Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1527 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική. Στοιχεία αυτής. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική απάτη για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αυτής.




Αριθμός 1527/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης X1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 286/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον X2.

Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαΐου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1071/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 386/17.07.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθμ. 10/26-5-2008 αίτηση αναιρέσεως της X, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από το δικηγόρο Θεσσαλονίκης Χρήστο Κοπατσάρη, δυνάμει της από 20-5-2008 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 286/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθμ. 908/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, καθώς και το συγκατηγορούμενό της X2, κάτοικο ..., προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της πράξεως της απάτης από κοινού και μεμονωμένα, κατ'εξακολούθηση, από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα αντίστοιχα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Κατά του παραπάνω βουλεύματος η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το υπ'αριθμ. 286/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με την κρινόμενη αίτησή της, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στις 20-5-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 26-5-2008 ενώπιον της Γραμματέα Εφετών Θεσσαλονίκης Ναούμας Γράβα, συνετάγη δε από εκείνη η υπ'αριθμ. 10/26-5-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από την άνω διάταξη επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (Α.Π. 1023/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. Α.Π. 625/2005 ΠΧ, ΝΣΤ, 21, Α.Π. 382/2006 ΠΧ, ΝΣΤ, 898, Α.Π. 573/2003 ΠΧ, ΝΔ, 123, Α.Π. 1975/2001 ΠΧ, ΝΒ, 639, Α.Π. 692/2000 ΠΧ, ΝΑ, 47 κ.λ.π.).
Ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (ΑΠ 1081/2007, ΑΠ 278/2007, ΑΠ 2418/2005 Ποιν.Δ. 2006, 672). Ακόμη, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (Α.Π. 491/2007, Α.Π. 487/2007 ό.π., Α.Π. 364/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, ΝΟΜΟΣ). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. με τον όρο από κοινού, νοείται αντικειμενικά σύμπραξη δύο ή περισσότερων προσώπων στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους, είτε κατά την τέλεση της ώστε να ενώσουν την δράση τους. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε στο ότι το έγκλημα συντελείται με επί μέρους συγκλίνουσες πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Α.Π. 1388/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ 620).
Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. γ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1057/2008, ΑΠ 1155/2000 ΠΧ, ΝΑ, 398).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 286/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, αλλά και με συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 1608/2001 Π.Χρ. ΝΒ, 623, ΑΠ 348/1996 ΠΧ, ΜΖ 33), δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, συνημμένων στη δικογραφία εγγράφων και απολογίες κατηγορουμένων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα, δικηγόρος ..., από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της, X2, με τον οποίον τη συνέδεε σχέση μνηστείας, αλλά και μεμονωμένα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας τους άνω εγκαλούντες, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, να προβούν στις παρακάτω πράξεις. Πιο συγκεκριμένα, η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, προβάλλοντας την ιδιότητα της, ως δικηγόρου, καl εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των εγκαλουσών, Ψ1 και Ψ2, να αγοράσουν διαμερίσματα στην ..., αντί χαμηλού τιμήματος, με τη σύμπραξη του συγκατηγορουμένου της, τους παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς ότι διαχειρίζεται ακίνητα μεγάλης αξίας διαφόρων θρησκευτικών ιδρυμάτων και του Ερυθρού Σταυρού καl ότι επειδή ασχολείται με αγοραπωλησίες ακινήτων, κυρίως με τη συμμετοχή της στη διαδικασία πλειστηριασμών, έχει τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσει την αγορά ακινήτου από πλειστηριασμό, αντί ιδιαιτέρως χαμηλού τιμήματος, σε σχέση με την πραγματική εμπορική του αξία. Μάλιστα δε για να προσδώσει αληθοφάνεια στα λεγόμενα της τους εμφάνισε ότι με τον ίδιο τρόπο απέκτησε και η ίδια πολυτελές αυτοκίνητο και διαμέρισμα στην περιοχή της ... . Έτσι, παρέπεισε τις ανωτέρω εγκαλούσες να της αναθέσουν τη διεκπεραίωση της αγοράς διαμερίσματος στο όνομα εκάστης εξ αυτών και να της καταβάλουν, η πρώτη εγκαλούσα, το ποσό των 20.000 ευρώ, στις αρχές Ιουλίου του έτους 2002 και η δεύτερη εγκαλούσα, το ποσό των 30.000 ευρώ, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2003. Προς ενίσχυση δε της πλάνης τους και εφησυχασμό τούτων παρέδωσε, στην πρώτη, ως εγγύηση, τη με αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Αττικής, ονομαστικής αξίας 20.542,92 ευρώ που είχε εκδώσει, την 30-9-2002, ο συγκατηγορούμενός της, σε διαταγή του, και είχε μεταβιβασθεί στην εκκαλούσα με οπισθογράφηση και, στη δεύτερη, τη με αριθ. ... επιταγή της Πανελλήνιας Τράπεζας, ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ, που είχε εκδώσει, την 30-9-2004 η ίδια σε διαταγή της, την οποία οπισθογράφησε στην άνω δεύτερη εγκαλούσα, συστήνοντας όμως προς αυτές ότι οι επιταγές είναι προς εξασφάλιση τους και δεν πρέπει να τις εμφανίσουν στην τράπεζα προς πληρωμή. Στη συνέχεια, εξακολουθώντας την ίδια παραπειστική τακτική, εμφάνισε στις εγκαλούσες ότι έχει κατασχέσει για λογαριασμό της πρώτης, ένα διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο οικοδομής επί της συμβολής των οδών ... αριθ. ... (το οποίο μάλιστα υπεδείχθη στην άνω εγκαλούσα από τον συγκατηγορούμενό της), αξίας 50.000.000 δρχ., το οποίο μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού θα μπορέσει αυτή να αποκτήσει αντί του ποσού των 20.000.000 δρχ., και για λογαριασμό της δεύτερης, ένα διαμέρισμα επί της οδού ... αριθ. ..., στην ..., ακριβώς επάνω από το διαμέρισμα της εκκαλούσας, αξίας 60.000.000 δρχ., το οποίο μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού θα ήταν δυνατόν αυτή να αποκτήσει αντί του ποσού των 30.000.000 δρχ. Κατόπιν αυτού, και αφού τις διαβεβαίωσε ψευδώς ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως των διαμερισμάτων αυτών βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι επίκειται να εκτεθούν σε πλειστηριασμό, το πρώτο εκ των άνω διαμερισμάτων, περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2004 και, το δεύτερο, την 12-5-2004 και μετά από αναβολή την 20-10-2004, κατόρθωσε να αποσπάσει από την πρώτη εγκαλούσα, το ποσόν των 12.500 ευρώ, και από τη δεύτερη, το ποσόν των 13.000 ευρώ, παραδίδοντας μάλιστα στην πρώτη εγκαλούσα, Ψ1, προς δήθεν εξασφάλιση της και άκυρη συναλλαγματική, ήτοι την συναλλαγματική ονομαστικής αξίας 12.500 ευρώ, με ημερομηνία λήξεως 30-11-2004, φερόμενο αποδέκτη τον συγκατηγορούμενο της και τριτεγγυήτρια υπέρ του αποδέκτη την ίδια την εκκαλούσα, η οποία δεν ανέγραφε το όνομα του λήπτη της συναλλαγματικής και δεν έφερε την υπογραφή του εκδότη αυτής. Μετά την είσπραξη των ανωτέρω ποσών, όμως, και συνολικά από την πρώτη εγκαλούσα του ποσού των 32.500 ευρώ (20.000 + 12.500) και, από τη δεύτερη εγκαλούσα, του ποσού των 43.000 ευρώ (30.000+13.000), η εκκαλούσα με το συγκατηγορούμενο της εξαφανίσθηκαν και έπαψαν να απαντούν στις τηλεφωνικές κλήσεις τους. Έτσι, αποκόμισε παράνομα με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλουσών τα ανωτέρω ποσά, με την εν γνώσει της παράσταση ως αληθινών των άνω αναφερομένων γεγονότων, τα οποία ήταν ψευδή, εφόσον στην πραγματικότητα αυτή δεν είχε ιδιαίτερη ενασχόληση με αγοραπωλησίες ακινήτων μέσω πλειστηριασμών, ούτε προέκυψε ότι είχε αποκτήσει διασυνδέσεις και γνωριμίες που θα εξασφάλιζαν στις εγκαλούσες την προνομιακή αγορά διαμερίσματος με τον τρόπο αυτό και, επίσης, δεν προέκυψε ότι τα υποδειχθέντα στις εγκαλούσες ακίνητα είχαν ποτέ κατασχεθεί και επρόκειτο να εκτεθούν ή εκτέθηκαν σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, εκτός από τις ανωτέρω πράξεις απάτης που, όπως προεκτέθηκε, διέπραξε από κοινού με τον συγκατηγορούμενο της, σε βάρος των παραπάνω εγκαλουσών, τέλεσε, επίσης, απάτη, αυτή τη φορά μεμονωμένα, και σε βάρος της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία "Ω1, Ω2, Ω3 ΚΑΙ Ω4 ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ". Πιο συγκεκριμένα, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους διαχειριστές της ανωτέρω εταιρίας, Ω1, Ω2 και Ω3 ότι, λόγω της ιδιότητας της ως δικηγόρου, έχει διασυνδέσεις, γνωριμίες και πολύ καλές σχέσεις με όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του θρησκευτικού ιδρύματος, με την επωνυμία "ΧΑΪΜΟΥΤΣΟ ΚΟΒΟ", και ως εκ τούτου έχει τη δυνατότητα να πείσει αυτά να αναθέσουν με σύμβαση έργου στην άνω ομόρρυθμη εταιρία, αποκλειόμενης κάθε άλλης εργολαβικής εταιρίας ή μεμονωμένου εργολάβου, την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής επί οικοπέδου του ιδρύματος, κειμένου στην οδό ... αριθμ. ... . Έτσι, έπεισε τους διαχειριστές της εγκαλούσας εταιρίας να της αναθέσουν με το από 10-9-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό τη διενέργεια κάθε πράξης για τη σύνταξη προσυμφώνου μεταβιβάσεως προς την εταιρία ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου και να της καταβάλουν το ποσόν των 30.000 ευρώ, έναντι του ποσού των 100.000 ευρώ, από το οποίο τους εμφάνισε ότι το ποσόν των 30.000 ευρώ συνιστά την αμοιβή της και το υπόλοιπο το αντάλλαγμα προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος για να επιλέξουν την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία ως εργολάβο. Όλα όμως τα παραπάνω γεγονότα, τα οποία η εκκαλούσα παρέστησε στους διαχειριστές της εν λόγω εταιρίας ήταν ψευδή, αφού στην πραγματικότητα αυτή ουδέποτε είχε διασυνδέσεις και γνωριμίες τέτοιες με τα μέλη του ΔΣ του θρησκευτικού ιδρύματος "ΧΑΪΜΟΥΤΣΟ ΚΟΒΟ" που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στην ομόρρυθμη εταιρία την ανάληψη της ανωτέρω εργολαβίας ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε πράξη για να επιτύχει τη συμμετοχή της εταιρίας στο διαγωνισμό που προκήρυξε το ίδρυμα για την ανάθεση του έργου ανοικοδόμησης του παραπάνω οικοπέδου του. Τούτο, επομένως, είχε ως αποτέλεσμα να αποκομίσει η εκκαλούσα παράνομα το ανωτέρω ποσό των 30.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας. Περί των ανωτέρω κατέθεσαν σαφώς και κατηγορηματικώς ενώπιον της Ανακρίτριας του Β' Τμήματος Πλημ/κών Θεσσαλονίκης, οι εγκαλούσες Ψ1 και Ψ2 και επί πλέον ο σύζυγος της Ψ1, ΑΑ, η φίλη της Ψ2, ΒΒ, και τα μέλη της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας, Ω1, Ω2, Ω3 και Ω4. Κατόπιν τούτων, ο μοναδικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω ποσά που εισέπραξε από τις εγκαλούσες ήταν προϊόν δανείου προς αυτήν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν 'Αλλωστε, η ίδια, απολογούμενη ενώπιον της ανωτέρω Ανακρίτριας, ανέφερε ότι ουδεμία τέτοια συναλλαγή είχε με τις εγκαλούσες και ότι τις επιταγές που παρέδωσε στις εγκαλούσες, Ψ1 και Ψ2, καθώς και το ιδιωτικό συμφωνητικό που συνετάγη μεταξύ αυτής και της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας υποχρεώθηκε να υπογράψει κατόπιν ψυχικού και σωματικού εξαναγκασμού από το συγκατηγορούμενό της, ο οποίος και καρπώθηκε τα επίδικα ποσά (γεγονός που ο ίδιος αρνείται). Μετά ταύτα, και ενόψει του ότι από την επανειλημμένη τέλεση εκ μέρους της εκκαλούσας, από κοινού με το συγκατηγορούμενο της, του άνω εγκλήματος της απάτης σε βάρος των παραπάνω ανυποψίαστων παθόντων, με τη διαμόρφωση υποδομής και σχεδιασμού για την οργανωμένη ετοιμότητα διάπραξης του εν λόγω εγκλήματος κατ' επανάληψη, προέκυψε αφενός μεν σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου ροπή αυτής για τέλεση τέτοιων πράξεων, ως στοιχείο της προσωπικότητας της, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων που παρέπεμψε αυτή ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Τριμελούς Δικαστηρίου Εφετών Θεσσαλονίκης, για απάτη από κοινού και μεμονωμένα κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το συνολικό ποσόν των 73.000 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε την, υπό της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, ασκηθείσα κατά του υπ'αριθμ. 908/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της απάτης, καθώς και τα περιστατικά που προσδίδουν σ'αυτή κακουργηματικό χαρακτήρα, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13στ, 45, 98 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α και β του ΠΚ, όπως στο άρθρο 98 ΠΚ προστέθηκε η παράγραφος 2 με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και το άρθρο 386 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και το άρθρο 14 παρ. 2 α.β του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση α) των μερικοτέρων πράξεων απάτης, τις οποίες φέρεται ότι διέπραξε η αναιρεσείουσα σε βάρος των Ψ1 και Ψ2, στις οποίες συμμετείχε ως συναυτουργός και ο μη ασκήσας αναίρεση συγκατηγορούμενος της Χ2, β) της μερικότερης πράξης απάτης, την οποία φέρεται ότι διέπραξε η ίδια σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Ω1, Ω2, Ω3 και Ω4 ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ", από τις οποίες (μερικότερες πράξεις) το συνολικό όφελος που απεκόμισε η ίδια και η αντίστοιχη ζημία που προξένησε στους παθόντες, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, αλλά και αυτό των 73.000 ευρώ. Επίσης διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας της επιβαρυντικής περίστασης της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η σχετική κρίση του εκδώσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης στην επανειλημμένη τέλεση αυτής, η οποία συντρέχει και στο κατ'εξακολούθηση έγκλημα (ΑΠ 1885/2001 Π.Χ., ΝΒ, 647, ΑΠ 1307/2002 Π.Χ., ΝΓ, 497), και από την οποία, όπως δέχθηκε προκύπτει αφενός σκοπός αυτής για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου σταθερή ροπή της προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης αλλά και στην υποδομή, την οποία είχε διαμορφώσει αυτή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των ιδίων ως άνω μερικοτέρων πράξεων. Περαιτέρω, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις της αναιρεσείουσας με τις οποίες πέτυχε αυτή να δημιουργήσει στους παθόντες την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης όσων είχαν συμφωνηθεί με βάση την ψευδή πραγματική κατάσταση και δυνατότητα που είχε εμφανίσει αυτή, έχοντας ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει τα όσα είχαν συμφωνηθεί. Κατ'ακολουθίαν οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι.
Σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα πρέπει να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 10/26-5-2008 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης X1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 286/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα.
Αθήνα 7 Ιουλίου 2008
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη ή ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα την περιουσιακή βλάβη στον παραπλανηθέντα ή άλλον, προς το σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχα παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, επιπλέον, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999 και ισχύει από τις 3-6-1999 και εντεύθεν, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ (5.00.000 δραχμών), είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δραχμών). Ακόμη κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 Π.Κ. συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη της ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεση της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος (Ολ.ΑΠ 50/1990). Καθένας δε των συμμετόχων τιμωρείται ως αυτουργός της αξιόποινης πράξης που τέλεσαν. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δ'εσφαμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λίγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 286/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την υπ' αριθμ. 88/29-10-2007 έφεση της αναιρεσείουσας X1 κατά του υπ' αριθμ. 908/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτή, καθώς και ο συγκατηγορούμενός της Χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης για να δικασθούν ως υπαίτιοι της πράξεως της απάτης από κοινού και μεμονωμένα, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα αντίστοιχα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης δέχθηκε, με συμπληρωματική αναφορά και στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εκκαλούσα, δικηγόρος ..., από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της, Χ2, με τον οποίον τη συνέδεε σχέση μνηστείας, αλλά και μεμονωμένα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας τους άνω εγκαλούντες, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, να προβούν στις παρακάτω πράξεις. Πιο συγκεκριμένα, η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, προβάλλοντας την ιδιότητα της, ως δικηγόρου, καl εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των εγκαλουσών, Ψ1 και Ψ2, να αγοράσουν διαμερίσματα στην ..., αντί χαμηλού τιμήματος, με τη σύμπραξη του συγκατηγορουμένου της, τους παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς ότι διαχειρίζεται ακίνητα μεγάλης αξίας διαφόρων θρησκευτικών ιδρυμάτων και του Ερυθρού Σταυρού καl ότι επειδή ασχολείται με αγοραπωλησίες ακινήτων, κυρίως με τη συμμετοχή της στη διαδικασία πλειστηριασμών, έχει τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσει την αγορά ακινήτου από πλειστηριασμό, αντί ιδιαιτέρως χαμηλού τιμήματος, σε σχέση με την πραγματική εμπορική του αξία. Μάλιστα δε για να προσδώσει αληθοφάνεια στα λεγόμενα της τους εμφάνισε ότι με τον ίδιο τρόπο απέκτησε και η ίδια πολυτελές αυτοκίνητο και διαμέρισμα στην περιοχή της ... . Έτσι, παρέπεισε τις ανωτέρω εγκαλούσες να της αναθέσουν τη διεκπεραίωση της αγοράς διαμερίσματος στο όνομα εκάστης εξ αυτών και να της καταβάλουν, η πρώτη εγκαλούσα, το ποσό των 20.000 ευρώ, στις αρχές Ιουλίου του έτους 2002 και η δεύτερη εγκαλούσα, το ποσό των 30.000 ευρώ, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2003. Προς ενίσχυση δε της πλάνης τους και εφησυχασμό τούτων παρέδωσε, στην πρώτη, ως εγγύηση, τη με αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Αττικής, ονομαστικής αξίας 20.542,92 ευρώ που είχε εκδώσει, την 30-9-2002, ο συγκατηγορούμενός της, σε διαταγή του, και είχε μεταβιβασθεί στην εκκαλούσα με οπισθογράφηση και, στη δεύτερη, τη με αριθ. ... επιταγή της Πανελλήνιας Τράπεζας, ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ, που είχε εκδώσει, την 30-9-2004 η ίδια σε διαταγή της, την οποία οπισθογράφησε στην άνω δεύτερη εγκαλούσα, συστήνοντας όμως προς αυτές ότι οι επιταγές είναι προς εξασφάλιση τους και δεν πρέπει να τις εμφανίσουν στην τράπεζα προς πληρωμή. Στη συνέχεια, εξακολουθώντας την ίδια παραπειστική τακτική, εμφάνισε στις εγκαλούσες ότι έχει κατασχέσει για λογαριασμό της πρώτης, ένα διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο οικοδομής επί της συμβολής των οδών ... αριθ. ... (το οποίο μάλιστα υπεδείχθη στην άνω εγκαλούσα από τον συγκατηγορούμενό της), αξίας 50.000.000 δρχ., το οποίο μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού θα μπορέσει αυτή να αποκτήσει αντί του ποσού των 20.000.000 δρχ., και για λογαριασμό της δεύτερης, ένα διαμέρισμα επί της οδού ... αριθ. ..., στην ..., ακριβώς επάνω από το διαμέρισμα της εκκαλούσας, αξίας 60.000.000 δρχ., το οποίο μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού θα ήταν δυνατόν αυτή να αποκτήσει αντί του ποσού των 30.000.000 δρχ. Κατόπιν αυτού, και αφού τις διαβεβαίωσε ψευδώς ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως των διαμερισμάτων αυτών βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι επίκειται να εκτεθούν σε πλειστηριασμό, το πρώτο εκ των άνω διαμερισμάτων, περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2004 και, το δεύτερο, την 12-5-2004 και μετά από αναβολή την 20-10-2004, κατόρθωσε να αποσπάσει από την πρώτη εγκαλούσα, το ποσόν των 12.500 ευρώ, και από τη δεύτερη, το ποσόν των 13.000 ευρώ, παραδίδοντας μάλιστα στην πρώτη εγκαλούσα, Ψ1, προς δήθεν εξασφάλιση της και άκυρη συναλλαγματική, ήτοι την συναλλαγματική ονομαστικής αξίας 12.500 ευρώ, με ημερομηνία λήξεως 30-11-2004, φερόμενο αποδέκτη τον συγκατηγορούμενο της και τριτεγγυήτρια υπέρ του αποδέκτη την ίδια την εκκαλούσα, η οποία δεν ανέγραφε το όνομα του λήπτη της συναλλαγματικής και δεν έφερε την υπογραφή του εκδότη αυτής. Μετά την είσπραξη των ανωτέρω ποσών, όμως, και συνολικά από την πρώτη εγκαλούσα του ποσού των 32.500 ευρώ (20.000 + 12.500) και, από τη δεύτερη εγκαλούσα, του ποσού των 43.000 ευρώ (30.000+13.000), η εκκαλούσα με το συγκατηγορούμενο της εξαφανίσθηκαν και έπαψαν να απαντούν στις τηλεφωνικές κλήσεις τους. Έτσι, αποκόμισε παράνομα με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλουσών τα ανωτέρω ποσά, με την εν γνώσει της παράσταση ως αληθινών των άνω αναφερομένων γεγονότων, τα οποία ήταν ψευδή, εφόσον στην πραγματικότητα αυτή δεν είχε ιδιαίτερη ενασχόληση με αγοραπωλησίες ακινήτων μέσω πλειστηριασμών, ούτε προέκυψε ότι είχε αποκτήσει διασυνδέσεις και γνωριμίες που θα εξασφάλιζαν στις εγκαλούσες την προνομιακή αγορά διαμερίσματος με τον τρόπο αυτό και, επίσης, δεν προέκυψε ότι τα υποδειχθέντα στις εγκαλούσες ακίνητα είχαν ποτέ κατασχεθεί και επρόκειτο να εκτεθούν ή εκτέθηκαν σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, εκτός από τις ανωτέρω πράξεις απάτης που, όπως προεκτέθηκε, διέπραξε από κοινού με τον συγκατηγορούμενο της, σε βάρος των παραπάνω εγκαλουσών, τέλεσε, επίσης, απάτη, αυτή τη φορά μεμονωμένα, και σε βάρος της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία "Ω1, Ω2, Ω3 ΚΑΙ Ω4 ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ". Πιο συγκεκριμένα, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους διαχειριστές της ανωτέρω εταιρίας, Ω1, Ω2 και Ω3 ότι, λόγω της ιδιότητας της ως δικηγόρου, έχει διασυνδέσεις, γνωριμίες και πολύ καλές σχέσεις με όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του θρησκευτικού ιδρύματος, με την επωνυμία "ΧΑΪΜΟΥΤΣΟ ΚΟΒΟ", και ως εκ τούτου έχει τη δυνατότητα να πείσει αυτά να αναθέσουν με σύμβαση έργου στην άνω ομόρρυθμη εταιρία, αποκλειόμενης κάθε άλλης εργολαβικής εταιρίας ή μεμονωμένου εργολάβου, την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής επί οικοπέδου του ιδρύματος, κειμένου στην οδό ... αριθμ. ... . Έτσι, έπεισε τους διαχειριστές της εγκαλούσας εταιρίας να της αναθέσουν με το από 10-9-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό τη διενέργεια κάθε πράξης για τη σύνταξη προσυμφώνου μεταβιβάσεως προς την εταιρία ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου και να της καταβάλουν το ποσόν των 30.000 ευρώ, έναντι του ποσού των 100.000 ευρώ, από το οποίο τους εμφάνισε ότι το ποσόν των 30.000 ευρώ συνιστά την αμοιβή της και το υπόλοιπο το αντάλλαγμα προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος για να επιλέξουν την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία ως εργολάβο. Όλα όμως τα παραπάνω γεγονότα, τα οποία η εκκαλούσα παρέστησε στους διαχειριστές της εν λόγω εταιρίας ήταν ψευδή, αφού στην πραγματικότητα αυτή ουδέποτε είχε διασυνδέσεις και γνωριμίες τέτοιες με τα μέλη του ΔΣ του θρησκευτικού ιδρύματος "ΧΑΪΜΟΥΤΣΟ ΚΟΒΟ" που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στην ομόρρυθμη εταιρία την ανάληψη της ανωτέρω εργολαβίας ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε πράξη για να επιτύχει τη συμμετοχή της εταιρίας στο διαγωνισμό που προκήρυξε το ίδρυμα για την ανάθεση του έργου ανοικοδόμησης του παραπάνω οικοπέδου του. Τούτο, επομένως, είχε ως αποτέλεσμα να αποκομίσει η εκκαλούσα παράνομα το ανωτέρω ποσό των 30.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας. Περί των ανωτέρω κατέθεσαν σαφώς και κατηγορηματικώς ενώπιον της Ανακρίτριας του Β' Τμήματος Πλημ/κών Θεσσαλονίκης, οι εγκαλούσες Ψ1 και Ψ2 και επί πλέον ο σύζυγος της Ψ1, ΑΑ, η φίλη της Ψ2, ΒΒ, και τα μέλη της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας, Ω1, Ω2, Ω3 και Ω4. Κατόπιν τούτων, ο μοναδικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω ποσά που εισέπραξε από τις εγκαλούσες ήταν προϊόν δανείου προς αυτήν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν 'Αλλωστε, η ίδια, απολογούμενη ενώπιον της ανωτέρω Ανακρίτριας, ανέφερε ότι ουδεμία τέτοια συναλλαγή είχε με τις εγκαλούσες και ότι τις επιταγές που παρέδωσε στις εγκαλούσες, Ψ1 και Ψ2, καθώς και το ιδιωτικό συμφωνητικό που συνετάγη μεταξύ αυτής και της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας υποχρεώθηκε να υπογράψει κατόπιν ψυχικού και σωματικού εξαναγκασμού από το συγκατηγορούμενό της, ο οποίος και καρπώθηκε τα επίδικα ποσά (γεγονός που ο ίδιος αρνείται). Μετά ταύτα, και ενόψει του ότι από την επανειλημμένη τέλεση εκ μέρους της εκκαλούσας, από κοινού με το συγκατηγορούμενο της, του άνω εγκλήματος της απάτης σε βάρος των παραπάνω ανυποψίαστων παθόντων, με τη διαμόρφωση υποδομής και σχεδιασμού για την οργανωμένη ετοιμότητα διάπραξης του εν λόγω εγκλήματος κατ' επανάληψη, προέκυψε αφενός μεν σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου ροπή αυτής για τέλεση τέτοιων πράξεων, ως στοιχείο της προσωπικότητας της, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων που παρέπεμψε αυτή ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Τριμελούς Δικαστηρίου Εφετών Θεσσαλονίκης, για απάτη από κοινού και μεμονωμένα κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το συνολικό ποσόν των 73.000 ευρώ". Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε την, υπό της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, ασκηθείσα κατά του υπ'αριθμ. 908/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της απάτης, καθώς και τα περιστατικά που προσδίδουν σ'αυτή κακουργηματικό χαρακτήρα, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ, 45, 98 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α και β του ΠΚ, όπως στο άρθρο 98 ΠΚ προστέθηκε η παράγραφος 2 με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και το άρθρο 386 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και το άρθρο 14 παρ. 2α.β του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση α) των μερικοτέρων πράξεων απάτης, τις οποίες φέρεται ότι διέπραξε η αναιρεσείουσα σε βάρος των Ψ1 και Ψ2, στις οποίες συμμετείχε ως συναυτουργός και ο μη ασκήσας αναίρεση συγκατηγορούμενος της Χ2, β) της μερικότερης πράξης απάτης, την οποία φέρεται ότι διέπραξε η ίδια σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Ω1, Ω2, Ω3 και Ω4 ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ", από τις οποίες (μερικότερες πράξεις) το συνολικό όφελος που απεκόμισε η ίδια και η αντίστοιχη ζημία που προξένησε στους παθόντες, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, αλλά και αυτό των 73.000 ευρώ. Επίσης διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας της επιβαρυντικής περίστασης της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η σχετική κρίση του εκδώσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης στην επανειλημμένη τέλεση αυτής, η οποία συντρέχει και στο κατ'εξακολούθηση έγκλημα και από την οποία, όπως δέχθηκε προκύπτει αφενός σκοπός αυτής για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου σταθερή ροπή της προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης αλλά και στην υποδομή, την οποία είχε διαμορφώσει αυτή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των ιδίων ως άνω μερικοτέρων πράξεων. Γι' αυτό η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας περί ελλιπούς αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος λόγω μη διασάφησης σ'αυτή ποία εκ των δύο μορφών της κακουργηματικής απάτης αποδίδεται σ'αυτήν (κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον αυτή φέρεται ότι έχει τελέσει και τις δύο προαναφερόμενες μορφές της κακουργηματικής απάτης. Περαιτέρω, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις της αναιρεσείουσας με τις οποίες πέτυχε αυτή να δημιουργήσει στους παθόντες την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης όσων είχαν συμφωνηθεί με βάση την ψευδή πραγματική κατάσταση και δυνατότητα που είχε εμφανίσει αυτή, έχοντας ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει τα όσα είχαν συμφωνηθεί. Κατ'ακολουθίαν οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26 Μαΐου 2008 αίτηση αναιρέσεως της X1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 286/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή