Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2334 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Απόρριψη αίτησης αναίρεσης βουλεύματος για κακουργηματική απάτη, καθόσον τούτο περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.





Αριθμός 2334/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 9/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 672/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 291/30-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 482 και 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 45/2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 9/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η με αριθμό 338/2007 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 1357/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς, για κακουργήματα, Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί για τις πράξεις α) της απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ'εξακολούθηση, με συνολικώς επιδιωχθέν και επιτευχθέν παράνομο περιουσιακό όφελος και αντιστοίχως συνολική περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € και β) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους, δια βλάβης τρίτου, συνολικού ύψους υπερβαίνοντος το χρηματικό ποσό των 15.000 € (άρθρα 1, 13 στοιχ. στ', 14,16,17,18,26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 3 εδ. β' και 386 παρ. 1 και 3 περ. α' Π.Κ.) και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο, δια της πληρεξουσίας αυτού δικηγόρου, νομίμως εξουσιοδοτηθείσας, και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένο λόγο και δη την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) και είναι συνεπώς δεκτή και ερευνητέα κατ'ουσίαν. Ο προβαλλόμενος λόγος συνίσταται στο ότι "το βούλευμα πάσχει διότι η αιτιολογία είναι ανύπαρκτη και στερείται νομίμου βάσεως καθόσον, ενώ δέχεται ότι συντρέχει απάτη, υπάρχουν ασάφειες και λογικά κενά ως προς το στοιχείο της περιουσιακής βλάβης που είναι αναγκαίο για τη συγκρότησή του, δεδομένου ότι ενώ το βούλευμα δέχεται ότι προέβη σε ψευδείς παραστάσεις (οι ισολογισμοί στους εκπροσώπους της μηνύτριας προκειμένου να καταχωρήσουν στην εφημερίδα τους επίμαχους ισολογισμούς) δεν αιτιολογείται ποία περιουσιακή βλάβη υπέστη η μηνύτρια καθ'ότι με βάσει τις ίδιες σκέψεις και παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν φέρεται να επήλθε περιουσιακή βλάβη της μηνύτριας σαν αποτέλεσμα των υποτιθεμένων εκ μέρους του ψευδών παραστάσεων". Επειδή έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο στο σχηματισμό δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά κατ'επιλογή (Ολομ. ΑΠ 1/2005 Π.Χ ΝΕ σελ. 781). Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από την οποίαν, ως παραγωγό αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας. Εξ άλλου κατά τη παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €...". Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατ'επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, "από το σύνολον του συλλεγέντος και υφισταμένου σχετικώς αποδεικτικού υλικού (μήνυση, ένορκες καταθέσεις, έγγραφα της δικογραφίας, απολογία και απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα: Η εδρεύουσα στο ... Αττικής και ήδη εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμίαν "ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικόν τίτλον "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ Η", νομίμως εκπροσωπουμένη, έχει ως αντικείμενον των δραστηριοτήτων της την καταχώρηση στα φύλλα της εφημερίδος "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", ιδιοκτησίας της, ισολογισμών διαφόρων εταιρειών, έναντι αμοιβής. Εντός του πλαισίου των δραστηριοτήτων της εγκαλούσης που προεξετέθησαν, αυτή (εγκαλούσα) έλαβε, από τον κατηγορούμενο, την εντολή προς καταχώρησιν στα φύλλα της ειρημένης εφημερίδος εκατόν ογδοήκοντα τριών (183) ισολογισμών διαφόρων εμπορικών εταιρειών, συμβαλλομένων απ'ευθείας με την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμίαν "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ- ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικόν τίτλον "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ", εδρεύουσαν στην Αθήνα και επί της οδού .... Οι εμπορικές εταιρείες τις οποίες αφορούσε η καταχώρηση των ως άνω 183 ισολογισμών, ήσαν πελάτες της ειρημένης "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ" και του ιδίου του κατηγορουμένου, που σημειωτέον ετύγχανε πρόεδρος του Δ.Σ. της "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ". Όπως προεξετέθη, οι δημοσιεύσεις των ισολογισμών των διαφόρων εμπορικών εταιρειών, στην εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ" της εγκαλούσης, επραγματοποιούντο επ'αμοιβή, το κόστος δε της δημοσιεύσεως των 183 ισολογισμών που προαναφέρθηκαν και των οποίων η δημοσίευση ανετέθη από τον κατηγορούμενο στην εγκαλούσα, ανήρχετο στο χρηματικό ποσό των 95.217,23 ευρώ, συνολικώς. Προκειμένου ο κατηγορούμενος να πείση την ήδη εγκαλούσα ότι ήτο φερέγγυον και αξιόπιστον πρόσωπον και να διαβεβαιώσει τους αρμοδίους αυτής ότι θα κατεβάλετο το απαιτούμενον, για την δημοσίευση των ειρημένων 183 ισολογισμών, χρηματικόν ποσόν, παρέστησεν εν γνώσει του ψευδώς προς αυτούς (αρμοδίους υπαλλήλους της εγκαλούσης) τα κάτωθι και δη: Α. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάϊον του 2003, στην Αθήνα, εν γνώσει του ψευδώς παρέστησεν, προς τους ειρημένους, ότι ήτο νόμιμος εκπρόσωπος της προμνησθείσης "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ότι ήτο φερέγγυον πρόσωπον και ότι ήσαν έγκυρες οι υπ'αριθμ. ..., ..., ... και ... επιταγές της Τραπέζης ALPHA BANK, εκδοθείσαι εις χρέωσιν της εταιρείας ".... και Σία Ο.Ε.", υπό ημεροχρονολογίας 30-7-03, 5-7-03, 30-8-03 και 27-9-03, αντιστοίχως, χρηματικού ποσού 2.269,75, 1.980,95, 2.320,70 και 2.350,89 ευρώ, αντιστοίχως, προσέτι δε ότι ήσαν έγκυρες οι υπ'αριθμόν ... και ... επιταγές της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, εκδοθείσαι εις χρέωσιν του υπ'αριθμ. ... λογαριασμού, με ημεροχρονολογίες 30-9-03 και 30-8-03 και χρηματικά ποσά 2.100,28 και 2.200,52 ευρώ, αντιστοίχως. Β. Στην Αθήνα, την 05-6-2003, εν γνώσει του ψευδώς παρέστησεν ότι είχεν στην κυριότητά του ένα ακίνητον και ότι δήθεν ήτο πρόθυμος να συναινέσει για την επ'αυτού εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, υπέρ της εγκαλούσης και Γ. Την 06-6-2003, εν γνώσει του ψευδώς παρέστησεν και πάλιν ότι ήτο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ότι ήτο φερέγγυον πρόσωπον και ότι ήσαν έγκυρες οι υπ αριθμ. ..., ... και ... επιταγές της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, υπό ημεροχρονολογίας 31-01-04, 31-12-03 και 28-02-04, αντιστοίχως και χρηματικών ποσών 8.000,00, 7.000,00 και 6.000,00 ευρώ, αντιστοίχως, συρόμενες επί του υπ'αριθμ. ... λογαριασμού, ενώ αληθές ήτο ότι: Ι) ο κατηγορούμενος δεν ήτο νόμιμος εκπρόσωπος της "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", αλλά τοιούτος (νόμιμος εκπρόσωπος) ήτο η μητέρα του ....
ΙΙ) 'Ητο αφερέγγυον και όχι φερέγγυον, ως παραπειστικώς ενεφανίζετο, πρόσωπον

ΙΙΙ) Οι υπό στοιχ. Α' και Γ' προμνημονευθείσες τραπεζιτικές επιταγές δεν ήσαν έγκυρες, αλλά πλαστές ως προς άπαντα τα στοιχεία τους και αντικείμενα κλοπής (ορ., ως προς το τελευταίον, την, επί του σώματος μιας εκάστης των ειρημένων επιταγών, βεβαίωση της αντιστοίχου πληρωτρίας τραπέζης) και IV) Δεν εκέκτητο, κατά τον κρίσιμον χρόνον, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, ακίνητον, αφού ουδέν περί της υπάρξεως αυτού (ακινήτου) στοιχείον προσεκόμισε. Αποτέλεσμα των ως είρηται ψευδών, εν γνώσει του ψευδούς, παραστάσεων του κατηγορουμένου, ήτο η παράπειση των αρμοδίων υπαλλήλων της εγκαλούσης και η, κατόπιν παραλαβής των προεκτεθεισών τραπεζιτικών επιταγών, παρά της τελευταίας δημοσίευση των 183 ισολογισμών που προαναφέρθηκαν, με κόστος δημοσιεύσεων 95.217,23 ευρώ συνολικώς, χρηματικόν ποσόν κατά το οποίον, καθ'α εσκόπει, ωφελήθη παρανόμως ο κατηγορούμενος και η ρηθείσα "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ", εζημιώθη δε η εγκαλούσα. Εξ' άλλου από το προμνησθέν αποδεικτικό υλικό, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν, καθόσον εκ της επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων, άλλως και της εξακολουθητικής της μορφής και εκ της υποδομής που αυτός είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης εξακολουθητικής τελέσεως των, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος αφ'ενός και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 €". Από τα άνω διαλαμβανόμενα προκύπτει σαφώς ότι το πληττόμενο βούλευμα αναφέρει όλα εκείνα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στη παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. και δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας.
Συνεπώς ο λόγος που προβάλλει ο αναιρεσείων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν 45/2008 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως του υπ'αριθμόν 9/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα.
Αθήνα 8 Μαΐου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' του ιδίου Κώδικα υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο στο σχηματισμό δικανικής κρίσης, Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών συμπληρωματικά αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτοί και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημέρα της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α)αν ο υπαίτιος διαπράττει από τους κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία ή β)αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία μεταξύ των δύο προαναφερομένων νομισμάτων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, κατά τους ορισμούς του άρθρου 13 περ. στ' του ΠΚ, και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ ή ανεξάρτητα από το αν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ. Ακόμη κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 9/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, απέρριψε την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 1357/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (προβαίνοντας συγχρόνως σε αναγκαίες συμπληρώσεις του), με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός ενώπιον του Τριμελούς, για τα κακουργήματα, Εφετείου Αθηνών, για να δικαστεί για τις πράξεις: α)της από της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, με συνολικώς επιδιωχθέν και επιτευχθέν παράνομο περιουσιακό όφελος και αντιστοίχως συνολική περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β)της πλαστογραφίας μετά χρήσης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους, με βλάβη τρίτου, συνολικού ύψους υπερβαίνοντος το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ. Δέχθηκε, δηλαδή, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο κατά ένα μέρος βούλευμα την πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται και προσδιορίζονται σ' αυτό και συγκεκριμένα από τις ένορκες και ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό προς την απολογία και το υπόμνημα του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, ως προς την οποία και μόνο προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης το προαναφερόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών). "Η εδρεύουσα στο .... Αττικής και ήδη εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία "ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλον "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ" νομίμως εκπροσωπουμένη, έχει ως αντικείμενον των δραστηριοτήτων της την καταχώρηση στα φύλλα της εφημερίδας "ΗΜΕΡΗΣΙΑ" ιδιοκτησίας της, ισολογισμών διαφόρων εταιρειών, έναντι αμοιβής. Εντός του πλαισίου των δραστηριοτήτων της εγκαλούσης που προεξετέθησαν, αυτή (εγκαλούσα) έλαβε, από τον κατηγορούμενο την εντολή προς καταχώρησιν στα φύλλα της ειρημένης εφημερίδος εκατόν ογδοήκοντα τριών (183) ισολογισμών διαφόρων εμπορικών εταιρειών, συμβαλλομένων απ' ευθείας με την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμίαν "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ- ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικόν τίτλον "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ", εδρεύουσαν στην Αθήνα και επί της οδού .... Οι εμπορικές εταιρείες τις οποίες αφορούσε η καταχώρηση των ως άνω 183 ισολογισμών, ήσαν πελάτες της ειρημένης "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ" και του ιδίου του κατηγορουμένου, που σημειωτέον ετύγχανε πρόεδρος του Δ.Σ. της "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ". Όπως προεξετέθη, οι δημοσιεύσεις των ισολογισμών των διαφόρων εμπορικών εταιρειών, στην εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ"της εγκαλούσης, επραγματοποιούντο επ'αμοιβή, το κόστος δε της δημοσιεύσεως των 183 ισολογισμών που προαναφέρθηκαν και των οποίων η δημοσίευση ανετέθη από τον κατηγορούμενο στην εγκαλούσα, ανήρχετο στο χρηματικό ποσό των 95.217,23 ευρώ, συνολικώς. Προκειμένου ο κατηγορούμενος να πείση την ήδη εγκαλούσα ότι ήτο φερέγγυον και αξιόπιστον πρόσωπον και να διαβεβαιώσει τους αρμοδίους αυτής ότι θα κατεβάλετο το απαιτούμενον, για την δημοσίευση των ειρημένων 183 ισολογισμών, χρηματικόν ποσόν, παρέστησεν εν γνώσει του ψευδώς προς αυτούς (αρμοδίους υπαλλήλους της εγκαλούσης) τα κάτωθι και δη: Α. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάϊον του 2003, στην Αθήνα, εν γνώσει του ψευδώς παρέστησεν, προς τους ειρημένους, ότι ήτο νόμιμος εκπρόσωπος της προμνησθείσης "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ότι ήτο φερέγγυον πρόσωπον και ότι ήσαν έγκυρες οι υπ'αριθμ. ..., ..., ... και ... επιταγές της Τραπέζης ALPHA BANK, εκδοθείσαι εις χρέωσιν της εταιρείας "... και Σία Ο.Ε.", υπό ημεροχρονολογίας 30-7-03, 5-7-03, 30-8-03 και 27-9-03, αντιστοίχως, χρηματικού ποσού 2.269,75, 1.980,95, 2.320,70 και 2.350,89 ευρώ, αντιστοίχως, προσέτι δε ότι ήσαν έγκυρες οι υπ'αριθμόν ... και ... επιταγές της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, εκδοθείσαι εις χρέωσιν του υπ'αριθμ. .... λογαριασμού, με ημεροχρονολογίες 30-9-03 και 30-8-03 και χρηματικά ποσά 2.100,28 και 2.200,52 ευρώ, αντιστοίχως. Β. Στην Αθήνα, την 05-6-2003, εν γνώσει του ψευδώς παρέστησεν ότι είχεν στην κυριότητά του ένα ακίνητον και ότι δήθεν ήτο πρόθυμος να συναινέσει για την επ'αυτού εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, υπέρ της εγκαλούσης και Γ. Την 06-6-2003, εν γνώσει του ψευδώς παρέστησεν και πάλιν ότι ήτο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ότι ήτο φερέγγυον πρόσωπον και ότι ήσαν έγκυρες οι υπ αριθμ. ..., ... και .... επιταγές της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, υπό ημεροχρονολογίας 31-01-04, 31-12-03 και 28-02-04, αντιστοίχως και χρηματικών ποσών 8.000,00, 7.000,00 και 6.000,00 ευρώ, αντιστοίχως, συρόμενες επί του υπ'αριθμ. ... λογαριασμού, ενώ αληθές ήτο ότι: Ι) ο κατηγορούμενος δεν ήτο νόμιμος εκπρόσωπος της "ΧΡ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", αλλά τοιούτος (νόμιμος εκπρόσωπος) ήτο η μητέρα του ... II) Ήτο αφερέγγυον και όχι φερέγγυον, ως παραπειστικώς ενεφανίζετο, πρόσωπον

ΙΙΙ) Οι υπό στοιχ. Α' και Γ' προμνημονευθείσες τραπεζιτικές επιταγές δεν ήσαν έγκυρες, αλλά πλαστές ως προς άπαντα τα στοιχεία τους και αντικείμενα κλοπής (ορ., ως προς το τελευταίον, την, επί του σώματος μιας εκάστης των ειρημένων επιταγών, βεβαίωση της αντιστοίχου πληρωτρίας τραπέζης) και IV) Δεν εκέκτητο, κατά τον κρίσιμον χρόνον, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, ακίνητον, αφού ουδέν περί της υπάρξεως αυτού (ακινήτου) στοιχείον προσεκόμισε. Αποτέλεσμα των ως είρηται ψευδών, εν γνώσει του ψευδούς, παραστάσεων του κατηγορουμένου, ήτο η παράπειση των αρμοδίων υπαλλήλων της εγκαλούσης και η, κατόπιν παραλαβής των προεκτεθεισών τραπεζιτικών επιταγών, παρά της τελευταίας δημοσίευση των 183 ισολογισμών που προαναφέρθηκαν, με κόστος δημοσιεύσεων 95.217,23 ευρώ συνολικώς, χρηματικόν ποσόν κατά το οποίον, καθ'α εσκόπει, ωφελήθη παρανόμως ο κατηγορούμενος και η ρηθείσα "Χ. ΤΣΙΑΜΠΟΥΡΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ", εζημιώθη δε η εγκαλούσα.
Εξ' άλλου από το προμνησθέν αποδεικτικό υλικό, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθειαν, καθόσον εκ της επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων, άλλως και της εξακολουθητικής της μορφής και εκ της υποδομής που αυτός είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης εξακολουθητικής τελέσεως των, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος αφενός και σταθερή ροπή του προς διάρπαξη του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του, ενώ το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία αντίστοιχα υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ". Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξης (εκτός της κατηγορηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση) της απάτης κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος αυτής και η συνολική ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 1357/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί και για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το προαναφερθέν έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, παραθέτει δε, τέλος τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ' 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, και 98 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, που προστέθηκε με άρθρο 14 παρ. 1 υποπαράγραφος 1.1. του ιδίου ως άνω νόμου 2721/1999, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές του διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απάτης που του αποδίδεται. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαλάβει το βούλευμα ειδικότερες αναφορές για το τι προέκυψε χωριστά από το καθένα αποδεικτικό μέσο και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αρκούντος του γεγονότος ότι αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα της δικογραφίας και απολογία κατηγορουμένου), τα οποία έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε. Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, που πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Όλες οι λοιπές σε σχέσει με τον παραπάνω λόγο διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις και ειδικότερα ως προς τις ψευδείς παραστάσεις με την προσκόμιση των ισολογισμών για δημοσίευση πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Μαρτίου 2008, αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 9/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή