Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Πρόσθετοι λόγοι, Ποινής μετατροπή.
Περίληψη:
Πλαστογραφία (κατάρτιση) διαβατηρίων. Έννοια στοιχεία υποκειμενικής αντικειμενικής υποστάσεως. Παράνομη κατοχή ξένων διαβατηρίων. Έννοια, στοιχεία. Τέλεση από κοινού. Έννοια. Δεν χρειάζεται να αναφέρονται οι κατ' ιδίαν πράξεις των συναυτουργών. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πότε. Εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή. Έννοια. Όταν η επιβληθείσα ποινή υπερβαίνει τα δύο έτη για την αναστολή απαιτείται αίτημα του κατηγορουμένου. Αν αυτό δεν υποβληθεί, όχι υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου που μετέτρεψε. Μετατροπή της ποινής αντί του ελαχίστου ορίου των 10 € ημερησίως έναντι των 5 € που ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως, χωρίς ειδική αιτιολόγηση της αποφάσεως περί μετατροπής σε ποσό μεγαλύτερο του ελαχίστου. Έλλειψη αιτιολογίας εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή. Δύο αιτήσεις αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι της δεύτερης. Απορρίπτει όλους εκτός αφορώντες μετατροπή ποινής προς 10 € αντί των 4,40 €. Αναιρεί κατά το κεφάλαιο περί μετατροπής. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1382/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νταλαχάνη και 2) Χ2, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Κούρτοβικ, περί αναιρέσεως της 4220/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Σεπτεμβρίου 2009 και 28 Μαΐου 2009 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως καθώς και στο από 22 Φεβρουαρίου 2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων του δεύτερου κατηγορουμένου, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1198/09.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσείοντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι: 1. από 3-9-2009 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ1 και 2. με αριθμό εκθέσεως 216/28-5-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 και οι από 22-2-2010 πρόσθετοι λόγοι αυτής στρέφονται κατά της αυτής 4220/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκαν οι αναιρεσείοντες ένοχοι πλαστογραφίας (κατάρτισης) από κοινού κατ εξακολούθηση και παράνομης κατοχής ξένων διαβατηρίων, ασκήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα (473 παρ. 2 και 3, 509 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Συνεπώς, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συναφείας, πρέπει να συνεκδικασθούν.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη το άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ) από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Εξάλλου, το έγκλημα της πλαστογραφίας μπορεί να τελεσθεί και από περισσότερους του ενός κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ. Όρος της συναυτουργίας, κατά την έννοια του νόμου, είναι η γνώση του συναυτουργού για την πρόθεση του άλλου να τελέσει την πράξη και η θέληση να συμπράξει με αυτόν (κοινός δόλος). Αρκεί δε στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της πλαστογραφίας ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί δηλαδή να αναφέρεται ότι από κοινού έθεσαν εν αγνοία και κατ απομίμηση του φερομένου ως υπογράφοντος το πλαστό έγγραφο την υπογραφή του, ή κατάρτησαν από την αρχή το πλαστό έγγραφο, χωρίς ειδικότερη εξειδίκευση για τον κάθε ένα συναυτουργό, των ενεργειών του για την πραγμάτωση της πράξεως και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή (ΟλΑΠ 50/1990, ΑΠ 2041/2009). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 7 του νόμου 2910/2001, όποιος παράνομα κατέχει ή χρησιμοποιεί γνήσιο διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο άλλου προσώπου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών ή 1.500 €. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος παρακρατεί διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο άλλου προσώπου ή αρνείται να παραδώσει τούτο στην αρμόδια υπηρεσία. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος κατέχει ή χρησιμοποιεί πλαστό διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο. Ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του 81, δηλαδή την 2-5-2001, εξαιρέσει των ρητώς αναφερομένων σ' αυτό διατάξεων, η ισχύς των οποίων άρχισε αμέσως με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της κατωτέρω αξιόποινης πράξεως (πριν από 16-4-2004). Βέβαια, μετά την τέλεση της πράξεως και κατά την εκδίκασή της πρωτόδικα, τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 3386/2005 (ΦΕΚ Α 212/23-8-2005), το άρθρο 87 παρ. 7 του οποίου προβλέπει και τιμωρεί τις αυτές ως άνω πράξεις, πλην όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, κατ άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, διότι είναι αυστηρότερος, αφού απειλεί ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και ΧΠ τουλάχιστον 3.000 €. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
ΙΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες, αλλά και στον μη ασκήσαντα αίτηση αναιρέσεως Χ3, πράξεις της από κοινού και κατ εξακολούθηση πλαστογραφίας και παράνομης κατοχής ξένων διαβατηρίων: "Στην ...: Α) περί τον Απρίλιο 2004 από κοινού ενεργώντας ο κατηγορούμενος και με κοινό δόλο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός καίτοι αυτού εγκλήματος, κατάρτισαν εφ' υπαρχής πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με κοινή χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα κατάρτισαν τα εξής πλαστά έγγραφα: 1) τις άδειες οδήγησης, .../28-7-2002 Πακιστάν, .../2-7-2003 Πακιστάν διεθνείς με τα στοιχεία του πρώτου κατηγορουμένου, την με αριθμό ... διεθνή άδεια Πακιστάν με στοιχεία ..., με αριθμό .../2-7-2003 διεθνή άδεια Πακιστάν με στοιχεία ..., 2) την με αριθμό .../28-12-2001 άδεια εργασίας Αλλοδαπού φερόμενη ως εκδοθείσα από την Νομαρχία Αθηνών με τα στοιχεία του α'κατηγορούμενου δύο έντυπα αδειών εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών με εντύπωμα κρατικής σφραγίδας, ένα έντυπο άδειας εργασίας της Νομαρχίας Αρκαδίας με εντύπωμα κρατικής σφραγίδας, ένα έντυπο άδειας εργασίας με στρογγυλή σφραγίδα της Διεύθυνσης Εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών 3) την από 16-3-2004 βεβαίωση ανεργίας τον ΟΑΕΔ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ με στοιχεία ..., 4) την με αριθμό .../ άδεια παραμονής Αλλοδαπού με στοιχεία ... φερομένης εκδοθείσα από το τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών. Ενώ δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στα πλαστά έγγραφα, και τα τρία δίφυλλα εσωτερικών σελίδων άδειας οδήγησης Πακιστάν, αφού αυτά δεν αποτελούν πλαστά έγγραφα με την παραπάνω έννοια (περ 8ου κατ/ρίου/ κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των κατ/νων. Στις παραπάνω πράξεις ο κατ/νος προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση των εγγράφων αυτών, τους υπαλλήλους των αρμοδίων αρχών ότι τα έγγραφα αυτά είναι γνήσια και οι αναφερόμενοι σ' αυτά, νόμιμος κάτοχος αυτών. Β) στις 15-4-2004 ο κατ/νοι από κοινού ενεργώντας στα επί της οδού ... αριθ. 10 και ... αρ. 58 γραφεία - καταστήματα, που διατηρεί ο α' κατ/νος και στην, επί της οδού ... αριθ. 26 οικία που διαμένουν οι δεύτερος και τρίτος, παράνομα κατείχαν διαβατήρια άλλων προσώπων. Συγκεκριμένα κατείχαν: 1) το με αριθμό .../98 διαβατήριο Μπαγκλαντές του οποίου δικαιούχος ήταν ο ..., 2) το με αριθμό .../10-5-99 διαβατήριο Πακιστάν του οποίου δικαιούχος ήταν ο ..., 3) το με αριθμό ... διαβατήριο Πακιστάν του οποίου δικαιούχος ήταν ο ... . Οι κατ/νοι δεν προέβαλαν πειστική δικαιολογία πως βρέθηκαν στα χέρια τους τα παραπάνω πλαστά έγγραφα αφ' ενός και αφ' ετέρου τα προαναφερόμενα διαβατήρια ξένων προσώπων. Ειδικότερα: ο πρώτος κατ/νος ..., Πακιστανός υπήκοος ασκούσε στην ... επιχειρηματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα διατηρούσε φωτογραφείο και επιχείρηση εμπορίας εκπτωπτικών τηλεφωνικών καρτών επί της οδού ... αριθ. 58, εξέδιδε δε και μια πακιστανική εφημερίδα στο ισόγειο και στον 4ο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού ... αρ. 10. Εδώ δε απασχολούνταν οι δυο συγκατηγορούμενοι του. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε νομότυπα στους ανωτέρω χώρους, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα προαναφερόμενα έγγραφα. Ο πρώτος κατ/νος, χρησιμοποιώντας τους ανωτέρω επαγγελματικούς χώρους κατόπιν συναποφασίσεως και με κοινή δράση και κοινό δόλο με τους συγκατηγορούμενους του, δέχονταν παραγγελίες για κατάρτιση πλαστών εγγράφων από Αλλοδαπούς κυρίως ομοεθνείς τους οι οποίοι δεν ήταν εφοδιασμένοι με νομιμοτυτηπικά έγγραφα. Τα πλαστά δε έγγραφα κατάρτιζαν με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και πλαστών σφραγίδων. Για τις παραπάνω πράξεις δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι τελέσθηκαν από τους κατ/νους οι οποίοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι στο διατακτικό". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες των ανωτέρω πράξεων και, αφού τους αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, επέβαλε στον καθένα συνολική ποινή φυλακίσεως τριάντα και ενός (31) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς δέκα (10) € ημερησίως. Ειδικότερα τους κήρυξε ενόχους του ότι : " α) Σε άγνωστο χρόνο, αμέσως όμως προγενέστερο της 16ης Απριλίου 2004, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, με περισσότερες πράξεις του συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατήρτισαν εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, δηλ. τα εξής πλαστά έγγραφα: 1) Την με αριθ. .../28-7-2002 διεθνή πακιστανική άδεια οδήγησης με τα στοιχεία του πρώτου κατηγορουμένου (...). 2) την με αριθ. .../2-7-2003 διεθνή πακιστανική άδεια οδηγήσεως με τα άνω στοιχεία του πρώτου κατηγορουμένου 3) την με αριθ. .../28-12-2001 άδεια εργασίας αλλοδαπού που φέρεται ότι εξεδόθη από τη Νομαρχία Αθηνών με τα στοιχεία του πρώτου κατηγορουμένου 4) την με αριθ. ... διεθνή άδεια οδήγησης Πακιστάν επ ονόματι ..., 5) δύο έντυπα αδειών εγρασίας της Νομαρχίας Αθηνών, κενά, φέροντα εντύπωμα στρογγυλής κρατικής σφραγίδας καθώς και εντύπωμα του υπαλλήλου της Νομαρχίας ..., 6) ένα έντυπο αδείας εργασίας της Νομαρχίας Αρκαδίας κενό, το οποίο έφερε το εντύπωμα στρογγυλής σφραγίδας ως και εντύπωμα με στοιχεία "...", 7) την με αριθ. ... άδεια παραμονής αλλοδαπού με στοιχέια ..., φερομένη ως εκδοθείσα από τον Τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών, 8) έντυπο άδειας εργασίας αλλοδαπού ασυμπλήρωτο επί του οποίου υπήρχε στρογγυλήσφραγίδα της Διεύθυνσης Εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών. 9) την με αριθ. .../2-7-2003 διεθνή Πακιστανική άδεια οδήγησης με στοιχεία ... 10) την από 16-3-2004 βεβαίωση ανεργίας του ΟΑΕΔ ... με στοιχεία ... . Στις ανωτέρω εξακολουθητικώς τελεσθείσες πράξεις οι κατηγορούμενοι προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση των εγγράφων αυτών τους υπαλλήλους των αρμοδίων αρχών ότι τα ανωτέρω έγγραφα είναι γνήσια. και ότι οι αναγραφόμενοι σε αυτά είναι δήθεν νόμιμοι κάτοχοι και δικαιούχοι των. β) Στις 15-4-2004 από κοινού ενεργώντας, στο επί της οδού ... αριθ. 10 και ... αριθ. 58 κείμενα γραφεία - καταστήματα που διατηρεί ο πρώτος κατηγορούμενος και στην επί της οδού ... αριθ. 26 οικία που διαμένουν οι δεύτερος κι τρίτος, παράνομα κατείχαν διαβατήρια άλλων προσώπων ήτοι α) το με αριθ. .../98 διαβατήριο Μπαγκλαντές, του οποίου δικαιούχος ήταν ο ..., 2) το με αριθ. .../10-5-99 διαβατήριο Πακιστάν, του οποίου δικαιούχος ήταν ο ..., 3) το με αριθ. ... διαβατήριο Πακιστάν, του οποίου δικαιούχος ήταν ο ..., 4) το με αριθ. ... διαβατήριο Πακιστάν, του οποίου δικαιούχος ήταν ο ...".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 και 2, 45, 94, 98, 216 παρ. 1 ΠΚ και 54 παρ. 7 του Ν. 2910/2001, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεχθέν κατ εξακολούθηση τέλεση των ανωτέρω πράξεων και αληθινή συρροή αυτών μεταξύ τους, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσειβαλλομένης, που προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων, για τις οποίες κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες. Συγκεκριμένα αιτιολογεί το δικαστήριο όπως υποχρεούταν, κατά τα ανωτέρω, ότι οι κατηγορούμενοι, με την χρήση των πλαστών εγγράφων, που παραθέτει, σκόπευαν να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους για το ότι τα έγγραφα ήσαν γνήσια και ότι τα αναγραφόμενα σ αυτά, ως κομιστές τους, πρόσωπα είναι νόμιμοι κάτοχοι και δικαιούχοι αυτών, δηλαδή για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, κατά την προεκτεθείσα έννοια, αφού έτσι εφοδιάσθηκαν με επίσημα έγγραφα που ήταν πρόσφορα να νομιμοποιήσουν την παραμονή, επαγγελματική δραστηριότητα και κίνησή στην Ελλάδα, είτε των ιδίων (πρώτος αναιρεσείων), είτε τρίτων ατόμων. Δεν απαιτούνταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται και σκοπός επιδιώξεως οφέλους, αφού η καταδίκη δεν αφορούσε πράξη της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, ούτε περαιτέρω, ως προς την από κοινού τέλεση της πράξεως, έπρεπε να εξειδικεύονται οι πράξεις στις οποίες προέβη ο καθένας απ αυτούς, προς πραγμάτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, αρκεί που γίνεται δεκτό ότι ενήργησαν κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο. Περαιτέρω δεν απαιτούνταν, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει η απόφαση ποια συγκεκριμένα από τα απαριθμούμενα δέκα (10) πλαστά έγγραφα, τα οποία κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου, δεν ήταν απλά φωτοτυπημένα αντίγραφα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει για τα επικαλούμενα απ αυτόν έγγραφα ο δεύτερος αναιρεσείων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στον επαγγελματικό χώρο του πρώτου αναιρεσείοντος και ποια στο διαμέρισμα των δύο άλλων κατηγορουμένων (δευτέρου αναιρεσείοντος και μη ασκήσαντος αναίρεση). Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, όσον αφορά την δεύτερη πράξη να αιτιολογεί το Δικαστήριο τον παράνομο χαρακτήρα της κατοχής των ξένων διαβατηρίων από τους αναιρεσείοντες, αφού αυτός ενυπάρχει στην, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, κατοχή τους, ενώ δεν ήταν νόμιμοι δικαιούχοι τους, αλλά ανήκαν στα τρίτα κατονομαζόμενα πρόσωπα, οι ίδιοι δε, όπως δέχεται το Δικαστήριο, δεν πρόβαλαν κάποιο λόγο που να αιτιολογεί την κατοχή τους απ αυτούς, ούτε χρειαζόταν η ιδιαίτερη αιτιολόγηση του δόλου τους, αφού δεν απαιτείται άμεσος, αλλ αρκεί και ενδεχόμενος, ούτε χρειαζόταν να αναφέρεται ποιος ήταν και να αιτιολογείται ο σκοπός της παράνομης κατοχής τους από τους αναιρεσείοντες, αφού δεν απαιτείται το στοιχείο αυτό για την στοιχειοθέτηση της εν λόγω πράξεως.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 και ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου, ανεξαρτήτως της αοριστίας του και ο υπό στοιχείο Ζ λόγος του δικογράφου των προσθέτων της δευτέρας αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ), ως και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη αιτιολογίας, εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών των αιτήσεων αναιρέσεως, αλλά και ο υπό στοιχείο Η του δικογράφου των προσθέτων της δευτέρας αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. δ', 329, 331, 364 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ συνάγεται ότι, τότε μόνο επέρχεται η ιδρύουσα τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, πλην όμως τέτοια ακυρότητα δεν συνεπάγεται η μη ανάγνωση στο ακροατήριο εγγράφων και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο για την αναγκαία κρίση του, τα οποία συνιστούν στοιχεία του κατηγορητηρίου και συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της εις βάρος του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως για κάποιο έγκλημα, αφού αυτός, προς αντίκρουση των εγγράφων τούτων, μπορεί κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτών αναγκαίες εξηγήσεις (ΑΠ 835/2007). Επομένως, ο υπό στοιχείο ΣΤ' λόγος του δικογράφου των προσθέτων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντος, περί ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία επήλθε από το ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του επί της ενοχής των κατηγορουμένων έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση δέκα (10) πλαστά έγγραφα και τέσσερα (4) διαβατήρια ξένων, αν και τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί τα ως άνω έγγραφα αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου για τα αποδιδόμενα στους αναιρεσείοντες ως άνω εγκλήματα και οι τελευταίοι μπορούσαν, γνωρίζοντας το περιεχόμενό τους, να προβούν σχετικά με αυτά στις αναγκαίες δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις.
V. Έλλειψη ακροάσεως, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1Β ΚΠΔ, υφίσταται, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ιδίου Κώδικος, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 100 παρ. 1α ΠΚ, αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από τρία έως πέντε έτη. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι στην εν λόγω περίπτωση, αντιθέτως προς όσα ισχύουν για την προβλεπόμενη από το άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ αναστολή εκτέλεσης της ποινής, το δικαστήριο δεν υποχρεούται, αυτεπαγγέλτως, να αποφασίσει, πριν από την μετατροπή της ποινής, για την αναστολή της, αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως του καταδικασθέντος, επί της οποίας και πρέπει να απαντήσει αιτιολογημένα, αν όμως δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα και το δικαστήριο αποφασίσει την μετατροπή της ποινής χωρίς να κρίνει προηγουμένως περί αναστολής ή μη αυτής, ούτε την εξουσία του υπερβαίνει, ούτε και είναι απαραίτητο να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την περί μη χορηγήσεως της αναστολής κρίση του (ΑΠ 847/2007).
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο συνήγορος του δευτέρου αναιρεσείοντος, όπως και οι συνήγοροι των λοιπών κατηγορουμένων, όταν τους δόθηκε ο λόγος επί της ποινής, ζήτησαν να επιβληθεί το ελάχιστο όριο και να μετατραπεί σε χρηματική η ποινή που θα επιβαλλόταν. Ο λόγος λοιπόν δόθηκε στους συνηγόρους όλων των κατηγορουμένων και συνεπώς και του αναιρεσείοντος, επί του ζητήματος της επιβλητέας ποινής και της μετατροπής ή αναστολής αυτής, αμέσως μετά, όπως γίνεται πολλές φορές, έστω και χωρίς την τήρηση της δικονομικής τάξης, την ενιαία πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας περί επιβλητέων ποινών, μετατροπής αυτών, παρεπομένων ποινών (δημεύσεις κατασχεθέντων κλπ) και δεν υπέβαλαν, όπως προϋποθέτει η προαναφερόμενη διάταξη, αίτημα, περί χορηγήσεως αναστολής εκτέλεσης της ως άνω ποινής, αλλά ζήτησαν την μετατροπή.
Συνεπώς ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου οι υπό στοιχείο Α' και Β' λόγοι του δικογράφου προσθέτων της αίτησης αναίρεσης του ως άνω δευτέρου αναιρεσείοντος, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β', Η' και Δ' ΚΠΔ ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στον συνήγορό του επί της αναστολής της ποινής και παραβιάσθηκε το δικαίωμά του ακροάσεως, σε κάθε όμως περίπτωση, το Δικαστήριο όφειλε να χορηγήσει, αυτεπαγγέλτως, την αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης σ αυτόν συνολικής ποινής των τριάντα και ενός (31) μηνών και παρόλα ταύτα προέβη και μάλιστα χωρίς να αιτιολογήσει την σχετική απόφαση, σε μετατροπή αυτής αντί δέκα (10) € την ημέρα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο εν λόγω αναιρεσείων με τον υπό στοιχείο Α' λόγο του δικογράφου των προσθέτων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, από προφανή παραδρομή της γραμματέως της έδρας, καταχωρήθηκε στα πρακτικά η ως άνω δήλωση των συνηγόρων τους, παρότι δεν τους δόθηκε ο λόγος για να προτείνουν σχετικώς. Προσβάλλει δε, επικουρικά, για πλαστότητα τα πρακτικά, κατά το σημείο αυτό. Ειδικότερα επικαλείται τα ακόλουθα: "Η ως άνω φράση δε ανταποκρίνεται στην αλήθεια και έχει εμφιλοχωρήσει στο κείμενο από προφανές λάθος της γραμματέως του δικαστηρίου και για τον λόγο αυτό προσβάλλω τα πρακτικά της ένδικης απόφασης για ΠΛΑΣΤΟΤΗΤΑ, υπό την έννοια της ψευδούς βεβαίωσης, η οποία οφείλεται σε ενέργεια (προφανώς αμέλεια) της κατά τα άνω δακτυλογράφου, και επικαλούμαι προς τούτο τα ακόλουθα: -η ως άνω φράση φέρεται να αποδίδεται στους συνηγόρους και των τριών κατηγορούμενων σε στάδιο στο οποίο δε αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης από το Δικαστήριο, καθόσον αποφασίζεται στο στάδιο αυτό το ύψος της ποινής, ακολουθεί το στάδιο της κρίσης επί της αναστολής, στην οποία θα υπεισέλθει εφόσον συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του 99 ή 100 ΠΚ και έπεται αυτό της μετατροπής της ποινής, -μια τυχόν τέτοια πρόταση από πλευράς των συνηγόρων, πέραν του ότι θα αποτελούσε σοβαρό λάθος και θα μαρτυρούσε μεγάλη άγνοια και απειρία, θα σήμαινε παράκαμψη του σταδίου της συζήτησης της αναστολής προς βλάβη των εντολέων τους, πράγμα που δεν είναι δυνατό να δεχθούμε ότι συνέβαινε και ούτε το Δικαστήριο μπορούσε να το δεχθεί, - πολύ περισσότερο και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι συνέβη εκ λάθους ενός νέου και απείρου συνηγόρου υπεράσπισης, τούτο φέρεται να προτείνεται από όλους (τους 4) συνηγόρους υπεράσπισης που βρίσκονται στο ακροατήριο και οι οποίοι όλοι είναι έμπειροι συνήγοροι με εμπειρία πολλών δεκαετιών. Ως εκ τούτου προκύπτει με βεβαιότητα, ότι δεν θα μπορούσε να έχει υποπέσει σε ένα τέτοιο λάθος σύσσωμη η υπεράσπιση και των 3 διαφορετικών κατηγορούμενων. Εξάλλου η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου αποτέλεσε λόγο αναίρεσης που πρότεινα ευθύς αμέσως με την κατάθεση αναίρεσης ενός δεκαημέρου από την δημοσίευση της απόφασης. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η εγγραφή αυτή στα πρακτικά της ένδικης απόφασης δε ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Γι' αυτό και προσβάλλω την σχετική εγγραφή για πλαστότητα υπό την έννοια της ψευδούς βεβαίωσης επί δημοσίου εγγράφου περί πραγματικού περιστατικού, εκ προφανούς λάθους και αμελείας". Ο με το ανωτέρω περιεχόμενο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει αόριστος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που να τον θεμελιώνουν, αλλά περιορίζεται σε λογικές διεργασίες, με βάση τις οποίες καταλήγει, συμπερασματικώς, στην κρίση ότι η γραμματέας από αμέλεια της καταχώρησε στα πρακτικά την ως άνω ανακριβή κατά περιεχόμενο δήλωση των συνηγόρων, με αποτέλεσμα, από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν, παραδεκτώς, για πλαστότητα, να αποδεικνύεται (141 παρ. 3 ΚΠΔ), η αβασιμότητα των εν ως άνω λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 640/2006).
VI. Οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ περί αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως αναφέρονται όχι στη δημοσίευση της αποφάσεως που γίνεται προφορικά κατ άρθρο 371 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα σε δημόσια συνεδρίαση, αλλά στην επακολουθούσα με βάση τα πρακτικά της δίκης έγγραφη διατύπωση αυτής που στη συνέχεια υπογράφεται από το δικαστή, ο οποίος διεύθυνε συζήτηση και το γραμματέα μέσα στην προθεσμία του άρθρου 144 παρ. 1 του ΚΠΔ. Γι αυτό και η μη απαγγελία των αιτιολογιών της αποφάσεως, κατά την δημοσίευση αυτής, που γίνεται προφορικά στο ακροατήριο, έστω και συνοπτικά, ούτε παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 371 του ΚΠΔ, ούτε της διατάξεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που να συνεπάγεται ακυρότητα συνιστά, ούτε λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 Α ή Δ του ίδιου Κώδικα ιδρύει.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως του δευτέρου ως άνω αναιρεσείοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VIΙ. Κατά το άρθρο 82 παρ.3 του ΠΚ, το ποσό της μετατροπής της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο (κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου) καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Το ποσό της μετατροπής της παραπάνω ποινής καθορίζεται, ως προς το κατώτατο και το ανώτατο όριό του από την ίδια διάταξη, σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών. Κατ' εξουσιοδότηση της προμνησθείσας διάταξης, είχαν εκδοθεί κατά το παρελθόν οι υπ' αριθμ. 134423 α οικ/8-12-1992 και 58554/19-6-2006 κοινές αποφάσεις των ως άνω Υπουργών, με τις οποίες αναπροσαρμόσθηκαν, αντίστοιχα, τα ποσά της μετατροπής κάθε ημέρας φυλάκισης σε 1500 έως 20.000 δρχ και σε 4,40 έως 59,00 ευρώ, αντίστοιχα.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθ. 50492/2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 1112/Β/13-6-2008), με τίτλο "Αναπροσαρμογή των ποσών της μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών", που άρχισε να ισχύει μετά 15νθήμερο, δηλαδή από τις 28-6-2008, και με την οποία αναπροσαρμόσθηκε το ποσό της μετατροπής κάθε ημέρας ποινής φυλάκισης σε δέκα (10) έως εξήντα (60) ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με τη μετατροπή της επιβληθείσας ποινής των τριάντα ενός (31) μηνών στους αναιρεσείοντες, διέλαβε την εξής αιτιολογία κατά τα ουσιώδη μέρη της: Από την έρευνα του χαρακτήρα των κατηγορουμένων, που κηρύχθηκε ένοχοι και τις άλλες περιστάσεις το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να τους αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Συντρέχει επομένως νόμιμη περίπτωση (άρθρο 82 ΠΚ) να μετατραπεί η παραπάνω ποινή σε χρηματική. Αν ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού και οι οικονομικοί όροι των κατηγορουμένων που κηρύχθηκαν ένοχοι, πρέπει κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογισθεί προς δέκα (10) €. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αιτιολογίες της αποφάσεως η ποινή που αφορά πράξεις που τελέσθηκαν προ της 16-4-2004, κατ' εφαρμογή της ως άνω 50492/2008 κοινής, ως άνω, απόφασης των αναφερθέντων Υπουργών, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 παρ.3 του ΠΚ, μετατράπηκε προς το κατά τα άνω ελάχιστο όριο των δέκα (10) ευρώ ημερησίως. Η ως άνω όμως κοινή απόφαση περιέχει, ως προς το σημείο αυτό, δυσμενέστερες για τους αναιρεσείοντες διατάξεις, αφού, για το χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκαν, ίσχυαν οι ήδη τροποποιηθείσες ευμενέστερες διατάξεις των υπ' αριθ. 134. 423α ΟΙΚ/8-12-1992 (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993) και 58554/19-6-2006 (ΦΕΚ Β 776/28-6-2006) κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, με τις οποίες ορίζονται ότι το ελάχιστο όριο του ποσού της μετατροπής της ποινής αυτής ήταν, αντίστοιχα, οι 1500 δραχμές και τα 4,40 ευρώ ημερησίως, και όχι αυτό των 10 ευρώ που όρισε η προσβαλλομένη (ΑΠ 836/2009). Δεν κωλυόταν βέβαια το Δικαστήριο και υπό το κράτος ισχύος των τελευταίων κοινών υπουργικών αποφάσεων να ορίσει το ποσό της μετατροπής στα δέκα (10) €, ημερησίως, αφού αυτό βρίσκεται μέσα στα ανωτέρω πλαίσια του ποσού μετατροπής (4,40 - 59 €), πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, αφού υπερβαίνει το ελάχιστο κατά νόμο όριο της μετατροπής, έπρεπε να διαλάβει, στην σχετική απόφασή του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του ζητήματος αυτού και τέτοια δεν συνιστά η προαναφερθείσα, η οποία επαναλαμβάνει την διατύπωση του νόμου. Προεχόντως λοιπόν το Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων που ρυθμίζουν την μετατροπή της ποινής και το ημερήσιο ποσό αυτής, σε κάθε δε περίπτωση στέρησε την σχετική περί αυτής απόφασή του της κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας Είναι, επομένως, βάσιμοι ο τέταρτος από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος και οι υπό στοιχεία Δ' και Ε' από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε και Δ' ΚΠΔ, λόγοι του δικογράφου των προσθέτων της αίτησης αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος, οπότε παρέλκει η έρευνα των 4ου και 5ου λόγων του κυρίου δικογράφου και του υπό στοιχείο Γ' λόγου του δικογράφου προσθέτων της αυτής αιτήσεως, που αναφέρονται στο αυτό ζήτημα, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της αυτό, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1 και 82 παρ.3 και 4 του ΠΚ, σε συνδυασμό προς τις προαναφερθείσες 134.423α ΟΙΚ/8-12-1992 και 58554/19-6-2006 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατ ακολουθία τούτων πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ποσό της μετατροπής, για κάθε ημέρα φυλάκισης της επιβληθείσας στους αναιρεσείοντες ποινής των τριάντα ενός (31) μηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 4220/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της, που αφορά στο ποσό της μετατροπής της επιβληθείσας στους αναιρεσείοντες 1. Χ1, 2. Χ2 ποινής φυλάκισης τριάντα και ενός (31) μηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τις: 1. από 3-9-2009 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ1 και 2. με αριθμό εκθέσεως 216/28-5-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 και τους από 22-2-2010 πρόσθετους λόγους αυτής, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ