Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 785 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος.




ΑΡΙΘΜΟΣ 785/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 κατοίκου ...... και 2. Χ2 κατοίκου ...., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 249/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1676/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 561/8.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ'άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθμ. 53/19-9-2008 και 54/19-9-2008, αντιστοίχως, αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 κατοίκου ..... και 2) Χ2 κατοίκου ...... (δυνάμει της από 18-9-2008 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο Δικηγόρο Κορίνθου Παναγιώτη Πανταζή) κατά του υπ'αριθμ. 249/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και εκθέτω τ'ακόλουθα:
Α) α) Με το υπ'αριθμ. 881/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά (κακ/των) οι 1) Χ3 2) Χ2 και 3) Χ1, κατηγορούμενοι για Απάτη από κοινού και κατ'εξακολούθηση, με επιδιωκόμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ.
β) Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι άσκησαν τις υπ'αριθμ. 57/2006, 66/2006 και 56/2006, αντιστοίχως, εφέσεις και επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 69/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Με το τελευταίο αυτό οι κατηγορούμενοι-εκκαλούντες, παραπέμφθηκαν στο ίδιο παραπάνω δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πειραιά για κακουργήματα) για την πράξη της από κοινού κακουργηματικής υπεξαίρεσης, κατ'ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, αφού απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι παραπάνω εφέσεις τους.
γ) Κατά του υπ'αριθμ 69/2007, παραπάνω, βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν τις από 12-3-2007 αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες και έγιναν δεκτές, εκδοθέντος του υπ'αριθμ. 1110/2008 βουλεύματος του Αρείου Πάγου, με το οποίο αναιρέθηκε το παραπάνω προσβαλλόμενο εφετειακό βούλευμα και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο για νέα κρίση.
δ) Μετά ταύτα εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκαν και πάλι κατ'ουσία οι εφέσεις των προαναφερθέντων κατηγορουμένων και παραπέμπονται αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (κακ/των) για κακουργηματική υπεξαίρεση από κοινού.
Β) Οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρ. 473 § 1, 474 και 482 § § 1,3 Κ.Π.Δ., με τις ως άνω δηλώσεις των αναιρεσειόντων στον Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά, στις 19-9-2008, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα στις 6-10-2008 και στον δεύτερο αναιρεσείοντα στις 9-9-2008 και είναι τυπικά δεκτές.
Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται από τον πρώτο αναιρεσείοντα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 375 § 2 ΠΚ ενώ από τον δεύτερο η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 εδ. β' και δ' του Κ.Π.Δ.).
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762).
Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναιρέσεως ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π.1457/2000 και 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 και ΝΒ/131). ΣΤ) Κατά το άρθρ. 375 § § 1 και 2 Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, εκτός άλλων περιπτώσεων, συνεπεία της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, αυτός τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της κακουργηματικής ως άνω υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς να υφίσταται άλλο νόμιμο δικαίωμα του δράστη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρ. 375 ΠΚ, μεταξύ των οποίων και εκείνη που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητας του τελευταίου ως εντολοδόχου και ε) το πράγμα, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα, κατ'άρθρ. 719 ΑΚ κάθε τι που έλαβε καθώς και ό,τι, κατ'άρθ. 721 του ίδιου Κώδικα, προκαταβλήθηκε σ' αυτόν από τον εντολέα προς εκτέλεση της εντολής και δεν διατέθηκε προς τούτο, δεδομένου ότι δεν καθίσταται κύριος των δοθέντων εις αυτόν προς εκτέλεση της εντολής. (Α.Π. 342/2003 Ποιν.Χρ. ΝΓ' 1000 Α.Π. 1425/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ'510).
Εξάλλου κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 45 Π.Κ. συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ'αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται απ'όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικώτερα επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στη συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών (ΑΠ 1317/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ'435).

Ζ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει, κατ'είδος, όλα τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπ'όψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι εγκαλούντες Ψ1 , Ψ2, Ψ3, Ψ4, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8, Ψ9 και Ψ10, τυγχάνοντες όλοι κάτοικοι ....., γνώριζαν τον κατ/νο Χ2 κάτοικο ομοίως ...., ο οποίος διατηρούσε γραφείο στην .....και ασχολείτο με χρηματιστηριακά θέματα και ασφάλειες. Τον μήνα Απρίλιο του 1999, ο Χ2 μόνος - πλην των περιπτώσεων του Ψ4 και του Ψ9, πλησίασε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας "......", οι οποίες διατίθεντο σε ελκυστική τιμή, προ της εισόδου αυτής στο χρηματιστήριο και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα τους θα πολλαπλασιασθούν μετά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι ακόμη και αν δεν έμπαινε η εταιρεία στο χρηματιστήριο θα τους επιστρεφόταν το κεφάλαιο άνευ τόκων. Στην περίπτωση του εγκαλούντος Ψ4 η επαφή έγινε από κοινού με τον Χ1, ενώ στην περίπτωση του Ψ9 ήρθε ο ίδιος ο εγκαλών με δική του πρωτοβουλία σε επαφή με τον Χ1, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της ...... με τη μεσολάβηση της .....ΕΛΔΕ, ως συμφέρουσα. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους εγκαλούντες να καταβάλλουν σε λογαριασμούς του εκπροσώπου της ΕΛΔΕ Χ3 και της συζύγου του Χ4 (κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά απαλλάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα εξής ποσά: 1) Ο Ψ1 το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την ..... και το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την ...., τα οποία κατέθεσε στον υπ αριθμ ..... τραπεζικό λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως, με δικαιούχους τον πρώτο κατηγορούμενο και την Χ4 2) ο Ψ2 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την .... στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως 3) ο Ψ3 το χρηματικό ποσόν των δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την .... στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, 4) ο Ψ4 το χρηματικό ποσόν των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 από επενδυτικό του λογαριασμό στην ως άνω ΕΛΔΕ, 5) ο Ψ5 το χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, από το οποίο ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών κατέβαλε από επενδυτικό λογαριασμό του στην ως άνω ΕΛΔΕ την ...., και ποσόν δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) δραχμών κατέθεσε τμηματικώς την ... και την .... στον υπ αριθμ. ....... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Χ4 6) ο Ψ6 το χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τμηματικώς, την .... ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την ... ποσόν τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών στον υπ' αριθμ. ......τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ, δικαιούχος του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος 7) ο Ψ7 το χρηματικό ποσόν των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την .... ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών και την .... ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στον προαναφερόμενο λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως, 8) ο Ψ8 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς , την ..... , ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, την ....ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την .... ποσόν δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών στον υπ' αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Χ4, 9) ο Ψ9 το χρηματικό ποσόν των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την .... στον προαναφερόμενο λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως και 10) ο Ψ10 το χρηματικό ποσόν των δέκα επτά εκατομμυρίων (17.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την ...., την .... και την .... στον ίδιο " ως άνω λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν με την ρητή εντολή για αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας μέσω της .... ΕΛΔΕ, η οποία θα ενεργούσε για λογαριασμό των εγκαλούντων. Από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1999, οι εγκαλούντες περίμεναν την μεταβίβαση των μετοχών ματαίως. Λόγω κυρίως του ναυαγίου του πλοίου ...., ιδιοκτησίας της ...., η εταιρεία δεν μπήκε τελικά στο χρηματιστήριο, ενώ οι εγκαλούντες είχαν αρχίσει να ζητούν τα χρήματα τους ή το πακέτο των μετοχών, όποια και αν ήταν η αξία τους. Τότε ο Χ3 διαβεβαίωσε ορισμένους εκ των εγκαλούντων ότι τις μετοχές τις έχει η χρηματιστηριακή και θα τις παραδώσει λίγο πριν μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Με τον τρόπο αυτό καθυστέρησε τις νόμιμες ενέργειες εκ μέρους των παθόντων . Μετά πάροδο έτους και δύο μηνών, δηλαδή την 7/3/2002, οι εγκαλούντες κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στον Χ3 ως εκπρόσωπο της ΕΛΔΕ), με την οποία ζήτησαν εντός τριών ημερών να γίνει η μεταβίβαση των μετοχών της ως άνω ναυτιλιακής εταιρείας που είχαν οι κατ/νοι εντολή να προαγοράσουν για λογαριασμό τους, άλλως να επιστραφούν σ' αυτούς τα χρηματικά ποσά που τους είχαν καταβληθεί. Οι κατηγορούμενοι -σύμφωνα με τα όσα από κοινού είχαν προαποφασίσει και προσχεδιάσει -σε ουδεμία ενέργεια αγοράς μετοχών ή επιστροφής των καταβληθέντων ποσών στους παθόντες προέβησαν, εκδηλώνοντας έτσι την 10/3/2002 οριστικά την πρόθεση τους να ενσωματώσουν παρανόμως στην περιουσία τους τα καταβληθέντα από τους εγκαλούντες ποσά, με συνέπεια να υποβληθεί η κρινομένη έγκληση. Εκ των παθόντων ο μόνος ο οποίος πιθανόν ικανοποιήθηκε και του επεστράφησαν τα χρήματα ήταν ο Ψ9 με συνέπεια να δηλώσει ενώπιον του Ανακριτή ότι δεν διέπραξε κάποια αξιόποινη πράξη σε βάρος του ο Χ1 και ότι παραιτείται της πολιτικής αγωγής. Έτσι όμως έχοντας τα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στους κατηγορουμένους, (καταβληθέντα σε λογαριασμούς του Χ3 και της συζύγου του και στην ΕΛΔΕ), με την εντολή να αγορασθούν για λογαριασμό τους μετοχές της ...., χωρίς να προηγηθούν ψευδείς παραστάσεις , παρά μόνον υποσχέσεις περί υψηλής αποδόσεως της επένδυσης, οι οποίες αποδείχθηκαν αναληθείς. Υποσχέσεις οι οποίες δεν συνιστούν "γεγονός" απαιτούμενο για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης. Το ψευδές γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία της απάτης, δηλαδή αυτό της διαβεβαιώσεως περί "κατοχής" των μετοχών, αφενός μεν από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων προέκυψε ότι έλαβε χώρα, μετά την μεταβίβαση των χρημάτων στους κατ/νους και συνεπώς η μεταβίβαση αυτή δεν ήταν απότοκος αυτής της διαβεβαιώσεως και αφετέρου, ο ρόλος της ΕΛΔΕ είναι η διαμεσολάβηση στην αγορά μετοχών για λογαριασμό του επενδυτή, χωρίς να απαιτείται να κατέχει η ίδια η ΕΛΔΕ τις μετοχές. Τούτο σημαίνει ότι οι εγκαλούντες θα προέβαιναν ούτως ή άλλως στην περιουσιακή διάθεση , προκειμένου να αγοράσει για λογαριασμό τους η ΕΛΔΕ τις συγκεκριμένες μετοχές. Η συμπεριφορά αυτή των κατηγορουμένων, συγκροτεί την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελεσθείσα από εντολοδόχο και από κοινού. Η από κοινού διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος - παρ' ότι οι λογαριασμοί στους οποίους κατατέθηκαν τα χρήματα των παθόντων ανήκαν στον α' κατ/νο και στην δική του εταιρεία , καθώς και στην σύζυγο του - προδήλως προκύπτει από τις ενέργειες και των λοιπών κατηγορουμένων, οι οποίοι δρούσαν ως μία ομάδα σκοπό έχουσα την άγρα θυμάτων και την ιδιοποίηση των χρημάτων τους και ανεξαρτήτως του ότι, έναντι του Χ1, ο Χ2 φαίνεται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έχοντας πλησιάσει τους περισσότερους των παθόντων. Έτσι, κατόπιν προσυνεννοήσεως και προσχεδιασμού όλων των κατηγορουμένων, τα ως άνω καταβληθέντα τους παθόντες ποσά κατατέθηκαν σε λογαριασμούς του Χ3 της ΕΛΔΕ και της συζύγου του, αλλά περιήλθαν στην κατοχή και των τριών, διότι εν συνεχεία αναλαμβάνοντο από τον τυπικά δικαιούχο και διανέμοντο μεταξύ τους. Επίσης, τα ανωτέρω ποσά ελάμβανε στους προαναφερόμενους λογαριασμούς ο α' κατηγορούμενος, ενεργών και για λογαριασμό των λοιπών, πλην όμως, η εντολή που δόθηκε από τους παθόντες για την αγορά μετοχών αφορούσε όλους τους κατηγορουμένους, οι οποίοι δρούσαν ως ομάδα. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι ο Χ1, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ήταν απλός υπάλληλος της ΕΛΔΕ και δεν ασχολείτο με τις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
Ως προς τους ισχυρισμούς του Χ3 : α) Ορθώς το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου δια ιδιοποιήσεως οφέλους των κατ/νων ανέρχεται στο ποσό των 169.500.000 δρχ. και όχι σε αυτό των 156.000.000 δρχ. διότι στην περίπτωση του Ψ4, στον οποίο ισχυρίζεται ότι επέστρεψε ποσό 8.000.000 δρχ. με επιταγή, η επιταγή ήταν ακάλυπτη και ουδέποτε πληρώθηκε, ενώ και το ποσό αυτό είχε δοθεί αρχικά με την εντολή αγοράς μετοχών. Στη δε περίπτωση του Ψ9, προέκυψε ότι πράγματι κατατέθηκε το ποσόν των 5.500.000 δρχ. σε λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως για αγορά μετοχών, ανεξαρτήτως του ότι παραιτήθηκε ο ανωτέρω από την πολιτική αγωγή, β) Ο ισχυρισμός του ότι κάλεσε τους εγκαλούντες για να τους μεταβιβάσει τις μετοχές, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν με διάφορες προφάσεις , ουδόλως υποστηρίχθηκε με κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να θεωρείται βάσιμος, γ) Τέλος, εφόσον η κρινομένη πράξη δεν έχει τα στοιχεία της απάτης αλλά της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, δεν έχει επιρροή ο ισχυρισμός του ότι οι ψευδείς παραστάσεις έλαβαν χώρα προ της ισχύος του Ν.2721/99.
Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι το πρωτόδικο υπ'αριθμ. 881/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά πρέπει να διορθωθεί ως προς το χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης στους κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης, την οποία χαρακτήρισε ως "υπεξαίρεση από κοινού κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, με την επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει κατ'αξία το ποσό των 73.000 Ευρώ" και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά (κακ/των). Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 § 1, 27, 45, 51, 52, 60, 79, 98 και 375 § § 1,2,3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. Η) ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΑ
α) Το ότι αναφέρεται μόνο η παραίτηση του Ψ9 από το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής κατά του αναιρεσείοντα Χ1, ενώ δεν γίνεται ειδικός λόγος για τις παραιτήσεις και των Ψ7, Ψ3 και Ψ8 δεν σημαίνει ότι οι τελευταίες αυτές δεν ελήφθησαν υπό όψη από το Συμβούλιο Εφετών, αφού μάλιστα ρητά μνημονεύεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ελήφθησαν υπ'όψη οι ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων και τα έγγραφα της δικογραφίας.
(βλ. Α.Π. 1588/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' 441).
β) Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο ιστορικά αναφερόμενο ότι ο εκ των πολιτικώς εναγόντων Ψ9 ήλθε, με δική του πρωτοβουλία, σε επαφή με τον αναιρεσείοντα Χ1 προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της Μ.F.D., με το εν συνεχεία γενόμενο δεκτό ότι ο Ψ9 έδωσε εντολή στον κατηγορούμενο Χ1 για αγορά μετοχών της παραπάνω εταιρείας και αντίθετα τα δύο γενόμενα δεκτά περιστατικά βρίσκονται σε σχέση λογικής διαδοχής.
γ) Είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι δεν προσδιορίζεται το ποσό της ιδιοποίησης εκ μέρους ενός εκάστου των κατηγορουμένων-αναιρεσειόντων, αφού από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του έκανε δεκτό ότι όλοι οι κατηγορούμενοι έδρασαν ως ομάδα, ότι τα χρηματικά ποσά που κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ3 και της συζύγου του Χ4 τυπικά μόνο και ότι στην πραγματικότητα αναλαμβάνονταν από τον τυπικά δικαιούχο και περνούσαν στην κατοχή και των τριών κατηγορουμένων και ακόμη γίνεται σαφές ότι το Συμβούλιο Εφετών έκανε δεκτό τον κοινό δόλο των κατηγορουμένων για από κοινού ιδιοποίηση του συνολικού χρηματικού ποσού που περιήλθε στην κατοχή τους και που ανέρχεται στο ύψος των 169.500.000 δρχ. ή 497.432 Ευρώ.
Παραπέρα αιτιολογείται και ο δόλος των κατηγορουμένων, δηλαδή ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης, αφού το Συμβούλιο κάνει δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι, παρ'ότι εκλήθησαν με εξώδικη δήλωση να επιστρέψουν τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά εις ουδεμία ενέργεια προέβησαν εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση να τα ενσωματώσουν στην περιουσία τους (βλ. φύλλα 8 και 16 του βουλεύματος).
Σημειώνεται τέλος ότι δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθ'ότι στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είτε αποτελούν ουσιαστικές εκτιμήσεις των αναιρεσειόντων διαφορετικές από τις αξιολογήσεις του προσβαλλομένου βουλεύματος, είτε, υπό το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας, άπτονται ευθέως της ουσίας και είναι απαράδεκτες, αλλιώς ουσιαστικά αβάσιμες.
(βλ. ΑΠ 1149/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ'150, ΑΠ 432/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ'142, ΑΠ 593/2003 αδημ. Σκέψη, ΑΠ 415/2007).
Θ) Με βάση τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, πρέπει ν'απορριφθούν ως αβάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις των αναιρεσειόντων και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
α) Να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 53/2008 και 54/2008, αντιστοίχως, αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 κατοίκου ..... και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 249/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά.
β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των ως άνω αναιρεσειόντων.
Αθήνα 25 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Οι υπ' αριθμ. καταθέσεως 53/19-9-2008 και 54/19-9-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντίτοιχα, κατά του υπ' αριθμ. 249/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν κατ' ουσία.

ΙΙ.- Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Τέλος, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο οι περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τι΅ωρείται ως αυτουργός. Με το όρο από κοινού, αντικει΅ενικώς νοείται σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκει΅ενικώς κοινός δόλος ΅ε την έννοια ότι κάθε συ΅΅έτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγ΅άτωση της αντικει΅ενικής υποστάσεως του εγκλή΅ατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συ΅΅έτοχοι πράττουν ΅ε δόλο τελέσεως του αυτού εγκλή΅ατος. Η σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως ΅πορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγ΅ατώνει την όλη αντικει΅ενική υπόσταση του εγκλή΅ατος ή το έγκλη΅α πραγ΅ατώνεται ΅ε συγκλίνουσες επί ΅έρους πράξεις των συ΅΅ετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.

ΙΙΙ.-Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 249/2008 βούλευμα,με καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "....Οι εγκαλούντες Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8, Ψ9 και Ψ10, τυγχάνοντες όλοι κάτοικοι ...., γνώριζαν τον κατ/νο Χ2 κάτοικο ομοίως ...., ο οποίος διατηρούσε γραφείο στην ... και ασχολείτο με χρηματιστηριακά θέματα και ασφάλειες. Τον μήνα Απρίλιο του 1999, ο Χ2 μόνος - πλην των περιπτώσεων του Ψ4 και του Ψ9, πλησίασε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας "....", οι οποίες διατίθεντο σε ελκυστική τιμή, προ της εισόδου αυτής στο χρηματιστήριο και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματά τους θα πολλαπλασιασθούν μετά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι ακόμη και αν δεν έμπαινε η εταιρεία στο χρηματιστήριο θα τους επιστρεφόταν το κεφάλαιο άνευ τόκων. Στην περίπτωση του εγκαλούντος Ψ4 η επαφή έγινε από κοινού με τον Χ1 ενώ στην περίπτωση του Ψ9 ήρθε ο ίδιος ο εγκαλών με δική του πρωτοβουλία σε επαφή με τον Χ1 προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της .... με τη μεσολάβηση της ..... ΕΛΔΕ, ως συμφέρουσα. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους εγκαλούντες να καταβάλλουν σε λογαριασμούς του εκπροσώπου της ΕΛΔΕ Χ3 και της συζύγου του Χ4 (κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά απαλλάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα εξής ποσά: 1) Ο Ψ1 το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την .... και το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την ...., τα οποία κατέθεσε στον υπ' αριθμ ..... τραπεζικό λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως, με δικαιούχους τον πρώτο κατηγορούμενο και την Χ4 2) Ο Ψ2 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την .... στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως 3) ο Ψ3 το χρηματικό ποσόν των δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την ..... στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, 4) ο Ψ4 το χρηματικό ποσόν των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 από επενδυτικό του λογαριασμό στην ως άνω ΕΛΔΕ, 5) ο Ψ5 το χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, από το οποίο ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών κατέβαλε από επενδυτικό λογαριασμό του στην ως άνω ΕΛΔΕ την ...., και ποσόν δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) δραχμών κατέθεσε τμηματικώς την .... και την .... στον υπ' αριθμ. .... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Κωνσταντίνα Λάσκαρη, 6) ο Ψ6 το χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τμηματικώς, την .... ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την .... ποσόν τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών στον υπ' αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ, δικαιούχος του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος 7) ο Ψ7 το χρηματικό ποσόν των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την ..... ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών και την .... ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στον προαναφερόμενο λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως, 8) ο Ψ8 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την ...., ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, την .... ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την .... ποσόν δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Χ4 9) ο Ψ9 το χρηματικό ποσόν των πέντε εκατoμμυρίων (5.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την .... στον προαναφερόμενο λογαριασμό της 'Αλφα Τράπεζας Πίστεως και 10) ο Ψ10 το χρηματικό ποσόν των δέκα επτά εκατομμυρίων (17.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την ..., την ... και την ... στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της Αλφα Τράπεζας Πίστεως. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν με την ρητή εντολή για αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας μέσω της ΕΛΔΕ, η οποία θα ενεργούσε για λογαριασμό των εγκαλούντων. Από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1999, οι εγκαλούντες περίμεναν την μεταβίβαση των μετοχών ματαίως. Λόγω κυρίως του ναυαγίου του πλοίου ....., ιδιοκτησίας της ....., η εταιρεία δεν μπήκε τελικά στο χρηματιστήριο, ενώ οι εγκαλούντες είχαν αρχίσει να ζητούν τα χρήματά τους ή το πακέτο των μετοχών, όποια και αν ήταν η αξία τους. Τότε ο Χ3 διαβεβαίωσε ορισμένους εκ των εγκαλούντων ότι τις μετοχές τις έχει η χρηματιστηριακή και θα τις παραδώσει λίγο πριν μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Με τον τρόπο αυτό καθυστέρησε τις νόμιμες ενέργειες εκ μέρους των παθόντων. Μετά πάροδο έτους και δύο μηνών, δηλαδή την 7/3/2002, οι εγκαλούντες κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στον Χ3 ως εκπρόσωπο της ΕΛΔΕ), με την οποία ζήτησαν εντός τριών ημερών να γίνει η μεταβίβαση των μετοχών της ως άνω ναυτιλιακής εταιρείας που είχαν οι κατ/νοι εντολή να προαγοράσουν για λογαριασμό τους, άλλως να επιστραφούν σ' αυτούς τα χρηματικά ποσά που τους είχαν καταβληθεί. Οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με τα όσα από κοινού είχαν προαποφασίσει και προσχεδιάσει, σε ουδεμία ενέργεια αγοράς μετοχών ή επιστροφής των καταβληθέντων ποσών στους παθόντες προέβησαν, εκδηλώνοντας έτσι την 10/3/2002 οριστικά την πρόθεσή τους να ενσωματώσουν παρανόμως στην περιουσία τους τα καταβληθέντα από τους εγκαλούντες ποσά, με συνέπεια να υποβληθεί η κρινομένη έγκληση. Εκ των παθόντων ο μόνος ο οποίος πιθανόν ικανοποιήθηκε και του επεστράφησαν τα χρήματα ήταν ο Ψ9 με συνέπεια να δηλώσει ενώπιον του Ανακριτή ότι δεν διέπραξε κάποια αξιόποινη πράξη σε βάρος του ο Χ1 και ότι παραιτείται της πολιτικής αγωγής. Έτσι όμως έχοντας τα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στους κατηγορουμένους, (καταβληθέντα σε λογαριασμούς του Χ3 και της συζύγου του και στην ΕΛΔΕ), με την εντολή να αγορασθούν για λογαριασμό τους μετοχές της ...., χωρίς να προηγηθούν ψευδείς παραστάσεις, παρά μόνον υποσχέσεις περί υψηλής αποδόσεως της επένδυσης, οι οποίες αποδείχθηκαν αναληθείς. Υποσχέσεις οι οποίες δεν συνιστούν "γεγονός" απαιτούμενο για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης. Το ψευδές γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία της απάτης, δηλαδή αυτό της διαβεβαιώσεως περί "κατοχής" των μετοχών, αφενός μεν από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων προέκυψε ότι έλαβε χώρα, μετά την μεταβίβαση των χρημάτων στους κατ/νους και συνεπώς η μεταβίβαση αυτή δεν ήταν απότοκος αυτής της διαβεβαιώσεως και αφετέρου, ο ρόλος της ΕΛΔΕ είναι η διαμεσολάβηση στην αγορά μετοχών για λογαριασμό του επενδυτή, χωρίς να απαιτείται να κατέχει η ίδια η ΕΛΔΕ τις μετοχές. Τούτο σημαίνει ότι οι εγκαλούντες θα προέβαιναν ούτως ή άλλως στην περιουσιακή διάθεση, προκειμένου να αγοράσει για λογαριασμό τους η ΕΛΔΕ τις συγκεκριμένες μετοχές. Η συμπεριφορά αυτή των κατηγορουμένων, συγκροτεί την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελεσθείσα από εντολοδόχο και από κοινού. Η από κοινού διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος - παρ' ότι οι λογαριασμοί στους οποίους κατατέθηκαν τα χρήματα των παθόντων ανήκαν στον α' κατ/νο και στην δική του εταιρεία, καθώς και στην σύζυγό του - προδήλως προκύπτει από τις ενέργειες και των λοιπών κατηγορουμένων, οι οποίοι δρούσαν ως μία ομάδα σκοπό έχουσα την άγρα θυμάτων και την ιδιοποίηση των χρημάτων τους και ανεξαρτήτως του ότι, έναντι του Χ1, ο Χ2 φαίνεται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έχοντας πλησιάσει τους περισσότερους των παθόντων. Έτσι, κατόπιν προσυνεν-νοήσεως και προσχεδιασμού όλων των κατηγορουμένων, τα ως άνω καταβληθέντα από τους παθόντες ποσά κατατέθηκαν σε λογαριασμούς του Χ3 της ΕΛΔΕ και της συζύγου του, αλλά περιήλθαν στην κατοχή και των τριών, διότι εν συνεχεία αναλαμβάνοντο από τον τυπικά δικαιούχο και διανέμοντο μεταξύ τους. Επίσης, τα ανωτέρω ποσά ελάμβανε στους προαναφερόμενους λογαριασμούς ο α' κατηγορούμενος, ενεργών και για λογαριασμό των λοιπών, πλην όμως, η εντολή που δόθηκε από τους παθόντες για την αγορά μετοχών αφορούσε όλους τους κατηγορουμένους, οι οποίοι δρούσαν ως ομάδα. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι ο Χ1, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ήταν απλός υπάλληλος της ΕΛΔΕ και δεν ασχολείτο με τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Ως προς τους ισχυρισμούς του Χ3 α) Ορθώς το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου δια ιδιοποιήσεως οφέλους των κατ/νων ανέρχεται στο ποσό των 169.500.000 δρχ. και όχι σε αυτό των 156.000.000 δρχ. διότι στην περίπτωση του Ψ4 στον οποίο ισχυρίζεται ότι επέστρεψε ποσό 8.000.000 δρχ. με επιταγή, η επιταγή ήταν ακάλυπτη και ουδέποτε πληρώθηκε, ενώ και το ποσό αυτό είχε δοθεί αρχικά με την εντολή αγοράς μετοχών. Στη δε περίπτωση του Ψ9 προέκυψε ότι πράγματι κατατέθηκε το ποσόν των 5.500.000 δρχ. σε λογαριασμό της ’λφα Τράπεζας Πίστεως για αγορά μετοχών, ανεξαρτήτως του ότι παραιτήθηκε ο ανωτέρω από την πολιτική αγωγή. β) Ο ισχυρισμός του ότι κάλεσε τους εγκαλούντες για να τους μεταβιβάσει τις μετοχές, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν με διάφορες προφάσεις, ουδόλως υποστηρίχθηκε με κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να θεωρείται βάσιμος. γ) Τέλος, εφόσον η κρινομένη πράξη δεν έχει τα στοιχεία της απάτης αλλά της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, δεν έχει επιρροή ο ισχυρισμός του ότι οι ψευδείς παραστάσεις έλαβαν χώρα προ της ισχύος του Ν.2721/1999...". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για την πράξη της από κοινού και κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στους κατηγορουμένους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικέ ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 και 375 παρ.2 του Π.Κ τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με επάρκεια αιτιολογίας προσδιορίζονται τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της πράξεως για την οποία παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες και εξειδικεύεται η συναυτουργική δράση αυτών και του επίσης κατηγορουμένου Χ3, αφού το Συμβούλιο δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι, ανεξαρτήτως του ότι ο Χ2 είχε πρωταγωνιστικό λόγο, δρούσαν ως ομάδα με προσχεδιασμό και προσυνεννόηση και με σκοπό την άγρα θυμάτων για την ιδιοποίηση των χρημάτων τους. Περαιτέρω, δέχεται το Συμβούλιο ότι τα χρηματικά ποσά τα οποία οι πολιτικώς ενάγοντες κατέθεσαν στους αναφερόμενους λογαριασμούς του Χ3 και της συζύγου του και της ΕΛΔΕ για την αγορά μετοχών της εταιρίας ...., αυτοί και ο Χ3, κατά τον αναφερόμενο τρόπο τα ανέλαβαν, περιήλθαν στην κατοχή τους και διανεμήθηκαν μεταξύ τους. Ακόμη εκτίθενται πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο δέχεται ότι όλοι οι κατηγορούμενοι συλλογικώς ενήργησαν ως εντολοδόχοι των πολιτικώς εναγόντων με πριεχόμενο της προς αυτούς εντολής την αγορά μετοχών της άνω εταιρίας, κατά τούτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται εάν η εντολή ήταν προφορική ή γραπτή ούτε αναφορικά με τον κατηγορούμενο Χ1 το ειδικότερο περιεχόμενο της σχέσεως αυτού με τη χρηματιστηριακή εταιρία ...... Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ1, ότι το βούλευμα πάσχει κατά την αιτιολογία του από το γεγονός ότι, ενώ κατά το στάδιο της προδικασίας παραιτήθηκαν της πολιτικής αγωγής τέσσερες από τους παθόντες, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του μόνο την παραίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ9, είναι αβάσιμη. Το συμβούλιο για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας. Από το ότι ειδικώς αναφέρεται στην παραίτηση του Ψ9 δεν συνάγεται ότι αγνοήθηκαν οι παραιτήσεις των λοιπών, οι οποίες, σημειωτέον, δεν αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, η ειδική δε μνεία στην παραίτηση του ανωτέρω γίνεται διηγηματικά και ως συνέπεια των παραδοχών ότι στον ανωτέρω επεστράφη το χρηματικό ποσό το οποίο είχε δοθεί στους κατηγορουμένους για την αγορά μετοχών. Επισημαίνεται, τέλος, ότι το βούλευμα δεν έχει αντιφατικές παραδοχές ούτε λογικά κενά επί των ζητημάτων τα οποία διαλαμβάνονται στην αίτηση του Χ1 και είναι αβάσιμες οι σχετικές αιτιάσεις του τελευταίου.
Συνεπώς, ο για έλλειψη αιτιολογία εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ μόνος λόγος και των δύο αιτήσεων αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 53/19-9-2008 αίτηση του Χ1 και την υπ' αριθμ. 54/19-9-2008 αίτηση του Χ2 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 249/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή