Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2080 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο, Ανωτέρα βία.




Περίληψη:
Απορριπτική απόφαση εφέσεως ως εκπρόθεσμης, κληθέντος του κατηγορουμένου νόμιμα με θυροκόλληση. Αβάσιμος ο Α΄ λόγος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς το εκπρόθεσμο της εφέσεως, καθόσον αναφέρονται στο αιτιολογικό ο χρόνος επιδόσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, το αποδεικτικό επιδόσεως και ο χρόνος ασκήσεως της εφέσεως. Ο ισχυρισμός ότι έλαβε γνώση αργότερα και είναι εμπρόθεσμη η έφεση, γιατί το θυροκολληθέν αντίγραφο της αποφάσεως χάθηκε, δεν συνιστά ανωτέρα βία. Αβάσιμος ο Β΄ λόγος αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, εκ του ότι το δικαστήριο αντί να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προχώρησε στην εξέταση της εφέσεως και απέρριψε αυτήν ως εκπρόθεσμη, διότι το δικαστήριο ορθά δεν απέρριψε την έφεση, ως ανυποστήρικτη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά δίκασε τον κατηγορούμενο - εκκαλούντα ωσάν να ήταν παρών, θεώρησαν ορθά ότι ο ορισμός της νέας μετ' αναβολή ρητής δικασίμου που είχε ανακοινωθεί στον ενεργήσαντα ως άγγελο αυτού και ζητήσαντα την αναβολή δικηγόρο του, επέχει κατ' άρθρο 349 παρ.2 ΚΠΔ θέση κλητεύσεως του κατηγορουμένου. Δεν είναι άκυρη η επίδοση της ερήμην καταδικαστικής απόφασης πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με θυροκόλληση αποσπάσματος και όχι πλήρους αντιγράφου αυτής στον κατηγορούμενο (ΑΠ 243/2008, 1363/2006) -.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2080/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Ιωαννίδου - Κουδρόγλου, περί αναιρέσεως της 2863/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1023/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο τον αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρων 501 παρ. 1 και 4 ΚΠοινΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 3160/2003, ορίζεται, "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών". Ορίζει δε η παρ. 2 του άρθρου 340, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 13 του ν. 3346/2005 ότι "Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του ... Στην περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν". Κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ορίζεται ότι, "Αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση του άρθρου 340 παρ.2, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329-338, 340, 344, 347, 348, 349, 352, 357-363, 366-373".
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση εφέσεως, ο εκκαλών - κατηγορούμενος εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, που τον εκπροσωπεί, κατ'άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠοινΔ, κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, μετά την έναρξη της συζητήσεως, απεχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 ΚΠοινΔ, αλλά οφείλει να την ερευνήσει κατ' ουσίαν. Το αυτό ισχύει, για την ομοιότητα της περιπτώσεως και όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός που τον εκπροσωπεί, εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, κατόπιν σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε και στη μετ' αναβολή δικάσιμο αυτός δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της εφέσεως, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά, η απόφαση του Εφετείου είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, για υπέρβαση εξουσίας (Ολ. ΑΠ 3/2006). Η άποψη αυτή συνάδει και με τη σκέψη που διατυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχ.ΚΠοινΔ για την αιτιολόγηση της ρύθμισης του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠοινΔ, σύμφωνα με την οποία, εκείνος ο οποίος αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται για να υποστηρίξει την έφεσή του παραιτείται σιωπηρά από αυτήν, αναγνωρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπό την έννοια, ότι δεν είναι νοητό η μετ' αναβολή μη εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εμφανισθεί και υποστηρίξει την έφεσή του σε προγενέστερη συζήτησή της, να θεωρείται ως σιωπηρή παραίτησή του από την έφεσή του και αναγνώριση της αποφάσεως που προσέβαλε.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 349 παρ. 1 εδ. α' ΚΠοινΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, κατά δε το εδάφιο γ' της αυτής παραγράφου η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο εκτός αν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην απόφαση, δεν το επιτρέπουν. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, εάν το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα σχετικού λόγου της αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την 9361/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε για παράβαση Υγειονομικής Διάταξης και του άρθρου 178 του ΠΚ, σε συνολική ποινή φυλακίσεως 4 μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την 335/17-2-2003 έφεσή του, κατά την εκδίκαση της οποίας ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στις 25-4-2007, εκπροσωπήθηκε, προς υποστήριξη της εφέσεώς του, δια του παραστάντος πληρεξουσίου δικηγόρου του Αθανασίου Κουκάκη, πλην, λόγω αποχής των δικηγόρων, αναβλήθηκε η υπόθεση σε νέα ρητή δικάσιμο για τις 28-9-2007, ότε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Αντώνιος Κουδρόγλου και ενεργώντας ως άγγελος αυτού, ζήτησε αναβολή, λόγω σημαντικού αιτίου, που αφορούσε το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο, ακολούθως, δέχθηκε το αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου και ανέβαλε κατ'άρθρο 349 παρ.2 ΚΠοινΔ, την εκδίκαση της υποθέσεως και όρισε νέα ρητή δικάσιμο για την 22-2-2008. Κατά την ανωτέρω, μετ' αναβολή δικάσιμο, δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο και έτσι, με την προσβαλλόμενη 2863/2008, απόφασή του, το δικαστήριο, ορθά κατά τα παραπάνω, δεν απέρριψε την έφεση, ως ανυποστήρικτη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αλλά δίκασε τον κατηγορούμενο - εκκαλούντα ωσάν να ήταν παρών, δεχθέν ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο δια εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, κατ'άρθρο 340 παρ.2 ΚΠοινΔ, προς υποστήριξη της εφέσεώς του, ο δε μετ'αναβολή ορισμός της νέας ως παραπάνω ρητής δικασίμου που ανακοινώθηκε στον αιτήσαντα την αναβολή και ενεργήσαντα ως άγγελο δικηγόρο αυτού, επέχει, κατ' άρθρο 349 παρ.2 του ΚΠοινΔ θέση κλητεύσεώς του.
Άρα, το κατ'έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με το να θεωρήσει, ότι με την εμφάνιση του εκπροσωπήσαντος τον εκκαλούντα κατηγορούμενο δικηγόρου, κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ'έφεση δίκης, προς υποστήριξη της εφέσεώς του, κατά την άνω αρχική δικάσιμο της 25-4-2007, είχε αρχίσει η συζήτηση της εφέσεως, η αναβολή δε έγινε μετά ταύτα, για σημαντικά αίτια στο πρόσωπό του συνηγόρου του, λόγω αποχής των δικηγόρων, κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε από τον συνήγορό του για την επόμενη δικάσιμο της 28-9-2007, και περαιτέρω, με το να κρίνει ωσεί παρόντα τον αναιρεσείοντα κατά την ανωτέρω μετ' αναβολή, κατόπιν αιτήματός του κατηγορουμένου, υποβληθέν δια αγγέλου δικηγόρου, δοθείσα στις 28-9-2007, νέα δικάσιμο της 22-2-2008 και να προχωρήσει στην εκδίκαση της εφέσεως και την απόρριψη αυτής ως εκπρόθεσμης και να μην απορρίψει την έφεση αυτή ως ανυποστήρικτη, δεν υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, ούτε παραβίασε τις διατάξεις που αφορούν την εμφάνιση και την παράσταση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.
Συνεπώς, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η και Α του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είναι δέκα ημέρες, εκτός αν η διαμονή του είναι άγνωστη, οπότε είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ίδιου Κώδικα. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ., όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το 38 του ν. 3160/2003, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη αιτιολογίας, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, πρέπει, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, να διαλαμβάνει το χρόνο της επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ. ΑΠ 4/1995 και 6,7/1994). Εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, τότε μόνο συγχωρείται, όταν, στην κατά το άρθρο 474 ΚΠοινΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά, αλλιώς το ένδικο μέσο απορρίπτεται, ως απαράδεκτο (βλ. Ολ. ΑΠ 5/1995).
Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 1 εδ. α' και β' του ΚΠοινΔ, οι οποίες δεν ορίζουν, αν η απαγγελία της αποφάσεως και η επίδοσή της πρέπει να αφορούν το πλήρες περιεχόμενό της, δεν προκύπτει ότι για την κίνηση της προθεσμίας της εφέσεως απαιτείται αναγκαίως να επιδοθεί στον απόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως κατηγορούμενο πλήρες αντίγραφο αυτής. Διότι, πρόδηλος σκοπός της επιδόσεως είναι να γνωστοποιηθεί σ' αυτόν το αποτέλεσμα της δίκης, ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του. Επομένως, αναπληρώνει αυτή (επίδοση) την κατά την απαγγελία της αποφάσεως ελλείπουσα παρουσία του, η δε απαγγελία της αποφάσεως στο ακροατήριο περιορίζεται στο διατακτικό και στο διάδικο απόκειται, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να λάβει ακολούθως γνώση ή και αντίγραφο του σκεπτικού και της όλης αποφάσεως. Η ερμηνευτική εκδοχή, ότι για την εγκυρότητα της επιδόσεως της αποφάσεως απαιτούνται περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ανακοινώνονται προφορικώς στο ακροατήριο κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως, δεν δικαιολογείται, διότι ο απών διάδικος δεν μπορεί να έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον παρόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως. Για τον διάδικο που ήταν παρών κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως, ο νόμος δεν εξαρτά την έναρξη, ούτε τη λήξη της προθεσμίας της εφέσεως, από την καθαρογράφηση της αποφάσεως και από την εκ μέρους του γνώση ολοκλήρου του περιεχομένου της, κατά το συνήθως δε συμβαίνον, αυτή (απόφαση) ολοκληρώνεται μετά τη λήξη της προθεσμίας της εφέσεως, με συνέπεια να ασκείται η έφεση πριν από αυτήν. Η ρύθμιση αυτή σαφώς υποδηλώνει την εκτίμηση του νομοθέτη, ότι τα ανωτέρω στοιχεία αρκούν για την ελεύθερη και ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος του καταδικασθέντος να προσβάλει με έφεση την καταδικαστική απόφαση, χωρίς καμιά δικονομική βλάβη του, δεδομένου ότι, αφενός οι λόγοι εφέσεως δεν αναφέρονται περιοριστικώς στα άρθρα 474 παρ. 2 και 498 εδ. α' του ΚΠοινΔ, με συνέπεια, να μπορεί να προταθεί ως παραδεκτός λόγος εφέσεως και μόνη η αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων χωρίς ανάλυση του αποδεικτικού υλικού και αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, εάν εμφανιστεί ο εκκαλών κατηγορούμενος στη δευτεροβάθμια δίκη, να είναι παραδεκτή η έφεση, να επανέρχεται η υπόθεση για κατ' ουσία έρευνα στο προ της εκδόσεως της αποφάσεως στάδιο, υπό την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προβάλει όλους τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς του και γενικώς να ασκήσει όλα τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, που θα μπορούσε να ασκήσει και στην πρωτοβάθμια δίκη. Η αντίληψη αυτή του νομοθέτη εκφράζεται και με τη ρητή διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 663/1977, η οποία ορίζει ότι "όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ' αυτόν που καταδικάστηκε, αντί γι' αυτήν μπορεί να επιδοθεί έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου που περιέχει τον αριθμό της απόφασης, της διάταξης που παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του εγγράφου έχει τις συνέπειες της επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης". Από τη διάταξη αυτή και τη γενικότητα της διατυπώσεώς της, προκύπτει ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της οι επιβαλλόμενες από το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β' ΚΠοινΔ επιδόσεις και, γι' αυτό, μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της εφέσεως και μόνη η επίδοση του εγγράφου της γραμματείας του δικαστηρίου ή αποσπάσματος της αποφάσεως που περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, ήτοι τον αριθμό της αποφάσεως, τη διάταξη που παρέβη ο κατηγορούμενος, η οποία μπορεί να αναφέρεται, είτε αριθμητικώς, είτε και με τον προσδιοριστικό του εγκλήματος χαρακτηρισμό και την ποινή που του επιβλήθηκε, αφού και με την επίδοση αυτή εξυπηρετούνται πλήρως τα δικονομικά δικαιώματα του καταδικασθέντος κατηγορουμένου. Επομένως, η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν προσκρούει ούτε σε συνταγματική, ούτε σε άλλη διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε στις θεσπιζόμενες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχές της δίκαιης δίκης, αφού ο κατηγορούμενος δεν εμποδίζεται να έχει πρόσβαση στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών για την προετοιμασία και την άσκηση της εφέσεως και για την εν γένει υπεράσπισή του (Ολ. ΑΠ 3 και 4/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τη σχετική 335/26-1-2004 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου των προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο εκκαλών, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, προέβαλε ότι "έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως την 21-1-2004, ότε και οχλήθη προς εκτέλεσή της, αφού αυτή του επιδόθηκε δια θυροκολλήσεως στην οικία του την 29-12-2003 και προφανώς το θυροκολληθέν αντίγραφο της αποφάσεως χάθηκε" και περαιτέρω ότι είναι άκυρη η επίδοση γιατί " του επιδόθηκε απλό απόσπασμα και όχι πλήρες αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως".
Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ'έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, την άνω έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 9361/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο εκκαλών είχε καταδικασθεί ερήμην, σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για παράβαση Υγειονομικής Διατάξεως και του άρθρου 178 του ΠΚ, με την ακόλουθη αιτιολογία: Επειδή όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμ. 11637/28-9-2007 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως ίου Δικαστηρίου αυτού που αναγνώσθηκαν δημόσια και που είναι στη δικογραφία, ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε κατά το νόμιμο και προσήκοντα τρόπο και έπρεπε να παρουσιασθεί σήμερα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και να υποστηρίξει την έφεση που έκανε κατά της υπ' αριθμ. 9361/17-2-2003 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Επειδή κατά το άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περί από την επίδοση της απόφασης. Προϋπόθεση της εκπρόθεσμης ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα την κατηγορούμενο είναι η έγκυρη επίδοση αυτής στον τελευταίο, γιατί διαφορετικά, δηλαδή αν η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η παραπάνω προθεσμία, που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπρόθεσμα, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο η μη της έφεσης. Αφετηρία της προθεσμίας έφεσης μπορεί να αποτελέσει και η επίδοση αποσπάσματος της απόφασης. Η τοποθέτηση αυτή δεν προσκρούει ούτε σε συνταγματική, ούτε σε άλλη διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε στις θεσπιζόμενες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχές της δίκαιης δίκης, αφού ο κατηγορούμενος δεν εμποδίζεται στην πρόσβαση στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών, για την προετοιμασία και την άσκηση της έφεσης και για την εν γένει υπεράσπιση του (Ολ.ΑΠ 3/2002, Ολ.ΑΠ 4/2002 Ποιν. Δικ. 2002,359 και 361, ΑΠ 493/2005 Ποιν. Λόγος 2005/450, ΑΠ 763/2005 Ποιν. Λόγος 2005/677). Εξάλλου κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το Δικαστήριο κηρύσσει αυτό απαράδεκτο. Ωστόσο κατά τη γενική αρχή του δικαίου-κατά την οποία, κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, όταν ο δικαιούμενος από λόγους ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, δεν μπόρεσε να ασκήσει αυτό εμπρόθεσμα. Στην ειδική αυτή περίπτωση, ο ασκών εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει κατά την έννοια του άρθρου 474 παρ.2 ΚΠΔ, να διαλάβει στη σχετική αίτηση τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεστεί τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία πιστοποιείται η συνδρομή του λόγου του εκπροθέσμου (ΑΠ 411/2003 Ποιν.Δικ. 2003/1081, ΑΠ 795/1997 Ποιν.Χρ. 1998/245, ΑΠ 588/1997 Ποιν. Χρ. 1998/540, ΑΠ 1497/1996 Ποιν.Χρ. 1997/1496).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία (έγγραφα που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας, αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος με την υπ' αριθμ. 9361/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε, ενώ ήταν απών ωσεί παρών - ένοχος για παράβαση Υγειονομικής Διάταξης και για παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή (αρθ. 5, 6, παρ.1,55 της αριθμ. Α1β/8577/83 Υγειον. Διάταξης σε συνδ. με αρθ. 1 του ΑΝ 2520/1940 και αρθ. 11 παρ. 5β και 10 Ν. 2307/95 και αρθ. 178 ΠΚ), σε συνολική ποινή 4 μηνών. Η παραπάνω καταδικαστική εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 29-12-2003, όπως προκύπτει από το από 29.12.2003 αποδεικτικό επίδοσης απόφασης κατηγορουμένου γνωστής διαμονής, του αστυφύλακα ..., νόμιμα, με θυροκόλληση (αρθ. 155 παρ.2 ΚΠΔ), αφού όπως μνημονεύεται στο εν λόγω αποδεικτικό επίδοσης, δεν βρέθηκε ο κατηγορούμενος στην κατοικία του, ούτε άλλο πρόσωπο από αυτά που μνημονεύονται στο άρθρο 155 παρ.2 ΚΠΔ, η δε θυροκόλληση έγινε παρουσία του μάρτυρα ..., που υπογράφει το αποδεικτικό (αρθ. 161 παρ.1 ΚΠΔ). Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 26.1.2004, δηλαδή μετά την προθεσμία των 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης που τάσσει η διάταξη του άρθρου 473 ΚΠΔ, ο δε εκκαλών στο σχετικό εφετήριο χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητα της επίδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης, ισχυρίζεται αορίστως ότι έλαβε γνώση αυτής την 21.1.2004 γιατί "προφανώς" το θυροκολληθέν αντίγραφο της απόφασης χάθηκε, ισχυρισμός που δεν εμπίπτει στην έννοια της ανώτερης βίας, ενώ περαιτέρω προβάλλει τον νομικά αβάσιμο κατά τη μείζονα σκέψη της παρούσας λόγο, ότι του επιδόθηκε απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης και όχι πλήρες αντίγραφο και δεν άρχισε η προθεσμία των ενδίκων μέσων Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο της κρινόμενης έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη".
Ενόψει των προεκτεθέντων, και σύμφωνα με αυτά που δέχθηκε παραπάνω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 2863/2008 απόφασή του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη για την απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραθέτει το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως (26-1-2004) και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η με θυροκόλληση νόμιμη κατ' άρθρο 155 παρ.2 του ΚΠοινΔ επίδοση στις 29-12-2003, ήτοι ότι η επίδοση σε αυτόν της ερήμην πρωτόδικης αποφάσεως ήταν έγκυρη καθόλα αυτής τα στοιχεία, ο δε προβαλλόμενος, με την έκθεση εφέσεως για τη δικαιολόγηση του εκπροθέσμου της ασκηθείσας εφέσεως, λόγος, ότι δηλαδή ο εκκαλών έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, μόλις στις 21-1-2004, γιατί το θυροκολληθέν αντίγραφο προφανώς χάθηκε, ανεξαρτήτως του ότι τούτο δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, συνεπεία των οποίων ο εκκαλών παρακωλύθηκε να ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση ούτε συνιστά λόγο ή ενέχει επίκληση λόγου ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα, δεν είχε προβληθεί και παραδεκτά με την έκθεση εφέσεως, καθόσον σ' αυτήν δεν γίνεται από τον εκκαλούντα επίκληση των προς απόδειξη του λόγου αυτού αποδεικτικών μέσων.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος συναφώς και συμπεριλαμβανόμενος στους λόγους εφέσεως και στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, (β' σκέλος), όπως εκτιμάται, λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης για υπέρβαση εξουσίας, για το ότι το κατ'έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, παρά την ακυρότητα της επιδόσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, λόγω επιδόσεως στον αναιρεσείοντα αποσπάσματος αυτής και όχι πλήρους αντιγράφου της, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, την έφεση που αυτός είχε ασκήσει κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, αντί να προχωρήσει στην κατ' ουσία εκδίκαση της υποθέσεως, πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 27/14-4-2008 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 2863/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή