεται μνεία ότι έλαβε υπόψη "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων"- αφετέρου ούτε από το περιεχόμενο του σκεπτικού προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη αφού καμία αναφορά δεν γίνεται σ'αυτή.
Επίσης ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό γίνεται μνεία περί της βλάβης του ιδιοκτήτη και σε τι συνίσταται αυτή.
'Ετσι για τους άνω λόγους πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα οι δε άλλοι λόγοι αναίρεσης είναι είτε απαράδεκτοι είτε αβάσιμοι.
Το σκέλος πρώτου λόγου περί μη λήψεως του υπομνήματος της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμος αφού σε κάθε περίπτωση το υπόμνημα αυτό είναι έγγραφο, το δε συμβούλιο ρητά αναφέρει ότι έλαβε υπόψη "τα έγγραφα της δικογραφίας". Εξ άλλου στο σχετικό λόγο αναίρεσης δεν αναφέρεται ότι με το υπόμνημα υπεβλήθησαν συγχρόνως και νέα έγγραφα και ποιά συγκεκριμένα τα οποία δεν υπήρχαν στη δικογραφία και τα οποία να μην έλαβε υπόψη το συμβούλιο, η δε περιεχόμενη σ'αυτό ένσταση περί δεδικασμένου ήταν αόριστη, σε κάθε δε περίπτωση (μετά από επισκόπηση του αναφερομένου 1760/85 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης) και αβάσιμη, αφού δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης. Να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων, εάν δεν συντρέχουν τα στοιχεία του άρθρου 57 ΚΠοινΔ, εκτιμώνται ελεύθερα - πρβλ ΑΠ 278/2007, ΑΠ 1208/2007 κ.ά.
Ρητά δε τέλος γίνεται μνεία και του εκλογικού βιβλιαρίου.
Ο δεύτερος λόγος είναι αβάσιμος αφού το υπόμνημα καθ'εαυτό δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 309 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ.
Ο τρίτος λόγος είναι και απαράδεκτος και αβάσιμος - όπως ελέχθη - αφού άλλωστε το Εφετείο δεν απεφάνθη μετά από έφεση της αναιρεσείουσας.
Ο τέταρτος λόγος είναι και απαράδεκτος και αβάσιμος αφού δεν συνιστά τέτοιο λόγο, αλλ'όμως σε κάθε περίπτωση το σχετικό άρθρο περιλαμβάνεται στο αιτιολογικό.
Ο πέμπτος λόγος είναι αβάσιμος, αφού η φερόμενη "αιτίαση" δεν συνιστά ακυρότητα.
Ο έκτος λόγος είναι απαράδεκτος αφού ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως γίνει τυπικά δεκτή και εν μέρει στην ουσία της βάσιμη η υπ'αριθμ. 2/2009 αίτηση αναίρεσης της X, κατά του υπ' αριθμ. 1391/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, να αναιρεθεί τούτο και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση.
Αθήνα 6 Μαρτίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κονταξής

Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία έγινε η συναγωγή των περιστατικών αυτών και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση, των αποδεικτικών μέσων αρκεί μεν η γενική κατά το είδος τους αναφορά τούτων, χωρίς ανάγκη ιδιαίτερης μνείας καθενός σε συνδυασμό με το τι προέκυψε από καθένα από αυτά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να εκδώσει το παραπεμπτικό του βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, δέχθηκε τυπικά και κατ ουσία τη με αριθμό 44/2008 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του 690/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και αφού εξαφάνισε αυτό παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικαστεί για την πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, σε βαθμό κακουργήματος. Προκειμένου να καταλήξει στην κρίση ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης X για την παραπάνω πράξη, που της αποδίδεται, δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που παραθέτει αναλυτικά στο σκεπτικό του βουλεύματος, προέκυψαν (κατά λέξη) "από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό με τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης ...". Από την περικοπή όμως αυτή του σκεπτικού, που αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα από τη μνεία ότι ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών "οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων", δεν προκύπτει αδιστάκτως, ότι τούτο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις ένορκες καταθέσεις και τη χωρίς όρκο κατάθεση που έδωσε ο πολιτικώς ενάγων Ψ, κατά την 7-9-2007 ενώπιον της Ανακρίτριας του Α' Ανακριτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης, διότι 1) Στην περικοπή αυτή, αναφέρονται μόνο οι ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, δίχως να γίνεται αναφορά σε όλους γενικά τους μάρτυρες, που εξετάσθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, και 2) δεν μπορεί να συναχθεί το αντίθετο, από το περιεχόμενο του βουλεύματος γενικώς, ή έστω από μέρος αυτού. Έτσι, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την επιβαλλόμενη από τον νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου αναιρέσεως της κατηγορουμένης, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, να αναιρεθεί το βούλευμα τούτο και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το 1391/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που το εξέδωσαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή