Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 268 / 2015    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 268/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέττα Κυτέα, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Γ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 3107/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιουλίου 2013 και από 18 Νοεμβρίου 2013 αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1398/13.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 514 εδ. γ του Κ.Ποιν.Δ. δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση δεύτερης αίτησης αναίρεσης κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης. Στην προκειμένη περίπτωση , από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του εμπρόθεσμα στις 17-7-1013 (προ της καθαρογραφής της προσβαλλόμενης απόφασης) ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ' αριθμ. κατάθεσης 63/17-7-2013 αίτηση αναιρέσεως κατά της 3107/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και ο ίδιος, ακολούθως, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου άσκησε εμπροθέσμως την 19-11-2013 με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της ίδιας αποφάσεως.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αίτησης αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο στις 30-10-2013, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν.
Επειδή, κατά το άρθρο 57 του Κ.Ποιν.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του Κ.Ποιν.Δ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αμετάκλητη απόφαση ( ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, 2) ταυτότητα προσώπου, ήτοι του κατηγορουμένου, του δικασθέντος από την απόφαση που στηρίζει το δεδικασμένο, και 3) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ως τέτοια πράξη νοείται το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολο του, το οποίο περιλαμβάνει, όχι μόνο την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά επί ουσιαστικών εγκλημάτων και το ανήκον στην αντικειμενική τους υπόσταση αποτέλεσμα, για την οποία αμετακλήτως καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ο κατηγορούμενος ή έπαυσε η ποινική δίωξη προηγουμένως. Ταυτότητα της πράξεως υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν ισχύουν αποκλειστικά στο πλαίσιο του εσωτερικού δικαίου, (όταν δηλαδή πρόκειται για αποφάσεις των ημεδαπών δικαστηρίων), αλλά και όταν η απόφαση εκδόθηκε από αλλοδαπό δικαστήριο και μάλιστα από δικαστήριο ενός εκ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, κατά το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( που αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, δυνάμει του κυρωτικού νόμου 3671/2008, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), " κανείς δεν διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το νόμο". Εξ άλλου, η απόφαση του Εφετείου, που απορρίπτει ως ουσιαστικά αβάσιμη ένσταση δεδικασμένου, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θα πρέπει να εξειδικεύει τις πράξεις που έχουν κριθεί αμετακλήτως και εκείνες για τις οποίες το Εφετείο καλείται να κρίνει, ώστε από τη σύγκριση αυτών να προκύπτει αν αυτές ταυτίζονται και επομένως καλύπτονται από το υπάρχον δεδικασμένο.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 3107/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού απορρίφθηκε η ένσταση δεδικασμένου που είχε προβάλλει, και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης δέκα ετών. Ειδικότερα, ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου ο αναιρεσείων είχε προβάλλει την ένσταση του δεδικασμένου, η οποία, κατά τον ισχυρισμό του, προέκυπτε από την προσκομισθείσα με ημερομηνία 15-10-2009 αμετάκλητη απόφαση του Ποινικού Εφετείου της Χάγης, δυνάμει της οποίας το φερόμενο ως παράνομα κτηθέν από αυτόν χρηματικό ποσό από την διακίνηση ναρκωτικών (που διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, πράξη για την οποία καταδικάστηκε στην Ολλανδία σε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών και σε χρηματική ποινή 100.000 φιορινιών), εκτιμήθηκε στο ποσό των 272.268, 13 ευρώ, χαρακτηρισθέν "πλεονέκτημα" και επιλύθηκε οριστικά, κατ' εφαρμογή του άρθρου 36 ε του Ολλανδικού Ποινικού Κώδικα, η περί "ξεπλύματος" κατηγορία. Τον ισχυρισμό του αυτό που ασκούσε ουσιώδη επιρροή επί της κατ' αυτού κατηγορίας το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών τον απέρριψε και ακολούθως τον κήρυξε ένοχο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, διαλαμβάνον την ακόλουθη αιτιολογία: Ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα, ως προς το σκέλος της αποδιδομένης κατηγορίας περί τραπεζικών καταθέσεων. Ειδικότερα, οι τραπεζικές του καταθέσεις, συμπίπτουσες χρονικά εν πολλοίς με την εν γένει εγκληματική του δραστηριότητα στο χώρο της εμπορίας ναρκωτικών, δεν δικαιολογούνται από αυτόν σε καμία περίπτωση. Σχετικά δε με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και στο σκέλος που αφορά τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα ποσά που έχουν κατατεθεί σ' αυτούς, κατ' αρχάς δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφού δεν αποδείχθηκε αν κατ' αυτού ασκήθηκε σχετική ποινική δίωξη στην Ολλανδία και πολύ περισσότερο, αν αυτός καταδικάστηκε για την ως άνω πράξη. Δεν αναιρεί την κρίση του δικαστηρίου ο καθορισμός του ύψους του παρανόμως αποκτηθέντος περιουσιακού οφέλους με την από 15-10-2009 απόφαση του Εφετείου της Χάγης, αλλ' ούτε η καταβολή χρηματικού ποσού εκ μέρους του, κατόπιν συμβιβασμού με τις Ολλανδικές αρμόδιες εισαγγελικές αρχές..... Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα κατά τα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα πραγματικά περιστατικά". Ακολούθως, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: Στην Αθήνα, Περισσό, Κηφισιά Αττικής, Τρίκαλα, Κώ κατά τους κάτωθι χρόνους με σκοπό να συγκαλύψει την, αληθή προέλευση περιουσίας που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας και συγκεκριμένα προερχόμενης από τα προβλεπόμενα στο νόμο εγκλήματα για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, δέχθηκε στην κατοχή, του και κατέστη δικαιούχος-περιουσίας προερχόμενης από την παραπάνω δραστηριότητα, την οποία και μετέτρεψε στην περιουσία αυτή. Ειδικότερα, ενώ ήταν μέλος σπείρας η οποία κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1994 μέχρι και το μήνα Μάρτιο του 1999 διακίνησε μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ανάμεσα στις οποίες 11.000 κιλά μαριχουάνα, 1200 κιλά κοκαΐνης κ.λ.π. για τις οποίες συνελήφθη στην Ολλανδία στις 12-3-1999. και ασκήθηκε εναντίον του αρχικά ποινική δίωξη για παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 10, 11 και 140 του Ολλανδικού Νόμου περί οπιούχων ουσιών και εν συνεχεία την 29-1-2003 ασκήθηκε ποινική δίωξη και από την Εισαγγελία Αθηνών, για παράβαση του Νόμου "περί ναρκωτικών" Ν.1729/1987 ως ίσχυε, και την 22-11-2007 του αποδόθηκε η σχετική κατηγορία, στους κάτωθι αναφερομένους τόπους και κατά το κάτωθι χρονικό διάστημα με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων που προήλθαν από την πιο πάνω διακίνηση ναρκωτικών, ουσιών, δέχθηκε στην κατοχή του και κατέστη δικαιούχος περιουσίας σε κοινούς μετά των αδελφών του Α. Γ. και Κ. Γ. τραπεζικούς λογαριασμούς, στις ανώνυμες Τραπεζικές Εταιρείες με τις επωνυμίες Τράπεζα Κύπρου, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ και CITI BANK, στους οποίους λογαριασμούς πιστώθηκαν τα ακόλουθα ποσά, προερχόμενα από κίνηση ναρκωτικών ουσιών, ειδικότερα σε κοινούς λογαριασμούς του με τον αδελφό του Α. Γ., α) στη Τράπεζα Κύπρου στο κατάστημα Κολωνακίου αυτής στον υπ' αριθμ.... κοινό, λογαριασμό με τον αδελφό του Α. Γ. στις 29-10-1997 πιστώθηκε το ποσό των 10,000.00 δολαρίων ΗΠΑ και στις 31-10-1997 το ποσό, των 10,000.00 δολαρίων ΗΠΑ, επίσης στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό στις 7-3-1997 πιστώθηκε το ποσό των 8,200.00 δολαρίων ΗΠΑ και στις 18-7-1997 το ποσό των 69,985.00 δολαρίων ΗΠΑ και τέλος στον λογαριασμό υπ' αριθμ. 61205 προθεσμιακής κατάθεσης στις 31-10-1997 το ποσό των 78,250.00 δολαρίων ΗΠΑ, β) στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος στο κατάστημα αυτής του Περισσού Αττικής στο λογαριασμό με αριθμό ... πιστώθηκε στις 14-5-1999 το ποσό των 384.778,70 φιορίνια Ολλανδίας και στο λογαριασμό με αριθμό ... πιστώθηκε στις 19-5-1999 το ποσό των 336.602,31 φιορίνια Ολλανδίας και στο κατάστημα Τρικάλων αυτής στο λογαριασμό με αριθμό ... άυλων τίτλων την 1-4-1996 το ποσό των 3.600.000 ελληνικές δραχμές. γ) Στην τράπεζα CITI BANK κατάστημα Κηφισιάς στο λογαριασμό 5/502358/334 πιστώθηκε στις 30-10-1997 το ποσό των 7,250:00 δολλαρίων ΗΠΑ και 50,000.00 δολαρίων ΗΠΑ και στις 31-10-1997 το ποσό των 9,800.00 δολαρίων ΗΠΑ καθώς και το ποσό των 10,000.00 δολαρίων ΗΠΑ και το ποσό των 10,000.00 δολαρίων ΗΠΑ. Επίσης στον ίδιο ανωτέρω λογαριασμό στις 28-4-1998 πιστώθηκε το ποσό των 63,066.17 δολαρίων ΗΠΑ, στις 18-5-1998 το ποσό των 15,00.00 δολαρίων ΗΠΑ, στις 9-7-1998 το ποσό των 10,00.00 δολαρίων ΗΠΑ και το ποσό των 10,000.00 δολαρίων ΗΠΑ, στις 3-11-1998 το ποσό των 10,000.00 δολαρίων ΗΠΑ, στις 4-11-1998 το ποσό των 10,00.00 δολαρίων ΗΠΑ και τις 18-3-1999 το ποσό των 150,000.00 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και στον λογαριασμό προθεσμιακών καταθέσεων "BASE" με αριθμό ..., στις 31-12-1996 το ποσό των 20,000.00 δολαρίων ΗΠΑ και στις 15/1/1997 το ποσό των 60,000.00 δολαρίων ΗΠΑ και στις 8/12/1997 το ποσό των 104.782,57 δολαρίων ΗΠΑ και στις 11/6/1998 το ποσό των 204.083,96 δολαρίων ΗΠΑ.
Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές το Πενταμελές Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του από την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, επί πλέον δε διέλαβε ασαφή και αντιφατική αιτιολογία και τούτο διότι δεν παραθέτει τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα ποσά που βρέθηκαν από το Ποινικό Εφετείο της Χάγης να έχουν κατατεθεί σ'αυτούς από τον αναιρεσείοντα, για να μπορεί να συναχθεί αν ταυτίζονται ή όχι με τα ποσά και τους τραπεζικούς του λογαριασμούς που βρέθηκαν στην Ελλάδα, και περιέχονται στο κατηγορητήριο, ώστε από τη σύγκριση αυτών ,να προκύπτει η βασιμότητα της ενστάσεως δεδικασμένου που προέβαλε ο αναιρεσείων, ούτε διαλαμβάνει αιτιολογία για ποιο λόγο η αμετάκλητη απόφαση του Ποινικού Εφετείου της Χάγης, με την οποία υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να καταβάλλει στο Ολλανδικό Κράτος το παρανόμως " αποκτηθέν" από αυτόν περιουσιακό όφελος από τη διακίνηση ναρκωτικών, εκ 272.268,13 ευρώ, δεν θεωρείται αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και δεν παράγει δεδικασμένο, που κωλύει την εκ νέου καταδίκη του για το ίδιο έγκλημα στην ημεδαπή.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί υπάρξεως καταδικαστικού δεδικασμένου, που απορρέει από την αμετάκλητη απόφαση του Ποινικού Εφετείου της Χάγης, είναι βάσιμος, και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 " πρόληψη κ.λ.π.", με την στη διάταξη αυτή θεσπιζόμενη ποινή , εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής, τιμωρείται, όποιος, κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα, ενώ ως περιουσία νοούνται, κατά το άρθρο 1 εδ. γ' του ανωτέρω νόμου, πλην άλλων, τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα και υλικά ή άυλα. Ακόμη, κατά το άρθρο 1 εδ. α' περ. αα του Ν. 2331/1995, στην από την τελευταία διάταξη περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα υπάγονται, μεταξύ άλλων, τα εγκλήματα, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από το άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. β', ζ', ιγ, του Ν. 1729/1987, ήτοι η αγορά, διάθεση, μεταφορά, κατοχή, οργάνωση και εποπτεία στη διακίνηση των ναρκωτικών. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών του Ν. 2331/1995, που ισχύει επί του προκειμένου, με βάση τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αναγομένου από 1-4-1997 έως 19-5-1999 (πριν δηλαδή την τροποποίηση του με τον ν. 3424/13-12-2005 και στη συνέχεια με τον Ν. 3691/5-8-2008), προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο, αντικειμενικά μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινης πράξης της διακίνησης ναρκωτικών, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης περιουσίας. Σημειωτέον ότι η εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται και ως προς τον χρόνο και λοιπές περιστάσεις. Εξ άλλου, από την γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 συνάγεται, ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποίησης, μόνον στην περίπτωση της προς τον σκοπό συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, διότι, ομιλών ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του αδικήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ακολουθεί, ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι' αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπιση του.
Περαιτέρω, όσον αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά η αιτιολογία του είναι ασαφής, αφού δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος, ούτε τις νομικές σκέψεις, με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν, οι ελλείψεις δε αυτές , δεν μπορούν αναπληρωθούν από όσα περιέχονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, καίτοι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης ( απαιτεί δηλαδή σκοπό συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων), στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν περιέχεται καμία απολύτως αιτιολόγηση και μάλιστα ειδική και εμπεριστατωμένη, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών ως προς το στοιχείο αυτό του σκοπού. Και ναι μεν γίνεται δεκτό ότι το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της απόφασης στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στο περιστατικό, που περιγράφεται στο διατακτικό, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι επίσης ελλιπές κατά το ανωτέρω στοιχείο του σκοπού. Πέραν τούτου, η βασική εγκληματική δραστηριότητα ( το βασικό έγκλημα των ναρκωτικών), η οποία όλως ελλιπώς αναφέρεται στο σκεπτικό, δια της μνείας ότι "οι τραπεζικές του καταθέσεις, συμπίπτουσες χρονικά εν πολλοίς με την εν γένει εγκληματική του δραστηριότητα στο χώρο της εμπορίας ναρκωτικών, δεν δικαιολογούνται", χωρίς να διευκρινίζεται το "εν πολλοίς" και γιατί " δεν δικαιολογούνται" έπρεπε να ερευνηθεί παρεμπιπτόντως με την προσβαλλόμενη απόφαση και να προσδιορίζεται με την παράθεση πραγματικών περιστατικών στο σκεπτικό, μη αρκούσης της ελλιπούς αναφοράς στο διατακτικό της ποσότητας και του χρόνου διακίνησης των ναρκωτικών. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί απρ άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως( άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3107/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουλίου 2014 .
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαρτίου 2015 .

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή