Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη. Έννοια και στοιχεία πράξεων. Αναίρεση του παραπεμπτικού βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 1840/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2229/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1.Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1996/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 211/18-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 7-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθμ. 2229/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ' ουσίαν και η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 182/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), μετά των συγκατηγορουμένων του 1)Χα, 2)χ2, 3)Χβ 4)Χγ και 5)Χδ διά να δικασθή μετ' αυτών διά α)πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από κοινού, με σκοπό περιουσιακού οφέλους υπερβαίνοντος συνολικώς το ποσό των 15.000 ευρώ, διά βλάβης τρίτων, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και β)απάτη κατ' εξακολούθηση από κοινού, εκ της οποίας η ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αιρέσεως, την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, την παραβίαση του δεδικασμένου, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την υπέρβαση εξουσίας. Επειδή, κατά το άρθρ. 45 ΠΚ, "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού"νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Διά τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρ. 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρωνται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο εδέχθη ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (Ολ. ΑΠ 50/1990, εις ΠΧ/Μ/949, ΑΠ103/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/881). Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 484§1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το βούλευμα δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ' όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Περαιτέρω, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484§1 στοιχ. β' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν/41). Τέλος, συμφώνως προς το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα στην εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχουν, κατά τα ουσιώδη μέρη των, ως εξής:Ο Δ1, διαχειριστής της εταιρίας με την επωνυμία "..... Ltd"και έδρα επί της οδού ....., στην περιοχή του ...... - Αττικής, έδωσε εντολή στον υπάλληλο της εταιρίας του Δ2 να παραλάβει από τον πωλητή και συνεργάτη τους Χβ έναντι αλληλόχρεου λογ/σμού, που υπήρχε μεταξύ τους από σχετική εμπορική δραστηριότητα, μία επιταγή. Το αξιόγραφο αυτό που έφερε αριθμό ......., ως ημερομηνία έκδοσης την 15-1-2000, ως τόπο έκδοσης το Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας, το ποσό των 2.560.000 δραχμών, αριθμητικώς και ολογράφως, φερόταν ως εκδοθέν από τον εγκαλούντα Ψ1, σε διαταγή του ιδίου, επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (υπ/μα Θέρμου Αιτ/νίας), με χρέωση του υπ' αριθ. ...... λογαριασμού και έφερε το εκτύπωμα της σφραγίδας της ατομικής επιχείρησης του Ψ1. Όταν ο Δ1 πήρε στα χέρια του από τον υπάλληλό του την ως άνω επιταγή, αφού είχε οπισθογραφηθεί διαδοχικά από τον Χβ και τον Δ2, την εμφάνισε προς πληρωμή το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999 στο υπ/μα της Εθνικής Τράπεζας στην Παλλήνη. Αφού ελέγχθηκε η επιταγή διά του μηχανογραφικού συστήματος, ο κομιστής αυτής Δ1 ειδοποιήθηκε ότι προέκυψε πλαστότητα του αξιογράφου αυτού και του επεστράφη απλήρωτο. Με τη σειρά του αυτός την επέστρεψε στον Χβ που τακτοποίησε τελικώς με μετρητά την οφειλή προς την εταιρία. Απολογούμενος προανακριτικά ο Χβ στις 23-6-2000, ισχυρίσθηκε ότι την εν λόγω επιταγή πήρε από τον Β1, έναντι προμηθειών που ο τελευταίος του όφειλε, ότι ο Β1 συνεργαζόταν με τον Β2 και διατηρούσαν βιοτεχνία γυναικείων ενδυμάτων στην ...., επί της οδού ....... και ότι όταν πληροφορήθηκε την πλαστότητα της επιταγής από τον Δ1 αμέσως επικοινώνησε με τον Β1 που, κατά τον κατηγορούμενο, υποσχέθηκε εντός δέκα ημερών να τακτοποιήσει αυτή την εκκρεμότητα, όμως ακολούθως έκλεισε την επιχείρηση και εξαφανίσθηκε, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τίποτε περισσότερο. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου αποδεικνύονται αναληθείς, καθώς ανατρέπονται από όσα κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες. Εν συνεχεία δε αυτός επιχείρησε ανεπιτυχώς να ανασκευάσει την προανακριτική απολογία του, αλλάζοντας υπερασπιστική γραμμή, όταν αντιλήφθηκε ότι το εφεύρημά του αυτό, δηλαδή η αναφορά του σε ανύπαρκτο πρόσωπο με τα στοιχεία "Β1", αποκαλύφθηκε, ισχυρίσθηκε δε ότι ποτέ δεν μίλησε στους προανακριτικούς υπαλλήλους γι' αυτό το ανύπαρκτο πρόσωπο, αλλά ότι αντιθέτως είπε πως την επιταγή πήρε από τον Β2, που του όφειλε προμήθειες. Επιδιώκοντας μάλιστα ο ανωτέρω κατηγ/νος να αποδείξει την αθωότητά του κατέβαλε το ποσό της επιταγής σε μετρητά στον Δ1. Το κίνητρό του όμως αυτό δεν ήταν αθώο, καθώς με την κίνησή του αυτή επιχείρησε να απεμπλακεί από την πολύ σοβαρή κατηγορία της συμμετοχής του σε κακουργηματική δραστηριότητα, ενός κύκλου προσώπων, που αφού πλαστογραφούσαν επιταγές, τις κυκλοφορούσαν περαιτέρω χωριστά ο καθένας για να μην συσχετίζονται μεταξύ τους και τις μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστους τρίτους δρώντας φαινομενικά ανεξάρτητα. Ακολούθως αρχές Σεπτεμβρίου 1999 ο εκκαλών χ2 προκειμένου να εξοφλήσει χρηματική οφειλή του προς τον Γ1 προερχόμενη από σύμβαση δανείου, του παρέδωσε μία επιταγή αφού την οπισθογράφησε. Η επιταγή αυτή έφερε αριθμό ...., ως τόπο έκδοσης το Θέρμο Αιτ/νίας, ως ημερομηνία έκδοσης την 5-10-99, την υπογραφή του φερομένου ως εκδότη ψ1 , σε διαταγή Γ2, το ποσό των 3.241.000 δρχ., αριθμητικώς και ολογράφως, ως πληρώτρια Τράπεζα με χρέωση του υπ' αριθμ. ...... λογ/σμού του φερομένου ως εκδότη, καθώς επίσης το εκτύπωμα της σφραγίδας της επιχείρησης αυτού. Ο κομιστής κατέθεσε την επιταγή για είσπραξη στην Τράπεζα ΑΒΝ AMRO, όμως κατόπιν ελέγχου τον ενημέρωσαν ότι ήταν πλαστή. Ο Γ1, όπως προανακριτικά κατέθεσε στις 21-9-2000, αναζήτησε τον Χ2, για να λάβει κάποιες εξηγήσεις, όμως ο τελευταίος εξαφανίσθηκε χωρίς να αποπληρώσει το ως άνω χρέος του. Ο εκκαλών δε στην πρώτη απολογία του στις 11-9-2000 ισχυρίσθηκε ότι την πλαστή επιταγή είχε παραλάβει, περί τα τέλη Αυγούστου 1999 από τον Γ2, ασφαλιστή, ο οποίος διατηρούσε γραφεία στον Πειραιά επί της οδού ......, έναντι οφειλής του προς τον ίδιο για ασφαλιστικές υπηρεσίες, καθώς όπως υποστήριξε το χρονικό εκείνο διάστημα ήταν πράκτορας ασφαλιστικών εταιριών και ο Γ2 ήταν ανεξάρτητος συνεργάτης του. Προέβαινε λοιπόν σε πωλήσεις ασφαλιστικών συμβάσεων προς τρίτους και από τα εισπραττόμενα ποσά αφαιρούσε το συμφωνηθέν ποσοστό κέρδους και απέδιδε το υπόλοιπο στον κατηγορούμενο. Το ποσό της επιταγής αντιπροσώπευε τμήμα αποδοτέου ποσού και γι' αυτό πήρε ο κατ/νος την επιταγή, την οποία οπισθογράφησε σε αυτόν ο Γ2 χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει την πλαστότητά της, όπως διατεινόταν. Σε μεταγενέστερη απολογία του στις 8-10-00 ο κατ/νος αλλάζει γραμμή πλεύσης και παραδέχεται ότι είχε πει ψέμματα, όταν ενοχοποιούσε τον αμέτοχο στην υπόθεση αυτή Γ2. Δικαιολογήθηκε δε ότι από σοβαρά οικονομικά προβλήματα υποχρεώθηκε να καταφύγει σε λύσεις ανάγκης. Πλέον συγκεκριμένα κάποιος πελάτης του τον συμβούλευσε να αποτανθεί σε κάποιον "Χα" (τον συγκ/νο του και θανόντα ήδη Χα). Πράγματι ο εκκαλών επισκέφθηκε τον τελευταίο στο διαφημιστικό γραφείο του, στη συμβολή των οδών ...... και ....., στην Αθήνα, ο οποίος αφού άκουσε το πρόβλημά του, πρότεινε να του δώσει μια επιταγή, την επίδικη, λαμβάνοντας ως αντίτιμο το χρηματικό ποσό των 300.000 δρχ. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι και τότε τίποτε δεν γνώριζε, ούτε κατάλαβε για την πλαστότητα της επίδικης επιταγής, η οποία ενσωμάτωνε κεφάλαιο ύψους 3.241.000 δρχ, αν και ο ίδιος την απέκτησε καταβάλλοντας μόνον 300.000 δραχμές. Με τέτοια επιχειρηματολογία καθίσταται προφανές το ψεύδος του εκκαλούντος και η εμπλοκή του στις διερευνώμενες αξιόποινες πράξεις. Απολογούμενος στη συνέχεια ο ανωτέρω κατηγ/νος ενώπιον της Ανακρίτριας του 2ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτ/κείου Αθηνών, αναιρεί εκ νέου την τελευταία απολογία του και επανέρχεται με μία νέα, βελτιωμένη εκδοχή. Διατείνεται ότι αληθής υπαίτιος είναι ο Γ2, θύμα του οποίου έπεσε ο ίδιος, όπως συμπτωματικά είχε πέσει θύμα του Β2 και ο συγκ/νός του Χβ. Σύμφωνα λοιπόν με τα ισχνά αυτά επιχειρήματα του εκκαλούντος, δεν έθεσε αυτός τα στοιχεία του Γ2, εν αγνοία του επί του σώματος της επιταγής. Αυτό το πρόσωπο του σύστησε τον "Χα"που του έδωσε την επίδικη επιταγή συμπληρωμένη ως προς όλα τα στοιχεία της, χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος την προέλευση της επιταγής και την πλαστότητά της και ότι φιλάνθρωπα φερόμενος ανέλαβε αρχικά το βάρος της ευθύνης, για την πλαστή επιταγή, αν και ένοχος είναι ο Γ2. Πέραν αυτών ο Ε1, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "Μύλοι Σόγιας Α.Ε.", στις 22-7-1999 έλαβε από τον εκκαλούντα Χ1 μία επιταγή σε εξόφληση οφειλής ύψους 1.850.000 δραχμών, από αγορά εμπορευμάτων. Η επιταγή αυτή έφερε αριθμό ....., ως τόπο έκδοσης την 22-10-1999 με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα μία υπογραφή ως δήθεν προερχόμενη από τον Ψ1, το εκτύπωμα της σφραγίδας της επιχείρησής του, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας την οποία εκπροσωπεί ο κατηγ/νος-εκκαλών με την επωνυμία ".......Ε.Π.Ε.". Στις 22-10-1999 ο κομιστής εμφάνισε την ως άνω επιταγή στην πληρώτρια Τράπεζα (υποκ/μα Βουκουρεστίου), αλλά ειδοποιήθηκε ότι η επιταγή αυτή είναι πλαστή. Με το από ...... έγγραφό του προς την κομίστρια εταιρία ο Ψ1 γνωστοποίησε στον Ε1 ότι ουδέποτε είχε συναλλαγή με την λήπτρια εταιρία που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος κατέβαλε στις 10-11-1999 και στις 22-11-1999 ποσά 300.000 δρχ και 200.000 δρχ. αντίστοιχα και κατά το χρονικό διάστημα από 15-2-2000 έως 31-10-2000 ποσό 130.000 δρχ., σε τραπεζικό λογ/σμό της κομίστριας εταιρίας, επιχειρώντας να δείξει καλοπιστία και να αποσείσει τις ευθύνες του. Απολογούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας διατείνεται ότι έπεσε και αυτός θύμα απάτης, ότι πήρε στα χέρια του πλαστή επιταγή, χωρίς να το γνωρίζει από άγνωστο άνδρα που του παρουσιάστηκε ως Ψ1 στα γραφεία της επιχείρησής του. Δεν μπορεί όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός να αντικρούσει το εύλογο αντεπιχείρημα πως είναι δυνατόν ένας επιχειρηματίας με πείρα στις συναλλαγές να δεχθεί σε εξόφληση οφειλής ύψους 1.850.000 δρχ, να λάβει ισόποση επιταγή από άγνωστο σε αυτόν άνδρα, με τον οποίο δεν είχε προγενέστερη συναλλαγή, χωρίς να κάνει την απλή κίνηση να επικοινωνήσει πρώτα με την πληρώτρια Τράπεζα, ώστε να ελέγξει τη γνησιότητα της επιταγής και την φερεγγυότητα του εκδότη αυτής. Στα πλαίσια της προαναφερόμενης κακουργηματικής δραστηριότητάς τους οι εγκαλούμενοι και ήδη εκκαλούντες δηλαδή στο να πλαστογραφούν επιταγές και να τις κυκλοφορούν περαιτέρω χωριστά ο καθένας, για να μην συσχετίζονται μεταξύ τους και να τις μεταβιβάζουν σε ανυποψίαστους τρίτους κατάρτισαν κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 1999 και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, κατόπιν συναπόφασης την με αριθμό .... επιταγή, φερομένη ως εκδοθείσα στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας την 1-10-1999, από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου, ποσού 590.000 δρχ., με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με χρέωση του υπ' αριθμ. .... λογ/σμού, στην οποία έθεσαν στη θέση του εκδότη υπογραφή κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του εγκαλούντα και σφραγίδα της επιχείρησης του. Στη συνέχεια δε, κατά τον ίδιο μήνα, ο Χδ παρέδωσε την επιταγή αυτή στον Ζ1 προς εξόφληση οφειλής του προς αυτόν. Ο τελευταίος την παρέδωσε στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "....."σε μερική εξόφληση χρέους του προς αυτόν από τη μεταξύ τους σύμβαση πρακτορείας. Η κομίστρια της επιταγής εταιρία την εμφάνισε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά η επιταγή δεν πληρώθηκε λόγω της πλαστότητάς της. Τέλος στις 21-7-1999 κατάρτισαν κατόπιν συναπόφασης την υπ' αριθμ. ..... επιταγή φερομένη ως εκδοθείσα στο Αγρίνιο στις 27-12-1999 από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου, ποσού 1.980.000 δρχ, φερομένη ως εκδοθείσα στο Αγρίνιο στις 27-12-1999 από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου, με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με χρέωση του υπ' αριθμ....... λογ/σμού, έθεσαν στη θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του ανωτέρω Ψ1 και σφραγίδα της επιχείρησής του και στη θέση δεύτερου οπισθογράφου τη φερόμενη υπογραφή αγνώστου με στοιχεία "Η1". Στη συνέχεια δε στις 21-7-1999 η Χγ οπισθογράφησε την πλαστή επιταγή και την παρέδωσε στο Θ1 προς εξόφληση των μισθωμάτων που του όφειλε από 1-1-1996 έως 21-7-1999 από τη μεταξύ τους σύμβαση μίσθωσης. Ο τελευταίος δε ως νόμιμος κομιστής της επιταγής την εμφάνισε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα αλλά δεν πληρώθηκε λόγω της πλαστότητάς της. Τέλος με τις αναφερόμενες ανωτέρω πλαστές επιταγές οι εκκαλούντες παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους τελευταίους κομιστές εκάστης επιταγής, ότι αυτές έχουν εκδοθεί από τον Ψ1, στο Θέρμο Αιτ/νίας, με χρέωση του υπ' αριθμ. ....... λογ/σμού του, τηρουμένου στην Τράπεζα Θέρμου και ότι πρόκειται να εξοφληθούν και να ικανοποιηθούν οι αντίστοιχες αξιώσεις των ανωτέρω κομιστών. Ενώ πάντα τα ανωτέρω ήσαν ψευδή, διότι οι επιταγές αυτές ήταν εξυπαρχής πλαστές καθόσον ουδέποτε η παραπάνω τράπεζα είχε εκδώσει στέλεχος επιταγών με τέτοια αρίθμηση, ούτε ο φερόμενος ως εκδότης είχε θέσει την υπογραφή του στις εν λόγω επιταγές, ούτε μπορούσαν αυτές να εξοφληθούν και να ικανοποιηθούν οι αντίστοιχες αξιώσεις των ανωτέρω κομιστών, οι οποίοι για το σκοπό αυτό τις δέχθηκαν στην κατοχή τους, γεγονός που γνώριζαν οι κατηγ/νοι. Με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους τελευταίους κομιστές των επιταγών να τις δεχθούν προς εξόφληση των ισόποσων αξιώσεών τους γνωρίζοντας εξ αρχής ότι οι εν λόγω επιταγές ήταν πλαστές, και δεν θα πληρώνονταν, όπως και πράγματι δεν πληρώθηκαν, με ισόποση ζημία άλλων προσώπων, οι οποίοι είχαν αντίστοιχες με τα ποσά κάθε επιταγής αξιώσεις που συνολικά υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Μετά δε από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, ως και εκείνη του εκκαλέσαντος συγκατηγορουμένου του, και επεκύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα. Όμως, με αυτά που εδέχθη το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, δεν διευκρινίζει πώς ο αναιρεσείων εγνώριζε τις ως άνω ενέργειες των συγκατηγορουμένων του και πώς συναπεφάσισε μετ' αυτών την κατάρτιση του συνόλου των ανωτέρω πλαστών επιταγών και την παραπλάνηση του συνόλου των ως άνω παθόντων. Έτσι, δεν διευκρινίζεται και αν ο αναιρεσείων έχει τελέσει επανειλημμένως τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης. Επίσης, στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθεται αν ο αναιρεσείων είχε διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων προς πορισμό εισοδήματος, ούτε αν προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Δηλαδή δεν εκτίθεται αν συντρέχουν στο πρόσωπο αυτού τα στοιχεία της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των ανωτέρω αξιοποιών πράξεων, τα οποία προσδίδουν σ' αυτές κακουργηματική μορφή, κατ' άρθρ. 216§3 και 386§3 ΠΚ, με αποτέλεσμα να παραμένη αδιευκρίνιστη η προαναφερομένη παραδοχή, περί "κακουργηματικής δραστηριότητος"και του αναιρεσείοντος. Αλλά με τις ως άνω ελλείψεις και ασάφειες το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως, αφού, συνεπεία αυτών καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και, επομένως, είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484§1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ. Όμως, η αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι προβάλλεται αορίστως, δηλαδή χωρίς να εκτίθεται εις τι συνίσταται αυτή (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/906). Επίσης, οι αιτιάσεις περί δεδικασμένου και υπερβάσεως εξουσίας είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, αφού από τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν προκύπτουν οι πλημμέλειες αυτές. Κατ' ακολουθία, το προσβαλλόμενο βούλευμα πρέπει να αναιρεθή, ως προς τον αναιρεσείοντα, και να παραπεμφθή η υπόθεση, ως προς αυτόν, προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485§1 και 519 ΚΠΔ. Τέλος το αίτημα του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθή κατ' ουσίαν, διότι οι περιλαμβανόμενες στο αναιρετήριο αιτιάσεις δεν έχουν ανάγκη προφορικών διευκρινίσεων.
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να αναιρεθή το υπ' αριθμ. 2229/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1. Να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Να απορριφθή το αίτημα του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου.
Αθήναι 20 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νoθεύει έγγραφο, ΅ε σκοπό να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του άλλον σχετικά ΅ε γεγονός που ΅πορεί να έχει έννο΅ες συνέπειες, τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικει΅ενικώς ΅εν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το ε΅φανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκει΅ενικώς δε δόλος που περιλα΅βάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγ΅ατικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του πλαστoύ ή νοθευ΅ένου εγγράφου άλλον για γεγονός που ΅πορεί να έχει έννο΅ες συνέπειες, δηλαδή δη΅ιουργία, ΅εταβίβαση ή κατάργηση δικαιώ΅ατος που πρoστατεύεται από το νό΅ο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τι΅ωρείται ΅ε κάθειρξη ΅έχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζη΅ία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχ΅ών (ήδη 73.000 ευρώ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β)η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ)βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α)....β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Μεταξύ των άνω εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα από το άλλο, έστω και αν ο δράστης της πλαστογραφίας χρησιμοποιεί τα πλαστά έγγραφα για να πείσει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δεδομένου ότι καθένα από τα εγκλήματα αυτά είναι αυτοτελές, αφού, η αντικειμενική υπόσταση αυτών συγκροτείται από διαφορετικά περιστατικά και η μία πράξη δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο η επιβαρυντική περίσταση της άλλης. Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/96, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Το παραπεμπτικό βούλευμα για να έχει την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 13 στοιχ. στ' εδ. α του ΠΚ, πρέπει να διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την έννοια της κατ' επάγγελμα τέλεσης και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στον κανόνα που εφάρμοσε και δεν αρκεί η κατά λέξη επανάληψη της διατύπωσης του κειμένου του νόμου. Τέλος, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο οι περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με το όρο από κοινού, αντικειμενικώς νοείται σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος με την έννοια ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του αυτού εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του Π.Κ πρέπει στην απόφαση ή το βούλευμα να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά επί τη βάσει των οποίων το δικαστήριο ή το συμβούλιο δέχεται ότι στην τέλεση του εγκλήματος συμμετείχε ο δράστης ως συναυτουργός. II- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά, τα οποία έχουν, κατά τα ουσιώδη μέρη τους, ως εξής: "... Ο Δ1, διαχειριστής της εταιρίας με την επωνυμία "..... Ltd" και έδρα επί της οδού ....., στην περιοχή του ..... - Αττικής, έδωσε εντολή στον υπάλληλο της εταιρίας του Δ2 να παραλάβει από τον πωλητή και συνεργάτη τους Χβ, έναντι αλληλόχρεου λογ/σμού, που υπήρχε μεταξύ τους από σχετική εμπορική δραστηριότητα, μία επιταγή. Το αξιόγραφο αυτό που έφερε αριθμό ...., ως ημερομηνία έκδοσης την 15-1-2000, ως τόπο έκδοσης το Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας, το ποσό των 2.560.000 δραχμών, αριθμητικώς και ολογράφως, φερόταν ως εκδοθέν από τον εγκαλούντα Ψ1, σε διαταγή του ιδίου, επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (υπ/μα Θέρμου Αιτ/νίας), με χρέωση του υπ' αριθ. ..... λογαριασμού και έφερε το εκτύπωμα της σφραγίδας της ατομικής επιχείρησης του Ψ1. Όταν ο Δ1 πήρε στα χέρια του από τον υπάλληλό του την ως άνω επιταγή, αφού είχε οπισθογραφηθεί διαδοχικά από τον Χβ και τον Δ2, την εμφάνισε προς πληρωμή το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999 στο υπ/μα της Εθνικής Τράπεζας στην Παλλήνη. Αφού ελέγχθηκε η επιταγή διά του μηχανογραφικού συστήματος, ο κομιστής αυτής Δ1 ειδοποιήθηκε ότι προέκυψε πλαστότητα του αξιογράφου αυτού και του επεστράφη απλήρωτο. Με τη σειρά του αυτός την επέστρεφε στον Χβ, που τακτοποίησε τελικώς με μετρητά την οφειλή προς την εταιρία. Απολογούμενος προανακριτικά ο Χβ στις 23-6-2000, ισχυρίσθηκε ...... Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου αποδεικνύονται αναληθείς, καθώς ανατρέπονται από όσα κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες. Το κίνητρο του όμως αυτό δεν ήταν αθώο, καθώς με την κίνηση του αυτή επιχείρησε να απεμπλακεί από την πολύ σοβαρή κατηγορία της συμμετοχής του σε κακουργηματική δραστηριότητα, ενός κύκλου προσώπων, που αφού πλαστογραφούσαν επιταγές, τις κυκλοφορούσαν περαιτέρω χωριστά ο καθένας για να μην συσχετίζονται μεταξύ τους και τις μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστους τρίτους δρώντας φαινομενικά ανεξάρτητα. Ακολούθως αρχές Σεπτεμβρίου 1999 ο εκκαλών Χ2 προκειμένου να εξοφλήσει χρηματική οφειλή του προς τον Γ1 προερχόμενη από σύμβαση δανείου, του παρέδωσε μία επιταγή αφού την οπισθογράφησε. Η επιταγή αυτή έφερε αριθμό ......, ως τόπο έκδοσης το Θέρμο Αιτ/νίας, ως ημερομηνία έκδοσης την 5-10-99, την υπογραφή του φερομένου ως εκδότη Ψ1, σε διαταγή Γ2, το ποσό των 3.241.000 δρχ., αριθμητικώς και ολογράφως, ως πληρώτρια Τράπεζα με χρέωση του υπ' αριθμ. ....... λογ/σμού του φερομένου ως εκδότη, καθώς επίσης το εκτύπωμα της σφραγίδας της επιχείρησης αυτού. Ο κομιστής κατέθεσε την επιταγή για είσπραξη στην Τράπεζα ΑΒΝ ΑΜRΟ, όμως κατόπιν ελέγχου τον ενημέρωσαν ότι ήταν πλαστή. Ο Γ1, όπως προανακριτικά κατέθεσε στις 21-9-2000, αναζήτησε τον Χ2, για να λάβει κάποιες εξηγήσεις, όμως ο τελευταίος εξαφανίσθηκε χωρίς να αποπληρώσει το ως άνω χρέος του. .... Πέραν αυτών ο Ε1, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "Μύλοι Σόγιας Α.Ε.", στις 22-7-1999 έλαβε από τον εκκαλούντα Χ1 μία επιταγή σε εξόφληση οφειλής ύψους 1.850.000 δραχμών, από αγορά εμπορευμάτων. Η επιταγή αυτή έφερε αριθμό ...., ως τόπο έκδοσης την 22-10-1999 με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα μία υπογραφή ως δήθεν προερχόμενη από τον Ψ1, το εκτύπωμα της σφραγίδας της επιχείρησής του, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας την οποία εκπροσωπεί ο κατηγ/νος-εκκαλών με την επωνυμία "........ Ε.Π.Ε.". Στις 22-10-1999 ο κομιστής εμφάνισε την ως άνω επιταγή στην πληρώτρια Τράπεζα (υποκ/μα Βουκουρεστίου), αλλά ειδοποιήθηκε ότι η επιταγή αυτή είναι πλαστή. Με το από.....έγγραφό του προς την κομίστρια εταιρία ο Ψ1γνωστοποίησε στον Ε1 ότι ουδέποτε είχε συναλλαγή με την λήπτρια εταιρία που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος κατέβαλε στις 10-11-1999 και στις 22-11-1999 ποσά 300.000 δρχ και 200.000 δρχ. αντίστοιχα και κατά το χρονικό διάστημα από 15-2-2000 έως 31-10-2000 ποσό 130.000 δρχ., σε τραπεζικό λογ/σμό της κομίστριας εταιρίας, επιχειρώντας να δείξει καλοπιστία και να αποσείσει τις ευθύνες του. Απολογούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας διατείνεται ότι έπεσε και αυτός θύμα απάτης, ότι πήρε στα χέρια του πλαστή επιταγή, χωρίς να το γνωρίζει από άγνωστο άνδρα που του παρουσιάστηκε ως Ψ1 στα γραφεία της επιχείρησής του. Δεν μπορεί όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός να αντικρούσει το εύλογο αντεπιχείρημα πως είναι δυνατόν ένας επιχειρηματίας με πείρα στις συναλλαγές να δεχθεί σε εξόφληση οφειλής ύψους 1.850.000 δρχ, να λάβει ισόποση επιταγή από άγνωστο σε αυτόν άνδρα, με τον οποίο δεν είχε προγενέστερη συναλλαγή, χωρίς να κάνει την απλή κίνηση να επικοινωνήσει πρώτα με την πληρώτρια Τράπεζα, ώστε να ελέγξει τη γνησιότητα της επιταγής και την φερεγγυότητα του εκδότη αυτής. Στα πλαίσια της προαναφερόμενης κακουργηματικής δραστηριότητάς τους οι εγκαλούμενοι και ήδη εκκαλούντες δηλαδή στο να πλαστογραφούν επιταγές και να τις κυκλοφορούν περαιτέρω χωριστά ο καθένας, για να μην συσχετίζονται μεταξύ τους και να τις μεταβιβάζουν σε ανυποψίαστους τρίτους κατάρτισαν κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 1999 και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, κατόπιν συναπόφασης την με αριθμό ...... επιταγή, φερομένη ως εκδοθείσα στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας την 1-10-1999, από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου, ποσού 590.000 δρχ., με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με χρέωση του υπ' αριθμ. ...... λογ/μού, στην οποία έθεσαν στη θέση του εκδότη υπογραφή κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του εγκαλούντα και σφραγίδα της επιχείρησης του. Στη συνέχεια δε, κατά τον ίδιο μήνα, ο Χδ παρέδωσε την επιταγή αυτή στον Ζ1 προς εξόφληση οφειλής του προς αυτόν. Ο τελευταίος την παρέδωσε στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "....." σε μερική εξόφληση χρέους του προς αυτόν από τη μεταξύ τους σύμβαση πρακτορείας. Η κομίστρια της επιταγής εταιρία την εμφάνισε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά η επιταγή δεν πληρώθηκε λόγω της πλαστότητάς της. Τέλος στις 21-7-1999, κατάρτισαν κατόπιν συναπόφασης την υπ' αριθμ. .... επιταγή φερομένη ως εκδοθείσα στο Αγρίνιο στις 27-12-1999 από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου, ποσού 1.980.000 δρχ, φερομένη ως εκδοθείσα στο Αγρίνιο στις 27-12-1999 από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου, με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με χρέωση του υπ' αριθμ. ...... λογ/σμού, έθεσαν στη θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του ανωτέρω Ψ1 και σφραγίδα της επιχείρησης του και στη θέση δεύτερου οπισθογράφου τη φερόμενη υπογραφή αγνώστου με στοιχεία "Η1. Στη συνέχεια δε στις 21-7-1999 η Χγ οπισθογράφησε την πλαστή επιταγή και την παρέδωσε στο Θ1 προς εξόφληση των μισθωμάτων που του όφειλε από 1-1-1996 έως 21-7-1999 από τη μεταξύ τους σύμβαση μίσθωσης. Ο τελευταίος δε ως νόμιμος κομιστής της επιταγής την εμφάνισε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα αλλά δεν πληρώθηκε λόγω της πλαστότητάς της.
Τέλος με τις αναφερόμενες ανωτέρω πλαστές επιταγές οι εκκαλούντες παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους τελευταίους κομιστές εκάστης επιταγής, ότι αυτές έχουν εκδοθεί από τον Ψ1, στο Θέρμο Αιτ/νίας, με χρέωση τουυπ' αριθμ. .......λογ/σμού του, τηρουμένου στην Τράπεζα Θέρμου και ότι πρόκειται να εξοφληθούν και να ικανοποιηθούν οι αντίστοιχες αξιώσεις των ανωτέρω κομιστών. Ενώ πάντα τα ανωτέρω ήσαν ψευδή, διότι οι επιταγές αυτές ήταν εξυπαρχής πλαστές καθόσον ουδέποτε η παραπάνω τράπεζα είχε εκδώσει στέλεχος επιταγών με τέτοια αρίθμηση, ούτε ο φερόμενος ως εκδότης είχε θέσει την υπογραφή του στις εν λόγω επιταγές, ούτε μπορούσαν αυτές να εξοφληθούν και να ικανοποιηθούν οι αντίστοιχες αξιώσεις των ανωτέρω κομιστών, οι οποίοι για το σκοπό αυτό τις δέχθηκαν στην κατοχή τους, γεγονός που γνώριζαν οι κατηγ/νοι. Με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους τελευταίους κομιστές των επιταγών να τις δεχθούν προς εξόφληση των ισόποσων αξιώσεών τους γνωρίζοντας εξ αρχής ότι οι εν λόγω επιταγές ήταν πλαστές, και δεν θα πληρώνονταν, όπως και πράγματι δεν πληρώθηκαν, με ισόποση ζημία άλλων προσώπων, οι οποίοι είχαν αντίστοιχες με τα ποσά κάθε επιταγής αξιώσεις που συνολικά υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, ως και εκείνη του εκκαλέσαντος συγκατηγορουμένου του, και επεκύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα. Όμως, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο βούλευμά τους την από το Σύνταγμα και το νόμο απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ελλειπής και ασαφής με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45, 216 και 386 του Π.Κ. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι τόσον ο αναιρεσείων όσον και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα, που ανήκουν σε τελείως διαφορετικό επαγγελματικό χώρο, μετεβίβασαν της επιταγές που αυτοί φέρονται ότι πλαστογράφησαν για την εξόφληση οφειλών τους σε επίσης μη επαγγελματικώς συνδεόμενα πρόσωπα, δεν διευκρινίζει πως περιήλθαν στην κατοχή τους τα φύλλα των επιταγών τα οποία στη συνέχεια πλαστογράφησαν, κατά ποίον τρόπο ο αναιρεσείων γνώριζε τις ενέργειες των συγκατηγορουμένων του και υπό ποίες περιστάσεις συναποφάσισε την μαζί με αυτούς κατάρτιση του συνόλου των πλαστών επιταγών και την από κοινού με αυτούς αθέμιτη παραπλάνηση του συνόλου των παθόντων. Περαιτέρω, ενώ αρχικώς δέχεται ότι οι πλαστές επιταγές φέρονται ότι είχαν εκδοθεί από τον Ψ1 σε διαταγή του ιδίου και ήσαν πληρωτέες από την Εθνική Τράπεζα και από συγκεκριμένο λογαριασμό του εκδότη, δεν πληρώθηκαν δε επειδή ήσαν πλαστές, στη συνέχεια αντιφατικά διαλαμβάνει ότι η παραπάνω Τράπεζα δεν είχε εκδώσει για τον Ψ1 στέλεχος επιταγών με τέτοια αρίθμηση. Τέλος, ελλειπής είναι η αιτιολογία του βουλεύματος για την από τον αναιρεσείοντα τέλεση των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, στοιχεία τα οποία προσδίδουν στις άνω πράξεις κακουργηματικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις που οδήγησαν το Συμβούλιο στο αποδεικτικό συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων επενειλημμένα έχει τελέσει τα παραπάνω εγκλήματα ή από τα οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη αυτών, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η έλλειψη νομίμου βάσεως και ειδικής αιτιολογίας, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, αναιρεθεί δε το προσβαλλόμενο βούλευμα και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση το ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 2.229/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που εξέδωσε το βούλευμα, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ