Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Απόπειρα, Συναυτουργία, Εκβίαση, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά συναυτουργία. Απόπειρα πλημμεληματικής εκβίασης. Παραπεμπτικό βούλευμα. Απόρριψη κατ' ουσίαν των εφέσεων κατ' αυτού. Αιτήσεις αναίρεσης κατά του απορρίψαντος τις εφέσεις βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών για έλλειψη αιτιολογίας. Είναι απαράδεκτες οι αιτιάσεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Απόρριψη αιτήσεων αναιρέσεων για τον ως άνω λόγο αναίρεσης ως αβασίμου.
Αριθμός 1771/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, αμφοτέρων κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 2609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Φεβρουαρίου 2010, δύο (2) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 250/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 242/28.6.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 3461/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών τους Χ2 και Χ1 για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως από κοινού, - κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα τοκογλυφίας και απόπειρα εκβίασης τον δεύτερο - 45, 98, 404§§2α-3 Π.Κ., 385§1 ε.δ. γ, 42 Π.Κ. Κατά του άνω βουλεύματος οι ανωτέρω άσκησαν εφέσεις και δη τις υπ' αριθμ. 649 και 650/2008 και το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2609/2009 βούλευμά του αφού απέρριψε αυτές ως αβάσιμες στην ουσία τους προέβη σε διόρθωση - συμπλήρωση του πρωτόδικου βουλεύματος σε σχέση με τη δεύτερη από τις άνω αξιόποινες πράξεις. Ειδικώτερα, το άνω βούλευμα [=2609/2009] του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι "από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, αλλά και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα απολογητικά υπομνήματα αυτών, καθώς και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων προκύπτουν, [κατά την κρίση μου], τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ2, κάτοικος ... κατά το παρελθόν ασκούσε παράλληλα τα επαγγέλματα του ασφαλιστή και του ιδιωτικού υπαλλήλου σε γηροκομείο μέχρι και το έτος 2001, οπότε και έπαυσε την δεύτερη επαγγελματική του δραστηριότητα για δικούς του λόγους. Ο εγκαλών Ψ, κάτοικος τώρα ..., από το έτος 1989 ασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού δρα-στηριοποιούμενος επιχειρηματικά στην περιοχή .... Το έτος 1998 ο εγκαλών διατηρούσε αρτοποιείο στην οδό ... της εν λόγω περιοχής αντιμετωπίζοντας τότε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Κατά το έτος αυτό ο εγκαλών γνωρίστηκε με τον ως άνω εκκαλούντα, Χ2 και η σχέση τους ξεκίνησε ως επαγγελματική, συνισταμένη στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό του εγκαλούντος. Κατά τα έτη 1998 και 1999 ο Χ2 επισκέπτονταν συχνά το ως άνω κατάστημα του εγκαλούντος, προκειμένου να εισπράξει από αυτόν τα ασφάλιστρα και από συζητήσεις που είχε μαζί του είχε αντιληφθεί, πλέον, ότι ο εγκαλών αντιμετώπιζε τότε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και ότι είχε άμεση ανάγκη χρημάτων. Μετά από την διαπίστωση αυτή, ο Χ2 πήρε την απόφαση να εκμεταλλευτεί πλήρως την περίπτωση αυτή χορηγώντας στον εγκαλούντα τοκογλυφικά δάνεια με υψηλό επιτόκιο εκ των οποίων προσδοκούσε ότι θα απεκόμιζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Έτσι, περί τα τέλη του έτους 1999, αφού ενημέρωσε και τον αδελφό του, Χ1 (δεύτερο των εκκαλούντων) σχετικά με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο εγκαλών, αποφάσισαν από κοινού να του χορηγήσουν τοκογλυφικά δάνεια με επιτόκιο 5 % τον μήνα, την λήψη των οποίων τελικώς απεδέχθη ο εγκαλών εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στην συνέχεια οι εκκαλούντες, σε εκτέλεση του σχεδίου τους αυτού, χορήγησαν στον εγκαλούντα τα παρακάτω λεπτομερώς αναφερόμενα δάνεια με τους παρακάτω ειδικότερα αναφερομένους όρους, τα οποία είχαν τελικώς καταστρεπτικές συνέπειες γι' αυτόν. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες: 1) Στην Αθήνα στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2000, κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα Ψ, ύψους 5.000.000 δραχμών ή 14.673,51 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 250.000 δρχ. ή 733,67 ευρώ το μήνα, που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και συμφώνησαν με αυτόν να τους προκαταβάλει τον τόκο κάθε μήνα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2000 έως και τον Μάρτιο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 2.201,01 ευρώ για τόκους (3 μήνες x 733,67 ευρώ = 2.201,01 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το αρχικό κεφάλαιο του δανείου. 2) Στην ... τον Μάρτιο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του παραπάνω δανείου των 14.673,51 ευρώ που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 6.115.590 δρχ. ή 17.947,43 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 555.000 δρχ. ή 1.628,76 ευρώ το μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του έτους 2000 έως και τον μήνα Σεπτέμβριο του 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 9.772,56 ευρώ για τόκους (6 μήνες χ 1.628,76 ευρώ = 9.772,56 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο αμφοτέρων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 9.772,56 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 22.825,41 ευρώ. 3) Στην ... τον Σεπτέμβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δύο (2) πρώτων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 2.000.000 δρχ. ή 5.896,40 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 655.000 δρχ. ή 1.922,23 ευρώ, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 1.922,23 ευρώ για τόκους (1 μήνα), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 1.922,23 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 27.224,54 ευρώ. 4) Στην ... τον Οκτώβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω τριών (3) δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 9.199.547 δρχ. ή 26.997,93 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 885.000 δρχ. ή 2.597,21 ευρώ, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 2.597,21 ευρώ για τόκους, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 2.597,21 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 51.939,47 ευρώ. 5) Στην ... το Νοέμβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 6.000.000 δρχ. ή 17.608,21 ευρώ συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 1.115.000 δρχ. ή 3.272 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2000: κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 3.272 ευρώ για τόκους ενός μηνός, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 3.272 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 69.869,26 ευρώ. 6) Στην ... τον Δεκέμβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους10.000.000 δρχ. ή 29.347,02 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 1.725.000 δρχ. ή 5.062,36 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 5.062,36 ευρώ για τόκους ενός μηνός, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 5.062,36 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 94.486,42 ευρώ. 7) Στην ... τον Ιανουάριο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό άνω του 5% μηνιαίως, δηλαδή 1.975.000 δρχ. ή 5.796,03 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2001 έως και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 28.980,15 ευρώ για τόκους (5 μήνες x 5.796,03 ευρώ = 28.980,15 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 28.980,15 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 69.215,70 ευρώ. 8) Στην ... τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 7.500.000 δρχ. ή 22.010,27 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 2.275.000 δρχ. ή 6.676,44 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2001 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 13.352,88 ευρώ για τόκους (2 μήνες x 6.676,44 ευρώ = 13.352,88 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 13.352,88 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 79.393,21 ευρώ. 9) Στην ...τον Αύγουστο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών,ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 2.475.000 δρχ. ή 7.263,38 ευρώ το μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2001 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 7.263,38 ευρώ για τόκους ενός μηνός, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν της καταβολής εκ 7.263,38 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 87.612,69 ευρώ. 10) Στην ... τον Σεπτέμβριο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 17.000.000 δρχ. ή 49.889,94 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 3.155.000 δρχ. ή 9.258,98 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του έτους 2001 έως και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2002 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 64.812,86 ευρώ για τόκους (7 μήνες x 9.258,98 ευρώ - 64.812,86 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 64.812,86 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 87.428,36 ευρώ. 11) Στην ... τον Μάρτιο του έτους 2002 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή δύο (2) νέων δανείων εκ 15.803 ευρώ και 48.888 ευρώ αντιστοίχως, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 11.845,98 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2002 έως και τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2003 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 106.613,82 ευρώ για τόκους (9 μήνες x 11.845,98 ευρώ = 106.613,82 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 106.613,83 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 30.646,92 ευρώ. 12) Στην ... τον Ιανουάριο του έτους 2003 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 10.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 14.000 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2003 έως και τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2003 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 168.000 ευρώ για τόκους (12 μήνες x 14.000 ευρώ = 168.000 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν της καταβολής του μηνός Μαρτίου 2003, είχε εξοφληθεί ολοσχερώς από τον εγκαλούντα, ενώ οι εκκαλούντες εισέπραξαν αχρεωστήτως καταβολές εννέα (9) μηνών, δηλαδή ποσό 14.000 x 9 =126.000 ευρώ. 13) Στην ... στις 7-1-2004 οι εκκαλούντες, κατά την υποτιθέμενη παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, τα οποία, κατά τα προρρηθέντα, είχαν εξοφληθεί από μήνα Μάρτιο του έτους 2003 ως και κατά την παροχή νέου δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 30.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% μηνιαίως, υποτίθεται για το σύνολο των δανείων, εκ ποσού 277.170 ευρώ, δηλαδή 15.200 ευρώ το μήνα, τόκος που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2004 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 15.200 ευρώ για τόκους ενός (1) μηνός, επακολουθώντας να τους οφείλει υποτίθεται το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα ανωτέρω είχε εξοφληθεί πλήρως, ενώ ο εγκαλών στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν της καταβολής εκ 15.200 ευρώ, όφειλε μόνο μέρος του τελευταίου δανείου και δή ποσό 14.954,09 ευρώ. 14) Στην ... τον Φεβρουάριο του έτους 2004, οι εκκαλούντες κατά την υποτιθέμενη παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, τα οποία, κατά τα προρρηθέντα, είχαν εξοφληθεί πλήρως από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003, ως και κατά την παροχή νέου δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 50.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% μηνιαίως, υποτίθεται για το σύνολο των δανείων, εκ 357.170 ευρώ, δηλαδή 17.200 ευρώ το μήνα, τόκος που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο του έτους 2004 έως και Σεπτέμβριο του έτους 2004, κατέβαλε στους εκκαλούντες, το συνολικό ποσό των 137.600 ευρώ για τόκους υποτίθεται (8) μηνών (8 μήνες x 17.200.ευρώ = 137.600 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει υποτίθεται το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είχε εξοφληθεί από τον εγκαλούντα. Όμως, παρότι ο εγκαλών, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου κατόπιν και της καταβολής του μηνός Μαΐου 2004 είχε εξοφλήσει και το τελευταίο δάνειο των 50.000 ευρώ, εν τούτοις οι εκκαλούντες εισέπραξαν αχρεωστήτως από αυτόν και το ποσό των 68.800 ευρώ (17.200 ευρώ x 4 μήνες = 68.800 ευρώ), παρότι αυτοί γνώριζαν ότι δεν είχαν, κατά νόμο, τέτοιο δικαίωμα. 15) Στην ... τον Οκτώβριο του έτους 2004, οι εκκαλούντες, κατά την υποτιθέμενη παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, αν και γνώριζαν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ότι τα δάνεια αυτά είχαν εξοφληθεί από τον εγκαλούντα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003, ενώ το δάνειο του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2004 είχε εξοφληθεί από τον ίδιο από τον μήνα Μάιο του έτους 2004, εν τούτοις αυτοί κατά την παροχή νέου δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 50.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% μηνιαίως, υποτίθεται για το σύνολο των δανείων εκ ποσού 407.170 ευρώ, δηλαδή 19.200 ευρώ το μήνα, τόκος που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο του έτους 2004 έως και Φεβρουάριο του έτους 2005 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 96.000 ευρώ για τόκους υποτίθεται (5) μηνών (5 μήνες x 19.200 ευρώ = 96.000 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει υποτίθεται το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων (407.170 ευρώ), παρότι το ποσό αυτό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είχε εξοφληθεί πλήρως από τον εγκαλούντα. Παρότι δε ο εγκαλών, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν και της καταβολής του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2004 είχε εξοφλήσει και το τελευταίο δάνειο των 50.000 ευρώ, εν τούτοις οι εκκαλούντες εισέπραξαν αχρεωστήτως από αυτόν και το ποσό των 38.400 ευρώ (19.200 ευρώ χ 2 μήνες = 38.400 ευρώ), παρότι αυτοί γνώριζαν ότι δεν είχαν, κατά νόμο, τέτοιο δικαίωμα και 16) στην ... στις 15-4-2005, οι εκκαλούντες για τόκους υποτίθεται του ως άνω συνολικού ποσού οφειλής των 407.170 ευρώ, το οποίο, κατά τα προρρηθέντα, είχε εξοφληθεί πλήρως από τον εγκαλούντα, εισέπραξαν αχρεωστήτως από αυτόν και το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ ο δεύτερος των εκκαλούντων, Χ1τον Μάρτιο του έτους 2005 είχε επιχειρήσει να εκβιάσει τον εγκαλούντα (Ψ), προκειμένου να τους καταβάλει αχρεωστήτως και το ποσό των 150.000 ευρώ, χωρίς όμως και να το επιτύχει για τους ειδικότερους λόγους που εκτίθενται παρακάτω. Τις παραπάνω δε πράξεις της τοκογλυφίας τέλεσαν οι εκκαλούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της τοκογλυφίας, αλλά και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν, [κατά την κρίση μου] και τα εξής πραγματικά περιστατικά: Τον Μάρτιο του έτους 2005, ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος (Χ1) μετέβη στο κατάστημα του εγκαλούντος (Ψ), που βρισκόταν τότε στα ... και απείλησε τον εγκαλούντα ότι θα τον καταστρέψει, εννοώντας ότι θα σφράγιζε τις επιταγές που είχε στην κατοχή του, εάν αυτός (εγκαλών) δεν του κατέβαλε άμεσα το ποσό των 150.000 ευρώ, ως τοκογλυφικό αντάλλαγμα για συνολικό ποσό δανείων 407.170 ευρώ, ποσό που όμως είχε εξοφληθεί από τον εγκαλούντα, σύμφωνα με τα νόμιμα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου. Η πράξη του όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά και ανεξάρτητα από την βούληση του και συγκεκριμένα, επειδή ο εγκαλών αδυνατώντας να του καταβάλει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό δεν ενέδωσε στην εκβιαστική του πρόταση. Οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους προτείνουν μεταξύ των άλλων και τους εξής ισχυρισμούς: α) Ότι, δήθεν, ο εγκαλών Ψ από το έτος 1999 έως και το έτος 2004 βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση με αξιόλογη κινητή και ακίνητη περιουσία, ότι διέθετε κεφάλαιο ύψους 20.000.000 δρχ. (60.000 ευρώ) επενδεδυμένο σε αμοιβαία κεφάλαια, καθώς και ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας "AUDI 80", αξίας 10.000.000 δρχ., περίπου και ως εκ τούτου δεν αληθεύει ο ισχυρισμός του ότι αυτός βρισκόταν τότε σε δεινή οικονομική κατάσταση και ότι εκ του λόγου αυτού αναγκάσθηκε να προβεί στην σύναψη των ως άνω τοκογλυφικών δανείων, β) ότι, δήθεν, όλα τα δάνεια που χορήγησαν στον εγκαλούντα, πλην του πρώτου δανείου των 5.000.000 δρχ., το οποίο ουδέποτε χορήγησαν σε αυτόν, τα χορήγησαν στον εγκαλούντα με το νόμιμο τόκο και όχι με επιτόκιο 5% μηνιαίως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εγκαλών, γ) ότι, δήθεν, η από 1-2-2006 έγκληση του εγκαλούντος κατ' αυτών για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις είναι εντελώς ψευδής και προσχηματική και ότι κατατέθηκε εναντίον τους, επειδή αυτοί (εκκαλούντες) τον είχαν καταγγείλει προηγουμένως για απάτη σε βαθμό κακουργήματος και ότι αυτός προς αντιπερισπασμό και μόνον κατέθεσε εναντίον τους την έγκληση αυτή και δ) ότι, δήθεν, αυτοί δεν τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνεται η τέλεση των πράξεων αυτών. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμοι, καθόσον ανατρέπονται πλήρως από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι καταθέτουν μετά λόγου γνώσεως τα εντελώς αντίθετα εν σχέσει με αυτά που ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, ότι, δηλαδή αυτοί τέλεσαν τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις σε βάρος του εγκαλούντος, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος (Βλ. σχετ. τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ....), των οποίων οι καταθέσεις δεν υστερούν σε αποδεικτική βαρύτητα και αξιοπιστία από τις αντιθέτου περιεχομένου καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι, δήθεν, ο εγκαλών τέλεσε σε βάρος τους το αδίκημα της απάτης σε βαθμό κακουργήματος θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο εγκαλών τέλεσε σε βάρος τους την πράξη αυτή. Άλλωστε, μέχρι τώρα δεν υπάρχει ούτε καν πρωτόδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου έκτης οποίας να προκύπτει η καταδίκη του εγκαλούντος για την εν λόγω αξιόποινη πράξη. Με τα δεδομένα δε αυτά, φρονώ, ότι στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετούνται πλήρως (αντικειμενικά και υποκειμενικά) οι διωκόμενες πράξεις: α) Της τοκογλυφίας κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, σε βάρος αμφοτέρων των εκκαλούντων και β) της απόπειρας εκβιάσεως σε βαθμό πλημμελήματος σε βάρος του δευτέρου των εκκαλούντων και όχι σε βαθμό κακουργήματος, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος. Άλλωστε, η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του δευτέρου των εκκαλούντων για την πράξη αυτή ήταν από την αρχή σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρο 385§ 1 γ' Π.Κ.) και όχι σε βαθμό κακουργήματος και επομένως θα πρέπει να διορθωθεί και να συμπληρωθεί το διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος στο 33& φύλλο του και συγκεκριμένα στην 3η σειρά του φύλλου αυτού και να αντικατασταθεί η λέξη "κακουργηματικής" με την λέξη "πλημμεληματικής". III. Επειδή, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και πραγματικά περιστατικά προέκυψαν, [κατά την κρίση μου], σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων για τις πράξεις που τους αποδίδονται και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμα, στις ειδικότερες σκέψεις του οποίου και της σε αυτό ενσωματωμένης Εισαγγελικής πρότασης, κατά τα λοιπά αναφέρομαι, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, ορθά και νόμιμα τους παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του ρηθέντος δικαστηρίου, για να δικασθούν για τις πράξεις αυτές και σε καμία πλημμέλεια κατά την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων δεν υπέπεσε, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες και πρέπει, κατόπιν των ανωτέρω, να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις τους, ως κατ' ουσίαν αβάσιμες, να επικυρωθεί ως ορθόν το εκκαλούμενο βούλευμα και να διαταχθεί η εκτέλεση τούτου, να επιβληθούν δε σε βάρος καθενός των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 ευρώ (άρθρο 583§ 1 Κ.Π.Δ., όπως αντικ. με το άρθρο 55§1 του 3160/2003)". Κατά του άνω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι άσκησαν οι ίδιοι ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών τις υπ' αριθμ. 14/3-2-2010 και 15/3-2-2010 αναιρέσεις προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αα) σε σχέση με την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πρώτης πράξης, ββ) σε σχέση με την αιτία συνάψεως των δανείων ότι δηλ. δέχεται το προσβαλλόμενο ότι αιτία της σύναψης των τοκογλυφικών δανείων είναι η διαρκής οικονομική δυσκολία του εγκαλούντος, ενώ τούτο δεν ήταν αληθές και δη ότι είχε μεγάλη οικονομική άνεση - όπως αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα υπ' αυτών στοιχεία, τα οποία δεν έλαβε, προφανώς, υπόψη, γγ) σε σχέση με την κατάρτιση του δανείου "Στην ... στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2000" - δεν περιέχει καμία απολύτως αιτιολογία. Ήτοι αμφισβητούν τη συνομολόγηση του άνω δανείου· ότι δηλ. δεν έλαβε χώρα τέτοια· [και αναφέρουν γιατί δεν συνέβη αυτή]. Επίσης ότι δεν εδόθησαν επιταγές στον εγκαλούντα. Επίσης ότι δεν υπάρχουν στοιχεία περί καταβολής επιτοκίου που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό ότι δεν αξιοποιεί τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης κ.λ.π. και ότι τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά αντίκειται στους κανόνες της κοινής λογικής και είναι προϊόν αυθαίρετης - εσφαλμένης κρίσης. Με άλλες λέξεις αυτά δεν προκύπτουν από τα αποδεικτικά στοιχεία και τελικά εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής τους για τις πράξεις που παραπέμφθησαν. Ο άνω λόγος αναίρεσης είναι σε όλα τα σκέλη της αβάσιμος.Κατ' αρχήν το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητά αναφέρει ότι "τις παραπάνω πράξεις, της τοκογλυφίας τέλεσαν οι εκκαλούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον από την επανειλημμένη [=μεγάλο αριθμό] τέλεση της τοκογλυφίας, αλλά και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους". Όπως είναι γνωστό [=άρθρο 404§3 Π.Κ. όπως αντικ. με το άρθρο 14§8α ν. 2721/99, ΦΕΚ 112Α/3-6-99] για τον χαρακτηρισμό της τοκογλυφίας ως κακουργήματος απαιτείται όπως ο υπαίτιος "επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2" - Αρκεί δηλ. είτε κατ' επάγγελμα είτε κατά συνήθεια. Επομένως τυχόν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της μιας εξ αυτών προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον [βλ. ΑΠ 265/2000, ΑΠ 1244/84, ιδίως ΑΠ 1570/2007 Π.Χρ. 2008 σελ. 519 κ.α.] - , άλλωστε το συμβούλιο δεν επιβάλλει ποινές. Εξ άλλου επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και όταν τελείται κατ' εξακολούθηση, αφού τούτο συνιστά μορφή πραγματικής ομοειδούς τέλεσης [βλ. 829/2006, ΑΠ 1183/2008, ΑΠ 265/2009 κ.α. Πρ. βλ. ΑΠ 276/2007, ΑΠ 384/2007, ΑΠ 1303/2003 κ.α.]. Ενόψει των ανωτέρω - και του άρθρου 13 εδ. στ Π.Κ. το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - βλ. ΑΠ 793/2008, ΑΠ 1413/2005 κ.α.Υπενθυμίζουμε ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση δεν απαιτείται και υποδομή αλλ' αρκεί η επανειλημμένη τέλεση από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος. Η κατ' επάγγελμα δηλ. τέλεση έχει δύο περιπτώσεις και δη εκείνη της επανειλημμένης τέλεσης και εκείνη της υποδομής, εκάστη των οποίων και αρκεί. Σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις και της κατ' επάγγελμα, και κατά συνήθεια αρκεί η επανειλημμένη τέλεση στην οποία προκύπτει ο σκοπός πορισμού εισοδήματος.
Το δεύτερο σκέλος του παραπάνω λόγου είναι αβάσιμο αφού όχι μόνο αντίκειται στα δεκτά γενόμενα αλλά και δεν απαιτείται να αιτιολογείται και δη ειδικά σε σχέση με το έγκλημα της τοκογλυφίας με την μορφή που παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες. Ο νόμος εδώ θέλει συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου - και τίποτα πλέον. Δεν απαιτείται δηλ. εδώ εκμετάλλευσης της ανάγκης κ.λ.π. "ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους" κατά τη ρητή διάταξη της §2 του άρθρου 404 Π.Κ. [βλ. ΑΠ 550/67, ΑΠ 468/78 κ.α., Μπουρόπουλο, Ερμ. Π.Κ. τομ. γ σελ. 151, Γάφο - Ειδικό Ποινικό, τεύχος Ζ σελ. 83]. Τα λοιπά σκέλη του αυτού λόγου ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και στην ουσία της υπόθεσης που δεν ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο [Πρ. βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1331/2006, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1542/2006, κ.α.]. Ο Άρειος Πάγος δεν ελέγχει εάν τα δεκτά γενόμενα προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα. Θεωρεί αυτά δεδομένα. Έτσι ελέγχει εάν τα δεκτά γενόμενα είναι ορθά από νομικής απόψεως και όχι από ουσιαστικής απόψεως. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ποιο είναι το νομικό ποσοστό τόκου το ορίζει ο νόμος. Ενόψει των ανωτέρω οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ' αριθμ. 14/2010 και 15/2010 αναιρέσεις των Χ2 και Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 2609/2009 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και να καταδικασθούν οι ανωτέρω στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 16-3-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΚΟΝΤΑΞΗΣ".
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις κρινόμενες υπ'αριθμ. 14 και 15/3.2.2010 αιτήσεις των: 1) Χ2 και 2) Χ1, κατοίκων ..., ζητείται η αναίρεση του υπ' αριθμ. 2609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει συνεκδικαζόμενες λόγω της μεταξύ τους συνάφειας να εξετασθούν περαιτέρω. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι υπ' αριθμ. 649 και 650/2008 εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του υπ' αριθμ. 3461/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε και με το οποίο (βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών) παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της τοκογλυφίας από κοινού, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (αμφότεροι οι κατηγορούμενοι) και β) της απόπειρας εκβιάσεως σε βαθμό πλημμελήματος (ο δεύτερος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων). Κατά το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' και β' ΠΚ, όπως είχε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 14 παρ.8 Ν.2721/1999, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή τιμωρείται, όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και όποιος... .επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ.1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικώς με συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, την οποία αποτελεί και η λήψη από το δράστη αξιόγραφων (συναλλαγματικών, επιταγών) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους ή με την επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με την κατάθεση αιτήσεως από το δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάσει συναλλαγματικής που ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του παθόντος. Οι παραπάνω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική και όχι φαινόμενη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή κατ' εξακολούθηση εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 98 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες επί μέρους πράξεις που περιέχουν τα στοιχεία της εγκληματικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής μορφής από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 ΠΚ και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους συνδεόμενες όμως με ταυτότητα της προς εκτέλεση αυτών αποφάσεως (ενότητα δόλου). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' ΠΚ, όπως προστέθηκε με άρθρο 1 παρ.1 Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανηλειμμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισυό εισοδήματος (ΑΠ 858/2005 ).
Ακόμη, κατά το άρθρο 45 ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενική σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικός κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει και αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετεχόντων ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Ολ.ΑΠ 50/1990 ΠΧ Μ.949, ΑΠ 1344 και 1541/2006).
Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο Ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκβίασης, το οποίο τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν εμπίπτει στις περιπτώσεις των εδ. α' και β' και σε βαθμό πλημμελήματος σε κάθε άλλη περίπτωση, απαιτείται, αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου και β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της λαμβανόμενης αποφάσεως, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των ανωτέρω στοιχείων συγκροτήσεως της αντικειμενικής υποστάσεως και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος από την εξαναγκαζόμενη ως άνω συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο πρέπει να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι, ώστε να αποτελεί αυτό την ανάστροφη όψη της ζημίας, ανεξαρτήτως αν το όφελος αυτό επιτεύχθηκε τελικώς. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιπό όροι (δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια), το έγκλημα (κακουργηματικής ή πλημμελεηματικής μορφής) είναι σε απόπειρα.
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο υπ' αριθμ. 2609/2009 βούλευμά του δέχθηκε, με καθολική αναφορά του επιτρεπτώς στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, των εγγράφων της δικογραφίας και των απολογιών ως και απολογητικών υπομνημάτων των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ2, κάτοικος ... - ..., οδός ... κατά το παρελθόν ασκούσε παράλληλα τα επαγγέλματα του ασφαλιστή και του ιδιωτικού υπαλλήλου σε γηροκομείο μέχρι και το έτος 2001, οπότε και έπαυσε την δεύτερη επαγγελματική του δραστηριότητα για δικούς του λόγους. Ο εγκαλών Ψ, κάτοικος τώρα ..., από το έτος 1989 ασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού δρα-στηριοποιούμενος επιχειρηματικά στην περιοχή .... Το έτος 1998 ο εγκαλών διατηρούσε αρτοποιείο στην οδό ... της εν λόγω περιοχής αντιμετωπίζοντας τότε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Κατά το έτος αυτό ο εγκαλών γνωρίστηκε με τον ως άνω εκκαλούντα, Χ2 και η σχέση τους ξεκίνησε ως επαγγελματική, συνισταμένη στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό του εγκαλούντος. Κατά τα έτη 1998 και 1999 ο Χ2 επισκέπτονταν συχνά το ως άνω κατάστημα του εγκαλούντος, προκειμένου να εισπράξει από αυτόν τα ασφάλιστρα και από συζητήσεις που είχε μαζί του είχε αντιληφθεί, πλέον, ότι ο εγκαλών αντιμετώπιζε τότε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και ότι είχε άμεση ανάγκη χρημάτων. Μετά από την διαπίστωση αυτή, ο Χ2 πήρε την απόφαση να εκμεταλλευτεί πλήρως την περίπτωση αυτή χορηγώντας στον εγκαλούντα τοκογλυφικά δάνεια με υψηλό επιτόκιο εκ των οποίων προσδοκούσε ότι θα απεκόμιζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Έτσι, περί τα τέλη του έτους 1999, αφού ενημέρωσε και τον αδελφό του, Χ1 (δεύτερο των εκκαλούντων) σχετικά με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο εγκαλών, αποφάσισαν από κοινού να του χορηγήσουν τοκογλυφικά δάνεια με επιτόκιο 5 % τον μήνα, την λήψη των οποίων τελικώς απεδέχθη ο εγκαλών εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στην συνέχεια οι εκκαλούντες, σε εκτέλεση του σχεδίου τους αυτού, χορήγησαν στον εγκαλούντα τα παρακάτω λεπτομερώς αναφερόμενα δάνεια με τους παρακάτω ειδικότερα αναφερομένους όρους, τα οποία είχαν τελικώς καταστρεπτικές συνέπειες γι' αυτόν. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες: 1) Στην ... στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2000, κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα Ψ, ύψους 5.000.000 δραχμών ή 14.673,51 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 250.000 δρχ. ή 733,67 ευρώ το μήνα, που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και συμφώνησαν με αυτόν να τους προκαταβάλει τον τόκο κάθε μήνα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2000 έως και τον Μάρτιο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 2.201,01 ευρώ για τόκους (3 μήνες x 733,67 ευρώ = 2.201,01 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το αρχικό κεφάλαιο του δανείου. 2) Στην ... τον Μάρτιο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του παραπάνω δανείου των 14.673,51 ευρώ που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 6.115.590 δρχ. ή 17.947,43 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 555.000 δρχ. ή 1.628,76 ευρώ το μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του έτους 2000 έως και τον μήνα Σεπτέμβριο του 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 9.772,56 ευρώ για τόκους (6 μήνες χ 1.628,76 ευρώ = 9.772,56 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο αμφοτέρων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 9.772,56 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 22.825,41 ευρώ. 3) Στην ... τον Σεπτέμβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δύο (2) πρώτων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 2.000.000 δρχ. ή 5.896,40 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 655.000 δρχ. ή 1.922,23 ευρώ, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 1.922,23 ευρώ για τόκους (1 μήνα), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 1.922,23 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 27.224,54 ευρώ. 4) Στην ... τον Οκτώβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω τριών (3) δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 9.199.547 δρχ. ή 26.997,93 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 885.000 δρχ. ή 2.597,21 ευρώ, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 2.597,21 ευρώ για τόκους, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 2.597,21 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 51.939,47 ευρώ. 5) Στην ... το Νοέμβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 6.000.000 δρχ. ή 17.608,21 ευρώ συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 1.115.000 δρχ. ή 3.272 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2000: κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 3.272 ευρώ για τόκους ενός μηνός, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 3.272 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 69.869,26 ευρώ. 6) Στην ... τον Δεκέμβριο του έτους 2000 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 10.000.000 δρχ. ή 29.347,02 ευρώ που χορήγησαν στον εγκαλούντα, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 5% μηνιαίως, δηλαδή 1.725.000 δρχ. ή 5.062,36 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2000 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 5.062,36 ευρώ για τόκους ενός μηνός, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 5.062,36 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 94.486,42 ευρώ. 7) Στην ... τον Ιανουάριο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό άνω του 5% μηνιαίως, δηλαδή 1.975.000 δρχ. ή 5.796,03 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2001 έως και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 28.980,15 ευρώ για τόκους (5 μήνες x 5.796,03 ευρώ = 28.980,15 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 28.980,15 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 69.215,70 ευρώ. 8) Στην ... τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 7.500.000 δρχ. ή 22.010,27 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 2.275.000 δρχ. ή 6.676,44 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2001 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 13.352,88 ευρώ για τόκους (2 μήνες x 6.676,44 ευρώ = 13.352,88 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 13.352,88 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 79.393,21 ευρώ. 9) Στην ... τον Αύγουστο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών,ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 2.475.000 δρχ. ή 7.263,38 ευρώ το μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2001 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 7.263,38 ευρώ για τόκους ενός μηνός, εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν της καταβολής εκ 7.263,38 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 87.612,69 ευρώ. 10) Στην ... τον Σεπτέμβριο του έτους 2001 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 17.000.000 δρχ. ή 49.889,94 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 3.155.000 δρχ. ή 9.258,98 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του έτους 2001 έως και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2002 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 64.812,86 ευρώ για τόκους (7 μήνες x 9.258,98 ευρώ - 64.812,86 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 64.812,86 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 87.428,36 ευρώ. 11) Στην ... τον Μάρτιο του έτους 2002 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή δύο (2) νέων δανείων εκ 15.803 ευρώ και 48.888 ευρώ αντιστοίχως, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 11.845,98 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2002 έως και τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2003 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 106.613,82 ευρώ για τόκους (9 μήνες x 11.845,98 ευρώ = 106.613,82 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν των καταβολών εκ 106.613,83 ευρώ, έπρεπε να είχε περιοριστεί σε 30.646,92 ευρώ. 12) Στην ... τον Ιανουάριο του έτους 2003 οι εκκαλούντες κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, που είχε λάβει από αυτούς ο εγκαλών, ως και κατά την παροχή νέου δανείου, ύψους 10.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% έως 5% μηνιαίως, δηλαδή 14.000 ευρώ τον μήνα, δηλαδή τόκο που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2003 έως και τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2003 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 168.000 ευρώ για τόκους (12 μήνες x 14.000 ευρώ = 168.000 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν της καταβολής του μηνός Μαρτίου 2003, είχε εξοφληθεί ολοσχερώς από τον εγκαλούντα, ενώ οι εκκαλούντες εισέπραξαν αχρεωστήτως καταβολές εννέα (9) μηνών, δηλαδή ποσό 14.000 x 9 =126.000 ευρώ. 13) Στην ... στις 7-1-2004 οι εκκαλούντες, κατά την υποτιθέμενη παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, τα οποία, κατά τα προρρηθέντα, είχαν εξοφληθεί από μήνα Μάρτιο του έτους 2003 ως και κατά την παροχή νέου δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 30.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% μηνιαίως, υποτίθεται για το σύνολο των δανείων, εκ ποσού 277.170 ευρώ, δηλαδή 15.200 ευρώ το μήνα, τόκος που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2004 κατέβαλε στους εκκαλούντες το ποσό των 15.200 ευρώ για τόκους ενός (1) μηνός, επακολουθώντας να τους οφείλει υποτίθεται το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα ανωτέρω είχε εξοφληθεί πλήρως, ενώ ο εγκαλών στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν της καταβολής εκ 15.200 ευρώ, όφειλε μόνο μέρος του τελευταίου δανείου και δή ποσό 14.954,09 ευρώ. 14) Στην ... τον Φεβρουάριο του έτους 2004, οι εκκαλούντες κατά την υποτιθέμενη παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, τα οποία, κατά τα προρρηθέντα, είχαν εξοφληθεί πλήρως από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003, ως και κατά την παροχή νέου δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 50.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% μηνιαίως, υποτίθεται για το σύνολο των δανείων, εκ 357.170 ευρώ, δηλαδή 17.200 ευρώ το μήνα, τόκος που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο του έτους 2004 έως και Σεπτέμβριο του έτους 2004, κατέβαλε στους εκκαλούντες, το συνολικό ποσό των 137.600 ευρώ για τόκους υποτίθεται (8) μηνών (8 μήνες x 17.200.ευρώ = 137.600 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει υποτίθεται το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων, των οποίων το ποσό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είχε εξοφληθεί από τον εγκαλούντα. Όμως, παρότι ο εγκαλών, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου κατόπιν και της καταβολής του μηνός Μαΐου 2004 είχε εξοφλήσει και το τελευταίο δάνειο των 50.000 ευρώ, εν τούτοις οι εκκαλούντες εισέπραξαν αχρεωστήτως από αυτόν και το ποσό των 68.800 ευρώ (17.200 ευρώ x 4 μήνες = 68.800 ευρώ), παρότι αυτοί γνώριζαν ότι δεν είχαν, κατά νόμο, τέτοιο δικαίωμα. 15) Στην ... τον Οκτώβριο του έτους 2004, οι εκκαλούντες, κατά την υποτιθέμενη παράταση της προθεσμίας πληρωμής των παραπάνω δανείων, αν και γνώριζαν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ότι τα δάνεια αυτά είχαν εξοφληθεί από τον εγκαλούντα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003, ενώ το δάνειο του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2004 είχε εξοφληθεί από τον ίδιο από τον μήνα Μάιο του έτους 2004, εν τούτοις αυτοί κατά την παροχή νέου δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 50.000 ευρώ, συνομολόγησαν για τον εαυτό τους επιτόκιο με ποσοστό 4% μηνιαίως, υποτίθεται για το σύνολο των δανείων εκ ποσού 407.170 ευρώ, δηλαδή 19.200 ευρώ το μήνα, τόκος που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Σε εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής, ο εγκαλών κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο του έτους 2004 έως και Φεβρουάριο του έτους 2005 κατέβαλε στους εκκαλούντες το συνολικό ποσό των 96.000 ευρώ για τόκους υποτίθεται (5) μηνών (5 μήνες x 19.200 ευρώ = 96.000 ευρώ), εξακολουθώντας να τους οφείλει υποτίθεται το συνολικό κεφάλαιο όλων των δανείων (407.170 ευρώ), παρότι το ποσό αυτό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είχε εξοφληθεί πλήρως από τον εγκαλούντα. Παρότι δε ο εγκαλών, σύμφωνα με τα νόμιμα αντιστοιχούντα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου, κατόπιν και της καταβολής του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2004 είχε εξοφλήσει και το τελευταίο δάνειο των 50.000 ευρώ, εν τούτοις οι εκκαλούντες εισέπραξαν αχρεωστήτως από αυτόν και το ποσό των 38.400 ευρώ (19.200 ευρώ χ 2 μήνες = 38.400 ευρώ), παρότι αυτοί γνώριζαν ότι δεν είχαν, κατά νόμο, τέτοιο δικαίωμα και 16) στην ... στις 15-4-2005, οι εκκαλούντες για τόκους υποτίθεται του ως άνω συνολικού ποσού οφειλής των 407.170 ευρώ, το οποίο, κατά τα προρρηθέντα, είχε εξοφληθεί πλήρως από τον εγκαλούντα, εισέπραξαν αχρεωστήτως από αυτόν και το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ ο δεύτερος των εκκαλούντων, Χ1 τον Μάρτιο του έτους 2005 είχε επιχειρήσει να εκβιάσει τον εγκαλούντα (Ψ), προκειμένου να τους καταβάλει αχρεωστήτως και το ποσό των 150.000 ευρώ, χωρίς όμως και να το επιτύχει για τους ειδικότερους λόγους που εκτίθενται παρακάτω. Τις παραπάνω δε πράξεις της τοκογλυφίας τέλεσαν οι εκκαλούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της τοκογλυφίας, αλλά και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν......και τα εξής πραγματικά περιστατικά: Τον Μάρτιο του έτους 2005, ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος (Χ1) μετέβη στο κατάστημα του εγκαλούντος (Ψ), που βρισκόταν τότε στα ... και απείλησε τον εγκαλούντα ότι θα τον καταστρέψει, εννοώντας ότι θα σφράγιζε τις επιταγές που είχε στην κατοχή του, εάν αυτός (εγκαλών) δεν του κατέβαλε άμεσα το ποσό των 150.000 ευρώ, ως τοκογλυφικό αντάλλαγμα για συνολικό ποσό δανείων 407.170 ευρώ, ποσό που όμως είχε εξοφληθεί από τον εγκαλούντα, σύμφωνα με τα νόμιμα ποσοστά του δικαιοπρακτικού τόκου. Η πράξη του όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά και ανεξάρτητα από την βούληση του και συγκεκριμένα, επειδή ο εγκαλών αδυνατώντας να του καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό δεν ενέδωσε στην εκβιαστική του πρόταση".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρίνοντας ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις προς στήριξη των κατά των κατηγορουμένων κατηγοριών (κακουργήματος και πλημμελήματος) επ' ακροατηρίου, για τοκογλυφία σε βαθμό κακουργήματος, κατά συναυτουργία και για απόπειρα πλημμεληματικής εκβιάσεως (σε βάρος μόνο του Χ1), απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες τις υπ'αριθμ. 649 και 650/15.12.2008 εφέσεις τους και επικύρωσε το υπ' αριθμ. 3461/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (προβαίνοντας άμα σε επιτρεπτή διόρθωση και συμπλήρωση της απόπειρας εκβιάσεως), με το οποίο παραπέμφθησαν να δικασθούν για τις ως άνω δύο αξιόποινες πράξεις στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορούμενους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, ....., 94 παρ. 1, 385 παρ. 1 εδ. γ' και 404 παρ. 2α και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: α) η αιτίαση των αναιρεσειόντωνν ότι δεν υφίσταται ειδική αιτιολογία ως προς την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας, αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον ρητά αναφέρεται στο πληττόμενο βούλευμα κατά πιστή μεταφορά "....καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της τοκογλυφίας, αλλά και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους" (βλ. τέλος 26ης σελίδας του πληττομένου βουλεύματος) και β) όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αμφισβήτησή τους ότι ο εγκαλών Ψ δεν είχε ανάγκη συνάψεως δανείων με αυτούς λόγω της μεγάλης οικονομικής άνεσής του, του ότι δεν καταρτίσθηκε μεταξύ τους κάποιο δάνειο τον Ιανουάριο του 2000, του ότι δεν υπάρχουν στοιχεία περί καταβολής από τον εγκαλούντα επιτοκίου που υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό και του ότι δεν αξιοποιήθηκαν από το Συμβούλιο οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και στην ουσία της υπόθεσης, οι οποίες, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, προβάλλονται απαραδέκτως, καθόσον πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου για την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των παραδοχών του ως προς την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων σε βάρος των κατηγορουμένων. Επομένω;ς, ο από το άρυρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης των δύο κρινομένων αιτήσεων αναίρεσης με τον οποίον προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις υπ'αριθμ. 14 και 15/3 Φεβρουαρίου 2010 αιτήσεις των: 1) Χ2 και 2) Χ1, αντίστοιχα, κατοίκων ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Απορρίπτει αυτές. Και
Καταδικάζει καθένα των ως άνω αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ