Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1631 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Αναίρεση μερική, Σωματική βλάβη από αμέλεια.




Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια, κατά συρροή και οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης για ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν και των οποίων δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπέρβαση εξουσίας από την επιβολή, για πρώτη φορά, από το Εφετείο παρεπόμενης ποινής, έλλειψη ακροάσεως. Δέχεται λόγο για υπέρβαση εξουσίας, εκ του ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επαύξησε την ποινή βάσεως από συντρέχουσα ποινή, κατά μεγαλύτερο μέρος από εκείνο κατά το οποίο είχε προσαυξηθεί με την πρωτόδικη απόφαση. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.




Αριθμός 1631/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη- Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη, περί αναιρέσεως της 1304/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Με πολιτικώς ενάγουσες τους 1. Ψ1, 2. Ψ2, 3. Ψ3, κατοίκους ..., που δεν παραστάθηκαν και 4. Ψ4, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Σαμαρτζή.

Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2024/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1δ, 329, 331 παρ. 1, 333, 364, παρ. 1, 369 και 510 παρ. 1 Α' ΚΠΔ συνάγεται, ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του, ευθέως και αμέσως, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, οπότε παραβιάζει την άσκηση του από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα πηγάζοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία. Επί πλέον δε παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και της κατ'αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων εγγράφων διαπιστώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή αν τα έγγραφα αυτά αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της πληττόμενης απόφασης, χωρίς να έχουν ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, αναφορικά με την συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, καθώς και αν τα έγγραφα αυτά συνιστούν στοιχεία του κατηγορητηρίου. Εξάλλου, στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει, όμως, να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, διότι, διαφορετικά, παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με αυτό, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αυτό αναγνώσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για το ότι ο αναίρεσείων-κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης από αμέλεια, κατά συρροή, και της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος, έλαβε υπόψη του, ευθέως και αμέσως, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του, α) τις με αριθμό 3022/10/21-α και 3022/10/22-α εκθέσεις εξέτασης αίματος για ανίχνευση οινοπνεύματος και β) μιας εκθέσεως εξετάσεως αίματος και μιας ανακοίνωσης αποτελέσματος εξέτασης αίματος, δίχως ειδικότερο προσδιορισμό των εγγράφων αυτών. Από το περιεχόμενο των πρακτικών της πληττόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν και οι δύο εκθέσεις εξετάσεως αίματος, όμως το περιεχόμενό τους προκύπτει από τη με αριθμό 200/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία αναγνώσθηκε και συνεπώς η αιτίαση ότι από τη μη ανάγνωση των παραπάνω εκθέσεων προκλήθηκε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι αβάσιμη. Περαιτέρω, δια των πρακτικών βεβαιώνεται ότι, μεταξύ των άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκαν "...4) έκθεση εξέτασης 5) ανακοίνωση αποτελέσματος εξέτασης αίματος δίχως άλλο ειδικότερο προσδιορισμό. Η κατ' αυτόν τον τρόπο καταχώρηση των εγγράφων αυτών (στα πρακτικά) δεν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους και, εφόσον βεβαιώνεται ότι τα έγγραφα αυτά αναγνώστηκαν, νοείται ότι παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το περιεχόμενό τους, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η δυνατότητα αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο στα πρακτικά αλλά από το αν πράγματι αναγνώσθηκε και συνεπώς και η αιτίαση ότι προκλήθηκε ακυρότητα από τον ελλιπή προσδιορισμό της ταυτότητας των εν λόγω εγγράφων, είναι αβάσιμη. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται οι παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην, περί ενοχής, κρίση του 1) ανέγνωσε και συνεκτίμησε το περιεχόμενο της από 4-1-2005 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, η οποία διενεργήθηκε δίχως την προηγούμενη γνωστοποίηση σ' αυτόν των ονομάτων των πραγματογνωμόνων και 2)έλαβε υπόψη του, δίχως να έχουν αναγνωσθεί στο ακροατήριο, τις 2514/9/134-Ζ/3.1.2005 και από 3.1.2005 εκθέσεις διορισμού των πραγματογνωμόνων, διότι α) όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η ανάγνωση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης έγινε δίχως ο αναίρεσείων, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, να εναντιωθεί σ' αυτήν και να αμφισβητήσει το κύρος της, όπως είχε υποχρέωση, αφού πρόκειται για ακυρότητα πράξεως της προδικασίας β) από το σκεπτικό της απόφασης δεν προκύπτει ότι τα παραπάνω έγγραφα (εκθέσεις διορισμού πραγματο-γνωμόνων) ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για τη θεμελίωση της περί ενοχής κρίσης του. Επομένως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν και οι σχετικοί, τρίτος και τέταρτος στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως λόγοι, με τους οποίους, αντίστοιχα, προβάλλονται οι παραπάνω αιτιάσεις.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά, τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1304/2008 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος εκεί αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα έγινε τις πρωϊνές ώρες της (06.20) της Πρωτοχρονιάς 2005 στο 57° χιλιόμετρο της ε.ο. .... Τότε οι δύο κατηγορούμενοι, προερχόμενοι από άλλες διασκεδάσεις, εξήλθαν για να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους στην περιοχή του ατυχήματος που είναι το νυκτερινό κέντρο διασκέδασης "...". Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, έχοντας ως συνεπιβάτη τον ..., οδηγούσε το υπ' αριθ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, κινούμενο στην ανωτέρω ε.ο. με κατεύθυνση από ...προς ... με σκοπό να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους στο κέντρο "...", που είναι στα αριστερά της πορείας του. Όλη τη νύχτα της Παρασκευής είχε φυσικά ξενυχτίσει και καταναλώσει αλκοόλ. Βρέθηκε δε στο αίμα του οινόπνευμα σε ποσοστό 1,00 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος. Είναι λοιπόν σαφές ότι από τις δύο αυτές αιτίες (ξενύχτι και αλκοόλ) τα αντανακλαστικά του ως οδηγού ήταν μειωμένα. Όταν έφθασε στο ύψος του κέντρου αυτού, όπου η οδός είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης, έχει πλάτος εννέα μ. ανά κατεύθυνση και μεταξύ τους διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή, με φωτισμό ανεπαρκή, ακινητοποίησε το όχημά του προοδευτικά μέσα στο ρεύμα του σε μικρή απόσταση από τη διαχωριστική γραμμή, προκειμένου να υλοποιήσει την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά για να εισέλθει στο κέντρο διασκέδασης. Ωστόσο έπραξε τα ανωτέρω χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την όπισθεν αυτού κίνηση (διότι ακολουθούσαν άλλα δύο οχήματα) και φυσικά χωρίς να προειδοποιήσει εγκαίρως και καταλλήλως αυτά για μία τέτοια ανεπίτρεπτη στάση. Έτσι, ο Ο1, που οδηγούσε προσεκτικά και νηφάλια το υπ' αριθ. ... ΙΧΕ του, ομόρροπα και πίσω από το δεύτερο κατηγορούμενο, κατάφερε και πέδησε εγκαίρως και έτσι. ακινητοποίησε αυτό προ του εμποδίου, σταματώντας λίγο δεξιότερα, έτσι ώστε να προεξέχει το πλάγιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του δευτέρου κατηγορουμένου. Όμως, το δεύτερο αυτοκίνητο που έρχονταν πίσω και από τον Ο1, δηλαδή το υπ' αριθ. ... ΙΧΕ, το οποίο οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, τελώντας ομοίως υπό την επήρεια οινοπνεύματος (διότι βρέθηκε στο αίμα του οινόπνευμα σε ποσοστό 1,88 γραμμάριο ανά λίτρο αίματος), αντιλήφθηκε (εξ αιτίας της μέθης του και της κούρασης από το ξενύχτι, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ταχύτητα που είχε) πολύ καθυστερημένα τα δύο αυτοκίνητα. Επειδή πλέον δεν προλάβαινε να πεδήσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, προσπάθησε να τα αποφύγει, περνώντας αριστερά τους, με αποτέλεσμα να εισέλθει εν μέρει και στο αντίθετο ρεύμα. Κατάφερε μεν να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του Ο1 διότι ήταν δεξιότερα, περνώντας παράλληλα δίπλα του, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει το αυτοκίνητο του συγκατηγορουμένου του, η ανεπίτρεπτη ακινητοποίηση του οποίου υπήρξε η πρόκληση εμποδίου στην οδό και αρχική αιτία της συγκρούσεως. Έτσι επέπεσε με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του πάνω στο οπίσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του Χ2. Εξ αιτίας της ταχύτητας που είχε, η οποία δεν εξακριβώθηκε, αφού δεν υπήρχαν ίχνη πεδήσεως, αλλά ήταν οπωσδήποτε μεγαλύτερη από το ανώτατο όριο των 70 χ/ω, που ισχύει στην περιοχή, το αυτοκίνητό του εκτράπηκε διαγωνίως αριστερά της πορείας του, παρασύροντας πέντε ανύποπτους πεζούς, και τελικά ακινητοποιήθηκε εκτός οδοστρώματος αριστερά, αφού συγκρούστηκε με ένα άλλο σταθμευμένο όχημα στην είσοδο του νυκτερινού κέντρου. Εξαιτίας της συγκρούσεως παρασύρθηκαν από την πορεία του αυτοκινήτου του πρώτου κατηγορούμενου οι πεζοί: Ψ4, Ψ2, Σ1, Ψ1 και Ψ3. Τραυματίστηκαν όλοι και υπέστησαν η πρώτη αιμορραγική θλάση δεξιού μετωπιαίου λοβού, θλάση αριστερού πνεύμονα, κατάγματα 6ης-7ης πλευράς αριστερά, επιπεπλεγμένο κάταγμα αριστερής κνήμης, κάταγμα αριστερού ωλεκράνου, κάταγμα κόκκυγα, κάταγμα ηβοισχιακού κλάδου αριστερά, κάταγμα εγκαρσίων αποφύσεων και 4ου και 5ου οσφυϊκών σπονδύλων, νευροαξονική θλάση εγκεφάλου, απόλυτη απώλεια επαφής με το περιβάλλον για τρείς μήνες, η δεύτερη κάταγμα λιποειδούς οστού, ρήξη σπληνός, αιμοπνευμονοθωρακα άμφω, κατάγματα πλευρών, κατάγματα κλείδων άμφω, κάταγμα αριστερού αντιβραχιονίου, κάταγμα αριστεράς κοτύλης και αριστερών ηβοϊσχυακών κλάδων, εξάρθρημα αριστερού ιερολαγονίου, πάρευση περονιαίων νεύρων άμφω, ο τρίτος θλάση εγκεφάλου, μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά, μετωποβρεγματίκή-μετατραυματική υπαραχνοειδή αιμορραγία δεξιά, η τέταρτη οσφυϊκή κάκωση και η πέμπτη κάταγμα δεξιού σφυρού. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά συνυπαίτιοι για το ατύχημα (επομένως και για τον τραυματισμό των ανωτέρω παθόντων) είναι και οι δύο κατηγορούμενοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν, ο μεν πρώτος κατά το μεγαλύτερο ποσοστό (80%), ο δε δεύτερος κατά το μικρότερο (20%). Ο δεύτερος διότι με την ανεπίτρεπτη και χωρίς προειδοποίηση στάση του επί του οδοστρώματος κατέστη εμπόδιο για τους όπισθεν αυτού κινούμενους, ικανό να δημιουργήσει, όπως και δημιούργησε, τροχαίο ατύχημα, ο δε πρώτος διότι, εξ αιτίας της ταχύτητάς του, την οποία ενόψει των περιστάσεων (πρωϊνές ώρες της πρωτοχρονιάς, κίνηση έμπροσθεν του κέντρου, επίδραση οινοπνεύματος, κόπωση από το ξενύχτι, ανεπαρκής φωτισμός) όφειλε να περιορίσει στο ελάχιστο, αλλά και της μέθης του, αντιλήφθηκε το εμπόδιο καθυστερημένα και δεν μπόρεσε να κάνει έγκαιρα πέδηση ή αποφευκτικό ελιγμό. Ο (αρνητικός) ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου ότι η ακινητοποίηση του οχήματός του επί του οδοστρώματος δεν συναρτάται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επί του οχήματός του πρόσκρουση του οχήματος του συγκατηγορουμένου του και την εξ αυτής παράσυρση των πεζών, είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι, όπως εξηγήθηκε, με την ανεπίτρεπτη και χωρίς προειδοποίηση στάση του επί του οδοστρώματος κατέστη εμπόδιο για τους όπισθεν αυτού κινούμενους. Αν δεν είχε γίνει αυτό, δεν θα υπήρχε η αρχή του κινδύνου που ολοκληρώθηκε με τις (βαρύτερες) παραλείψεις του συγκατηγορουμένου του. Πρέπει λοιπόν και οι δύο κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων που τους αποδίδονται, όπως στο διατακτικό. Πρέπει όμως να τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό ότι μέχρι το χρόνο τελέσεως της πράξεως έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ.2α του ΠΚ).". Με τις παραδοχές του αυτές, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναίρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94,314 παρ.1α, 315 παρ.1 του ΠΚ και 42 παρ.1,7γ,10 Ν.2696/99, όπως αντικ. με άρθρο 43 Ν.2963/2001, τις οποίες εφάρμοσε σωστά, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, αιτιάσεις του αναιρεσειόντος, οι οποίες προβάλλονται με τους πέμπτο και όγδοο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι 1) δεν καθορίζεται η ταχύτητα, την οποία το αυτοκίνητο του είχε αναπτύξει στο σημείο του ατυχήματος 2) δεν αιτιολογείται η παραδοχή ότι η ταχύτητα ήταν οπωσδήποτε μεγαλύτερη των 70 χλμ/ω 3)δεν διευκρινίζεται αν υπήρχε δυνατότητα να αντιληφθεί το εμπόδιο από συγκεκριμένη απόσταση, να προβεί σε συγκεκριμένο αποφευκτικό ελιγμό και αν η παράλειψή του αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τον τραυματισμό των παθόντων και 4)δεν προσδιορίζεται στην απόφαση η πορεία και η απόσταση που διήνυσε το αυτοκίνητό του, μετά την πρόσκρουση στο σταθμευμένο και η θέση των πεζών επί του οδοστρώματος, είναι αβάσιμες διότι: α)Το δικαστήριο με την απόφαση του δέχθηκε ότι η ταχύτητα με την οποία το αυτοκίνητο του αναιρεσείοντος έβαινε, κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν ήταν μεν δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς, ελλείψει ιχνών τροχοπεδήσεως, πλην όμως υπερέβαινε τα 70 χ/ω, η οποία εν όψει των ειδικών συνθηκών που ειδικώς προσδιορίζει, ήταν υπερβολική, β) την παραπάνω παραδοχή επαρκώς αιτιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη του τη σφοδρότητα της πρόσκρουσης, την εκτροπή της πορείας του και την ακινητοποίηση του εκτός οδοστρώματος, μετά την σύγκρουσή του με άλλο σταθμευμένο αυτοκίνητο γ) με την ειδικότερη παραδοχή της απόφασης, ότι "ο Ο1 που οδηγούσε προσεκτικά και νηφάλια το υπ' αριθ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο του, ομόρροπα και πίσω από το δεύτερο κατηγορούμενο, κατάφερε και πέδησε εγκαίρως και έτσι ακινητοποίησε αυτό, προ του εμποδίου, σταματώντας λίγο δεξιότερα...", το δικαστήριο που εξέδωσε την πληττόμενη απόφαση, σαφώς δέχεται ότι και ο αναίρεσείων, που οδηγούσε το αυτοκίνητο του και ακολουθούσε εκείνο του Ο1, είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί εγκαίρως το σταθμευμένο αυτοκίνητο, να προβεί σε αποφευκτικό ελιγμό (πέδηση) και έτσι να αποφευχθεί ο τραυματισμός των παθόντων, δ) από το συνδυασμό του διατακτικού και του σκεπτικού της απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, σαφώς προκύπτει η παραδοχή της απόφασης ότι, μετά την πρόσκρουση επί του σταθμευμένου, το αυτοκίνητο του αναιρεσείοντος εξετράπη αριστερά, διαγωνίως, της πορείας του, επέπεσε επί των πεζών που στεκόταν στο έρεισμα της οδού (έξωθεν του κέντρου διασκέδασης) και στη συνέχεια ακινητοποιήθηκε εκτός του οδοστρώματος αριστερά, αφού συγκρούστηκε με άλλο σταθμευμένο όχημα στην είσοδο του νυκτερινού κέντρου. Περαιτέρω η αιτίαση ότι υπάρχει ασάφεια στο σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου, ως προς την κρίση του, για την ενοχή του συγκατηγορουμένου του, είναι απαράδεκτη, διότι ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να επικαλείται πλημμέλεια της απόφασης που αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του συγκατηγορουμένου του. Τέλος όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι γι' αυτό, απαράδεκτες.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι και οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να απορριφθούν.
Κατά το άρθρο 47 0 του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί ή η επιβολή μέτρου ασφαλείας προβλεπομένου από τον ποινικό κώδικα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1,7,10 του Ν. 2696/1999, όπως αντικ. με το άρθρο 43 Ν.2693/2001, στις περιπτώσεις των παραγράφων 7 εδάφιο γ' και 8 του άρθρου αυτού, η παράβαση τιμωρείται, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις ποινικές και λοιπές κυρώσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, και με την ποινή της αφαίρεσης των κρατικών πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος για χρονικό διάστημα από δέκα ημέρες έως έξι μήνες, η οποία επιβάλλεται από το δικαστήριο. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, εκτός άλλων, ότι, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικαστεί για την πράξη της οδήγησης οχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να επιβάλει και την παρεπόμενη ποινή που προαναφέρθηκε, εάν δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που καταδίκασε αυτόν, παρέλειψε, από προφανή παραδρομή, να διατάξει την επιβολή της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εκδικάζει το ένδικο μέσο της έφεσης του κατηγορούμενου κατά της παραπάνω καταδικαστικής αποφάσεως, δεν εμποδίζεται να διατάξει αυτό την επιβολή της παρεπόμενης ποινής, χωρίς να καθιστά χειρότερη τη θέση αυτού και αναιρετέα την απόφαση του για υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναίρεσείων καταδικάσθηκε και για την παραπάνω πράξη, από προφανή δε παραδρομή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε επιβάλει την παρεπόμενη ποινή της αφαίρεσης των κρατικών πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας, δεν επήλθε χειροτέρευση της θέσεώς του, εκ της επιβολής αυτής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την πληττόμενη απόφαση του και συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, έκτος στην αίτηση λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο υπερέβη την εξουσία του, με το να επιβάλει αυτήν. Αντίθετα υπερέβη την εξουσία του, διότι κατέστησε χείρονα τη θέση του αναίρεσείοντος εκ του ότι, ενώ κατά τον καθορισμό της συνολικής ποινής φυλακίσεως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επαύξησε τη ποινή βάσεως των 3 ετών, που επιβλήθηκε σ' αυτόν για τη σωματική βλάβη της Ψ4 κατά ένα έτος από την ποινή φυλακίσεως των 3 ετών για τη σωματική βλάβη της Ψ2, κατά 6 μήνες από την ποινή φυλάκισης των 12 μηνών για τη σωματική βλάβη του Σ1, κατά 6 μήνες από την ποινή φυλάκισης των 12 μηνών για τη σωματική βλάβη της Ψ1, κατά 6 μήνες από την ποινή φυλάκισης των 12 μηνών, για τη σωματική βλάβη της Ψ3 και κατά 6 μήνες από την ποινή φυλάκισης των 12 μηνών για την πράξη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τούτο (δευτεροβάθμιο), κατά τον καθορισμό της συνολικής ποινής επαύξησε τη βασική ποινή των 30 μηνών για τη σωματική βλάβη της Ψ4 κατά δεκαπέντε μήνες από την ποινή που επιβλήθηκε για τη σωματική βλάβη της Ψ2 δηλαδή κατά τρεις μήνες επιπλέον εκείνης κατά την οποία επαυξήθηκε πρωτοδίκως. Επομένως, έστω και αν δεν επήλθε επαύξηση της συνολικής ποινής χειροτέρευσε η θέση του αναιρεσείοντος και είναι βάσιμος ο σχετικός, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, από την ίδια διάταξη, έβδομος λόγος της αίτησης αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί δε η πληττόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό. Τέλος από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι μετά την επιβολή από το δικαστήριο των ποινών φυλακίσεως, έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος και ζήτησε να επιβληθεί στον πελάτη του το ελάχιστο όριο της ποινής κατά συγχώνευση και να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής. Επομένως, σαφώς συνάγεται, ότι εδόθη σ' αυτόν ο λόγος και για την μετατροπή ή μη της ποινής. Επομένως είναι αβάσιμη η περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος και πρέπει να απορριφθεί ο όγδοος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση αυτή. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που το δικαστήριο καθόρισε τη συνολική ποινή, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 1304/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος που το Δικαστήριο, κατά τον καθορισμό της συνολικής ποινής, επαύξησε την, σε βάρος του αναίρεσείοντος, βασική ποινή φυλακίσεως των τριάντα μηνών, κατά δεκαπέντε (15) μήνες από την ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε σ' αυτόν για τη σωματική βλάβη της Ψ2 και καθόρισε τη συνολική ποινή φυλακίσεως.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέο καθορισμό της συνολικής ποινής, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή