Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 724 / 2011    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 724/2011



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ



Α1' Πολιτικό Τμήμα



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη και Νικόλαο Λεοντή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



Της αναιρεσείουσας: ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία Hans Lingl Anlagenbau und Verfahrenstechnik GmbH & Co. KG (Χανς Λινγκλ Ανλαγκενμπάου ουντ Φερφάρενστέχνικ Γκε εμ μπε Χα & Κο. Κομαντίτ Γκεζάλσαφτ), που εδρεύει στην Γερμανία (στην πόλη του Neu Ulm) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Γεώργιο Ροδόπουλο και Στέργιο Σπυρόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος παρασταθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανασίου Αθανασά.



Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Δεκεμβρίου 1997 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8067/1999 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2596/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26 Αυγούστου 2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Λεοντής ανέγνωσε την από 15 Φεβρουαρίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της 888/26-8-2009 αιτήσεως για αναίρεση της 2596/13-5-2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.



ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη 888/26-8-2009 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 2596/13-5-2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 11334/8-12-1997 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση αξίωση του δι'αυτής ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, απορρέουσα από τη συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η 8067/1999 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία τάχθηκε το οικείο θέμα αποδείξεως, και στη συνέχεια, μετά την διεξαγωγή τους, κατά μερική παραδοχή της, η 7999/2007 οριστική αυτού απόφαση, και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την 2159/28-2-2008 έφεση της εναγομένης, η 2596/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επ' αυτής κατ' ουσίαν κρίση, την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της. Ειδικότερα διέλαβε στις αιτιολογίες της, κατ' ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της: "Η εναγομένη εταιρεία διατηρεί επιχείρηση κατασκευής μηχανολογικού εξοπλισμού βιομηχανικών μονάδων παραγωγής κεραμικών προϊόντων. Ο ενάγων Ε. Κ., δυνάμει άτυπης σύμβασης αποκλειστικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας κατά το έτος 1972, ανέλαβε κατ' αποκλειστικότητα, ως ανεξάρτητος διαμεσολαβητής, να διαπραγματεύεται για λογαριασμό της εναγομένης - παραγωγού, την πώληση του από αυτήν παραγόμενου μηχανολογικού εξοπλισμού βιομηχανικών μονάδων παραγωγής κεραμικών προϊόντων, έναντι αμοιβής (προμήθειας), το ύψος της οποίας ανερχόταν σε ποσοστό 5% επί της τιμολογιακής τιμής πώλησης των μηχανημάτων. Η σύμβαση αυτή, λειτούργησε κανονικά μέχρι τις 10-5-1994, οπότε η εναγόμενη εταιρεία κατάγγειλε τη μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενη σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας, με την από 10-5-1994 επιστολή της, που κοινοποίησε στον ενάγοντα.

Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ενεργώντας ως εμπορικός αντιπρόσωπος της εναγομένης, το Μάιο του έτους 1990, ήλθε για πρώτη φορά σε διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους της εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία Βιομηχανίας - Εμπορίου - Αντιπροσωπειών - Κατασκευών" και το διακριτικό τίτλο "ΒΕΑΚ Α.Ε.", με σκοπό την πώληση σε αυτήν μηχανολογικού εξοπλισμού παραγωγής διαχωριζόμενων πλακιδίων δαπέδου, τοίχου και εμφανών τούβλων, τον οποίο αυτή θα εγκαθιστούσε σε εργοστάσιο της στην Κομοτηνή. Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων αυτών, ο ενάγων, από το Φεβρουάριο του έτους 1991 έως το Μάιο του 1994, πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, τόσο στην έδρα της ως άνω εταιρείας, στην Κομοτηνή, όσο και στη Γερμανία, στην έδρα της εναγομένης, προκειμένου να μεσολαβήσει για τη συμφωνία των εκπροσώπων των ως άνω εταιρειών, στα επί μέρους ζητήματα, που ανέκυπταν από την εν λόγω παραγγελία. Αυτή είχε ιδιαίτερες δυσκολίες, κυρίως για την εξεύρεση της κατάλληλης πρώτης ύλης, που είναι το χώμα. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Π. Γ., που εμπεριέχεται στην 435/2000 εισηγητική έκθεση, ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη περισσότερα από δέκα δείγματα χώματος της περιοχής όπου είναι εγκατεστημένο το εργοστάσιο της "ΒΕΑΚ ΑΕ", προκειμένου να διαπιστωθεί με χημικές αναλύσεις, αν η πρώτη ύλη ήταν κατάλληλη για τα προϊόντα, τα οποία επρόκειτο να παραχθούν. Η διαδικασία εξέτασης κάθε δείγματος διαρκούσε περίπου τρεις μήνες και, με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων κάθε δείγματος και ανάλογα με αυτά, η εναγομένη τροποποιούσε κάθε φορά τα σχέδια του μηχανολογικού εξοπλισμού, που επρόκειτο να αγοράσει η εταιρεία "ΒΕΑΚ" από αυτήν. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι οικονομολόγος με ειδικές γνώσεις, σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθείται για να υπαχθεί μια επένδυση στους ειδικούς αναπτυξιακούς νόμους, ώστε να τύχει επιδότησης μια εταιρεία από το Ελληνικό Δημόσιο, καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, παρείχε συμβουλές προς την εταιρεία "ΒΕΑΚ ΑΕ", για την υπαγωγή της επένδυσης σε αναπτυξιακό νόμο και επίσης αναμείχθηκε στην κατάρτιση των τεχνοοικονομικών μελετών, παρέχοντας τα απαιτούμενα στοιχεία στην εναγομένη εταιρεία. Τελικά, με τη μεσολάβηση του ενάγοντος, η προαναφερόμενη εταιρεία "ΒΕΑΚ ΑΕ", παράγγειλε στην εναγομένη τον απαιτούμενο για τις ανάγκες και προδιαγραφές του εργοστασίου της, μηχανολογικό εξοπλισμό με τη με αριθμό 210023 ΑF/28-4-1993 προσφορά, συνολικής αξίας 12.473.258 γερμανικών μάρκων. Και ενώ η ως άνω παραγγελία δεν είχε ακόμη εκτελεσθεί, η εναγομένη, όπως προαναφέρεται, με την από 10-5-1994 επιστολή της προς τον ενάγοντα, κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Στις 21-11-1994, η εταιρεία "ΒΕΑΚ ΑΕ", γνωστοποίησε στην εναγομένη ότι δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει την επένδυση κατασκευής εργοστασίου παραγωγής κεραμικών προϊόντων και για το λόγο αυτό, ακύρωσε την ως άνω παραγγελία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, περί το τέλος του έτους 1994, οι μέτοχοι της εταιρείας "ΒΕΑΚ ΑΕ" Γ. Σ. και Μ., καθώς και οι επιχειρηματίες Φ. και Β. Κ., αποφάσισαν να ιδρύσουν νέα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΟΞΥΜΑΧΑ ΔΟΜΙΚΑ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΡΟΔΟΠΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε.", προκειμένου αυτή να υλοποιήσει το πρόγραμμα παραγωγής κεραμικών προϊόντων, που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει η εταιρεία "ΒΕΑΚ ΑΕ". Από το Νοέμβριο του έτους 1994, κατά το ιδρυτικό της ακόμα στάδιο, η νέα αυτή εταιρεία, δια των ιδρυτών της Σ., Γ. και Φ., συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με την εναγομένη, που είχε ξεκινήσει η εταιρεία "ΒΕΑΚ ΑΕ" με τη μεσολάβηση του ενάγοντος, Στις αρχές του έτους 1996, μεταξύ των νόμιμων εκπροσώπων της "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." και της εναγομένης καταρτίστηκε οριστική σύμβαση πώλησης ολόκληρου του μηχανολογικού εξοπλισμού, που περιλαμβάνεται μετά την έξοδο της πρέσσας μέχρι και την εκφόρτωση των βαγονιών, η αξία του οποίου ανέρχεται σε 10.170.000 γερμανικά μάρκα, ο οποίος έχει ήδη εγκατασταθεί στο εργοστάσιο της αγοράστριας εταιρείας. Προέκυψε επίσης ότι η νέα εμπορική αντιπρόσωπος της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΜΑ", δεν μεσολάβησε για την κατάρτιση της προαναφερόμενης σύμβασης πώλησης προς την εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε.", καθόσον σε αυτή δεν αναφέρεται η διενέργεια κάποιας πράξης που να συνέβαλε ουσιαστικά στη σύναψη της πώλησης αυτής όπως για παράδειγμα, η συγκέντρωση στοιχείων για τεχνική και οικονομική μελέτη. Αντίθετα, η εταιρεία ΙΝΤΕΡΜΑ, δεν μεσολάβησε στην αποστολή προς την ενάγουσα δείγματος πρώτης ύλης (χώματος) και επίσης δεν έχει λάβει προμήθεια για την εν λόγω πώληση.

Συνεπώς, η συναφθείσα στις αρχές του έτους 1996 μεταξύ της εταιρείας "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." και της εναγομένης σύμβαση πώλησης, καταρτίστηκε με βάση τις διαπραγματεύσεις που διενεργήθηκαν για την εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", με τη μεσολάβηση του ενάγοντος, ο οποίος προέβη στις αναγκαίες ενέργειες (αποστολή αναγκαίων στοιχείων για τη σύνταξη τεχνικών και οικονομικών μελετών, παροχή συμβουλών, μετάβαση στις έδρες των ενδιαφερόμενων εταιρειών, ανταλλαγή αλληλογραφίας για τη διαπραγμάτευση των όρων της σύμβασης, υποβολή του σε δαπάνες για την κατάρτιση της πώλησης), για την πώληση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Οι διαπραγματεύσεις αυτές, ήταν μακροχρόνιες, λόγω των δυσκολιών ανεύρεσης της κατάλληλης πρώτης ύλης που ήταν το χώμα και έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, που τον συνέδεε με την εναγομένη εταιρεία. Αποδείχθηκε επίσης, ότι η παραγγελία για την αγορά των επίμαχων μηχανημάτων από την αρχική αγοράστρια εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε." πραγματοποιήθηκε πριν από τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, καθώς και ότι η αγορά αυτών από την εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝΞ Α.Ε.", έγινε στις αρχές του έτους 1996, δηλαδή μέσα σε εύλογη προθεσμία από τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Σημειώνεται ότι, το αν παρήλθε ή όχι εύλογο χρονικό διάστημα, κρίνεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τις περιστάσεις και, στην προκείμενη υπόθεση, ενόψει της πολυπλοκότητας του αντικειμένου της πώλησης και των μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων που απαιτήθηκαν, το διάστημα του ενός και μισού έτους που μεσολάβησε από την καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας μέχρι την κατάρτιση της σύμβασης αγοράς με την ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε., κρίνεται εύλογο, κατά την έννοια του άρθρου 6§2 του π.δ. 219/1991. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο ενάγων δικαιούται, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 § 2 του π.δ. 219/1991, να λάβει προμήθεια για τη διαμεσολαβητική του δραστηριότητα, η οποία οδήγησε στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης του μηχανολογικού εξοπλισμού παραγωγής της εναγομένης προς την εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε.". Η προμήθεια αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 5% επί του τιμήματος αγοράς του ανωτέρω μηχανολογικού εξοπλισμού, δηλαδή στο ποσό των 508.500 (10.170.000 Χ 5%) γερμανικών μάρκων. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ουσιώδες στοιχείο για την κρινόμενη διαφορά, είναι το ότι ο ενάγων ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος της εναγομένης παραγωγού εταιρείας, ότι αυτός διενήργησε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ αυτής και της αρχικής αγοράστριας "ΒΕΑΚ Α.Ε.", ότι για την πώληση προς την εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." χρησιμοποιήθηκε η προεργασία και η εν γένει διαμεσολαβητική δραστηριότητα του ενάγοντος και όχι το αν η αγοράστρια των πωληθέντων μηχανημάτων ήταν η εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", ή η "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε.", δεδομένου ότι ο ενάγων ζητεί προμήθεια για τη διαμεσολαβητική του δραστηριότητα από την πωλήτρια εταιρεία, της οποίας ήταν αποκλειστικός αντιπρόσωπος και όχι από την αγοράστρια εταιρεία, οπότε θα είχε έννομη επιρροή η ταυτότητα της τελευταίας (της αγοράστριας εταιρείας). Επίσης δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι τα πωληθέντα μηχανήματα είναι ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στη με αριθμό 210023 AF /28-4-1993 προσφορά της προς την εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", δεδομένου ότι το αντικείμενο παραγωγής, όπως και η χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη των δύο εταιρειών, δηλαδή της "ΒΕΑΚ Α.Ε." και της ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε., είναι ίδια". Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η ηττηθείσα εκκαλούσα με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ' αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι' αυτής λόγοι αναιρέσεως. Ειδικότερα: Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο ή έκπτωση που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως. Με την έννοια αυτή στο πεδίο εφαρμογής του αναιρετικού αυτού λόγου εμπίπτει και η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσεως της αγωγής, κατά τους ορισμούς του οποίου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 4 του ν.2915/2001, "είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής". Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής επέρχεται όταν στις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου γίνεται προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση. Με την δεύτερη παράγραφο του αυτού άρθρου επιτρέπεται στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζητήσεως της υποθέσεως όσα ουσιώδη γεγονότα διατυπώθηκαν ανεπαρκώς ή ασαφώς στην αγωγή του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση αυτής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ΠΔ 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995, για την εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ αυτού, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητα του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται αντιπροσωπευόμενος, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Με βάση αυτό τον ορισμό η σύμβαση αντιπροσωπείας είναι ενοχική και διαρκής, εφόσον χαρακτηρίζεται κατ' αρχήν από μονιμότητα. Έχει χαρακτήρα συμβάσεως πλαισίου, αφού καθορίζει τις γενικές συμβατικές υποχρεώσεις των μερών και τους κανόνες της εμπορικής τους συνεργασίας, η οποία όμως πραγματώνεται με πλειάδα επί μέρους συμβάσεων διαμεσολάβησης. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει ρήτρα αποκλειστικότητας, σύμφωνα με την οποία ο αντιπροσωπευόμενος αναθέτει τη μέριμνα των υποθέσεων του αποκλειστικά στον αντιπρόσωπο για μία ορισμένη περιοχής. Σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται για σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας. Περαιτέρω το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 στοιχ. α του ανωτέρω π.δ/τος, όπως οι σχετικές παράγραφοι του αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 π.δ. 312/1995, προβλέπει: "Για εμπορική πράξη, που έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια: α) αν η πράξη έχει συναφθεί χάρη στην παρέμβαση του ή β) αν η πράξη έχει συναφθεί με τρίτο με τον οποίο ο αντιπρόσωπος έχει συνάψει προηγουμένως πράξεις του ιδίου είδους ώστε να τον έχει καταστήσει πελάτη ή γ) αν είναι αρμόδιος για ένα καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μία καθορισμένη ομάδα προσώπων και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτό τον τομέα ή σε αυτή τη νομάδα" (παρ. 1) και "Για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί μετά την λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθειας εάν η πράξη οφείλεται κυρίως στη δραστηριότητα που αυτός ανέπτυξε κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και έχει συναφθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία από τη λύση αυτής της σύμβασης" (παρ. 2 α). Προφανές είναι ότι η προμήθεια αποτελεί αντάλλαγμα της διαμεσολαβήσεως του εμπορικού αντιπροσώπου για την επίτευξη, συνεπεία αυτής, της καταρτίσεως εμπορικής πράξεως του αντιπροσωπευομένου με τρίτο, είτε αυτή συνομολογήθηκε κατά την διάρκεια ισχύος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, είτε εντός εύλογης προθεσμίας από τη λύση αυτής, ιστορική βάση της αντίστοιχης αγωγικής αξιώσεως η οποία δεν μεταβάλλεται απαραδέκτως, αλλ' επιτρεπτώς διαρθούται με τη διαφοροποίηση με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζητήσεως της υποθέσεως του τρίτου, με τον οποίο τελικά καταρτίσθηκε η σύμβαση, ως αποτέλεσμα πάντοτε της παρεμβάσεως του αντιπροσώπου, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο και τον πυρήνα της ιστορικής βάσεως της αγωγής. Επομένως ο τέταρτος κατά σειρά λόγος, με τον οποίο με αναφορά στο άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι' αυτής απόφαση ότι παρά το νόμο παρέλειψε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της ιστορικής βάσεως αυτής, συνισταμένης στο ότι, ενώ κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα της παρεμβάσεως του αναιρεσίβλητου και για την οποία οφείλεται η φερόμενη προς διάγνωση αξίωσή του προμηθείας, συνομολογήθηκε με την ανώνυμη εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε." με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζητήσεως της υποθέσεως υποστήριξε ότι συνήφθη με την ανώνυμη εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε.", αναφορικά με την οποία τάχθηκε και το οικείο θέμα αποδείξεως, ελέγχεται ως αβάσιμος. Σε συνέπεια με τη νομική αυτή παραδοχή ελέγχεται ομοίως ως αβάσιμη η προβαλλόμενη με τον πέμπτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ, με την έννοια ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του απαραδέκτως προταθέντα ισχυρισμό, που περιέχεται στην ανεπίτρεπτη, κατά το αναιρετήριο μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Όμοια αρνητικά αξιολογεί τα προεχόντως ως απαράδεκτη η διατυπούμενη με τον έκτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.10 περ.α' ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με το άρθρο 1711 του ν. 2915/2001, με την έννοια ότι δέχθηκε, χωρίς να διαταχθεί απόδειξη, ότι η πώληση του μηχανολογικού εξοπλισμού της αναιρεσείουσας προς την ανώνυμη εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." πραγματοποιήθηκε με βάση τη παρέμβαση και τις διαπραγματεύσεως του αναιρεσίβλητου προς την εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.". Και τούτο για τον λόγο ότι δεν προτάθηκε αντίστοιχος ισχυρισμός από την ήδη αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, στο δικαστήριο της ουσίας με το δικόγραφο της εφέσεώς της, παρά την περί του αντιθέτου περί τούτου αναφορά της, με παραπομπή στη σελίδα (4) αυτού και αλυσιτελώς στις σελίδες (2) και (10) των ενώπιον αυτού προτάσεων της, εφόσον μόνο με την έφεση μπορεί να προβληθεί, χωρίς παράλληλα να συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, και ιδία της τελευταίας με στοιχ.(γ), δοθέντος ότι δεν πρόκειται περί θέματος που αφορά τη δημόσια τάξη.

ΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφασης δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ' όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή, εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στις σημειούμενες στην αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις διαλαμβάνεται: α) ότι ύστερα από καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων κατά το έτος 1972 σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου ο αναιρεσίβλητος ανέλαβε την υποχρέωση, ως ανεξάρτητος διαμεσολαβητής, να διαπραγματεύεται κατ' αποκλειστικότητα για λογαριασμό της αναιρεσείουσας την πώληση του παραγομένου από εκείνη μηχανολογικού εξοπλισμού βιομηχανικών μονάδων παραγωγής κεραμικών προϊόντων έναντι συνομολογηθείσης προμήθειας σε ποσοστό επί της τιμολογιακής πωλήσεως των μηχανημάτων, β) ότι η σύμβαση αυτή ελειτούργησε κανονικά μέχρι 10-5-1994, όταν η αναιρεσείουσα προχώρησε σε καταγγελία αυτής, γ) ότι σε εκτέλεση της συνδέουσας τους διαδίκους συμβάσεως και ύστερα από συνεχή από τον μήνα Μάιο του έτους 1990 μεσολάβηση, παρέμβαση και διαπραγματεύσεις του αναιρεσίβλητου με την εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", η τελευταία παρήγγειλε στην αναιρεσείουσα τον απαιτούμενο για τις ανάγκες και τις προδιαγραφές του εργοστασίου της μηχανολογικό εξοπλισμό συνολικής αξίας, κατά την 210023 ΑF /28-4-1993 προσφορά, 12.473.258 γερμανικών μάρκων, παραγγελία την οποία στη συνέχεια και πριν την εκτέλεσή της, ακύρωσε στις 21-11-1994 η εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", ενώ στο μεταξύ, όπως προαναφέρθηκε, είχε λυθεί από 10-5-1994 η μεταξύ των διαδίκων συνομολογηθείσα σύμβαση αποκλειστικής εμπορικής αντιπροσωπείας ύστερα από σχετική καταγγελία της αναιρεσείουσας, δ) ότι περί το τέλος του έτους 1994 οι μέτοχοι της εταιρείας "ΒΕΑΚ Α.Ε." Γ., Σ. και Μ. καθώς και οι επιχειρηματίες Φ. και Β. Κ., αποφάσισαν να ιδρύσουν νέα ανώνυμη εταιρεία, την "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." με σκοπό να υλοποιήσει εκείνη το πρόγραμμα παραγωγής κεραμεικών προϊόντων, που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει αρχικά η εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", ε)ότι από τον Νοέμβριο του έτους 1994, κατά το ιδρυτικό της ακόμα στάδιο, η νέα αυτή εταιρεία συνέχισε με τους ιδρυτές της Σ., Γ. και Φ. τις διαπραγματεύσεις με την αναιρεσείουσα, που είχε ξεκινήσει η εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε.", με τη μεσολάβηση του αναιρεσίβλητου, οι οποίες κατέληξαν αρχές του έτους 1996 στην κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ της αναιρεσείουσας και της εταιρείας "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." για την πώληση προς την τελευταία μηχανολογικού εξοπλισμού, αξίας 10.170.000 γερμανικών μάρκων και στ) ότι η τελευταία αυτή σύμβαση, στην οποία ουδεμία είχε ανάμιξη η νέα εμπορική αντιπρόσωπος της αναιρεσείουσας εταιρεία "ΙΝΤΕΡΜΑΤ" η οποία δεν έλαβε οποιαδήποτε προμήθεια από την αιτία αυτή, καταρτίσθηκε με βάση τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις που διενεργήθηκαν για την εταιρεία "ΒΕΑΚ Α.Ε." με τη μεσολάβηση του αναιρεσίβλητου, διαλαμβάνοντας παράλληλα και τις ενέργειες στις οποίες εκείνος προς τούτο προέβη, καταλήγοντας ότι υπήρξε αποτέλεσμα, που συνδέεται αιτιωδώς με την ιστορούμενη παρέμβαση του αναιρεσίβλητου, το δε χρονικό διάστημα που διήλθε από τη λύση της συμβάσεως αποκλειστικής εμπορικής αντιπροσωπείας (10-5-1994) μέχρι την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως (αρχές του έτους 1996) αξιολογείται ως εύλογο, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 παρ.2 του π.δ.219/1991, ενόψει της πολυπλοκότητας του αντικειμένου της συμβάσεως πωλήσεως και των μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων που απαιτήθηκαν. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δικαιολογούσαν την κατ' ορθή εφαρμογή των σημειουμένων στην αρχή της παρούσης διατάξεως των άρθρων 1 και 6 του π.δ. 219/1991 παραδοχή της κατά της αναιρεσείουσας απευθυνόμενης αγωγής του αναιρεσίβλητου με προσδιορισμό της κατ' αυτής αξιώσεως του προμηθείας σε ποσοστό 5/00 επί της αξίας του πωληθέντος προς την εταιρεία "ΟΞΥΜΑΧΟΝ Α.Ε." μηχανολογικού εξοπλισμού με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους απομένοντας προς έρευνα λόγους αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ.1 (1ος, 3ος λόγοι) και 19 (2ος λόγος), με την έννοια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, να ελέγχονται ως αβάσιμες. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, με παράλληλη καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των 2.700,00 ευρώ (ΚΠολΔ 183).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 888/26-8-2009 αίτηση για αναίρεση της 2596/13-5-2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2011.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



<< Επιστροφή