Αριθμός 368/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα και Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, για αναίρεση της υπ'αριθ. 6,15/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2018 αίτησή του αναιρέσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8 Ιουνίου 2018, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 6130/8-6-2018 και στους από 28 Σεπτεμβρίου 2018 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 815/2018.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 8-6-2018 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και οι από 28-9-2018 πρόσθετοι αυτής λόγοι του Δ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6,15/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 490 παρ.2 του ΚΠοινΔ, "ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση ..... και του τριμελούς ή μονομελούς (προστέθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 33 Ν. 4055/2-4-2012) εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του, είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης". Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, σαφώς προκύπτει, ότι αντικείμενο της προσβολής κατ' άρθρο 490 παρ. 2 από τον εισαγγελέα εφετών, είναι "κάθε καταδικαστική απόφαση", ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι εκκλητή ή όχι δηλαδή ανεξάρτητα από την επιβληθείσα ποινή, καταδικαστική δε είναι η απόφαση, που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για την τέλεση αξιόποινης πράξης και του επιβάλλει ποινή για την πράξη αυτή. Με την έφεση του εισαγγελέα εναντίον του καταδικασθέντος επιδιώκεται η επιβολή στον τελευταίο μεγαλύτερης ποινής από την επιβληθείσα πρωτοδίκως, η τυχόν δε επιβολή τέτοιας μεγαλύτερης ποινής δεν αντίκειται στην απαγόρευση που προβλέπεται από το άρθρο 470 ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση) είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή, κυρίως, εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή αν καταδικάζεται για πράξη, για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό (νομική χειροτέρευση), που διαπιστώνεται με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου. Ωστόσο, δεν υπάρχει χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη ή, όταν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον αυτός στηρίζεται στα ίδια γεγονότα της ποινικής δίωξης που έχει ασκηθεί ή, όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την κατηγορία. Με βάση τα προαναφερθέντα, η αρχή της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου ισχύει, μόνο, όταν το ένδικο μέσο ασκείται από τον ίδιο τον καταδικασθέντα ή υπέρ αυτού και όχι όταν ασκείται εναντίον του. Επίσης, η έφεση του εισαγγελέα εναντίον του καταδικασθέντος δεν χρειάζεται να έχει ως ειδικότερο αίτημα την επιβολή σε βάρος του μεγαλύτερης ποινής ούτε να πλήττει ειδικώς το κεφάλαιο περί ποινής, αφού το αίτημα αυτό ενυπάρχει αναγκαίως στο κεφάλαιο της έφεσης, με το οποίο πλήττεται η περί ενοχής απόφαση και ζητείται η αναγνώριση βαρύτερης ενοχής του καταδικασθέντος, που επισύρει οπωσδήποτε μεγαλύτερη ποινή. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα του οικείου λόγου αναίρεσης, προκύπτει ότι με την υπ' αριθ. 129/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ο αναιρεσείων, τότε πρώτος κατηγορούμενος, Δ. Τ. του Χ., καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό, για τις πράξεις α) της άμεσης συνέργειας σε εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, ως τοξικομανής, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης αυτής, όπως είχε εισαχθεί για να δικαστεί και β) της παράνομης οπλοκατοχής, φερόμενες ως τελεσθείσες στις 15-2-2012, του επιβλήθηκε δε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών για την πρώτη πράξη και ενός (1) έτους και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών. Κατά της απόφασης αυτής, που δημοσιεύθηκε στις 27-6-2013, άσκησαν έφεση, τόσο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, όσο και η Εισαγγελέας Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Ειδικότερα, η Εισαγγελέας Εφετών άσκησε, κατ' άρθρα 489 παρ. 1 εδ. στ' και 490 παρ. 2 ΚΠοινΔ, την υπ' αριθ. 59/12-7-2013 έφεση, ζητώντας να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος Δ. Τ. (ήδη αναιρεσείων) για την ανωτέρω πράξη της άμεσης συνέργειας σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης αυτής, με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, επειδή ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε τύχει από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ευμενέστερης ποινικής μεταχείρισης, σύμφωνα με τη διαλαμβανόμενη στην έφεση αιτιολογία. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6, 15/2018 απόφασή του, έκρινε παραδεκτή και την έφεση της άνω Εισαγγελέως Εφετών, αφού απέρριψε την ένσταση του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου αυτής, ως εξής: "Κατά της απόφασης.......και η Εισαγγελέας Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδος άσκησε την υπ' αριθμ. 59/2013 έφεσή της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 489 παρ. 1 εδ. στ' και 490 παρ. 2 ΚΠΔ. Η έφεση της ως άνω εισαγγελέως στρέφεται κατά της Διάταξης (σκέλους) της απόφασης του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία εκρίθη ότι δεν συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση του άρθ. 23 παρ. 2 Ν. 4139/2013. Με την έφεσή της η εισαγγελέας ζήτησε την εξαφάνιση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις της άμεσης συνέργειας σε εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, ως τοξικομανής, με τη συνδρομή όμως της πιο πάνω επιβαρυντικής περίστασης, ήτοι της κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών με προσδοκώμενο όφελος 1.284.541 ευρώ, δηλαδή όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2α ν. 4139/2013 προκειμένου να τύχει δυσμενέστερης ποινικής μεταχείρισης. Ειδικότερα, η έφεση της ως άνω Εισαγγελέως πλήττει, εκτός των άλλων, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση, την εκκαλούμενη απόφαση κατά το σκέλος της "που κρίθηκε εσφαλμένα ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη του χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης με την οποία είχε παραπεμφθεί να δικαστεί καίτοι προκύπτει σαφώς ότι τέλεσε την πράξη αυτή με τη συνδρομή της πιο πάνω επιβαρυντικής περίστασης με αποτέλεσμα να τύχει ευμενέστερης ποινικής μεταχείρισης". Ενόψει των ανωτέρω η έφεση της Εισαγγελέως Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας κατά της υπ' αριθμ.129/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας είναι παραδεκτή, είναι δε αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του πρώτου εκκαλούντος - κατηγορουμένου, όπως διατυπώθηκε προφορικά στο ακροατήριο από το συνήγορο υπεράσπισής του...". Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η ανωτέρω έφεση της Εισαγγελέως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, την έκανε τυπικά δεκτή.
Η έφεση αυτή αρμόδια και παραδεκτά, κατ' άρθρο 490 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ασκήθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης της περιφέρειας του Εφετείου της, εναντίον του καταδικασθέντος κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής και μάλιστα με πλήρη, κατά άνω, αιτιολογία, χωρίς να απαιτείται τούτο, αφού η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη", δεν έχει εφαρμογή σε όλες τις ασκούμενες από τον εισαγγελέα εφέσεις, αλλά μόνον σε εκείνες που ασκούνται απ' αυτόν κατά αθωωτικών αποφάσεων, όπως τούτο συνάγεται και από τον τίτλο του προαναφερόμενου άρθρου 486 ΚΠοινΔ, το οποίο ομιλεί για έφεση κατά αθωωτικής απόφασης. Στην προκείμενη δε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, η πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, κατά της οποίας άσκησε την υπ' αριθμ. 59/2013 έφεσή της η Εισαγγελέας Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, είναι καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα και η εν λόγω Εισαγγελέας την προσέβαλε, προκειμένου ο αναιρεσείων να τύχει δυσμενέστερης ποινικής μεταχείρισης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η επιβολή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στον κατηγορούμενο μεγαλύτερης της πρωτόδικης ποινής, μετά την παραδοχή της έφεσης της Εισαγγελέως, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 470 ΚΠοινΔ, ενώ η έφεση της Εισαγγελέως δεν χρειαζόταν να έχει ως ειδικότερο αίτημα την επιβολή σε βάρος του κατηγορουμένου μεγαλύτερης ποινής ούτε να πλήττει ειδικώς το κεφάλαιο περί ποινής, αφού το αίτημα αυτό ενυπάρχει αναγκαίως στο κεφάλαιο της έφεσης, με το οποίο πλήττεται η περί ενοχής απόφαση και ζητείται η αναγνώριση βαρύτερης ενοχής του καταδικασθέντος, η οποία επισύρει οπωσδήποτε μεγαλύτερη ποινή. Κατ' ακολουθία αυτών, η αναφερθείσα αιτιολογία, την οποία διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη ως αβάσιμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, περί απαραδέκτου της έφεσης της Εισαγγελέως Εφετών, είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη (ως εκ περισσού), κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, οι δε πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αίτησης - δήλωσης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η', Δ', και Α' ΚΠοινΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι καθ' υπέρβαση εξουσίας δέχθηκε τυπικά την έφεση της Εισαγγελέως, ενώ θα έπρεπε να την είχε απορρίψει ως απαράδεκτη, γιατί δεν ήταν ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, δεν έπληττε τη διάταξη της πρωτόδικης απόφασης επί της ποινής και χειροτέρευε ανεπίτρεπτα τη θέση του, κατά παράβαση του άρθρου 470 ΚΠοινΔ, ότι απέρριψε τον περί απαραδέκτου της έφεσης αυτής ισχυρισμό του, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι παραβίασε με αυτόν τον τρόπο τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, προκαλώντας απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος : "Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης". Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ : "1. Ουδείς δύναται να καταδικασθή διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ' ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος". Κατά το άρθρο 15 του ΔΣΑΠΔ του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997: "Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν". Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετακλήτου εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, δηλαδή, με βάση τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπει καθεμιά από αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει, ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά, εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Σύμφωνα δε α) με την αρχή της νομιμότητας (άρθρο 7 του Συντ), β) με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντ.) και γ) με το προαναφερθέν άρθρο 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, υπερνομοθετική τυπική ισχύ, καθιερώνεται η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 περ. α και ζ του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) "τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ, όποιος, πλην άλλων περιπτώσεων, εισάγει στην επικράτεια ή κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη". Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 23 και 23 Α του ίδιου ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), όπως το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3727/2008, με τίτλο "επιβαρυντικές περιστάσεις", ο οποίος ισχύει από 18-12-2008, ορίζεται ότι "τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους ή ..." (άρθρο 23). "Οι προβλεπόμενες για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 23 ποινές επιβάλλονται και όταν η πράξη αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών" (άρθρο 23Α). Επακολούθησε ο νέος νόμος περί ναρκωτικών 4139/2013, με το άρθρο 100 του οποίου ορίζεται, ότι από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013) καταργείται ο ανωτέρω ν. 3459/2006 (εκτός από τα άρθρα 1 παρ. 1, 58 και 61 αυτού) και ρυθμίζονται οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις. Ειδικότερα, διατηρούνται τα ενδιαφέροντα την ένδικη υπόθεση άρθρα 20 και 23 με τους ίδιους αριθμούς και τίθενται, όπως παρακάτω: "Άρθρο 20. Διακίνηση ναρκωτικών. 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η κατοχή, η μεταφορά.... ναρκωτικών ουσιών.... 3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία.... Άρθρο 23 παρ. 2: Με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ' επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ". Από την αντιπαραβολή και σύγκριση των όρων των διατάξεων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα των δύο νόμων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, ενόψει της έκδοσης της Απόφασης - Πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου της EE, που προτείνει ποινικές κυρώσεις για τα βασικά εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών αισθητά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες της ελληνικής νομοθεσίας, θέλοντας να περιορίσει το μεγάλο αριθμό ισοβιτών στην Ελλάδα (βλ. εισηγητική έκθεση νέου νόμου 4139/2013), με το άρθρο 23 του νέου ν. 4139/2013 για τη διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, όπως και με το ν. 3459/2006 (ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ), προβλέπει στο νέο νόμο αυστηρότερη μεν ως άνω χρηματική ποινή, πλην εισάγει τη νέα αυτή διάταξη, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί, εκτός από την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης πράξεων διακίνησης ναρκωτικών, που υπήρχε και στην προηγούμενη διάταξη, εισάγει για την παραπάνω αυστηρότερη ποινή (ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ μέχρι 1.000.000 ευρώ) και πρόσθετο στοιχείο, ως νέα αναγκαία προϋπόθεση και όχι ως επιβαρυντική περίσταση, "το προσδοκώμενο όφελος (του κατ' επάγγελμα διακινητή δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις) να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ", διάταξη σαφώς ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού απαιτεί για την επιβολή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης συνδρομή, επί πλέον της κατ' επάγγελμα τέλεσης, σωρευτικά ως πρόσθετου όρου όχι της μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών (άρθρο 23 Α ν. 3459/2006, που καταργεί), αλλά του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ, ενώ απαλείφει τις διαζευκτικά προβλεπόμενες στο παλαιότερο άρθρο 23 περιστάσεις υπότροπου ή ενέργειας κατά συνήθεια ή ενέργειας με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι στις περιπτώσεις, στις οποίες καθένας από τους συγκρινόμενους ποινικούς νόμους είναι εν μέρει ηπιότερος και εν μέρει αυστηρότερος από τον άλλο, ως προς την επιβλητέα ποινή, ο δικαστής, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, θα πρέπει να εφαρμόσει αυτόν που οδηγεί στη μικρότερη επιβλητέα ποινή. Σε περίπτωση δε που ο νέος νόμος προβλέπει ως προϋπόθεση επιβολής της ποινής ορισμένο όρο νέο ή πρόσθετο ή σωρευτικά νέα επιβαρυντική περίσταση, που δεν απαιτούσε ο προγενέστερος, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, θα εφαρμοστεί ο νεότερος νόμος και το δικαστήριο (όπως και το δικαστικό συμβούλιο παραπομπής σε δίκη) μπορεί να προσθέσει το νέο ή πρόσθετο όρο ή την επιβαρυντική περίσταση σε βάρος του κατηγορουμένου, αν συντρέχουν στην ουσία. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 4139/2013, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης στη διακεκριμένη περίπτωση της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή, εκτός από την κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης και το συνολικό προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, είναι ευνοϊκότερη των προηγούμενων ρυθμίσεων και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής της ως προς την περιοριστική της ελευθερίας ποινή. Τούτο δε, διότι ο νέος νόμος προβλέπει μεν αυστηρότερη χρηματική ποινή, πλην όμως είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλέπονταν ποσοτικά όρια.
Συνεπώς, πράξεις διακίνησης ναρκωτικών που τελέστηκαν κατ' επάγγελμα πριν από την ισχύ του ν. 4139/2013 και είχαν προσδοκώμενο όφελος ανώτερο των 75.000 ευρώ διατηρούν και υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς το χαρακτήρα της διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και τη δυνατότητα επιβολής της ποινής της ισόβιας κάθειρξης. Κατ' ακολουθία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εκδικάζει, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, ανεξάρτητα από το εάν η αρχική δίωξη (και εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό), που είχε γίνει υπό την ισχύ του ν. 3459/2006, αφορούσε τα άρθρα 23 ή 23Α του νόμου αυτού, μπορεί και οφείλει να ερευνήσει εάν το προσδοκώμενο όφελος από τη διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και, σε καταφατική περίπτωση, να το προσθέσει στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασής του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά το επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 4139/2013. Αρκεί, βέβαια, να μην επιβάλει μεγαλύτερη χρηματική ποινή, ως προς την οποία και μόνο είναι αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο η ως άνω διάταξη, χωρίς έτσι να καθίσταται χειρότερη η θέση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου ούτε να μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η κατηγορία, αφού το δικαστήριο δεν προσθέτει ούτε νέα προϋπόθεση του αξιοποίνου ούτε νέα επιβαρυντική περίσταση, αλλά απλώς διευκρινίζει το προσδοκώμενο όφελος, που έτσι και αλλιώς ενυπάρχει στην έννοια της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από περισσότερους του ενός δράστες "από κοινού", το προσδοκώμενο όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, θα προσδιορισθεί μια φορά και θα αντιστοιχεί σε όλους μαζί τους δράστες (ανεξάρτητα από τη μορφή της συμμετοχής καθενός και ανεξάρτητα πόσοι από αυτούς είναι γνωστής ταυτότητας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και πόσοι έχουν συλληφθεί ή έχουν παραπεμφθεί σε δίκη), χωρίς το όφελος να επιμερίζεται μεταξύ τους (Ολ. ΑΠ 1/2015). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, το άρθρο 30 παρ.1, 4 εδ. β και γ του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), ορίζει ότι: "Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του νόμου αυτού (παρ. 1) και δράστης, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.1, αν είναι υπαίτιος τέλεσης.....β) των πράξεων του άρθρου 20 παρ.1 περ.... ζ,.... τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή 590 - 15.000 ευρώ, και αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 21 ή επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 23... τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή 880 - 150.000 ευρώ γ) των πράξεων των άρθρων 20 παρ. 1 περ. α'.... τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή πεντακοσίων ενενήντα (590) έως είκοσι εννέα χιλιάδων (29.000) ευρώ και αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 21 ή επιβαρυντική περίσταση των άρθρων 23 ....τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) έως διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ". Με το άρθρο 30 του ν. 4139/2013 γίνεται, ομοίως, επιεικής ειδική μεταχείριση εξαρτημένων χρηστών από ναρκωτικές ουσίες και ορίζεται ότι: "Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35 (παρ. 1) Δράστης, στο πρόσωπο του οποίου κατά το χρόνο της πράξης συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, αν είναι υπαίτιος τέλεσης: α) των πράξεων του άρθρου 29 παρ. 1 και 2 παραμένει ατιμώρητος, β) των πράξεων του άρθρου 20 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, γ) των πράξεων του άρθρου 21 παρ. 1 β και 2 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους και δ) των πράξεων του άρθρου 22 τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών", ενώ σε αντίθεση με το άρθρο 30 παρ. 4 β' και γ του ν. 3459/2006, που προέβλεπε ειδική μεταχείριση εξαρτημένων χρηστών και όταν συνέτρεχε η επιβαρυντική περίσταση του άνω άρθρου 23, όπως κατ' επάγγελμα τέλεσης, δεν προβλέπεται πλέον με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 30 του νέου ν. 4139/2013, δυνατότητα ευνοϊκής μεταχείρισης εξαρτημένου από τα ναρκωτικά προσώπου, αν κατηγορείται και καταδικάζεται για ιδιαίτερα διακεκριμένη πράξη διακίνησης ναρκωτικών ουσιών του άρθρου 23, δηλαδή, όταν κατ' επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή όταν κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις περιπτώσεις αυτές υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ. Επομένως, ως προς την ποινική μεταχείριση δράστη κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, εξαρτημένου από τα ναρκωτικά κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, το δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει τον προϊσχύσαντα ν. 3459/2006, το άρθρο, δηλαδή, 30 παρ. 4β'και γ' αυτού, που προέβλεπε ειδική ευνοϊκή ποινική μεταχείριση και του δράστη της κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών, κατά τα παραπάνω αναπτυχθέντα, ως επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο, κατά το άρθρο 2 του ΠΚ, και όχι το άρθρο 30 του νέου ν. 4139/2013, που δεν προβλέπει πλέον δυνατότητα ευνοϊκής μεταχείρισης εξαρτημένου από τα ναρκωτικά προσώπου, αν κατηγορείται και καταδικάζεται για ιδιαίτερα διακεκριμένη πράξη διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, του άρθρου 23. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη, κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας σε πράξη διακίνησης ναρκωτικών ουσιών απαιτείται: α) ο άμεσος συνεργός να έχει άμεσο δόλο, ήτοι να γνωρίζει το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού, β) να θέλει να βοηθήσει στην υλοποίησή του, γ) να βοηθά τον αυτουργό στην πραγμάτωση της πράξης διακίνησης ναρκωτικών, κατά την εκτέλεση και διάρκεια αυτής και δ) χωρίς τη δική του συνδρομή, η τέλεση του εγκλήματος διακίνησης ναρκωτικών, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί, να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή, δηλαδή η συμβολή του να ήταν αποφασιστική. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι αναγκαία η παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει απ' αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του (λ.χ. άμεσο ή υπερχειλή δόλο). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ' είδος, γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ.ΑΠ 3/2008). Επίσης, λόγο αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, δημιουργεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία εμφανίζεται με θετική και αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση για τον έλεγχο των αναιρετικών λόγων των εγγράφων της δικογραφίας, οι πράξεις της παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο φέρονται τελεσθείσες στις 15-2-2012, σε χρόνο δηλαδή, κατά τον οποίο ίσχυε ο ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν), καταδικάστηκε δε, σε πρώτο βαθμό, με την υπ' αριθμ. 129/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας για παράβαση των άρθρων 20 και 23 αυτού, ως τοξικομανής, για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια, μεταφορά δια μέσου της Ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης και κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (πρώτη συνεδρίαση 26-1-2018), είχε ήδη δημοσιευθεί ο ν. 4139/2013, με τον οποίο καταργήθηκε στο σύνολό του ο ν. 3459/2006, με τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις και ρυθμίσθηκαν οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις, όπως αυτές που ενδιαφέρουν την ένδικη υπόθεση εκτέθηκαν ήδη παραπάνω. Από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 6, 15/2018 απόφασης, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος λεπτομερώς αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτόδικης απόφασης και έγγραφα που αναγνώσθηκαν, φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν και απολογίες παρόντων κατηγορουμένων), αποδείχτηκαν, σε σχέση με τον αναιρεσείοντα, εκεί πρώτο κατηγορούμενο, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ 23:30 ώρας και 24:00 ώρας της 14.02.2012 αρμόδια λιμενικά όργανα του Λιμεναρχείου … ενημερώθηκαν τηλεφωνικά από τον κυβερνήτη ΠΛΣ 142 του Κ.Λ. …, ότι ο τελευταίος εντόπισε στη θαλάσσια περιοχή δυτικά της Κέρκυρας ταχύπλοο σκάφος με στοιχεία "..." …, ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορουμένου Η. Β., το οποίο δεν συμμορφώθηκε στις κλήσεις του και ακολούθησε καταδίωξη του με κατεύθυνση νοτιοανατολική προς θαλάσσια περιοχή δικαιοδοσίας του Λιμεναρχείου …. Περί ώρα 02:35 τις 15-02-2012, αρμόδια λιμενικά όργανα του Λιμεναρχείου … εντόπισαν στο ραντάρ σκάφους τους το υπό καταδίωξη ταχύπλοο σκάφος το οποίο οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος Δ. Τ. του Χ. να κινείται με σβηστά τα φώτα ναυσιπλοΐας και να έχει κατεύθυνση νοτιοανατολική στο στενό ..., με ταχύτητα 45 με 47 ναυτικά μίλια και να κατευθύνεται προς τον …κόλπο. Ακολούθως, άρχισε η καταδίωξη του εν λόγω σκάφους από τα ως άνω αναφερόμενα όργανα του Λιμεναρχείου … και, για τον λόγο ότι το υπό καταδίωξη σκάφος δεν συμμορφώθηκε σε οπτικά και ηχητικά σήματα της ακινητοποίησής του, ερρίφθησαν από πλήρωμα του σκάφους του Λιμεναρχείου προειδοποιητικά πυρά σε ασφαλή τομέα με αρνητικά αποτελέσματα. Μετά από δίωρη καταδίωξη περί ώρα περίπου 04:30 της 15-02-2012 και ενώ είχαν εισέλθει στη θαλάσσια περιοχή του … κόλπου με συνεχή επικοινωνία με ΠΛΣ ..., το ταχύπλοο σκάφος κατευθύνθηκε προς την περιοχή ...) σε σκοτεινό σημείο και προσγιάλωσε στην ακτή. Σε έλεγχο που διενεργήθηκε κατόπιν,
εντός του εν λόγω σκάφους, διαπιστώθηκε η ύπαρξη κάτω από πλαστικό μουσαμά, μεγάλου αριθμού σακιδίων, που περιείχαν (όπως προέκυψε αργότερα) 1.284.541 γραμμάρια ινδικής καννάβεως, την οποία είχαν διαμοιράσει σε 1.300 μικρότερες συσκευασίες. Επίσης, εντός του χώρου του σκάφους αυτού και εμπρός της τιμονιέρας, βρέθηκε ένα υποπολυβόλο τύπου Καλάσνικωφ ΑΚ-47 με ενσωματωμένο γεμιστήρα που περιείχε 30 σφαίρες διαμετρήματος 7,62 mm. Σε σκοτεινό σημείο της ανωτέρω ακτής και εντός του υπ' αριθμ. ...25 φορτηγού πετρελαιοκίνητου αυτοκινήτου, μάρκας FORD, βρισκόταν ο τρίτος κατηγορούμενος.....ενώ είχε τρία δοχεία με βενζίνη έτοιμα προς χρήση από τον ανωτέρω πρώτο κατηγορούμενο με σκοπό ανεφοδιασμού του σκάφους. Την επιτυχή καταδίωξη και σύλληψη του πρώτου κατηγορούμενου ματαίωσε ο τέταρτος κατηγορούμενος.........ο οποίος μετέβη στην παραπάνω περιοχή, όπου τον παρέλαβε με αυτοκίνητο και τον απομάκρυνε από αυτήν, αφού προηγουμένως τον προμήθευσε με στεγνά ρούχα και παπούτσια, έχοντας ήδη έλθει σε τηλεφωνική επικοινωνία και συνεννόηση με αυτόν. Ο πρώτος κατηγορούμενος παρέσχε άμεση συνδρομή στους δράστες κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της διακίνησης ναρκωτικών και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, δηλαδή βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα που διέπραξαν οι άγνωστοι αυτουργοί εις τρόπον ώστε χωρίς αυτή δεν ήταν δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε. Ειδικότερα παρέσχε, με γνώση του ότι αυτή παρέχεται για την εκτέλεση της κύριας πράξης, συνδρομή, σε πρόσωπα, των οποίων η ακριβής ταυτότητα δεν εξακριβώθηκε, στην εισαγωγή, από άγνωστο σημείο των ελληνοαλβανικών συνόρων στην Ελληνική επικράτεια, με το παραπάνω ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος που οδηγούσε, της προαναφερόμενης ποσότητας ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, τη μεταφορά αυτής διαμέσου της Ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης και την κατοχή της από αυτά (άγνωστα πρόσωπα) προκειμένου να τη διαθέσουν προς εμπορία στην Ελλάδα. Ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι ουδεμία σχέση και ουδεμία γνώση έχει με την υπόθεση και ότι η μόνη εμπλοκή του σ' αυτήν είναι το σφάλμα που διέπραξε να παραχωρήσει το σκάφος σε δύο αλλοδαπούς (Αλβανούς), οι οποίοι και τον παραπλάνησαν πείθοντας τον να τους παραχωρήσει το σκάφος για κάποιες ώρες προκειμένου να μεταφέρουν λαθραία τσιγάρα δεν αποδείχθηκε. Οδηγός του ως άνω ταχύπλοου σκάφους κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος όπως τούτο αποδεικνύεται κυρίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Κ. Α. (ενώπιον του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) και Α. Ζ. (ενώπιον του Πρωτοβάθμιου και του Δικαστηρίου τούτου) σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως τις αναγνωσθείσες στο ακροατήριο από 14-2-2012 και 6-2-2012 εκθέσεις απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων (DVD), από την τελευταία των οποίων προκύπτουν τα εξής: Από την άρση απορρήτου των τηλεφωνικών συνδυαλέξεων του υπό επισύνδεση κινητού τηλεφώνου με αριθμό κλήσης 69...536, του οποίου κάτοχος και αποκλειστικός χρήστης είναι ο πρώτος κατηγορούμενος, προκύπτει ότι ο τελευταίος, από τις 09.57 της 15-2-2012 συνομιλεί με τον τέταρτο κατηγορούμενο και του δίνει σαφείς και λεπτομερείς οδηγίες προκειμένου ο τελευταίος να κατευθυνθεί στο σημείο όπου είχε καταφύγει ο πρώτος κατηγορούμενος και βρίσκεται πλησίον της περιοχής όπου εξελίχθηκε το περιστατικό. Συγκεκριμένα, απευθυνόμενος στον τέταρτο κατηγορούμενο του αναφέρει ότι έχει πρόβλημα και του ζητά να πάρει μαζί του χρήματα, ρούχα και παπούτσια, προφανώς επειδή είναι βρεγμένος από την πτώση του στο νερό, στην προσπάθεια του να διαφύγει. Επίσης ο πρώτος κατηγορούμενος ζητά από τον τέταρτο κατηγορούμενο να μην πει κουβέντα πουθενά, να είναι μοναχός του και να κανονίσει την απογευματινή του βάρδια στο μαγαζί γιατί θα αργήσει. Προσερχόμενος ο τέταρτος κατηγορούμενος στην περιοχή όπου του είχε υποδείξει ο πρώτος κατηγορούμενος και έχοντας ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες προς αποφυγήν τυχόν αστυνομικής παρουσίας, συναντά τελικά τον πρώτο. Η τελευταία οδηγία που δίνει τηλεφωνικά ο πρώτος κατηγορούμενος στον τέταρτο κατηγορούμενο, είναι πριν μπει ο ίδιος στο όχημα για να φύγουν, ο τέταρτος κατηγορούμενος να παραλάβει από το σημείο συνάντησης τους ένα σάκο και να τον βάλει στο πορτμπαγκάζ. Η μετέπειτα κίνηση τους, όπως προσδιορίζεται από τις κεραίες ενεργοποίησης του ανωτέρου κινητού τηλεφώνου με αριθμό κλήσης 69...536, εντοπίζεται σε επαρχιακή οδό της … και φανερώνει την πρόθεση τους να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες ενδεχόμενων αστυνομικών ελέγχων μιας εθνικής Οδού. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι είχε μεταβεί στην περιοχή της …, με το αυτοκίνητό του FIAT BRAVA, το οποίο πράγματι βρέθηκε εκεί, προκειμένου οι Αλβανοί να του επιστρέψουν το σκάφος, το οποίο τους είχε παραχωρήσει για να μεταφέρουν λαθραία τσιγάρα κατά τα προεκτεθέντα, αναιρείται από το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή δεν θα τηλεφωνούσε στον φίλο και συγκατηγορούμενό του Ε. Σ. για να έρθει με το αυτοκίνητό του να τον παραλάβει, όπως ο τελευταίος και έπραξε κατά τα ως άνω, αφού είχε το δικό του αυτοκίνητο και μπορούσε με αυτό να απομακρυνθεί, όταν έφυγε τρέχοντας καθόν χρόνο άρχισαν οι πυροβολισμοί των λιμενικών, όπως αυτός διατείνεται. Εξάλλου και εφόσον ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε μεταβεί μόνος στο άνω σημείο για να παραλάβει το σκάφος, όπως ισχυρίζεται, δεν θα μπορούσε να αφήσει πίσω του σε μία ερημική περιοχή το αυτοκίνητο και επομένως και εξ' αυτού του λόγου προκύπτει ότι δεν ήταν αυτός που είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του στην περιοχή της Ρίζας κατά τον επίδικο χρόνο. ..........Περαιτέρω, από τον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια, μεταφοράς και κατοχής της ανωτέρω μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, που ήταν κατανεμημένη σε 1.300 συσκευασίες προς διευκόλυνση της άμεσης διάθεσής της σε τρίτους και της συμμετοχικής δράσης περισσότερων προσώπων με κατανεμημένους ρόλους (ενδεικτικά, παραχώρηση από τον δεύτερο κατηγορούμενο στον πρώτο κατηγορούμενο πλήρως εξοπλισμένου σκάφους, ικανού για ταχύτατη πλεύση, το οποίο έφερε μέσα τηλεπικοινωνίας, ήτοι VHF, τύπου Marine, μάρκας ΝΟRTHSTAR, ώστε να επιτυγχάνεται η επικοινωνία του κυβερνήτη με τους λοιπούς συμμέτοχους και μέσα προσανατολισμού (πυξίδα) και στο οποίο υπήρχε υποπολυβόλο όπλο, τύπου ΑΚ-47 Καλάσνικωφ με ενσωματωμένο γεμιστήρα που περιείχε (30) σφαίρες διαμετρήματος 7,62 mm, οδήγηση από τον τρίτο κατηγορούμενο οχήματος τύπου VΑΝ για την περαιτέρω μεταφορά των κατανεμημένων συσκευασιών, το οποίο έφερε παράτυπα επιγραφή για την παραπλάνηση των διωκτικών αρχών και στο οποίο βρέθηκαν δοχεία βενζίνης για τον ανεφοδιασμό του σκάφους, προκειμένου αυτό να επιστρέψει στη βάση του) προκύπτει η υποδομή των τριών πρώτων κατηγορουμένων και των αγνώστων φυσικών αυτουργών με σκοπό την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών και τον πορισμό παράνομου εισοδήματος, οπότε συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως των πράξεων. Το συνολικό προσδοκώμενο όφελος των τριών πρώτων κατηγορουμένων και των αγνώστων φυσικών αυτουργών από την ανωτέρω διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών ανερχόταν τουλάχιστον σε 1.284.541 (1.284,541 Χ 1000) ευρώ, που υπερβαίνει το υπό του νόμου τασσόμενο όριο των 75.000 ευρώ. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, στις 15/2/2012, κατείχε εντός του ταχύπλοου σκάφους, το οποίο κυβερνούσε, τα προαναφερόμενα όπλο και πυρομαχικά, ήτοι το υποπολυβόλο όπλο τύπου ΑΚ-47 Καλάσνικωφ και τις (30) σφαίρες διαμετρήματος 7,62 mm, χωρίς να διαθέτει άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθούν Α) ο πρώτος κατηγορούμενος, Δ. Τ., ένοχος α) κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών (άμεσης συνέργειας σε εισαγωγή στην Ελληνική επικράτεια, μεταφορά και κατοχή ινδικής κάνναβης με προσδοκώμενο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, κατ' εφαρμογήν του επιεικέστερου γι' αυτόν νόμου 4139/2013 (άρθρου 23 § 2 α) σε συνδυασμό με άρθρο 23 ν. 3459/2006, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης βλ. ΟΛ.ΑΠ 1/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) ως τοξικομανής (όπως και πρωτοδίκως), κατ' εφαρμογήν του επιεικέστερου γι' αυτόν νόμου 3459/2006 (άρθρ. 30§ 4γ ν. 3459/2006, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης) κατά το άρθρ. 2 του Π.Κ. και όχι του άρθρ. 30 § 4 του Ν.4139/2013, που δεν προβλέπει πλέον δυνατότητα ευνοϊκής μεταχείρισης εξαρτημένου από τα ναρκωτικά προσώπου, αν κατηγορείται και καταδικάζεται για ιδιαίτερα διακεκριμένη πράξη διακίνησης ναρκωτικών ουσιών του άρθρ. 23 (ΑΠ 485/2018, ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 759/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και β) παράνομης οπλοκατοχής. Ο επικουρικός, αρνητικός της κατηγορίας, ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η ανωτέρω πρώτη πράξη του συνιστά απλή και όχι άμεση συνεργεία στην κύρια πράξη, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως εγένετο δεκτό χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του εν λόγω κατηγορουμένου (ναυτικού, κατέχοντος άδεια χειριστού ταχύπλοου σκάφους και εργαζομένου επί πολλά χρόνια ως οδηγού σκαφών) στο έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών, που διέπραξαν οι άγνωστοι φυσικοί αυτουργοί, δεν ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η εκτέλεση του εγκλήματος αυτού, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες ετελέσθη...". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κήρυξε ένοχο τον εκεί πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ως τοξικομανή, του ότι: "1) στις 15-2-2012 παρέσχε σε άλλους άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια της κύριας πράξης και στην εκτέλεση αυτής (κύριας πράξης) και ειδικότερα παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπα των οποίων η ακριβής ταυτότητα δεν εξακριβώθηκε στην εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια με το φουσκωτό σκάφος με τα στοιχεία "..." ..., το οποίο ο ίδιος κυβερνούσε, 1300 δεμάτων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης συνολικού βάρους 1.284,541 κιλών, ήτοι ναρκωτικής ουσία κατά την έννοια του νόμου, την οποία παρέλαβε από άγνωστα πρόσωπα από άγνωστο σημείο της ελληνοαλβανικής μεθορίου, διαπλέοντας την Ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και την ακτή της περιοχής ... και στη μεταφορά της ποσότητας αυτής με το ανωτέρω πλωτό μέσο, καθώς και στην κατοχή της από αυτά προκειμένου να τη διαθέσουν προς εμπορία στην Ελλάδα. 2) στις 15-2-2012 κατείχε όπλο και πυρομαχικά, κατά την έννοια του άρθρου 1 § 1 εδ. α' και δ' Ν. 2168/1993 χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος στους παραπάνω τόπους και χρόνο κατείχε επί του ταχύπλοου φουσκωτού σκάφους με στοιχεία "..." ..., το οποίο κυβερνούσε, ένα υποπολυβόλο όπλο τύπου ΑΚ-47 Καλάσνικωφ με ενσωματωμένο γεμιστήρα που περιείχε τριάντα (30) σφαίρες διαμετρήματος 7,62 mm, χωρίς να διαθέτει άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής.". Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ 2α, δ και ε ΠΚ καταδίκασε αυτόν "σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε εισαγωγή - μεταφορά - κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, με προσδωκόμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, ως τοξικομανή και σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για την πράξη της παράνομης οπλοκατοχής", καθόρισε δε τη συνολική εκτιτέα στερητική της ελευθερίας ποινή σε κάθειρξη δέκα (10) ετών και τριών (3) μηνών και τη συνολική αποτιτέα χρηματική ποινή σε 50.500 ευρώ.
Με αυτές τις παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις, από τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όσον αφορά την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο πράξης της άμεσης συνέργειας σε εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια με πλωτό μέσο, μεταφορά και κατοχή 1300 δεμάτων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, συνολικού βάρους 1.284,541 κιλών (διακίνησης ναρκωτικών) με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 2, 23 παρ. 2 εδ. α' του ν. 4139/2013 και 46 παρ. 1 του ΠΚ. Με το να προσθέσει δε στην επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης την πρόσθετη προϋπόθεση του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ, η οποία δεν του είχε αποδοθεί με το κατηγορητήριο και η οποία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα και πλήρως αιτιολογημένη κρίση του, δέχτηκε ότι συνέτρεχε στην προκείμενη περίπτωση, αφού, κατά τις παραδοχές της απόφασης, το συνολικό προσδοκώμενο όφελος των τριών πρώτων κατηγορουμένων και των άγνωστων φυσικών αυτουργών από την ανωτέρω διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (ενόψει του ότι το όφελος αυτό δεν επιμερίζεται μεταξύ περισσοτέρων δραστών) ανερχόταν τουλάχιστον σε 1.284.541 (1.284,541 Χ 1000) ευρώ, δεν χειροτέρευσε τη θέση του αναιρεσείοντος ούτε μετέβαλε ανεπίτρεπτα την κατηγορία και έτσι δεν προκάλεσε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να ερευνήσει και τη συνδρομή ή μη αυτής της νέας προϋπόθεσης, η οποία, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, συνέτρεχε στο χρόνο τέλεσης των ένδικων πράξεων και μπορούσε να την προσθέσει στο διατακτικό της απόφασής του. Επίσης, με την προσήκουσα αιτιολογία θεμελιώνεται η άμεση συνδρομή του αναιρεσείοντος στις πράξεις διακίνησης ναρκωτικών που διέπραξαν άγνωστοι δράστες, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση αυτών, κατά τρόπο ώστε χωρίς τη δική του συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εν λόγω εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε, καθώς επίσης και η συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος, με αναφορά των αναγκαίων για την κατάφαση αυτής πραγματικών περιστατικών, όπως αυτών της υποδομής που είχε διαμορφώσει ο αναιρεσείων, μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του και τους άγνωστους φυσικούς αυτουργούς, αλλά και της οργανωμένης ετοιμότητάς τους να διαπράξουν επανειλημμένα τη διωκόμενη πράξη, προς πορισμό παράνομου εισοδήματος, ενώ ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του ιδίου περί χαρακτηρισμού της συμμετοχής του στις προαναφερθείσες πράξεις της παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών ως απλής και όχι άμεσης συνέργειας σ'αυτές δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, κατά την κατωτέρω εκτιθέμενη έννοια, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, ως αναφερόμενο σε μεταβολή της κατηγορίας, στον οποίο το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, σε κάθε δε περίπτωση, με την αιτιολογημένη περί ενοχής απόφασή του για άμεση συνέργεια του αναιρεσείοντος στις πιο πάνω πράξεις, απάντησε απορριπτικά στον εν λόγω ισχυρισμό αυτού, αιτιολογώντας, μάλιστα, ως εκ περισσού, τη σχετική κρίση του. Όσον αφορά την ποινική μεταχείριση του αναιρεσείοντος, ο οποίος κηρύχθηκε ένοχος ως άτομο εξαρτημένο από τα ναρκωτικά, ορθά το Δικαστήριο εφάρμοσε, ως επιεικέστερο, τον προϊσχύσαντα ν. 3459/ 2006 και συγκεκριμένα το άρθρο 30 παρ. 4 β', γ' αυτού και όχι το άρθρο 30 παρ. 4 του νέου ν. 4139/2013, επιβάλλοντας στον κατηγορούμενο αυτόν για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε διακίνηση ναρκωτικών (εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών) κατ' επάγγελμα, με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, ποινή κάθειρξης 10 ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ, ήτοι ποινή ευρισκόμενη εντός του προβλεπόμενου από το άρθρο 30 παρ. 4 β', γ' του ν. 3459/2006 πλαισίου, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου αυτού προέβλεπε, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ειδική ευνοϊκή μεταχείριση και του δράστη της κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του νέου ν. 4239/2013, που δεν προβλέπει, πλέον, δυνατότητα ευνοϊκής μεταχείρισης εξαρτημένου από τα ναρκωτικά προσώπου, αν κατηγορείται και καταδικάζεται για ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών του άρθρου 23. Κατόπιν των ανωτέρω, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Ε'και Η' ΚΠοινΔ, τρίτος, τέταρτος, έκτος, έβδομος και όγδοος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή των προαναφερθεντων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 4 του ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προηγηθείσα απόφαση για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Η τελευταία αποκτά την κατά νόμο αιτιολογία με την απλή επανάληψη του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 79 ΠΚ και τη δια μέσου αυτών, σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με την απόφαση επί της ενοχής.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επέβαλε στον κατηγορούμενο για το έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών, που ενδιαφέρει εδώ, ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ, αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης, με ειδική σκέψη του για την επιβολή της ποινής αυτής, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα της πράξης και την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επίσης, συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο (εκτός των προβλεπόμενων από το άρθρο αυτό κριτηρίων), κατ' άρθρο 20 παρ. 3 εδ. β' του ν. 4139/2013, "το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ", δεν ήταν δε υποχρεωμένο να διαλάβει στην απόφασή του αυτή άλλη ειδικότερη αιτιολογία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πέμπτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την επιβολή της ανωτέρω ποινής, είναι αβάσιμος.
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς και, συνεπώς, να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους (Ολομ. ΑΠ 2/2005). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής και το γεγονός της συνδρομής των περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την παρ. 2 περ. ε' του άρθρου 84 του ΠΚ, ήτοι το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιάθεσής του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή, στέρησης της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης στον κρατούμενο που βρίσκεται στη φυλακή από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι, εξαιτίας της κατάστασής του αυτής, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα κράτησής του, είναι φανερό ότι εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και πέρα από τα προνόμια που προβλέπει ο σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή, όμως, της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε' του ΠΚ, αναμφίβολα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και συνέχεται με την εξαιρετική οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του. Η καλή, δηλαδή, συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνο ως απουσία παραβατικότητας, αλλά περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε πρέπει να συνέχεται με εξαιρετική βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη, είτε διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας είτε κρατουμένου, δεν αρκεί μόνο η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής, στην πρώτη περίπτωση (της διαβίωσης υπό καθεστώς ελευθερίας), αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (της διαβίωσης υπό συνθήκες κράτησης) είναι ανάγκη να επικαλεσθεί αυτός τη συνδρομή στο πρόσωπό του εξαιρετικά θετικής και διακριτής της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου, η οποία να συνέχεται με την εξαιρετική οπωσδήποτε βελτίωση και μεταστροφή του χαρακτήρα του.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων υπέβαλε εγγράφως, διά του συνηγόρου του, τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, εκτός των άλλων, της ελαφρυντικής περίστασης της, μετά τις πράξεις του, καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε' ΠΚ), ο οποίος αναπτύχθηκε προφορικά στο ακροατήριο. Για τη θεμελίωσή του επικαλέστηκε, ότι, μετά τις πράξεις του, επέδειξε καλή συμπεριφορά, τόσο εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, όσο και μετά την αποφυλάκισή του και, ειδικότερα, ότι από τη στιγμή της προφυλάκισής του επέδειξε άριστη συμπεριφορά εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, όπου κρατείτο, συνεργαζόμενος με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και υπακούοντας στο πρόγραμμα των φυλακών, χωρίς ποτέ να έχει δημιουργήσει οποιαδήποτε προστριβή με τους συγκρατούμενούς του ούτε να έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά, ενώ είχε υποβάλει αίτηση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για να μεταχθεί σε σωφρονιστικό κατάστημα, στο οποίο υπάρχουν προγράμματα απεξάρτησης, καθώς και ότι, κατά το στάδιο της τριετούς δοκιμασίας του, η καλή συμπεριφορά του συνεχίστηκε και εκτός φυλακών, αφού αυτός τηρούσε τον περιοριστικό όρο της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του που του είχε επιβληθεί, ενώ μετά την αποφυλάκισή του δεν έχει εμπλακεί σε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη και εργάζεται καθημερινά, επιδεικνύοντας άριστη συμπεριφορά.
Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, με την αιτιολογία ότι: "η μετά τις πράξεις του καλή συμπεριφορά του στις φυλακές δεν οφείλεται σε εσωτερική βελτίωση του, αλλά στην κατ' ανάγκη συμμόρφωσή του στους κανόνες που διέπουν τη διαβίωση των κρατουμένων στις φυλακές, η δε συμπεριφορά του δεν αποδείχθηκε ότι ήταν προδήλως διακριτή της συνήθους νομοταγούς και συγκροτούσε όλως εξαιρετική συμπεριφορά, δεν αρκεί δε η εκ μέρους του υποβολή, κατά τον χρόνο κρατήσεώς του στις φυλακές, αιτήσεως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προκειμένου να μεταχθεί σε σωφρονιστικό κατάστημα, στο οποίο υπάρχουν προγράμματα απεξάρτησης, καθόσον η υποβολή της εν λόγω αιτήσεως εντάσσεται στη συνήθη συμπεριφορά κρατουμένου (ΑΠ 485/2018, ΑΠ 1804/2016, ΑΠ 635/2015, ΑΠ 671/2014). Περαιτέρω και κατά το χρονικό διάστημα που τελούσε υπό καθεστώς επιβολής περιοριστικού όρου (εμφάνιση στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του) επί τριετία (από Ιούνιο του 2013 έως Ιούνιο του 2016) και εν συνεχεία πλήρους ελευθερίας (από Ιούνιο του 2016 έως σήμερα) δεν προέκυψαν και δη για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής συμβιώσεώς του, δεν αρκεί δε η επίκληση εργασίας, ούτε η παθητική συμπεριφορά του και μάλιστα ενόψει της διεξαγωγής της δίκης.". Η ανωτέρω αιτιολογία, την οποία διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη, ως αβάσιμου, του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε'του ΠΚ, είναι η απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, κατά της παραδοχές της απόφασης, αφενός η συμπεριφορά του εν λόγω κατηγορουμένου εντός του σωφρονιστικού καταστήματος δεν ήταν προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς κρατουμένου, αφετέρου δε δεν οφειλόταν σε εσωτερική βελτίωσή του αλλά στην κατ' ανάγκη συμμόρφωσή του προς του κανόνες που διέπουν την διαβίωση εντός των φυλακών, ενώ περαιτέρω, όσον αφορά τη συμπεριφορά του υπό καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης επί μακρό χρόνο, δεν προέκυψαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικής συμπεριφοράς του έναντι του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, ο ένατος λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της άνω ελαφρυντικής περίστασης, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές περιεχόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις συνιστούν αμφισβήτηση των άνω ουσιαστικών παραδοχών της απόφασης και, επομένως υπό την επίφαση του αναιρετικού τούτου λόγου, ανεπίτρεπτα πλήττουν την, περί τα πράγματα, ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτες.
Κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014 "Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και στο Ελεγκτικό Συνέδριο και άλλες διατάξεις", "Κατά την επιμέτρηση της ποινής το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψιν την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορούμενου. Στη δικαστική απόφαση γίνεται ρητή μνεία με συνοπτική αιτιολογία ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την κατά τα άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, γεγονός το οποίο μπορεί να συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, δίκαιη ικανοποίηση για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω νόμου, "Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Αρείου Πάγου, ανατίθεται σε Αρεοπαγίτη, (β) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (γ) του εφετείου, ανατίθεται σε Πρόεδρο Εφετών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (δ) του Πρωτοδικείου, ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (ε) του Ειρηνοδικείου, ανατίθεται στον Ειρηνοδίκη που διευθύνει το Ειρηνοδικείο που εξέδωσε την απόφαση...". Ακόμη, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, "1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας ιδίως: α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για τη διάρκεια της οποίας διατυπώνεται παράπονο ότι υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης, κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις". Τέλος κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του αυτού ως άνω νόμου, "Τα οριζόμενα στα προηγούμενα άρθρα εφαρμόζονται αναλόγως και στις διαδικασίες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των επομένων παραγράφων", όπως και η παράγραφος 3 του άρθρου τούτου, που παρατέθηκε στην αρχή της παρούσας νομικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία κατά την επιμέτρηση της ποινής το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περί της επιβλητέας στον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο ποινής σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας προέβη στην επιμέτρηση αυτής εφαρμόζοντας, κατά τα προαναφερθέντα, ορθά και με ακρίβεια τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 79 ΠΚ, αφού απέβλεψε σε όλα τα προβλεπόμενα από αυτό κριτήρια. Η μη αναφορά, ότι λήφθηκε υπόψη η τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, δεν συνεπάγεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του παραπάνω άρθρου 7 παρ. 3 Ν.4239/2014, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, ούτε έλλειμμα αιτιολογίας ούτε ιδρύει τις αναιρετικές πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο ή της υπέρβασης εξουσίας, αφού η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι έχει διαγνωσθεί δικαστικά η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω. Άλλωστε, κριτήριο για την κατάφαση της υπέρβασης αυτής δεν είναι μόνο η παρέλευση δυσανάλογα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση του εγκλήματος αλλά, κατά το νόμο (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 4239/2014), συνεκτιμώνται η καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, η πολυπλοκότητα των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, η στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και το διακύβευμα της υπόθεσης για τον κατηγορούμενο. Όπως δε συνάγεται από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 4239/2014, το ποινικό Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής υποχρεούται να λάβει υπόψη του και να μνημονεύσει με συνοπτική αιτιολογία την κατά άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, εφόσον θετικά διαπιστώσει τη συνδρομή τέτοιας περίπτωσης, ενώ δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει αρνητικά, ότι δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει συναφώς στα αρμόδια, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του άνω νόμου, όργανα για τη δίκαιη ικανοποίησή του λόγω της καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας. Επομένως, οι πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 4239/2014 (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε'), έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'), απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α') και υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η'ΚΠοινΔ), τους οποίους προβάλλει ο αναιρεσείων με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, αιτιώμενος ότι το Δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής που του επιβλήθηκε, την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του (αναιρεσείοντος), ώστε να του επιβάλει μικρότερη ποινή, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 8-6-2018 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και τους επ' αυτής από 28-9-2018 πρόσθετους λόγους του Δ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6,15/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης και τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ