Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Απόρριψη ως απαράδεκτης αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση που είχε ασκήσει ο ήδη αναιρεσείων κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος κατ' άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ (όπως ισχύει), σύμφωνα με το οποίο μόνον κατά αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη επιτρέπεται άσκηση αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2408/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο
και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...,που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.174/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με συγκατηγορούμενους τους 1.Ψ1 και 2. Ψ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουνίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1194/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 317/5-10-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το άρθρο 513 § 1α ΚΠΔ, την με αριθμό 7/17-6-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ...(ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Κροντηρά κατόπιν της προσαρτημένης στην αίτηση συμβολαιογραφικής πληρεξουσιότητας), που στρέφεται κατά του με αριθμό 174/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της η έφεση που άσκησε αυτός κατά του με αριθμό 980/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκτός των άλλων περιπτώσεων, εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληφθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο".
Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 3160/2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση".
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν είναι πλέον επιτρεπτή η άσκηση αναίρεσης από τους διαδίκους σε περίπτωση κατά την οποία η απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου γίνεται με βούλευμα.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, κήρυξε απαράδεκτη την με αριθμό 4/2009 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του με αριθμό 980/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς.
Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία όπως εξετέθη, δεν προβλέπεται από το νόμο. Κατά συνέπεια είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476§1-2, 513§1, 583§1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η με αριθμό 7/2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του με αριθμό 174/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 476 ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.18 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Περαιτέρω κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άνω άρθρου ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 38 του ν.3160/2003 Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση το ανωτέρω άρθρο 38 του ν. 3160/2003 που αντικατέστησε την παρ.2 του άρθρου 476 ΚΠοινΔ ισχύει, κατά το άρθρο 61 του ίδιου νόμου 3160 από 30-6-2003, οπότε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το εν λόγω νομοθέτημα (ΦΕΚ τ.Α' 165). Επομένως από 30-6-2003 και εφεξής ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως εναντίον του βουλεύματος, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο, του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινη πράξη που, κατά το άρθρο 478 ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ.1 ν. 3346/2005, πρέπει να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος που απέρριψε την έφεση τους ως απαράδεκτη κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού σε βάρος του βουλεύματος για κακουργηματικές πράξεις, τυγχάνει ως απαράδεκτη απορριπτέα, καθόσον η αίτηση αυτή στρέφεται εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται αναίρεση από το νόμο. Ο περιορισμός αυτός από το άρθρο 476 παρ.2 ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, δεν αντίκειται ούτε στα άρθρα 4 παρ.1, 20 παρ.1 και 25 παρ.1 εδάφ. τελευταίο του Συντάγματος από τα οποία καθιερώνονται αντιστοίχως η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και η αρχή της αναλογικότητας, ούτε προσκρούει στο άρθρο 6 παρ.1 α' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) της 4-11-1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, που θεσπίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε δίκαιη δίκη. Ο Εισαγγελέας που είναι δικαστικός λειτουργός διαφοροποιείται από τον κατηγορούμενο που είναι διάδικος και επιβάλλεται η διαφορετική δικονομική μεταχείριση μεταξύ τους με την χορήγηση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠοινΔ του δικαιώματος να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και εκείνου που δεν μπορεί να προσβληθεί από τον κατηγορούμενο, ακόμη και προς το συμφέρον του τελευταίου, που δύναται με αίτηση του να ζητήσει από τον άνω εισαγγελέα να ασκήσει το μη επιτρεπόμενο στον ίδιο τον κατηγορούμενο ένδικο μέσο της αναιρέσεως εναντίον βουλεύματος και επιπλέον έχει το δικαίωμα ο κατηγορούμενος να προβάλει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του στα πλαίσια της κυρίας διαδικασίας στο δικαστήριο ή κατά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Δεν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας η θέσπιση περιορισμών στο δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων διότι αυτά πρέπει να χορηγούνται κατόπιν σταθμίσεως του συμφέροντος της πολιτείας που αποσκοπεί στην ταχεία περάτωση της όλης ποινικής διαδικασίας και την εντεύθεν εμπέδωση της ασφαλείας των πολιτών και της δημόσιας τάξεως καθώς και του ατόμου που κατηγορείται και επιδιώκει την μη παραπομπή του για την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και υπερισχύει το συμφέρον της πολιτείας χωρίς υπέρμετρη μείωση των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ατόμου. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά του 174/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, η από 26-1-2009 έφεση που είχε ασκήσει ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος κατά του επιδοθέντος σ'αυτόν την 17-11-2008 με θυροκόλληση στην δηλωθείσα κατά την κυρία ανάκριση κατοικία του υπ'αριθμό 980/2008 παραπεμπτικού για κακουργηματική πλαστογραφία κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια το από την οποία συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ Εχει ειδοποιηθεί ο αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του εντός της οριζόμενης από το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ εικοσιτετραώρου προθεσμίας από τον Εισαγγελέα μέσω του γραμματέα της εισαγγελίας όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση στο φάκελο της δικογραφίας. Επομένως, η υπό κρίση αναίρεση ως στρεφόμενη κατά του βουλεύματος που δεν προβλέπεται από το νόμο ότι μπορεί να προσβληθεί με τέτοιο ένδικο μέσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-6-2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του 174/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ