Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1760 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος που απέρριψε ως απαράδεκτη έφεση κατά βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παραπεμπτικού για πλημμέλημα. Απορριπτέο και το αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.




Αριθμός 1760/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1967/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουνίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 940/2010.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Κανελλόπουλου με αριθμό 301/27-9-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εισάγοντες, κατά τις διατάξεις των άρθρων 476§1 και 485 Κ.Π.Δ., την από 10-6-2010 ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου Αθηνών, κατά του υπ' αριθμ. 1967/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απερρίφθη ως απαράδεκτος έφεση αυτού κατά του υπ' αριθμ. 3219/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκθέτομεν τα εξής: Κατά το άρθρο 482 Κ.Π.Δ., ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος, όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) παύει οριστικώς την ποινική δίωξη εναντίον του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος απέρριψε, όπως αναφέρθηκε, έφεση του αναρεσείοντος κατά του μνημονευθέντος πρωτοδίκου βουλεύματος, ως απαράδεκτη και, συγκεκριμένα, διότι το βούλευμα αυτό έχοντας παραπέμψει αυτόν στο ακροατήριο του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για πλημμελήματα, δεν υπέκειτο κατά το άρθρο 478 εδ. α' ΚΠΔ σε έφεση. Επομένως και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Οι περιορισμοί δε που θέτει ο νομοθέτης για την άσκηση ενδίκων μέσων, ιδία κατά βουλευμάτων, δεν αντίκειται σε καμμία διάταξη του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω Προτείνομεν α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτος η υπ' αριθμ. 69/10-6-2010 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 1967/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και β) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος"

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 476 ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άνω άρθρου ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 38 του ν.3160/2003, κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Το ανωτέρω άρθρο 38 του ν. 3160/2003 που αντικατέστησε την παρ.2 του άρθρου 476 ΚΠοινΔ ισχύει, κατά το άρθρο 61 του ίδιου νόμου 3160 από 30-6-2003, οπότε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το εν λόγω νομοθέτημα (ΦΕΚ Τ.Α1 165). Επομένως από 30-6-2003 και εφεξής ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως εναντίον του βουλεύματος, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινη πλημμεληματική πράξη, που, κατά το άρθρο 478 ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ.1 ν. 3346/2005, για να υπόκειται σε έφεση , πρέπει να γίνεται παραπομπή για πράξη που έχει κακουργηματικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος που απέρριψε την έφεση του ως απαράδεκτη κατά πρωτόδικου σε βάρος του βουλεύματος παραπεμπτικού για πράξεις που έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον η αίτηση αυτή στρέφεται εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται αναίρεση από το νόμο. Ο περιορισμός αυτός από το άρθρο 476 παρ.2 ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, δεν αντίκειται ούτε στα άρθρα 4 παρ.1, 20 παρ.1 και 25 παρ.1 εδάφ. τελευταίο του Συντάγματος, από τα οποία καθιερώνονται αντιστοίχως η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και η αρχή της αναλογικότητας, ούτε προσκρούει στο άρθρο 6 παρ.1 α' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) της 4-11-1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, που θεσπίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε δίκαιη δίκη. Ο Εισαγγελέας που είναι δικαστικός λειτουργός διαφοροποιείται από τον κατηγορούμενο που είναι διάδικος και επιβάλλεται η διαφορετική δικονομική μεταχείριση μεταξύ τους με την χορήγηση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠοινΔ, του δικαιώματος να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και εκείνου που δεν μπορεί να προσβληθεί από τον κατηγορούμενο, ακόμη και προς το συμφέρον του τελευταίου, που δύναται με αίτηση του να ζητήσει από τον άνω Εισαγγελέα να ασκήσει το μη επιτρεπόμενο στον ίδιο τον κατηγορούμενο ένδικο μέσο της αναιρέσεως εναντίον βουλεύματος και επιπλέον έχει το δικαίωμα ο κατηγορούμενος να προβάλει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του στα πλαίσια της κυρίας διαδικασίας στο δικαστήριο ή κατά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Δεν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας η θέσπιση περιορισμών στο δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων διότι αυτά πρέπει να χορηγούνται κατόπιν σταθμίσεως του συμφέροντος της πολιτείας που αποσκοπεί στην ταχεία περάτωση της όλης ποινικής διαδικασίας και την εντεύθεν εμπέδωση της ασφαλείας των πολιτών και της δημόσιας τάξεως καθώς και του ατόμου που κατηγορείται και επιδιώκει την μη παραπομπή του για την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και υπερισχύει το συμφέρον της πολιτείας χωρίς υπέρμετρη μείωση των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ατόμου. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά του 1967/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 74/2009 έφεση που είχε ασκήσει ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος κατά του επιδοθέντος σ'αυτόν υπ' αριθμ. 3219/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπεμπτικού αυτού στο ακροατήριο για τις πλημμεληματικές πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Έχει δε ειδοποιηθεί ο αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του εντός της οριζόμενης από το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ εικοσιτετραώρου προθεσμίας από τον Εισαγγελέα μέσω του γραμματέα της Εισαγγελίας, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση του Γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, γιαυτό και το υποβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως, αλλά και με το υποβληθέν από 11-1-2010 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, κατ'άρθρο 485 παρ.3 του ΚΠοιν Δ, μετά από την από 12-10-2010 σχετική απορριπτική πρόταση του Εισαγγελέα, σημειούμενη εγγράφως επί του υπομνήματος, επί του εν λόγω αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, αφού ο αναιρεσείων ενημερώθηκε για το απαράδεκτο και την άνω δικάσιμο, εξέθεσε τις απόψεις του με το υποβληθέν από 11-10-2010 υπόμνημα του και μπορούσε να παρασταθεί και να εκθέσει και προφορικά τις απόψεις του και στο Συμβούλιο τούτο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας της 3-10-2010,οπότε εκδικάστηκε η υπόθεση του, αλλά αυτός ουδόλως εμφανίστηκε. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως στρεφόμενη κατά βουλεύματος που δεν προβλέπεται από το νόμο ότι μπορεί να προσβληθεί με τέτοιο ένδικο μέσο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει το αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αναιρεσείοντος Χ.
Απορρίπτει την από 10-6-2010 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του 1967/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή