Αριθμός 248/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Ιωάννη Χαμηλοθώρη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1 Ι. χας ’. Φ., 2Μ. Φ. του ’., 3Ι. Φ. του ’. και 4 Β. Φ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Ιωάννη Δεληκωστόπουλο και Γεώργιο Κοπακάκη.
Της αναιρεσιβλήτου: της ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία "ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΑΕ", και υπό τον δ.τ. "UNITED TEXTILES S.A", η οποία αποτελεί συνέχεια της υπό την προηγούμενη επωνυμία "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε", που εδρεύει στην
και η οποία ευρίσκεται σε κατάσταση πτωχεύσεως, εκπροσωπούμενη νόμιμα από την σύνδικο της πτωχεύσεως, Ελένη Χρονοπούλου, δικηγόρο Αθηνών, κάτοικο Αθηνών, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11 Αυγούστου 2005 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18905/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1848/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21 Ιουλίου 2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης, ανέγνωσε την από 11 Μαρτίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, η αυτοπροσώπως παραστάσα αναιρεσίβλητος την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ που αφορά το παραδεκτό της προβολής όλων των αναιρετικών λόγων από το άρθρο 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεώς του, ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Eξάλλου, για να είναι παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος αφορά τη δημόσια τάξη, πρέπει να αποδεικνύεται από τα έγγραφα της δίκης, ότι οι πραγματικές προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται επίκληση της υποβολής αυτής ή να προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 428/2007, ΑΠ 1253/2007, ΑΠ 285/1987, ΑΠ 604/1987). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1526 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 27 ν. 2447/1996, το οποίο εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου συνάψεως της ένδικης δικαιοπραξίας, οι γονείς δεν μπορούν χωρίς την άδεια του δικαστηρίου να επιχειρήσουν στο όνομα του τέκνου τις πράξεις που απαγορεύονται και στον επίτροπο ανηλίκου χωρίς άδεια του δικαστηρίου. Η άδεια του δικαστηρίου δίνεται αν υπάρχει αναπόφευκτη ανάγκη ή προφανής ωφέλεια. Οι πράξεις δε τις οποίες δεν μπορούν να επιχειρήσουν οι γονείς χωρίς άδεια του Δικαστηρίου απαριθμούνται ρητά με την παραπομπή στις διατάξεις των άρθρων 1647 και 1648 ΑΚ, και ήδη, μετά τις τροποποιήσεις του ν. 2447/1996, του άρθρου 1624 και 1625 ΑΚ, μεταξύ των οποίων (πράξεων) περιλαμβάνεται η εγγύηση ή η αποδοχή από επαχθή αιτία ξένου χρέους.
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι οι ένδικες από 1-6-1996 συμβάσεις εγγυήσεως, μεταξύ της αναιρεσίβλητης, υπό την αρχική της επωνυμία, και της δικαιοπαρόχου της αφενός, και της ήδη τέταρτης αναιρεσείουσας αφετέρου, για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε ο πατέρας της, ήταν έγκυρες και ως προς αυτήν, παρότι αυτές ήταν άκυρες, διότι η τέταρτη αναιρεσείουσα ήταν ανήλικη και δεν είχε εφοδιαστεί ο πατέρας της που την αντιπροσώπευε, την απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 1526 του ΑΚ άδεια του δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες στο αναιρετήριο, δεν είχαν προτείνει σχετικό ισχυρισμό στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε υποβλήθηκαν σ` αυτό οι πραγματικές προϋποθέσεις του εν λόγω ισχυρισμού, ιδία δε η ανηλικότητα της τέταρτης αναιρεσείουσας κατά το χρόνο κατάρτιση των ενδίκων συμβάσεων εγγυήσεως και η χωρίς απόφαση του δικαστηρίου, που να επιτρέπει αυτό, κατάρτισή τους, αλλά ούτε και προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι εν λόγω προϋποθέσεις. Για τους ίδιους λόγους, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, με το οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε τις άνω από 1-6-1996 συμβάσεις, με το να δεχθεί ότι εγκύρως και η τέταρτη αναιρεσείουσα εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης, την εις ολόκληρον καταβολή του καταλοίπου των αλληλόχρεων λογαριασμών που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας, και της δικαιοπαρόχου αυτής εταιρίας με την επωνυμία "Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία Α.Ε." αφενός και της εταιρίας "Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ", αφετέρου, ενώ με σχετικό όρο των συμβάσεων οι γονείς της υποσχέθηκαν να προβούν εντός του τρέχοντος πενταμήνου και το αργότερο μέχρι τέλος του έτους, στις απαιτούμενες ενέργειες για την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που να επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης και προσημειώσεως υποθήκης επί του ιδανικού μεριδίου του ακινήτου της ανήλικης θυγατέρας τους Β. Φ. (τέταρτης αναιρείουσας), η οποία τυγχάνει συγκύριος εξ αδιαιρέτου, με τους λοιπούς συμβαλλόμενους, του ακινήτου αυτού, γεγονός που καθιστούσε άκυρη την σύμβαση εγγυήσεως ως προς την τελευταία. Ειδικότερα οι αναιρεσείοντες, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για παραμόρφωση των άνω συμβάσεων εγγυήσεως κατά το μέρος που κρίθηκαν αυτές έγκυρες ως προς την τέταρτη αναιρεσείουσα, παρά τα αναφερόμενα στις συμβάσεις αυτές ότι η τελευταία ήταν ανήλικη και οι γονείς της δεν είχαν την σχετική άδεια του δικαστηρίου κατά το χρόνο κατάρτισή τους, χωρίς όμως, κατά τα προεκτεθέντα, να έχει προταθεί σχετικός ισχυρισμός ακυρότητας των εν λόγω συμβάσεων κατά τούτο στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε να έχουν υποβληθεί σ' αυτό οι πραγματικές προϋποθέσεις του εν λόγω ισχυρισμού. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού που θα γίνεται καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει (ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 1226/1982).
Συνεπώς, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβληθέντων μία διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή το από την αντιπαραβολή των κονδυλίων των πιστοχρεώσεων προκύπτον υπόλοιπο (ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 1795/2007). Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, και συνεπώς δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δύο μέρη. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκειά του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκαμε αποστολές (ΑΠ 1524/1991 ΕλΔ 34,313). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς τον δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι συμβάσεως αναγνωρίσεως του καταλοίπου. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται, σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 1472/2004). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλεια τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών που υπόκειται στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 249 του ΑΚ εικοσαετή παραγραφή και όχι στην πενταετή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 1 του ΑΚ στην οποία υπόκεινται όχι όλες οι αξιώσεις μεταξύ εμπόρων αλλά εκείνες μόνο που έχουν ως περιεχόμενο την καταβολή τιμήματος για χορηγηθέντα εμπορεύματα ή την καταβολή ανταλλάγματος για την εκτέλεση εργασιών, και την επιμέλεια αλλότριων υποθέσεων (ΑΠ 910/2010, ΑΠ 715/2009). Επίσης στην ίδια γενική παραγραφή υπόκειται και η αξίωση του δικαιούχου του καταλοίπου έναντι του εγγυηθέντος υπέρ του πρωτοφειλέτη. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 Α.Κ., σε συνδυασμό προς τις προαναφερόμενες τοιαύτες προκύπτει, ότι ο εγγυητής απαιτήσεως του δανειστή, για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη, του καταλοίπου, που θα προέλθει από την λειτουργία συμβάσεως πιστώσεως εξ ανοικτού λογαριασμού, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυήσεως, μέχρι του ποσού, για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη, δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως, του ποσού της αρχικής συμβάσεως, ή και των προσθέτων, στην συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτή την εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της συμβάσεως (ΑΠ 1173/2001). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.19 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π. 1/1999, 28/1997, 12/1995). Το κατά νόμο δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως, έστω και με συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν συνιστούν δε ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (Ολ.Α.Π. 661/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: <<Η αρχικά ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Κλωστήρια Ναούσης ΑΕ, η οποία μετονομάστηκε σε Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ΑΕ σύμφωνα με την με αριθμ. Κ2-608/19-1-2007 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης [ΦΕΚ 545/23-1-2007], απορρόφησε την ανήκουσα στον ίδιο όμιλο εταιριών ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία ΑΕ [Όμιλος Εταιριών Κλωνατέξ ΑΕ] της οποίας η ενάγουσα ως καθολική πλέον διάδοχος υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από αυτήν ως απορροφούσα εταιρία, αφού από τις διατάξεις των άρθρων 68, 69, 75 παρ. 1 περ. α' και 80 παρ. 1 του ν. 2190/1920, που προστέθηκαν με το π.δ/γμα 498/31-12-1987 για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της από 9-10-1978 τρίτης Κοινοτικής Οδηγίας με αριθ. 78/855/ΕΟΚ για το εταιρικό δίκαιο, συνάγεται ότι, στην περίπτωση της συγχώνευσης ανώνυμων εταιριών που πραγματοποιείται είτε με την απορρόφηση είτε με τη σύσταση νέας εταιρίας, από την ολοκλήρωση της συγχώνευσης, η οποία και ως προς τις δύο μορφές της επισυμβαίνει με την καταχώρηση της, κατ' άρθρο 74 παρ.1 του παραπάνω νόμου, εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών [Μ.Α.Ε.], επέρχεται υποκατάσταση της νέας ή της απορροφώσας εταιρίας σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιριών που για την συγχώνευσή τους συνιστούν την νέα ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με κληρονομική διαδοχή [ΟλΑΠ 12/1999]. Η ενάγουσα εταιρία, η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την παραγωγή νημάτων, από ετών είχε εμπορική συνεργασία με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ [μη διάδικο στην παρούσα δίκη], με την αγορά από την τελευταία νημάτων τα οποία στη συνέχεια τα πωλούσε σε τρίτους, αφού τα μεταποιούσε σε ύφασμα. Για την εξυπηρέτηση των μεταξύ τους συναλλαγών καταρτίστηκε, ανάμεσά τους η από 1-6-1996 σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά την έννοια των αναφερόμενων στην αρχή της παρούσας διατάξεων, αφού με αυτή συμφωνήθηκε να καταχωρούνται οι μεταξύ τους δοσοληψίες από τις ως άνω πωλήσεις εμπορευμάτων με τον τύπο των πιστοχρεωτικών κονδυλίων, ώστε το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού να αποτελεί τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση. Ειδικότερα, με την από 1-6-1996 σύμβαση κατάρτισαν μεταξύ τους, μια κύρια σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, σύμφωνα με την οποία η εταιρία με την επωνυμία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ θα αγόραζε τα προϊόντα της ενάγουσας και για εξυπηρέτηση της κύριας αυτής σύμβασης, μια παρεπόμενη σύμβαση πίστωσης δι' ανοικτού [αλληλόχρεου] λογαριασμού σύμφωνα με την οποία η ενάγουσα εταιρία χορηγεί στην εταιρία με την επωνυμία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, η οποία στη σύμβαση ονομάζεται ''αγοράστρια-πιστούχος'', πίστωση με ανοικτό λογαριασμό για ποσό μέχρι 270.000.000 δραχμές, ανά ημερολογιακή πενταμηνία, στον οποίο θα περιλαμβάνονταν και θα καταχωρούνταν χρεοπιστωμένες οι εκάστοτε χρηματικές αξίες των αμοιβαίων διαδοχικών εναλλασσόμενων παροχών και αντιπαροχών των συμβαλλόμενων [όρος 3ος]. Η πιστούχος θα μπορούσε να προμηθεύεται, ανά πενταμηνία, από την ενάγουσα νήματα αξίας μέχρι του παραπάνω ποσού με πίστωση και να καλύπτει τα ποσά των εκάστοτε τιμολογίων με μετρητά και με συναλλαγματικές αποδοχής ή [μεταχρονολογημένες] επιταγές έκδοσης της πιστούχου για ολόκληρο το ποσό της πίστωσης [όροι 3ος, 4ος, 5ος]. Ρητά συμφωνήθηκε ότι από τη στιγμή κατά την οποία οποιοδήποτε ποσό χρεωθεί στον ανοικτό λογαριασμό, αυτό θα χάνει την αυτοτέλειά του και θα καθίσταται κονδύλιο του λογαριασμού αυτού [όρος 7ος], ενώ η ενάγουσα θα προβαίνει, κατά ημερολογιακό πεντάμηνο, στο περιοδικό κλείσιμο του ανοικτού λογαριασμού και θα κοινοποιεί στην πιστούχο αντίγραφο της καρτέλας κίνησής του με telex ώστε να ελέγχει και εκείνη την κανονική ροή και την ακρίβεια των, χρεοπιστώσεων των κονδυλίων που έγιναν στο μεταξύ χρονικό διάστημα. Στην πιο πάνω περίπτωση αν η πιστούχος δεν αντιλέξει και δεν απευθύνει εγγράφως με telex παρατηρήσεις προς την ενάγουσα αναφορικά με την κίνηση του λογαριασμού, το αργότερο εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση του αντιγράφου της καρτέλας κίνησης, ο λογαριασμός θα θεωρείται ακριβής και το χρεωστικό κατάλοιπό του θα αποτελεί έκτοτε την αναγνωρισθείσα μέχρι τότε εκ μέρους της πιστούχου υποχρέωση και οφειλή προς την ενάγουσα [όροι 8ος, 9ος]. Το ίδιο συμφωνήθηκε να ισχύσει και στην περίπτωση του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, οπότε, αν η πιστούχος δεν αντέλεγε εγγράφως εντός δέκα ημερών, για την ακρίβεια των χρεοπιστώσεων της καρτέλας κίνησης του λογαριασμού η οποία θα της κοινοποιούνταν με δικαστικό επιμελητή, τότε θα θεωρείτο ότι αναγνωρίζει το χρεωστικό κατάλοιπο του λογαριασμού το οποίο αποτελεί την οριστική και πραγματική οφειλή της προς την ενάγουσα [όροι 10ος, 11ος, 12ος]. Την εκπλήρωση των όρων της παραπάνω σύμβασης και την ολοσχερή και εμπρόθεσμη πληρωμή κάθε χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού εγγυήθηκαν εις ολόκληρον οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη [για λογαριασμό της ο πατέρας της ’.] των εναγόμενων. Για εξασφάλιση δε κάθε μελλοντικής απαίτησης της ενάγουσας από την σύμβαση συναίνεσαν στην εγγραφή προσημειώσεων σε διάφορα ακίνητά τους [oρoι 18ος,19ος] [βλ. τις με αριθμ.15687/1996,15688/1996, 1662/1997 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης], εισερχόμενοι έτσι εκουσίως σε ένα πεδίο προσωπικής ευθύνης για αλλότρια χρέη, απορριπτομένου του ισχυρισμού τους, τον οποίο επαναφέρουν με τον τρίτο λόγο έφεσης, για ανυπαρξία σύμβασης εγγύησης. Οι εναγόμενοι αυτοί εγγυήθηκαν εις ολόκληρον και την τήρηση και εκπλήρωση των όρων της από 1-6-1996 σύμβασης την οποία υπέγραψε η παραπάνω εταιρία με την επωνυμία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ με την εταιρία με την επωνυμία "Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία Α.Ε.", της οποίας η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, ως καθολική πλέον διάδοχός της, λόγω απορρόφησής της, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Με βάση τα παραπάνω, δεν πρόκειται για απλή καταχώρηση των αξιών των εμπορευμάτων που πωλούσε η ενάγουσα, αλλά και η δικαιοπάροχός της [Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία ΑΕ], στην εταιρία με την επωνυμία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ και των μετρητών ή επιταγών σε λογιστική κατάσταση, που τηρούσε η πρώτη, αλλά υπάρχει συμφωνία περί υπαγωγής των εκατέρωθεν απαιτήσεών τους σε κοινό λογαριασμό, αφού τα ουσιώδη στοιχεία του αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, συνάγονται από τη ρύθμιση των εκατέρωθεν υποχρεώσεών τους. Συνακόλουθα, οι ισχυρισμοί των εναγομένων ότι η μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων εμπορική συνεργασία βασιζόταν σε διαδοχικές συμβάσεις πώλησης με πίστωση του τιμήματος στις οποίες πιστώτρια ήταν πάντοτε η ενάγουσα και οφειλέτης η εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, οι δε αξιώσεις από τις πωλήσεις εγγράφονταν σε έναν δοσοληπτικό λογαριασμό και δεν έχαναν την αυτοτέλειά τους, καθώς και ότι οι συμβάσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να έχουν χαρακτήρα αλληλόχρεου λογαριασμού, επειδή δήθεν δεν ήταν δυνατή η εναλλαγή των συμβαλλομένων στις θέσεις του πιστωτή και του οφειλέτη κρίνονται απορριπτέοι, αφού από τις συμβάσεις, με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, προκύπτει με σαφήνεια η βούληση των συμβαλλομένων να προβούν στην κατάρτιση αλληλόχρεων λογαριασμών και όχι στην τήρηση απλώς δοσοληπτικών λογαριασμών, όπου θα καταχωρούνται τα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να χάνουν την αυτοτέλειά τους, ενώ ήταν δυνατή και η εναλλαγή των συμβαλλομένων στις θέσεις του πιστωτή και του οφειλέτη αφού από τους όρους των συμβάσεων, δεν αποκλείονταν να καταστεί πιστώτρια και η εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, δίδοντας στην ενάγουσα μεταχρονολογημένες επιταγές ως προκαταβολή αγοράς εμπορευμάτων. Έτσι υπήρχε η αμφίπλευρη δυνατότητα τουλάχιστον αποστολών [και από τα δύο δηλαδή μέρη], είναι δε αδιάφορο, αν μετά τη σύναψη των αλληλόχρεων λογαριασμών που συμφωνήθηκε η υπαγωγή σε αυτούς των μεταξύ των μερών απαιτήσεων, πραγματικά έγιναν, κατά τη διάρκειά τους, αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν το ένα, μόνο, από τα μέρη αυτά, διενήργησε τέτοιες αποστολές, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι με τις παραπάνω συμβάσεις βούληση των συμβαλλομένων ήταν να προβούν στην κατάρτιση αλληλόχρεων λογαριασμών, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός των εναγομένων, ο οποίος προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρεται, ως εμπεριεχόμενος στον δεύτερο λόγο έφεσης περί παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας καθόσον έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρ. 250 αρ. 1 του ΑΚ, πλην όμως η αξίωση αυτής εκ του καταλοίπου υπόκειται στην προβλεπόμενη από το αρ. 249 του ΑΚ εικοσαετή παραγραφή και όχι στην πενταετή όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, τόσο έναντι του πρωτοφειλέτη όσο και έναντι των εγγυθέντων υπέρ του πρωτοφειλέτη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, η δεύτερη εναγομένη και η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία Ντέμο ΑΒΕΕ [μη διάδικος στην παρούσα δίκη] υπέγραψαν το από 4-6-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο αναγνώρισαν ότι το μέχρι τότε κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού με την μεν ενάγουσα ανερχόταν στο ποσό των 262.809.335 δραχμών, ενώ με την εταιρεία Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία ΑΕ, στο ποσό των 22.770.280 δραχμών, όπως η όλη κίνηση εμφαίνεται και στην από 11-6-1997 αναλυτική καρτέλα προμηθευτή της εταιρείας Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ. Με την υπ' αριθμ. 2527/1998 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, μετά από αίτηση της εταιρείας Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση παύσης πληρωμών, αυτή τέθηκε υπό επίτροπο κατά το άρ. 45 του Ν. 1892/1990 και στη συνέχεια με την αριθμ. 2731/1999 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης επικυρώθηκε η από 7-4-1999 έγγραφη συμφωνία ρύθμισης και περιορισμού των χρεών της με την πιστώτριά της Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης, στην δε απόφαση αυτή γίνεται αναφορά στον ισολογισμό και στις οφειλές της παραπάνω εταιρείας προς την ενάγουσα και την Ολυμπιακή κλωστοϋφαντουργία ΑΕ οι οποίες ανέρχονται [κατά τον ισολογισμό της] στα ποσά των 256.932.300 και 26.805.567 δραχμών αντίστοιχα [βλ. 16η σελίδα της παραπάνω απόφασης]. Κατά τη συμφωνία αυτή η εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ όφειλε να καταβάλει στις παραπάνω εταιρείες [ενάγουσα και Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία], ανά εξάμηνο μέρος του κεφαλαίου που περιορίστηκε κατά τη συμφωνία, επειδή όμως αυτή δεν τήρησε τη συμφωνία και η ενάγουσα και η Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία άσκησαν τριτανακοπή κατά της παραπάνω απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης επί της οποίας εκδόθηκε η επ' αριθμ. 3116/2002 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία ακυρώθηκε η παραπάνω 2731/1999 απόφαση οπότε και αναβίωσε το σύνολο της απαίτησής τους προς την εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ. Την εν λόγω απόφαση η ενάγουσα και η Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία κοινοποίησαν στην εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, όπως εμφαίνεται από την υπ' αριθμ. .../17-1-2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., ενώ με τις με αριθμ. ..., ..., ..., ... και .../ 20-1-2003 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή κοινοποίησαν στην παραπάνω εταιρεία καθώς και στους εναγόμενους την από 20-1-2003 εξώδικη δήλωση με την οποία ζήτησαν από την πρώτη ως πρωτοφειλέτη από τους λοιπούς ως εγγυητές να τους καταβάλουν μέχρι 24-1-2003 το σύνολο του καταλοίπου των δύο αλληλόχρεων λογαριασμών, οι οποίοι, μετά την καταβολή από την εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ ποσού 15.000.000 δραχμών, στις 10-4-1998, έκλεισαν με οριστικό κατάλοιπο 241.940.424 δραχμών [710.023,25 ευρώ] ο πρώτος και 26.805.567 δραχμών [78.666,37 ευρώ] ο δεύτερος, το οποίο, πλέον του ότι δεν αμφισβητούνταν, όπως προαναφέρθηκε, από την πιστούχο εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, ώστε να απαιτείται και κοινοποίηση αντιγράφων των σχετικών καρτελών των αλληλόχρεων λογαριασμών, όπως αβάσιμα στον τέταρτο λόγο έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, οι παραπάνω [πιστώτριες], μετά το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών, απέκτησαν επιπρόσθετα και μία νέα αξίωση από τη σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους η οποία καταρτίστηκε πλασματικά μετά την άπρακτη παρέλευση δέκα ημερών από την κοινοποίηση στην εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ του κλεισίματος των αντίστοιχων λογαριασμών, σύμφωνα με όσα συνομολογήθηκαν στους όρους των παραπάνω συμβάσεων, ανεξάρτητα από τη σιωπηρή αναγνώριση του καταλοίπου των παραπάνω λογαριασμών. Συνακόλουθα, όσα περί του αντιθέτου με τον τέταρτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται οι εναγόμενοι κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα>>. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του, το Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώντας έτσι την ομοίως κρίνασα απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο δέχθηκε την αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία επιδιώκετο να υποχρεωθούν οι αναιρεσείοντες, εις ολόκληρον καθένας, να της καταβάλουν νομιμοτόκως το ποσό των 788.689,62 ευρώ, ως αναγνωρισθέν κατάλοιπο οριστικώς κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριαμού, την ολοσχερή και εμπρόθεσμη πληρωμή του οποίου εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες. Με αυτά που δέχθηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 249, 250 αρ. 1, 361, 847, 848, 851, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει τις προαπετηθείσες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν ως προς το νόμιμο χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, πληρούσαν το πραγματικό των άνω διατάξεων και δικαιολογούσαν την παραδοχή της ένδικης αγωγής και αντίστοιχα, την απόρριψη της περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης που υπέβαλαν οι αναιρεσείοντες, ένσταση, οι παραδοχές του Εφετείου: α) ότι μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας, αλλά και της εταιρίας με την επωνυμία "Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία Α.Ε.", της οποίας αυτή είναι καθολική διάδοχος, αφενός, και της εταιρίας "Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ", αφετέρου, στα πλαίσια της μεταξύ τους εμπορικής συνεργασίας, καταρτίσθηκε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού με αυτή συμφωνήθηκε να καταχωρούνται οι μεταξύ τους δοσοληψίες από τις πωλήσεις εμπορευμάτων στην αγοράστρια των εμπορευμάτων αυτών εταιρία με τον τύπο των πιστοχρεωστικών κονδυλίων, ώστε το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού να αποτελεί τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση, β) ότι την εκπλήρωση των όρων των παραπάνω συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού (τόσον αυτής που καταρτίσθηκε με πιστώτρια την ενάγουσα, όσον και αυτή που καταρτίστηκε με πιστώτρια την άνω δικαιοπάροχό της) εγγυήθηκαν εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτες, εκτός των άλλων, και οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι για την εξασφάλιση κάθε μελλοντικής απαιτήσεως της ενάγουσας από τη σύμβαση συναίνεσαν στην εγγραφή προσημειώσεως σε διάφορα ακίνητά τους γ) ότι οι άνω αλληλόχρεοι λογαριασμοί, στις 10-4-1998, έκλεισαν οριστικά, με εμφανιζόμενο κατάλοιπο στον μεν πρώτο, 241.940.424 δραχμές (710.023,25 ευρώ), στον δε δεύτερο 26.805.567 δραχμές (78.666,37 ευρώ), το οποίο γνωστοποιήθηκε και στους αναιρεσείοντες, χωρίς αυτοί να το αμφισβητήσουν, όπως άλλωστε και η πιστούχος εταιρία, παρελθούσης άπρακτης της προθεσμίας των δέκα (ημερών), μετά την οποία είχε συμφωνηθεί με τις άνω συμβάσεις ότι το κατάλοιπο θεωρείται αναγνωρισθέν απ' αυτούς, και τούτο ανεξάρτητα από την σιωπηρή αναγνώρισή του και δ) ότι ενόψει της τηρήσεως των άνω αλληλόχρεων λογαριασμών τα επί μέρους κονδύλια αυτών έχασαν την αυτοτέλειά τους και δεν ήταν δικαστικά επιδιώξιμα, ώστε να μην υφίσταται δυνατότητα να υποκύψουν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 1 του ΑΚ, εφόσον δε μοναδική επιδιώξιμη αξίωση ήταν το αναγνωρισθέν κατάλοιπο των αλληλόχρεων λογαριασμών, αυτό ως υποκείμενο στην προβλεπόμενη από το άρθρο 249 του ΑΚ εικοσαετή παραγραφή, τόσον έναντι του πρωτοφειλέτη, όσον και έναντι των εγγυητών, δεν υπέκυψε στην άνω εικοσαετή παραγραφή, αφού από το κλείσιμο των λογαριασμών και την αναγνώριση του καταλοίπου αυτών, και από τους αναιρεσείοντες εγγυητές, και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής δεν είχε παρέλθει εικοσαετία. Εξάλλου, με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, καταλήγει το Εφετείο στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι πέραν της καταρτισθείσης συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των άνω εταιρειών, ρητά συμφωνήθηκε με το ίδιο συμφωνητικό, ότι για τις μεταξύ τους συναλλαγές, θα τηρούνται οι άνω αλληλόχρεοι λογαριασμοί, στους οποίους θα καταχωρούνται οι μεταξύ τους δοσοληψίες από τις πραγματοποιούμενες πωλήσεις εμπορευμάτων με το τύπο των χρεωπιστωτικών κονδυλίων, ώστε το κατάλοιπο του λογαριασμού, να αποτελεί τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση. Είναι δε σαφείς και χωρίς αντιφάσεις οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η συμφωνία των συμβληθεισών εταιριών, δεν συνίστατο σε μια απλή καταχώρηση των αξιών των εμπορευμάτων που πωλούσαν οι άνω εταιρίες στην εταιρία με την επωνυμία "Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ" και των μετρητών ή επιταγών σε λογιστική κατάσταση, που τηρούσε η ενάγουσα, αλλά υπήρχε ρητή συμφωνία περί υπαγωγής των εκατέρωθεν απαιτήσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό, ώστε τα επί μέρους κονδύλια των χρεωπιστώσεων να χάνουν την αυτοτέλεια τους, και μόνη επιδιώξιμη απαίτηση να συνιστά το κατάλοιπο των αλληλόχρεων λογαριασμών μετά το οριστικό κλείσιμό τους, ενώ ήταν δυνατή και η εναλλαγή των συμβαλλόμενων στις θέσεις του πιστωτή και του οφειλέτη αφού από τους όρους των συμβάσεων, δεν αποκλείονταν να καταστεί πιστώτρια και η αγοράστρια των εμπορευμάτων εταιρία, δίδοντας στην ενάγουσα μεταχρονολογημένες επιταγές ως προκαταβολή αγοράς των εμπορευμάτων, ώστε να υπάρχει η αμφίπλευρη δυνατότητα τουλάχιστον αποστολών, και από τα δύο μέρη, χωρίς να ασκεί επιρροή, αν μετά την σύναψη των αλληλόχρεων λογαριασμών, που συμφωνήθηκε η υπαγωγή σ' αυτούς, των μεταξύ των μερών απαιτήσεων, πραγματικά έγιναν, κατά τη διάρκειά τους αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν ένα μόνο, από τα μέρη αυτά, διενήργησε τέτοιες αποστολές. Τέλος, είναι σαφείς και πλήρεις οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ρητώς συμφωνήθηκε στις άνω συμβάσεις, ότι, εκτός των άλλων, και οι αναιρεσείοντες, συμβάλλονται ως εγγυητές, για την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου των άνω αλληλόχρεων λογαριασμών κατά το οριστικό κλείσιμο αυτών, ως αυτοφειλέτες μετά της πιστούχου εταιρίας, και επί πλέον, προς εξασφάλιση κάθε μελλοντικής απαίτησης της ενάγουσας από την σύμβαση συναίνεσαν στην εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης σε διάφορα ακίνητά τους, και δεν εξαντλείτο η υποχρέωση τους μόνο στο τελευταίο, ως απλή υπόσχεση παροχής προς τις δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης, για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αυτοτελώς για τον καθένα και για διάφορα περιστατικά αντίστοιχα, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Κατά το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που συνεπάγεται αναίρεση της αποφάσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά διαλαμβάνεται σε αυτό και όχι όταν, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του, όπως είναι πραγματικά, οδηγείται σε κρίση (ανέλεγκτη κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), διαφορετική από εκείνη την οποία αυτός που προβάλλει ότι παραμορφώθηκε το περιεχόμενό του θεωρεί ως σωστή. Ειδικότερα, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως συντρέχει όταν έγινε σφάλμα διαγνωστικό, δηλαδή λάθος στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ως περιεχομένων σ' αυτό περιστατικών κατάδηλα διαφορετικών από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονται και όχι όταν υπάρχει σφάλμα στην εκτίμηση του περιεχομένου του, το οποίο αναγνώσθηκε σωστά για την συναγωγή αποδεικτικού συμπεράσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε τους όρους 4 και 5 των από 1-6-1996 συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας, αλλά και της δικαιοπαρόχου της εταιρίας με την επωνυμία "Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία Α.Ε." αφενός, και της εταιρίας "Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ" αφετέρου, με το να δεχθεί ότι " η πιστούχος θα μπορούσε να προμηθεύεται, ανά πενταμηνία, από την ενάγουσα νήματα αξίας μέχρι του παραπάνω ποσού με πίστωση και να καλύπτει τα ποσά των εκάστοτε τιμολογίων με μετρητά και με συναλλαγματικές αποδοχής ή [μεταχρονολογημένες] επιταγές έκδοσης της πιστούχου για ολόκληρο το ποσό της πίστωσης [όροι 3ος, 4ος, 5ος]", καθώς επίσης "ότι ήταν δυνατή και η εναλλαγή των συμβαλλομένων στις θέσεις του πιστωτή και του οφειλέτη αφού από τους όρους των συμβάσεων, δεν αποκλείονταν να καταστεί πιστώτρια και η εταιρεία Κύκνος-Γιούκα ΑΒΕΕ, δίδοντας στην ενάγουσα μεταχρονολογημένες επιταγές ως προκαταβολή αγοράς εμπορευμάτων και έτσι υπήρχε η αμφίπλευρη δυνατότητα τουλάχιστον αποστολών [και από τα δύο δηλαδή μέρη], είναι δε αδιάφορο, αν μετά τη σύναψη των αλληλόχρεων λογαριασμών, με τους οποίους συμφωνήθηκε η υπαγωγή σε αυτούς των μεταξύ των μερών απαιτήσεων, πραγματικά έγιναν, κατά τη διάρκειά τους, αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν το ένα, μόνο, από τα μέρη αυτά, διενήργησε τέτοιες αποστολές, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη", καταλήγοντας ακολούθως στο συμπέρασμα, ότι μεταξύ των συμβαλλομένων είχε καταρτισθεί σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, ενώ κατά τους αναιρεσείοντες, το περιεχόμενο των ανωτέρω όρων, το οποίο αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσης και στο αναιρετήριο, είναι καταδήλως διάφορο εκείνου που δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη, καθόσον, σύμφωνα μ' αυτούς, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις κατάρτισης συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού δεν ήταν δυνατή η εναλλαγή των συμβαλλομένων στις θέσεις του πιστωτή και του οφειλέτη. Από την προσβαλλόμενη όμως απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο, προς συναγωγή του ως άνω αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς το παραπάνω κρίσιμο ζήτημα, της κατάρτισης δηλαδή μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, αφενός μεν συνεκτίμησε όλους τους όρους των επίδικων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και οι επικαλούμενοι από τους αναιρεσείοντες, αφετέρου δε, δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο των όρων αυτών, τους οποίους παραθέτει στην απόφασή του όπως ακριβώς έχουν, αλλά απέδωσε σ' αυτούς νόημα διαφορετικό από αυτό που θεωρούν ορθό οι αναιρεσείοντες, αναφορικά με το αποδεικτέο πραγματικό γεγονός, πλήττοντας όμως έτσι απαραδέκτως, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, την κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης για εκτιμητικό και όχι διαγνωστικό σφάλμα σε σχέση με το παραπάνω έγγραφο. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (πέμπτος), είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθ. 1848/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-07-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 1848/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος απο τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2014 .
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ