Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακούργημα. Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας, της οποίας διαχειριζόταν την περιουσία, έγινε κάτοχος του χρηματικού ποσού των 45.000.000 δραχμών, το οποίο κατέθεσε η παθούσα για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, που τελούσε υπό τη συμφωνηθείσα αναβλητική αίρεση της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας, για την οποία έγινε η μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού αυτού. Μετά τη ματαίωση όμως της πιο πάνω αιρέσεως και της μεταβιβάσεως της κυριότητας του ποσού αυτού στην άνω εταιρία, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, αρνήθηκε την επιστροφή των άνω χρημάτων στην εγκαλούσα, όταν η τελευταία με εξώδικο ζήτησε την επιστροφή τους, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση του να ιδιοποιηθεί παράνομα τα άνω χρήματα. Ο αναιρεσείων, ως μοναδικός διαχειριστείς της εταιρίας, είχε την κατοχή των ισόποσων λογιστικών μονάδων του ποσού αυτού, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, στοιχειοθετούμενης της κατηγορουμένης πράξεως, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική αυτής υπόσταση. Αβάσιμοι οι λόγοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΠΚ 375), που εφαρμόστηκε και για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1967/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Νικόλαου Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.419/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Α. του Π., κάτοικο ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαρτίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 472/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, με αριθμό 181/13-5-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ την 42/24-3-10 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., κατά του 419/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 481/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε, τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε. δρχ. [άρθρα 60,375 ΠΚ], και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2- Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του κατηγορούμενου Αργυρώ Περσίδου, κάτοικο Αθηνών, με δήλωση ενώπιον της γραμματέως του εκδόντος το βούλευμα Συμβουλίου Εφετών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση αυτού, που έγινε σ' αυτόν μεν με θυροκόλληση στην οικία του, στην αντίκλητό του δε δικηγόρο Αργυρώ Περσίδου με παράδοση στα χέρια της στις 15-3-10 [βλ.τα από 15-3-10 επιδοτήρια του δικ. επιμελητή ...]. Η σχετική έκθεση συντάχθηκε από τη γραμματέα με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 151 και 474 ΚΠΔ και περιέχει τους λόγους για τους οποίους ασκείται, που συνίστανται στην στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 ΚΠΔ και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν,[άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ ΚΠΔ]. Είναι, συνεπώς, νομότυπη, εμπρόθεσμη και επιτρεπόμενη από το νόμο, αφού στρέφεται κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα,[άρθρο 482 παρ.1 περ.α ΚΠΔ], οπότε καθίσταται τυπικά δεκτή και εξεταστέα ως προς τη βασιμότητά της. Να σημειωθεί ότι το προσβαλλόμενο τούτο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αναιρέθηκε επανειλημμένα με τρεις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και δη με τις 1524/07,430/08 και 1363/09.
3- Ουσιαστικός έλεγχος Α-Νομικές διατάξεις. α- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά [ΑΠ.19/01 ΟΛΟΜ-Π.ΔΙΚ. 01/1225, ΠΧΡ. 02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693].
β- Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (ΑΠ 760/1996, 1155/2000 ΠΧ ΜΖ' 379, ΝΑ' 398 αντίστοιχα).
γ- Κατά το άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ, όπως το τελευταίο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν. 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει, το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000,00 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων : α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται το ευρισκόμενο σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο, β) το πράγμα αυτό να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη και να ήταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε το πράγμα παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή άλλο δικαίωμα που παρέχεται σε αυτόν από το νόμο και δ) δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει στην περιουσία του το ξένο κινητό πράγμα, που βρίσκεται στην κατοχή του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο (ΑΠ 1066/2004 ΠΧρ. ΝΕ, σελ. 511, ΑΠ 111/2003 ΠΧρ. ΝΓ, σελ. 903, ΑΠ 1123/2003 ΠΧρ. ΝΔ, σελ. 243, ΑΠ 741/2002 ΠΧρ. ΝΓ, σελ. 224). Η απόκτηση της κατοχής χρημάτων επί υπεξαιρέσεως δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στον δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεως τους (ΑΠ 963/2003 ΠΧρ. ΝΔ, σελ. 223). Για τη στοιχειοθέτηση της υπό του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 375 παρ.1 όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν. 2721/1999, προβλεπόμενης κακουργηματικής μορφής υπεξαιρέσεως απαιτείται επιπροσθέτως η συνολική αξία να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000,00 ευρώ).
δ- Μεταβολή κατηγορίας. Η μεταβολή της κατηγορίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα όταν δεν τηρούνται οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ.1α σε συνδ. με 171 παρ.1β του ΚΠΔ. Τέτοια όμως μεταβολή υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή καταδικάζεται από το δικαστήριο είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία ασκήθηκε εναντίον του η ποινική δίωξη κατά χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, αλλά αποτελείται από γεγονότα άσχετα από εκείνα που συνιστούν την αρχική πράξη στην οποία αναφέρεται η κατηγορία. Αυτό όμως δε συμβαίνει όταν με το βούλευμα ή με την απόφαση προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αρχική πράξη, όπως ο χρόνος, ο τρόπος τελέσεως και όταν αυτός που κατηγορήθηκε κρίνεται και παραπέμπεται για άλλη πράξη κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό αυτής(ΑΠ 464/90 ΠΧΡ.Μ/1141).
Β- Περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ' είδος και δη μάρτυρες, έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η 3544/2006 απόφαση του πολιτικού Εφετείου Αθηνών, και απολογίες των κατηγορουμένων, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν γενικός διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Αθήνα και επί της οδού ..., ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", η οποία είχε ως αντικείμενο μεταξύ των άλλων την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων και ιδία παραγωγή οίνων, οινοπνευματωδών και λοιπών ομοειδών προϊόντων από σταφύλια και άλλες επιτρεπόμενες πρώτες ύλες, καθώς και ειδών συσκευασίας των. Την ίδια χρονική περίοδο οι κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας. Η εταιρία αυτή ήταν πολυμετοχική και οι μετοχές ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, τελούσαν όμως σε καθεστώς προσωρινής αναστολής διαπραγματεύσεως. Τον ανωτέρω χρόνο η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. πληροφορήθηκε από τον γνωστό της Θ. Α., ότι το Δ.Σ.της πιο πάνω εταιρίας θα πρότεινε στη γενική συνέλευση των μετόχων της την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της υπέρ των επενδυτών με κατάργηση του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων υπέρ νέων. Η πολιτικώς ενάγουσα, εκτιμώντας την εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ως επενδυτική ευκαιρία, ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σ' αυτήν και να καταστεί μέτοχος. Έτσι, ήλθε σε συνεννόηση με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π. και, αφού του γνωστοποίησε την πρόθεση της, την 18-2-2000 κατέθεσε στον ... λογαριασμό, που τηρούσε η εταιρία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τον οποίο της υπέδειξε, το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., προκειμένου να λάβει 300.000 κοινές μετοχές μετά ψήφου, με τιμή διαθέσεως κάθε μετοχής 150 δρχ. υπέρ το άρτιο, οι οποίες θα εκδίδονταν μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η προφορική συμφωνία μεταξύ τους ήταν ότι η καταβολή των χρημάτων για την αγορά των μετοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πραγματοποιήσεως της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου και της ταυτόχρονης παραιτήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των νέων μετόχων με τη λήψη σχετικής αποφάσεως από τη γενική συνέλευση της εταιρίας που είχε οριστεί για την 18-2-2000 ή σε οποιαδήποτε επαναληπτική, άλλως τα χρήματα θα της επιστρέφονταν. Η συμφωνία αυτή διατυπώθηκε και εγγράφως σε αίτηση, την οποία υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. προς το Δ.Σ.της εταιρίας, η οποία και έγινε σιωπηρώς αποδεκτή. Η αίτηση αυτή, η οποία χορηγήθηκε στην ανωτέρω υπό της εταιρίας και ήταν έντυπη με διαμορφωμένο υπ' αυτής το περιεχόμενο της, διελάμβανε ότι, εάν η επικείμενη συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου 2000 ή οι επαναληπτικές αυτής δεν εγκρίνουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τα χρήματα που κατέθεσε θα της επιστραφούν ατόκως στον αναγραφόμενο σ' αυτήν τραπεζικό λογαριασμό της. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ο εκκαλών- κατηγορούμενος Σ. Π. είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της εταιρίας και με τις από 8-4-1997 και 9-7-1999 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και δημοσιεύθηκαν στα υπ' αριθμ. 7478/21-10-1997 και 1326/21-2-2000 ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αντίστοιχα, του είχαν εκχωρηθεί όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες του άρθρου 20 του καταστατικού. Επίσης, σύμφωνα με το Κωδικοποιημένο Καταστατικό της εταιρίας από 4-4-1999 και το από 30-6-1997 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας, που τροποποιήθηκε με το από 1-7-1997 Πρακτικό του Δ.Σ., τα οποία έχουν δημοσιευθεί νόμιμα στα ΦΕΚ και έχουν καταχωρηθεί στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιριών, είχε οριστεί μοναδικός διαχειριστής του προαναφερομένου ... λογαριασμού καταθέσεων όψεως της ως άνω εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις του εν λόγω λογαριασμού από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση έχουν πραγματοποιηθεί απ' αυτόν (βλ.την από 6-10-2005 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος). Μετά πάροδο διμήνου η πολιτικώς ενάγουσα, μη έχοντας οποιαδήποτε ενημέρωση, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π., ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας είχε εγκρίνει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και ότι οι μετοχές θα παραδίδονταν σ' αυτήν μετά την περαίωση των απαιτούμενων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Έκτοτε ο χρόνος κυλούσε και ο ανωτέρω κατηγορούμενος με διάφορες δικαιολογίες εφησύχαζε την εγκαλούσα. Η τελευταία κατά μήνα Ιανουάριο 2001, έχοντας πλέον εξαντληθεί η υπομονή της ερεύνησε και ανακάλυψε ότι η γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, που είχε αρχικά ορισθεί να γίνει την 18-2-2000, αναβλήθηκε για την 7-3-2000 και ακολούθως για την 24-3-2000,οπότε και πραγματοποιήθηκε. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην από 9-11-2000 αίτηση, αλλά και στα συνημμένα σ' αυτήν, που υπέβαλε η εταιρία στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, η γενική συνέλευση των μετόχων της την 24-3-2000 μεταξύ των άλλων αποφάσισε α) την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.055.000.000 δραχμών και διανομή δωρεάν μετοχών στους μετόχους και β) την κατάργηση του δικαιώματος προτίμησης των παλαιών μετόχων, υπέρ νέων μετόχων - επενδυτών και ειδικών στρατηγικών συνεργατών, και γ) την έκδοση 120.800.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 105 δρχ. εκάστης, προς αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών. Ακολούθως, προς υλοποίηση της ανωτέρω απόφασης, έλαβε χώρα 1) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.056.000.000 δρχ., 2) μείωση της ονομαστικής αξίας των 66.000.000 μετοχών της εταιρίας από 110 σε 105 δραχμές η καθεμία,και,τέλος,3) έκδοση 43.200.000 νέων μετοχών, ονομαστικής αξίας 105 δραχμών εκάστης, καθώς και 30.800.000 νέων μετοχών, της ίδιας ονομαστικής αξίας, με καταβολή μετρητών από νέους επενδυτές, με συνέπεια την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 3.234.000.000 δρχ. Κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως αυτής, γεγονός είναι ότι, δημιουργήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί. Η απόφαση αυτή της συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας την 24-3-2000 περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της δεν ήταν σύννομη, καθόσον : α) η προαναφερόμενη αλλαγή της ονομαστικής αξίας της μετοχής της εταιρίας αποτελούσε τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 7β παρ. 11 του ΚΝ 2190/1920, συντελείται μόνο μετά την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της διοικητικής απόφασης για την έγκριση της και β) η απόφαση καταργήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως παλαιών μετόχων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών είναι σύννομη μόνον εφόσον το Δ.Σ. υποβάλει γραπτή έκθεση στη Γενική Συνέλευση, η οποία να δικαιολογεί τους λόγους που την επέβαλαν και τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του ΚΝ 2190/1920. Στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Κ2-14213/24-11-2000 έγγραφο του, το οποίο απέστειλε στην εταιρία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." και κοινοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., δεν υποβλήθηκε κανένα δικαιολογητικό από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 για τη νόμιμη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 24-3-2000, ούτε αντίγραφο πρακτικών της συνέλευσης αυτής και ως εκ τούτου δεν έχει εγκριθεί ούτε έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Α.Ε. καμία απόφαση από αυτές που λήφθηκαν στην εν λόγω Γενική Συνέλευση. Η ως άνω υπηρεσία με το προαναφερόμενο έγγραφο της, υπέδειξε στα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας να μην προβούν σε καμία ενέργεια έκδοσης και διανομής νέων μετοχών που προήλθαν από την μη νομίμως πραγματοποιηθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που λήφθηκε στη γενική συνέλευση της 24-3-2000 και ζήτησε, χωρίς όμως αποτέλεσμα, από αυτά, προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή σε βάρος τους των υπό των διατάξεων των άρθρων 54 και επόμενα του ΚΝ 2190/1920 προβλεπομένων κυρώσεων, να της υποβάλουν όλα τα σχετικά δικαιολογητικά συγκλήσεως της εν λόγω Γ.Σ. και αντίγραφα πρακτικών της. Με βάση τα προαναφερόμενα ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας μεταξύ της εγκαλούσης Μ. (Α.) Α. και της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.". Η ανωτέρω εγκαλούσα, αφού αποσβέσθηκε το δικαίωμα προσδοκίας της για την απόκτηση μετοχών της εταιρίας λόγω ματαιώσεως της αιρέσεως, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π. και του ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων της. Ακολούθως, αφού τα χρήματα δεν της επεστράφησαν, απέστειλε στην εταιρία και στους κατηγορούμενους, που φέρονταν ως μέλη του Δ.Σ. αυτής, το από 5-2-2001 εξώδικο, με το οποίο ζητούσε, όπως εντός τριών ημερών από της επιδόσεως του, να της επιστρέψουν το ποσό των 45.000.000 δρχ. Το εν λόγω εξώδικο, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 11276, 11275, 11300, 11274 και 11288/2001 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., επιδόθηκε την 7-2-2001 στην ως άνω εταιρία και στον κατηγορούμενο Σ. Π., την 13-2-2001 στον κατηγορούμενο Δ. Δ., την 7-2-2001 στην κατηγορουμένη Μ.-Ι. Α. και την 9-2-2001 στον κατηγορούμενο Χ. Β.. Οι Γ. Α. και Μ. Π., κατά το χρόνο της συμμετοχής τους, ως μέλη του Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας, ήταν ο πρώτος πρόεδρος του "Πανελληνίου Συνδέσμου Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών" (ΠΑΣΕΧΑ) και ο δεύτερος μέλος του ιδίου συνδέσμου, και εξαιτίας της εν λόγω ιδιότητας τους συμμετείχαν στα διοικητικά συμβούλια και πολλών άλλων εταιριών, στις οποίες μέτοχοι ήταν μέλη του ανωτέρω συνδέσμου. Ούτοι είχαν εκδηλώσει πολλαπλώς την αντίθεση τους με τον τρόπο διοίκησης της εταιρίας και είχαν καταβάλλει προσπάθειες διασφάλισης των συμφερόντων των μετόχων της. Ειδικότερα, υπέβαλλαν μαζί με άλλους μετόχους την από 16-7-1999 αίτησή τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για διενέργεια ελέγχου στην "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", θεωρώντας ότι ο κατηγορούμενος Σ. Π., στον οποίο το Δ.Σ. της εταιρίας από το έτος 1997 είχε εκχωρήσει τις αρμοδιότητες του, δεν ασκούσε με νόμιμο τρόπο τη διοίκηση της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 23748/1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε έκτακτος έλεγχος στην εταιρία από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, οι διαπιστώσεις δε του τελευταίου, που επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στην ως άνω αίτηση, αναφέρονται στο 160/16-5-2000 έγγραφο του προς τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών. Περαιτέρω, υπέβαλαν μαζί με άλλους μετόχους της εταιρίας την από 27-3-2000 αίτηση και ζητούσαν να διοριστεί προσωρινή διοίκηση της εταιρίας, επικαλούμενοι ότι ο γενικός διευθυντής αυτής Σ. Π. παρανομεί και εμποδίζει την διεξαγωγή του ελέγχου από τον ορκωτό ελεγκτή, βοηθούμενος στις παρανομίες του από τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ., η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2506/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ούτοι μεταξύ άλλων κατέθεσαν την 13-4-2000 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την από 10-4-2000 αγωγή, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το ανυπόστατο της Γενικής Συνέλευσης της 24-3-2000. Επισημαίνουμε ότι η συντονιστική επιτροπή των μετόχων της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." κατέθεσε την από 22-5-2000 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του νομικού συμβούλου της εταιρίας Α. Κ. και των κατηγορουμένων, για τους οποίους ανάφερε ότι με τις ενέργειες τους εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εταιρίας και των μετόχων της. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ανωτέρω αντιλαμβανόμενοι ότι υπό τις κρατούσες στην εταιρία συνθήκες η παραμονή τους στο Δ.Σ. αυτής δεν είχε νόημα, με τις από 24-4-2000 και 15-5-2000 δηλώσεις τους αντίστοιχα, που επιδόθηκαν νομίμως στον Πρόεδρο της, υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Επίσης, παραιτήθηκαν και άλλα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας, και συγκεκριμένα οι Π. Κ. και Α. Κ., όταν αντιλήφθηκαν την ύπαρξη κάποιας ανωμαλίας και περιήλθαν σε γνώση τους διάφορα δικόγραφα. Μετά λοιπόν την αποχώρηση από το Δ.Σ. της εταιρίας των ανωτέρω μελών συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο. Όμως, το γεγονός ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήσαν μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας δεν σημαίνει ότι είχαν και διαχειριστική εξουσία. Δεν είχαν καμία πρόσβαση στους λογαριασμούς της εταιρίας και ειδικότερα δεν είχαν δικαίωμα ανάληψης χρημάτων από τον ... λογαριασμό καταθέσεων όψεως στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στον οποίο κατατέθηκαν τα χρήματα από την εγκαλούσα. Έτσι, ουδέποτε απέκτησαν την συγκατοχή των χρημάτων αυτών, που είναι βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία. Αντίθετα, όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ. της εταιρίας είχαν ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του εκκαλούντα- κατηγορούμενου Σ. Π., ο οποίος ήταν ο μοναδικός διαχειριστής του προαναφερόμενου λογαριασμού της εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις αυτού (λογαριασμού), από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση, είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο εκκαλών - κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση επί του κατατεθέντος από την εγκαλούσα χρηματικού ποσού σε λογαριασμό της εταιρίας, έχοντας την φυσική εξουσία επ' αυτού (χρηματικού ποσού) και δεν προκύπτει αντίθετο στοιχείο από την δικογραφία που να αναιρεί αυτά. Μετά δε την κοινοποίηση προς αυτόν του εξωδίκου εκ μέρους της εγκαλούσας, δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων της, καίτοι γνώριζε ότι ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας της με την εταιρία, αλλά άφησε και παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα τριήμερη προθεσμία, εκδηλώνοντας έτσι την 16-2-2001 την πρόθεση της παράνομης ιδιοποίησης του ποσού των 45.000.000 δραχμών που αυτή είχε καταθέσει, το οποίο χωρίς δικαίωμα ενσωμάτωσε στην περιουσία της εταιρίας. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, η 16η Φεβρουαρίου 2001 είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο ανωτέρω κατηγορούμενος εκδήλωσε την πρόθεση του να μην επιστρέψει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο είναι ανώτερο των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000,00 ευρώ, στην εγκαλούσα, εξασφαλίζοντας έτσι χρηματικούς πόρους για την εταιρία. Από τα περιστατικά αυτά, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης, που τέλεσε ο εκκαλών κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, σε βάρος της ανωτέρω παθούσας, με αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ή των 73.000 Ε. Στη συνέχεια απέρριψε τη έφεση αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου.
Γ- Αναιρετικός έλεγχος. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ή των 73.000 €, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι ο κατηγορούμενος έγινε κάτοχος του χρηματικού ποσού των 45.000.000,το οποίο κατέθεσε η παθούσα στο λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, την οποία αυτός εκπροσωπούσε και της οποίας διαχειριζόταν την περιουσία της, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού αυτού τελούσε υπό τη συμφωνηθείσα αναβλητική αίρεση της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας και ότι η ανωτέρω αίρεση ματαιώθηκε με αποτέλεσμα να μην περιέλθει τελικά η κυριότητα τούτου στην εταιρία, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι αυτός αρνήθηκε την απόδοσή του στην παθούσα παρόλον ότι η αίρεση ματαιώθηκε και η παθούσα του ζήτησε να της τα αποδώσει, εκδηλώνοντας έτσι φανερά την πρόθεση της παράνομης ιδιοποιήσεώς του. Η κατάθεση του χρηματικού ποσού όχι σε δικό του προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, αλλά στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας, δεν διαφοροποιεί καθόλου τη νομική κατάσταση του κατατεθειμένου χρηματικού ποσού, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης, καθόσον αυτός, όντας μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας, είχε την κατοχή των ισόποσων λογιστικών μονάδων του. Και τούτο γιατί ο δικαιούχος ή, όπερ το αυτό, ο διαχειριστής ενός τραπεζικού λογαριασμού έχει και την κατοχή επί των κατατεθειμένων σ' αυτό χρημάτων, οι οποίες, λογιστικές μονάδες, εντάσσονται στην έννοια του πράγματος [ΑΠ.Ολομ. 1093/91, ΠΧΡ.92/39, Ανδρουλάκης ΠΧΡ.ΜΕ/673, Σπινέλλης ΠΧΡ.ΜΣΤ/430, Συμεωνίδου -Καστανίδου Υπερ.98/937]. Οι αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και έτσι πείσθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία παραπέμπεται, και δη ότι δεν έλαβε υπόψη του την 3544/06 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού της παθούσας αναζητείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ότι η μεταβίβαση του ανωτέρω χρηματικού ποσού έγινε όχι σ' αυτόν, αλλά στην εταιρία, που εκπροσωπούσε, υπαινισσόμενος έτσι ότι την υπεξαίρεση την τέλεσε η εταιρία, ότι η εταιρία έγινε κύρια και όχι κάτοχος αυτού, διότι η αίρεση είχε ενοχική μόνο και όχι εμπράγματη ενέργεια, ότι η εταιρία έγινε κύρια του ποσού σύμφωνα με τις διατάξεις της ανώμαλης παρακαταθήκης και, τέλος, ότι δεν συμφωνήθηκε καμία αναβλητική αίρεση μεταβίβασης της κυριότητας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει αυτόν στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 €. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 42/24-3-10 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., κατά του 419/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και
Β-Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 €.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής"
Αφού άκουσε
Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ.1 εδ.α' του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α)ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β)το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ)ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ)δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1)Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α'του ν.2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2)το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ.2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 του ν.2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β'του Ν.2721/1999. Εξάλλου από το άρθρο 201 του ΑΚ συνάγεται ότι σε δικαιοπραξία με την οποία συμφωνήθηκε ανάμεσα στους συμβαλλομένους η μεταβίβαση της κυριότητας με αναβλητική αίρεση, εκείνος, στον οποίο γίνεται η μεταβίβαση δεν αποκτά την κυριότητα του πράγματος που του δόθηκε ενώ εκκρεμεί η αίρεση και σε περίπτωση ματαιώσεως της χάνει κάθε προσδοκία για την απόκτηση της κυριότητας αυτού με βάση την παραπάνω συμφωνία και είναι υποχρεωμένος να αποδώσει τούτο ενώ η απόκτηση της κατοχής χρημάτων επί υπεξαιρέσεως δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στον δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεως τους.
Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ, 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι, προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, συγκεκριμένα δε, από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων της κύριας ανάκρισης και ειδικότερα από τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία συμπεριλαμβανομένης και της υπ' αριθμ. 3544/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα των τελευταίων και της πολιτικώς ενάγουσας, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν γενικός διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Αθήνα και επί της οδού ..., ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", η οποία είχε ως αντικείμενο μεταξύ των άλλων την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων και ιδία παραγωγή οίνων, οινοπνευματωδών και λοιπών ομοειδών προϊόντων από σταφύλια και άλλες επιτρεπόμενες πρώτες ύλες, καθώς και ειδών συσκευασίας των. Την ίδια χρονική περίοδο οι κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας. Η εταιρία αυτή ήταν πολυμετοχική και οι μετοχές ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, τελούσαν όμως σε καθεστώς προσωρινής αναστολής διαπραγματεύσεως. Τον ανωτέρω χρόνο η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. πληροφορήθηκε από τον γνωστό της Θ. Α., ότι το Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας θα πρότεινε στη γενική συνέλευση των μετόχων της την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της υπέρ των επενδυτών με κατάργηση του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων υπέρ νέων. Η πολιτικώς ενάγουσα, εκτιμώντας την εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ως επενδυτική ευκαιρία, ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σ' αυτήν και να καταστεί μέτοχος. Έτσι, ήλθε σε συνεννόηση με τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο Σ. Π. και, αφού του γνωστοποίησε την πρόθεση της, την 18-2-2000 κατέθεσε στον ... λογαριασμό, που τηρούσε η εταιρία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τον οποίο της υπέδειξε, το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., προκειμένου να λάβει 300.000 κοινές μετοχές μετά ψήφου, με τιμή διαθέσεως κάθε μετοχής 150 δρχ. υπέρ το άρτιο, οι οποίες θα εκδίδονταν μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η προφορική συμφωνία μεταξύ τους ήταν ότι η καταβολή των χρημάτων για την αγορά των μετοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πραγματοποιήσεως της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου και της ταυτόχρονης παραιτήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των νέων μετόχων με τη λήψη σχετικής αποφάσεως από τη γενική συνέλευση της εταιρίας που είχε οριστεί για την 18-2-2000 ή σε οποιαδήποτε επαναληπτική, άλλως τα χρήματα θα της επιστρέφονταν. Η συμφωνία αυτή διατυπώθηκε και εγγράφως σε αίτηση, την οποία υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. προς το Δ.Σ. της εταιρίας, η οποία και έγινε σιωπηρώς αποδεκτή. Η αίτηση αυτή, η οποία χορηγήθηκε στην ανωτέρω υπό της εταιρίας και ήταν έντυπη με διαμορφωμένο υπ' αυτής το περιεχόμενο της, διελάμβανε ότι, εάν η επικείμενη συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου 2000 ή οι επαναληπτικές αυτής δεν εγκρίνουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τα χρήματα που κατέθεσε θα της επιστραφούν ατόκως στον αναγραφόμενο σ' αυτήν τραπεζικό λογαριασμό της. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ο εκκαλών- κατηγορούμενος Σ. Π. είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της εταιρίας και με τις από 8-4-1997 και 9-7-1999 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και δημοσιεύθηκαν στα υπ' αριθμ.7478/21-10-1997 και 1326/21-2-2000 ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αντίστοιχα, του είχαν εκχωρηθεί όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες του άρθρου 20 του καταστατικού. Επίσης, σύμφωνα με το Κωδικοποιημένο Καταστατικό της εταιρίας από 4-4-1999 και το από 30-6-1997 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας, που τροποποιήθηκε με το από 1-7-1997 Πρακτικό του Δ.Σ., τα οποία έχουν δημοσιευθεί νόμιμα στα ΦΕΚ και έχουν καταχωρηθεί στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιριών, είχε οριστεί μοναδικός διαχειριστής του προαναφερομένου ... λογαριασμού καταθέσεων όψεως της ως άνω εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις του εν λόγω λογαριασμού από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση έχουν πραγματοποιηθεί απ' αυτόν (βλ. την από 6-10-2005 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος). Μετά πάροδο διμήνου η πολιτικώς ενάγουσα, μη έχοντας οποιαδήποτε ενημέρωση, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π., ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας είχε εγκρίνει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και ότι οι μετοχές θα παραδίδονταν σ' αυτήν μετά την περαίωση των απαιτούμενων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Έκτοτε ο χρόνος κυλούσε και ο ανωτέρω κατηγορούμενος με διάφορες δικαιολογίες εφησύχαζε την εγκαλούσα. Η τελευταία κατά μήνα Ιανουάριο 2001, έχοντας πλέον εξαντληθεί η υπομονή της ερεύνησε και ανακάλυψε ότι η γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, που είχε αρχικά ορισθεί να γίνει την 18-2-2000, αναβλήθηκε για την 7-3-2000 και ακολούθως για την 24-3-2000,οπότε και πραγματοποιήθηκε. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην από 9-11-2000 αίτηση, αλλά και στα συνημμένα σ1 αυτήν, που υπέβαλε η εταιρία στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, η γενική συνέλευση των μετόχων της την 24-3-2000 μεταξύ των άλλων αποφάσισε α) την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.055.000.000 δραχμών και διανομή δωρεάν μετοχών στους μετόχους και β) την κατάργηση του δικαιώματος προτίμησες των παλαιών μετόχων, υπέρ νέων μετόχων - επενδυτών και ειδικών στρατηγικών συνεργατών, και γ) την έκδοση 120.800.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 105 δρχ. εκάστης, προς αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών. Ακολούθως, προς υλοποίηση της ανωτέρω απόφασης, έλαβε χώρα 1) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.056.000.000 δρχ., 2) μείωση της ονομαστικής αξίας των 66.000.000 μετοχών της εταιρίας από 110 σε 105 δραχμές η καθεμία,και,τέλος,3) έκδοση 43.200.000 νέων μετοχών, ονομαστικής αξίας 105 δραχμών εκάστης, καθώς και 30.800.000 νέων μετοχών, της ίδιας ονομαστικής αξίας, με καταβολή μετρητών από νέους επενδυτές, με συνέπεια .την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 3.234.000.000 δρχ. Κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως αυτής, γεγονός είναι ότι, δημιουργήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί. Η απόφαση αυτή της συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας την 24-3-2000 περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της δεν ήταν σύννομη, καθόσον : α) η προαναφερόμενη αλλαγή της ονομαστικής αξίας της μετοχής της εταιρίας αποτελούσε τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 7β παρ. 11 του ΚΝ 2190/1920, συντελείται μόνο μετά την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της διοικητικής απόφασης για την έγκριση της και β) η απόφαση καταργήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως παλαιών μετόχων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών είναι σύννομη μόνον εφόσον το Δ.Σ. υποβάλει γραπτή έκθεση στη Γενική Συνέλευση, η οποία να δικαιολογεί τους λόγους που την επέβαλαν και τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του ΚΝ 2190/1920. Στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Κ2-14213/24-11-2000 έγγραφο του, το οποίο απέστειλε στην εταιρία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." και κοινοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., δεν υποβλήθηκε κανένα δικαιολογητικό από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 για τη νόμιμη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 24-3-2000, ούτε αντίγραφο πρακτικών της συνέλευσης αυτής και ως εκ τούτου δεν έχει εγκριθεί ούτε έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Α.Ε. καμία απόφαση από αυτές που λήφθηκαν στην εν λόγω Γενική Συνέλευση. Η ως άνω υπηρεσία με το προαναφερόμενο έγγραφο της, υπέδειξε στα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας να μην προβούν σε καμία ενέργεια έκδοσης και διανομής νέων μετοχών που προήλθαν από την μη νομίμως πραγματοποιηθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που λήφθηκε στη γενική συνέλευση της 24-3-2000 και ζήτησε, χωρίς όμως αποτέλεσμα, από αυτά, προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή σε βάρος τους των υπό των διατάξεων των άρθρων 54 και επόμενα του ΚΝ 2190/1920 προβλεπομένων κυρώσεων, να της υποβάλουν όλα τα σχετικά δικαιολογητικά συγκλήσεως της εν λόγω Γ.Σ. και αντίγραφα πρακτικών της. Με βάση τα προαναφερόμενα ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας μεταξύ της εγκαλούσης Μ. (Α.) Α. και της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ Θ.ΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.". Η ανωτέρω εγκαλούσα, αφού αποσβέσθηκε το δικαίωμα προσδοκίας της για την απόκτηση μετοχών της εταιρίας λόγω ματαιώσεως της αιρέσεως, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π. και του ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων της. Ακολούθως, αφού τα χρήματα δεν της επεστράφησαν, απέστειλε στην εταιρία και στους κατηγορούμενους, που φέρονταν ως μέλη του Δ.Σ. αυτής, το από 5-2-2001 εξώδικο, με το οποίο ζητούσε, όπως εντός τριών ημερών από της επιδόσεως του, να της επιστρέψουν το ποσό των 45.000.000 δρχ. Το εν λόγω εξώδικο, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 11276,11275,11300, 11274 και 11288/2001 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., επιδόθηκε την 7-2-2001 στην ως άνω εταιρία και στον κατηγορούμενο Σ. Π., την 13-2-2001 στον κατηγορούμενο Δ. Δ., την 7-2-2001 στην κατηγορουμένη Μ.-Ι. Α. και την 9-2-2001 στον κατηγορούμενο Χ. Β.. Οι Γ. Α. και Μ. Π., κατά το χρόνο της συμμετοχής τους, ως μέλη του Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας, ήταν ο πρώτος πρόεδρος του "Πανελληνίου Συνδέσμου Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών" (ΠΑΣΕΧΑ) και ο δεύτερος μέλος του ιδίου συνδέσμου, και εξαιτίας της εν λόγω ιδιότητας τους συμμετείχαν στα διοικητικά συμβούλια και πολλών άλλων εταιριών, στις οποίες μέτοχοι ήταν μέλη του ανωτέρω συνδέσμου. Ούτοι είχαν εκδηλώσει πολλαπλώς την αντίθεση τους με τον τρόπο διοίκησης της εταιρίας και είχαν καταβάλλει προσπάθειες διασφάλισης των συμφερόντων των μετόχων της. Ειδικότερα, υπέβαλλαν μαζί με άλλους μετόχους την από 16-7-1999 αίτηση τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για διενέργεια ελέγχου στην "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", θεωρώντας ότι ο κατηγορούμενος Σ. Π., στον οποίο το Δ.Σ. της εταιρίας από το έτος 1997 είχε εκχωρήσει τις αρμοδιότητες του, δεν ασκούσε με νόμιμο τρόπο τη διοίκηση της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 23748/1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε έκτακτος έλεγχος στην εταιρία από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, οι διαπιστώσεις δε του τελευταίου, που επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στην ως άνω αίτηση, αναφέρονται στο 160/16-5-2000 έγγραφο του προς τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών. Περαιτέρω, υπέβαλαν μαζί με άλλους μετόχους της εταιρίας την από 27-3-2000 αίτηση και ζητούσαν να διοριστεί προσωρινή διοίκηση της εταιρίας, επικαλούμενοι ότι ο γενικός διευθυντής, αυτής Σ. Π. παρανομεί και εμποδίζει την διεξαγωγή του ελέγχου από τον ορκωτό ελεγκτή, βοηθούμενος στις παρανομίες του από τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ,, η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ.2506/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ούτοι μεταξύ άλλων κατέθεσαν την 13-4-2000 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την από 10-4-2000 αγωγή, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το ανυπόστατο της Γενικής Συνέλευσης της 24-3-2000. Επισημαίνουμε ότι η συντονιστική επιτροπή των μετόχων της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." κατέθεσε την από 22-5-2000 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του νομικού συμβούλου της εταιρίας Α. Κ. και των κατηγορουμένων, για τους οποίους ανάφερε ότι με τις ενέργειες τους εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εταιρίας και των μετόχων της. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ανωτέρω αντιλαμβανόμενοι ότι υπό τις κρατούσες στην εταιρία συνθήκες η παραμονή τους στο Δ.Σ. αυτής δεν είχε νόημα, με τις από 24-4-2000 και 15-5-2000 δηλώσεις τους αντίστοιχα, που επιδόθηκαν νομίμως στον Πρόεδρο της, υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Επίσης, παραιτήθηκαν και άλλα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας και συγκεκριμένα οι Π. Κ., και Α. Κ., όταν αντιλήφθηκαν την ύπαρξη κάποιας ανωμαλίας και περιήλθαν σε γνώση τους διάφορα δικόγραφα. Μετά λοιπόν την αποχώρηση από το Δ.Σ. της εταιρίας των ανωτέρω μελών συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο. Όμως, το γεγονός ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήσαν μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας δεν σημαίνει ότι είχαν και διαχειριστική εξουσία. Δεν είχαν καμία πρόσβαση στους λογαριασμούς της εταιρίας και ειδικότερα δεν είχαν δικαίωμα ανάληψης χρημάτων από τον ... λογαριασμό καταθέσεων όψεως στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στον οποίο κατατέθηκαν τα χρήματα από την εγκαλούσα. Έτσι, ουδέποτε απέκτησαν την συγκατοχή των χρημάτων αυτών, που είναι βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία. Αντίθετα, όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ. της εταιρίας είχαν ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του εκκαλούντα-κατηγορούμενου Σ. Π., ο οποίος ήταν ο μοναδικός διαχειριστής του προαναφερόμενου λογαριασμού της εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις αυτού (λογαριασμού), από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση, είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο εκκαλών - κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση επί του κατατεθέντος από την εγκαλούσα χρηματικού ποσού σε λογαριασμό της εταιρίας, έχοντας την φυσική εξουσία επ' αυτού (χρηματικού ποσού) και δεν προκύπτει αντίθετο στοιχείο από την δικογραφία που να αναιρεί αυτά. Μετά δε την κοινοποίηση προς αυτόν του εξωδίκου εκ μέρους της εγκαλούσας, δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων της, καίτοι γνώριζε ότι ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας της με την εταιρία, αλλά άφησε και παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα τριήμερη προθεσμία, εκδηλώνοντας έτσι την 16-2-2001 την πρόθεση της παράνομης ιδιοποίησης του ποσού των 45.000.000 δραχμών που αυτή είχε καταθέσει, το οποίο χωρίς δικαίωμα ενσωμάτωσε στην περιουσία της εταιρίας. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, η 16η Φεβρουαρίου 2001 είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο ανωτέρω κατηγορούμενος εκδήλωσε την πρόθεση του να μην επιστρέψει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο είναι ανώτερο των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000,00 ευρώ, στην εγκαλούσα, εξασφαλίζοντας έτσι χρηματικούς πόρους για την εταιρία. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική αξιόποινη πράξη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Σ. Π., έγινε κάτοχος του χρηματικού ποσού των 45.000.000,το οποίο κατέθεσε η παθούσα στο λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, την οποία αυτός εκπροσωπούσε και της οποίας διαχειριζόταν την περιουσία της, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού αυτού τελούσε υπό τη συμφωνηθείσα αναβλητική αίρεση της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας και ότι η ανωτέρω αίρεση ματαιώθηκε με αποτέλεσμα να μην περιέλθει τελικά η κυριότητα τούτου στην εταιρία, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι αυτός αρνήθηκε την απόδοση του στην παθούσα παρόλον ότι η αίρεση ματαιώθηκε και η παθούσα του ζήτησε να της τα αποδώσει, εκδηλώνοντας έτσι φανερά την πρόθεση της παράνομης ιδιοποιήσεως του. Η κατάθεση του χρηματικού ποσού όχι σε δικό του προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, αλλά στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας, δεν διαφοροποιεί καθόλου τη νομική κατάσταση του κατατεθειμένου χρηματικού ποσού, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης, καθόσον αυτός, όντας μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας, είχε την κατοχή των ισόποσων λογιστικών μονάδων του. Και τούτο γιατί ο δικαιούχος ή, όπερ το αυτό, ο διαχειριστής ενός τραπεζικού λογαριασμού έχει και την κατοχή επί των κατατεθειμένων σ' αυτό χρημάτων, οι οποίες, λογιστικές μονάδες, εντάσσονται στην έννοια του πράγματος. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατά την υποκειμενική και την αντικειμενική αυτής υπόσταση, καθώς επίσης ότι η ζημία της εγκαλούσας επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται. Τέλος, δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της υπεξαίρεσης και ως προς την παράνομη ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων, διότι περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς επίσης διότι δεν περιέχονται ασάφειες και αντιφατικές διατάξεις αφού προσδιορίζονται στο βούλευμα με πληρότητα τα περιστατικά της υπεξαίρεσης και μάλιστα, της κακουργηματικής, κατά την έννοια της ΠΚ 375 παρ.1-2α'τελέσεως αυτής. Με την παραδοχή δε ότι η καταβολή των χρημάτων για την αγορά των μετοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πραγματοποίησης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και της ταυτόχρονης παραιτήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των νέων μετόχων με τη λήψη σχετικής αποφάσεως από τη γενική συνέλευση της εταιρίας που είχε ορισθεί άλλως τα χρήματα θα της επιστρέφονταν, συνάγεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν έγινε κύριος των χρημάτων, αφού είχε εξαρτηθεί η μεταβίβαση του σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη από την μη ματαίωση της παραπάνω αίρεσης και συνεπώς αφού τα χρήματα τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του ήταν ξένα στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' ΚΠΔ για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διαταγής πρώτος λόγος της αναίρεσης. β)Δεν εμφιλοχώρησε καμία αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος όσον αφορά τον προσδιορισμό του προσώπου που διέπραξε την υπεξαίρεση, αφού τόσο κατά της παραδοχής του σκεπτικού, όσον και με την στο διατακτικό διάταξη του "Επικυρώνει το 481/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών κατά την παραπεμπτική του για τον ανωτέρω εκκαλούντα-κατηγορούμενο" προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα το οποίο είχε παραπέμψει και άλλους κατηγορούμενους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για τους οποίους το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία.
Συνεπώς και ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β και δ' ΚΠΔ 2ος λόγος της αναίρεσης για εκ πλαγίου παράβαση της διαταγής του άρθρου 375 ΠΚ λόγου αντιφάσεων μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού εκ τον λόγου ότι στο μεν σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι τα χρήματα τα ιδιοποιήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στο δε διατακτικό του πρωτόδικου παραπεμπτηρίου βουλεύματος ότι τα χρήματα τα ιδιοποιήθηκαν οι ίδιοι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ ΚΠΔ λόγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Μαρτίου 2010 (αριθμ.42/10 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών) αίτηση του Σ. Π. του Γ., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 419/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ