Αριθμός 1172/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Αναστασάκο και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Κλούδα, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5484/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθ. πρωτ. .../22-5-2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της αξιοποίνου πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση, (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου4 παρ. 1 του Ν. 1568/1985 "Περί Υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων" (ΦΕΚ 177 τεύχος Α") "στις επιχειρήσεις που απασχολούν κατά ετήσιο μέσο όρο πάνω από 50 εργαζομένους, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφαλείας και ιατρού εργασίας. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι, ο τεχνικός ασφαλείας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις ο τεχνικός ασφαλείας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδοποιείται και θεωρείται από την επιθεώρηση εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται στο βιβλίο αυτό. Το ίδιο ως άνω άρθρο ορίζει στην παρ. 2 περ. β’ ότι ο τεχνικός ασφαλείας ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία της, καθώς και των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους και επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας και πρόληψης των ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους αρμόδιους προϊσταμένους των τμημάτων ή τη διεύθυνση της επιχείρησης. Κατά το άρθρο 7 του ιδίου, ως άνω, νόμου ορίζεται ότι για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας, ο τεχνικός ασφαλείας έχει υποχρέωση να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, να προτείνει μέτρα αντιμετώπισής της και να επιβλέπει την εφαρμογή τους. Εξ άλλου κατά το άρθρο 19 παρ. 1 αυτού, "Ο εργοδότης οφείλει να συντηρεί τους τόπους εργασίας και να μεριμνά για την κατά το δυνατό άμεση αποκατάσταση των ελλείψεων που έχουν σχέση με την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων. Αν από τις ελλείψεις αυτές προκαλείται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η εργασία. Κατά δε το άρθρο 32 του νόμου αυτού, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να εφαρμόζει κάθε υπόδειξη των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, η οποία συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση της παραγωγής και διατηρήσεως μιας επιχειρήσεως, προσδιορίζει επακριβώς το πλαίσιο ενεργείας του τεχνικού ασφαλείας, ο οποίος ως επιστήμονας και εξειδικευμένος στους τόπους παροχής εργασίας, έχει υποχρέωση να ελέγχει τυχόν ελλείψεις των τεχνικών εγκαταστάσεων, οι οποίες δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων. Ο έλεγχος επιβάλλεται να είναι ουσιαστικός και να υποδεικνύεται η λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, παραλλήλως δε αναγνωρίζεται η υποχρέωση στον τεχνικό ασφαλείας να σημειώνει σε ειδικό βιβλίο τις υποδείξεις του προκειμένου να λαμβάνει γνώση ο εργοδότης, η κατά συνέχεια δε συμπλήρωση του βιβλίου αυτού εξασφαλίζεται δια της θεωρήσεως από την επιθεώρηση εργασίας. Η κατά νόμο συμμόρφωση του τεχνικού ασφαλείας εξαντλεί το πλαίσιο της ευθύνης του και εναπόκειται στον εργοδότη να υλοποιήσει τα όσα υποδεικνύονται.
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ειδικά δε, επί εγκλήματος εξ αμελείας, που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, (αποτρεπτική του αποτελέσματος), και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε! ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της υπ’ αριθ. 5484/2016 προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό του κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων), αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή, τα ακόλουθα:"0 1ος κατηγορούμενος Δ. Ρ., ήταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα .αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Νότου της ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." στην οποία ανήκει το διϋλιστήριο πετρελαίου ... Αττικής. Ο 2ος κατηγορούμενος Γ. Γ. ήταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα τεχνικός ασφαλείας του κλάδου των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της ίδιας εταιρείας στο ανωτέρω διϋλιστήριο. Στις 20-8-2009 και περί ώρα 8.30 π.μ., ο παθών Π. Λ. εργαζόμενος στο ανωτέρω διϋλιστήριο είχε βάρδια στην μονάδα απόσταξης αργού πετρελαίου u 2100. Τότε μεταφέρθηκε εντολή του επικεφαλής εργοδηγού, μέσω του βοηθού εργοδηγού Σ. Δ., στους εργαζόμενους της βάρδιας να εκτελέσουν εργασία καθαρισμού στον σωλήνα μεταφοράς θαλασσινού νερού του εναλλάκτη Μ-2123, το οποίο (νερό) χρησιμοποιείτο για την ψύξη των εγκαταστάσεων της ανωτέρω μονάδας απόσταξης. Η εργασία αυτή απαιτούσε να ανοίξει η βάνα μιας σωλήνας για 2-3 λεπτά, ώστε να μπεί νερό υπό πίεση θαλασσινό και να καθαρίσουν από την βρωμιά οι σωληνώσεις. Η εν λόγω βάνα βρισκόταν σε ύψος έξι (6) μέτρων περίπου από το έδαφος και ανοιγόκλεινε με ένα τιμόνι και με την βοήθεια ενός κλειδιού. Για τον χειρισμό της βάνας, έπρεπε ο εντεταλμένος κάθε φορά εργάτης να ανέβει σε μια μικρή πλατφόρμα εργασίας πλάτους 1,5X1,5 μ., στο ύψος του τιμονιού αυτής, μέσω μιας κάθετης μεταλλικής κλίμακας που περιβαλλόταν από ύψος 2 μέτρων από το έδαφος και μέχρι την κατάληξη της στην πλατφόρμα εργασίας από έναν προστατευτικό ημικυκλικό μεταλλικό κλωβό. Στην προκειμένη περίπτωση ο παλιότερος εργάτης της βάρδιας Ι. Ζ. έδωσε εντολή στον παθόντα να ανέβει στην πλατφόρμα εργασίας και να ανοίξει την ανωτέρω βάνα για να γίνει ο καθαρισμός. Πράγματι ο παθών ανέβηκε μέσω της σκάλας μέχρι τη βάνα και την άνοιξε. Η πλατφόρμα εργασίας έχει περιμετρικό προστατευτικό κιγκλίδωμα ύψους 1,60 cm όμως στο σημείο που συνδέεται με αυτήν η σκάλα υπάρχει άνοιγμα πλάτους 70 cm, το οποίο τότε δεν είχε κάποιο προστατευτικό έναντι πτώσεως εμπόδιο, μεταθετό, συρόμενο ή αποσπώμενο, όπως κουπαστή, ράβδο, αλυσίδα κ.λ.π. Ο παθών κινήθηκε για να κατέβει, όμως ο I. Ζ. του έδωσε εντολή να παραμείνει λίγο ακόμα στην εξέδρα εργασίας μέχρι να ολοκληρωθεί ο καθαρισμός από την απαγωγή όλων των ρυπαρών υδάτων. Τότε ο παθών ζαλίσθηκε από άγνωστη αιτία και έπεσε στο έδαφος με το κεφάλι δια μέσου του προστατευτικού κλωβού της σκάλας, με αποτέλεσμα τον άμεσο θάνατο του. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα είχε επέλθει εάν είχε τοποθετηθεί κάποιο προστατευτικό έναντι πτώσης εμπόδιο στο σημείο σύνδεσης της σκάλας με την εξέδρα εργασίας και αν ήταν αυτό δύσκολο ή αδύνατο θα έπρεπε να διαπλατυνθεί η εξέδρα ώστε να είναι εφικτή η τοποθέτηση τέτοιου εμποδίου. Αρμόδιος για να επισημάνει την εν λόγω πηγή κινδύνου και να λάβει τα σχετικά μέτρα ασφαλείας ήταν ως εκ της θέσεως του ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ως τεχνικός ασφαλείας υπείχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Έπρεπε δε αυτός να μην αρκεσθεί στο να αναμείνει πιθανές επισημάνσεις των εργαζομένων ως προς τις πιθανές πηγές κινδύνων, αλλά να ενεργεί με πρωτοβουλία προληπτικά για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση τους. Επομένως ο κατηγορούμενος αυτός κρίνεται ένοχος για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ... Κατά συνέπεια ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος". Με βάση τις παραδοχές αυτές με το διατακτικό του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως, και ειδικότερα του ότι: "Στον ... Αττικής, την 20-8-2009 και περί ώρα 8.30, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει και με παράλειψη των επιβαλλομένων ενεργειών του, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παρακάτω παράλειψη του, και έτσι δεν απέτρεψε τον θάνατο άλλου αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος και ειδικότερα: "Στον ως άνω τόπο και χρόνο ο Γ. Γ., ως τεχνικός ασφαλείας του κλάδου των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", ενώ ανατέθηκε στον εργαζόμενο Π. Λ. η εκτέλεση εργασίας καθαρισμού της γραμμής θαλασσινού νερού και συγκεκριμένα του εναλλάκτη Μ2123 που χρησιμοποιούνταν για ψύξη των εγκαταστάσεων των διυλιστηρίων ... στη μονάδα απόσταξης αργού πετρελαίου U-2100, αυτός δεν είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα, κατά περίπτωση προστατευτικά μέτρα για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας του εργαζομένου, ο οποίος για τις ανάγκες της εργασίας του, ανήλθε σε ύψος περίπου έξι μέτρων από το έδαφος -μέσω κατακόρυφης σταθερής μεταλλικής κλίμακας, η οποία από το ύψος περίπου δύο μέτρων από το έδαφος έφερε ημικυκλικό προστατευτικό κιγκλίδωμα (κλωβό) -σε σταθερή μεταλλική πλατφόρμα εργασίας που αποτελούνταν από μεταλλικό δάπεδο διαστάσεων περίπου 1,5Χ 1,5 μέτρων και έφερε περιμετρικά προστατευτικό κιγκλίδωμα εκτός από το σημείο, όπου κατέληγε η μεταλλική κλίμακα δημιουργώντας στο σημείο άνοιγμα, μήκους 70 περίπου εκατοστών, παραλείποντας να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας προς αποφυγή κινδύνου πτώσης του εργαζομένου και στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να τοποθετήσει στο σημείο του ανοίγματος μεταθετό, συρόμενο, αποσπώμενο, κιγκλίδωμα, (κουπαστή, ράβδο μεσοδιαστήματος κ.λ.π.), ή άλλο ανάλογο προστατευτικό μέσο έναντι πτώσης στο σημείο ,όπου κατέληγε η μεταλλική κλίμακα, το οποίο θα τοποθετούσε ο εργαζόμενος που θα ανερχόταν στην πλατφόρμα εργασίας και για όση διάρκεια παρέμενε πάνω απ’ αυτή, με συνέπεια ενώ ο πιο πάνω εργαζόμενος βρισκόταν επί της προπεριγραφόμενης πλατφόρμας εργασίας και άνοιξε μία βάνα, αναμένοντας κατόπιν οδηγιών που λάμβανε από το έδαφος να την κλείσει, να πέσει στο έδαφος, μέσα από το άνοιγμα που σχημάτιζε η κλίμακα και ο προστατευτικός κλωβός και να υποστεί βαρείες εγκεφαλικές κακώσεις κεφαλής και θώρακος, εκ των οποίων ,ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος του. Ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει τη επέλευση του πιο πάνω αποτελέσματος, δηλαδή τον θάνατο του Π. Λ., η οποία απορρέει από το νόμο, (άρθρ. 1,7,10 παράρτ. II, παρ. 13 .1 του Π.Δ.16/1996 ), και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας των εργαζομένων". Μετά ταύτα τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών ανασταλείσα επί τριετία.
Με βάση τις ως άνω παραδοχές η προσβαλλομένη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παράλληλα δε, διέλαβε αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες σε σχέση με την πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου με την ιδιότητα του τεχνικού ασφαλείας της επιχειρήσεως όπου συνέβη το θανατηφόρο εργατικό ατύχημα που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου έτσι ώστε αυτή στερείται και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι η νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς αποτροπή του επελθόντος θανάτου του παθόντος εργαζομένου, θεμελιωνόταν στην εγγυητική του ευθύνη λόγω της ιδιότητάς του ως τεχνικού ασφαλείας, και στο άρθρ. 1,7,10 παράρτ. II , παρ. 13 .1 του Π.Δ.16/1996,και εν συνεχεία εσφαλμένα ερμήνευσε αφενός το περιεχόμενο των καθηκόντων του τεχνικού ασφαλείας, όπως αυτά προσδιορίζονται στις προδιαληφθείσες διατάξεις, με τις παραδοχές ότι αυτός προσωπικά είχε υποχρέωση προς λήψη των μέτρων ασφαλείας, ως ορίζονται στο ανωτέρω ΠΔ, τα οποία παρέλειψε να λάβει, και ειδικότερα να τοποθετήσει στο σημείο του ανοίγματος του ημικυκλικού προστατευτικού κιγκλιδώματος (κλωβού), που ήταν τοποθετημένο στην σταθερή πλατφόρμα εργασίας, η οποία αποτελείτο από μεταλλικό δάπεδο διαστάσεων 1,5X1,5 μ., και στο κενό αυτής(άνοιγμα) ήταν προσδεδεμένη η σκάλα από την οποία ανέβηκε ο θανών για να εισέλθει στην εξέδρα αυτή προς εκτέλεση της εντεταλμένης εργασίας του, (καθαρισμού της γραμμής θαλασσινού νερού), μεταθετό ,συρόμενο αποσπώμενο κιγκλίδωμα, (κουπαστή, ράβδο μεσοδιαστήματος), ή άλλο ανάλογο προστατευτικό μέτρο έναντι πτώσης στο κενό. Τέτοια όμως υποχρέωση δεν προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις για τον αναιρεσείοντα με την ιδιότητα του τεχνικού ασφαλείας , δεδομένου ότι από το νόμο η ευθύνη του ανάγεται μόνο στον έλεγχο αν υφίστανται αυτά τα μέτρα ασφαλείας, την υπόδειξή τους στον εργοδότη, σε περίπτωση ανυπαρξίας τους, την καταγραφή τους στο ειδικό βιβλίο που θεωρείται από την επιθεώρηση εργασίας. Η λήψη δε αυτών εναπόκειται στον εργοδότη, τον ασκούντα επιχειρηματική δραστηριότητα που διαθέτει και τα οικονομικά μέσα να υλοποιήσει το δυνατόν ταχύτερον τα όσα υποδεικνύονται, λόγο για τον οποίο και ο νόμος απαιτεί την θέση της υπογραφής του στο ανωτέρω ειδικό βιβλίο , για το γεγονός ότι ενημερώθηκε για την λήψη των υποδειχθέντων από τον τεχνικό ασφαλείας της επιχείρησης του, ενδεδειγμένων μέτρων για την ασφάλεια και την υγιεινή των εργαζομένων σ’ αυτή προς αποφυγή και των εργατικών ατυχημάτων. Περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση, δεν αιτιολογεί, εάν ο αναιρεσείων, είχε ελέγξει, ως όφειλε εκ της ιδιότητας του ως τεχνικού ασφαλείας σύμφωνα με τις επιτακτικές διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 1568/1985, την εγκατάσταση στην οποία συνέβη το θανατηφόρο εργατικό ατύχημα, την επικινδυνότητα αυτής, λόγω μη λήψεως των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας, ως αυτά ορίζονται στο προαναφερθέν Π.Δ/γμα, αν είχε ενημερώσει γραπτά ή προφορικά τον εργοδότη του, για την άμεση λήψη αυτών και αν είχε καταγράψει την υπόδειξη αυτών στον τελευταίο, στο ειδικό σελιδοποιημένο βιβλίο και θεωρημένο από την Επιθεώρηση εργασίας βιβλίο εργατικών ατυχημάτων, οπότε σε περίπτωση πραγματοποιήσεως εκ μέρους του των ανωτέρω ενεργειών περατούται και η ευθύνη του.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 2 στοιχ. ΔΛ και Ε’ Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων υπό την έννοια της έλλειψης νόμιμης βάσης, είναι βάσιμοι και πρέπει κατά παραδοχή τους να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ.5484/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά το καταδικαστικό κεφάλαιο αυτής, που αφορά τον αναιρεσείοντα Γ. Γ. του Α..
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς αυτόν, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ