Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1801 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δωροδοκία.




Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία. Άμεση συνεργεία. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) απόλυτης ακυρότητας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας. Αναιρείται για ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων. Ο χρόνος τέλεσης της άμεσης συνέργειας τελεί σε συνάρτηση με αυτόν της κύριας πράξεως και δεν μπορεί να ξεπερνά το χρονικό σημείο τέλεσης αυτής (ΑΠ 1339/2009). Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1801/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και την Γραμματέα Αικατερίνη Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Α. Α. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, και 2. Α. Τ. Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Τσοβόλα και Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 520/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Μαρτίου 2010 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, καθώς στους από 12 Μαΐου 2010 πρόσθετους λόγους του πρώτου αναιρεσείοντος, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 582/2010.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς τους δύο αναιρεσείοντες και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η υπό κρίση από 29-03-2010 αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής από 12-05-2010 με ίδιο δικόγραφο πρόσθετοι λόγοι του Α. Α. του Χ. και η από 29 Μαρτίου 2010, αίτηση αναιρέσεως του Α. Τ. του Χ., κατά της υπ' αριθμό 520/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, είναι παραδεκτές και ταυτόσημοι, πρέπει, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν.
Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. β' ΠΚ που ορίζει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται "όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης", προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, με τη γνώση ότι παρέχεται κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της άδικης πράξεως, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Ενόψει αυτών ο χρόνος τελέσεως της άμεσης συνέργειας είναι πάντοτε κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της κυρίας πράξεως, ουδέποτε δε προγενέστερος αυτής, ενώ της απλής συνέργειας από το νόμο τελεί σε συνάρτηση με αυτόν της κύριας πράξης, αφού η απλή συνδρομή παρέχεται αποκλειστικώς είτε πριν από την κύρια πράξη είτε κατά τη διάρκειά της. Οι μετά από αυτή μορφές συνδρομής αποτελούν άλλο έγκλημα και όσες δεν υπάγονται σε καμία ειδική αντικειμενική υπόσταση ξεχωριστού εγκλήματος, μένουν ατιμώρητες, αφού δεν μπορούν να χαρακτηριστούν και να τιμωρηθούν σαν απλή συνέργεια. (ΑΠ 1339/2009) Περαιτέρω, η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ποινική ουσιαστική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζει, και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης αυτής, την απολογία του δευτέρου των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία προέκυψαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος υπηρετεί, ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων. Κατά την εξεταστική περίοδο του μηνός Σεπτεμβρίου 2003, η οποία μετατέθηκε λόγω απεργίας του διδακτικού προσωπικού, για ένα περίπου μήνα, ανατέθηκε στον ως άνω κατηγορούμενο η εξέταση του μαθήματος "Μαθηματικά για Διοίκηση Επιχειρήσεων", λόγω νοσηλείας του Καθηγητή Α. Κ., σε μονάδα εντατικής θεραπείας, στον οποίο είχε ανατεθεί η διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος. Οι εξετάσεις του ανωτέρω μαθήματος ήταν γραπτές διενεργήθηκαν στις 20.10.2003, ο δε πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε τις βαθμολογίες αρχικά για πέντε συνολικά φοιτητές στις 21.10.2003 και 27.10.2003 και για τους υπόλοιπους την 1.12.2003. Πολλοί φοιτητές, μετά τη διενέργεια των εξετάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι τα θέματα των εξετάσεων κρίθηκαν δύσκολα, σε συνδυασμό με τη φήμη που διέρρεε μεταξύ των φοιτητών, ότι ο ως άνω καθηγητής (πρώτος κατηγορούμενος) είχε την πρόθεση να διευκολύνει τους φοιτητές, ώστε να περάσουν το εν λόγω μάθημα, το οποίο, σημειωτέο, για τους περισσότερους φοιτητές, ήταν το τελευταίο για την ολοκλήρωση των σπουδών τους, επισκέφθηκαν τον εν λόγω καθηγητή στο γραφείο του. Μεταξύ των φοιτητών αυτών ήταν και η Α. Β. και η Γ. Λ., οι οποίες επισκέφθηκαν τον ως άνω καθηγητή στο γραφείο του μεμονωμένα, αρχές Νοεμβρίου του έτους 2003. Κατά τις ως άνω συναντήσεις ο πρώτος κατηγορούμενος τις διαβεβαίωσε ότι θα περάσουν το εν λόγω μάθημα και τις παρότρυνε να επικοινωνήσουν μαζί του σε λίγες ημέρες, προκειμένου να πληροφορηθούν τη βαθμολογία του γραπτού τους, μάλιστα δε, έδωσε και τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου στην Α. Β.. Μετά από λίγες ημέρες οι εν λόγω φοιτήτριες επισκέφθηκαν και πάλι τον πρώτο κατηγορούμενο στο γραφείο του, όπου ο τελευταίος τους ανακοίνωσε ότι η βαθμολογία των γραπτών τους ήταν 3, δηλαδή κάτω από τη βάση, ωστόσο, όμως, έσπευσε να τις καθησυχάσει, διαβεβαιώνοντας αυτές ότι ο βαθμός αυτός μπορεί να αλλάξει, εάν έκαναν κάποια φροντιστήρια με έναν βοηθό του, χωρίς να τις διευκρινίσει με σαφήνεια, εάν και πότε επρόκειτο να επανεξετασθούν. Στη συνέχεια, έδωσε σ' αυτές τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του δευτέρου κατηγορουμένου, ο οποίος δεν συνδέεται με οποιαδήποτε υπηρεσιακή σχέση με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ακολούθως δε, αυτές (φοιτήτριες) επικοινώνησαν τηλεφωνικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο και έκλεισαν ραντεβού μαζί του, πάντοτε χωριστά η μια από την άλλη, καθώς, όπως προέκυψε, αυτές δεν είχαν μέχρι τότε ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους. Οι εν λόγω συναντήσεις (ραντεβού) πραγματοποιήθηκαν σε δημόσιους χώρους και κατ' αυτές ο δεύτερος κατηγορούμενος έλαβε, κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Νοεμβρίου 2003, από την Α. Β. το ποσό των 250 ευρώ και από την Γ. Λ. το ποσό των 300 ευρώ. Στο σημείο αυτό, πρέπει να λεχθεί ότι όταν η Α. Β. παραπονέθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο ότι το ύψος του ποσού είναι μεγάλο και ζήτησε τη μείωση αυτού, αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) επικοινώνησε ενώπιον της τηλεφωνικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος δεν δέχθηκε να μειωθεί το εν λόγω ποσό. Μάλιστα στις εύλογες παρατηρήσεις των ως άνω φοιτητριών για το πότε θα επανεξετασθούν, αφού η εξεταστική περίοδος είχε τελειώσει αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) απαντούσε αόριστα ότι θα εκτιμούσε το επίπεδο τους και ότι ίσως δεν θα ήταν απαραίτητο να επανεξετασθούν και τελικά ομολόγησε ότι τα φροντιστηριακά μαθήματα δεν θα γίνουν και ότι πρέπει να καταβάλουν τα ως άνω ποσά, προκειμένου να λάβουν μεγαλύτερο βαθμό, ανεξάρτητα από την απόδοση τους στην εξέταση του εν λόγω μαθήματος. Μετά την καταβολή των ανωτέρω ποσών και κατά την επίσημη βαθμολογία, που ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε στη Γραμματεία της ως άνω Σχολής, την 1.12.2003, η βαθμολογία των ανωτέρω φοιτητριών στο ως άνω μάθημα ήταν επιτυχής και συγκεκριμένα 6 και 8, αντίστοιχα, αυτές δε (φοιτήτριες) ορκίστηκαν στις 15.12.2003. Σημειώνεται, ότι μετά τα ανωτέρω και λίγες ημέρες αργότερα, η μάρτυρας κατηγορίας, Α. Β., επικοινώνησε τηλεφωνικά με το δημοσιογράφο Μ. Τ. και του κατέστησε γνωστή την ως άνω συμπεριφορά των κατηγορουμένων, η οποία και αποτέλεσε αντικείμενο σχετικής τηλεοπτικής εκπομπής. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αδιαμφισβήτητα από τις σαφείς και μετά λόγου γνώσεως καταθέσεις των δύο πρώτων μαρτύρων κατηγορίας (ως άνω φοιτητριών), καθώς και της μάρτυρας κατηγορίας, Δ. Ν., η οποία μετά λόγου κατέθεσε ότι και αυτή πέρασε το εν το εν λόγω μάθημα και μάλιστα με βαθμό 9, ενώ της είχε ανακοινωθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο ότι ο βαθμός του γραπτού της ήταν 3, μετά από καταβολή περίπου 400 ευρώ, με την ίδια προαναφερόμενη διαδικασία, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Μ. Ά. και υπερασπίσεως, Κ. Μ., καθόσον αυτοί δεν έχουν άμεση γνώση και αντίληψη των ως άνω πραγματικών περιστατικών, αλλά ούτε και από την ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού απολογία του δευτέρου κατηγορουμένου, ο οποίος γενικά και αόριστα αρνείται την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε είχε κάποια τηλεφωνική επικοινωνία ή συνάντηση με τις ανωτέρω φοιτήτριες, όμως από την κατ' αντιπαράσταση εξέταση ενώπιον του ακροατηρίου αυτού (δευτέρου κατηγορουμένου) και των ως άνω μαρτύρων κατηγορίας -φοιτητριών, ουδεμία κατελείπεται αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι οι ως άνω αναφερόμενες συναντήσεις έγιναν μεταξύ αυτών. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί, ότι η αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από 6.7.2004 ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.), η οποία διενεργήθηκε κατ' επιταγή της σχετικής απόφασης της υπ' αριθμ. 23/23.3.2004 συνεδρίασης του Πρυτανικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, από την Π. Ν.-Π., Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ως άνω Πανεπιστημίου και η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν υπέχει ουδεμία πειθαρχική ευθύνη, δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο με την έννοια του δεδικασμένου, πέραν του ότι είναι άξιον επισημάνσεως ότι, κατά τη διενέργεια αυτής (Ε.Δ.Ε.) εκλήθησαν και κατέθεσαν οι αναφερόμενοι στην εν λόγω Ε.Δ.Ε. καθηγητές του ανωτέρω Πανεπιστημίου, καθώς και εκπρόσωποι των φοιτητών, χωρίς, σημειωτέο, να κληθούν και να καταθέσουν οι άμεσες εμπλεκόμενες-καταγγέλλουσες, πράγμα ασύνηθες για την εξαγωγή ασφαλούς πορίσματος. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, προέκυψε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, όπως η νομοτυπική μορφή αυτής αναφέρεται στην ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσης, αφού προέκυψε ότι αυτός, έχων την ιδιότητα του Αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ορισθείς αρμοδίως να διεξαγάγει τις εξετάσεις για το μάθημα "Μαθηματικά για Διοίκηση Επιχειρήσεων" της εξεταστικής περιόδου Σεπτεμβρίου 2003 και ως εκ τούτου αρμόδιος, κατά το άρθρο 175 του Ν. 5343/1932, να βαθμολογήσει τους φοιτητές που θα συμμετείχαν κατά την εν λόγω εξεταστική περίοδο στο εν λόγω μάθημα ζήτησε και έλαβε από τις ανωτέρω φοιτήτριες, κατά παράβαση των ως άνω υπηρεσιακών καθηκόντων του, με τη μεσολάβηση του δευτέρου κατηγορουμένου, τα ανωτέρω ποσά, προκειμένου να μεταβάλλει, όπως και μετέβαλε, το βαθμό των γραπτών των ανωτέρων, έτσι ώστε αυτές (φοιτήτριες) να βαθμολογηθούν με επιτυχή βαθμό (6 και 8, αντίστοιχα), ο δε δεύτερος της άμεσης συνέργειας στην ανωτέρω πράξη, κατ' εξακολούθηση, αφού αυτός, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τις ανωτέρω φοιτήτριες, συναντήθηκε μαζί τους και έλαβε για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου τα προαναφερόμενα ποσά, παρέχων έτσι άμεση συνδρομή κατά την τέλεση εκ μέρους αυτού (πρώτου κατηγορουμένου) του ως άνω αδικήματος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των ανωτέρω πράξεων, που τους αποδίδονται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες και ειδικότερα τον μεν Α. Α., ως φυσικό αυτουργό της αξιόποινης πράξεως της παθητικής δωροδοκίας, το δε Α. Τ., ως άμεσο συνεργό στην παθητική δωροδοκία που τέλεσε ο πρώτος, και επέβαλε στον καθένα απ' αυτούς ποινή φυλακίσεως 18 μηνών και 12 μηνών αντιστοίχως, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα, κηρύχθηκαν ένοχοι του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 2003, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημέρες από την προανάκριση Α) ο πρώτος Α. Α., με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, διέπραξε το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας, ήτοι, όντας υπάλληλος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζήτησε και έλαβε, με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτόν του ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά του και ειδικότερα όντας Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ενόψει της εξετάσεως του μαθήματος των μαθηματικών, που θα διεξαγόταν τον Οκτώβριο, ζήτησε και έλαβε από τις φοιτήτριες Α. Β. και Γ. Λ., τα ποσά των 250 και 300 ευρώ αντίστοιχα, με τη μεσολάβηση του Α. Τ., προκειμένου να τις περάσει στο μάθημα των μαθηματικών, κατά τις προσεχείς εξετάσεις πράγμα που τελικά έγινε βαθμολογώντας την Α. Β. με 6 και την Γ. Λ. με 8, Β) ο δεύτερος των κατηγορουμένων Τ. Α., με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση που διέπραξε και ειδικότερα παρείχε άμεση συνδρομή στον πρώτο συγκατηγορούμενό του κατά τη διάρκεια της υπό στοιχεία Α πράξης, παραλαμβάνοντας μετά από προγραμματισμένο ραντεβού, τα χρήματα (250 και 300 ευρώ αντίστοιχα) από τις φοιτήτριες Α. Β. και Γ. Λ., για λογαριασμό του πρώτου συγκατηγορούμενού του". Έτσι, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το άρθρο 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αντίθετα, περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και στερούν την απόφαση της νόμιμης βάσης. Τούτο γιατί: α) ενώ, γίνεται δεκτό, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι οι γραπτές εξετάσεις στο μάθημα των μαθηματικών διενεργήθηκαν στις 20-10-2003 και ότι η βαθμολογία για ορισμένους φοιτητές παραδόθηκε στις 21 και 27 Οκτωβρίου 2003, (χωρίς μάλιστα να διευκρινίζεται ότι σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και οι ως άνω φοιτήτριες), προσέτι δε ότι οι διαπραγματεύσεις τόσο μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και των ως άνω φοιτητριών, όσο και μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου, που ενεργούσε κατ' εντολή και λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του, προκειμένου να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες, αλλά και τον τρόπο ώστε αυτές να λάβουν επιτυχή βαθμολογία, αφού ήδη τους είχε γνωστοποιηθεί ότι βαθμολογήθηκαν με -3- έλαβαν χώρα περί τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου 2003, και ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τους ευοδώθηκαν με την καταβολή προς το δεύτερο κατηγορούμενο των χρηματικών ποσών των 250 και 300 ευρώ αντίστοιχα, περί το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Νοεμβρίου 2003, παρόλα αυτά σύμφωνα με το διατακτικό, αυτοί (οι κατηγορούμενοι) κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας ο πρώτος και της άμεσης συνέργειας στην πράξη του πρώτου, ο δεύτερος, που αυτοί τέλεσαν κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2003, και β) ενώ, γίνεται δεκτό σύμφωνα με το αιτιολογικό της αποφάσεως, ότι ο Α. Τ., ως άμεσος συνεργός στην κύρια πράξη της παθητικής δωροδοκίας του Α. Α., έλαβε για λογαριασμό του τελευταίου τα χρηματικά ποσά των 250 και 300 ευρώ αντίστοιχα από τις φοιτήτριες Α. Β. και Γ. Λ., κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Νοεμβρίου του 2003, αντίθετα στο διατακτικό γίνεται δεκτό, ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας και άμεσης συνέργειας σ' αυτήν, η οποία όμως, τελέσθηκε κατά μήνα Σεπτέμβριο του 2003, και συγκεκριμένα ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά καταβλήθηκαν αντιστοίχως κατά μήνα Σεπτέμβριο του 2003. Σημειώνεται ότι ο χρόνος τέλεσης της πράξεως της άμεσης συνέργειας, τελεί σε απόλυτη συνάρτηση με το χρόνο τέλεσης της κύριας πράξεως από το φυσικό αυτουργό και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά το χρονικό σημείο τέλεσης αυτής. Κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του Κ,Π.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και ο αντίστοιχος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων που άσκησε ο αναιρεσείων Α. Α., και ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντος, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (519 Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 520/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και,
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή