Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Αρπαγή ανηλίκου.
Περίληψη:
Αρπαγή ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του. Στοιχεία του εγκλήματος. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για απόπειρα του εγκλήματος αυτού της κατηγορουμένης, η οποία πήρε το ηλικίας ενός έτους τέκνο των παθόντων από το καροτσάκι του και επιχείρησε να απομακρυνθεί, ώστε να το αφαιρέσει από την εξουσία των γονέων του. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 771/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 128/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου. Το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.7.2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1155/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 376/11.11.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 20-7-2009 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κατά του υπ'αριθμ. 128/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη η έφεση της αναιρεσειούσης κατά του υπ'αριθμ. 14/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σύρου και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτή παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, διά να δικασθή δι' απόπειρα αρπαγής ανηλίκου νεωτέρου των δέκα τεσσάρων ετών. Προβάλλει δε αυτή, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Επειδή, εκ των διατάξεων του άρθρου 324 παρ. 1, 2 ΠΚ προκύπτει, ότι το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου διαπράττει όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να μεριμνήση για το πρόσωπό του ή όποιος υποστηρίζει την εκουσία διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία των ανωτέρω προσώπων. Αν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εκτός αν η πράξη ετελέσθη από ανιόντα, οπότε ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση.
Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να υπάρχη βεβαιότης ότι το συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε το σύνολο τούτων και όχι μόνο μερικά από αυτά, το δε γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη τα άλλα (ΑΠ 1946/2005, ΑΠ 685/2004). Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 23/2007). Περαιτέρω, η ως άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους οι οποίοι τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητος προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής (ΑΠ 1800/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ, στο ... και συγκεκριμένα στο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος ..., την 15-6-2003, έχοντας αποφασίσει να αφαιρέσει το μόλις 1 έτους ανήλικο τέκνο του Ρ και της Σ από την γονική μέριμνα και επιμέλεια των γονέων του, πλησίασε το καροτσάκι που βρισκόταν το βρέφος και αφού το πήρε με γρήγορες κινήσεις επιχείρησε να απομακρυνθεί από το σημείο, όπου βρισκόταν η οικογένεια, χωρίς όμως να επιτύχει τον σκοπό της, ο οποίος δεν ολοκληρώθηκε από εξωτερικά και μόνο αίτια που ανάγονται στο γεγονός ότι η μητέρα του τέκνου επενέβη αυθόρμητα, αποσπώντας το τέκνο της από την κατηγορουμένη, ενώ ταυτόχρονα ο πατέρας του φώναζε δυνατά και έντονα προς την κατηγορουμένη αναγκάζοντάς την να αποχωρήσει. Περαιτέρω ο μετ' επιτάσεως προβαλλόμενος ισχυρισμός, ότι η κατηγορουμένη κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος αυτού, είχε κλονισμό της ψυχικής της υγείας και έντονες ψυχικές διαταραχές, τυγχάνει ανυπόστατος, ανακριβής, αναπόδεικτος, διότι μόνο η μάρτυς Π στην κατάθεσή της λέγει ότι θεώρησε ότι η κατηγορουμένη διακατείχετο από έντονες ψυχικές διαταραχές, επειδή έβλεπε την κατηγορουμένη να κάνει βόλτες γύρω από την οικογένεια καταλαμβάνοντας θέσεις στα πέριξ καταστήματα. Ως όμως προκύπτει και συνάγεται σαφώς, η κατηγορουμένη με επίδειξη αποφασιστικότητος, θάρρους, γνωρίζοντας και θέλοντας να τελέσει οπωσδήποτε το έγκλημα αρπαγής ανηλίκου εν αποπείρα, αντιλαμβανόμενη πλήρως το άδικο της πράξης της, και τις κολάσιμες ποινικές συνέπειες που θα είχε τυχόν η τέλεση του εγκλήματος αυτού, με επίδειξη μιας έκδηλης αντικοινωνικής συμπεριφοράς, έχοντας ανάλογη πνευματική-διανοητική διαύγεια, κινήθηκε κανονικά προς το καροτσάκι όπου ήτο το βρέφος, και αδίστακτα πήρε το βρέφος και κινήθηκε γοργά προς την έξοδο, θέλοντας έτσι να στερήσει πάση θυσία το βρέφος από την γονική μέριμνα-επιμέλειά του και να κλονίσει την οικογενειακή ευταξία και ομόνοια από τους γονείς του, και μάλιστα είχε το θάρρος να χαστουκίσει και την μητέρα του βρέφους Σ, η οποία απελπισμένη έσπευσε να αναλάβει το βρέφος, ενώ δεν ολοκλήρωσε το αδίκημά της, ευτυχώς λόγω των παρατεταμένων κραυγών του πατρός του βρέφους, προς αποτροπή πλήρωσης του εγκλήματός της. Επομένως δεν συντρέχει, ως υποστηρίχτηκε η εφαρμογή των άρθρων 34 και 36 ΠΚ, στο πρόσωπο της κατηγορουμένης, η δε πράξη είναι καταλογιστέα και άδικη.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής της αναιρεσειούσης κατηγορουμένης, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη και, αφού απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση αυτής κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, επεκύρωσε τούτο.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ως άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Ειδικότερα, το Συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί δε ο κατ' είδος προσδιορισμός τους και δεν απητείτο ειδική μνεία της επικαλουμένης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αφού ουδόλως προκύπτει, εκ της επισκοπήσεως των εγγράφων της δικογραφίας, ότι αυτή διετάχθη κατ' άρθρ. 183 ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 2131/2007). Περαιτέρω, ειδικώς αιτιολογείται και η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού, περί ελλείψεως ή μειώσεως της προς καταλογισμό ικανότητος της αναιρεσειούσης (άρθρ. 34 και 36 ΠΚ). Εξ άλλου, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, με τις ως άνω παραδοχές του, ορθώς εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 324 και 42 ΠΚ. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, οι εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ οι αιτιάσεις, διά των οποίων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτες. Επίσης, απαράδεκτη είναι και η περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αιτίαση, αφού προεβλήθη αορίστως, χωρίς να προσδιορίζεται εις τί συνίσταται αυτή (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906).
Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Εις περίπτωση δε που εκτιμηθή ότι η υπό κρίση αίτηση περιλαμβάνει και αίτημα αυτοπροσώπου εμφανίσεως της αναιρεσειούσης ενώπιόν σας, προς παροχή διευκρινήσεων, τούτο πρέπει να απορριφθή, διότι αυτή επαρκώς αναπτύσσει, διά της εκθέσεως αναιρέσεως, τις σχετικές αναιρετικές αιτιάσεις και δεν συντρέχει λόγος προφορικής αναπτύξεως αυτών.
Για τους λόγους αυτούς
-Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να απορριφθή η από 20-7-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ), κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 128/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου.
Να καταδικασθή η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Να απορριφθή το διά της ανωτέρω αιτήσεως αίτημα αυτής, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της προς παροχή διευκρινήσεων.
Αθήναι 30 Οκτωβρίου 2009 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 324 του ΠΚ, οι οποίες ορίζουν ότι όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπό του ή όποιος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία των παραπάνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση και αν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, συνάγεται ότι η αρπαγή ανηλίκου, που είναι έγκλημα διαρκές και υπαλλακτικώς μικτό, συντελείται και με την εκ μέρους τρίτων αφαίρεση του ανηλίκου ή την υποστήριξη της εκούσιας διαφυγής αυτού από την εξουσία των γονέων, των επιτρόπων ή οποιουδήποτε δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπό του, είτε και με τους δύο αυτούς τρόπους. Ως αφαίρεση νοείται η απομάκρυνση του ανηλίκου από τον τόπο της διαμονής του σε άλλον, κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτός που δικαιούται ν' ασκεί την επιμέλειά του, σύμφωνα με το νόμο ή με δικαστική απόφαση, να στερείται διαρκώς ή προσκαίρως της δυνατότητας ανατροφής και επιβλέψεώς του. Οποιαδήποτε θετική ενέργεια ή παράλειψη με άμεσο στόχο την παρακώλυση ή το ανέφικτο της ελεύθερης ασκήσεως του δικαιώματος επιμελείας και ανατροφής του ανηλίκου εκ μέρους του κατά νόμον δικαιουμένου, συνιστά τρόπο τελέσεως του αδικήματος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος (και ενδεχόμενος δόλος αρκεί), που συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι ο ανήλικος τελεί υπό γονική μέριμνα, επιμέλεια ή σε σχέση τέτοια που βάσει αυτής άλλο πρόσωπο δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπό του, και την θέληση του δράστη να τον αφαιρέσει από αυτήν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη. Ως αρχή εκτελέσεως θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελεί τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που έχει αποφασίσει να τελέσει και που οδηγεί κατ' ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτήν σε άμεση και αναγκαία σχέση συναφείας, ώστε, κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται τμήμα αυτής, προς την οποία θα κατέληγε αμέσως, αν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, δηλαδή στην αφαίρεση του ανηλίκου από την εξουσία των προαναφερθέντων προσώπων. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν, τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε, στην διάταξη που εφαρμόστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 128/2009 βούλευμά του και με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται τα εξής: "Η κατηγορουμένη Χ, υπήκοος ..., ετέλεσε το έγκλημα απόπειρας αρπαγής ανηλίκου, μη συμπληρώσαντος τα 14 έτη, στο ..., την 15.6.2003. Έτσι, στον ως άνω τόπο και χρόνο, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το κακούργημα αρπαγής ανηλίκου κάτω των 14 ετών, ενεργώντας από πρόθεση, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του ως άνω εγκλήματος, πλην όμως η πράξη της αυτή δεν ολοκληρώθηκε από αίτια εξωτερικά και λόγους άσχετους με τη θέλησή της, και συγκεκριμένα στο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος ..., έχοντας αποφασίσει να αφαιρέσει το μόλις ενός έτους ανήλικο τέκνο του Ρ και της Σ από την γονική μέριμνα και επιμέλεια των γονέων του, πλησίασε το καροτσάκι που βρισκόταν το βρέφος και, αφού το πήρε με γρήγορες κινήσεις, επιχείρησε να απομακρυνθεί από το σημείο όπου βρισκόταν η οικογένεια, χωρίς όμως να επιτύχει τον σκοπό της, ο οποίος δεν ολοκληρώθηκε από εξωτερικά και μόνον αίτια, που ανάγονται στο γεγονός ότι η μητέρα του τέκνου επενέβη αυθόρμητα, αποσπώντας το τέκνο της από την κατηγορουμένη, ενώ ταυτόχρονα ο πατέρας του φώναζε δυνατά και έντονα προς την κατηγορουμένη, αναγκάζοντάς την να αποχωρήσει. Περαιτέρω, ο μετ' επιτάσεως προβαλλόμενος ισχυρισμός, ότι η κατηγορουμένη κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος αυτού, είχε κλονισμό της ψυχικής της υγείας και έντονες ψυχικές διαταραχές, αξιολογούμενος στα πλαίσια της αρχής της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ), τυγχάνει ανυπόστατος, ανακριβής, αναπόδεικτος, διότι μόνον η μάρτυς Π στην κατάθεσή της λέγει ότι θεώρησε ότι η κατηγορουμένη διακατείχετο από έντονες ψυχικές διαταραχές, επειδή έβλεπε την κατηγορουμένη να κάνει βόλτες γύρω από την οικογένεια, καταλαμβάνοντας θέσεις στα πέριξ καταστήματα. Ως όμως προκύπτει και συνάγεται σαφώς, η κατηγορουμένη, με επίδειξη αποφασιστικότητας, θάρρους, γνωρίζοντας και θέλοντας να τελέσει οπωσδήποτε το έγκλημα αρπαγής ανηλίκου εν αποπείρα, αντιλαμβανομένη πλήρως το άδικο της πράξης της και τις κολάσιμες ποινικές συνέπειες που θα είχε τυχόν η τέλεση του εγκλήματος αυτού, με επίδειξη μιας έκδηλης αντικοινωνικής συμπεριφοράς, έχοντας ανάλογη πνευματική - διανοητική διαύγεια, κινήθηκε κανονικά προς το καροτσάκι, όπου ήτο το βρέφος, και αδίστακτα πήρε το βρέφος και κινήθηκε γοργά προς την έξοδο, θέλοντας έτσι να στερήσει πάση θυσία το βρέφος από τη γονική μέριμνα - επιμέλειά του και να κλονίσει την οικογενειακή ευταξία και ομόνοια από τους γονείς του, και μάλιστα είχε το θάρρος να χαστουκίσει και την μητέρα του βρέφους Σ, η οποία απελπισμένη έσπευσε να αναλάβει το βρέφος, ενώ δεν ολοκλήρωσε το έγκλημά της λόγω των παρατεταμένων κραυγών του πατρός του βρέφους, προς αποτροπή πλήρωσης του εγκλήματός της. Επομένως, δεν συντρέχει, ως υποστηρίχθηκε, η εφαρμογή των άρθρων 34 και 36 ΠΚ, στο πρόσωπο της κατηγορουμένης. Έτσι, κατόπιν τούτου, δύναται να στηριχθεί δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου, σε βάρος της κατηγορουμένης ...". Μετά από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά του υπ' αριθ. 14/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σύρου και επικύρωσε αυτό.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής της κατηγορουμένης για το αποδιδόμενο σ' αυτήν έγκλημα της απόπειρας αρπαγής ανηλίκου που δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα τέσσερα χρόνια του, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στο βούλευμα: α) η απόφαση της κατηγορουμένης να αφαιρέσει το ανήλικο τέκνο από την εξουσία των γονέων του, β) οι ενέργειες της κατηγορουμένης για την υλοποίηση της απόφασης αυτής, οι οποίες αποτελούν αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκου και συνίστανται στο ότι πλησίασε το καροτσάκι όπου βρισκόταν το ανήλικο, το πήρε και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την έξοδο του καταστήματος, γ) η γνώση της ότι το ανήλικο τελούσε υπό γονική μέριμνα, πράγμα που προκύπτει από την παραδοχή ότι η κατηγορουμένη έκανε προηγουμένως βόλτες γύρω από την οικογένεια, αναμένοντας προφανώς την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την αρπαγή, δ) η πρόθεση της κατηγορουμένης να αφαιρέσει το ανήλικο από τους γονείς του και ε) η μη ολοκλήρωση της αρπαγής από εξωτερικά εμπόδια, τα οποία συνίστανται αφενός στο ότι η μητέρα του ανηλίκου έσπευσε και απέσπασε αυτό από την κατηγορουμένη και αφετέρου στο ότι ο πατέρας του φώναζε συνεχώς για την επιχειρούμενη αφαίρεση. Περαιτέρω, προκύπτει α) ότι το Συμβούλιο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη, μεταξύ των άλλων εγγράφων, και τις προσκομισθείσες από την κατηγορουμένη ιατρικές γνωματεύσεις και ιατρικές πραγματογνωμοσύνες και β) ότι το Συμβούλιο εξέτασε και απέρριψε με ειδική αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης περί συνδρομής στο πρόσωπό της της ελλείψεως καταλογισμού, αλλιώς του μειωμένου καταλογισμού (άρθρα 34 και 36 του ΑΚ) και έτσι είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις της, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις της αφορούν σε εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και γι' αυτό είναι απαράδεκτες, αφού δεν ελέγχεται αναιρετικά η ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης, είναι αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, αφού, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα, το Συμβούλιο υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 και 324 του ΠΚ. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.7.2009 αίτηση της Χ, για αναίρεση του υπ' αριθ. 128/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ