Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 176 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας.




Περίληψη:
Βούλευμα. Έφεση πολιτικώς ενάγουσας. Δεκτή απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία πλέον των 15.000 ευρώ. Άσκηση εφέσεως κατά πρωτόδικου απαλλακτικού της κατηγορίας βουλεύματος από την πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία από πληρεξούσιο χωρίς να προσκομίσει κατά την άσκηση αυτής πληρεξούσιο έγγραφο. Παράπονα για υπέρβαση εξουσίας, από αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 176/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 388/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΩΝ" με το διακριτικό τίτλο "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε.", που εδρεύει στις ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 624/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 214/18.6.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 9-4-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 388/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε τύποις και εν μέρει κατ'ουσίαν δεκτή η έφεση της πολιτικώς εναγούσης εταιρείας ("ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε.") κατά του απαλλακτικού διά τον αναιρεσείοντα υπ' αριθμ. 3769/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμπεται αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'απάτη κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Προβάλλονται δε, ως λόγοι αναιρέσεως, η υπέρβαση εξουσίας και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Επειδή, η από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξαρτήτως του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπτίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (βλ. ΑΠ 544/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/ 19). Επομένως, η ως άνω αιτιολογία επιβάλλεται και διά την κρίση του Συμβουλίου Εφετών επί του τύποις παραδεκτού ασκηθείσης εφέσεως. Εξ άλλου, υπέρβαση εξουσίας, ιδρύουσα τον κατ'άρθρ. 484 § 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, την οποία έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση οι απαιτούμενες κατά το νόμο προϋποθέσεις για την άσκησή της (βλ. ΑΠ 2/1990, εις ΠΧ/Μ'/927).
Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχεται τύποις την έφεση της πολιτικώς εναγούσης εταιρείας κατά του ανωτέρω πρωτοδίκου βουλεύματος, χωρίς να διαλαμβάνη ουδεμία αιτιολογία, εν σχέσει προς το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, ενώ δεν αναφέρεται, ως προς την περί τούτου κρίση, στην εισαγγελική πρόταση. Ειδικότερα, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών ουδέν εκθέτει, περί του χρόνου επιδόσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος στην εκκαλούσα, ούτε περί του σχετικού αποδεικτικού επιδόσεως, και ουδεμία σκέψη περιλαμβάνει, περί του εμπροθέσμου (άρθρ. 473 § 1 ΚΠΔ) της ως άνω εφέσεως. Μόνον δε στο διατακτικό διαλαμβάνει απλώς, ότι "Δέχεται τυπικά την υπ' αριθμ. 68/15-2-2008 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας κατά του υπ'αριθμ. 3769/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών".
'Ετσι, όμως, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ως άνω απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι βάσιμος ο προβαλλόμενος, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, ως προς το τύποις δεκτό της εφέσεως της πολιτικώς εναγούσης. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, παραπέμπον διά του προσβαλλομένου βουλεύματος, κατά τα προεκτεθέντα, τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, υπέπεσε στην κατ' άρθρ. 484 § 1 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, αφού προηγουμένως είχε δεχθή τύποις, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την ως άνω έφεση. Ο δε αναιρετικός λόγος της υπερβάσεως εξουσίας εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, κατ'άρθρ. 484 § 2 Κ.Π.Δ. (βλ. ΑΠ 798/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/310). 'Όμως, η αιτίαση περί ασκήσεως της εφέσεως από μη δικαιούμενο πρόσωπο είναι αβάσιμη, ως προκύπτει εκ της επισκοπήσεως των εγγράφων της δικογραφίας, ενώ, καθ'ό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να αναιρεθή το υπ' αριθμ. 388/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήνα 8 Μαΐου 2009
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε κατά ένα μέρος δεκτή κατ' ουσίαν η υπ' αριθμόν 68/15-2-2008 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας κατά του υπ' αριθ. 3769/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και μεταρρυθμίστηκε αυτό, αφού προηγουμένως χαρακτηρίστηκε - τροποποιήθηκε επί το ορθότερο - η αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, σε απάτη κατ' εξακολούθηση που διαπράχθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, παραπέμφθηκε δε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί για την ως άνω πράξη.
Σύμφωνα με τα άρθρα 465 §1, 463, 480 ΚΠΔ εξάλλου, ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών που αποφαίνεται να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, αν πριν από την έκδοση του βουλεύματος αυτού δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν αποβλήθηκε από την ποινική διαδικασία. Το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί είτε αυτοπροσώπως, είτε με αντιπρόσωπο που έχει ειδική εντολή. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας συναρτάται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και μπορεί να είναι όχι αποκλειστικά συμβολαιογραφικό, αλλά και απλή δήλωση ή εντολή, η γνησιότητα της υπογραφής του δε, πρέπει να βεβαιώνεται από αρχή, δημόσια ή δημοτική ή από δικηγόρο. Όταν ασκείται ένδικο μέσο κατά βουλεύματος το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε 20 ημέρες από την άσκησή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 §1 του αυτού Κώδικα, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα, είναι και ο οριζόμενος στην αυτή διάταξη της υπερβάσεως εξουσίας.
Υπέρβαση δε εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 484 §1 στοιχ. στ' ΚΠΔ λόγο υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτά του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το Συμβούλιο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξάλλου, με το άρθρο 6 §1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 §1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 2 §1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή", καθώς και από το άρθρο 20 §1 Συντ., κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 §1 εδάφ. τελευταίο του Συντάγματος, κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι α) αναγκαίοι, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλος πρόσφορος τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη σχετική ρύθμιση σκοπού, και β) να τελούν σε αρμόζουσα αναλογία με αυτόν, έτσι ώστε οι επιπτώσεις που προκαλούνται στον θιγόμενο στο δικαίωμά του να μην είναι δυσανάλογα επαχθείς. Με την προαναφερόμενη διάταξη του άρ. 465 §1 ΚΠΔ, ο νομοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει ότι πράγματι κατά το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ο αντιπρόσωπος είχε την εντολή να το ασκήσει και δεν λειτούργησε αυτογνωμόνως, ασκώντας ένδικο μέσο που ο ίδιος ο καταδικασθείς δεν είχε πρόθεση ενδεχομένως να ασκήσει. Ως πρόσφορο δε μέσο απόδειξης ότι υπήρχε πράγματι η εντολή κατά το χρόνο αυτό προβλέπεται η προσάρτηση του πληρεξουσίου στην έκθεση του ένδικου μέσου. Η προϋπόθεση όμως αυτή που τίθεται από την άνω διάταξη, δηλαδή ότι η προσάρτηση του πληρεξούσιου στη σχετική έκθεση αποτελεί τον αποκλειστικό τρόπο απόδειξης της εντολής που έχει δοθεί, με συνέπεια την απόρριψη του ένδικου μέσου, αν δεν έχει γίνει η προσάρτηση, υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη και προκαλεί δυσανάλογα επιβαρυντικές συνέπειες στον καταδικασθέντα, ο οποίος έτσι, στερείται του δικαιώματος της επανεξέτασης της απόφασης από ανώτερο δικαστήριο, εφόσον δε πρόκειται για αναίρεση, στερείται του έσχατου ένδικου μέσου με το οποίο μπορεί να αμυνθεί κατά της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης. Και τούτο διότι, η αρχή της αναλογικότητας, όπως προαναφέρθηκε, επιτάσσει όπως το μέσο προς επίτευξη του σκοπού είναι αναγκαίο. Η απόδειξη όμως της παροχής της εντολής ήδη κατά το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, εξασφαλίζεται όχι μόνο με την προσάρτηση του πληρεξουσίου στη σχετική έκθεση αλλά και με την προσκομιδή του κατά το χρόνο συζήτησης του ένδικου μέσου, οπότε θα κριθεί από το Δικαστήριο αν κατά το χρόνο που ασκήθηκε το ένδικο μέσο είχε πράγματι χορηγηθεί η εντολή προς τούτο στον αντιπρόσωπο. Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια αρχή, η σχέση μεταξύ μέσου και σκοπού πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να αποτρέπονται υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες στο θιγόμενο. Όμως, ο από το άνω άρθρο τιθέμενος περιορισμός της απόδειξης της πληρεξουσιότητας ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης άσκησης ένδικου μέσου, η παράβαση του οποίου οδηγεί κατ' εφαρμογή του άρ. 476 §1 ΚΠΔ στην απόρριψη του ένδικου μέσου, μολονότι αυτό προσκομίζεται κατά τη συζήτηση και προκύπτει από αυτό ότι είχε δοθεί εντολή κατά το χρόνο άσκησης της αναίρεσης, είναι κατά κοινή αντίληψη προφανές ότι επιβάλλει στον καταδικασθέντα μια δυσανάλογη κύρωση, η οποία καταλύει τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ αφενός μεν της θεμιτής μέριμνας για την εξασφάλιση της βούλησης του εντολέως κατά την άσκηση του ένδικου μέσου από αντιπρόσωπο, και αφετέρου του δικαιώματος πρόσβασης στο ανώτερο δικαστήριο και άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την αίτησή του προβάλλει την αιτίαση ότι το διοικητικό συμβούλιο δια του από 3-2-2005 πρακτικού του εξουσιοδότησε τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ηλία Τασσόπουλο, όπως η εγκαλούσα ασκήσει σε βάρος του την από 14-2-2005 έγκλησή της. Επί της εγκλήσεώς της αυτής, γενομένης προκαταρκτικής εξέτασης και κυρίας ανακρίσεως εξεδόθη το υπ' αρ. 3769/2007 απαλλακτικό Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο και επιδόθηκε στην εγκαλούσα υπό το εντεταλμένο όργανο της Εισαγγελίας Αθηνών την 19-1-2008. Κατά του Βουλεύματος τούτου ασκήθηκε έφεση από το δικηγόρο, Εμμανουήλ Μεταξάκη, την 15-2-2008, επικαλούμενος την από 14-2-2008 εξουσιοδότηση υπό του φερομένου ως εκπροσώπου της εγκαλούσης, ... Όμως αυτός, δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα ούτε από το νόμο ούτε από το καταστατικό ούτε και του είχε δοθεί αρμοδιότητα από το διοικητικό συμβούλιο της εγκαλούσας. Η άσκηση, συνεπώς η υπό κρίση εφέσεως δεν έγινε από δικαιούμενο πρόσωπο αφού ο χορηγήσας την εντολή δεν είχε την εξουσία να εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως ως καταστατικό όργανο την εταιρεία αφού δεν ήταν πρόεδρος αύτης και συνεπώς δεν μπορούσε να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Δεν προσεκομίσθη δε ειδική εντολή ή πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου εις την γραμματεία του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η έφεση, ούτε εντός της προθεσμίας των 20 ημερών όπως ορίζεται στο άρθρο 465 §1 εδ.γ' ΚΠΔ ώστε να νομιμοποιηθεί να ασκήσει την έφεση.
Κατ' ακολουθία των εκτεθέντων, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το να δεχθεί τυπικά (άνευ οποιασδήποτε αιτιολογίας) την υπ' αρι. 68/15-2-2008 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας κατά του υπ' αριθμ. 3746/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθ' υπέρβαση εξουσίας, αντί του ορθού να απορρίψει αυτή (έφεση) ως μη νόμιμη και απαράδεκτη καθόσον ασκήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο, και εν συνεχεία να γίνει κατ' ουσίαν μερικώς δεκτή αυτή με συνέπεια να παραπέμπεται να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) Αθηνών, ενώ αν ορθώς ερμήνευε το νόμο θα έπρεπε να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη και για το λόγο αυτόν θα πρέπει το αναιρεσιβαλλόμενο υπό κρίση βούλευμα να αναιρεθεί γενομένου δεκτού του λόγου τούτου της αναιρέσεως.
Όμως, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από το Δικαστήριο αυτό για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως και ειδικότερα από την επισκόπηση των φύλλων "ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ - ΤΕΥΧΟΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ και ΕΤΕ" στα οποία καταχωρούνται ανακοινώσεις των εταιρειών αυτών και συγκεκριμένα, από το φύλλο 1 της 2 Ιανουαρίου 2007, προκύπτει ότι έχει καταχωρηθεί η παρακάτω ανακοίνωση, κατά λέξη: "Την 23.11.2006 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Υπηρεσίας μας το από 30.10.2006 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ" με δ.τ. "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε." και αριθμό Μητρώου ... με το οποίο εκλέχθηκε νέος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου η ... σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος ΑΑ.
Μετά την αντικατάσταση αυτή, η νέα σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του οποίου η θητεία λήγει στις 30.6.2008 έχει ως κατωτέρω: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ..., ηλεκτρολόγος - μηχανικός, που γεννήθηκε στο ... το έτος 1954, κάτοικος ... (οδός ...), κάτοχος του υπ' αριθ. ... Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας, εκδοθέντος υπό του Α.Τ. ..., με Α.Φ.Μ. ... της Δ.Ο.Υ. ..., Ελληνικής υπηκοότητας. ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ και ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: ΒΒ, χημικός - μηχανικός, ... Την εταιρεία εκπροσωπεί ο Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ΒΒ. Αυτός εκπροσωπεί την εταιρεία δικαστικώς και εξωδίκως και δεσμεύει αυτήν ενώπιον πάσης Αρχής και Οργανισμού". Κατά συνέπεια, στις 15-2-2008, που ασκήθηκε η έφεση από το δικηγόρο, Εμμ. Μεταξάκη, για λογαριασμό της εγκαλούσας με βάση την από 14-2-2008 εξουσιοδότηση, που του είχε παραχωρηθεί από το ΒΒ, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενη στη δικογραφία, άνω εξουσιοδότηση), νόμιμα ασκήθηκε η εν λόγω έφεση και η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα παραπάνω έχουν λεχθεί, η μη προσκομιδή της άνω εξουσιοδοτήσεως με την άσκηση της εφέσεως ή εντός του επομένου από της ασκήσεώς της 20 ημερών στο συντάξαντα το ένδικο αυτό μέσο γραμματέα, δεν καθιστά αυτήν απαράδεκτη, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων αιτιάται. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστικού αυτού Συμβουλίου, που δέχθηκε την έφεση, πρέπει να απορριφθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 §§1 και 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' ΚΠΔ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.
Ειδικότερα, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Κατ' επάγγελμα δε τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι, όμως, ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή του έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό, εισοδήματος.
Περαιτέρω, έλλειψη της από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 §1 εδ. ε' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σε αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 §1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με μερική παραπομπή στην Εισαγγελική πρόταση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων - απολογία του κατηγορουμένου - τις πραγματογνωμοσύνες που αναφέρονται στο σκεπτικό του βουλεύματος - από τα υπομνήματα αυτού, καθώς και των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό του βουλεύματος: "Ο κατηγορούμενος Χ είναι από ετών τεχνίτης αλουμινοκατασκευαστής, διατηρώντας βιοτεχνία κατασκευής τοποθέτησης και εμπορίας ειδών αλουμινίου. Το έτος 1994 μετέσχε σε δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του ενεργητικού της υπό ειδική εκκαθάριση εταιρείας "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΤΑΛΛΩΝ", ανακηρύχθηκε πλειοδότης και με την υπ' αριθμ. ... σύμβαση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Στεφανάκου μεταβιβάσθηκε το σύνολο του ενεργητικού της εκποιηθείσας εταιρείας στην ατομική επιχείρηση του Χ έναντι τιμήματος 317.000.000 δραχμών. Το τίμημα καταβλήθηκε κατά ένα μέρος από τον ΑΑ, που συμμετείχε με 150.000.000 δρχ. στην εξαγορά της επιχείρησης ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε., εμφανίσθηκε δε προς τους τρίτους μόνο ο Χ, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, που περιελάμβανε ακόμη την υποχρέωση του Χ να προβεί στις ενέργειες συγχώνευσης της ατομικής του επιχείρησης "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ - Χ" με την εταιρεία "Χ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ", στην οποία ο Χ μετείχε κατά 90% καθώς και στη μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού της ανωτέρω ατομικής του επιχείρησης, που περιήλθε σ' αυτή από την άνω εξαγορά, στην ανώνυμη εταιρεία που θα προκύψει από τη συγχώνευση, στην οποία θα συμμετέχει ως μέτοχος και ο ΑΑ κατά 50%. Επίσης, κατά την 29.12.1994 καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων σύμβαση δανείου ποσού 100.000.000 δραχμών από τον ΑΑ στον Χ με ημερομηνία απόδοσης την 31.12.1997. Στο περιελθόν στην ατομική επιχείρηση του Χ ενεργητικό της εξαγορασθείσας επιχείρησης, η οποία είχε αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία προϊόντων προφίλ αλουμινίου, περιλαμβανόταν και σχεδιαστήριο, μηχανουργείο, μήτρες και προπλάσματα στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της για την παραγωγή, ενώ είχαν ήδη παραχθεί ορισμένες παλαιές σειρές προφίλ, ενόψει και του ότι λειτουργούσε έως τότε η επιχείρηση από τον μέχρι τότε μισθωτή της ..., που αποβλήθηκε μετά από δικαστικούς αγώνες το 1996, όπως η σειρά 150, η οποία, όμως, ήταν ήδη ευρέως χρησιμοποιούμενη στη σχετική αγορά. Όπως συμφωνήθηκε, η ατομική επιχείρηση Χ μετατράπηκε το 1996 "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΩΝ", με μέτοχο κατά 50% τον ΑΑ και Πρόεδρο και διευθύνοντα Σύμβουλο τον κατηγορούμενο Χ. Προκειμένου να συνεχιστεί αποδοτικά η παραγωγή του εργοστασίου, οι μέτοχοι αποφάσισαν να προσλάβουν ειδικούς σχεδιαστές για το σχεδιασμό νέων σειρών αλουμινίου για την παραγωγή, ενώ με σύμβαση μεταβιβάσθηκε στην εταιρεία, έναντι τιμήματος 4.000.000 δραχμών, καταβλητέου σε δόσεις, η άδεια εκμετάλλευσης της σειράς ΕΚ 4000-4011, των σχεδίων και διατομών του δικαιούχου αυτών ... Στο σχετικό από 24.8.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό της αγοράς αυτής εμφανίζεται ο Χ, ως εκπρόσωπος της ατομικής επιχείρησης, που διατηρούσε το χρόνο εκείνο, με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ - Χ", η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε στην εγκαλούσα εταιρεία, στην οποία περιήλθε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων της ατομικής επιχείρησης του Χ, επομένως και το δικαίωμα παραγωγής προϊόντων προφίλ αλουμινίου με βάση τη σειρά αυτή. Μάλιστα, στο υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο που εκδόθηκε για τη συναλλαγή αυτή και καταχωρήθηκε στα βιβλία της εταιρείας, αναγράφεται ως αντισυμβαλλόμενος του ... η εγκαλούσα εταιρεία. Με βάση τις σειρές αυτές (την 150, που μετονομάσθηκε σε SL 150 αλλά κυρίως τις 4000-4011) η εγκαλούσα εταιρεία άρχισε την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων της, όμως ήδη οι σειρές αυτές χρησιμοποιούνταν από τον μέχρι τότε μισθωτή της υπό εκκαθάριση εταιρείας, ... Την περίοδο 1994-1995 οι εταίροι Χ- ΑΑ προσέλαβαν διπλωματούχους και εξειδικευμένους στο βιομηχανικό σχέδιο σχεδιαστές νέων σειρών αλουμινίου όπως τον ... και ... για το σχεδιασμό των νέων προϊόντων της ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε. Ο ..., που είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ειδικευμένος στην παραγωγή προφίλ αλουμινίου, προσελήφθη από την ατομική επιχείρηση Χ. Ο τελευταίος είχε σχηματίσει σκαριφήματα κατά την εργασία του στην άλλη επιχείρηση που διατηρούσε με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας στη συναρμολόγηση κουφωμάτων με βάση, όμως, προϊόντα ανταγωνιστικών εταιριών διέλασης, αλλά δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις και μέσα να τα σχεδιάσει ολοκληρωμένα, γι' αυτό και η εργασία γινόταν συλλογικά με τους προσληφθέντες σχεδιαστές που είχαν τις σπουδές και ανάλογες τεχνικές γνώσεις, ενώ ιδιαίτερα μετά την απόκτηση του εργοστασίου και τεχνικών μέσων, σχεδιαστηρίου, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και μηχανουργείου της παλαιάς επιχείρησης ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ, καθώς και με τη συμμετοχή των έμπειρων αλλά και νέων στελεχών της εταιρείας, όπως του ..., ..., ..., κατέστη δυνατό, μετά από διαδοχικές αλλαγές και βελτιώσεις, να γίνονται και δοκιμές των σχεδίων με προπλάσματα και μήτρες. Κατ' αυτό τον τρόπο, δημιουργήθηκαν οι σειρές Euro 2000, Euro 4500 και Euro 6000, οι σειρές θερμοδιακοπτόμενων προφίλ (THERMOBRAKE), καθώς και η σειρά PICCOLO για την Αλβανική αγορά. Ο κατάλογος δε με τις σειρές και τα νέα προϊόντα κυκλοφόρησε στην αγορά. Μετά το 1998 η εταιρεία προσέλαβε και άλλα στελέχη για τον σχεδιασμό και προώθηση των νέων προϊόντων, όπως ο ..., ο ..., ο ... Η όλη προσπάθεια των στελεχών για τον σχεδιασμό και δημιουργία νέων προϊόντων αφορούσε αποκλειστικά την εγκαλούσα εταιρεία, την προώθησή της στους σχετικούς συναλλακτικούς κύκλους και την καθιέρωση της στην αγορά ως βιώσιμης και ανταγωνιστικής, γι' αυτό και εκδόθηκε και διανεμήθηκε το 1998 και το 2000 σχετικός έντυπος κατάλογος της εταιρείας με τα νέα προϊόντα της. Ο Χ, από το έτος 1998 και κατά το χρόνο που ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε., υπέβαλε σχετική αίτηση στον Ο.Β.Ι. για την καταχώρηση των ως άνω σχεδίων με αναφερόμενο όνομα καταθέτη και δημιουργού το όνομα του ιδίου. Σε σχετική δε ερώτηση του ... για την υποβολή της αιτήσεως στο όνομα του Χ, ο τελευταίος απάντησε ότι έτσι συνηθίζεται να γίνονται τυπικά και σε άλλες εταιρείες προφίλ αλουμινίου αλλά ότι η καταχώρηση γίνεται ουσιαστικά για λογαριασμό της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό, με απάτη εκδόθηκαν και χορηγήθηκαν στον Χ τα υπ' αριθ. ..., ..., ..., ..., ... και ... πιστοποιητικά καταχώρησης σχεδίων του Ο.Β.Ι., που αφορούσαν ως επί το πλείστον τις άνω σειρές που παρήγαγε και διέθετε στην αγορά η ανώνυμη εταιρεία ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε. Τα πιστοποιητικά αυτά αφορούν σχέδια και σειρές για πόρτες ή παράθυρα και υαλοπετάσματα κτιρίων από προφίλ αλουμινίου. Ακολούθως και σε χρόνο που ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρείας ο κατηγορούμενος Χ, υποβλήθηκαν το 2002 αιτήσεις στο όνομα της εταιρείας στον Ο.Β.Ι. και αυτή έλαβε διαδοχικά τα υπ' αριθ. ..., ..., ..., ..., ..., ... πιστοποιητικά καταχώρησης σχεδίου, ενώ μετά από αιτήσεις που υπέβαλε το 2003 εκδόθηκαν τα υπ' αριθμ. ... και ..., ... πιστοποιητικά καταχώρησης σχεδίου στο όνομα της εταιρείας ως καταθέτη, θεωρούμενης και δικαιούχου των εξ αυτών δικαιωμάτων (άρθρο 17 §1, ΠΔ 259/1997), χωρίς ο Χ να εκδηλώσει στα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου στα στελέχη της εταιρείας οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή διαφοροποίηση επ' αυτού. Μετά την έκδοση των ως άνω πιστοποιητικών ατομικά στο όνομα του Χ χρειάσθηκε, παρά τις οικονομικές ενισχύσεις στην εταιρεία εκ μέρους του ΑΑ, να γίνουν διαδοχικές αυξήσεις του εταιρικού κεφαλαίου, στις οποίες δεν συμμετείχε ο Χ, με αποτέλεσμα το ποσοστό της συμμετοχής του να μειωθεί στο 32,5%, ενώ κατά την 11.2.2003 παραιτήθηκε από τη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, αλλά παρέμεινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και ορίσθηκε νέος νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ο ΒΒ. Κατά τη Συνέλευση του Διοικητικού Συμβουλίου ο Χ δήλωσε ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να απαγορεύσει στην εταιρεία οποτεδήποτε αποφασίσει την κατασκευή και πώληση προφίλ αλουμινίου με βάση τα άνω 6 "διπλώματα ευρεσιτεχνίας" (αναφέροντας τους αριθμούς καταθέσεων αιτήσεων πιστοποιητικών) που έχουν εφευρεθεί και κατοχυρωθεί από αυτόν και που χρησιμοποιεί νόμιμα η εταιρεία, χωρίς να καταγραφεί τότε κάποια αντίδραση από κάποιο από τα παριστάμενα μέλη, αφού πίστευαν ότι η εταιρεία δεν έκανε χρήση ευρεσιτεχνίας ή εφεύρεσης του Χ. Με την από 26-11-2003 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στην εταιρεία στις 27-11-2003, ο κατηγορούμενος Χ επικαλούμενος προφορική παραχώρηση στην εταιρεία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άνω πιστοποιητικά με δικαίωμα απαγόρευσης της εκμετάλλευσης αυτών όποτε αυτός επιλέξει, κάλεσε την εταιρεία να παύσει στο εξής την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων της με βάση τα σχέδια που περιέχονται στα άνω πιστοποιητικά. Η εταιρεία απάντησε με την από 19-12-2003 επιστολή ότι όλες οι σειρές των προϊόντων της ανήκουν στην ίδια όπως και ο ίδιος γνωρίζει λόγω της θέσης που κατείχε στην εταιρεία. Μετά από έλεγχο από τους εκπροσώπους της εταιρείας διαπιστώθηκε ότι στα εν λόγω πιστοποιητικά είχαν περιληφθεί τα σχέδια των παλαιών σειρών 150 και των αγορασθέντων από τον Καραντάνη σειρών 4000 - 4011 για την εταιρεία, καθώς και των νεότερων σειρών Euro 2000, Euro 4500 και Euro 6000, με βάση τις οποίες η εταιρεία παρήγαγε και προωθούσε τα προϊόντα της στην αγορά, κάποιες δε αιτήσεις είχαν κατατεθεί και πριν την ολοκλήρωση ορισμένων εξ αυτών (σχετ. η από Απρίλιο 2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ..., αρχιτέκτονα μηχανικού, ο οποίος ορίσθηκε, μετά από αίτηση της εταιρείας στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ως πραγματογνώμονας για την έρευνα της συσχέτισης των εκδοθέντων υπέρ της εταιρείας και του Χ πιστοποιητικών του Ο.Β.Ι. και στην οποία ο ανωτέρω πραγματογνώμονας, αφού για τη διενέργεια αυτής ήρθε σε επικοινωνία με αμφότερα τα διάδικα μέρη, αναφέρει ότι τα περισσότερα εκ των σχεδίων που περιλαμβάνονται σε ένα έκαστο των πιστοποιητικών που χορηγήθηκαν στον Χ, είναι πανομοιότυπα με τα σχέδια των σειρών 150, ΕΚ 400-4011 και των νεότερων σειρών Euro 2000, Euro 4500 και Euro 6000, ενώ στα πιστοποιητικά του Ο.Β.Ι. που έλαβε μεταγενέστερα η εταιρεία υπάρχουν και σχέδια νέα και βελτιωμένα, καθώς και η ... ένορκη βεβαίωση του ..., αρχικά συνεργάτη του μισθωτή ..., στη συνέχεια διευθυντή πωλήσεων της εταιρείας και αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της μέχρι το 2002, που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω). Ο κατηγορούμενος Χ, χωρίς ενημέρωση των λοιπών μελών του διοικητικού συμβουλίου και των βασικών στελεχών της εταιρείας, προέβη στην καταχώρηση των σχεδίων στο όνομά του, αν και διαβεβαίωσε τους ... και ... ότι η καταχώρηση αφορά αποκλειστικά την εταιρεία, χωρίς να αναφέρει την εκ των υστέρων επικαλούμενη προφορική συμφωνία του με την εταιρεία προσωρινή για παραχώρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα πιστοποιητικά αυτά, αφού ο ίδιος ήταν το διάστημα εκείνο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας και ουσιαστικός ρυθμιστής της λειτουργίας της, στον οποίο τα λοιπά μέλη είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη ενόψει και της από ετών γνώσης του αντικειμένου της εμπορικής δραστηριότητας με εμπειρικές όμως περισσότερο γνώσεις ως προς το βιομηχανικό σχέδιο. Εξάλλου και ο ίδιος ο κατηγορούμενος Χ κατά την διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας και πριν την παραίτηση του από τη θέση του Προέδρου αυτής, δεν έθεσε σε κάποιο άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλο στέλεχος ζήτημα ατομικών του δικαιωμάτων επί των καταχωρηθέντων σχεδίων, όλοι δε θεωρούσαν δεδομένο ότι η προσπάθεια όλων αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανάπτυξη και καθιέρωση της εταιρίας, η οποία τότε επιχειρούσε δια των εκπροσώπων της και ιδίως του Χ να γίνει γνωστή στους σχετικούς με το αντικείμενο αυτό κύκλους και η οποία ήταν η δικαιούχος όλων των σχετικών με το σχεδιασμό και παραγωγή των προϊόντων της δικαιωμάτων. Ζήτημα, επίσης, δεν έθεσε ο Χ ούτε όταν η εταιρία, με εκπρόσωπο τον ίδιο, υπήχθη το έτος 1999 σε επενδυτικό πρόγραμμα του ΥΠΕΘΟ και έλαβε επιδοτήσεις ειδικά για την έρευνα και την ανάπτυξη σειρών από προφίλ αλουμινίου. Όλες δε οι εταιρίες με την ίδια δραστηριότητα διαθέτουν τμήματα σχεδίασης και βελτίωσης των προϊόντων τους που λειτουργούν με ανάλογη τεχνική υποδομή και τη βοήθεια ειδικών επιστημόνων με γνώσεις στο βιομηχανικό σχέδιο και στην αντοχή των υλικών, ειδικών τεχνικών, σχεδιαστών και διορθωτών, για να. καταλήξουν στο τελικό σχέδιο, που αποτελεί προϊόν συλλογικής εργασίας. Μάλιστα ο Χ, στο από 29.11.1998 απολογητικό του υπόμνημα με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εγκαλούσας εταιρίας ενώπιον του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών αποκρούοντας μήνυση σχετικά με τα δικαιώματα στα προφίλ αλουμινίου της σειράς 4000 του Καραντάνη, επικαλείται το από 24.8.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο μεταβιβάσθηκαν, όπως αναφέρει στο υπόμνημα, τα δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας του Καραντάνη στην εταιρία. Ακόμη, στην από 12.1.2001 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ασκήθηκε από την εταιρία ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ Α.Ε.Β.Ε. και τον Χ κατά των εταιριών ΑΝΑΛΚΟ Α.Ε. και GROUPAL Α.Ε. με αίτημα την απαγόρευση παραγωγής και διάθεσης προφίλ αλουμινίου κατ' απομίμηση εκείνων των αιτούντων, αναφέρεται ότι ο Χ εισέφερε στην εταιρία το ενεργητικό της ατομικής του επιχείρησης, στην οποία περιελαμβάνονταν και η περιουσία της εξαγορασθείσας παλαιάς εταιρείας ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ και ότι το έτος 2000 ο Χ με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης αιτούσας και ήδη ενάγουσας εταιρίας, κατέθεσε στον Ο.Β.Ι, τα σχέδια για τη σειρά 4000 του Καραντάνη για την έκδοση πιστοποιητικού καταχώρησης σχεδίου με αριθμό ..., αίτηση με βάση την οποία εκδόθηκε το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό, που είναι ένα από τα 6 επίδικα, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό το ουσιαστικό δικαίωμα της εταιρίας επ' αυτού. Εξάλλου, για τις επίδικες σειρές προφίλ αλουμινίου αλλά και για την εν γένει ανάπτυξη της εταιρίας καταβλήθηκαν σημαντικά κεφάλαια ιδίως από τον ΑΑ για το σχεδιασμό, τις δοκιμές, τη δημιουργία μήτρων, ενέργεια στην οποία προφανώς δεν θα προέβαινε αυτός, εάν θα εξαρτάτο ανά πάσα στιγμή η συνέχιση της λειτουργίας και περαιτέρω πορείας της ανώνυμης εταιρίας με τέτοιο αντικείμενο από προφορικές συμφωνίες όπως αυτή που επικαλείται ο Χ, ενόψει και του ότι δεν διαθέτει η εταιρία εναλλακτικά σχέδια προφίλ αλουμινίου, χωρίς να προκύπτει από τις αποδείξεις αλλά και χωρίς να επικαλείται ο ίδιος με ποιο μέλος της διοίκησης της εταιρείας ή στέλεχος αυτής έγινε δεσμευτικά για την εταιρία η προφορική συμφωνία της μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στα 6 πιστοποιητικά, αφού αυτός ήταν τότε ο εκπρόσωπος της. Εξάλλου, και το γεγονός ότι στα υποβληθέντα μεταγενέστερα από την εταιρία προς καταχώρηση στον Ο.Β.Ι., σχέδια περιλαμβάνονται και εκείνα που περιέχονται στα 6 επίδικα πιστοποιητικά που εκδόθηκαν στο όνομα Χ καταδεικνύει ότι η καταχώρηση των πιστοποιητικών αυτών έγινε από το Χ στο όνομα του χωρίς να το γνωρίζουν τα στελέχη και τα λοιπά μέλη της διοίκησης της εταιρίας, άλλως δεν θα υπήρχε λόγος να καταχωρηθούν δυο φορές. Η από Μάιο 2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ..., μηχανολόγου ηλεκτρολόγου, που διενεργήθηκε με επιμέλεια του Χ, χωρίς να επικοινωνήσει με την αντίδικη πλευρά και καταλήγοντας ότι ο Χ είναι ο δημιουργός των σχεδίων που περιέχονται στα επίδικα πιστοποιητικά, δεν οδηγεί πειστικά σε αντίθετα αποδεικτικά συμπεράσματα, αφού αφενός ο πραγματογνώμονας αυτός αποφαίνεται χωρίς να έχει πλήρη γνώση των περιστατικών και των συνθηκών εκπόνησης σχεδίων αυτών κρίνοντας σύμφωνα μόνο με όσα πληροφορήθηκε από το(κατηγορούμενο Χ, αφετέρου και ο ίδιος εκθέτει στην έκθεση του ότι για το σχεδιασμό νέων σειρών απαιτούνται, μεταξύ άλλων, ειδικές γνώσεις για σχεδίαση προφίλ και τεχνική υποδομή με δοκιμές και διορθώσεις, δέχεται δε ότι στα μεταξύ των περιεχομένων στα πιστοποιητικά, του Χ σχέδια είναι και οι σειρές Καραντάνη, τα δικαιώματα των οποίων όμως είχαν μεταβιβασθεί στην εγκαλούσα εταιρεία, όπως προεκτέθηκε. Ενόψει αυτών, δικαιούχος των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα επίδικα έξη (6) πιστοποιητικά στα οποία κατονομάζεται ως καταθέτης και δημιουργός ο κατηγορούμενος Χ είναι η εγκαλούσα εταιρεία. Σημειώνεται επίσης ότι ο κατηγορούμενος κατά την διάρκεια της αντιδικίας του με την εγκαλούσα εταιρεία άσκησε κατ' αυτής στις 20.1.2004 την από 13.1.2004 αίτηση του (κατά την διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εγκαλούσα να παύσει προσωρινά να κατασκευάζει, εκθέτει προς εμπορία και πωλεί προφίλ αλουμινίου με βάση τα ανωτέρω σχέδια, επικαλούμενος τα σχετικά πιστοποιητικά. Η αίτηση εκδικάσθηκε κατά την 22.3.2004, ο δε κατηγορούμενος επικαλέσθηκε και προσεκόμισε, μεταξύ των άλλων, τα σχετικά προαναφερθέντα πιστοποιητικά, ενώ η πολιτικώς ενάγουσα άσκησε ανταίτηση επικαλούμενη ότι αυτή ήταν η δικαιούχος των εν λόγω σχεδίων. Το δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 3429/2004 απόφαση του, απορρίπτοντας την ανταίτηση της πολιτικώς ενάγουσας, δέχθηκε την αίτηση του κατηγορουμένου και υποχρέωσε την πολιτικώς ενάγουσα να παύσει προσωρινά τη διάθεση εμπορία και την τέλεση οποιασδήποτε συναφούς πράξης με βάση τα εν λόγω σχέδια που έχουν καταχωρηθεί στον Ο.Β.Ι. Η απόφαση αυτή ανακλήθηκε, μετά από αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας με την υπ' αριθμ. 106/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδ. Ασφαλ. Μέτρων) με την οποία πιθανολογήθηκε ότι τα σχετικά σχέδια, ανήκουν στην εγκαλούσα και όχι στον κατηγορούμενο. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6468/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτ. διαδικασίας), με την οποία κρίθηκε ότι δικαιούχος των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα παραπάνω έξι 6 πιστοποιητικά, στα οποία κατονομάζεται ως καταθέτης και δημιουργός ο κατηγορούμενος είναι η εγκαλούσα εταιρεία.
Συνεπώς, σε βάρος του κατηγορουμένου υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, όπως ειδικότερα η αυτή περιγράφεται στην εισαγγελική πρόταση και στο σκεπτικό και διατακτικό του παρόντος βουλεύματος.
Κατ' ακολουθίαν των όσων προεκτέθηκαν, ο κατηγορούμενος με σκοπό ο ίδιος να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, προέβη στην καταχώρηση των σχεδίων στο όνομά του, μολονότι γνώριζε ότι αυτά αποτελούσαν προϊόν κοινής προσπάθειας και συλλογικής εργασίας πολλών εργαζομένων στον χώρο του εργοστασίου και με την αξιοποίηση της υποδομής αυτού, στη συνέχεια δε παρέστησε ψευδώς στον δικάσαντα Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι ετύγχανε σχεδιαστής και δημιουργός των εν λόγω σειρών προφίλ αλουμινίου. Κατόπιν τούτου τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, αφού αναχθούν στην εκτεθείσα εννοιολογική ανάπτυξη των ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν, στοιχειοθετούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό δε όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, καθόσον ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε την περιουσία της εκκαλούσης πολιτικώς ενάγουσας με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, τέτοιες πράξεις δε επιχειρεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, η συνολική δε ζημία που υπέστη η πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ συνισταμένη, επιτρεπτώς προσδιοριζομένης ακριβέστερα της κατηγορίας κατά τα προαναφερθέντα στην αρχή της παρούσης, ως προς το στοιχείο της περιουσιακής ζημίας, σε σχέση, με την απαγγελθείσα από τον Ανακριτή κατηγορία, στην απώλεια μονίμων συνεργασιών της πολιτικώς ενάγουσας με άλλες εταιρείες και στην εμπλοκή αυτής σε δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες, ενόψει και του τεκμηρίου (το οποίο μπορεί να ανατραπεί) του δημιουργού, το οποίο, υφίσταται υπέρ του καταθέτη (αρθ. 17§1 ΠΔ 259/1997). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω η ενώπιον του Δικαστηρίου που δίκασε την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών υποστηρίχθηκε και με ανακριβή αποδεικτικά μέσα, καίτοι, όπως προαναφέρθηκε στην ως άνω διαδικασία αρκεί και η προβολή ψευδών ισχυρισμών για την στοιχειοθέτηση της απάτης. Τέλος, το αίτημα του κατηγορουμένου για τον διορισμό πραγματογνώμονα προκειμένου να γίνει ακριβής διάγνωση της ένδικης υπόθεσης, απαιτούσης ειδικές γνώσεις επιστήμης (άρθρο 183 ΚΠΔ) είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεδομένο ότι το υπάρχον αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι απόλυτα επαρκές για την διάγνωση της υποθέσεως αυτής".
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1,98, 13 στ', 386 παρ. 1-3α (όπως ισχύει) Π. Κ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε κατά ένα μέρος ως κατ' ουσία βάσιμη την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΟΥΜΙΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΩΝ" και, τροποποιώντας παραδεκτά και νόμιμα, το χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική απάτη, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών νια να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στην εγκαλούσα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειες του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία της εγκαλούσας που ανέρχεται στο ποσό των 3.000.000 ΕΥΡΩ, δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από τον κατηγορούμενο, σε βάρος της εγκαλούσας, της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης. Επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση αυτής και δεν επιχειρείται να στηριχθεί σε επινόηση της μηνύτριας. Ότι η ζημία της εγκαλούσας ανερχόμενη στο πιο πάνω ποσό, επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται. Ότι υπάρχει η αυτοί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος ως προς τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της απάτης και ως προς τον πορισμό περιουσιακού οφέλους, διότι περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς επίσης δεν περιέχονται αντιφατικές διατάξεις ως προς τον πορισμό του οφέλους, αφού προσδιορίζονται στο βούλευμα με πληρότητα, τόσο τα περιστατικά της απάτης και μάλιστα, της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά την έννοια της ΚΠΔ 13 στ', τελέσεως αυτής, όσο και ως προς τον πορισμό του οφέλους, που επήλθε από αυτή.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε με αυτό δεκτή η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο αυτεπάγγελτως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα κατά το άρθρο 484 §2 ΚΠΔ, εφόσον η αίτηση για αναίρεση, εξεταζομένος λόγος, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 §1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 9 Απριλίου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 388/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή