Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 555 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας.




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική πράξη απάτης κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με ζημία άνω των 15.000 € (άρθρ. 386 §§ 1, 3α και 13 στ΄ ΠΚ). Αβάσιμοι οι συναφείς από το άρθρο 484 §1 στοιχ. β΄, δ΄ και στ΄ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για υπέρβαση εξουσίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 555/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 738/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Ζ3, 2 Ζ2 και 3. Ζ3. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Ιουνίου 2009 και 15 Ιουνίου 2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 929/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Πριάμου Λεκκού με αριθμό 342/19-10-2009 και της συμπληρωματικής της 342α/8-12-2009, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 9-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 738/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 3186/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'απάτη από κοινού, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 386 παρ. 1, 3 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.) Ως γεγονότα, κατά την στο ανωτέρω άρθρο έννοια, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τρόπον, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως, από τον δράστη ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώση την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 51/2007). Εξ'άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα των Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσονται εν όλω ή εν μέρει και οι κρίσεις των Συμβουλίων (ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να υπάρχη βεβαιότης ότι το συμβούλιο έλαβε υπ' όψη και συνεξετίμησε το σύνολο τούτων και όχι μόνο μερικά από αυτά (ΑΠ 1709/2007). Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 23/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο επιτρεπτώς στην εισαγγελική πρόταση, η οποία συμπληρωματικώς αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα και την ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά:
Στις αρχές Ιουνίου του έτους 2001 ο εγκαλών Ψ, που ενδιαφερόταν για μία επικερδή τοποθέτηση (επένδυση) των χρημάτων του, πληροφορήθηκε από τον φίλο του Ξ ο οποίος διατηρούσε ασφαλιστικό γραφείο στη ... και ήταν συνεργάτης της εδρεύουσας στην ... εταιρείας με την επωνυμία "...", μέσω του ..., αντιπροσώπου της στις Σέρρες, ότι η εταιρεία αυτή συνεργάζονταν με την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "GOLDSMITH INVESTMENTS L.T.D.", διαμεσολαβώντας στη διάθεση στην Ελληνική αγορά μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου "GOLDSMITH FUND". Σύμφωνα με την πληροφόρηση του Ξ και τα σχετικά ενημερωτικά έντυπα, που εκείνος διέθετε, επρόκειτο για ένα επενδυτικό πρόγραμμα με βάση το δολλάριο, που δημιουργούσε ένα χαρτοφυλάκιο με διασπορά σε διάφορα προϊόντα της αγοράς, όπως συνάλλαγμα, μετοχές κ.λ.π. και απέδιδε εγγυημένο ετήσιο επιτόκιο τουλάχιστον 8%, ενώ η πραγματική του απόδοση υπερέβαινε κατά κανόνα το 10% ετησίως είχε δε ως θεματοφύλακα των χρημάτων των επενδυτών την Βρετανική Τράπεζα ROUAL BANK OF SCOTLAND, η οποία ήλεγχε τους τίτλους και τη ρευστότητα του αμοιβαίου κεφαλαίου που ήταν ασφαλισμένο στον Βρετανικό ασφαλιστικό κολοσσό LLOΫD'S του Λονδίνου. Η προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία εφέρετο ότι είχε έδρα το Λονδίνο, εκπρόσωπό της τον (μη ασκήσαντα έφεση) κατηγορούμενο Ζ2 και αντιπρόσωπο στην Ελλάδα την εταιρεία με την επωνυμία "HEDLEY FINANCE L.T.D.", με έδρα τη ... και εκπρόσωπό της τον (μη ασκήσαντα έφεση) κατηγορούμενο Ζ3. Στην πραγματικότητα οι δύο αυτές εταιρείες - όπως και πολλές άλλες- είχαν ιδρυθεί από τους εκκαλούντες αδελφούς Χ1, Χ2 και Ζ1 που ήταν "εν τοις πράγμασι" συνδιαχειριστές τους, είχαν έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους (υπεράκτιες εταιρείες), δεν είχαν θεματοφύλακα την ROUAL BANΚ OF SCOTLAND για το διατιθέμενο επενδυτικό προϊόν, το οποίο δεν ήταν ασφαλισμένο στη "LLOYD'S" του Λονδίνου αλλ'ήταν εν τέλει ανύπαρκτο. Επισημαίνεται ότι η εταιρεία "HEDLEY FINANCE" δεν διέθετε την απαιτούμενη από το νόμο άδεια για την κυκλοφορία του συγκεκριμένου αμοιβαίου κεφαλαίου στην Ελληνική αγορά. Οι εκκαλούντες καθώς και οι συγκατηγορούμενοί τους Ζ2 και Ζ3, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, αφού κατάστρωσαν το σχέδιο και διαμόρφωσαν την κατάλληλη υποδομή (πολυτελή γραφεία, παραπλανητικό διαφημιστικό υλικό, πλαστά συμβόλαια, διοργάνωση συνεδρίων με ομιλητές επώνυμα πρόσωπα, πρόσληψη και χρησιμοποίηση υπαλλήλων και εξωτερικών συνεργατών) προώθησαν στην Ελληνική αγορά το ανύπαρκτο ως άνω επενδυτικό προϊόν, με αποκλειστικό σκοπό τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους σε βάρος των ανυποψίαστων επενδυτών, τον οποίο και επέτυχαν για σημαντικό χρονικό διάστημα, αφού τα χρήματα των τελευταίων τοποθετούνταν σε δικούς τους λογαριασμούς και ακολούθως διοχετεύονταν σε δικές τους εταιρείες. Οι ίδιοι οι εκκαλούντες (πλην του Χ1 σε ορισμένες περιπτώσεις) δεν έρχονταν σε επαφή με τους υποψήφιους επενδυτές, καθώς οι τελευταίοι απευθύνονταν συνήθως στους υπαλλήλους και εξωτερικούς τους συνεργάτες, μέσω των οποίων κυκλοφορούσαν και διέθεταν το ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα.
'Ένα από τα θύματά τους υπήρξε και ο εγκαλών Ψ, ο οποίος, πεισθείς από τα προαναφερθέντα απατηλά δελεαστικά στοιχεία ότι επρόκειτο για λίαν επικερδή επένδυση, στις 19/6/2001, προέβη σε προθεσμιακή κατάθεση ποσού 50.000 ευρώ, διάρκειας ενός έτους, με εγγυημένο επιτόκιο 8% ετησίως (μέσω της εταιρείας ...), παραδίδοντας στον Ξ ισόποση επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς με αριθμό ... το οποίο (ποσό) ουδέποτε του απέδωσαν οι εκκαλούντες και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί τους. Η προξενηθείσα ζημία στον εγκαλούντα και το αντίστοιχο όφελος των εκκαλούντων, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Τέλεσαν δε ούτοι την πράξη αυτή κατ'επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, όπως προαναφέρθηκε (σχεδιασμός, πολυτελή γραφεία, παραπλανητικό διαφημιστικό υλικό, πρόσληψη και απασχόληση υπαλλήλων και συνεργατών, διοργάνωση συνεδρίων με επώνυμους ομιλητές) προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους.
Είναι χαρακτηριστικό της μεθοδευμένης αξιόποινης δράσης των κατηγορουμένων ότι μετά την κατάθεση των χρημάτων από τον εγκαλούντα-επενδυτή, του απέστελναν ενημερωτικούς πίνακες για την πορεία της επένδυσής του και την τρέχουσα κατάσταση του λογαριασμού του, όπου εμφανιζόταν το ύψος της επένδυσης και οι υποσχεθείσες αποδόσεις του κεφαλαίου και επί πλέον του απέδωσαν την 20-9-2002 το ποσό των 4.700 ευρώ, ως προερχόμενο δήθεν από τόκους της επενδύσεώς του, έτσι ώστε η επένδυσή του να φαίνεται ότι αποδίδει, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να μη ζητήσει την ρευστοποίηση του κεφαλαίου του αλλά να ζητήσει την επανεπένδυσή του, μέχρις ότου διαπίστωσε, όπως προαναφέρθηκε, ότι το αμοιβαίο κεφάλαιο "GOLDSMITH FUND", μερίδια του οποίου είχε αγοράσει, ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και αντίκρυσμα, τα δε χρήματά του δεν είχαν ποτέ επενδυθεί, όπως ψευδώς τον είχαν διαβεβαιώσει αλλά κατέληξαν σε λογαριασμούς των κατηγορουμένων ή εταιρειών συμφερόντων τους.
Οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι ισχυρίζονται απολογούμενοι και επαναλαμβάνουν στις εκθέσεις εφέσεώς τους, ότι δεν έχουν σχέση με την κατηγορία που τους αποδίδεται. Ειδικότερα ο Χ1 υποστηρίζει ότι ήταν απλός υπάλληλος (οικονομικός σύμβουλος) της εταιρείας "HEDLEY" και όχι νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και της εταιρείας "GOLDSMITH" (προσκομίζοντας καταστάσεις προσωπικού της εταιρείας, ένσημα, αναγγελίες πρόσληψης και οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, συμβάσεις εργασίας), ο Χ2 ότι δήθεν ενεπλάκη, εν αγνοία του, στην διαπραχθείσα απάτη από τον συγκατηγορούμενο αδελφό του Χ1, ο οποίος είναι ο μόνος και πραγματικός ιδιοκτήτης των εταιρειών "HEDLEY FINANCE LIMITED" και "GOLDSMITH INVESTMENTS LIMITED" και μαζί με τον Ζ3 και άλλους "συνεργάτες" "έστησαν" την απάτη με το επίμαχο επενδυτικό προϊόν, ο ίδιος δε βρίσκεται σε σφοδρή αντιδικία με εκείνον. Τέλος ο Ζ1 ισχυρίζεται ότι η εμπλοκή του ονόματός του οφείλεται στη συνεπωνυμία του με τον Χ1 και στο συνταχθέν πόρισμα του ΣΔΟΕ, ότι κανείς από τους επενδυτές δεν τον έχει κατονομάσει και ότι ουδέποτε ασχολήθηκε με την εταιρεία, καθόσον, εκτός των άλλων, δεν είχε τις απαραίτητες προς τούτο γνώσεις (είναι απόφοιτος Δημοτικού σχολείου) και εμπειρία. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί είναι εντελώς αβάσιμοι, καθόσον έρχονται σε αντίθεση με το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας. Ειδικότερα ούτοι, μολονότι δεν προκύπτει από επίσημα έγγραφα της δικογραφίας, αφού προνόησαν να μην εμφανίζονται ως νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών που αποτελούσαν "οχήματα" της απάτης, εν τούτοις κατά το επίδικο χρονικό διάστημα υπήρξαν, οπωσδήποτε, εν τοις πράγμασι διαχειριστές της ρηθείσας εταιρείας (HEDLEY FINANCE), παρά τα αντιθέτως υπό τούτων υποστηριζόμενα. Περαιτέρω η απασχόληση του εκκαλούντα Χ1 ως υπαλλήλου της εταιρείας "HEDLEY FINANCE" ήταν σαφώς εικονική, οι δε εκκαλούντες Χ2 και Ζ1 δεν ήταν γνωστοί στον εγκαλούντα-επενδυτή για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (η "προώθηση" του επενδυτικού προϊόντος "GOLDSMITH FUND" γινόταν μέσω ανυποψίαστων συνεργατών, όπως εν προκειμένω ο Ξ).
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν στο ακροατήριο κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη και, αφού απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση αυτού, επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ως άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Ειδικότερα, ελήφθησαν υπ'όψη και συνεξετιμήθησαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, οι δε παραδοχές του προσβαλλομένου δεν αποτελούν αντιγραφή του κατηγορητηρίου και του πρωτοδίκου βουλεύματος. Η ως άνω απαιτουμένη αιτιολογία εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως, η δε απάντηση στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περιλαμβάνεται, εκ του πράγματος, στην περί παραπομπής του στο ακροατήριο κρίση του Συμβουλίου, ενώ διά την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήτο αναγκαία η παράθεση επί πλέον στοιχείων. Επομένως, ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, η δε περί μη απαντήσεως εις αιτήματα του αναιρεσείοντος αιτίαση, αορίστως προβαλλομένη, είναι απαράδεκτη. Επίσης, καθ'ό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και κρίση του Συμβουλίου περί τα πράγματα, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Τέλος ο αναιρετικός λόγος της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ), αορίστως προβαλλόμενος, δηλαδή χωρίς να αναφέρεται εις τί συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906).
Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους-Π ρ ο τ ε ί ν ω---------------------
Να απορριφθή η από 9-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 738/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 16 Σεπτεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Εν συνεχεία της υπ'αριθμ. πρωτ. 342/2009 προτάσεώς μου, εισάγων και την από 15-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 738/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν και η έφεση του ανωτέρω αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 3186/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου και αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'απάτη από κοινού, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την υπέρβαση εξουσίας και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Επειδή, εκ του συνδυασμού των άρθρ. 43, 57 και 58 ΚΠΔ προκύπτει, ότι αν για την ίδια αξιόποινη πράξη κινήθηκαν κατά του ιδίου προσώπου δύο ή περισσότερες ποινικές διώξεις, οι μεταγενέστερες της πρώτης κηρύσσονται απαράδεκτες, λόγω της υφισταμένης εκκρεμοδικίας από την άσκηση της πρώτης ποινικής δίωξης, η οποία κωλύει νέα ποινική δίωξη, διότι αυτή αναλώθηκε με την άσκηση της πρώτης. Για την δημιουργία, όμως, εκκρεμοδικίας απαιτείται, εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξεως (βλ. ΑΠ 858/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/322, ΑΠ 1306/1998, εις ΠΧ/ΜΘ'/716). Ταυτότητα δε πράξεως υπάρχει όταν πρόκειται για το αυτό ιστορικό γεγονός κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις (βλ. ΑΠ 1570/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, εκ του υπ'αριθμ. 1157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προκύπτει ότι ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μετά των συγκατηγορουμένων του, διά να δικασθή δι'απάτη εις βάρος επενδυτών, καταβαλλόντων χρηματικά ποσά για το αμοιβαίο κεφάλαιο "GOLDSMITH FUND", στον δε σχετικό κατάλογο αναφέρεται και το όνομα Ψ, με ημερομηνία εισόδου στο εν λόγω αμοιβαίο κεφάλαιο την 22-6-2001 και ποσό 50.000 ευρώ. Όμως, διά του επικυρωθέντος με το προσβαλλόμενο βούλευμα, υπ'αριθμ. 3186/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, διά να δικασθή δι'απάτη τελεσθείσα στις αρχές Ιουνίου 2001, εις βάρος του Ψ, ο οποίος προέβη στις 19-6-2001 εις κατάθεση ποσού 50.000 ευρώ. Αλλ'υπό τα δεδομένα αυτά δεν υπάρχει ταυτότης πράξεως, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αφού είναι διαφορετικό, τουλάχιστον κατά τον χρόνο, το ιστορικό γεγονός, διά το οποίο παραπέμπεται να δικασθή ο αναιρεσείων, με το καθένα από τα ως άνω βουλεύματα. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, το δε εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν υπερέβη την εξουσία του, με την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά του ως άνω πρωτοδίκου βουλεύματος και την επικύρωση αυτού. Κατ'ακολουθία, ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Εξ άλλου, το ανωτέρω Συμβούλιο, με τις παραδοχές του, ως αυτές εκτίθενται στην ανωτέρω πρότασή μου, της οποίας συνέχεια αποτελεί η παρούσα, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την υπό των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς την παραπεμπτική κρίση του διά τον αναιρεσείοντα Χ2, αφού εκθέτει, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, κατ'είδος προσδιοριζόμενα, τα οποία θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν στο ακροατήριο κατηγορία και κατά του εν λόγω αναιρεσείοντος, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Συμβούλιο εδέχθη ότι ο αναιρεσείων Χ2 συμμετείχε στην τέλεση του ανωτέρω εγκλήματος ως συναυτουργός, ενώ διά την πληρότητα της αιτιολογίας, εν σχέσει προς την συμμετοχική δράση των συναυτουργών, δεν ήτο απαραίτητη η αναφορά των επί μέρους πράξεων εκάστου συναυτουργού (βλ. ΑΠ 290/2008, ΑΠ 1403/2007). Επομένως, ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Καθ'ό δε μέρος, υπό την επίκληση του ιδίου αναιρετικού λόγου, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Αλλά και η επικαλουμένη παραβίαση του άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ, καθ'εαυτή, δεν ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 544/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/19).
Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ2 και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Επίσης, πρέπει να απορριφθή και το αίτημα του ιδίου, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, προς παροχή διευκρινίσεων, υποβαλλόμενο διά της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, διότι οι περιλαμβανόμενες σ'αυτή αναιρετικές αιτιάσεις αναπτύσσονται επαρκώς και δεν έχουν ανάγκη προφορικών διευκρινίσεων.

Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να απορριφθή η από 15-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 738/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να απορριφθή το διά της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως αίτημα του ιδίου, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, προς παροχή διευκρινίσεων.
Να καταδικασθή ο ανωτέρω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 3 Δεκεμβρίου 2009Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά του αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (υπ'αριθ. 738/2009), οι υπό κρίση, με αριθ. εκθ. 124/2009 και 132/2009, δύο αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Σύμφωνα με το εδαφ. στ' του άρθρου 13 ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δεν είναι δε αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία, οπότε η αναφορά αυτή είναι επιβεβλημένη. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάση των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Περαιτέρω, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια τους, όπως είναι και η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως. Έτσι, επί παραπεμπτικού βουλεύματος για απάτη, της οποίας ο κακουργηματικός χαρακτήρας θεμελιώνεται στην κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως όταν δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την κατ' επάγγελμα ή την κατά συνήθεια τέλεση. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 738/2009 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε ως αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του 3186/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο, λόγω σοβαρών ενδείξεων ενοχής τους, παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν ως υπαίτιοι τελέσεως από κοινού με άλλους συμπαραπεμπόμενους κατηγορουμένους, απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ και ανέρχονται σε 50.000 ευρώ. Δέχθηκε, συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, με συμπληρωματική, επιτρεπτή εξ ολοκλήρου, αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα μνημονευόμενα, κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το εκκαλούμενο παραπεμπτικό βούλευμα, η πράξη της κακουργηματικής απάτης που αποδίδεται στους εκκαλούντες κατηγορούμενους συνίσταται στο ότι: Στην ... και στις ... στις αρχές Ιουνίου ενεργώντας από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Τις πράξεις τους αυτές τελούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Συγκεκριμένα στους ανωτέρω τόπους και χρόνους, ο (μη ασκήσας έφεση) κατηγορούμενος Ζ2 ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "GOLDSMITH INVESTEMENTS LTD" που ήταν υπεράκτια εταιρεία εδρεύουσα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, ο (επίσης μη ασκήσας έφεση) κατηγορούμενος Ζ3 ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "HEDLEY FINANCE LTD" αντιπροσώπου στην Ελλάδα της προαναφερόμενης εταιρείας με φερόμενη έδρα τη ... και οι Χ1, Χ2 και Ζ1, ως ιδιοκτήτες και ουσιαστικοί διαχειριστές των δύο αυτών εταιρειών, ενεργώντας από κοινού παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ, κάτοικο ... μέσω των ... και ..., διαχειριστών της εταιρείας με την επωνυμία "..." με την οποία αυτοί συνεργάζονταν, καθώς και (μέσω) του ... αντιπροσώπου της τελευταίας εταιρείας στις ... και με την κυκλοφορία εντύπου διαφημιστικού και ενημερωτικού υλικού, ότι η εταιρεία "GOLDSMITH INVESTEMENTS LTD" που δήθεν είχε έδρα το Λονδίνο, διέθετε στην ελληνική αγορά το αμοιβαίο κεφάλαιο "GOLDSMITH FUND", το οποίο είχε ως βάση το δολλάριο και δημιουργούσε ένα χαρτοφυλάκιο με διασπορά σε διάφορα προϊόντα της αγοράς όπως συνάλλαγμα, μετοχές κλπ, απέδιδε εγγυημένο ετήσιο επιτόκιο τουλάχιστον 8%, ενώ η πραγματική απόδοσή του υπερέβαινε κατά κανόνα το 10% ετησίως, είχε δε ως θεματοφύλακα των χρημάτων των επενδυτών την Βρετανική Τράπεζα "ROYAL BANK OF SCOTLAND", η οποία έλεγχε τους τίτλους και τη ρευστότητα του αμοιβαίου κεφαλαίου, που ήταν ασφαλισμένο στο Βρετανικό ασφαλιστικό κολοσσό LLOYNT'S, ενώ στην πραγματικότητα το αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο ήταν ανύπαρκτο (χωρίς αντίκρνσμα), η ανωτέρω Βρετανική Τράπεζα δεν ήταν θεματοφύλακας του, ούτε ήταν ασφαλισμένο στην LLOYNT'S του Λονδίνου και συνεπώς, ουδεμία απόδοση είχε αυτό. Έτσι έπεισαν τον εγκαλούντα να προβεί στις 19/6/01 σε προθεσμιακή κατάθεση ποσού 50.000 ευρώ διάρκειας ενός έτους, μέσω της εταιρείας "..." με αποτέλεσμα να υποστεί ισόποση βλάβη η περιουσία του, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, αφού δεν του απέδωσαν ούτε το προς επένδυση δοθέν κεφάλαιο με αντίστοιχο δικό τους παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσαν. Εξάλλου, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης τους και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της (πολυτελή γραφεία, παραπλανητικό διαφημιστικό υλικό και πλαστά συμβόλαια, απασχόληση υπαλλήλων και συνεργατών, διοργάνωση συνεδρίων με ομιλητές επώνυμα πρόσωπα), προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του ανωτέρω εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ2 ισχυρίζεται ότι υπάρχει εκκρεμοδικία, συνεπεία της οποίας πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η προκείμενη ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, εφόσον για την επικείμενη αξιόποινη πράξη που έχει τελέσει και κατ' άλλων παθόντων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο μηνυτής, εν προκειμένω, ψ έχει ήδη παραπεμφθεί με το υπ' αρ. 1157/08 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Για τον ισχυρισμό αυτό πρέπει ν' αναφερθούν τα εξής: Το ανωτέρω υπ' αρ. 1157/08 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου, εκδόθηκε επί δικογραφίας που προήλθε από συσχέτιση πλειόνων δικογραφιών, οι οποίες είχαν σχηματισθεί είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν μηνύσεων διαφόρων παθόντων στρεφομένων είτε κατά ενός, είτε κατά πλειόνων από τους 37 κατηγορουμένους που αφορά αυτή, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι ήδη εκκαλούντες.
Συγκεκριμένα 16 ανακριτικές δικογραφίες που εκκρεμούσαν σε διάφορους Ανακριτές με τη βασική δικογραφία υπό στοιχ. ΑΒΜ ΑΟ2/05Ε/495 ΑΟ2/01Ε/82 που εκκρεμούσε στον 2ο Ανακριτή Αθηνών. Μεταξύ των 16 αυτών δικογραφιών που συσχετίσθηκαν στην άνω βασική δικογραφία, τα στοιχεία των οποίων αναφέρονται στο εν λόγω βούλευμα (υπ' αρ. 1157/08), δεν συμπεριλαμβάνεται και η παρούσα δικογραφία. Με το βούλευμα αυτό παραπέμπονται μεταξύ άλλων και οι Χ2 και Χ1 για κακουργηματική απάτη σε βάρος πλήθους επενδυτών οι οποίοι κατέβαλαν τα αντίστοιχα αναφερόμενα χρηματικά ποσά για το αμοιβαίο κεφάλαιο "GOLDSMITH FUND" και αναγράφονται σε σχετικό κατάλογο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και όνομα επενδυτή Ψ, Αρ. λογαρ. ..., ημερομηνία εισόδου 22/6/01 και ποσό 50.000 ευρώ. Όμως τόσο στο ως άνω βούλευμα όσο και στο προσκομιζόμενο σχετικό κατηγορητήριο δεν εκτίθενται τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά, ήτοι τα ψευδή γεγονότα που παραστάθηκαν στον εδώ συγκεκριμένο Ψ ως αληθή και εκτίθενται στο κατηγορητήριο της προκείμενης δικογραφίας κατά τα άνω, με βάση τα οποία κατά τον αναφερόμενο στο εκκαλούμενο παραπεμπτικό βούλευμα συγκεκριμένο χρόνο (αρχές Ιουνίου 2001), με κατάθεση του ποσού των 50.000€ στις 19/6/01, αυτός (ο ως άνω μηνυτής) εξαπατήθηκε. Επομένως, δεν προκύπτει ταυτότητα πράξεως αλλά και χρόνου τέλεσης αυτής ακόμη δε και παθόντος (διαφορετικό επώνυμο) ώστε να υφίσταται εκκρεμοδικία κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω και ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος Χ2 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική) που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε και ειδικότερα από την έγκληση, τις καταθέσεις του εγκαλούντος και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματά τους καθώς και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων, προέκυψαν, κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, σοβαρές ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων Χ1, Χ2 και Ζ1, για την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ για την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, για τους ίδιους λόγους που αναπτύσσονται και στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία, για το οποίο παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1, 3 β ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, α) αναφέρονται ποίες ήσαν οι ψευδείς παραστάσεις των δύο κατηγορουμένων και του συμπαραπεμπομένου Ζ1, ως συνιδιοκτητών και ουσιαστικών διαχειριστών δύο αλλοδαπών εταιρειών "HEDLEY FINANCE LIMITED" και "GOLDSMITH INVESTMENT LTD", προς τον εγκαλούντα Ψ, δια μέσου τριών παρενθέτων προσώπων - συνεργατών τους, που διαβίβαζαν τις παραπλανητικές δηλώσεις τους, αλλά και με την υπ'αυτών κυκλοφορία και παράδοση σχετικού εντύπου ενημερωτικού υλικού, προωθώντας στην Ελλάδα σε διάφορους επενδυτές μεταξύ των οποίων και στον πολιτικώς ενάγοντα το χρηματοοικονομικό προϊόν (αμοιβαίο κεφάλαιο) GOLDSMITH FUND, ως εγγυημένης υψηλής δήθεν αποδόσεως και ασφαλισμένο, που όμως ήταν ανύπαρκτο χωρίς αντίκρυσμα, του πολιτικώς ενάγοντος απωλέσαντος, όπως και πολλοί άλλοι επενδυτές, ακόμα και ολόκληρο το κεφάλαιο που επένδυσε στο προϊόν αυτό (50.000 ευρώ), β) αναφέρεται η κατά συναυτουργία, από κοινού ως παραπάνω, δράση των κατηγορουμένων και δεν ήταν απαραίτητη η αναφορά των επί μέρους πράξεων εκάστου τούτων αφού δεν πρόκειται για πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία έγκλημα, γ) το αιτιολογικό δεν αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου και του πρωτοδίκου βουλεύματος, εκτείνεται δε και στις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης, η απάντηση στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, εκ του πράγματος, περιλαμβάνεται στην περί παραπομπής κρίση του Συμβουλίου, ενώ για την πληρότητά της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητη η παράθεση επί πλέον στοιχείων, δ) η αιτίαση ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε σε υποβληθέντα αιτήματα, είναι απαράδεκτη ως αόριστη, καθόσον δεν προσδιορίζονται ποία συγκεκριμένα αιτήματα υποβλήθηκαν και δεν απαντήθηκαν, ε) το Συμβούλιο προκύπτει βεβαιότητα ότι έλαβε υπόψη του τα προβληθέντα επιχειρήματα και συνεκτίμησε όλα τα προσκομισθέντα από τους εκκαλούντες αναιρεσείοντες αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους και δεν ήταν υποχρεωμένο να μνημονεύσει και να αναφέρει τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, μη παραβιασθέντος του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, στ) με πλήρη και ειδική αιτιολογία, χωρίς να υπερβεί την εξουσία του, το Συμβούλιο απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος Χ2, περί εκκρεμοδικίας , δεχθέν ότι από το επικληθέν 1157/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δυνάμει του οποίου παραπέμπονται μεταξύ άλλων και οι δύο αναιρεσείοντες για κακουργηματική απάτη σε βάρος άλλων επενδυντών μεταξύ των οποίων και ο Ψ, για επένδυση στο ίδιο αμοιβαίο κεφάλαιο ποσού 50.000 ευρώ την 22-6-2001, δε συνάγεται εκκρεμοδικία, ελλείψει ταυτότητας πράξεως, αφού ο εδώ μηνυτής πολιτικώς ενάγων ονομάζεται Ψ και η ίσου ποσού επένδυσή του που απώλεσε έγινε την 19-6-2001 και όχι την 22-6-2001.
Συνεπώς, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β, δ και στ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 13 εδ. στ, 45 και 386 παρ. 1, 3β του ΠΚ, λόγω ασαφειών και ελλείψεως νόμιμης βάσεως για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Το υπό του αναιρεσείοντος Χ2 υποβαλλόμενο αίτημα, κατά τη διάταξη του αρθρ. 309 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, αφού ο αναιρεσείων εκτενώς και επαρκώς ανέπτυξε με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως τους υπερασπιστικους του ισχυρισμούς και εξέθεσε τις απόψεις του για τα κρίσιμα στην υπόθεση στοιχεία και ως εκ τούτου δεν κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή του στο Συμβούλιο για την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων επί της ουσίας της κατηγορίας.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί, πρέπει, να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.

Απορρίπτει τις με αριθ. εκθ. 124 /9-6-2009 και 132/15-6-2009 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 περί αναιρέσεως του 738/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή